Ελληνικός Παρατηρητής της Εταιρίας Σκοπιά

Μια συνεργασία της

Ορθόδοξης Ομάδας Δογματικής Έρευνας

Μέθοδοι της Σκοπιάς

Η Αποκοπή // Ποιους δεν πρέπει να χαιρετούν οι Χριστιανοί; // Η καθαρότητα τής Εκκλησίας // Τα κοινωνικά προβλήματα ενός αποκομμένου // Τι περιλαμβάνει η Αποκοπή από τη Σκοπιά // Η κατάχρηση τής Αποκοπής 1ο Μέρος

Η κατάχρηση τής Αποκοπής

Του Ρέϋμοντ Φραντς

 

Πηγή: Απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Ρέϋμοντ Φραντς, «Αναζητώντας τη Χριστιανική Ελευθερία» Ελληνική έκδοση, 2010.

 

Η Κατάχρηση της Αποκοπής Μέρος Ι

Απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Ρέϋμοντ Φραντς, «Αναζητώντας τη Χριστιανική Ελευθερία» (σελίδες 467, 475-480, Ελληνική έκδοση, 2010).

Τόσο στο πνεύμα όσο και στη μεθοδολογία της, η τακτική της οργάνωσης της Σκοπιάς να αποκόπτει ανθρώπους μοιάζει περισσότερο με αυτή των θρησκευτικών ηγετών του Ιουδαϊκού έθνους κατά τον πρώτο αιώνα, παρά με αυτή του Χριστού και των αποστόλων του. Οι ακρότητες στις οποίες οδηγεί η κατάχρηση αυτής της μεθόδου είναι φανερές στην περίπτωση του παλαίμαχου μάρτυρα του Ιεχωβά Percy Harding από τον Καναδά. Η θλιβερή εμπειρία του ατόμου αυτού είναι ενδεικτική, αφού έλαβε χώρα στο κατώφλι των Κεντρικών Γραφείων της οργάνωσης στη Νέα Υόρκη, στο Μπρούκλυν.

Το 1910, όταν ήταν περίπου είκοσι ετών, ο Percy, ένας γηγενής του δυτικού Καναδά, ξεκίνησε να διαβάζει τα συγγράμματα του Πάστορα Ρώσσελ και σε έξη μήνες είχε διαβάσει περίπου 3.000 σελίδες υλικού. Παραιτήθηκε από την Προτεσταντική εκκλησία της οποίας αποτελούσε μέλος και βρέθηκε μόνος με τις νέες του πεποιθήσεις ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης του. Άρχισε να «δίνει μαρτυρία» και σχημάτισε δύο ομάδες στην περιοχή, βαπτίζοντας μάλιστα τους νεο-προσήλυτους σε ένα κοντινό ποτάμι. Όπως αφηγείται ο ίδιος, Το 1918 παραιτήθηκα από μια καλή δουλειά για να γίνω πλανόδιος πωλητής βιβλίων (colporteur). H περιοχή μου κάλυπτε εκατοντάδες τετραγωνικά μίλια, κυρίως κατά μήκος του σιδηροδρόμου, από τη Νότια Αλμπέρτα έως τις ακτές του Ειρηνικού. Επίσης, κάλυπτα την περιοχή με τα πόδια, κουβαλώντας δυο μικρές τσάντες με βιβλία. Συχνά, έπρεπε να περπατήσω 15 με 25 μίλια την ημέρα.

Μετά από εφτά χρόνια περιοδειών, στις 25 Μαϊου του 1925, ήρθε στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, για να υπηρετήσει στα Κεντρικά Γραφεία της Σκοπιάς. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η στάση που αναπτύχθηκε κάτω από την προεδρία του Ρόδερφορδ και η συμπεριφορά ορισμένων που υπηρετούσαν ως επόπτες, απογοήτευσαν τον Percy. Το 1929 τερμάτισε την εργασία του στα κεντρικά Γραφεία.

Παρά το γεγονός αυτό, συνέχισε να συνδέεται με την ίδια εκκλησία στο Μπρούκλυν και να δραστηριοποιείται μέσα σε αυτή, για τα επόμενα πενήντα έξη χρόνια. Για όσα συνέβησαν μετά μας γράφει: Από το Μάϊο του 1925 έως το Δεκέμβριο του 1981 παρέμεινα στην ίδια εκκλησία, έως ότου με απέκοψαν επειδή μοιράστηκα το Λόγο του Θεού με μερικούς φίλους μου. Αυτό ήταν απίστευτο, και από την πλευρά της Εταιρίας αισχρό. Η δικαστική επιτροπή είχε στα χέρια της μια επιστολή από ένα άλλο σώμα πρεσβυτέρων μιας άλλης εκκλησίας. Είχαν αποκόψει ένα φίλο μου. Τον ανέκριναν εκτενώς για άλλους ανθρώπους στους οποίους είχε μιλήσει για το Λόγο του Θεού. Αυτός υποχώρησε και τους είπε, αναφέροντας το όνομά μου μεταξύ άλλων. Έτσι, η επιστολή αυτή από τους πρεσβυτέρους, μαζί με τα πράγματα που είχα πει —εγώ και άλλοι— μου παρουσιάστηκαν μαζί με την απαίτηση να τα σχολιάσω. Είπα στην επιτροπή πως δεν είχα κάτι να πω, πώς ό, τι συνέβαινε μεταξύ εμού και των φίλων μου ήταν προσωπικό ζήτημα και δεν αφορούσε κανέναν άλλο. Μου υποσχέθηκαν ένα αντίγραφο της επιστολής, αλλά ποτέ δεν το έλαβα.

 Έπειτα άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις, από τις οποίες η πιο σημαντική ήταν η εξής: «Πιστεύεις ότι η Εταιρία είναι η οργάνωση του Θεού και ότι προωθεί την αλήθεια;» Και εγώ απάντησα: ‘Δεν υπάρχει τίποτα στο Λόγο του Θεού που να μας δείχνει ότι ο Θεός χρησιμοποίησε ποτέ μια οργάνωση για να προωθήσει την αλήθεια του. Από το Μωϋσή, μέσα από όλους τους προφήτες μέχρι τον Ιωάννη και την Αποκάλυψη, πάντα χρησιμοποιούσε ένα άτομο’.

Στη συνέχεια έλαβαν χώρα τρεις συνεδριάσεις επιτροπών, με την τελευταία να είναι στο Bethel. To βράδυ που με απέκοψαν, ο Harry Peloyan (ένα μέλος για πολλά χρόνια του συγγραφικού τμήματος της Σκοπιάς) έβγαλε ένα λόγο στην Αίθουσα Βασιλείας, εκστομίζοντας μια κατηγορία η οποία ποτέ δε συζητήθηκε στις συνεδριάσεις της επιτροπής, αυτή περί διάσπασης της ενότητας της εκκλησίας. Χρησιμοποίησε με λανθασμένο τρόπο το Β’ Ιωάν. 10, 11 για να οδηγήσει 175 άτομα να με αποκόψουν. Μετά τη συνάθροιση όλοι με προσπέρασαν σαν να ήμουν λεπρός.

Ο Percy ήταν 91 ετών με προβλήματα υγείας. Άσχετα με το αν κάποιος θεωρεί την κατανόηση που είχε επάνω στη Γραφή ως σωστή ή λανθασμένη, το γεγονός είναι ότι το ζήτημα προέκυψε όχι επειδή ο άνθρωπος αυτός προκάλεσε αναταραχή ανάμεσα στο εκκλησίασμα, αλλά εξαιτίας συζητήσεων που έκανε με φίλους του. Κανείς στην εκκλησία δεν είχε ποτέ παραπονεθεί ότι επρόκειτο για ‘ταραξία’, και το πρόβλημα πρόκυψε μετά από μια επιστολή που εστάλη από μια άλλη εκκλησία, κάτι που ξεκίνησε έρευνες και ανακρίσεις από τους πρεσβυτέρους επάνω σε σχόλια που έγιναν ανάμεσα σε προσωπικούς φίλους. (Συγκρίνατε με την κατηγορία ενάντια στον απόστολο Παύλο και την υπεράσπισή του στο Πράξεις 24: 5-13) Σε ένα ταξίδι μου στα Βορειοανατολικά το 1982, επισκέφθηκα τον Percy Harding στο σπίτι του, στην 6η Οδό στο Μπρούκλυν. Καθόταν με τη μεγάλη πολυθρόνα να τον κάνει να μοιάζει μικρότερος, ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος, εμφανώς καταπονημένος από την ηλικία και τις ασθένειες.

Αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν κάποιος διανοητικά υγιής να θεωρήσει ότι ένας άνθρωπος σαν αυτόν, χωρίς να είναι σε θέση να ασκήσει κάποια σοβαρή επιρροή, αποτελεί έναν τόσο σοβαρό κίνδυνο ώστε, παρά τα εβδομήντα χρόνια σχέσης του με την οργάνωση, να θεωρηθεί απαραίτητη η αποκοπή του και η απομάκρυνσή του από γνωστούς και φίλους που είχε σε όλη του τη ζωή. Σκέφθηκα ότι μια οργάνωση πρέπει να είναι ιδιαίτερα αβέβαιη για τον εαυτό της, να αισθάνεται απίστευτα ευάλωτη ώστε να θεωρεί έναν αδύναμο υπερήλικα άνθρωπο σαν απειλή. Όσον αφορά τις επιπτώσεις της αποκοπής στη ζωή του, μας γράφει: Πριν από όλα αυτά υπήρχαν δυο. (Μάρτυρες) νοσοκόμες που με επισκέπτονταν σχεδόν κάθε εβδομάδα. Με εξυπηρετούσαν σε πράγματα που δεν μπορούσα να κάνω μόνος μου, και το πιο σημαντικό, ανά πάσα στιγμή μπορούσα να τους τηλεφωνήσω αν τις χρειαζόμουν. Στις 18 Αυγούστου θα γίνω 92, και ποιος ξέρει αν θα προκύψει κάτι το επείγον; Μετά την αποκοπή μου τηλεφώνησα σε μια από τις νοσοκόμες. Μου απάντησε ο άντρας της και μου είπε: «Η Ann δεν επιτρέπεται να σου μιλάει». Επιτρέψτε μου να πω ακόμα μια φορά πως το μόνο που έχουν εναντίον μου οι πρεσβύτεροι είναι το ότι μίλησα σε μερικούς φίλους μου για την Αγία Γραφή.

Στη συζήτησή μου με τον Percy είδα ότι πρόκειται για ένα ευθύ στις εκφράσεις του άνθρωπο. Πιθανότατα να ήταν το ίδιο ευθύς στις συζητήσεις του με τους πρεσβυτέρους που τον έκριναν. Ακόμη όμως κι αν υπήρξε κάτι περισσότερο από ωμός —όπως καυστικός ή γκρινιάρης— μπορεί κάτι τέτοιο να δικαιολογήσει την αποκοπή ενός ανθρώπου 91 ετών, μόνου, άρρωστου, χωρίς κανένα συγγενή σε ακτίνα εκατοντάδων μιλίων, και τη διαγραφή του —μαζί με τα περισσότερα από 70 χρόνια υπηρεσίας— σαν κάποιον που πρέπει να αγνοηθεί και να ξεχαστεί; Τι είδους αποτρόπαιο έγκλημα είχε διαπράξει που να δικαιολογεί μια τέτοια στάση; Μου είναι δύσκολο να κατανοήσω το πώς κάποιος που ισχυρίζεται ότι είναι μαθητής του πραγματικού Ποιμένα των προβάτων, του Ιησού Χριστού, μπορεί να συμφωνήσει με μια τέτοια πράξη, μια πράξη που στη διάνοιά μου δεν μπορεί να περιγραφεί με άλλη λέξη εκτός από «άκαρδη». Και όμως, όπως είπαμε, όλα αυτά έλαβαν χώρα στο κατώφλι των Κεντρικών Γραφείων της Εταιρίας Σκοπιά.

Ο Percy δεν ζει πια. Πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου του 1984. Κατά τη διάρκεια των είκοσι πέντε μηνών που ακολούθησαν την αποκοπή του, ούτε ένα άτομο από την εκκλησία, με την οποία συνδεόταν για 56 χρόνια, δεν ήρθε να τον δει ή να ενδιαφερθεί για τις ανάγκες του. (Ένας φίλος μου που ζούσε στη Νέα Υόρκη τον επισκεπτόταν σε εβδομαδιαία βάση και τελικά, όταν τα χρήματα του Percy τελείωσαν, φρόντισε ώστε να εισαχθεί στο γηροκομείο, όπου και πέθανε. Η Περίπτωση του Percy Harding είναι επίσης ενδεικτική της εμμονής της οργάνωσης στην ολοκληρωτική αποδοχή όλων των διδασκαλιών της).

Εξετάστε τώρα τι δηλώνουν υποκριτικά οι εκπρόσωποι της Εταιρίας Σκοπιά όταν ερωτώνται από δημοσιογράφους εάν κάποιος Μάρτυρας του Ιεχωβά μπορεί να αποχωρήσει από τη θρησκεία του χωρίς συνέπειες: Walter Graham: Αν κάποιος δεν θέλει να ζει βάσει των αρχών μας, είναι ελεύθερος να αποχωρήσει. Δεν πρόκειται να ενοχληθεί, ούτε να πιεστεί σωματικά ή συναισθηματικά… Δεν διατάζουμε κανέναν από το Γραφείο Τμήματος.

(Από το Γραφείο Τμήματος του Καναδά σε Εφημερίδα του Τορόντο) Samuel Herd: Δεν είμαστε πνευματικοί αστυνόμοι… Δεν προσπαθούμε να καταπνίξουμε την άποψη κανενός.

(Τότε περιοδεύων επίσκοπος, τώρα Μέλος του Κ. Σώματος, στην Εφημερίδα Chicago Tribune) Robert Balzar: Αν οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να μείνουν, είναι ελεύθεροι να φύγουν… Δεν μπορώ να κατανοήσω το γιατί όσοι διαφωνούν δεν μπορούν να φύγουν αθόρυβα. (Εκπρόσωπος Δημοσίων Σχέσεων των Κεντρικών Γραφείων της Σκοπιάς) Είμαι βέβαιος ότι όλοι αυτοί οι άνδρες γνωρίζουν ότι η εικόνα που παρουσιάζουν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Διότι γνωρίζουν τι συμβαίνει σήμερα κάθε φορά που ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά επιχειρεί να «αποχωρήσει αθόρυβα».

Εκείνοι που σκέπτονται να «αποχωρήσουν αθόρυβα», γνωρίζουν ότι έχουν ένα πιστόλι στον κρόταφό τους, που δεν είναι άλλο από την απειλή της επίσημης αποκοπής (ή του επίσημου χαρακτηρισμού του «αποσυνταυτισμένου», κάτι που αποτελεί το ίδιο ακριβώς όπλο, και το οποίο παράγει τα ίδια αποτελέσματα αλλά με διαφορετική ονομασία). Αν και δεν φέρονται ενώπιον ενός εκτελεστικού αποσπάσματος, κάθε Μάρτυρας που επιθυμεί να αποχωρήσει από την οργάνωση για λόγους συνείδησης μπορεί να το κάνει γνωρίζοντας ότι θα χαρακτηρισθεί ‘αιρετικός’, με τον οποίο οι υπόλοιποι Μάρτυρες δεν πρέπει να σχετίζονται, και τον οποίο τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς του πρέπει να τον αντιμετωπίζουν σαν ‘περιθωριακό’. Οι τακτικές της οργάνωσης δεν αφήνουν σε κανέναν το περιθώριο να αποχωρήσει με αξιοπρέπεια.

 

Η Κατάχρηση της Αποκοπής Μέρος ΙΙ

Απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Ρέϋμοντ Φράντς «Αναζητώντας τη Χριστιανική Ελευθερία» (σελίδες 467-469, 472, 481, 482, 525, Ελληνική έκδοση 2010).

Το πού μπορεί να οδηγήσει —και όντως οδηγεί— η τακτική της αποκοπής περιγράφεται σε μια επιστολή που εστάλη από την Αννέτ Στιούαρτ, μια ηλικιωμένη κυρία στο Δυτικό Μπρούκφιλντ στη Μασαχουσέτη, η οποία υπήρξε Μάρτυρας για πολλά χρόνια. (Ημερομ. επιστολής 29-7-’87) Αναφέρει πως όταν η εγγονή της ήταν δεκατεσσάρων ετών, η μητέρα της την ενθάρρυνε να κάνει το βήμα του βαπτίσματος ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Τρία χρόνια αργότερα η κοπέλα εξωτερίκευσε τα συναισθήματά της, καθώς – όπως έλεγε – η πίεση που δεχόταν ως Μάρτυρας του Ιεχωβά ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Οι πρεσβύτεροι κλήθηκαν και εκείνη ήταν αμετακίνητη στο ότι δεν επρόκειτο να παραστεί σ’ άλλες συναθροίσεις. Η απόφαση των πρεσβυτέρων ήταν ότι «από τη στιγμή που η ίδια είχε αποκόψει τον εαυτό της, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να την αποκόψουν». Εκείνο τον καιρό η τακτική της οργάνωσης δεν προέβλεπε πλήρη αποφυγή των αποκομμένων μελών των οικογενειών και, όπως λέει η Αννέτ, «η οικογένεια τουλάχιστον είχε παραμείνει ακέραιη».

Έπειτα, όμως, το 1981 η τακτική άλλαξε. Η Αννέτ δηλώνει: Η εγγονή μου πλέον είχε αποκοπεί από την οικογένεια και τους συγγενείς της. Δεν μπορούσα να την διώξω από το σπίτι μας. Μας χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ! Η μητέρα της ακολούθησε τον καινούριο κανονισμό. Δεν είχε πλέον καμία σχέση με εμένα ή την κόρη της. Αυτό ήταν φυσικά επιλογή της.

Δυo πρεσβύτεροι ήρθαν στο σπίτι μου για να μου προσφέρουν μία επιλογή. Εξέφρασαν την άποψη ότι αφού ο άντρας μου δεν ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά δεν είχαν δικαίωμα να απαγορεύσουν στην εγγονή μας να έρχεται στο σπίτι μου. Ο άντρας μου προηγουμένως το είχε ξεκαθαρίσει στους πρεσβυτέρους.

Οι πρεσβύτεροι μου είπαν ότι έπρεπε να βγαίνω από το δωμάτιο όταν η εγγονή μου ερχόταν να με επισκεφτεί. Δεν έπρεπε να τρώω στο ίδιο τραπέζι αν αυτή έμενε για να φάει μαζί με τον άντρα μου. Στο μυαλό μου, αυτό που μου πρότειναν να κάνω ήταν άστοργο, απάνθρωπο και μη-Χριστιανικό. Τους είπα ότι δεν μπορούσα να κάνω όσα μου ζητούσαν. Θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα έκλαψα πικρά. Εκείνοι στέκονταν ψυχροί, χωρίς ίχνος συμπόνοιας.

Στην ηλικία των 73, και μετά από τριάντα χρόνια σχέσεων με την οργάνωση , η γιαγιά του κοριτσιού επίσης αποκόπηκε. Ο άντρας της, ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε Μάρτυρας, είδε την οικογένειά του ξαφνικά να διαλύεται και να απομακρύνεται από αυτόν. Έγραψε στα Κεντρικά Γραφεία της Σκοπιάς ζητώντας βοήθεια, αλλά δεν υπήρξε δράση από την πλευρά των πρεσβυτέρων. Όπως γράφει η κα Στιούαρτ: Η κόρη μου, ο γιός μου, τα εγγόνια μου, τα δισέγγονά μου – δεν έχω δει τους αγαπημένους μου αυτούς ανθρώπους για πάνω από τέσσερα χρόνια! Ο γιός μου και η κόρη μου ζουν στην ίδια πόλη με εμένα… Η αμαρτία μου ήταν ότι είχα στο σπίτι μου την αποκομμένη εγγονή μου.

Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί μία τέτοια πράξη με τον ισχυρισμό ότι συμβάλλει «στη διατήρηση της καθαρότητας της οργάνωσης»; Οι πρεσβύτεροι στην πραγματικότητα πληροφόρησαν την Αννέτ ότι «θα αποτελούσε παράδειγμα για εκείνους που νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να παρανομήσουν». Τα Κεντρικά Γραφεία υποστήριξαν τη στάση τους. Η ηλικιωμένη αυτή κυρία, στην ηλικία των 73 ετών, αναγκάστηκε πράγματι «να νιώσει το βάρος της εξουσίας πάνω της», μία συμπεριφορά που ο Ιησούς είπε ότι ανήκει στον κόσμο και όχι στο Χριστιανισμό. —Ματθ. 20: 25 Ο καταστροφικός τρόπος με τον οποίο αυτή η αυστηρή τακτική της οργάνωσης διαταράσσει τις oικογενειακές σχέσεις μπορεί να φανεί στην περίπτωση του Ρίτσαρντ Γκούϊμοντ (Richard Guimond) και της οικογένειάς του. Ένας Μάρτυρας για περισσότερα από τριάντα χρόνια, ο Γκούϊμοντ, είχε σοβαρά ερωτήματα επάνω σε συγκεκριμένες διδασκαλίες της Σκοπιάς, και το γεγονός αυτό οδήγησε σε «διερευνητικές» συναντήσεις με τους πρεσβυτέρους. Διαπίστωσε ότι έπρεπε να προτείνει στους πρεσβυτέρους να φέρουν την Αγία Γραφή στο προσκήνιο ώστε να επιλυθούν τα ερωτηματικά. Μας γράφει ότι ‘η απάντηση’ ήταν πάντα η ίδια: «Πρέπει να αναγνωρίσουμε τον αγωγό επικοινωνίας του Θεού».

Το 1982, οι πρεσβύτεροι του Γουίλμοντ Φλάτ στου Νιού Χαμσάϊαρ τον απέκοψαν εξαιτίας των αμφιβολιών του. Μερικά από τα μέλη της οικογενείας του υποστήριξαν τη πράξη της αποκοπής, κάποια άλλα όχι. Το 1984 περιέγραψε το αποτέλεσμα λέγοντας ότι: Το δράμα μας συνεχίζεται. Στις 5 Ιανουαρίου η γυναίκα μου και οι μητέρες μας (χήρες, ηλικίας 72 και 77) αποκόπηκαν από τους τρείς πρεσβυτέρους στην εκκλησία του Γουίλμοντ Φλατ. Η απερίγραπτη αυτή σκληρότητα θα τους προκαλέσει πολύ πόνο. Η τελευταία κλωστή επικοινωνίας με την κόρη μας, η οποία είναι Μάρτυρας, έχει πλέον κοπεί. Η γυναίκα μου πρόκειται επίσης να χάσει την επαφή με τις δυο αδελφές της και τις οικογένειές τους. Η μητέρα πρόκειται πιθανότατα να αποδιωχθεί από τις τρεις εγγονές της, οι οποίες παραμένουν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το πιο λυπηρό απ’ όλα, η αγαπητή μου πεθερά αναμφισβήτητα θα αποδιωχθεί από τις δυο κόρες της, τα εννιά εγγόνια της και τα τέσσερα δισέγγονά της. Όλα αυτά προκαλούνται εξαιτίας των ‘κανονισμών’ της Εταιρίας της Σκοπιάς.

Συνεπώς, συνειδητή διαφωνία με οποιαδήποτε θέση ή διδασκαλία της οργάνωσης υποτίθεται ότι κατατάσσει τον άνθρωπο στην κατηγορία εκείνη που περιγράφεται στο 1 Κορ. 5: 11 των «κακών ανθρώπων», συμπεριλαμβάνοντάς τον ανάμεσα στους σεξουαλικά ανήθικους, στους άπληστους στους εκβιαστές και τους ειδωλολάτρες. Όλη η ευθύνη για τη διάσπαση της οικογένειας βαραίνει αυτόν.

Κι όμως, το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι σχεδόν σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις η διάσπαση προκαλείται όχι από τις προσωπικές πεποιθήσεις ή τα συναισθήματα των οικογενειακών μελών των απομακρυσμένων ή αποκομμένων ατόμων, αλλά αποκλειστικά εξαιτίας της τακτικής που έχει ορίσει η οργάνωση σχετικά με αυτούς. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι οι εμπλεκόμενοι Μάρτυρες, ούτε επιθυμούσαν να υιοθετήσουν τη σκληρή στάση που τήρησαν, ούτε ήταν πραγματικά πεπεισμένοι για την ορθότητά της. Πρόκειται για κάτι που τους επιβλήθηκε από τη θρησκευτική εξουσία, και η ευθύνη για τη διάσπαση των οικογενειών σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ορθώς βαραίνει αυτή και μόνο αυτή.

Η κατάσταση αυτή έγινε ιδιαίτερα εμφανής από το 1980 και έπειτα. Μετά την αποκοπή ορισμένων μελών του προσωπικού των Κεντρικών Γραφείων, επειδή δεν αποδέχονταν πλήρως τις διδασκαλίες της Σκοπιάς, καθώς και την παραίτησή μου από το Κυβερνών Σώμα, η κατεύθυνση που πήρε η οργάνωση μπορεί να φανεί σε μια επιστολή προς τους περιοδεύοντες αντιπροσώπους με ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1980. Η επιστολή περιέγραφε μία τακτική, βάσει της οποίας όχι μόνο το να υποστηρίζει – να μιλάει ανοιχτά – κάποιος αλλά απλά το να πιστεύει κάτι διαφορετικό από ό, τι προσφέρει η ‘τάξη του δούλου’ ισοδυναμεί με αποστασία και επιφέρει αποκοπή. Αν και προτρέπει τους πρεσβυτέρους να είναι ‘διακριτικοί και φιλικοί’ στις έρευνές τους επάνω στις προσωπικές πεποιθήσεις των μελών, έχουμε ήδη δει, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Percy Harding και σε άλλες περιπτώσεις που παραθέσαμε, το αποτέλεσμα αυτής της εντολής για «διακριτική και φιλική διερεύνηση».

Η επιστολή άνοιξε το δρόμο για τους άντρες εκείνους που έρεπαν προς το δογματισμό και τη μισαλλοδοξία ώστε αυτοί να εφαρμόσουν τις αρχές αυτές στις δοσοληψίες τους με το ποίμνιο, και έκανε μερικούς συμπονετικούς – κάτω από διαφορετικές συνθήκες -- ανθρώπους να φερθούν με σκληροκαρδία. Απλές ερωτήσεις που προέρχονται από άγνοια επιτρέπονται – και μάλιστα είναι καλοδεχούμενες. Όταν όμως εγείρονται ερωτήματα ως αποτέλεσμα σοβαρής έρευνας και κριτικής σκέψης, τα οποία αμφισβητούν οποιαδήποτε από τις διδασκαλίες της οργάνωσης, η τακτική που κυριαρχεί είναι η κατά μέτωπον επίθεση σε αυτόν που θέτει το ερώτημα, και όχι η απάντηση σε αυτό.

Όσα είχαν ήδη λάβει χώρα στα Κεντρικά Γραφεία του Μπρούκλυν και έχουν συμπεριληφθεί στο βιβλίο Κρίση Συνείδησης, περιγράφουν την έκταση στην οποία εφαρμόζεται η “διακριτικότητα και η καλοσύνη” καθώς και το πόσο κενές είναι οι πρακτικές τους. Το παράδειγμα των Κεντρικών αυτών Γραφείων στη συνέχεια έγινε φανερό σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και πολλές άλλες χώρες.

Ο σκοπός ήταν η δημιουργία μιας στείρας ατμόσφαιρας, στην οποία οι διδασκαλίες και οι τακτικές της οργάνωσης θα μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερες χωρίς το κίνδυνο να αντιμετωπίσουν σοβαρή αμφισβήτηση ή αντιρρήσεις μέσα από τη Γραφή και αποδείξεις για το αντίθετο.

Εξετάστε ένα ακόμη παράδειγμα: Στο ‘Κρίση Συνείδησης’ αναφέρθηκα στην αποκοπή του Έντουαρντ Ντάνλαπ (Edward Dunlap), ο οποίος, μετά από 50 χρόνια στην οργάνωση, τα περισσότερα από τα οποία δαπανήθηκαν στην υπηρεσία Μπέθελ, έμεινε μόνος του, έρμαιο της τύχης του στην ηλικία των εβδομήντα ετών, αφού αποκόπηκε επειδή εξέφρασε απόψεις που δεν ταίριαζαν με όλες τις διδασκαλίες της οργάνωσης στα πλαίσια συζήτησης με φίλους. Ανέφερα την επιστροφή του στην πόλη στην οποία μεγάλωσε, την Oklahoma City, για να αναλάβει την παλιά δουλειά του μαζί με τον αδελφό του Marion στις ταπετσαρίες τοίχων. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα όλων αυτών; Ο Marion Dunlap ήταν τότε διορισμένος ‘επίσκοπος πόλης’ για πολλές εκκλησίες στην Oklahoma City. Ο ίδιος είχε επίσης υπάρξει Μάρτυρας για πενήντα χρόνια, πάντα ιδιαίτερα δραστήριος στην υπηρεσία αγρού και παρών στις συναθροίσεις.

Όταν προσέφερε στέγη και δουλειά στον εβδομηντάχρονο αποκομμένο αδελφό του, ο ίδιος ο Marion έγινε αντικείμενο έρευνας. Στη συνέχεια αποκόπηκε και μέσα σε ένα χρόνο περίπου, άλλα πέντε μέλη της οικογένειας Dunlap αποκόπηκαν επίσης. Δεν ήταν άνθρωποι που συμμετείχαν σε κάποιου είδους παρανομία ή παράπτωμα. Δεν επεδίωξαν να προκαλέσουν πρόβλημα ή να συμμετάσχουν σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Απλά ακολούθησαν τις συνειδήσεις τους όσον αφορά το ότι έπρεπε να αφήσουν τα πιστεύω τους να καθοδηγηθούν από το Λόγο του Θεού και όχι από το λόγο σφαλερών ανθρώπων και των οργανώσεών τους.

Ένας άλλος Μάρτυρας, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Oklahoma, εκφράστηκε λέγοντας ότι ήταν ντροπή το ότι η διδακτική ικανότητα του Ed Dunlap δεν αναγνωρίστηκε. Φρόντισε μάλιστα ώστε ο Ed να παραδώσει μερικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο. Αυτό τον έφερε κάτω από έρευνα των πρεσβυτέρων και σύντομα ο ίδιος αποκόπηκε.

Οι συνέπειες της αποκοπής μπορούν να παραβληθούν με ένα συμβολικό ‘λιθοβολισμό’ του ατόμου που καταδικάστηκε, δεδομένου ότι πρέπει να του φέρονται σαν να ήταν νεκρός για όσον καιρό είναι αποκομμένος. Έχοντας περάσει κι εγώ την εμπειρία αυτού του ‘λιθοβολισμού’, πιστεύω ότι μπορώ να καταλάβω το συναίσθημα.

Δεν ισχύει το ότι οι πρεσβύτεροι των εκκλησιών και τα απλά μέλη δεν έχουν ευθύνη για τις πράξεις τους ενώπιον του Θεού. Έχουν ευθύνη και δεν μπορούν να τη μεταβιβάσουν στην οργάνωση και τους ηγέτες της.

Από Συνεργάτη

Δημιουργία αρχείου: 28-6-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 28-6-2010.

ΕΠΑΝΩ