Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Πνευματισμός

Οι μαύρες δυνάμεις του σκότους // Εμπειρίες πρώην Σατανιστών

Η Ψυχολογία τού Βάθους και ο Σατανισμός

Τού π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου

 

Πηγή: "Νεοσατανισμός. Ορθόδοξη θεώρηση και αντιμετώπιση" - Αθήνα 1996.

 

Το φαινόμενο του σατανισμού και των πρακτικών του ερμηνεύει η ψυχολογία τού βάθους με τα δικά της δεδομένα. Κατά τον S. Freud, το απόκρυφο-ανατριχιαστικό αποτελεί έκφραση τραυματικών καταστάσεων που έχουν απωθηθεί και λησμονηθεί. Ο δαίμονας είναι αντανάκλαση της απωθημένης πλευράς της ψυχής που προβάλλεται ως το «αποξενωμένο δικό μας» (S. Freud, Eine Teufelsneurose in 17. Jahr-hundert. S. Freud Studinausgabe, 7. Band, Parania und Perversion, Frankfurt, 1974, σ. 287).

Κατά τον Freud, τόσο ο Θεός, όσο και ο Διάβολος υπάρχουν μόνο μέσα στον άνθρωπο. O δαίμονας αποτελεί το Alter Ego τού Θεού (S. Freud, Totem und Tabu, Frankfurt 1984). Ο Θεός και ο δαίμονας αποτελούν κατά τον Freud «αρχέτυπα» και αντανακλάσεις τού πατέρα, ανάλογα με την αντίληψη που έχει κανείς για τον πατέρα και γενικότερα για τους γονείς. Ο διάβολος ταυτίζεται με την επιθετικότητα, με το πνεύμα της άρνησης και της επανάστασης, με τις απωθημένες επιθυμίες που απαιτούν ικανοποίηση, σε αντίθεση με την ισχύουσα σεξουαλική ηθική και τις πολιτιστικές απαγορεύσεις. Εδώ ο Θεός εκπροσωπεί την ύψιστη ηθική, ενώ ο Σατανάς γίνεται πρωταγωνιστής τών απολαύσεων και τών υπερβάσεων. Όπως σε ένα φιλμ έχουμε το θετικό και το αρνητικό, κατά παρόμοιο τρόπο, Θεός και Σατανάς αποτελούν δύο όψεις τού ίδιου πράγματος.

Κατά τον Freud, το αποκρυφιστικό στοιχείο, έχει τη ρίζα του στη μαγική σκέψη και στις φοβίες τής παιδικής ηλικίας. Σύμφωνα με την παιδική σκέψη όλα βρίσκονται σε αδιάλυτη και αχώριστη ενότητα· δεν υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στο αίτιο και στο αποτέλεσμα. Η διάσπαση της ενιαίας αυτής εικόνας του κόσμου της προνηπιακής ηλικίας δημιουργεί τραυματικές καταστάσεις. Με αυτό τον τρόπο η ψυχανάλυση «λύνει» κάθε υπερβατικό πρόβλημα. Κατά τον Ε. Heinemann, η παρθένος Μαρία και η κακή μάγισσα είναι δύο όψεις τού ίδιου πράγματος και οφείλεται στη πολιτιστική διάσπαση της εικόνας της μητέρας (Ε. Heinemann, Hexen und Hexenangst. Eine Psychoanalytische Studie, Frankfurt 1989).

Στη ψυχολογία τού C. G. Jung κυριαρχεί η ιδέα των αρχετύπων. Πρόκειται για εικόνες της συλλογικής συνείδησης. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται θεοί και θεές διαφόρων μυθολογιών, που βρίσκονται σε σχέση με ειδικές ψυχικές πραγματικότητες της ανθρωπότητας. Μέσω αυτής της ιδέας των αρχετύπων δημιουργήθηκε νέα θεμελίωση τής πολυθεΐας. Η ύπαρξη των διαφόρων θεοτήτων είναι υποκειμενική, αλλά είναι κάτι περισσότερο από καθαρό προϊόν της συλλογικής συνείδησης της ανθρωπότητας. Μπορεί κανείς να τις λατρεύσει, γιατί διαδηλώνουν και εκπροσωπούν δυνάμεις που καθιστούν το άτομο υπερβατικό. Μπορεί κανείς ταυτόχρονα να μεθοδεύσει την ύπαρξή τους, αφού εκφράζουν τμήματα του ατόμου.

Κατά τον Jung λοιπόν δεν υπάρχουν υπερβατικές πραγματικότητες. Αυτό που αποκαλούμε «θεός» ή «θεοί», πονηρά πνεύματα ή και Εωσφόρος, στη πραγματικότητα είναι καταστάσεις μέσα στον άνθρωπο που εκφράζονται προς τα έξω. Είναι δυνάμεις μέσα στον άνθρωπο και όχι έξω από αυτόν· ο άνθρωπος δημιουργεί τους θεούς και όχι οι θεοί τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος προσδιορίζει την ύπαρξη και τη «ζωή» τών θεών και δε συμβαίνει το αντίθετο, όπως πιστεύουμε εμείς οι χριστιανοί.

Με αυτή την αντίληψη, το να κατανοήσει κανείς τους θεούς, σημαίνει να κατανοήσει τον εαυτό του. Το να τους λατρεύσει σημαίνει πνευματική ανάπτυξη. Το να ταυτισθεί μ' αυτούς σημαίνει πως πέτυχε το νόημα της ζωής του (J. G. Melton, Magic, Witchcraft and Paganism in America. A Bibliography, New York-London 1982, σ. 20).

Η κληρονομιά τού Jung συναντάται στη Γνωστική Εκκλησία, στις μαγικές τελετουργίες και στο κίνημα των νέων μαγισσών. Τη συναντάμε επίσης και σε μορφές τού Εωσφορισμού, που δείχνει ενδιαφέρον για την ερμηνεία της Τριάδος από μέρους του Jung. Η σημασία της Τριάδος αναλύεται με βάση τα αρχέτυπα και προτείνεται η αναδόμηση τής Τριάδος με την έννοια μιας «Τετραδικής Θεολογίας»:

Ένα ολοκληρωμένο σύστημα των αρχετύπων πρέπει να περιλαμβάνει τέσσερις δρώντες: τον Πατέρα, που αποτελεί την ενότητα, τους δύο υιούς του, δηλαδή το Χριστό και τον Εωσφόρο, που συνιστούν την αντίθεση, και το Άγιο Πνεύμα, που συνιστά τη συμφιλίωση ή την επανενότητα. Κατά τον Jung, ο Χριστός και ο Δαίμονας είναι το ίδιο ισχυροί, αλλά αντίθετες ακτινοβολίες (Emanationen) τού Πατέρα. Έτσι ο Σατανάς λογίζεται το τέταρτο πρόσωπο του Θεού και η Τριάδα γίνεται Τετράδα.

Αυτή η αναδόμηση της Τριάδος, θεωρείται ότι έχει και θεραπευτική σημασία στο όλο σύστημα του Jung. Η «σκοτεινή όψη», που εκφράζεται μέσω των δαιμόνων, όταν απωθηθεί στο υποσυνείδητο, είναι υπεύθυνη για τα κάθε είδους προβλήματα (βλ. C. G. Jung, Psychologie und Religion, Mailand 1977, σ. 88-111).

Βλέπουμε πως η ψυχολογία του Jung συναντάται με τον αποκρυφισμό στις διάφορες μορφές του, ιδιαίτερα στο χώρο των λεγομένων ψυχο-λατρειών, που υπόσχονται διεύρυνση της συνείδησης και ανώτερο «πνευματικό επίπεδο». Όπως αποδεικνύεται και από την «εμπειρία» πρώην σατανιστή, στη οποία αναφερθήκαμε, η «διεύρυνση της συνείδησης» και η «πνευματική εξέλιξη» αποτελεί βασικό στόχο του νεο-σατανισμού και τών «πρακτικών» του, ιδιαίτερα των σεξουαλικών τελετουργιών και οργίων (σεξουαλική μαγεία).

Η ψυχολογία τού Jung δεν ενισχύει τη χριστιανική θεολογία, αλλά την αναιρεί εντελώς. Η διάδοσή της μεταξύ θεολόγων απειλεί με διάβρωση το Ορθόδοξο θεολογικό τους φρόνημα. Εάν μάλιστα η ψυχολογία αυτή χρησιμοποιηθεί στην Ορθόδοξη ποιμαντική, την εκκοσμικεύει, ανεξάρτητα εάν τούτο γίνεται αντιληπτό ή όχι.

Δημιουργία αρχείου: 7-1-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 7-1-2015.