Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Συμπέρασμα

 

Έθνος και Εθνικισμός

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο.

Η υπέρβαση του Εθνικισμού


Μέχρι τώρα εξετάσαμε την αναίρεση του πραγματικού εθνισμού, αλλά και την αίρεση του εθνικισμού. Ο εθνικισμός συνιστά μια διαίρεση, που καταστρατηγεί την ενότητα των ανθρώπων, ακριβώς γιατί προτάσσεται ο φυλετισμός σε βάρος της ενότητος του ανθρωπίνου γένους.

Όμως πρέπει να παρατηρηθή κάτι που δυστυχώς ξεφεύγει από την προσοχή εκείνων που αναφέρονται στον κίνδυνο του εθνικισμού. Και αυτό είναι ότι ο εθνικισμός, το να κλείνεται κανείς στον χώρο και τον χρόνο, να περικλείεται στα φυλετικά όρια, είναι στην πραγματικότητα μια φυσική κατάσταση στην αφύσικη μεταπτωτική ζωή.

Ο Θεός δεν έπλασε τους ανθρώπους για να είναι άρχοντες και αρχόμενοι, κύριοι και δούλοι. Στην αρχή της δημιουργίας, ο άνθρωπος δεν ήταν χωρισμένος σε φυλές και εθνότητες, ούτε υπήρχε μεταξύ τους ανταγωνισμός. Όλα αυτά είναι καρποί και αποτελέσματα της πτώσεως του ανθρώπου, της εξόδου από τον Παράδεισο, της απωλείας της θεοκοινωνίας.

Στο βιβλίο της Γενέσεως μετά τον κατακλυσμό του Νώε, αναφέρεται ότι οι άνθρωποι ομιλούσαν μια κοινή γλώσσα. «Και ην πάσα η γη χείλος έν, και φωνή μια πάσι» (Γεν. ια’, 1). Όταν όμως κατασκεύαζαν τον πύργο της Βαβέλ, που ήταν δείγμα αλαζονείας, τότε ο Θεός δημιούργησε σύγχυση στις γλώσσες και τους διασκόρπισε σε όλο το πρόσωπο της γής. Γράφεται στην Αγία Γραφή: «Και είπε Κύριος, ιδού γένος έν και χείλος έν πάντων, και τούτο ήρξαντο ποιήσαι, και νυν ουκ εκλείψει απ’ αυτών πάντα, όσα αν επιθώνται ποιείν, δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσα, ίνα μη ακούσωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον. και διέσπειρεν αυτούς Κύριος εκείθεν επί πρόσωπον πάσης της γης...» (Γεν. ια’, 6-8).

Φαίνεται στο χωρίο αυτό ότι η διαίρεση των γλωσσών, η σύγχυση μεταξύ των ανθρώπων, η διαίρεσή τους, ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου. Ο Θεός τελικά συνεχώρησε και ευλόγησε αυτήν την απομάκρυνση, αποβλέποντας στο γενικότερο συμφέρον, αφού ήδη είχε προηγηθή μια άλλη καταστροφή δια του κατακλυσμού.

Η εκ νέου ενότητα μεταξύ των ανθρώπων επιτεύχθηκε με την ενανθρώπηση του Χριστού, τον Σταυρό, τον θάνατο, την Ανάστασή Του και την έλευση του Παρακλήτου. Η Εκκλησία είναι ο νέος Παράδεισος, μέσα στην οποία ο άνθρωπος αποκτά πραγματική κοινωνία με τον Θεό και τους ανθρώπους. Καίτοι παραμένει η ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της πατρίδος, που δεν καταργούνται, εν τούτοις υπερβαίνονται με την απόκτηση μιας άλλης γλώσσης, της νοεράς καρδιακής προσευχής, που είναι αποτέλεσμα της λήψεως του Αγίου Πνεύματος.

Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι στην εκκλησιαστική λατρεία γίνεται ένας συσχετισμός μεταξύ της Βαβέλ και της Πεντηκοστής. Χαρακτηριστικό είναι το Κοντάκιο της εορτής: «Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος, ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε, και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα». Στο τροπάριο αυτό φαίνεται ότι ο Θεός διεμέρισε τα έθνη και τις γλώσσες, αλλά τελικά δια του Αγίου Πνεύματος και δια της διανομής της κοινής γλώσσας του πυρός οι άνθρωποι απέκτησαν ενότητα μεταξύ τους. Έτσι, παρά τον χωρισμό και την διαφοροποίηση των γλωσσών, εν τούτοις υπάρχει μια κοινή γλώσσα. Και αν ερμηνεύσουμε την Πεντηκοστή μέσα από την πατερική διδασκαλία, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αυτό σημαίνει ότι όσοι φθάνουν στην βιώση της Πεντηκοστής, στην θεωρία του Θεού, αποκτούν και ενότητα μεταξύ τους.

Αυτό δείχνει ότι ο φυλετισμός, το κλείσιμο στα στενά όρια του εθνοφυλετισμού, που βεβαίως γίνεται σε βάρος της ενότητος του ανθρωπίνου γένους, είναι φυσική ζωή μέσα στην παρά φύση κατάσταση του ανθρώπου. Η υπέρβαση του εθνοφυλετισμού γίνεται μόνο με την μέθεξη της ενοποιού δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό μπορούμε να το δούμε αναλυτικότερα σε τρία σημεία, που θα ήθελα να θίξω στα επόμενα, και τα οποία βεβαίως είναι επέκταση των όσων είπαμε προηγουμένως.

Το πρώτο σημείο είναι ότι ο άνθρωπος μετά την πτώση, όπως λέγει η Αγία Γραφή, φόρεσε τους δερμάτινους χιτώνες. Οι άγιοι Πατέρες ερμηνεύοντας τι είναι αυτοί οι δερμάτινοι χιτώνες, δίνουν και αλληγορική σημασία, ότι δηλαδή είναι η φθορά και η θνητότητα. Λόγω της φθοράς και της θνητότητος, αναπτύσσονται στον άνθρωπο διάφορα πάθη, το κυριότερο των οποίων είναι η φιλαυτία. Ο άνθρωπος στην μεταπτωτική ζωή αισθάνεται ανασφάλεια, φόβο και αγωνία, λόγω του θανάτου. Η ιδιοτέλεια, η ιδιοκτησία, η κατοχή και αύξηση πολλών υλικών αγαθών, η φιλοδοξία είναι συνάρτηση αυτής της καταστάσεως. Ο άνθρωπος κλείνεται ερμητικά μέσα στα κτιστά περιοριστικά όρια, μέσα στην φυλακή του εγώ. Είναι φυσικό, λοιπόν, στην παρά φύση ζωή, να αισθάνεται ασφαλής μέσα στην γλώσσα και την φυλή του, την οποία βλέπει σαν προέκταση του εαυτού του και της οικογενείας του. Δεν μπορεί να αγαπήση τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό του, δεν μπορεί να προσφερθή στην κοινωνία θυσιάζοντας την οικογένειά του, δεν μπορεί να υπερβή τον φυλετισμό.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι αυτή η υπέρβαση του φυλετισμού επιτυγχάνεται δια του Αγίου Πνεύματος, που ενεργεί μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Ο Θεός καλεί όλα τα έθνη να δεχθούν την Αποκάλυψη, που δόθηκε δια του Χριστού στους ανθρώπους. Με τα μυστήρια της Εκκλησίας ο άνθρωπος εισάγεται και ζη σε μια οικογένεια, που είναι υπεράνω της ατομικής του οικογένειας και αυτής της ιδίας του της πατρίδος. Χωρίς να καταργούνται οι οικογενειακές και εθνικές σχέσεις, αποκτά μια άλλη ευρύτερη οικογένεια. Με το Βάπτισμα ο άνθρωπος υπερβαίνει τον ατομισμό του και τις ατομικιστικές επιλογές. Ένας σύγχρονος μοναχός του Αγίου Όρους λέγει ότι ο άνθρωπος εισαγόμενος μέσα στην Εκκλησία, ακόμη δε και ο μοναχός που αρνείται να κάνη δική του οικογένεια εισέρχεται μέσα στην μεγάλη οικογένεια του Αδάμ, δηλαδή κάνει οικογένεια και πατρίδα του όλον τον κόσμο. Γι’ αυτό και το άγιο Βάπτισμα λέγεται αναγέννηση, αφού η κολυμβήθρα είναι η πνευματική μήτρα της Εκκλησίας.

Με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ο άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό, και όπως Εκείνος έτσι και αυτός αγαπά όλο τον κόσμο. Η θεία Ευχαριστία που τελείται «κατά πάντα και δια πάντα» ενώνει όλους τους Χριστιανούς, έστω και αν ανήκουν σε διαφορετικά φύλα και έθνη. Είναι πάρα πολύ συγκινητικό να βλέπη κανείς Ορθοδόξους Χριστιανούς διαφόρων φυλών και χρωμάτων να μετέχουν του ιδίου ποτηρίου και να προσεύχωνται από κοινού κατά την διάρκεια της θείας λατρείας, ιδιαιτέρως δε κατά την θεία Λειτουργία.

Η ασκητική ζωή, που συνδέεται στενώτατα με την μυστηριακή ζωή, βοηθά τον άνθρωπο να αποβάλη την φιλαυτία και να αποκτήση την αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής». Φυσικά η άσκηση δεν είναι ανθρωπίνης προελεύσεως, αλλά ενέργεια της θείας Χάριτος και συνέργεια του ανθρώπου. Όταν αποκτήση κανείς αυτήν την αγάπη, ξεπερνά τις γλώσσες των αγγέλων και των ανθρώπων (βλ. Α’ Κορ. ιγ’, 1). Οι θεούμενοι επειδή μεταμορφώνονται ολοκληρωτικά, αποβάλλουν την φιλαυτία, γι’ αυτό και είναι φυσικοί άνθρωποι, έχουν μεγάλη καρδιακή χωρητικότητα και είναι παγκόσμιοι άνθρωποι. Αγαπούν όλον τον κόσμο και προσεύχονται γι’ αυτόν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας οικουμενικότητος που είναι καρπός της βιώσεως της προπτωτικής ζωής, είναι ο σύγχρονος άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Όποιος διαβάσει τα γραπτά του θα διαπιστώση ότι ήταν Ρώσος, έζησε στο Άγιον Όρος, αλλά προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Καίτοι είχε ρωσική καταγωγή, εν τούτοις εκκλησιαστικά δεν ήταν ούτε Ρώσος, ούτε Έλληνας, αλλά άγιος που αγκάλιαζε από αγάπη και με αγάπη όλον τον κόσμο. Χωρίς να κάνη ταξίδια στις διάφορες χώρες, γνώριζε την τραγωδία και το δράμα των ανθρώπων και προσευχόταν γι’ αυτούς. Γι’ αυτό ένας άγιος δεν μπορεί να είναι κατάσκοπος, φυλετιστής και εθνικιστής, γιατί όλες αυτές οι περιοριστικές αγάπες έχουν καταποθή από την μεγάλη αγάπη του Χριστού.

Ένα παράδειγμα οικουμενικότητος είναι το Άγιον Όρος. Οι μοναχοί προέρχονται από πολλές πατρίδες, αλλά όλοι το αισθάνονται μοναδική τους πατρίδα. Το Αγιώνυμο Όρος είναι ο μόνος χώρος πάνω στην γη στον οποίο δεν γεννιώνται άνθρωποι αλλά μόνο ζουν και πεθαίνουν. Όμως όλοι το αισθάνονται σαν πραγματική τους πατρίδα, γιατί εκεί αναγεννιώνται πνευματικά. Είναι μια κοινοπολιτεία αγάπης και ειρήνης. Και αν κάποτε στο παρελθόν παρατηρήθηκε μια εθνικιστική έξαρση από μια πλευρά, αυτό θεωρήθηκε ως αίρεση και γρήγορα κατεστάλη από την ύπαρξη θεουμένων που βίωναν και βιώνουν την αληθινή οικουμενικότητα. Έτσι το Άγιον Όρος μας δείχνει περίπου πώς μπορεί να λειτουργήση μια ορθόδοξη κοινοπολιτεία. Η μελέτη του τρόπου διακυβερνήσεως και ζωής, πρέπει να γίνη αντικείμενο σοβαράς επιστημονικής μελέτης, γιατί θα δείξη πώς μπορούν να υπερβαίνωνται όλες οι φυλετικές διακρίσεις.

Το τρίτο σημείο είναι ότι οι Χριστιανοί δεν περιορίζονται από τον χώρο και τον χρόνο, αλλά τα μεταμορφώνουν και τα αγιάζουν με την Χάρη του Θεού. Έχει παρατηρηθή46 ότι δεν νοείται χρόνος χωρίς τον χώρο, ούτε χώρος χωρίς τον χρόνο. Όμως πολλές φορές φαίνεται να υπάρχη μια αντιπαλότητα μεταξύ του χώρου και του χρόνου. Ο αρχαίος προχριστιανικός και ελληνικός κόσμος διακρινόταν για την εξουσία του χώρου. Αυτό σημαίνει ότι βρισκόταν στην κυριαρχία του θανάτου. Από την άλλη όμως πλευρά το έργο της θείας οικονομίας «δημιουργεί μια καινούργια προοπτική, που παραμερίζει την κυριαρχία του χώρου και αναβαθμίζει τον χρόνο»47. Ο Θεός καλεί τον Αβραάμ να εξέλθη από την γη του και την συγγένειά του και να παραδοθή ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν, έως ότου του φανερώσει που πρέπει να μείνη. Έτσι ο Αβραάμ εγκαταλείπει τον χώρο και αφήνεται στην Πρόνοια του Θεού, δηλαδή παραδίδεται στον Θεό για να του δείξη την νέα γη κατά την διάρκεια του χρόνου.

Μέσα στην Εκκλησία τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος έχουν διαφορετικό χαρακτήρα, εξαγιάζονται από την Χάρη του Θεού. Μέσα στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο μπορούμε να ζήσουμε το αιώνιο, την βασιλεία του Θεού.

Για να καταλάβουμε αυτήν την διαφορετική ενέργεια του χώρου και του χρόνου πρέπει να πούμε ότι ο χώρος χωρίζει τους ανθρώπους, ενώ ο χρόνος τους ενώνει. Δηλαδή δύο αγαπημένοι άνθρωποι μπορούν να ζουν σε διαφορετικούς χώρους, σε διαφορετικά σημεία της γης, σε διαφορετικές πατρίδες, αλλά να ζουν ενωμένοι στον ίδιο χρόνο, δηλαδή στην ίδια χρονική στιγμή είναι ενωμένοι με την ανάμνηση και την νοσταλγία. Καίτοι ακόμη τους χωρίζει ο χρόνος είναι δυνατόν να αισθάνωνται, έστω και μια περιορισμένη κοινωνία με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Βέβαια και αυτή η ενότητα είναι περιοριστική, γιατί ακόμη επικρατεί ο θάνατος. «Η ενοποιός ιδιότητα του χρόνου μπορεί να καταξιωθεί, μόνο όταν συνδυαστεί με την νίκη εναντίον του θανάτου»48. Μόνον μέσα στην Εκκλησία νικάται ο θάνατος, αφού η Εκκλησία είναι κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων, αγγέλων και ανθρώπων, ουρανίων και επιγείων.

Όταν ο άνθρωπος περιορίζεται μέσα στον ασφυκτικό κλοιό του χώρου και δεν προχωρεί στον χρόνο και προ παντός, όταν δεν υπερνικά με την Χάρη του Θεού τον χώρο και τον χρόνο, τότε είναι εθνικιστής και φυσικά ειδωλολάτρης. Παρατηρεί σχετικά ο Καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης: «Ο χώρος χωρίζει τους ανθρώπους. Και τα επιμέρους στοιχεία, με τα οποία συνδέονται οι άνθρωποι σε κάθε συγκεκριμένη περιοχή, τους ξεχωρίζουν από τους ανθρώπους άλλων περιοχών. Τα εθνικά στοιχεία, όταν απολυτοποιούνται, μεταμορφώνονται σε είδωλα. Έτσι ο εθνισμός (ως εθνικισμός) συμπίπτει με την ειδωλολατρεία. Και επειδή ο εθνισμός περιορίζεται πάντοτε στο χώρο, είναι πολυθεϊστικός»49. Αυτό σημαίνει ότι ο χώρος χωρίζει τους ανθρώπους, ενώ ο χρόνος τους ενώνει. Επειδή όμως και πάλι υπάρχει ο θάνατος, γι’ αυτό μόνο με την νίκη εναντίον του θανάτου υπάρχει πραγματική κοινωνία και ενότητα, υπέρβαση του χώρου και του χρόνου.

Αυτή είναι μια εκκλησιαστική πρακτική. Στην προς Διόγνητον επιστολή, ένα κείμενο του Β’ αιώνος παρουσιάζεται εκφραστικότατα αυτή η εν Χριστώ ζωή, που είναι υπέρβαση κάθε εθνικισμού και κάθε ιδιαιτερότητος. Λέγεται ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι, μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξένοι, πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη... Εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ’ ου κατά σάρκα ζώσιν. Επί γης διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται»50. Χωρίς να καταργήται η πατρίδα, υπερβαίνεται με την κατά Χριστόν ξενιτεία. Η βίωση των εσχάτων αίρει κάθε περιοριστικότητα. Οι Χριστιανοί έχουν μια συγκεκριμένη πατρίδα, αλλά δεν κολλάνε σε αυτήν, αφού αισθάνονται ως ξένοι. Ταυτόχρονα βιώνουν όλη την οικουμένη ως πατρίδα. Όλη η γη είναι δική τους.

Επομένως, μόνο η Εκκλησία επαναφέρει τον άνθρωπο στην προ της πτώσεως ζωή και στην προ της Βαβέλ κατάσταση, αφού δημιουργείται ένα καινούριο έθνος, με την έννοια που αναφέραμε προηγουμένως. Έξω από την Εκκλησία, όπου μετέχεται η καθαρτική, φωτιστική και θεοποιός ενέργεια του Θεού, είναι αδύνατον να απομακρυνθή κανείς από τον εθνικισμό. Νομίζω ότι συνιστά πραγματική ουτοπία να μιλά κανείς εναντίον του εθνικισμού, όντας δεσμευμένος μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Όπως ουτοπία είναι να κάνη κανείς λόγο για κοινοκτημοσύνη και ακτημοσύνη, χωρίς το Άγιο Πνεύμα, το ίδιο ουτοπία είναι να κάνη κανείς λόγο για την απαλλαγή από τον εθνικισμό έξω από την εκκλησιαστική ζωή.

 

46. βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη: Χρόνος και άνθρωπος, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, σελ. 31 και εξής.

47. ένθ. ανωτ. σελ. 32-33.

48. ένθ. ανωτ. σελ. 38.

49. ένθ. ανωτ. σελ. 38.

50. Παναγ. Χρήστου, Πατερικόν εγχειρίδιο, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 107.

 

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Συμπέρασμα

Δημιουργία αρχείου: 18-4-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 18-4-2005.

Πάνω