Οι δύο ανθρωπολογικές διηγήσεις
Προτού εισέλθομεν εις την ερμηνείαν τών Εβραϊκών λέξεων που εις την μετάφρασιν τών Ο΄ μεταφράζονται ως ΄΄άνθρωπος΄΄, θεωρούμε χρήσιμο να αναφερθόμεν εις τας δύο ανθρωπολογικάς διηγήσεις τής Γενέσεως, ώστε ο αναγνώστης να έχει το πλαίσιο, αλλά και το νόημα με το οποίο χρησιμοποιείται εις τα πρώτα κεφάλαια τής Γενέσεως η συγκεκριμένη λέξις.
Η ανθρωπολογική περί τής δημιουργίας τού ανθρώπου διήγησις τής Γενέσεως χωρίζεται εις δύο μέρη. Η μεν πρώτη (Γένεσις 1/α΄ 26-29), συνιστά μεν καθ’ εαυτήν λογική ενότητα, συνεχίζει δε την ήδη από τού Γένεσις 1/α΄ 1 και εξής αρξαμένην αφήγησιν περί τής δημιουργίας τού κόσμου, μαζί με την οποία και συναποτελεί αδιάσπαστην φιλολογικήν ενότητα αποδιδόμενη, ως γνωστόν, υπό τού συνόλου σχεδόν τής συγχρόνου φιλολογικής κριτικής εις την καλουμένην ΄΄πηγή Ρ΄΄ ή ΄΄Ιερατικό κώδικα΄΄ (1)
Το ιδιάζον, όμως, χαρακτηριστικόν γνώρισμα ολοκλήρου τής περί δημιουργίας τού κόσμου αφηγήσεως, μάλιστα δε τού ανθρωπολογικού αυτής τμήματος, είναι η παντελής έλλειψις κάποιου μυθολογικού ή πολυθεϊστικού στοιχείου και μάλιστα ο υψηλός θεολογικός χαρακτήρας αυτής και η λεπτολόγος ακρίβεια τής διατυπώσεως τών βαθυστόχαστων και υψηλών νοημάτων. Θα ηδύνατο κάποιος, μάλιστα, να είπει ότι ευρισκόμεθα, ενώπιον τρόπον τινά, πρωτοτύπου και μεγαλειώδους εις την αρχαίαν γραμματείαν μονοθεϊστικού ύμνου εις την θείαν δημιουργίαν, αποτελούντος απαύγασμα τής πίστεως τού αρχαίου Ισραήλ προς τον υπερκόσμιον, αλλά και συγχρόνως προσωπικόν Θεόν αυτού, ως τον εκ τού μηδενός Δημιουργόν τού σύμπαντος και μάλιστα και τού ανθρώπου. Κατακλείεται δε ο δογματικός αυτός ύμνος με την διήγησιν τής δημιουργίας τού τελευταίου και κατά πάντα τελειοτέρου προσωπικού δημιουργήματος τού Θεού (Γένεσις 1/α΄ 26-29) ήτοι τού ανθρώπου, και ευλόγως επακολουθεί πλέον ο χαρακτηρισμός όλης τής κατ’ αυτόν τον τρόπο επιστεγασθείσης και τελειωθείσης δημιουργίας ως ΄΄καλής λίαν΄΄ [Γένεσις 1/α΄ 31. Πρβλ. ιδιαιτέρως Ψαλμ. 8/η΄, 103/ργ΄ (104/ρδ΄ Μασωρ.) : 24].
Εξετάζοντες εις την συνέχειαν κάπως ειδικότερα αυτήν την πρώτην ανθρωπολογικήν διήγησιν (Γένεσις 1/α΄ 26-29), διακρίνομεν εν πρώτοις τα εξής επί μέρους κύρια νοήματα:
Α. Το θείον σχέδιον και την θείαν απόφασιν περί δημιουργίας τού ανθρώπου, περί τού οποίου είναι εμφανής και η αξία και ο θείος προορισμός, έτσι δε υποδηλούται και η θέσις του εις την εξαήμερον δημιουργίαν.
Β. Την επί τη βάσει τού προδιαγραφέντος θείου σχεδίου πραγμάτωσιν τής εξαγγελθείσης θείας αποφάσεως, ακόμη δε και τον διαφορισμόν τού ανθρώπου εις άρσεν και θήλυ (Γένεσις 1/α΄ 27).
Γ. Την θείαν ευλογίαν προς τον δημιουργηθέντα άνθρωπο και την υπό τού Θεού εγκαθίδρυσίν του, εις τον ήδη δημιουργηθέντα κόσμο.
Δ. Την περί συντηρήσεως τού ανθρώπου πρόνοιαν τού Θεού (Γένεσις 1/α΄ 29). Τέλος, ακολουθεί η υπό τού Θεού επιθεώρησις και αξιολόγησις τού δια τής δημιουργίας τού ανθρώπου συντελεσθέντος όλου δημιουργικού έργου τής εξαημέρου (Γένεσις 1/α΄ 31).
Η δευτέρα περί δημιουργίας τού ανθρώπου διήγησις (Γένεσις 2/β΄ 7, 15, 18-24), αποτελεί μέρος μίας νέας φιλολογικής ενότητος, η οποία αρχίζει από το Γένεσις 2/β΄ 4β και κατακλείεται δια τής διηγήσεως περί τής πτώσεως τού ανθρώπου (Γένεσις 3/γ΄ 1-24). Ολόκληρος αύτη η νέα φιλολογικήν ενότητα, περί τής οποίας, ως γνωστόν, η φιλολογικήν κριτικήν δέχεται, ότι ανήκει εις τον καλούμενον “Γιαχβιστή” ή την “πηγή J” (προχείρως πρβλ. O. EISSFELDT ένθ. αν, σελ. 264 εξ., πρβλ. σελ. 258 εξ.), θεωρουμένη υπό τής συγχρόνου ερεύνης ως κατά πολύ αρχαιοτέρα τής πρώτης διηγήσεως, αναφέρεται εις την δημιουργίαν τού ΄΄ουρανού και τής γης΄΄ (Γένεσις 2/β΄ 4β), ήτοι τού σύμπαντος, ενώ το κέντρον τού βάρους της κατέχει αναμφιβόλως ο άνθρωπος και εκ τούτου είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως κατ’ εξοχήν ανθρωποκεντρική. Με μία γρήγορη ματιά επισημαίνει κάποιος ευθύς εξ αρχής τρία κεντρικά σημεία, περί τα οποία στρέφεται εις γενικές γραμμές ολόκληρος η εν λόγω φιλολογική ενότης.
Τα σημεία αυτά είναι: 1. Η δημιουργία τού ανθρώπου, 2. Η αρχέγονος κατάστασίς του και 3. Η πτώσις τού ανθρώπου και η περί ανορθώσεως αυτού θείαν επαγγελίαν.
Ιδιαίτερον όμως χαρακτηριστικόν γνώρισμα τής φιλολογικής αύτης ενότητος, αποτελεί η αφθονοτέρα χρήσις ανθρωπομορφισμών και συμβολισμών, ως και η συναρπάζουσα αφελής, θα έλεγε κάποιος, ειλικρίνεια αυτής, η οποία είναι μάλιστα έκδηλος εις τις περιγραφές. Ασφαλώς, λένε οι ερευνητές, ευρισκόμεθα ενώπιον αρχαιοτάτης Ισραηλιτικής συλλογής (πρβλ. σχετικώς O. EISSFELDT, μν. έργ. σελ. 258 εξ., καθώς και βιβλιογραφία) αντλούσα μεν επί παναρχαίων και πανανθρωπίνων παραδόσεων περί τής δημιουργίας τού κόσμου και μάλιστα τού ανθρώπου, κεκαθαρμένης δε παντός ξένου προς την ηθικήν μονοθεϊαν τού Jahwe μυθολογικού στοιχείου. Αύτη δε η φιλολογική ενότης δεν είναι παράλληλος τής πρώτης περί τής εξαημέρου δημιουργίας αφηγήσεως, αλλ’ απαραίτητο επεξηγηματικόν συμπλήρωμα εκείνης, άνευ ουσιωδών επαναλήψεων.
Εξ’ άλλου, όσον αφορά ειδικότερα εις το βασικόν μέρος ολοκλήρου τής ως άνω φιλολογικής ενότητος (Γένεσις 2/β΄ 4β - 3/γ΄ 24), το οποίον αναφέρεται εις την δημιουργίαν τού ανθρώπου (Γένεσις 2/β΄ 7,15, 18-24), ευκόλως διακρίνομεν δύο κύρια τμήματα. Απ’ αυτά το μεν πρώτον εκθέτει την υπό τού Θεού δημιουργίαν τού ανθρώπου γενικώς (Γένεσις 2/β΄ 7) και την εγκαθίδρυσιν αυτού εις το έργον του (Γένεσις 2/β΄ 15), το δε δεύτερον αναφέρεται εις την υπό τού Θεού δημιουργίαν τής γυναίκας (Γένεσις 2/β΄ 18-24).
Τα δε επί μέρους θεμελιώδη ανθρωπολογικά νοήματα αυτής τής διηγήσεως είναι τα εξής:
Α. Ο Θεός δημιουργός τού ανθρώπου και ο τρόπος δημιουργίας του (Γένεσις 2/β΄ 7).
Β. Ο υπό τού Θεού καθορισθείς προορισμός τού ανθρώπου (Γένεσις 2/β΄ 15).
Γ. Τα αίτια τής δημιουργίας τής γυναίκας (Γένεσις 2/β΄ 18-20) και ο τρόπος τής υπό τού Θεού δημιουργίας αυτής (Γένεσις 2/β΄ 21-22) και
Δ. Ο δια τού ανδρός προορισμός τής θέσεως τής γυναίκας (Γένεσις 2/β΄ 23-24).
Η δε κεντρική ιδέα ολόκληρης τής 2ας περί δημιουργίας τού ανθρώπου διηγήσεως είναι, ότι αυτός ο προσωπικός Θεός τής Παλαιάς Διαθήκης, ενεργώντας από αγάπη, δημουργεί εν χρόνω τον άνθρωπον, αποβλέποντας εις την αιώνιαν μακαριότητα τού προσωπικού Του δημιουργήματος.
Εις τα τής δημιουργίας τού ανθρώπου μάς εισάγει ομαλώς, νομίζομεν, η πολύ χαρακτηριστικήν διαπίστωσιν, ότι “άνθρωπος ουκ ην εργάζεσθαι την γην” (Γένεσις 2/β΄ 5β), την οποίαν θα εδικαιούτο κάποιος να θεωρήσει ως το αντίστοιχον τού “και είπεν ο Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον...” (Γένεσις 1/α΄ 26α) τής 1ης διηγήσεως. Μετά την διαπίστωσιν αυτήν επακολουθεί πλέον η αφήγησις περί τής δημιουργίας τού ανθρώπου, η οποία καταλαμβάνουσα έναν και μόνον στίχον (Γένεσις 2/β΄ 7) δεν υπολείπεται, νομίζομεν, εις λακωνικότητα, σαφήνεια και σπουδαιότητα, ίσως δε και μεγαλοπρέπεια τού αντιστοίχου χωρίου τής 1ης διηγήσεως (Γένεσις 1/α΄ 26).
Ήδη όμως εκ τού στίχου τούτου, ήτοι τού Γένεσις 2/β΄ 7, ελκύει την προσοχήν η πολύ εμφανής ιδιομορφίαν τής 2ας αυτής ανθρωπολογικής διηγήσεως έναντι τής 1ης. Έτσι, ενώ εις την 1ην διήγησην προς δήλωσιν τής υπό τού Θεού δημιουργίας τού ανθρώπου χρησιμοποιούνται εναλλάξ τα δύο ρήματα ΄΄ασά΄΄ (Γένεσις 1/α΄ 26) και ΄΄μπαρά΄΄ (Γένεσις 1/α΄ 27), τα οποία υπό τών Ο΄ αποδίδονται αμφότερα δια τού ΄΄ποιώ΄΄, εδώ (Γένεσις 2/β΄ 7), προς τον ίδιον σκοπόν, επί το ανθρωποπαθέστερον και μάλιστα και προς υπογράμμισιν τής μνημονευθείσης εξαιρέτου, θείας προσωπικής επεμβάσεως και γενικότερα τού τρόπου κατά τον οποίον ο Θεός εδημιούργησε τον άθρωπον, γίνεται για πρώτην φοράν χρήσις τών πολύ χαρακτηριστικών ρημάτων ΄΄γιατσάρ΄΄ και ΄΄ναφά΄΄ τα οποία προσφυώς υπό τών Ο΄ αποδίδονται αντιστοίχως δια τού ΄΄πλάσσω΄΄ και τού ΄΄εμφυσώ΄΄.
Εξετάζων δε κάποιος κάπως ειδικότερα το για την ανθρωπολογίαν τής Παλαιάς Διαθήκης θεμελιώδες χωρίον Γένεσις 2/β΄ 7, δύναται να διακρίνει, ότι εδώ η υπό τού Θεού δημιουργίαν τού ανθρώπου παριστάνεται ότι ακολουθεί ΔΥΟ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΑ ΣΤΑΔΙΑ. Κατ’ αυτά δηλαδή, ΠΡΩΤΟΝ μεν “έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπο χουν από τής γης” (Γένεσις 2/β΄ 7α), ΔΕΥΤΕΡΟΝ δε “ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής” (Γένεσις 2/β΄ 7β) και από εδώ “εγένετο Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ εις ψυχήν ζώσαν” (Γένεσις 2/β΄ 7γ).
ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΗΜΙΣΤΙΧΙΟΝ (Γένεσις 2/β΄ 7α) αναφερόμενον εις το αρχικόν τής δημιουργίας τού ανθρώπου στάδιον, εκθέτει τα τής κατασκευής τού ανθρωπίνου σώματος, διακηρύσσον, βεβαίως, την απ’ ευθείας και μάλιστα προσωπικώς υπό τού Θεού πλάσιν αυτού και επισημαίνον συγχρόνως την υλικήν και αυτό καθ’ αυτό ευτελήν τού ανθρωπίνου σώματος προέλευσιν, εμφαίνον δε έτσι ότι το ως “σκεύος κεραμέως” (Ψαλμός 2/β΄ 9) πλασθέν σώμα είναι εύθραυστον και υπόκειται εις φθοράν και μάλιστα και διάλυσιν εις τα εξ ών συνετέθη, ως παραστατικότατα μαρτυρεί το “χους από τής γης” (δια μεν τού ΄΄χους΄΄ αποδίδουν οι Ο΄ το ΄΄αφάρ΄΄ δια δε τού ΄΄γη΄΄ το ΄΄αδαμά΄΄ τού Μασωρ. κειμένου). Κατ’ αυτόν, λοιπόν, τον τρόπον πλασθέν το ανθρώπινον σώμα, αποτελεί το κατά τεκμήριο τελειότερον υλικόν δημιούργημα τού Θεού. Η εκ τής γης καταγωγή αυτού προσδιορίζει, επίσης, την στενήν σχέσιν και συγγένεια τού ανθρώπου προς τον ήδη δημιουργηθέντα υλικόν κόσμον, ως μετέχοντος μεν τού κόσμου τούτου, κατά το υλικόν σώμα, κατέχοντος δε εις αυτόν την θέσιν κορωνίδος.
Ήδη, όμως, εδώ, προδιατυπούται η κατά το σώμα τού ανθρώπου συγγένειαν αυτού προς τα ζώα, πλασθέντα και αυτά ΄΄εκ τής γης΄΄ (Γένεσις 2/β΄ 19). Τέλος, αξία ιδιαιτέρας μνείας είναι εδώ η εις το εβραϊκόν κείμενον παράλληλος, πολύ δε χαρακτηριστικήν χρήσις τού ΄΄αδάμ΄΄ προς το ΄΄αδαμά΄΄, τα οποία υπό τών Ο΄ αποδίδονται αντιστοίχως δια τού ΄΄άνθρωπος΄΄ και ΄΄γη΄΄. Παρά δε τας αντιθέτους απόψεις τών πλείστων συγχρόνων ερευνητών (2), η ετυμολογικήν συνάρτησις τού ΄΄αδάμ΄΄ προς το ΄΄αδαμά΄΄ εμφανίζεται, νομίζομεν, εκτός τών άλλων, ιδιαιτέρως και εις αυτήν την ήδη εκτεθείσαν έννοιαν τού ημιστιχίου για το οποίον γίνεται λόγος, καθώς και εις την μακράν σειράν τών λοιπών σχετικών μαρτυριών τής Παλαιάς Διαθήκης. Εκεί παρίσταται, αρκούντως σαφώς, ο στενώτατος σύνδεσμος τού ανθρώπου προς την ΄΄γην΄΄ συνοψιζόμενος εις τα εξής κύρια σημεία:
1. Η εκ τής γης προέλευσις τού ανθρώπου (Γένεσις 2/β΄ 7 κλπ),
2. Η επί τής γης φυσική θέσις τού ανθρώπου (Γένεσις 1/α΄ 28 κλπ),
3. Η καλλιέργεια τής γης ως πρώτη εργασία τού ανθρώπου (Γένεσις 2/β΄ 5β, 15),
4. Η εκ τής γης συντήρησις τού ανθρώπου (Γένεσις 1/α΄ 29 κλπ) και
5. Η εις την γη επιστροφή και κατάληξις τών εξ αυτής προς συντήρησιν τού ανθρώπου ληφθέντων και μάλιστα και αυτού τού ανθρωπίνου σώματος (Γένεσις 3/γ΄ 19β κλπ).
Ως εκ τούτου η εν προκειμένω προσφυεστέρα και κυριολεκτική έννοια τού ΄΄αδάμ΄΄ είναι ΄΄χοϊκός΄΄, την οποίαν, ως γνωστόν, υιοθετεί άλλως τε και ο Απόστολος Παύλος [Πρβλ. Α΄ Κορ. 15/ιε΄ 47 και Σοφ. Σολ. 7/ζ΄ 1β (΄΄γηγενής΄΄)]. Ως ΄΄σκεύος κεραμέως΄΄ πλασθείς ο άνθρωπος, ίσταται πλέον άπνους (!;) - ως είναι αποδεκτό υπό τών πλείστων ερμηνευτών - ενώπιον τού θείου πλαστουργού του όπως το τεχνούργημα ενώπιον τού καλλιτέχνου του. Εδώ τελειώνει το πρώτον στάδιον, τής υλικής δηλαδή δημιουργίας τού ανθρώπου.
Το ΑΜΕΣΩΣ ΕΠΟΜΕΝΟΝ ΗΜΙΣΤΙΧΙΟΝ (Γένεσις 2/β΄ 7β), μέσω ανθρωποπαθών, πάντοτε, εκφράσεων, εκθέτει εξίσου λακωνικώς το δεύτερον στάδιον τής δημιουργίας τού ανθρώπου, κατά το οποίον, δηλαδή, υπ’ αυτού τού πλάσαντος και το ανθρώπινο σώμα Θεού εμφυσάται ΄΄πνοή ζωής΄΄ εις τούς ΄΄ρώθωνας΄΄, ως το εξωτερικόν όργανον τής αναπνοής τού εκ τού ΄΄χοός΄΄ αποτελεσθέντος αψύχου ανθρωπίνου σώματος. Ότι δε εδώ ο λόγος περί πνευματικής δημιουργίας, μόλις είναι ανάγκη και να είπωμεν, δεδομένου μάλιστα ότι ο πνευματικός χαρακτήρ τού δευτέρου τούτου σταδίου τής δημιουργίας διττώς προσδιορίζεται και υπό τού ΄΄εμφυσώ΄΄ και τού ΄΄πνοή΄΄, όπως ακριβώς εις το προηγηθέν ημιστίχιον οι λέξεις ΄΄πλάσσω΄΄ και ΄΄χους΄΄ επεσήμαναν τον υλικόν χαρακτήραν τού πρώτου σταδίου.
Το υποκείμενον τού ΄΄εμφυσώ΄΄ είναι βεβαίως το αυτό ως και τού ΄΄πλάσσω΄΄, φανερωμένου έτσι, ότι αυτός ο Θεός, δι’ εκτάκτου και αμέσου προσωπικής αυτού επεμβάσεως, εκεί μεν εδημιούργησεν το υλικόν μέρος τού ανθρώπου, εδώ δε - συμφώνως προς τινας τών εξηγητών - χορηγεί το ζωοποιούν πνευματικόν Αυτού μέρος. Προφανώς δε, πρόκειται περί αμέσου και προσωπικής υπό τού Θεού μεταβιβάσεως ή ούτως ειπείν, περί μεταλαμπαδεύσεως εις τον άνθρωπον, δια τής θείας Αυτού “πνοής”, τής ζωαρχικής πνευματικής αρχής.
Το ιερόν κείμενον αφήνει να εννοηθεί ποίαν ανθρωποπαθή μεν, αλλά πλήρη βαθυστοχάστων συμβολισμών, εικόνα έχει εν προκειμένω προ οφθαλμών ο θεόπνευστος συγγραφεύς, την οποίαν συμβολικήν εικόνα ευκόλως, νομίζομεν, δύναται κάποιος, ανάγλυφον μάλιστα, να αναπλάσει αναγινώσκων την τοσούτο παραστατικήν σχετικήν αφήγησιν. Αύτη δεικνύει την εγγύτητα δημιουργού και δημιουργήματος κατά την ανθρωποπαθήν συμβολικήν περιγραφήν τής υπό τού Θεού, δίκην πατρικού ασπασμού υιοθεσίας, εμφυσήσεως εις το πρόσωπον τού αψύχου ανθρώπου (;!) τού ζωαρχικού Αυτού θείου πνεύματος. Ο Θεός δηλ. είναι ο μεταλαμπαδεύσας την πνευματικήν Αυτού φύσιν και αποτυπώσας έτσι, δια τής θείας Αυτού “πνοής”, ανεξίτηλον την θείν Αυτού σφραγίδαν τής πνευματικότητος και προσωπικότητος επί τού ανθρώπου.
Εν τέλει δε, δια τής εμφυσήσεως ταύτης, το τέως ΥΛΙΚΟΝ μόνον δημιούργημα, διαπνεόμενον υπό τού θείου πνεύματος και ενούμενο συγχρόνως αρμονικώς μετ’ αυτού, ΑΠΟΒΑΙΝΕΙ έτσι και πνευματικόν ον, δηλ. “ΑΝΘΡΩΠΟΣ”. (Αύτη περίπου είναι η επικρατούσα άποψις περί τού τρόπου τής δημιουργίας τού ανθρώπου. Εμείς απλώς, καλοπροαίρετα, θα θέσομεν δύο ερωτήματα εις τα οποία επιφυλασσόμεθα να απαντήσομεν εις την επομένην μας μελέτην: α) Υφίσταται, είναι δόκιμος η έκφρασις “άψυχος άνθρωπος”; και β) Αφού το δημιούργημα τού Θεού ΑΠΕΒΗΝ “άνθρωπος” ήτοι ΕΓΙΝΕ “άνθρωπος” τότε εννοείται ότι προηγουμένως ΔΕΝ ήτο “άνθρωπος”. Το ιερόν όμως κείμενον, λέγει ξεκάθαρα, ότι “…εγένετο Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ εις ψυχήν ζώσαν”. Δηλαδή, ΔΕΝ εγένετο π.χ. επιτραπείτω η έκφρασις "το άγαλμα" “άνθρωπος”, αλλά Η ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ που ονομάζεται “ΑΝΘΡΩΠΟΣ”, “εγένετο εις ψυχήν ζώσαν” (!!!)
Εις το ΤΡΙΤΟΝ ΗΜΙΣΤΙΧΙΟΝ τού περί ου ο λόγος χωρίου (Γένεσις 2/β΄ 7γ), δίκην επιλόγου, διακηρύσσεται το θαυμαστόν αποτέλεσμα τής κατά τα δύο προηγηθέντα στάδια τής δημιουργίας τού ανθρώπου εκδηλωθείσης αμέσου και εκτάκτου προσωπικής επεμβάσεως τού Θεού, τής οποίας και το τέλος επιγραμματικώς εξαγγέλλεται· “και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν”. Τούτο είναι δυνατόν, νομίζομεν, να θεωρηθεί τρόπον τινά ως λακωνικός, αλλά χαρακτηριστικός ύμνος προς την με έργο αποκαλυφθείσαν κατά την δημιουργίαν τού ανθρώπου πανσοφίαν, παντοδυναμίαν και αγαθότητα τού Θεού, ο οποίος εκ τής αμόρφου, ευτελούς και φθαρτής ύλης δημιουργεί ως τεχνούργημα το ανθρώπινον σώμα· δια δε τής θείας Αυτού και ζωαρχικής ΄΄πνοής΄΄ αναδεικνύει τούτο εις ΄΄ψυχήν ζώσαν΄΄ που συνδυάζει εις αυτήν αρμονικώς την ύλην προς το πνεύμα, το γήινον και πρόσκαιρον προς το ουράνιον, αιώνιον, και αυτό τούτο θείον.
Επισκοπούντες, γενικώς, και τις δύο μαζί ανθρωπολογικές διηγήσεις τής Γενέσεως, έχομεν συμπερασματικώς να παρατηρήσομεν εδώ τα εξής:
Κατά πρώτον είναι δυνατόν να διακρίνει κάποιος όχι μόνον την απουσίαν παντός ξένου μυθολογικού στοιχείου προς την ηθικήν μονοθεϊαν τού Θεού τής Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και την βαθυτέραν και μάλιστα θεολογικήν ενότητα τών δύο τούτων θεμελιωδών πηγών τής ανθρωπολογίας τής Παλαιάς Διαθήκης, παρά τις φιλολογικές, ως επί το πλείστον, εξωτερικές αυτών διαφορές.
Πράγματι, η άμεσος και μάλιστα προσωπική υπό τού Θεού δημιουργία τού ανθρώπου, ως τού τελειοτέρου όντος τού ορατού κόσμου, αποτελεί το κοινό θέμα αμφοτέρων τών ανθρωπολογικών διηγήσεων, χωρίς όμως το παραπάνω να σημαίνει τούτο, ότι αμφότερες οι διηγήσεις επαναλαμβάνουν αλλήλας ή, ως επανειλημμένως υπεστηρίχθη υπό τής φιλολογικής κριτικής, ότι πρόκειται περί ΄΄διπλής διηγήσεως΄΄ (3).
Ακριβεστέρα άλλωστε έρευνα αυτών καταδεικνύει, ότι ευρισκόμαστε ενώπιον ΔΙΑΦΟΡΩΝ μεν, μη αλληλοσυγκρουομένων δε όμως ΔΙΗΓΗΣΕΩΝ, οι οποίες κατά διάφορον τρόπον εκάστη εκθέτουν τα τού ανθρώπου, αλληλοσυμπληρούνται και, όταν ληφθούν μαζί, συνθέτουν από κοινού και μάλιστα αρμονικώς την περί ανθρώπου διδασκαλίαν τής Παλαιάς Διαθήκης και ολοκλήρου τής Βίβλου. Κατά δε την εύστοχον παρατήρησιν τού Εβραίου ερμηνευτού B. JACOB “ο άνθρωπος εις το μεν 1/α΄ κεφ. είναι η κορυφή μίας πυραμίδος, εις το δε 2/β΄ κεφ. το κέντρον ενός κύκλου”! (“Das erste Buch der Tora: Genesis”, Berlin 1934, σελ. 952).
Έτσι, η μεν πρώτη διήγησις, με το να δίδει απάντησιν εις το “τι εστιν άνθρωπος, και τι η χρήσις αυτού;” (Σοφ. Σειρ. 18/ιη΄ 8) εις το πλαίσιο τής εξαημέρου δημιουργίας, με το να βαίνει ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΩΣ και με το να ακολουθεί την σειράν από τών απλουστέρων και ατελεστέρων επί τα συνθετώτερα και τελειότερα, καταλήγει εις την δημιουργίαν τού ανθρώπου, αποτελούντος το επιστέγασμα και το αποκορύφωμα τής θείας πανσοφίας, παντοδυναμίας και αγάπης που απεκαλύφθει εις την εξαήμερον.
Η δε δευτέρα διήγησις σαφώς ανθρωποκεντρική με το να ομιλεί περί τής υλικής δημιουργίας (και όχι μόνο), με το να βαίνει και αυτή ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΩΣ, όπως θα έλεγε κάποιος (επειδή δημιουργείται πρώτον η ΥΛΙΚΗ και έπειτα η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ φύσις τού ανθρώπου), διαφωτίζει όχι μόνον το “τι έστιν άνθρωπος…”, αλλά και το πώς εγένετο ο άνθρωπος, κι έτσι ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΙ την πρώτην διήγησιν, εκτός τών άλλων, και επί τού σπουδαιοτάτου σημείου τής υλικής φύσεως τού ανθρώπου.
Και ειδικότερα, όμως, η πρώτη και κατ’ εξοχήν πνευματική διήγησις με το να αποφεύγει τούς ανθρωπομορφισμούς και τις υλόμορφες εκφράσεις και σχήματα, ως και αυτούς ακόμη τούς συμβολισμούς, αναδεικνύει την πνευματικήν φύσιν τού ανθρώπου και την μετ’ αυτής συνυφαινομένην στενήν πνευματικήν αυτού συγγένειαν προς τον δημιουργόν αυτού Θεόν.
Η δε δευτέρα και ανθρωποπαθεστέρα διήγησις αναφέρεται - όπως ομοφώνως αποδέχονται οι πλείστοι τών ερμηνευτών - εις το διφυές τού ανθρώπου, ο οποίος σύγκειται, κατ’ αυτήν, εξ ύλης και πνεύματος, συγχρόνως δε φανερώνει και την απ’ εδώ απορρέουσαν διπλήν αυτού συγγένεια, αφ’ ενός μεν προς την γην, ήτοι την υλικήν δημιουργίαν, εξ’ ής και το ανθρώπινον σώμα, αφ’ ετέρου δε προς τον πνευματικόν κόσμον και μάλιστα και αυτόν τον προσωπικόν και απολύτως πνευματικόν και υπερβατικόν Θεόν τής Παλαιάς Διαθήκης, εξ’ ού και το πνεύμα εις τον άνθρωπον. Δια τούτο ο άνθρωπος είναι φθαρτός και πρόσκαιρος ως “χους από τής γης” (Γένεσις 2/β΄ 7) συγχρόνως δε και άφθαρτος και αιώνιος, λόγω τής εις αυτόν μεταλαμπαδευθείσης απ’ ευθείας υπό τού Θεού θείας ΄΄πνοής ζωής΄΄ (Γένεσις 2/β΄ 7) και μάλιστα και ως ΄΄κατ’ εικόνα΄΄ και ΄΄καθ’ ομοίωσιν Θεού΄΄ (Γένεσις 1/α΄ 26) δημιουργηθείς.
Αμφότερες, λοιπόν, οι διηγήσεις αυτές και επιμέρους και μαζί λαμβανόμενες, συμφωνούν απολύτως επί τού εξής σπουδαίου σημείου, το οποίο θα ηδύνατο κάποιος να χαρακτηρίσει και ως την κεντρικήν ιδέαν όχι μόνο τών δύο τούτων διηγήσεων, αλλά και ολοκλήρου τής περί ανθρώπου διδασκαλίας τής Παλαιάς Διαθήκης, ότι δηλαδή ο Θεός είναι ο δι’ εκτάκτου και αμέσου Αυτού ενεργείας προσωπικός δημιουργός και ζωοδότης τού ανθρώπου, με τον οποίον και συγγενεύει κατά το πνεύμα. Ο δε άνθρωπος αποτελεί συγχρόνως το κέντρον και την κορωνίδαν τής υλικής δημιουργίας, έχοντας συγκεκριμένον και υπό τού Θεού καθορισθέντα σκοπόν.
Παραπομπές
1. Προχείρως παραπέμπομεν εδώ εις την τρίτην έκδοσιν τού μνημειώδους έργου τού Ο. ΕΙSSFELDT: “Εinleitung in das Alte Testament” (“Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην”) Tubingen 1964, σελ. 271 εξ.
2. Iδία δια τής εργασίας τού L. ROST: “Die Bezeichnung fur Land und Volk im Alten Testament” (εις το: FS O.Procksch, σελ. 125 εξ.), 1934. Πρβλ. επίσης W. EICHRODT: “Τheologie des Alten Testament”, τόμ. ΙΙ/ΙΙΙ, σελ. 84, υποσημ. 56, H. RINGGREN: “Israelitische Religion” (RM 26), Stuttgart 1963, σελ. 108
3. Yπενθυμίζομεν την αντίθεσιν προς τις κρατούσες σήμερον σχετικές απόψεις εις την επιστήμην τής Παλαιάς Διαθήκης τού Κ. - Η. RABAST: “Die Genesis…”, ιδία σελ. 86-88 (“Das Verhaltnis von Genesis 2 zu Genesis 1”). Προς τούτοις δε πρβλ. και την απήχησιν τού αντιθέτου τούτου ρεύματος εντός τών κόλπων τής προτασταντικής Θεολογίας. Η απήχησις αύτη γίνεται εμφανής ιδία εν τω επ’ εσχάτων εκδοθέντι έργω τού W.M. OESCH: “Die Lehre von der Inspiration und ihre Anwendung auf die Urgeschichte (FH 13, σελ. 9-75), Βερολίνο 1960, ιδία σελ. 41 εξ., υποσ. 27, όπου και ονόματα άλλων εκπροσώπων τού νέου τούτου ρεύματος.