Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Μαθήματα Χριστιανικής Δογματικής Ορισμός, Πηγές, Περιεχόμενο και Μέθοδος τής Δογματικής, Γνώση, Πίστη, Θεολογία, Χριστολογία και Εκκλησιολογία Τού σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα
Δ΄ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 2. Η μεταφορά τών όρων "ουσία", "ενέργεια" και "πρόσωπο" στη Θεολογία. (Το πρόβλημα τής ελευθερίας) ΣΤ. Το δόγμα της Δημιουργίας |
α. Το πρόβλημα του Γνωστικισμού Είπαμε από τα πρώτα μαθήματα ότι θα ακολουθήσουμε σαν δομή της δογματικής το Σύμβολο της Πίστεως. Μέχρι τώρα καλύψαμε τις πρώτες λέξεις του Συμβόλου: "πιστεύω εις έναν Θεόν Πατέρα". Προχωρώντας συναντούμε τις λέξεις "Παντοκράτορος, Ποιητήν ουρανού και γης". Κι εδώ έχουμε το πρόβλημα της δημιουργίας. Το δόγμα της δημιουργίας.
Ο Θεός δεν είναι μόνο Πατήρ του Υιού του, δεν είναι μόνο Τριαδικός, δεν έχει ύπαρξη μόνο καθ' εαυτόν, δεν ομολογούμε μόνο ότι υπάρχει αιωνίως, αλλά ομολογούμε ότι αυτός ο Θεός προέβη σε μια πράξη, σε μια ενέργεια εκτός του εαυτού του, που έφερε στην ύπαρξη κάτι άλλο εκτός του εαυτού του. Κι αυτό είναι το δόγμα της δημιουργίας. Πρέπει ευθύς εξαρχής να πούμε ότι η ενέργεια αυτή του Θεού να δημιουργήσει κάτι άλλο εκτός του εαυτού του, δεν αποτελούσε ανάγκη για το Θεό. Όταν λέμε ανάγκη δεν εννοούμε - όπως πολλοί σύγχρονοι δογματικοί κάνουν - για ψυχολογικές ανάγκες στον Θεό, όπως μοναξιά, θέληση να έχει και κάποιον άλλον εκτός του εαυτού Του κ.λ.π. Ψυχολογία στην ύπαρξη του Θεού δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιούμε. Έστω και αν στην Αγία Γραφή και στην Θεολογία μας γίνεται λόγος για τον Θεό με τη βοήθεια ψυχολογικών εννοιών (ο Θεός θυμώνει, ο Θεός οργίζεται, κ.λ.π. Ακόμη και το ότι αγαπά το εκλαμβάνουν πολλές φορές με ψυχολογική έννοια). Όλες αυτές οι έννοιες, όταν δεν έχουν οντολογική βάση είναι ανθρωπομορφικές και δεν πρέπει να τις χρησιμοποιούμε για το είναι του Θεού. Ψυχολογία δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε στον Θεό. Ο Αυγουστίνος, όπως είδαμε, την εφήρμοσε και εδημιούργησε τα προβλήματα που επισημάναμε. Επομένως, όταν λέμε ότι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο, (κάτι δηλαδή εκτός του εαυτού του), από αγάπη, από κίνητρα αγάπης, δεν πρέπει να εννοούμε τίποτα το συναισθηματικό με την αγάπη αυτήν. Τότε γεννάται το πρόβλημα, με ποιον τρόπο πρέπει να εννοήσουμε τα κίνητρα του Θεού στη δημιουργία του κόσμου. Εδώ θα πρέπει πρώτα, σύμφωνα με την αρχή που ακολουθούμε στα μαθήματά μας, να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία του δόγματος της δημιουργίας, για να δούμε με ποιες ιστορικές προϋποθέσεις εμφανίσθηκε και στη συνέχεια να δούμε τι μπορεί να σημαίνει αυτό για μας. Τότε θα δώσουμε την απάντηση και στο ερώτημα που έθεσα προηγουμένως για τα κίνητρα της δημιουργίας. Γιατί ο κόσμος, δηλαδή, δημιουργείται από τον Θεό; Το Σύμβολο της Πίσεως σ’ αυτήν τη φάση «Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων», έχει ως προϋπόθεση ορισμένες έννοιες περί δημιουργίας του κόσμου ή περί του κόσμου, τις οποίες οι Πατέρες και η Εκκλησία έκριναν ως αιρετικές και απαράδεκτες. Στην αρχή το Σύμβολο ήταν απλώς ομολογία πίστεως στον Πατέρα, στον Υιό και στο Πνεύμα. Το ότι προσετέθησαν αυτές οι φράσεις ήταν αποτέλεσμα μιας ιστορικής ανάγκης. Και πρέπει να δούμε τι είδους ιδέες περί δημιουργίας αποκλείονται από το Σύμβολο της Πίστεως πρώτα. Και στη συνέχεια να δούμε τι είδους ιδέες κρύβονται πίσω απ’ αυτές τις εκφράσεις. Ιστορικά, το πρώτο που προκάλεσε αυτή την επέκταση του Συμβόλου της Πίστεως ήταν οι περί δημιουργίας ιδέες του Γνωστικισμού. Ο Γνωστικισμός έδωσε μεγάλη έμφαση στην υπερβατικότητα του Θεού προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της θεοδικίας, δηλαδή στο πρόβλημα γιατί υπάρχει τόσο κακό στον κόσμο και πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το κακό στον κόσμο, δηλαδή πώς προέρχεται. Φυσικά εάν πούμε ότι ο Θεός είναι υπεύθυνος για το κακό, αμέσως θέτουμε εν κινδύνω την έννοια του Θεού. Ο Θεός πρέπει να είναι ανεύθυνος για το κακό. Αλλά με ποιον τρόπο θα κάνουμε τον Θεό ανεύθυνο για το κακό που υπάρχει στον κόσμο; Ο Γνωστικισμός βρήκε ως τρόπο, ως απάντηση, την ιδέα ότι τον κόσμο αυτόν δεν τον δημιούργησε ο Θεός. Αυτός ο Θεός Πατήρ. Ο Θεός Πατήρ είναι τόσο υπερβατικός και απρόσιτος, τόσο ξένος προς το τι συμβαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο, ώστε μπορεί να θεωρηθεί και ξένος ως προς τον κόσμο. Ο «ξένος Θεός» του Μαρκίωνος. Επομένως, αποξενώνοντας τον Θεό από τον κόσμο, τον απαλλάσσουν από την ευθύνη του κακού, αλλά μετά πρέπει να εξηγήσουν γιατί και πώς αυτός ο κόσμος υπάρχει. Και η απάντηση που έδινε ο Γνωστικισμός ότι ο κόσμος αυτός υπήρξε δημιούργημα ενός κατώτερου όντος, ενός Δημιουργού, όπως τον ονόμαζαν, κι έτσι ξεχώριζαν τον Πατέρα από τον Δημιουργό. Άλλο ο Θεός Πατήρ και άλλο ο θεός Δημιουργός. Αυτός ο Δημιουργός ήταν μέσα στη σειρά αυτή των «αιώνων», των ενδιάμεσων αυτών όντων που συνέδεαν τον κόσμο με τον Θεό. Εκεί στο τέλος κοντά στον κόσμο είναι η θέση του «Δημιουργού», ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο κι επομένως είναι και υπεύθυνος για το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Διότι προϋπόθεση του Γνωστικισμού είναι ότι ο κόσμος αυτός εξ ορισμού είναι κακός. Δηλαδή το κακό είναι μέσα στην ύλη, στη δομή της ύλης, μέσα σε όλη τη δημιουργία, μέσα σε ό,τι υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο. Επομένως αυτός ο κόσμος δεν μπορεί ούτε και να διορθωθεί. Θα πρέπει για να σωθείς να φύγεις από αυτό τον κόσμο. Και ο Γνωστικός είναι αυτός που καλείται να φύγει από τον χώρο και από τον χρόνο με τη γνώση που έχει. Η απάντηση των Πατέρων και κυρίως του Αγίου Ειρηναίου, ο οποίος αντιμετώπισε το Γνωστικισμό με το μεγάλο έργο του «Κατά Αιρέσεων», συνίστατο στα εξής σημεία, τα οποία και προϋποτίθενται στο Σύμβολο της Πίστεως εδώ: ΠΡΩΤΗ ΘΕΣΗ που υποστηρίζει ο Άγιος Ειρηναίος είναι ότι ο Θεός Πατήρ και ο Θεός Δημιουργός είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Δεν έχουμε καμία διάκριση μεταξύ Πατρός και Δημιουργού. Γι’ αυτό και στο Σύμβολο είναι τόσο κοντά αυτές οι λέξεις, ώστε πολλοί ερμηνεύουν την έννοια του Πατρός ως αναφερόμενη στη δημιουργία και όχι στην αιώνια ύπαρξη του Θεού. Και πράγματι στο Β΄ αιώνα τονίζεται τόσο πολύ αυτή η αντιγνωστική θέση του ταυτισμού του Πατρός και του Δημιουργού, ώστε δημιουργείται η εντύπωση όταν διαβάσει κανείς Πατέρες της εποχής εκείνης, ότι όταν λένε: «πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα» εννοούν περισσότερο το Δημιουργό και όχι τον αιώνιο Θεό, τον Πατέρα δηλαδή του Υιού. Αυτό διασαφηνίζεται αργότερα, κυρίως στον Δ΄ αιώνα μετά τον Αρειανισμό, οπότε το πρόβλημα γίνεται πιεστικό και οξύ και η απάντηση δίδεται, ότι ο Θεός είναι ο Πατήρ όχι ως Δημιουργός αλλά ως Πατήρ ενός Υιού, ο οποίος υπήρχε πάντοτε, προϋπήρχε, υπήρχε πάντοτε στην ουσία του Θεού. Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη θέση. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΣΗ είναι ότι αυτός ο Θεός Πατήρ Δημιουργός έχει άμεση ανάμιξη στην πράξη της δημιουργίας. Δεν είναι δημιουργός δια μεσαζόντων. Απορρίπτεται η ιδέα των αιώνων, όλων αυτών των μεσαζόντων μεταξύ θεού και κόσμου κατά τον Γνωστικισμό και εισάγεται η ιδέα αυτής της αμεσότητος της εμπλοκής του Θεού στο έργο της δημιουργίας. Αυτή είναι μια άμεση σχέση Θεού και κόσμου. Εδώ βέβαια υπεισέρχεται το σημείο που εμφανίζεται αργότερα στο άλλο άρθρο του Συμβόλου της πίστεως, («δι’ ου τα πάντα εγένετο»), -με το οποίο θα ασχοληθούμε στο μέλλον-, ότι δια του Λόγου, δια του Υιού δημιουργεί τον κόσμο ο Θεός. Και εκεί παρουσιάζεται μια διέξοδος κατά κάποιον τρόπο στο πρόβλημα της υπερβατικότητος του Θεού. Αυτό είναι πολύ λεπτό και τόσο δύσκολο, ώστε δημιούργησε σύγχυση και στο Β΄ αιώνα και στον Γ΄ μέχρι τον Δ΄ αιώνα. Αυτός ο ρόλος του Υιού στη δημιουργία ως Εκείνου δια του οποίου ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο ήταν υπεύθυνος για την αντίληψη ότι ο Πατήρ είναι τόσο υπερβατικός, ώστε ο Θεός ως Πατήρ δεν είναι αυτός ο οποίος άμεσα δημιούργησε τον κόσμο, αλλά χρησιμοποίησε τον Υιό και έτσι ο Πατήρ παραμένει ακόμη Αυτός για τον οποίο δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. (Βλέπουμε ότι ο Γνωστικισμός πήρε και κάποια χριστιανική μορφή). – Ο εντελώς άγνωστος. Ο Υιός είναι Αυτός που ενεργεί το έργο της δημιουργίας, αλλά επειδή ο Υιός στον Β΄ και στον Γ΄ αιώνα ακόμη δεν είχε αποσαφηνισθεί αν ανήκε στη σφαίρα του Ακτίστου Θεού ή εμφανίζεται κατά κάποιον τρόπο για πρώτη φορά ο Λόγος του Θεού όταν ο Θεός Πατήρ ενεργεί το έργο της δημιουργίας. Επειδή δηλαδή υπήρχε σύγχυση ως προς το σημείο αυτό, εφθάσαμε στον Αρειανισμό, ο οποίος έθεσε το θέμα εάν ο Λόγος ανήκει στη σφαίρα του κτιστού ή του Ακτίστου. Βέβαια η εκκλησία με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο αποφάσισε ότι ανήκει στη σφαίρα του Ακτίστου, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση ασπάσθηκε τη θέση του Ειρηναίου, ότι ο Πατήρ στη δημιουργία έστω και αν χρησιμοποιεί τον Υιό, ενεργεί κατά τρόπο άμεσο. Δηλαδή με το να λέμε ότι δια του Υιού δημιουργεί ο Θεός τον κόσμο, δεν πρέπει να υπονοήσουμε ότι ο Πατήρ παραμένει τόσο υπερβατικός ώστε να μην έχει άμεση ανάμιξη στη δημιουργία του κόσμου. Η δημιουργία του κόσμου είναι έργο της αγάπης του Πατρός. Εκτελείται δια του Υιού αλλά ο Πατήρ είναι πάντοτε και στο έργο της δημιουργίας παρών και Πατήρ και Υιός δεν χωρίζονται, όπως ξεκαθάρισε ο Δ΄ αιώνας. Αλλά εν πάση περιπτώσει είναι απαραίτητο με τη θεολογία του Αγίου Ειρηναίου κυρίως να τονίσουμε αυτή την αμεσότητα της αναμίξεως του Πατρός, έστω και αν χρησιμοποιεί τον Υιό στο έργο της δημιουργίας. Αμεσότητα, λοιπόν και ταύτιση του Δημιουργού και του Πατρός. Δεν γίνεται ο Υιός Δημιουργός, επειδή δημιουργείται ο κόσμος δια του Υιού. Ο Πατήρ είναι ο Δημιουργός για τη θεολογία του Δ΄ αιώνος. Αυτά αλλάζουν λίγο στην πατερική περίοδο και, επαναλαμβάνω, την πατερική περίοδο μην την παίρνουμε μονολιθική. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει στην ορθόδοξη θεολογία μια αντίληψη πολύ ανιστορική περί πατερικής θεολογίας. Η πατερική θεολογία έχει κι αυτή την ιστορία της. Δεν μπορούμε να λέμε «οι Πατέρες» με μια λέξη, κι εκεί μέσα να βάζουμε από τον Ειρηναίο μέχρι τον Παλαμά, σαν να μην έγιναν διεργασίες μέσα σ’ αυτή την ιστορία. Αυτό που αποτελεί την ενότητα της πατερικής σκέψεως είναι ότι στα βασικά (όπως βασικό είναι αυτό που λέω τώρα, η αμεσότητα), όλη η πατερική θεολογία συμπίπτει. Επομένως και αν αργότερα εμφανίζεται ο Υιός ως ο Δημιουργός, πάλι αυτό δεν αποκλείει την αμεσότητα της αναμίξεως του Πατρός. Να λοιπόν γιατί επιμένει το Σύμβολο: «εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα Ποιητήν ουρανού και γης». |
Πληκτρολόγηση: Ν. Μ.
Δημιουργία αρχείου: 15-4-2006.
Τελευταία μορφοποίηση: 30-7-2019.
Τα αρχεία αυτά, έχουν γραφεί από σημειώσεις τών παραδόσεων μαθημάτων τού καθηγητού Ι. Δ. Ζηζιούλα (σημερινού Μητροπολίτου Περγάμου και προέδρου τής Ακαδημίας Αθηνών) στο Τμήμα Ποιμαντικής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984 - 85. |
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
ΕΠΑΝΩ |