Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

"Ο αναμάρτητος υμών πρώτος τον λίθον βαλέτω" * Πώς συγχωρούμε τους άλλους και ποιος είναι ο "Χρυσός Κανόνας"

Ο Χριστός ως φίλος τών αμαρτωλών

Η ορθή διάσταση τών συκοφαντιών

Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου

 

Πηγή: Εφημερίδα "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Απριλίου 2021. Τεύχος 297.

Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr

 

Επειδή ο Χριστός ομιλούσε και καυτηρίαζε τους Φαρισαίους και απεκάλυπτε την πονηρία και την υποκρισία τους, γι’ αυτό και αυτοί εύρισκαν διάφορες αφορμές για να Τον κατηγορήσουν και να Τον συκοφαντήσουν. Έλεγαν, δηλαδή, ότι έχει δαιμόνιο και ότι «εν τω άρχοντι τών δαιμονίων» εκβάλλει τα δαιμόνια (Ματθ. θ΄, 34). Έλεγαν ακόμη ότι είναι πλάνος (πρβλ. Ματθ. κζ΄, 63 – 64, Ιω. ζ΄, 12) και πλανά τους ανθρώπους και πολλά άλλα.

 

Μεταξύ τών άλλων συκοφαντιών που απηύθυναν στον Χριστό ήταν και ένας λόγος που καταγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ότι είναι «άνθρωπος φάγος και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών» (Λουκ. ζ΄, 34). Αυτός ο άνθρωπος, έλεγαν, δεν είναι όπως τον νομίζει ο λαός, αλλά είναι φάγος και οινοπότης, τρώει και πίνει και είναι φίλος τών τελωνών και τών αμαρτωλών.

Ο Χριστός πήγαινε στα σπίτια τών ανθρώπων πού τον καλούσαν, αλλά δεν έτρωγε και δεν έπινε, όπως το κατηγορούν οι Φαρισαίοι. Άλλωστε, το ξέρουμε από την συζήτηση που έκανε με την Σαμαρείτιδα γυναίκα ότι, όταν τού είπαν οι Μαθητές «ραββί, φάγε», εκείνος είπε «εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ το θέλημα τού πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον» (Ιω. δ΄, 31-34).

Επομένως, δεν ίσχυε αυτό που τον κατηγορούσαν, αλλά επειδή οι Φαρισαίοι απομονώνονταν από τον λαό, ο Χριστός πήγαινε μαζί με τον λαό και συμμετείχε σε όλες τις εκδηλώσεις τού λαού, όπως και στον γάμο τής Κανά, γι’ αυτό τον κατηγορούσαν ότι είναι «φάγος και οινοπότης».

Επίσης, έλεγαν ότι ο Χριστός «είναι φίλος τελωνών και αμαρτωλών», που ήταν μεγάλοι αμαρτωλοί τής εποχής εκείνης, ως φοροεισπράκτορες, και αμαρτωλοί. Αλλά τελικά αυτή η συκοφαντία την οποία έλεγαν για τον Χριστό, είναι τίτλος τιμής, ότι, δηλαδή, είναι φίλος τών τελωνών και τών αμαρτωλών, ότι αγαπά τους αμαρτωλούς, τους τελώνες και τις πόρνες.

Στα ιερά Ευαγγέλια βλέπουμε, ότι ο Χριστός καταδικάζει την υποκρισία, καταδικάζει τους ανθρώπους οι οποίοι παρουσιάζονταν ως ευσεβείς και βεβαίως αγαπούσε πάρα πολύ τους τελώνες. Είναι ο Ζακχαίος που μετανόησε και σε όσους αδίκησε τους τα επέστρεψε παρά πάνω. Είναι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ο οποίος ήταν τελώνης και έγινε Μαθητής τού Χριστού. Και είναι διάφορες άλλες αμαρτωλές γυναίκες στις οποίες ο Χριστός έδειξε πολύ μεγάλη αγάπη και άλλαξαν τρόπο ζωής.

Μάλιστα, ο Χριστός έλεγε στους Φαρισαίους, ομιλώντας για διάφορα θέματα, ότι «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν τού Θεού» (Ματθ. κα΄, 31), δηλαδή οι τελώνες και οι πόρνες που εσείς κατηγορείτε, θα προηγηθούν από σάς στην Βασιλεία τού Θεού.

Θα αναφερθούν δύο γεγονότα, που φανερώνουν αυτήν την αλήθεια.

Το πρώτο γεγονός έχει σχέση με την πόρνη γυναίκα, τής οποίας συγχώρεσε τις αμαρτίες και το δεύτερο γεγονός αναφέρεται σε μια μοιχαλίδα γυναίκα, την οποία παρουσίασαν οι Φαρισαίοι, προκειμένου ο Χριστός να δώση εντολή να την λιθοβολήσουν, όπως προέβλεπε ο νόμος.

 

1. Ο Χριστός και η πόρνη γυναίκα

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει την συνάντηση τού Χριστού με την πόρνη γυναίκα τής οποίας συγχώρησε τις αμαρτίες (Λουκ. ζ΄, 36-50). Υπάρχουν τρεις περιπτώσεις στα Ευαγγέλια που γυναίκες, κατά την διάρκεια τού δείπνου, πλησίασαν τον Χριστό και τού έριξαν μύρα στα πόδια Του και έπειτα τα καθάρισαν με τα μαλλιά τής κεφαλής τους.

Η πρώτη περίπτωση αναφέρεται από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο και τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Ο Χριστός λίγο πριν το Πάθος Του ήταν στο σπίτι τού Σίμωνος τού λεπρού, ο οποίος ίσως είχε θεραπευθή από τον Χριστό, και Τον είχε προσκαλέσει στο τραπέζι. Εκεί πλησίασε μια γυναίκα, η οποία άλειψε με μύρο τα πόδια τού Χριστού. Αυτή η γυναίκα δεν φαίνεται ότι ήταν αμαρτωλή, αλλά προσήλθε στον Χριστό και άλειψε την κεφαλή Του με μύρο.

Όταν οι άλλοι διαμαρτυρήθηκαν ότι το χρηματικό ποσό που χρειάστηκε για να αγοραστή το μύρο, θα μπορούσε να δοθή στους φτωχούς, τότε ο Χριστός τους είπε ότι αυτή η γυναίκα έκανε μια καλή πράξη, γιατί ήταν προετοιμασία για την ταφή Του. Άλλωστε, τους πτωχούς θα τους έχουν πάντοτε, Εκείνον, όμως, δεν θα τον έχουν. Ήταν μια μυροφόρα πριν τις μυροφόρες (Ματθ. κστ΄, 6-13). Αυτό το περιστατικό δεν αναφέρεται σε πόρνη γυναίκα.

Το δεύτερο περιστατικό περιγράφεται από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, όταν η Μαρία, η αδελφή τού Λαζάρου, άλειψε τα πόδια τού Χριστού με μύρο. Όταν ο Χριστός ανέστησε τον Λάζαρο, γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, τού έκαναν ένα δείπνο και ο Λάζαρος ήταν δίπλα στον Χριστό και η Μάρθα διακονούσε. Τότε η Μαρία η αδελφή τού Λαζάρου, πήρε το πιο ακριβό άρωμα και άλειψε από ευγνωμοσύνη τα πόδια τού Χριστού και όλο το σπίτι γέμισε από την ευωδία τού μύρου. Ο Ιούδας διαμαρτυρήθηκε για την σπατάλη, επειδή τα χρήματα θα μπορούσαν να δοθούν στους πτωχούς και ο Χριστός απάντησε ότι αυτό το έκανε για την ημέρα το ενταφιασμού Του. (Ιω. ιβ΄, 1- 8). Και εδώ δεν πρόκειται για αμαρτωλή γυναίκα.

Το τρίτο περιστατικό με την αμαρτωλή γυναίκα το περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο Ευαγγέλιό του στο οποίο παρουσιάζεται η αγάπη τού Χριστού στους αμαρτωλούς, στην πόρνη γυναίκα, η αγάπη τού Χριστού στους τελώνες, στους αλλοεθνείς. Είναι ένα Ευαγγέλιο που θα μπορούσαν να το διαβάσουν οι εθνικοί για να δουν την μεγάλη αγάπη τού Χριστού προς τους αμαρτωλούς ανθρώπους.

Εδώ, λοιπόν, υπάρχει το περιστατικό το οποίο αναφέρεται στην πόρνη γυναίκα και συνέβη όχι πριν το Πάθος Του, όπως έγιναν τα άλλα δύο που ανέφερα, δηλαδή το μεν πρώτο στα Ιεροσόλυμα, το δε δεύτερο στην Βηθανία, αλλά αυτό το περιστατικό έγινε σχεδόν στην αρχή τής δράσεώς Του στην πόλη Καπερναούμ.

Κάποιος που ήταν Φαρισαίος παρεκάλεσε τον Χριστό να πάη στο σπίτι του να τού κάνη ένα δείπνο και ο Χριστός ανταποκρίθηκε σε αυτήν την πρόσκληση. Γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο Ευαγγέλιό του:

«Κάποιος Φαρισαίος προσκάλεσε τον Ιησού σε γεύμα. Ο Ιησούς μπήκε στο σπίτι τού Φαρισαίου και κάθισε στο τραπέζι. Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα· όταν άκουσε ότι ο Ιησούς γευματίζει στο σπίτι τού Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο, στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια του και κλαίγοντας έβρεχε με τα δάκρυά της τα πόδια του και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της· τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύρο» (Λουκ. ζ΄, 36-38).

Είναι ένα πολύ ωραίο περιστατικό που δίνει μια εικόνα η οποία είναι πολύ εκφραστική. Λέγει ότι ο Χριστός «εισελθών εις την οικίαν τού Φαρισαίου ανεκλίθη». Τότε δεν είχαν τραπέζι και καρέκλες, όπως έχουμε εμείς σήμερα, αλλά ως τραπέζι είχαν έναν σοφρά, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Έτσι ήταν καθήμενοι, λίγο γυριστοί προς τα αριστερά για να τρώνε με το δεξιό χέρι. Και καθώς κάθονταν με τον τρόπο αυτό, τα πόδια τους εξείχαν λίγο προς τα έξω. Οπότε αυτή η γυναίκα πήγε πίσω από τα πόδια τού Χριστού και τα άλειψε με μύρο.

Είναι, δηλαδή, μια κίνηση, χωρίς φωνή, δεν είπε τίποτα αυτή η γυναίκα, ήταν μια κίνηση τού σώματος, μια μη λεκτική πράξη και μη λεκτική ενέργεια. Αυτή η γυναίκα έκανε τρεις πράξεις.

Πρώτα άρχισε να κλαίη και με τα δάκρυά της έπλυνε τα πόδια τού Χριστού. ∆εν έχουμε απλώς ένα δάκρυ, δεν έχουμε μια συγκίνηση, έχουμε πάρα πολλά δάκρυα τα οποία έπεφταν επάνω στα πόδια τού Χριστού. ∆εύτερον, σφούγγισε τα πόδια τού Χριστού με τα μαλλιά της και τα φιλούσε. Αυτό ήταν πάρα πολύ ταπεινωτικό για μια γυναίκα. Την εποχή εκείνη το να παρουσιάζεται μια γυναίκα να έχη ξέπλεκα τα μαλλιά της και με αυτά να σκουπίζη τα πόδια ενός ανθρώπου, αυτό εθεωρείτο μια πολύ ταπεινωτική πράξη. Έτσι, έβρεξε τα πόδια τού Χριστού με τα δάκρυά της, όχι με νερό, μετά τα καθάρισε με τα μαλλιά της και τα φιλούσε. Γι’ αυτό και ο Χριστός πιο κάτω, όταν διαμαρτυρήθηκαν οι Φαρισαίοι και οι άλλοι συνδαιτυμόνες, είπε ότι αυτή η γυναίκα από την στιγμή που μπήκε δεν σταμάτησε να μού φιλάη τα πόδια. Έπλυνε, λοιπόν, τα πόδια με τα δάκρυά της, τα καθάρισε, τα φιλούσε, τα ασπαζόταν. Και τρίτον έριξε το μύρο στα πόδια και γέμισε όλος ο οίκος από την ευωδία τού μύρου.

Τότε ο Φαρισαίος που τον κάλεσε στο τραπέζι είπε μέσα του ότι, αν ο άνθρωπος αυτός ήταν Προφήτης θα γνώριζε τι είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει και δεν θα το επέτρεπε. Ο Χριστός είδε αυτές τις σκέψεις τού Φαρισαίου πού τις έκανε μέσα του μυστικά και τού είπε ότι αυτός όταν εισήλθε στο σπίτι, δεν τού έπλυνε τα πόδια -γιατί τότε βάδιζαν μέσα από τους σκονισμένους δρόμους και το πρώτο που έκαναν όταν εισέρχονταν στο σπίτι ήταν να πλένουν τα πόδια τού επισκέπτου- ενώ η γυναίκα αυτή έπλυνε τα πόδια με τα δάκρυά της· αυτός δεν τού έδωσε ένα φίλημα, ενώ η γυναίκα αυτή δεν σταμάτησε να φιλά τα πόδια Του· αυτός δεν άλειψε το κεφάλι Του με λάδι, ενώ η γυναίκα αυτή άλειψε με μύρο τα πόδια Του. Γι’ αυτό και συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες της. Και τότε ο Χριστός είπε: «αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ· ω δε ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά». Και είπε στην γυναίκα: «Αφέωνταί σου αι αμαρτίαι», δηλαδή συγχωρούνται όλες οι αμαρτίες σου.

Η γυναίκα αυτή δεν είπε τίποτα στον Χριστό, δεν ζήτησε από τον Χριστό άφεση αμαρτιών, αλλά με όλη την στάση της και την όλη ενέργειά της αυτό έδειχνε, ότι ζητούσε συγγνώμη από τον Χριστό για τις πολλές της αμαρτίες. Άρα είχε μια αγάπη που εκφράστηκε με όλες αυτές τις πράξεις και τις ενέργειες.

Και όταν διερωτώντο οι συνδαιτυμόνες, για το ποιος είναι Αυτός που συγχωρεί ακόμη και αμαρτίες, ο Χριστός για να δείξη ότι είναι Θεός, είπε στην γυναίκα: «Η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην», δηλαδή σε έσωσε η πίστη σου, να πορευθής με ειρήνη στην καρδιά σου. Δηλαδή, μια γνωστή πόρνη τής πόλεως Καπερναούμ πιστεύει ότι Αυτός είναι Θεός αληθινός και εκφράζει την αγάπη της. Υπάρχει, λοιπόν, μια πίστη και μια μεγάλη αγάπη, η οποία εκφράζεται με τον τρόπο αυτόν, γι’ αυτό συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες της και πορεύθηκε με ειρήνη στην καρδιά της (Λουκ. ζ΄, 39-50).

Θα λέγαμε, τρόπον τινά, ότι αυτή η σκηνή θυμίζει λίγο την θεία Λειτουργία. Πηγαίνουμε να συναντήσουμε τον Χριστό, χύνουμε τα δάκρυά μας, προσφέρουμε τα δώρα μας, τα μύρα μας, εκφράζουμε την αγάπη μας στον Χριστό και την πίστη. Εκείνος συγχωρεί τις αμαρτίες μας και φεύγουμε από τον Ναό έχοντας ειρήνη μέσα στην καρδιά μας.

 

2. Ο Χριστός και η μοιχαλίδα γυναίκα

Θα δούμε το δεύτερο περιστατικό που ο Χριστός συγχώρησε την μοιχαλίδα γυναίκα.

Είναι καταπληκτικό αυτό το γεγονός και έγινε, όταν ο Χριστός στην αρχή τής δράσεώς Του είχε πάει στα Ιεροσόλυμα στην εορτή τής Σκηνοπηγίας και το περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.

Ο Χριστός είχε μία σκληρή σύγκρουση με τους Ιουδαίους. Τον είχαν αποκαλέσει πλανεμένο, δαιμονισμένο, τον μισούσαν και ήθελαν να Τον συλλάβουν και να Τον σκοτώσουν. Ήταν η εορτή τής Σκηνοπηγίας.

Το βράδυ ο Χριστός έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και πήγε στο όρος τών Ελαιών. Το πρωΐ επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. Τότε, λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ότι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι βρήκαν μια μοιχαλίδα, η οποία δημοσίως είχε αμαρτήσει. Και ο Μωσαϊκός Νόμος καθόριζε ότι η γυναίκα που αμαρτάνει δημοσίως πρέπει να λιθοβοληθή, να την σκοτώνουν. Αυτό γράφεται στο Λευϊτικό (Λευτ. κ΄, 10) και στο ∆ευτερονόμιο (∆ευτ. κβ΄, 22). Και επειδή τον νόμο τον έδωσε ο Θεός στον Μωυσή, και εκείνος τον κατέγραψε, κατ’ εντολήν τού Θεού, ήθελαν να φέρουν τον Χριστό σε μια αντιπαράθεση με τον Μωσαϊκο Νόμο. Ήταν μέσα στα σχέδιά τους να δημιουργήσουν πειρασμό και να προκαλέσουν τον Χριστό.

Ποιο, όμως, ήταν το πρόβλημα; Το πρόβλημα ήταν ότι την έφεραν μπροστά στα πόδια τού Χριστού και τού είπαν: «∆ιδάσκαλε, αυτήν την γυναίκα την έπιασαν επ’ αυτοφώρω να διαπράττη μοιχεία. Ο Μωϋσής στον νόμο μάς έχει δώσει εντολή να λιθοβολούμε τέτοιου είδους γυναίκες· εσύ τι γνώμη έχεις; Αυτό το έλεγαν για να τού στήσουν παγίδα» (Ιω. η΄, 4-6).

Σε ποιο σημείο φαίνεται αυτή η παγίδα; Ο Χριστός παρουσιαζόταν από τον κόσμο ότι είναι γεμάτος αγάπη και στοργή και φιλανθρωπία, και γι’ αυτό ο κόσμος έλεγε ότι αυτός δείχνει αγάπη όχι σαν τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους που είναι σκληροί. Γι’ αυτό οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι οδήγησαν αυτήν την γυναίκα στον Χριστό για να τον φέρουν σε ένα δίλημμα. Εάν ο Χριστός έλεγε, βάσει τού νόμου, να την λιθοβολήσουν, τότε θα έλεγαν στον κόσμο ότι αυτός που ομιλεί για την αγάπη μάς έδωσε εντολή να την σκοτώσουμε, που σημαίνει είναι υποκριτής. Εάν ο Χριστός έλεγε να την αφήσουν ελεύθερη, τότε θα τον παρουσίαζαν ότι είναι παραβάτης τού Νόμου τον οποίο έδωσε ο Θεός, άρα δεν είναι Υιός τού Θεού. Πώς είναι δυνατόν να είναι Υιός τού Θεού και τον Νόμο που έδωσε ο Θεός στην Παλαιά ∆ιαθήκη Αυτός να τον παραβαίνη; Αυτή ήταν η παγίδα, αυτή ήταν η πρόκληση την οποία έκαναν στον Χριστό.

Πώς ο Χριστός αντιμετώπισε αυτό το θέμα; Έσκυψε κάτω και άρχισε να γράφη στο έδαφος. «Ο δε Ιησούς κάτω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γην». Επειδή επέμεναν να τον ερωτούν ο Ιησούς σηκώθηκε και είπε: «Ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ’ αυτήν» (Ιω. η΄, 6-7).

Οι ερμηνευτές προσπαθούν να εντοπίσουν την αιτία τής πράξεως αυτής πού έκανε ο Χριστός. Μερικοί λένε ότι ενδεχομένως ήταν μια στιγμή που ήθελε να την ξεπεράση με κάποια «αδιαφορία». Κάποιος άλλος ερμηνευτής λέγει ότι κάτω έγραφε τις αμαρτίες που έκαναν αυτοί που κατηγορούσαν την γυναίκα, ώστε να τις βλέπουν και να αισθανθούν ενοχή. Άλλοι λένε ότι έγραφε τα ονόματα τών γυναικών με τις οποίες είχαν αμαρτήσει και αυτοί που κατηγορούσαν την γυναίκα, άρα και αυτοί είχαν πέσει στο ίδιο παράπτωμα. Άλλοι λένε ότι έγραφε αυτό το οποίο είπε μετά στην συνέχεια, το: «Ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ’ αυτήν», δηλαδή αυτός ο οποίος είναι ο αναμάρτητος, ο οποίος δεν έχει κάνει τέτοιες αμαρτίες και θεωρεί τον εαυτό του εντελώς καθαρό, και θέλει να τηρήση τον Μωσαϊκό Νόμο, ας πετάξει πρώτος τον λίθο. Είναι σαν να τους έλεγε: «Αρχίστε να την λιθοβολήτε, αλλά θα την λιθοβολήση πρώτος αυτός ο οποίος είναι αναμάρτητος και δεν έχει διαπράξει αυτές τις αμαρτίες». Αυτό σήμαινε ότι όλοι αυτοί ήταν ένοχοι και έφεραν την γυναίκα αυτή για να βάλουν παγίδα στον Χριστό.

Μετά από αυτόν τον λόγο έσκυψε πάλι κάτω και συνέχισε να γράφη. Μετά από λίγο σήκωσε τα βλέμματά του και είχαν φύγει όλοι, αλλά έμεινε μόνο η γυναίκα. Είπε τότε στην γυναίκα: «Γυναίκα, πού είναι οι κατήγοροί σου; Κανένας δεν σε καταδίκασε;». Εκείνη απάντησε: «Κανένας, Κύριε». Και τότε ο Χριστός τής είπε: «Ούτε εγώ σε καταδικάζω, πήγαινε και από εδώ και πέρα μην αμαρτάνης πια» (Ιω. η΄, 8-11). ∆εν τής είπε «αφέωνταί σου αι αμαρτίαι», όπως είπε στην προηγούμενη γυναίκα που είδαμε, αλλά «πορεύου και από τού νυν μηκέτι αμάρτανε». Η προηγούμενη πόρνη με την όλη ενέργεια την οποία έκανε, με την πράξη την οποία έκανε, με τα μύρα με τα οποία άλειψε τα πόδια τού Χριστού, δεν έλεγε τίποτα με το στόμα της, αλλά ολόκληρη με το σώμα της έδειχνε αυτήν την μετάνοια. Εδώ, όμως, στην μοιχαλίδα γυναίκα δεν το λέγει αυτό, δεν τής είπε σε συγχωρώ, αλλά «πορεύου και από τού νυν μηκέτι αμάρτανε».

Αμέσως μετά -και αυτό είναι το σημαντικό- αφού έφυγε η γυναίκα, ο Χριστός άρχισε πάλι να λέη εκείνον τον περίφημο λόγο: «Εγώ ειμι το φως τού κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως τής ζωής» (Ιω, η΄, 12). Αυτός ο λόγος είναι σημαντικός, γιατί υπάρχει μια συνάρτηση μεταξύ τών χωρίων αυτών, δηλαδή δεν μπορούμε να διαβάζουμε τα κείμενα εντελώς ξεχωριστά το ένα από το άλλο, αλλά πρέπει να βλέπουμε το τι προηγήθηκε, τι ακολούθησε για να καταλάβουμε το νόημά τους.

Εδώ, λοιπόν, αφού έγινε αυτό το περιστατικό με την μοιχαλίδα γυναίκα, ο Χριστός άρχισε να διακηρύττη ότι Αυτός είναι το Φως τού κόσμου και εκείνος πού τον ακολουθεί δεν θα περπατά στο σκοτάδι, αλλά θα έχη το φως τής ζωής. Ο Χριστός θέλει να πη ότι Αυτός ως φως τού κόσμου βλέπει τα πάντα και καθορίζει τα πάντα και βλέπει στις καρδιές τών ανθρώπων, βλέπει την υποκρισία τών Γραμματέων και τών Φαρισαίων, βλέπει τι έχουν μέσα στην καρδιά τους. Εκείνοι, λοιπόν, που Τον ακολουθούν δεν θα περπατούν στο σκοτάδι.

Σκοτάδι είναι και οι ψυχές τών Γραμματέων και τών Φαρισαίων, σκοτάδι είναι και η καρδιά αυτής τής γυναίκας, η οποία έπεσε σε αυτό το παράπτωμα, αλλά εκείνος ο οποίος θα ακολουθή τον Χριστό δεν πρόκειται ποτέ να περπατά στο σκοτάδι, αλλά θα έχη το φως τής ζωής, θα έχη σε όλη την ζωή του το φως, θα ζη μέσα στο φως και δεν θα διαπράττη τέτοια παραπτώματα, τέτοια αμαρτήματα, δεν θα πέφτη ακόμη και στην πνευματική μοιχεία, που είναι η απομάκρυνση από τον Χριστό που είναι το Φως.

Η μοιχεία δεν είναι μόνο ένα σαρκικό αμάρτημα, αλλά στην Αγία Γραφή η μοιχεία είναι και πνευματικό αμάρτημα, είναι η απομάκρυνση τού ανθρώπου από τον Θεό. Όταν ο ισραηλιτικός λαός έφευγε από την ζωντανή σχέση με τον Θεό και λάτρευε τα είδωλα, διέπραττε πνευματική μοιχεία. Και εμείς που βαπτισθήκαμε και πιστεύουμε στον αληθινό Θεό, όταν διαπράττουμε κάποια αμαρτία ή όταν απομακρυνόμαστε από την Εκκλησία, τότε απομακρυνόμαστε από τον Θεό και διαπράττουμε μια πνευματική μοιχεία. Υπάρχει και σαρκική αμαρτία, αλλά υπάρχει και πνευματική μοιχεία, όταν διασπάται η σχέση και η κοινωνία μας με τον Θεό.

Από τα προηγούμενα μπορούμε να καταλήξουμε σε δύο συμπεράσματα.

Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο Χριστός καταδικάζει την υποκρισία, όπου κι αν την συναντήση. Στην πρώτη περίπτωση ήταν οι Φαρισαίοι και οι συνδαιτυμόνες που κάλεσαν τον Χριστό στο σπίτι για φαγητό και μιλούσαν περιφρονητικά για την πόρνη γυναίκα που έδειξε την αγάπη της στον Χριστό. Και στο δεύτερο περιστατικό καταδικάζει τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι έφεραν στον Χριστό μια γυναίκα που έπεσε στην μοιχεία για να την καταδικάση, ενώ οι ίδιοι ήταν ένοχοι σε άλλα παραπτώματα. Ο Χριστός καταδικάζει την υποκρισία και μάλιστα την υποκρισία αυτών οι οποίοι παρουσιάζονται ότι είναι οι άρχοντες τού λαού.

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι περιπίπτουν σε ψυχικά και σωματικά αμαρτήματα. Η υπερηφάνεια και η υποκρισία είναι ψυχικά αμαρτήματα και η πορνεία και η μοιχεία είναι σωματικά αμαρτήματα πού γίνονται με την συγκατάθεση τής ψυχής.

Συνήθως όσοι πέφτουν σε ψυχικά αμαρτήματα είναι υποκριτές. Αντίθετα, όσοι πέφτουν σε σαρκικά αμαρτήματα και έχουν μια εσωτερική ευαισθησία, συνήθως είναι άνθρωποι πονεμένοι, βασανισμένοι, άνθρωποι που έχουν δοκιμάσει μια κακή αγάπη, βλέπουν μια διεστραμμένη κατάσταση και μια βιαιότητα που γίνεται επάνω τους από εμπαθείς ανθρώπους.

Επομένως, αυτοί είναι πονεμένοι άνθρωποι και αισθάνονται έναν βιασμό επάνω στην ύπαρξή τους, καταστρέφονται τα πάντα και το σώμα τους και η ψυχή τους και οι σκέψεις τους και το όραμα για την ζωή κλπ. Είναι άνθρωποι τραυματισμένοι. Και επειδή είναι στραπατσαρισμένοι, ας μού επιτρέψετε αυτήν την έκφραση, γι’ αυτό αυτοί οι άνθρωποι, όταν βλέπουν κάποιον να τους δείχνη μια αγάπη άλλης φύσεως, όπως ο Χριστός έδειχνε μία αγάπη με διαφορετικό τρόπο, που προερχόταν από την καθαρότητά Του, από το Φως Του, τότε αυτοί οι άνθρωποι συγκινούνται πάρα πολύ, ξεχωρίζουν αυτόν ο οποίος τους αγαπά πραγματικά και προσφέρονται ολοκληρωτικά σε Αυτόν.

Αυτός είναι ο Χριστός. Αυτή είναι και η Εκκλησία. Αυτήν την αγάπη βρίσκουμε μέσα στην Εκκλησία. Έχοντας αίσθηση τής αμαρτωλότητάς μας, θα αισθανθούμε καθαρά αυτήν την πραγματική αγάπη πού μάς δίνει ο Χριστός και η Εκκλησία. Αυτά είναι τα ουσιώδη τής ζωής μας. Πρέπει να αποβάλουμε την υποκρισία και να βλέπουμε την αλήθεια, το Φως, που είναι ο Χριστός.

Δημιουργία αρχείου: 19-5-2021.

Τελευταία μορφοποίηση: 19-5-2021.

ΕΠΑΝΩ