Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Ιστορικά θέματα και Προτεσταντισμός |
Παυλικιανοί, Βογόμιλοι και Προτεσταντική υποκρισία. Απαντήσεις για τη θρησκεία, το κράτος και τις αιρέσεις στο Βυζάντιο Μέρος 1ο // Η Σύγκρουση τής αυτοκρατορίας με τους Παυλικιανούς και τους Βογόμιλους Μέρος 2ο
Ο
Διγενής Ακρίτας: ένας Ορθόδοξος βυζαντινός ήρωας του μεσαιωνικού
ελληνισμού (και όχι Παυλικιανός)
Του
Papyrus 52
|
1. Εισαγωγικά: διαδίκτυο, παραπληροφόρηση και Παυλικιανοί Έχουμε πει κατ’ επανάληψη πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε κατά την άντληση πληροφοριών από το διαδίκτυο, την κοινότητα του οποίου ταλαιπωρούν η ιδεολογική προπαγάνδα και η ημιμάθεια. Ειδικά ως προς την ιστορική πληροφορία, τα πράγματα είναι έως και τραγικά. Έχουμε από τη μία το γνωστό πρόβλημα των στρατευμένων ιστοσελίδων και blog, όμως, και οι υποτιθέμενες εγκυκλοπαιδικές προσπάθειες όπως η Βικιπαίδεια πέφτουν επίσης θύμα κακόβουλων ενεργειών ή άγνοιας. Για παράδειγμα, σχετικά με το ζήτημα του Διγενή που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο, διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια: «… αναφορές στον Παυλικιανισμό ανιχνεύονται στο έπος του Διγενή Ακρίτα. Συγκεκριμένα, ο ήρωας φέρεται να είναι εγγονός του Χρυσόχειρα από την πλευρά του πατέρα του. Σύμφωνα με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας ήταν Παυλικιανός». Η παράγραφος αυτή αποτελεί είτε προϊόν άγνοιας, είτε μια πολύ προσεγμένη προσπάθεια εξαπάτησης. Διότι τα παραπάνω, χωρίς τις απαραίτητες εξηγήσεις μέσα από την έγκυρη βιβλιογραφία, οδηγούν σε ό,τι συμπεράσματα θέλει ο καθένας. Για παράδειγμα, στην συνωμοσιολογική σκέψη κάποιου αδαή, η παραπάνω παράγραφος μπορεί να εμπνεύσει το παράλογο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε στη λογοτεχνία του Ορθοδόξου Βυζαντίου να τοποθετηθεί ως ήρωας ένας… αιρετικός! Και δεν τα λέμε αυτά τυχαία. Δυστυχώς, τέτοιες ακραίες παρερμηνείες συμβαίνουν έως σήμερα, αποδεικνύοντας ότι η ιστοριογραφία στο διαδίκτυο συμπιέζεται ανελέητα από τις ιδεολογικές διαμάχες και την φαντασιοπληξία. Ιδού ένα κείμενο από την ιστοσελίδα της «Ελεύθερης Ευαγγελικής Εκκλησίας Κομοτηνής», που κατάφερε σε πέντε σειρές κειμένου να καταγράψει επτά εξωφρενικά συμπεράσματα: «Αυτοί [ενν. οι Παυλικιανοί] είναι οι Ακρίτες που ξαγρυπνούν στα σύνορα του Κράτους(!), η παλικαριά των οποίων έμεινε παροιμιώδης, χιλιοτραγουδισμένη από το δημοτικό τραγούδι(!). Ένας τέτοιος Παυλικιανός ήταν ο Διγενής Ακρίτας(!). Όταν […] το τούρκικο φέσι χίμηξε τελικά στην Βασιλεύουσα, μόνο οι «αιρετικοί» Παυλιανίτες πολέμησαν και έπεσαν στο πλευρό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου(!) υπέρ της Πατρίδας και της Πίστης(!) […] Αυτή ήταν η τύχη των Παυλικιανών, των οποίων το μόνο έγκλημα ήταν ότι θέλησαν να είναι απλώς μαθητές του Χριστού(!) […] Εις μνήμην και προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας(!)». Με τι λόγια να περιγράψει κανείς τα παραπάνω; Πώς να εξηγήσεις στον άνθρωπο που έγραψε όλ’ αυτά, ότι η φράση «αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας» δεν μπορεί να μπαίνει ως επίλογος σ’ ένα κείμενο όπου οι Παυλικιανοί πολεμούν «υπέρ πίστεως και πατρίδος» στο πλευρό του… Κων/νου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, κάτι που μόνο στην τηλεοπτική σειρά «Ζήνα» θα μπορούσε να συμβεί... Ασφαλώς δεν αφήσαμε τίποτα αναπάντητο, και αν κάποιος θέλει να δει τα τεκμηριωμένα μας σχόλια επί όλων αυτών, μπορεί να μεταβεί τώρα στο: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄ - απαντήσεις στις ιστορικές παραμορφώσεις της «Ελεύθερης Ευαγγελικής Εκκλησίας Κομοτηνής»
2. Λίγα λόγια για την χειρόγραφη παράδοση του έπους και τη συμβολή του καθ. Στυλιανού Αλεξίου Εξαρχής οφείλουμε να πούμε πως το έπος του Διγενή, έχει συνδεθεί διεθνώς με το όνομα του εξέχοντα Έλληνα φιλολόγου, Στυλιανού Αλεξίου (Ηράκλειο Κρήτης 1921- ), Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης (βλ. βιογραφικό στο Αρχείο Εταιρείας Συγγραφέων), οι κριτικές μελέτες του οποίου ανέτρεψαν στερεότυπα και φιλολογικές εμμονές δεκαετιών σχετικά με το έργο αυτό. Κατά συνέπεια, θ’ αναφερθούμε συχνά στις κρίσεις που εκείνος έχει διατυπώσει. Για να κατανοήσουμε την μεγάλη προσφορά του Στυλ. Αλεξίου, ας δούμε ένα σύντομο ιστορικό της φιλολογικής διαμάχης[1]. (Παρακαλούμε, για περισσότερες λεπτομέρειες μεταβείτε στο: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β΄: λεπτομέρειες για την παράδοση του ελληνικού κειμένου του έπους του Διγενή) Το ελληνικό κείμενο του έπους του Διγενή, σώθηκε σε έξι χειρόγραφα. Τα δύο από αυτά, στη φιλολογική κριτική μνημονεύονται με τα ονόματα «Εσκοριάλ», το ένα, και «Γκροταφεράτα» ή «Κρυπτοφέρρη», το άλλο. Το παλαιότερο, χρονολογικά, χειρόγραφο, είναι αυτό που περιέχει το κείμενο της Γκροταφεράτα, μια ψευδοαρχαΐζουσα παραλλαγή του έπους, και παρά το γεγονός ότι υπήρξαν αξιόλογοι ερευνητές που είδαν και τη σημασία του (φθαρμένου) κειμένου Εσκοριάλ με τη μικτή δημώδη μορφή των μεσαιωνικών ελληνικών, εντούτοις, η Γκροταφεράτα κυριάρχησε για δεκαετίες στη λογοτεχνική κριτική. Οι μελετητές γρήγορα ενεπλάκησαν στη διαπάλη σχετικά με το ποιο από τα δύο κείμενα, της Γκροταφεράτα ή του Εσκοριάλ, είναι πιο αυθεντικό και πιο κοντά στο χαμένο πρωτότυπο, η κυριαρχία όμως της Γκροταφεράτα ήταν σχεδόν καθολική και αντιμετωπιζόταν ούτε λίγο ούτε πολύ ως το χαμένο «αρχέτυπο» του 10ου ή 11ου αιώνα ή στη χειρότερη περίπτωση ως η πλησιέστερη προς αυτό παραλλαγή. Η κατάσταση άλλαξε άρδην κατά τη δεκαετία του 1980 και σ’ αυτό συνέβαλαν κυρίως οι μελέτες του καθ. Στυλ. Αλεξίου. Χρονολογία σταθμός για το Εσκοριάλ είναι το 1985. Τότε ο Αλεξίου, παρουσίασε μία εντυπωσιακή κριτική έκδοση του κειμένου, η οποία, συνέβαλε στο να γίνει το κείμενο αναγνώσιμο, να αναγνωριστεί η ποιητική του αξία και μέσω αυτού να ενισχυθούν οι γνώσεις μας γύρω από τα μεσαιωνικά ελληνικά. Ο ίδιος μελετητής, το 1990 αρχικά, σε πρώτη ανατύπωση με μικρές αλλαγές το 1995 και σε δεύτερη, βελτιωμένη ανατύπωση το 2005, παρουσίασε μία μικρότερη και πιο εκλαϊκευμένη έκδοση του κειμένου, συνοψίζοντας και συμπληρώνοντας τα συμπεράσματα στα οποία είχε οδηγηθεί το 1985. Η χρονολόγηση του (χαμένου) πρωτοτύπου, από τον Στυλιανό Αλεξίου στις πρώτες δεκαετίες του 12ου αιώνα θεωρείται σήμερα η περισσότερο πιθανή[2] και επ’ αυτού γράφει ο ίδιος: «Γενικά μπορούμε να χρονολογήσουμε τη σύνθεση του Ακρίτη στις πρώτες δεκαετίες του 12ου αιώνα, αφού ο Πτωχοπρόδρομος[3], που γράφει στα 1140-1150, τον ξέρει, τον μιμείται και τον αναφέρει»[4]. Η κριτική έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου συνέβαλε τα μέγιστα στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το έργο και συνετέλεσε στην εντυπωσιακή αύξηση των σχετικών μελετών. Έτσι ο Διγενής Ακρίτης του Εσκοριάλ εκδόθηκε και μεταφράστηκε σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες.
3. Ο τίτλος του έπους και το όνομα του ήρωα Είναι αλήθεια πως ο κατά παράδοση αποδεκτός και πιο αναγνωρίσιμος όρος για το έργο που μας απασχολεί, είναι «Διγενής Ακρίτας», όμως τα τελευταία χρόνια αυτός τείνει να εγκαταλειφθεί και να αντικατασταθεί από τον «Διγενής Ακρίτης» ο οποίος ήδη χρησιμοποιείται από τον 12ο αιώνα στα «Πτωχοπροδρομικά», ενώ, μέσα στο κείμενο του έπους ο ήρωας αναφέρεται ως «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης» κι αυτήν την ονομασία υιοθέτησε για το έργο ο Στυλιανός Αλεξίου[5]. Συγκεκριμένα, το έπος του Διγενή, στον στίχο Ε(σκοριάλ)219 αναφέρεται στον «Διγενήν Ακρίτην» και στον στίχο Ε1092 υπάρχει η περιγραφή: «Ο θαυμαστός Καππάδοκας Βασίλειος Ακρίτης». Κατά συνέπεια έχουμε το πλήρες όνομα του ήρωα μέσα από το ίδιο το έπος, που είναι Βασίλειος Διγενής Ακρίτης, με καταγωγή από την Καππαδοκία της ανατολικής Μικράς Ασίας. Για τη σημασία του ονόματος του ήρωα, αντλούμε από τον Στυλ. Αλεξίου: Επί Ιουστινιανού, οι λιμιτανέοι (limitanei, από τη λέξη limes που σημαίνει «σύνορα»), ήταν στρατιώτες στους οποίους δίδονταν κάποιες παροχές (γη και μισθός) για να εγκατασταθούν στην ανατολική, κυρίως, μεθόριο ώστε να αναχαιτίζουν τις επιθέσεις Περσών και Σαρακηνών[6]. Ο όρος ακρίτης, από τη λέξη άκρα, που σήμαινε «μεθόριος», είναι η ελληνική απόδοση του λατινικού limitaneus και παρουσιάζεται στον 10ο αιώνα[7]. Ειδικότερα ο ήρωας του έπους, εκφράζει ορισμένους εκπροσώπους της τάξης των ακριτών που είχαν συνάψει επιγαμίες ή που κατάγονταν από μικτούς γάμους ελληνοαραβικούς και γι’ αυτό ο Ακρίτης έχει την προσωνυμία Διγενής, δηλαδή «από δύο γένη», «από δύο φυλές», Ρωμιούς και Άραβες, ενώ το βαπτιστικό του αναπαράγει το όνομα του κυριότερου Αγίου της Καππαδοκίας, του Μεγάλου Βασιλείου[8].
4. Η εικασία ότι ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης ήταν Παυλικιανός, απορρίπτεται από τους μελετητές Όπως είδαμε, η εξέλιξη που παρουσίασε το έπος του Διγενή στη φιλολογική έρευνα, μας δείχνει ότι η προσφυγή στην παλαιότερη βιβλιογραφία μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα λανθασμένα ή ξεπερασμένα για τους μελετητές. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του συσχετισμού Παυλικιανών και Διγενή. Η θεωρία ότι το έπος του Διγενή, σε κάποια υποτιθέμενη αρχική μορφή του, είχε Παυλικιανό περιεχόμενο το οποίο στην πορεία του χρόνου υπέστη «ορθοδοξοποίηση», βασίστηκε σε βιαστικές κρίσεις του Κων/νου Σάθα που διατυπώθηκαν στα 1875[9] αλλά έγινε περισσότερο γνωστή από τον Henri Gregoire (Ανρί Γκρεγκουάρ) στα 1942[10]. Ως προς το ευρύ ελληνικό κοινό, η διάδοση της εικασίας αυτής πιθανότατα οφείλεται στον Άγγελο Σικελιανό που υιοθέτησε τα επιπόλαια συμπεράσματα του Gregoire και τα ενσωμάτωσε στην τραγωδία του «Χριστός Λυόμενος-Ο Θάνατος του Διγενή» (1950[11]). Ο Στυλιανός Αλεξίου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο Σικελιανός στην τραγωδία του Χριστός λυόμενος ή Ο θάνατος του Διγενή … προσπάθησε να δώσει ένα καινούργιο, κοινωνικό, περιεχόμενο στην ακριτική ύλη. Βασιζόταν στην εσφαλμένη θεωρία του Σάθα και του Gregoire ότι ο Ακρίτης, σε μιαν υποθετική αρχική μορφή του, εξέφραζε τις αντι-αυτοκρατορικές και αντι-εκκλησιαστικές θέσεις των αιρετικών Παυλικιανών Χριστιανών της ανατολικής Μικράς Ασίας […]»[12]. Και προσθέτει: «Ο Gregoire τοποθετούσε το κείμενο αυτό προ του έτους 944 και το συσχέτιζε με τους εικονομάχους Παυλικιανούς της ανατολικής Μικράς Ασίας που είχαν επαναστατήσει τον προηγούμενο αιώνα κατά του Βυζαντίου. Τον συσχετισμό αυτό, έπειτα από τις έρευνες του Lemerle για τους Παυλικιανούς, κανείς δεν τον πιστεύει σήμερα. Ας σημειωθεί ότι η χρονολόγηση στον 10ο αιώνα και η θεωρία για την παυλικιανική προέλευση του έπους, ανήκει στην πραγματικότητα στον συχνά παραδοξολόγο Σάθα, ο οποίος την ανέπτυξε διεξοδικά στα 1875»[13]. Πράγματι λοιπόν, αν και υπήρχαν πάντα αμφιβολίες για τις θεωρίες του Gregoire, οι ειδικοί συμφωνούν πως οριστικό τέλος σε αυτήν τη φιλολογική παρεξήγηση έβαλε η μελέτη του Paul Lemerle (Πωλ Λεμέρλ) με τίτλο «L’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure d’apres les sources grecques», που δημοσιεύτηκε στα 1973 στο βυζαντινολογικό περιοδικό «Travaux et Memoires» (τόμ. 5, σελ. 1-144). Σύμφωνα με τον Α. Μαρκόπουλο, στις σελίδες 110-113 της μελέτης αυτής του Lemerle, βρίσκουμε «κριτική ανασκευή των απόψεων Gregoire»[14], η Elizabeth Jeffreys επίσης μας παραπέμπει στις σελίδες αυτές και γενικά στη μελέτη του Lemerle όταν αναφέρεται στις αποτυχημένες ιστορικές ταυτοποιήσεις του Gregoire[15], ενώ και ο Στυλ. Αλεξίου, όπως είδαμε, θεωρεί την μελέτη του Lemerle ως αφετηρία μιας νέας περιόδου που αφήνει οριστικά πίσω της τις φιλολογικές ακροβασίες του Σάθα, του Gregoire και του Σικελιανού. Μάλιστα, η παρατήρηση του Α. Μαρκόπουλου, ότι «η άποψη του Gregoire που θεωρούσε τον Δ.Α. καθαρά αντιμοναρχικό έργο με παυλικιανό υπόβαθρο […] δημιούργησε έντονο σκεπτικισμό και κρίθηκε ευφάνταστη από πολλούς επιστήμονες», βρίσκει μια πρόωρη επιβεβαίωση στον ελληνικό χώρο, όπου ο Κ. Ρωμαίος, ήδη από τα 1952, μελετώντας τον Σικελιανό γράφει τα εξής: «Γίνεται … ολοφάνερο από πού ειδικώς προέρχεται ο μύθος της τραγωδίας του Σικελιανού […] Καιρός λοιπόν να απαλλάξωμε τον ποιητή από την ευθύνη για πρωτοβουλία ανατροπής της παράδοσης. Ο Σικελιανός διατηρεί την ευθύνη -και δεν είναι μικρή αυτή- ότι δεν προτίμησε το Διγενή των θρύλων και των δημοτικών τραγουδιών αλλά προτίμησε ως κεντρικό ήρωα του το Διγενή που εμφανίζει η θεωρία του Gregoire […] Υποθέτω ότι στο βάθος ο ποιητής […] νόμιζε ότι υιοθετώντας τη θεωρία του Gregoire ουσιαστικά αναστηλώνει και συμπληρώνει την αρχική και γνήσια Ακριτική παράδοση για τη μορφή του Διγενή. Το σωστό όμως είναι ότι ο ποιητής επλανήθη […] Διότι η γνήσια Ακριτική παράδοση εκφράζεται με τα δημοτικά τραγούδια, που είναι δημιουργήματα του λαού …»[16]. Επίσης, ο Λίνος Πολίτης, από τη δεκαετία του ’70, γράφει τα εξής για τις υπερβολές του Gregoire: «Στα χρόνια 1930-40 οι γοητευτικές αλλά και τολμηρές και τελικά απίθανες θεωρίες του Henri Gregoire πλάτυναν πολύ τον ορίζοντα της έρευνας, αλλά και την έβγαλαν από τα φυσικά της όρια»[17]. Τα παραπάνω συνοψίζει στην πρόσφατη διδακτορική του διατριβή (2009) και ο Ιωάννης Κιορίδης: «Η μοντέρνα, πάντως, κριτική απορρίπτει τον αντιαυτοκρατορικό και Παυλικιανό χαρακτήρα του ποιήματος. Βέβαια στο έργο υπάρχουν κάποιες Παυλικιανές μνήμες κι αποχρώσεις, όπως η πιθανή ταύτιση του Καροήλη με τον ηγέτη των Παυλικιανών Καρβέα […] Τα πρόσωπα αυτά απουσιάζουν ουσιαστικά από το ιστορικό γεγονός ή μεταλλάσσονται μέσα στο ποίημα […] Ο ποιητής φαίνεται ελλιπέστατα πληροφορημένος για τη δράση των Παυλικιανών»[18]. Πράγματι, η βυζαντινολόγος Elizabeth Jeffreys επιβεβαιώνει ότι προσπάθειες σαν του Gregoire για ιστορικές ταυτίσεις προσώπων μοιάζουν καταδικασμένες στην αποτυχία. Υπάρχει βεβαίως μια σύμπτωση ονομάτων που θυμίζουν -ενδεχομένως- τους Παυλικιανούς Χρυσόχειρα και Καρβέα, ωστόσο τέτοια ψήγματα ιστορικών αναφορών, μέσα στο έπος δεν συνδέονται με πραγματικά ιστορικά δεδομένα[19]. Αυτή η απουσία ιστορικού συσχετισμού είναι πολύ σημαντική, όπως και η επισήμανση της Nina Garsoian: το έπος του Διγενή Ακρίτα «εσφαλμένα μετατρέπει σε Άραβες» και τους δύο αυτούς ηγέτες των Παυλικιανών[20]. Δηλαδή, μέσα στο έπος, που θυμίζουμε πως η αρχική του συγγραφή τοποθετείται στις πρώτες δεκαετίες του 12ου αιώνα, γίνεται φανερό πως ο ποιητής έχει άγνοια για την ιστορική ζωή των ανθρώπων αυτών και τους αναφέρει ως απλά ονόματα με εντελώς διαφορετικούς ιστορικούς συσχετισμούς. Άρα, η παρουσία των Χρυσόχειρα και Καρβέα στο έπος ως «Άραβες», δεν δείχνει καμία «Παυλικιανή» ρίζα του έπους, αλλά το ακριβώς αντίθετο: δείχνει μια ιστορική παράδοση που έρχεται από παλιά και διασώζει ανάμνηση της ισχυρής συμμαχίας αιρετικών και Αράβων σε σημείο ώστε να συγχέονται οι Παυλικιανοί με τους μουσουλμάνους εχθρούς του Βυζαντίου! Εδώ βεβαίως αξίζει να θυμίσουμε ότι ακόμα και οι ταυτίσεις των ονομάτων είναι και αυτές προϊόν εικασίας. Γι’ αυτό ο Αλεξίου σημειώνει ότι το όνομα Χρυσοβέργης δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον Παυλικιανό Χρυσόχειρα, αλλά μπορεί να «σημαίνει απλά ‘’ο εμίρης με το χρυσό σκήπτρο’’»[21] και καταλήγει ότι «δεν μπορούν να βασισθούν οι θεωρίες του Σάθα και του Gregoire για τους Παυλικιανούς αρχηγούς Χρυσόχειρα και Καρβέα, στο ονοματολόγιο αυτό». Και ως απόδειξη για τις εξωφρενικές αντιφάσεις της θεωρίας του Gregoire, ο Στυλιανός Αλεξίου σημειώνει τα εξής: «Πράγματι ο Μουρσής Καρόης που λεηλατεί την πόλη Τεφρική και επιστρέφει στη Συρία (II 78) δύσκολα θα μπορούσε να ταυτίζεται με τον Παυλικιανό επαναστάτη Καρβέα που είχε την έδρα του στην πόλη αυτή»[22].
5. Ο Ορθόδοξος χαρακτήρας του έπους του Διγενή Αφού λοιπόν είδαμε πώς η φιλολογική κριτική απορρίπτει συσχετισμούς του Διγενή με κάποιο δήθεν Παυλικιανό παρελθόν, ας δούμε τώρα τι είδους ήρωα ήθελε ως πρωταγωνιστή ο βυζαντινός λογοτέχνης του 12ου αιώνα που δημιούργησε το ακριτικό αυτό έπος. Όπως είδαμε, ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης είναι από την Καππαδοκία, μεγάλο κέντρο του μεσαιωνικού ελληνισμού και έχει το όνομα του Μεγάλου Βασιλείου. Λίγο δύσκολο ένας Παυλικιανός να επέλεγε το όνομα αυτό… Και βεβαίως, η ανάγνωση του έπους μας βεβαιώνει ότι, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά που είχε τότε η ελληνική εθνική ταυτότητα, ο Διγενής είναι «οπωσδήποτε Έλληνας, Ρωμιός, βυζαντινός»[23]. Εμείς όμως, για να μην μείνουμε στις γενικές διαπιστώσεις, μελετήσαμε προσεκτικά το έργο από το κείμενο «Εσκοριάλ» ώστε να συλλέξουμε θρησκευτικά στοιχεία από την κοντινότερη στο αυθεντικό κείμενο μορφή του έπους. Μάλιστα, ακολουθώντας τις κριτικές θέσεις του Στυλιανού Αλεξίου, δεν λάβαμε καθόλου υπόψη μας τον επίλογο του ποιήματος (στίχος Ε1787 και εξής) διότι, «λόγω της διαφορετικής γλώσσας και στιχουργίας του και ορισμένων σοβαρών αντιφάσεων προς τα προηγούμενα μέρη, φαίνεται πρόσθετος»[24]. Από τα επόμενα στοιχεία λοιπόν, πιστεύουμε θα φανεί ξεκάθαρα ο ορθόδοξος χαρακτήρας του έπους. Μάλιστα, το γεγονός ότι τα θρησκευτικά στοιχεία συχνά διατυπώνονται με έμμεσο τρόπο στο κείμενο (ως τυποποιημένες ευχές ή επιφωνήματα) και παραδίδονται αναμεμειγμένα με την ηρωική πλοκή, πιστεύουμε ότι επιβεβαιώνει τον αυθεντικό τους χαρακτήρα και πείθει ότι ουδεμία σχέση έχει το έπος και ο ίδιος ο Διγενής με τους αιρετικούς Παυλικιανούς.
Α. Ο Ιησούς Χριστός για τους Παυλικιανούς: «Ο Χριστός, κατ’ αυτούς [τους Παυλικιανούς], ήτο εις άγγελος του Θεού, κληθείς υιός και σταλείς εις το ανθρώπινον γένος»[25], άρα οι Παυλικιανοί, «διά τον Υιόν δέχονται ότι ήτο κτίσμα»[26]. Η διδασκαλία των Παυλικιανών λοιπόν απορρίπτει την Αγία Τριάδα και την Θεότητα του Χριστού.
Β. Ο Ιησούς Χριστός στον Διγενή Ακρίτη: Στίχος Ε781: «Κυρά μου, μήτηρ του Θεού, και Θεέ πανοικτίρμων». Στίχος Ε811-812: «Δέσποινά μου πανύμνητε, κυρά ευλογημένη, δοξάζω, μεγαλύνω σε και υιόν τον Θεόν σου». Άρα λοιπόν, στο έπος του Διγενή καταγράφεται η Ορθόδοξη διδασκαλία και πίστη στη θεότητα του Χριστού, καθώς η Θεοτόκος ονομάζεται «μητέρα του Θεού» και Αυτός που γέννησε δεν είναι μόνο υιός της, αλλά και «ο Θεός της».
Γ. Η Θεοτόκος για τους Παυλικιανούς: «Απέναντι της Παρθένου Μαρίας ελάμβανον στάσιν εχθρικήν και δεν έθετον ταύτην ούτε μεταξύ των αγαθών ανθρώπων»[27]. Σαφής είναι και η απόρριψη, από τους Παυλικιανούς, της Μαρίας ως τιμώμενης Θεοτόκου, κάτι που υιοθετούν έως σήμερα και οι Προτεστάντες.
Δ. Η Θεοτόκος στον Διγενή Ακρίτη: Στίχος Ε119: «Άσπιλε, παμμακάριστε, δέξου πηγάς δακρύων».
Στίχος Ε548-553: «εις την Ρωμανίαν είδαν οι οφθαλμοί μου την πανύμνητον Θεοτόκον».
Στίχος Ε781: «Κυρά μου, μήτηρ του Θεού».
Στίχος Ε811-812: «Δέσποινά μου πανύμνητε, κυρά ευλογημένη, δοξάζω, μεγαλύνω σε».
Όπως βλέπουμε, η τιμή προς την Θεοτόκο τεκμηριώνεται στο έπος του Διγενή πέρα από κάθε αμφιβολία.
Ε. Οι Άγιοι της Εκκλησίας και τα Άγια Λείψανα για τους Παυλικιανούς: «Οι άγιοι οι υπό της Εκκλησίας τιμώμενοι ουδεμίαν σημασίαν ή αξίαν είχον δι’ αυτούς [τους Παυλικιανούς]. Είδομεν, ότι τους προφήτας και τους αγίους της Π. Διαθήκης απέβαλον, χαρακτηρίζοντες αυτούς με βαρείας εκφράσεις. Μετά των προφητών όμως απέρριπτον και τους αγίους της Εκκλησίας»[28]. Από τους Παυλικιανούς λοιπόν, απορρίπτεται κάθε πιθανότητα τιμής προς τους Αγίους της Εκκλησίας και ασφαλώς και προς τα Άγια Λείψανα τους. Την πίστη αυτή ακολουθούν και σήμερα οι Προτεστάντες.
ΣΤ. Οι Άγιοι της Εκκλησίας και τα Άγια Λείψανα στον Διγενή Ακρίτη: Στίχος Ε891 [Λέει ο Διγενής]: «Μα τον Άγιον μου Θεόδωρον τον μέγαν απελάτην, ότι μηδέ μας νοήσουσιν …»
Βλέπουμε λοιπόν τον ίδιο τον ήρωα του έπους να επικαλείται στην επιφωνηματική αυτή έκφραση έναν άγιο της Εκκλησίας, αφού όπως σημειώνει ο ακαδημαϊκός Νικόλαος Κονομής, ανάμεσα σε άλλους, και «ο άγιος Θεόδωρος, με τους Απελάτας, ο άγιος Μάμος, ο άγιος Προκόπιος» είναι οι «ακριτικοί άγιοι»[29]. Σημαντικότατη όμως είναι και η αναφορά στα θαυματουργά Άγια Λείψανα τα οποία αντιμετωπίζονται ως γνήσια εκδήλωση της αληθινής πίστης: Στίχος Ε551-553: «Είδα, μάνα μου, νεκρούς κ’ ετρέχαν το άγιον μύρος· και ο Παράδεισος <αυτός> εις Ρωμανίαν έναι! Η πίστις η αληθινή, οι Χριστιανοί την έχουν».
Ζ. Το Βάπτισμα για τους Παυλικιανούς: «Οι Παυλικιανοί είχον άλλην γνώμην περί του βαπτίσματος. Απέρριπτον ολοσχερώς την ιεροτελεστίαν υπό οιανδήποτε μορφήν […] Μη δεχόμενοι την τελετήν της Εκκλησίας, δεν είχον εκ παραλλήλου άλλην ιδικήν των, διότι δεν απέδιδον ουδεμίαν σημασίαν εις το Βάπτισμα»[30].
Η. Το Βάπτισμα στον Διγενή Ακρίτη: Στίχος Ε608: «και εβάπτισεν (ο αμιράς) άπαντα τον λαόν του».
Άλλη μία σαφής διαφοροποίηση των Παυλικιανών από την θρησκευτική Παράδοση των Ορθοδόξων είναι το βάπτισμα. Εντελώς περιττό για τους αιρετικούς, όμως άκρως απαραίτητο για τον μουσουλμάνο που μεταστρέφεται στην ορθοδοξία για να μπορέσει να παντρευτεί τη μητέρα του Διγενή, και αναγκαίο για όσους μουσουλμάνους θα τον ακολουθήσουν στη νέα του ζωή στην ορθόδοξη Ρωμανία.
6. Επίλογος Είδαμε ότι το έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη δεν γράφτηκε φυσικά για να κατηχήσει ανθρώπους στην Ορθοδοξία, ακριβώς γι’ αυτό όμως, τα ελάχιστα θρησκευτικά στοιχεία του έργου, με τον ορθόδοξο χαρακτήρα τους, μας βεβαιώνουν ότι η σύνδεση του ποιήματος και του ήρωα με τους αιρετικούς Παυλικιανούς είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας. Όσα αναφέρει η Βικιπαίδεια είναι το λιγότερο παραπειστικά, ενώ οι ισχυρισμοί της «Ελεύθερης Ευαγγελικής Εκκλησίας Κομοτηνής» είναι εξωφρενικοί. Κλείνοντας, να πούμε ότι για το τέλος του έπους, διατυπώθηκαν οι σκέψεις πως σε σχέση με άλλα ηρωικά ποιήματα της Δύσης, ο Διγενής πεθαίνει άδοξα, νικημένος από την ασθένεια και τον θάνατο. Αυτή βεβαίως είναι η μία ανάγνωση του έργου. Διότι αυτό που προέχει για τον ποιητή, και οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι εξυψώνει τον ήρωα ακόμα περισσότερο, είναι ότι ο Διγενής πεθαίνει ανίκητος! Απέναντι στην αρρώστια και τον θάνατο, έτσι κι αλλιώς, όλοι ηττώνται. Σε αυτό τον κόσμο όμως, ούτε μυθικό πλάσμα, ούτε θηρίο, ούτε άνθρωπος βρέθηκε που να μπορέσει να νικήσει τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα, αυτόν τον ορθόδοξο βυζαντινό ήρωα του μεσαιωνικού ελληνισμού.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄: απαντήσεις στις ιστορικές παραμορφώσεις της «Ελεύθερης Ευαγγελικής Εκκλησίας Κομοτηνής» Ανυπόστατος ισχυρισμός 1ος «Αυτοί [ενν. οι Παυλικιανοί] είναι οι Ακρίτες που ξαγρυπνούν στα σύνορα του Κράτους, η παλικαριά των οποίων έμεινε παροιμιώδης, χιλιοτραγουδισμένη από το δημοτικό τραγούδι».
Εικονογραφημένη απάντηση 1η
(Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», Αθήναι 1959, σελ. 124) Σχόλιο 1ο Παρατηρήστε τη φράση όπου ο καθ. Ιω. Αναστασίου σημειώνει πως οι Παυλικιανοί όχι μόνο δεν ήταν προστάτες των συνόρων όπως φαντάζεται η «Ελεύθερη Ευαγγελική Εκκλησία Κομοτηνής», αλλά το ακριβώς αντίθετο, κατ’ επανάληψη πρόδωσαν το κράτος, «συμμαχούντες μετά των εχθρών του Βυζαντίου κατά των οποίων ετέθησαν φρουροί»! Επιπλέον, μισούσαν την Εκκλησία που οι βυζαντινοί τιμούσαν, μισούσαν το κράτος που οι βυζαντινοί προστάτευαν, μισούσαν τους ίδιους τους ορθοδόξους κατοίκους τους οποίους σε κάθε ευκαιρία πρόδιδαν και καταπίεζαν. Φανταστείτε λοιπόν: οι άνθρωποι της «Ελεύθερης Ευαγγελικής Εκκλησίας Κομοτηνής» ισχυρίζονται ότι είναι δυνατόν στο δημοτικό τραγούδι που αποτελεί γνήσιο προϊόν της λαϊκής παράδοσης, να «χιλιοτραγουδηθούν» οι τύραννοι ενός λαού, οι εχθροί της πίστης του και οι προδότες της κρατικής οντότητας στην οποία ανήκουν… Λυπούμαστε πολύ, αλλά αυτά τα πράγματα δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστούν ως απόδειξη διαδικτυακού παραλογισμού και ιστορικής ασυναρτησίας…
Ανυπόστατος ισχυρισμός 2ος «Αυτή ήταν η τύχη των Παυλικιανών, των οποίων το μόνο έγκλημα ήταν ότι θέλησαν να είναι απλώς μαθητές του Χριστού».
Εικονογραφημένη απάντηση 2η:
(Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», Αθήναι 1959, σελ. 67-68)
Σχόλιο 2ο Όσα περιγράφει εδώ ο Ιωάννης Αναστασίου δεν είναι τίποτε άλλο από την δραματική μαρτυρία που μας παρέδωσε ο Πέτρος Σικελιώτης, στο έργο του «Ιστορία χρειώδης έλεγχος τε και ανατροπή αιρέσεως των Μανιχαίων». Η μαρτυρία βρίσκεται στην Patrologiae Graeca (PG) 104,1293 και αποδεικνύει πως «το έγκλημα των Παυλικιανών» δεν ήταν ότι ήθελαν «να είναι απλώς μαθητές του Χριστού», αλλά διέπρατταν πραγματικά εγκλήματα: οι αιρετικοί δολοφονούσαν άνδρες, γυναίκες και βρέφη ακόμα, βίαζαν, φυλάκιζαν, λεηλατούσαν και έκαναν δουλεμπόριο ορθοδόξων με τους μουσουλμάνους. Ο Πέτρος Σικελιώτης μας πληροφορεί ότι ο αρχηγός των Παυλικιανών, Σέργιος, θέλησε να αποσείσει τις προσωπικές του ευθύνες και δήλωνε «εγώ των κακών τούτων αναίτιος ειμί» (PG 104,1293D), όμως ο Σικελιώτης θεωρεί τον ισχυρισμό παράλογο και λέει ότι δεν είναι δυνατόν να διαπράττονται εγκλήματα από τους Παυλικιανούς και να δηλώνει ο αρχηγός τους ότι δεν φέρει καμία ευθύνη γι’ αυτά (PG 104,1294). Άλλωστε, επί Σεργίου (περ. 800-835), οι Παυλικιανοί δεν έσφαζαν μόνο τους Ορθοδόξους, αλλά χωρίστηκαν σε δύο αιρέσεις, τους Σεργιώτες και τους Βαανιώτες, και το μεταξύ τους μίσος ήταν τόσο μεγάλο, ώστε οι Σεργιώτες «ήρξαντο αποκτέννειν [<=> αποκτείνω = σκοτώνω, φονεύω] τους Βανιώτας όπως εξαλείψωσιν εξ εαυτών τον ονειδισμόν αυτών» (PG 104,1300)! Γι’ αυτό, μία από τις πιο εύστοχες παρατηρήσεις που διαβάσαμε, ήταν η αναφορά στην «Ιστορία της Ανθρωπότητας» της UNESCO, ότι οπωσδήποτε ένα μέρος όσων κατέφευγαν στους Παυλικιανούς ήταν κοινοί κακοποιοί[31], προφανώς φυγάδες που ήθελαν να ξεφύγουν από την κρατική αστυνόμευση και βρήκαν φιλοξενία στην κοινότητα των αιρετικών. Άλλωστε, και στα δύο άρθρα μας για τους Παυλικιανούς (ΕΔΩ και κυρίως ΕΔΩ) έχουμε διαλύσει πλήθος διαδικτυακών παρερμηνειών για την εγκληματική αυτή αίρεση. Να προσθέσουμε εδώ πως είναι μάταιη οποιαδήποτε ψευδαίσθηση ότι μπορεί να αμφισβητηθεί ο Πέτρος Σικελιώτης, καθώς χρησιμοποιείται ως πηγή σε όλα τα έργα που ασχολούνται με τους Παυλικιανούς. Όπως σημειώνει ο καθ. Ιωάννης Αναστασίου: «Ο S. Runciman δέχεται την άποψιν του Grecoire περί της γνησιότητος του Π. Σικελιώτου […] Ομοίως ο Scheidweiler δέχεται την γνησιότητα του […] Ουδείς λόγος υπάρχει ν’ αμφισβητήσωμεν την γνησιότητα του Π. Σικελιώτου […] δυνάμεθα να δεχθώμεν ως αυθεντικάς τας μαρτυρίας, τας οποίας παρέχει εις το έργον του. Μετέβη πράγματι εις την πρωτεύουσαν των Παυλικιανών δια τον σκοπόν, τον οποίον ο ίδιος αναφέρει το 869 και επιστρέψας, έγραψε το έργον του προ του 873. Η έκθεσίς του είναι συστηματική, παρέχει πληροφορίας αυτόπτου και αυτηκόου, και η περιγραφή του είναι ζωηρά, μη δίδουσα λαβήν εις υπονοίας, ότι παρ’ άλλων ήκουσεν όσα περιγράφει η αντέγραψεν έργον άλλου»[32]. Είναι λοιπόν φανερό ότι στην ιστορική τους διαδρομή οι Παυλικιανοί ήταν σύμμαχοι και όχι εχθροί των Αράβων, ενώ το αντίθετο ακριβώς συνέβη με τους βυζαντινούς που από τις αρχές του 7ου αιώνα βρίσκονται σε συνεχή σύγκρουση με το αραβικό στοιχείο. Οι Άραβες μουσουλμάνοι θυμούνται: «Ουδέν θυμάσαι, τέκνον μου, τι εποίκεν ο παπούς σου, / πόσους Ρωμαίους έσφαξεν, πόσους δούλους επήρεν; / Τας φυλακάς εγέμισεν άρχοντας των Ρωμαίων» (στίχος Ε254-256).
Και αντίστοιχες θύμησες σκληρής έχθρας έχει και ο Διγενής Ακρίτης: Στίχος Ε1612-1613: «Και αφών τον εφοβήθηκεν η Οικουμένη όλη, / και αμιράδας υπέταξεν πολλούς και Αραβίτας».
Στίχος Ε1688-1692: «και τριγύρου του στέκουσιν τριακόσια παλληκάρια / και οι τριακόσιοι είν’ έμορφοι και κόκκινα φορούσιν / βαστούν σπαθιά ολοψήφωτα και στέκουν έμπροσθέν του, / τους είχεν πάντας φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας / και εφύλαττον την Ρωμανίαν από <τα> βάρβαρα έθνη».
Στίχος Ε1709-1714: «Θυμάσθε, παλληκάρια μου, της Αραβίας τους κάμπους, / ότι ήσαν κάμποι άνυδροι και καύματα μεγάλα, / όντε μας εγυρίσασιν ένοπλοι Αραβίτες / και εγλήγορα ουκ ευρέθητε όλοι αρματωμένοι / και οι τριακόσιοι εκύκλωσαν και εβάλαν με εις την μέσην / κ’ έως να καβαλικεύσετε, εσκόρπισά τους όλους».
Αυτή τη σύγκρουση τραγούδα εκτός άλλων και ο δημιουργός του Ακρίτη που αποκαλεί τον μουσουλμάνο εχθρό, «σκύλε της Συρίας» (στίχος Ε129) ενώ τον υβριστικό χαρακτηρισμό «αυτός σκυλί Ρωμαίος» (στίχος Ε29) χρησιμοποιούν και οι μουσουλμάνοι για τους Ορθοδόξους.
Ανυπόστατος ισχυρισμός 3ος «Όταν […] το τούρκικο φέσι χίμηξε τελικά στην Βασιλεύουσα, μόνο οι «αιρετικοί» Παυλιανίτες πολέμησαν και έπεσαν στο πλευρό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου υπέρ της Πατρίδας και της Πίστης».
Εικονογραφημένη απάντηση 3η
(Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», Αθήναι 1959, σελ. 124) Σχόλιο 3ο Καταρχάς, οι δύο προηγούμενες απαντήσεις μας, βεβαιώνουν και τον πλέον ουδέτερο παρατηρητή πως αν οι Παυλικιανοί βρίσκονταν πράγματι στην Κων/πολη στα 1453 και την έβλεπαν να πέφτει στα χέρια των Τούρκων, θα κάθονταν απλώς να… απολαύσουν το θέαμα, για να μην πούμε ότι θα συμμετείχαν και ευχαρίστως στην σφαγή και το δουλεμπόριο εις βάρος των Ορθοδόξων, κάτι που είχαν κάνει και στο παρελθόν με μεγάλη επιτυχία όπως είδαμε… Αρκεί λοιπόν στο 3ο μας σχόλιο να πούμε ότι βλέπουμε να ξεδιπλώνεται ένα… δημιουργικό ταλέντο από τον συντάκτη της «Ελεύθερης Ευαγγελικής Εκκλησίας Κομοτηνής». Διότι είναι φανερό πως η παρουσία Παυλικιανών στην Άλωση του 1453 και μάλιστα στο πλευρό του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά», δεν έχει σχέση με την ιστορία αλλά μάλλον αποτελεί σκηνοθετική πρόταση από σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Καταρχάς, ποια κοινή πίστη έχουν ο Ορθόδοξος αυτοκράτορας και οι αιρετικοί, ώστε να δεχτούμε ότι μαζί «μάχονταν υπέρ πίστεως»; Και «υπέρ» ποιας «πατρίδος» πολεμούσαν μαζί, ο αυτοκράτορας που υπεράσπιζε το Βυζάντιο και οι αιρετικοί που το μισούσαν, το λεηλατούσαν και το πρόδιδαν; Και βεβαίως, όπως είδαμε στο εικονογραφημένο τεκμήριο, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι έκαναν οι αιρετικοί στα 1453, αφού «στερούμεθα ειδήσεων» για τους Παυλικιανούς από τα τέλη του 13ου έως τα τέλη του 16ου αιώνα!
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β΄: λεπτομέρειες για την παράδοση του ελληνικού κειμένου του έπους του Διγενή Το σημαντικό αυτό δημιούργημα της μεσαιωνικής ελληνικής γραμματείας διασώθηκε σε έξι ελληνικά χειρόγραφα, πέντε από τα οποία περιέχουν μεταγενέστερες διασκευές του έπους και το ένα από αυτά, το χειρόγραφο του Εσκοριάλ, θεωρείται πως διασώζει την κοντινότερη στο αρχικό κείμενο μορφή η οποία ανάγεται στον 12ο αιώνα. Οι αναφορές στα κείμενα των χειρογράφων αυτών, γίνονται ως εξής:
1. Το κείμενο (του) «Εσκοριάλ», που συμβολίζεται διεθνώς με το γράμμα «Ε». Ονομάστηκε έτσι επειδή το χειρόγραφο βρίσκεται σήμερα στο μοναστήρι του Εσκοριάλ (San Lorenzo de El Escorial) κοντά στη Μαδρίτη, στην Ισπανία. Ο Karl Krumbacher (Καρλ Κρουμπάχερ) στα 1904 εντόπισε πρώτος την έκδοση αυτή[33]. Πρόκειται για αντίγραφο κάποιου παλαιοτέρου χειρογράφου και χρονολογείται από τους μελετητές ανάμεσα στον 15ο και τις αρχές του 16ου αιώνα[34]. Ο Αλεξίου θεωρεί ότι το χειρόγραφο είναι του 15ου αιώνα και έχει γραφεί στην Κρήτη[35], ενώ για το περιεχόμενο σημειώνει: «έπειτα από τη δική μας συστηματική συγκριτική εργασία, που δεν είχε γίνει ποτέ στο παρελθόν, τα χωρία στα οποία το χειρόγραφο αυτό υπερέχει αποδείχθηκαν τόσο πολλά, ώστε μπορεί πια το κείμενο του Εσκοριάλ, παρά τις μεγάλες φθορές του που οφείλονται σε σφάλματα και επεμβάσεις των γραφέων, να θεωρηθεί στο σύνολό του ως το πλησιέστερο στην αρχική μορφή του έργου»[36].
2. Το κείμενο (της) «Γκροταφεράτα(ς)» (ξεν. Grottaferrata) ή αλλιώς, κείμενο της «Κρυπτοφέρρης», που συμβολίζεται διεθνώς με το γράμμα «G» ή το «K» αντίστοιχα. Ονομάστηκε έτσι επειδή το χειρόγραφο βρίσκεται στην (ουνιτική) μονή της Grotta Ferrata κοντά στη Ρώμη, της οποίας το όνομα διατυπώθηκε στα ελληνικά ως Κρυπτοφέρρη. Ο Σπυρίδων Λάμπρος στα 1879 αντιλήφθηκε πρώτος ότι το χειρόγραφο περιείχε κείμενο του Διγενή. Το κείμενο, σύμφωνα με τον Στυλ. Αλεξίου, αποτελεί «μια προσπάθεια αδέξιου ‘’εξευγενισμού’’ του κειμένου με μεταγλώττιση σε δήθεν ‘’λογία’’ γλώσσα» και πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 13ου ή αρχές του 14ου αιώνα. Πάντως, από ολόκληρη την παράδοση του έπους του Διγενή, αυτό είναι το παλαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο και ανήκει στον 14ο αιώνα[37]. Δεν πρέπει όμως να συγχέεται η παλαιότητα του χειρογράφου της «Γκροταφεράτα» με την παλαιότητα της μορφής του κειμένου, όπου τα πρωτεία, όπως είπαμε, ανήκουν στο «Εσκοριάλ».
3. Το κείμενο (ή διασκευή) της «Τραπεζούντας», που συμβολίζεται διεθνώς με το γράμμα «Τ». Η διασκευή είναι του 15ου αιώνα και το συγκεκριμένο χειρόγραφο, που βρέθηκε τον19ο αιώνα στη μονή της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα, είναι γραμμένο στα τέλη του 16ου ή αρχές του 17ου αιώνα[38].
4. Το κείμενο (ή διασκευή) των «Αθηνών» ή «Άνδρου-Αθηνών», που συμβολίζεται διεθνώς με το γράμμα «Α». Το χειρόγραφο που περιέχει μια διασκευή του 1600 περίπου, βρέθηκε τον19ο αιώνα στην Άνδρο και σήμερα ανήκει στην Εθνική Βιβλιοθήκη (αθηναϊκός κώδικας 1074)[39].
5. Το κείμενο (ή διασκευή) της «Άνδρου», που συμβολίζεται διεθνώς με το γράμμα «P», προφανώς από το επώνυμο του Δ. Πασχάλη που το ανακάλυψε στα 1898 στην Άνδρο και το εξέδωσε στα 1926. Το χειρόγραφο είναι του 17ου αιώνα και αποτελεί μια πεζή διασκευή του Διγενή που γράφτηκε στα 1632 από τον Χιώτη, Μελέτιο Βλαστό[40].
6. Το κείμενο (ή διασκευή) της «Οξφόρδης», που συμβολίζεται διεθνώς με το γράμμα «Ο» περιέχει διασκευή του Διγενή που γράφτηκε από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Πετρίτση στα 1670[41]. Το χειρόγραφο πήραν στα χέρια τους λίγα χρόνια μετά, ο Γάλλος περιηγητής Jacob Spon και ο Βρετανός γεωλόγος George Wheler, κατά τη διάρκεια ταξιδιών που έκαναν στην Ανατολή (1675-1676). Ο George Wheler κατόπιν το μετέφερε στο Lincoln College της Οξφόρδης[42].
Εκτός των παραπάνω, ως απόδειξη ότι ο Διγενής είχε περάσει έξω από τα όρια του ελληνόφωνου κόσμου υπάρχει και μια πεζή διασκευή του έργου σε παλαιορωσική γλώσσα, με αρκετές τροποποιήσεις, που σώζεται σε χειρόγραφα του 13ου έως 15ου αιώνα[43]. Σημειώσεις [1] Για το ιστορικό στις επόμενες παραγράφους, βλέπε κυρίως: α. Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου», 2η ανατύπ. βελτιωμένη, Εστία, Αθήνα 2005, σελ. 13-17. β. Κιορίδης Ιωάννης, «Ποίηση και πραγματικότητα στο Cantar de Mio Cid και στο Διγενή Ακρίτα στην παραλλαγή του El Escorial» (διδακτ. διατριβή), ΕΚΠΑ 2009, σελ. 35-52. [2] Κιορίδης Ιωάννης, «Ποίηση και πραγματικότητα …», ό.π., σελ. 44. [3] «Πτωχοπρόδρομος» είναι η επωνυμία του Βυζαντινού λογίου και ποιητή Θεοδώρου Προδρόμου, ο οποίος έζησε και έγραψε κατά τον 12ο αιώνα. Η φιλολογική του δραστηριότητα υπήρξε πλούσια και ποικίλη τόσο σε πεζά κείμενα όσο και σε έμμετρα στιχουργήματα τα οποία έχουν ιστορικό και αγιολογικό ενδιαφέρον ή εγκωμιαστικό ή και σατιρικό χαρακτήρα. Τα έργα του ονομάζονται και «πτωχοπροδρομικά» (βλ. λήμμα «Πτωχοπρόδρομος», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 51, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM]). [4] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 56. [5] Βλ. Κιορίδης Ιωάννης, «Ποίηση και πραγματικότητα …», ό.π., σελ. 37, σημ. 28. Βλ. και τίτλους των βιβλίων του Στυλιανού Αλεξίου, 1985 και 1995. [6] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 24. [7] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 25. [8] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 26. [9] Sathas C. - Legrand E., «Les exploits de Digenis Akritas», Paris 1875. [10] Gregoire Henri, «Ο Διγενής Ακρίτας», New York 1942. [11] Για την πιθανή έναρξη της συγγραφής, η Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια, γράφει: «Από τον Νοέμβρη του 1946 -το αργότερο- ο Άγγελος Σικελιανός βρίσκεται στη Σαλαμίνα, φιλοξενούμενος στο βυζαντινό μοναστήρι της Φανερωμένης, προσπαθώντας να βιώσει την απέραντη σιωπή, προκειμένου να συνθέσει την τραγωδία του Ο θάνατος του Διγενή» («Νέα Εστία», έτος 75, τόμ. 150, τεύχ. 1740 (ΔΕΚ 2001), σελ. 934). Σχετικά με την εκδοτική πορεία του έργου, η Αγγέλα Καστρινάκη, σημειώνει ότι: «στα 1948 [...] ο θάνατος του Διγενή ... εκδόθηκε από το Γαλλικό Ινστιτούτο αλλά σύντομα, κατόπιν πιέσεων, αποσύρθηκε από την κυκλοφορία. Όταν ξανακυκλοφόρησε, συμπεριλαμβανόμενο στη Θυμέλη, το 1950, το έργο φέρει τον υπότιτλο Χριστός λυόμενος» («Νέα Εστία», έτος 76, τόμ. 151, τεύχ. 1743 (ΜΑΡΤΙΟΣ 2002), σελ. 361). [12] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 96. [13] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 68. [14] Α. Μαρκόπουλος, «Ο Διγενής Ακρίτης και η βυζαντινή χρονογραφία-Μια πρώτη προσέγγιση», στην «Αριάδνη» (ΕΕΦΣ Παν. Κρήτης), τόμ. 5 (1989), σελ. 166. [15] Elizabeth Jeffreys, «Digenis Akritis, The Grottaferrata and Escorial Versions», Cambridge University Press 1998, σελ. xxx και xxxv. [16] Κ. Ρωμαίος, «Λαογραφία και Σικελιανός», στη «Νέα Εστία», τόμ. ΝΒ΄, τεύχ. 611 (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1952), σελ. 172α. [17] Πολίτης Λίνος, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», 4η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985, σελ. 28. [18] Κιορίδης Ιωάννης, «Ποίηση και πραγματικότητα …», ό.π., σελ. 253. [19] Στο πρωτότυπο: «Much has been written on the identification of persons and historical situations found in the different manuscripts of the poem, especially by Henri Gregoire. More recent discussions, however, sometimes seem to imply that the search for historical identifications was misguided and doomed in advance to failure (Lemerle, 1973 […] References to the Paulicians have been justified by a coincidence of two similar names. Chrysocheir and Karbeas […] However, it is striking that the small nuggets of historical reference thus identified in the poem are usually not linked together in any accurate historical way» (Elizabeth Jeffreys, «Digenis Akritis … », ό.π., σελ. xxx-xxxi). [20] Στο πρωτότυπο: «… Karbeas and Chrysocheir whom even the Digenis Akrites mistakenly turns into Arabs …» (Nina Garsoian, «Byzantine Heresy: A Reinterpretation», Dumbarton Oaks Papers, τόμ. 25 (1971), σελ. 92). [21] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 69. [22] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», στο ίδιο. [23] Κιορίδης Ιωάννης, «Ποίηση και πραγματικότητα …» ό.π., σελ. 78. [24] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 49. [25] «Παυλικιανοί», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 10 (1967), στ. 168. [26] Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», ό.π., σελ. 157. [27] Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», ό.π., σελ. 170. [28] Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», ό.π., σελ. 165. [29] Κονομής Νικόλαος, «Τα ακριτικά τραγούδια στην Ευρώπη», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. 78 (2003), τεύχ. Β΄, σελ. 51. [30] Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», ό.π., σελ. 194. [31] UNESCO, «Ιστορία της Ανθρωπότητας», τόμ. 9, «Οι Μεγάλοι Πολιτισμοί του Μεσαίωνα (6ος-12ος αιώνας)», εκδ. Χ. Τεγόπουλου-Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ο.Ε., Αθήνα 1970, σελ. 2993. [32] Αναστασίου Ιωάννης, «Οι Παυλικιανοί», Αθήναι 1959, σελ. 20. [33] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου», 2η ανατύπ. βελτιωμένη, Εστία, Αθήνα 2005, σελ. 28. -- Elizabeth Jeffreys, «Digenis Akritis …», ό.π., σελ. xix και εξής. [34] Κιορίδης Ιωάννης, «Ποίηση και πραγματικότητα …», ό.π., σελ. 38. [35] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 28. [36] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 14. [37] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 64-65. -- Λήμμα «Κρυπτοφέρρη» στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 36, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM] -- Elizabeth Jeffreys, «Digenis Akritis … », ό.π., σελ. xviii και εξής. [38] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 70. -- Λήμμα «Διγενής Ακρίτης ή Ακρίτας», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 20, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM] -- Elizabeth Jeffreys, «Digenis Akritis … », ό.π., σελ. xxi. [39] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 71. -- Λήμμα «Διγενής Ακρίτης ή Ακρίτας», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 20, ό.π. -- Elizabeth Jeffreys, «Digenis Akritis … », ό.π., σελ. xxii. [40] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 71. -- Λήμμα «Διγενής Ακρίτης ή Ακρίτας», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 20, ό.π. -- Elizabeth Jeffreys, «Digenis Akritis … », ό.π., σελ. xxii. [41] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 71. [42] Elizabeth Jeffreys, «Digenis Akritis … », ό.π., σελ. xxii. -- Sp. Lambros, «Collection de romans grecs κ.λπ.», Paris 1880, σελ. Cvi [στο διαδίκτυο ΕΔΩ, 24-5-2013]. -- Λήμμα «Διγενής Ακρίτης ή Ακρίτας», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 20, ό.π. [43] Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης …», ό.π., σελ. 72. |
Δημιουργία αρχείου: 27-5-2013.
Τελευταία ενημέρωση: 27-5-2013.