Το όνομα Ρωμηός και η ιστορική του σημασία * Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της Ψηφιακό Βιβλίο * Τι είναι η Ρωμιοσύνη * Η αρχαία θρησκευτική έννοια τής λέξης: "Έλληνας" * Τα πραγματικά αίτια του σχίσματος * Η Φραγκική αίρεση του Εθνικισμού * Φραγκολατινική παράδοση
Ρωμηοσύνη χθες, σήμερα, αύριο Π. Ι. Ρωμανίδη
Πηγή υλικού: Ρωμανίδου Ιωάννου, Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, εκδ. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη. Επιλογή υλικού: Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων Αναδημοσίευση από: http://www.romiosini.org.gr |
Προκειμένου να καταστεί εφικτή η ορθή περιγραφή τού όρου «Ρωμηοσύνη», ώστε να διασφαλιστεί πλήρως η εδραίωση και προβολή αυτής στο παρόν και το μέλλον, καθίσταται επιτακτική μια αναδρομή τόσο στους κόλπους τής Ιστορίας, όσο και στους τομείς τού Πολιτισμού, της Τέχνης, της Θεολογίας, της Φιλοσοφίας, της Πολιτικής, κλπ.
Καίρια είναι η επισήμανση των κάτωθι σημείων αναφοράς: Α. Η Ρώμη ήταν πόλη-κράτος, ακριβώς όπως ήταν και η Αθήνα, η Σπάρτη και η Θήβα. Επομένως η λέξη «Ρωμαίος» σημαίνει πολίτης τής Πρεσβυτέρας Ρώμης και κυρίως τής Κωνσταντινούπολης, ως Νέας Ρώμης, με γεωγραφική έκταση τα πέντε ρωμαϊκά πατριαρχεία, δηλαδή την Πενταρχία. Β. Μεταξύ τής Ρώμης και των ελληνικών πόλεων-κρατών υπήρξε πολιτιστική ταυτότητα, καθότι η Ρώμη πολύ νωρίς αποτέλεσε μια εκ των πολλών ελληνικών πόλεων της Μεσογείου. Ωστόσο η απόλυτη ταύτιση με τις ελληνικές πόλεις επήλθε, όταν μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη, ήτοι την Κωνσταντινούπολη, από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Γ. Βέβαια η Πρεσβυτέρα Ρώμη ήταν δίγλωσση και κατ' επέκταση και η νέα πρωτεύουσα παρέμεινε δίγλωσση μέχρι τον Ζ΄ αιώνα, ενώ η Ρωμηοσύνη παραμένει δίγλωσση μέχρι σήμερα. Εικάζεται ότι η παλαιά Ρώμη ήταν στην αρχή τετράγλωσση, εφόσον μέχρι τον ΣΤ΄ αιώνα είχε Ετρούσκους βασιλείς και στην περιοχή γινόταν χρήση τόσο των ετρουσκικών, όσο και των λατινικών, των οσκικών και των ελληνικών. Δ. Οι Ρωμαίοι, όμως, κατά την κατάκτηση των περιοχών τής Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και του εσωτερικού τής Μικράς Ασίας δεν προέβησαν στην προσπάθεια εκλατινισμού αυτών, αλλ' αντίθετα, συνέχισαν τον εξελληνισμό τους, ή προχώρησαν στον εξελληνισμό των μη εξελληνισμένων ακόμα περιοχών. Ε. Ας σημειωθεί εδώ ότι μετά το κλείσιμο των λατινικών σχολών στη Ρώμη το 92 π.Χ., η λατινική γλώσσα εξασθένισε και δεν θα λάμβανε τη γεωγραφική έκταση, την οποία έλαβε τελικά στη Δύση, αν δεν είχαν επακολουθήσει οι κατακτήσεις τής Γαλλίας, της Μαυριτανίας και της Βρετανίας από τους Ρωμαίους, όπου εστάλησαν ως άποικοι αυτών ως επί το πλείστον Λατίνοι. Ωστόσο, ήδη το 195 π.Χ. η λατινική γλώσσα ομιλείτο στην Ισπανία, το 146 π.Χ. στην Αφρική και είχε επικρατήσει ως κύρια γλώσσα τής Βόρειας Ιταλίας, ενώ η ελληνική το 92 π.Χ. ομιλείτο στην Κάτω Ιταλία, τη Σικελία, την Κορσική, τη Σαρδηνία, τα ισπανικά νησιά, τις παραλιακές πόλεις τής Ανατολικής Ισπανίας, τη Γαλλία, τη Δυτική Ιταλία και όλες τις επαρχίες ανατολικά τής Ιταλίας. Συμπερασματικά, η συντριπτική πλειοψηφία τού πλήθους εντός τής Ρωμανίας μιλούσε την ελληνική γλώσσα. Στ. Επιπλέον, οι λόγιοι Ρωμαίοι, που έγραφαν στη λατινική γλώσσα, γνώριζαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα και μιμούνταν τα ελληνικά πρότυπα των γραμμάτων, ταυτισμένοι εν τέλει πολιτιστικά με τον ελληνικό πολιτισμό. Όμως, σχεδόν όλοι οι Ρωμαίοι έγραφαν και στην ελληνική γλώσσα, κυρίως μετά τη μεταφορά τής πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη από τον Μέγα Κωνσταντίνο, οπότε και έγραφαν μόνο στην ελληνική γλώσσα. Ζ. Ιστορικό τεκμήριο των διαθέσεων των Ευρωπαίων έναντι των Ρωμαίων αποτελεί το γεγονός ότι κανένας αυτοκράτορας, ούτε Πάπας από το γένος των Λατινοφράγκων, Ιταλοφράγκων, Τευτονοφράγκων, Νορμανδών, Βουργουνδών και Λογγοβάρδων έφερε ποτέ το όνομα «Κωνσταντίνος». Με λίγα λόγια, σε όλη την ιστορία τού δυτικού πολιτισμού κανένας δεν έφερε το όνομα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του κατεξοχήν θεμελιωτή τής Ρωμηοσύνης, με κέντρο την ορθόδοξη χριστιανική ρωμαϊκή Νέα Ρώμη, την Πόλη τού Κωνσταντίνου. Η. Οι Ρωμαίοι ήταν ιστορικοί εχθροί των γερμανικών φύλων και ουδέποτε υπήρξαν εχθροί τού ελληνικού πολιτισμού, αλλά απεναντίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος τού πολιτισμού αυτού. Επομένως, δεν φαίνεται ορθή η άποψη ότι οι Ρωμαίοι ήταν κατακτητές των Ελλήνων· αντίθετα, όχι μόνο ήταν Έλληνες, αλλά και συνέχισαν τον εξελληνισμό των κατακτηθέντων λαών τής Ρωμανίας. Το όνομα Ρωμανία ανήκει στον ελληνικό πολιτισμό και, κατ' επέκταση, οι όροι Ρωμανία, Κωνσταντινούπολη, Νέα Ρώμη, Ρωμαίος, Ρωμηός, Ρωμηοσύνη και ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Βάσει των πιο πάνω επισημάνσεων, κρίνεται απαραίτητη η χαρτογράφηση του ελληνικού πολιτισμού, με τέτοιο τρόπο ώστε να συμπίπτει με την πραγματική, πολιτιστική και εκκλησιαστική ιστορία τού ελληνικού πολιτισμού, ενώ η ιστορία των υπόδουλων Ρωμαίων μέσα στους αιώνες να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τής ιστορίας τής Ρωμηοσύνης. Όλα τα ιστορικά στοιχεία τής Ρωμηοσύνης σώζονται στα λειτουργικά βιβλία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς και στις πηγές της ελληνόφωνης και λατινόφωνης Ρωμηοσύνης, ενώ επιβεβαιώνονται από τις πηγές των Φράγκων, των Αράβων, των Σλαύων και των Τούρκων. Αυτό που απαιτείται είναι η αποκατάσταση των όρων Ρωμαίος εκεί όπου οι Φράγκοι και Σλαύοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο Γραικός. Επιπλέον η διάκριση μεταξύ της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της βυζαντινής ή γραικικής αυτοκρατορίας πρέπει να αρθεί και να αντικατασταθεί με το ενιαίο όνομα «Ρωμανία». Κέντρο τού ενδιαφέροντος της εθνικής παιδείας πρέπει να είναι η ιστορία τής Ρωμανίας σε όλες τις παραμέτρους της μέχρι σήμερα, καθώς αυτή η ιστορία είναι η συνέχεια της ιστορίας των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού. Με τον τρόπο αυτό θα αντιληφθούμε όλοι οι Έλληνες ότι χωρίς τη Ρωμηοσύνη δεν θα υπήρχε σήμερα ο ελληνικός πολιτισμός. Επιπλέον, θα καταστεί ευκρινές το γεγονός ότι οι όροι Έλληνας και Ρωμηός ταυτίζονται, καθώς οι Ρωμαίοι έγιναν Έλληνες και οι Έλληνες Ρωμαίοι, κάτι που οι πρόγονοι μας γνωρίζουν καλά. Η εμβάθυνση στην ιστορία τής Ρωμηοσύνης, επιπρόσθετα, θα εδραιώσει την αντίληψη των σημερινών Ελλήνων ότι η εθνική ακεραιότητα δεν διατηρείται μόνο με τη στρατιωτική προετοιμασία και ετοιμότητα στα σύνορα της χώρας, αλλά, πολύ περισσότερο, με την εθνική ιστορική επιστήμη, η οποία είναι η εθνική συλλογική μνήμη. Προκειμένου τα παραπάνω να καταστούν εφικτά θα πρέπει να εισαχθούν στα ελληνικά σχολεία τα ιστορικά και τα πολιτιστικά κείμενα της μεσαιωνικής και τουρκοκρατούμενης Ρωμηοσύνης και να αρθεί η αυστηρή προσήλωση στα αρχαία κείμενα. Με τον τρόπο αυτό τα ελληνόπουλα θα μπορέσουν να αφουγκραστούν την ιστορική πραγματικότητα και τις προγονικές ρίζες τους, αντιλαμβανόμενα σφαιρικά τα ιστορικά πλαίσια της Ρωμηοσύνης. Σε αυτά τα ιστορικά πλαίσια τής Ρωμηοσύνης και του ελληνικού πολιτισμού αυτής τοποθετείται σαφώς και το γλωσσικό θέμα. Οι επιταγές τής εθνικής μνήμης επιβάλλουν στον Ρωμηό να γνωρίζει να μελετά τους θησαυρούς τού Γένους του σε όλες τις εποχές. Όσο πιο ισχυρή είναι η εθνική μνήμη, τόσο πιο έντονη και πιο αποδοτική θα είναι η προσπάθεια κατακτήσεως των πηγών τής εθνικής αυτής μνήμης. Η εθνική μνήμη απαιτεί γλωσσικά εφόδια για την ιστορική επικοινωνία με τον ελληνικό πολιτισμό όλων των εποχών μέχρι σήμερα. Η βάση είναι κυρίως τα ρωμαίικα αλλά και τα ρωμαϊκά, με την ταυτόχρονη αξιοποίηση των φραγκικών, αραβικών, συριακών, σλαβικών και τουρκικών πηγών. Ακόμα, οι έδρες των ελληνικών Πανεπιστημίων θα πρέπει να συμπεριλάβουν στην οργάνωσή τους όχι μόνο τη διδασκαλία τής ιστορίας τού έθνους, κάτι που αποτελεί πραγματικότητα, αλλά τη μελέτη τής ιστορίας τής Ρωμηοσύνης, ώστε έτσι να υποστηρίζονται οι απόψεις των Ελλήνων, των Ρωμαίων, των Βυζαντινών, των Ρώσων, των Ευρωπαίων και των Νεοελλήνων, καλλιεργώντας ουσιαστικά την εθνική συνείδηση σε βάθος. Η διαμόρφωση αυτής τής εθνικής συνείδησης αίρει τον διαχωρισμό των όρων Έλληνας και Ρωμαίος, ταυτίζοντας αυτούς πλήρως. Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αναφανεί η συνέχεια και η μέχρι σήμερα ύπαρξη του ελληνικού πολιτισμού τής Ρωμηοσύνης. Μόνο έτσι καθίσταται εφικτή η σηματοδότηση της πραγματικής ιστορίας τού Γένους και η μεταλαμπάδευσή αυτής στις νεότερες γενιές. Προς επίρρωση των παραπάνω αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τον Μεσαίωνα οι Φράγκοι προέβαλλαν την πεποίθηση ότι όσοι μιλούσαν ελληνικά, δεν ήταν δυνατό να φέρουν το χαρακτηρισμό «Ρωμαίοι». Μέχρι τότε ο Ρωμαίος ήταν Έλληνας και ο Έλληνας Ρωμαίος. Αλλά το όνομα Έλληνας είχε αποκτήσει τη σημασία τού ειδωλολάτρη, καθώς οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, με το να γίνονται Έλληνες, έγιναν δριμείς πολέμιοι του Χριστιανισμού, υπερασπιζόμενοι την ελληνική ειδωλολατρία. Προκειμένου να πλήξουν την ελληνική ειδωλολατρία των Ρωμαίων, επικράτησε η άποψη οι Χριστιανοί Ρωμαίοι να περιγράφουν τη χριστιανική θρησκεία ως τη θρησκεία των Ρωμαίων. Οι αντιτιθέμενοι περιέγραφαν την ειδωλολατρία ως την ελληνική θρησκεία των Ρωμαίων, εξαιτίας τής μεγάλης αγάπης των Ρωμαίων για το ελληνικό στοιχείο. Σήμερα, όμως, το όνομα Έλληνας δεν σημαίνει πλέον τον ειδωλολάτρη αρχαίο Έλληνα, αλλά αυτόν που ανήκει στον ελληνικό πολιτισμό. Ιστορικά, Ρωμαίοι ήταν οι Έλληνες κατά τη θρησκεία, επομένως ήταν οι Χριστιανοί. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι το 212 μ.Χ. όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Ρωμανίας απέκτησαν τη ρωμαϊκή υπηκοότητα. Κατά συνέπεια, ο θρησκευτικός αγώνας δεν έγινε μεταξύ Ρωμαίων και Ελλήνων, αλλά μεταξύ Ρωμαίων και Ρωμαίων για την επικράτηση της ελληνικής ειδωλολατρίας ή του Χριστιανισμού. Επομένως, η εδραίωση της πραγματικής ιστορίας τής Ρωμηοσύνης λειτουργεί ταυτόχρονα επικουρικά ως γνώμονας της ταύτισης των όρων Έλληνας και Ρωμαίος. Ως γλώσσα ενότητας για την άμεση ιστορική επικοινωνία με το παρελθόν και για την εξασφάλιση της συνέχισης της Ρωμηοσύνης στο μέλλον οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν κυρίως μια αττικίζουσα διάλεκτο, με την οποία καλλιέργησαν τα Γράμματα και τη Θεολογία, ενώ παράλληλα αποτελούσε τη γλώσσα διοίκησης της Εκκλησίας. Αυτή η αττικίζουσα ελληνική γλώσσα εξήρε την ενότητα του ελληνικού-ρωμαϊκού πολιτισμού. Ο Ρωμηός, πέρα από γλωσσικές συμβάσεις, έχει ισχυρά αναπτυγμένη την εθνική του μνήμη και συνείδηση με ακλόνητα ρωμαίικα αισθητήρια, εκφράζοντας την υπέρτατη λατρεία και αφοσίωση στους προγόνους και τον πολιτισμό του σε όλο του το μεγαλείο και σε όλες τις εκφάνσεις αυτού. Για τον λόγο αυτό δεν δέχεται εκούσια να αποκοπεί από κανέναν ρωμαίικο θησαυρό ολόκληρου του ελληνικού πολιτισμού. Οι Τέχνες, τα Γράμματα, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα όχι μόνο δεν τίθενται στο περιθώριο, στο βωμό τού εκσυγχρονισμού, αλλ', αντίθετα, προβάλλονται και εκθειάζονται, σε πείσμα όσων πιστεύουν (ή μήπως ε-πιθυμούν;) το αντίθετο. Ταυτόχρονα, όμως, ο Ρωμηός θα πρέπει να γνωρίζει και να μιλάει και τα αττικά ρωμαίικα, τα οποία θα χρησιμοποιεί σε όλες τις παραμέτρους, που αφορούν το πεδίο τής Ρωμηοσύνης, σε όλες τις σφαίρες τής διανόησης και της ιστορικής πραγματικότητας. Η Ρωμηοσύνη ασφαλώς ταυτίζεται με τις τοπικές διαλέκτους, αλλά ταυτίζεται, επίσης, με μια γλώσσα ενότητας, η οποία τη συνδέει με το παρελθόν, ώστε -με βάση την ιστορική μνήμη- να γνωρίζει να αντιμετωπίζει το μέλλον περήφανα, όπως ακριβώς ο χρυσός δικέφαλος αετός τής Ρωμηοσύνης. Ωστόσο, και η Ρωμηοσύνη εκτός Ελλάδας χρησιμοποιεί την ίδια γλώσσα ενότητας, προκειμένου να καταστεί κοινωνός και συμμέτοχος του πολιτισμού της σε όλες τις εποχές. Η Ιστορία των Πολιτισμών, όμως, πέρα από τη γλωσσική ενότητα, απαιτεί την ακρίβεια των όρων και ορισμών των ονομάτων. Με το όνομα Έλληνας είμαστε ελεύθεροι σε ένα μέρος τής Ιστορίας μας, με περιορισμό όμως στην έκταση του ονόματος αυτού. Με το όνομα Ρούμελη είμαστε τουλάχιστον πνευματικά απολύτως ελεύθεροι. Με τα ονόματα Ρωμαίος, Ρωμανία, Ρωμηοσύνη, Ρωμηός είμαστε απολύτως ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, καταδεικνύοντας το κράτος των προγόνων μας, οι οποίοι είχαν ως σύνθημα «Η Ρωμανία νικά». Βάσει των παραπάνω, κάθε Ρωμηός δύναται να κατανοήσει με σαφήνεια για ποιο λόγο η εμφάνιση της Ρωμηοσύνης στην Ευρώπη, την Αμερική και τα λοιπά μέρη τού κόσμου, αποτελεί μεγάλο θρίαμβο. Ως Ρωμαίοι, εμείς και κανένας άλλος, έχουμε τα εκκλησιαστικά ιστορικά δικαιώματα του ρωμαϊκού Πατριαρχείου τής Πρεσβυτέρας Ρώμης στην Οικουμενική Ρωμανία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο των Ρωμαίων στην Κωνσταντινούπολη αντικαθιστά δικαιωματικά το απολεσθέν στους Φράγκους Πατριαρχείο τής Πρεσβυτέρας Ρώμης. Πρέπει, επίσης, να γίνει αντιληπτό ότι ως εθνάρχες των Ρωμαίων στο δυτικό κόσμο, σήμερα, τα πέντε Πατριαρχεία, ήτοι της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, των Ιεροσολύμων και του Βουκουρεστίου, δεν είναι απόδημοι, ούτε φιλοξενούμενοι, αλλά εθνικά και εκκλησιαστικά οι φιλοξενούντες, με ευρύτατη γεωγραφική δικαιοδοσία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο των Ρωμαίων στην Κωνσταντινούπολη (Νέα Ρώμη) έχει υπό τη δικαιοδοσία του τις δυτικές επαρχίες τής ευρωπαϊκής μεγάλης Ρωμανίας, δηλαδή την ως επί το πλείστον ρωμανόφωνη δυτική Ευρώπη, τη Γερμανία, την Αγγλία, τα σκανδιναβικά κράτη, την αμερικανική ήπειρο, τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία, την Ιαπωνία και άλλα τμήματα της Ασίας. Το Πατριαρχείο των Ρωμαίων στην Αλεξάνδρεια έχει δικαιοδοσία σε ολόκληρη την Αφρική. Το Πατριαρχείο των Ρωμαίων στην Αντιόχεια καλύπτει κυρίως τη Συρία και τον Λίβανο. Το Πατριαρχείο των Ρωμαίων στην πανίερη πόλη των Ιεροσολύμων καλύπτει τα κράτη τής Παλαιστίνης, του Ισραήλ και της Ιορδανίας, ενώ έχει δικαιοδοσία στα σπουδαιότερα ιερά προσκυνήματα της Ρωμηοσύνης. Μάλιστα, εξαιτίας της μεγάλης εκτίμησης του Μωάμεθ για τη θρησκεία των Ρωμαίων, τόσο οι Άραβες, όσο και οι Οθωμανοί, επέτρεπαν στους Ρωμαίους να ζουν κατά τα χριστιανικά πρότυπα, ακολουθώντας τις επιταγές τής θρησκείας τους ανεμπόδιστα και με πλήρη ελευθερία. Για τον λόγο αυτό και οι εθναρχίες των Ρωμαίων στους μουσουλμανικούς χώρους διασώζονται μέχρι σήμερα. Μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο κινδυνεύει σήμερα, καθώς οι Νεότουρκοι εγκατέλειψαν ουσιαστικά τις επιταγές τού Ισλάμ και, κατ' επέκταση, τις διαθέσεις τού Μωάμεθ προς τους Χριστιανούς. Ως παρακολούθημα των πάρα πάνω οι απόγονοι σήμερα των Ρωμαίων στη Δύση οφείλουν να εκτελέσουν το καθήκον και την υποχρέωση να ξαναγνωρίσουν και να ξαναγαπήσουν τη Ρωμηοσύνη των προγόνων τους, η οποία διασώζεται στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Και αυτό θα επιτευχθεί, όταν κατανοήσουν ότι οι ίδιοι είναι εθνικά Ρωμαίοι, ότι οι Πατέρες τής Ρωμηοσύνης είναι και αυτοί Ρωμαίοι -είτε λατινόφωνοι, είτε ελληνόφωνοι, είτε δίγλωσσοι- και ότι η παράδοση των Ρωμαίων Πατέρων δεν έπαυσε τον Η' αιώνα. Εν κατακλείδι, η διάσωση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς και των ιστορικών μας καταβολών εδράζεται στις προγονικές μας ρίζες, που δεν είναι άλλες από τη Ρωμηοσύνη, η οποία περικλείει στους κόλπους της τόσο τη γλωσσική ενότητα και την ιστορική πραγματικότητα, όσο και τη θρησκευτική σύμπλευση, ώστε Ρωμηοσύνη και Χριστιανισμός να αποτελούν έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες. |
Δημιουργία αρχείου: 20-9-2011.
Τελευταία μορφοποίηση: 10-7-2017.