Το καβαφικό «σεμνότατα» διασαφηνίζει το νόημα της «πίστης»:
Δεν πρόκειται για «πεποιθήσεις», αυτές θωρακίζουν το εγώ,
συντηρούν την έπαρση. Ούτε για αυθυποβολή πρόκειται, μαγική
εκδοχή του θαύματος. Πρόκειται για εμπιστοσύνη: αυτή γεννάει
τη σεμνότητα της αυτοπαραίτησης.
Πιστεύω, στη γλώσσα της Εκκλησίας, αλλά και στα αρχαία
ελληνικά, σημαίνει εμπιστεύομαι. Αφήνομαι, όπως το βρέφος
στην αγκαλιά της μάνας του, παραδίνομαι, όπως ο ερωτευμένος
στην ερώμενη αγκαλιά.
Να εμπιστευθώ ποιον, να εμπιστευθώ τι; Ασφαλώς όχι
ιδεολογήματα, όχι ψυχολογικές προβολές ορμέμφυτων επιθυμιών
μου. Σε τέτοιες παρηγόριες επενδύει η βιολογική, ενστικτώδης
θρησκευτικότητα, όχι η εκκλησιαστική πίστη που την ενδύονται
σεμνότατα οι μακαριζόμενοι από τον Καβάφη.
Για τα μετά τον θάνατο δεν ξέρουμε τίποτα. Αν κάτι υπάρχει,
είναι αδύνατο να σημανθεί με το νόημα που εμείς δίνουμε στο
υπάρχειν. Η νοητική και φανταστική μας ικανότητα αδυνατεί να
συλλάβει την ύπαρξη ως ελευθερία από τον χρόνο, τον χώρο,
τον αριθμό, ενδεχόμενα που «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ
ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Αν κάτι υπάρχει,
μετά τον θάνατο, δεν μπορεί να λέγεται, μπορεί ίσως να
δείχνεται: Με την ευφροσύνη, για παράδειγμα, στη σεμνή (και
πάλι) όψη του καβαφικού κυρ Μανουήλ όταν φορεί ενδύματα
εκκλησιαστικά για να συναντήσει τον θάνατο.
«Το ιδανικό μου είναι, έλεγε ο σεμνότατος Βίτκενσταϊν, να
μεταδίδεται το άρρητο με το να ΜΗΝ επιχειρείται η διατύπωσή
του... Αν η φιλοσοφική κατανόηση μεταδίδεται, αυτό δεν
επιτυγχάνεται με τον τρόπο που μεταδίδεται η επιστημονική
γνώση, δηλαδή με το να δηλώνεται ευθέως και με γλώσσα που
κυριολεκτεί. Πρέπει να γίνεται με τον τρόπο της ποίησης».
Ο κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός, αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ξεντύνεται τα
βασιλικά του ενδύματα και ενδύεται το ένδυμα ιερέως ή
καλογήρου περιμένοντας ευφροσύνως τον θάνατο. «Ενδύσασθε τον
Κύριον Ιησούν», παραγγέλλει στην ίδια ποιητική γλώσσα και η
Εκκλησία. Το ένδυμα μπορεί να είναι προσωπείο, όπως εξ
ορισμού η αυτοκρατορική περιβολή και κάθε στολή, μπορεί να
είναι και αισθητό ήθος παραίτησης από κάθε ατομική
ιδιαιτερότητα, όπως το ένδυμα του μοναχού. Ο καβαφικός κυρ
Μανουήλ δεν γαντζώνεται στο αξίωμα (στην ψευδαισθητική
υπερμεγέθυνση που χαρίζει στο εγώ η δημοσιότητα) για να
κερδίσει ψευδαπάτες παράτασης του βίου.
Δεν εκλιπαρεί: «προσευχηθείτε όλοι σας για μένα, τον βασιλέα
σας, να νικήσω τον θάνατο», δεν επικαλείται την «πίστη» σαν
υπέρτερη ιαματική δυνατότητα όταν εξαντλούνται οι ικανότητες
της ιατρικής. Περιμένει με ευφρόσυνη όψη τον θάνατο που
εγγίζει, επειδή γι’ αυτόν, τον βασιλέα κυρ Μανουήλ ο θάνατος
είναι γεγονός ενταγμένο σε μια κατακτημένη, βιούμενη κιόλας
σχέση, είναι η κορυφαία δοκιμασία του ρεαλιστικού (του μη
φαντασιώδους) χαρακτήρα αυτής της σχέσης.
Μια σχέση δεν λέγεται ποτέ, μόνο δείχνεται. Λέγονται οι
συσχετισμοί, οι συναναστροφές, οι δοσοληψίες, οι εξαρτήσεις,
λέγεται η επιβολή, η κυριαρχία, η ιδιοκτησία. Η γλώσσα
ορίζει το άλλο ή τον άλλον ως αντι-κείμενο που το κατέχουμε.
Η σχέση δεν κατέχεται ποτέ, την κερδίζει κανείς συνεχώς, δεν
είναι ποτέ τετελεσμένη. Γιατί στη σχέση παραδινόμαστε, και η
αυτοπαράδοση, η αυθυπέρβαση, είναι το κορυφαίο και
δυσκατόρθωτο άθλημα ελευθερίας. Οσο συνεπέστερα
παραδινόμαστε στη σχέση τόσο πληρέστερα τη ζούμε. Και ο
θάνατος μπορεί ενδεχομένως να είναι η ολοκληρωμένη
αυτοπαράδοση, η είσοδος στην πληρότητα της σχέσης. Αλλά αυτό
το λέμε εδώ με νοήματα στην κόψη του επισφαλούς –
διαφορετική η ενάργεια της καβαφικής ποιητικής κατάδειξης.
Στο ποίημα του Καβάφη δεν υπάρχει η λέξη «Θεός». Ομως, η
αναφορά σε αυτόν «δείχνεται» σε κάθε πτυχή της ποιητικής
εικονολογίας. Είναι σαφέστατα ο Αλλος της σχέσης που
πραγματώνεται ως πίστη – εμπιστοσύνη, αυτός που κάνει
ευφρόσυνη την ετοιμασία για τον θάνατο, που δικαιολογεί τον
μακαρισμό όσων «τελειώνουν ντυμένοι μες την πίστη των
σεμνότατα». Αποσιωπάται, γιατί είναι ο υπαρκτός της σχέσης,
όχι το εννόημα που γίνεται αντι-κείμενο στη γλώσσα.
Μόνο η σχέση αποκαλύπτει προοδευτικά, δυναμικά, την
προσωπική ετερότητα ως πραγματική παρουσία. Οι πολιτικοί
ηγέτες, οι τηλεπαρουσιαστές, οι ποικίλες στον σύγχρονο βίο
διασημότητες, είναι δεδομένα αντι-κείμενα της
καθημερινότητάς μας, όπως η κρεμάστρα που κρεμάμε το ρούχο
μας ή η καρέκλα στο γραφείο μας – ριζικά άσχετοι με τη ζωή
μας. Ενώ ο Καβάφης ή ο Βίτκενσταϊν ή όποιος άλλος έχει λόγο
κλητικό σε αμεσότητα σχέσης, είναι πραγματικά υπαρκτός,
αποκαλύπτεται εμπειρικά ως παρουσία επειδή (και όταν)
ανταποκρινόμαστε στην κλήση του, σπουδάζουμε την προσωπική
του ετερότητα στον λόγο του, τον αγαπάμε.
Για πολλούς ο Καβάφης ή ο Βίτκενσταϊν είναι ανύπαρκτοι, ο
λόγος τους δεδομένος, αλλά αδιάφορος ή μόνο χρηστικός, σαν
κρεμάστρα ή καρέκλα γραφείου. Το ίδιο ανύπαρκτος είναι και
«ο Θεός των φιλοσόφων και των λογίων» (Dieu des philosophes
et des savants) όπως έλεγε ο Πασκάλ: Αφηρημένο αντικείμενο
της νόησης, απρόσιτος στη σχέση, απροσπέλαστος στην εμπειρία
– δεν μπορείς να πιστέψεις σ’ αυτόν, να τον εμπιστευθείς.
Ανύπαρκτος και ο εμβληματικός «Θεός» των πληρωμένων της κάθε
αυλής, που κρώζουν πανικόβλητη αισιοδοξία, ενώ ταυτόχρονα
διαδοχολογούν ανήκεστα εξαρτημένοι από την παραισθησιογόνο
εξουσία, προσβλέποντας στον θάνατο του άλλου για το νιτερέσο,
σαν νεκροθάφτες.
Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός «φορεί ενδύματα
εκκλησιαστικά κ’ ευφραίνεται» σαν σε ερωτική αναμονή, σαν με
λαχτάρα γυρισμού στην πατρίδα. Τραγούδησε άπειρες φορές στην
πορεία του βίου ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Και τώρα
είναι έτοιμος να εισέλθει εις την χαράν του Νυμφίου και
Κυρίου του.
Ναι, ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν, και σαν τον βασιλέα
κυρ Μανουήλ τελειώνουν ντυμένοι μες την πίστι των σεμνότατα.