...
Ο παραδοσιακός τραπεζίτης κοιτά δύο πράγματα:
καταθέσεις και δάνεια. Αυτό είναι το ισοζύγιό του και προσπαθεί να το διατηρεί
σε ισορροπία. «Η χρηματιστηριοποίηση των τραπεζών, από τα τέλη της δεκαετίας του
1990, άφησε πίσω τον κανόνα αυτόν. Τώρα ο στόχος είναι η αύξηση των κερδών μέσω
των πωλήσεων. Η μανία για πωλήσεις προκάλεσε τη δημιουργία ευφάνταστων
προϊόντων. Δόθηκε έμφαση στην πώληση δανείων και καρτών και εγκαταλείφθηκε το
κυνήγι των καταθέσεων», εξηγεί ο Κ.Β.
Η πίεση και ο ανταγωνισμός για πωλήσεις ανάγκασε τις τράπεζες να δημιουργούν
συνεχώς νέα προϊόντα για να πουλούν. Δημιουργήθηκαν δομημένα προϊόντα, τόσο
σύνθετα που η διαφάνεια σιγά σιγά χάθηκε. Δημιουργήθηκαν δάνεια για δανειολήπτες
που δεν έπρεπε να πάρουν δάνειο. Δηλαδή δεν είχαν τα απαραίτητα εισοδήματα ή
είχαν κακό πιστοληπτικό ιστορικό. Πρόκειται για τα δάνεια subprime. Οταν οι
δανειολήπτες αυτοί δεν μπόρεσαν τελικά να πληρώσουν τις δόσεις, οι τράπεζες
έμειναν με τα προσημειωμένα ακίνητα, τα οποία έπρεπε να πουλήσουν. Ετσι
εκτοξεύθηκαν οι κατασχέσεις, οι πλειστηριασμοί και επιταχύνθηκε η πτώση των
τιμών ακινήτων, κυρίως στις ΗΠΑ.
Αλλά, αυτό αποτελεί ένα μόνο μέρος του προβλήματος. Η μεγάλη φούσκα
δημιουργήθηκε από ένα «πλέγμα» παράγωγων προϊόντων και τιτλοποιημένων δανείων
που η μία τράπεζα πουλούσε στην άλλη.
«Είχε δημιουργηθεί μία αγορά που λειτουργούσε στα όρια της επιστημονικής
φαντασίας», λέει ο Α.Σ. Οι τράπεζες μετέτρεψαν τα δάνεια subprime σε ομόλογα.
Δηλαδή τα τιτλοποίησαν. Πουλούσαν τα ομόλογα αυτά, μετέθεταν τον κίνδυνο στον
αγοραστή και έπαιρναν ρευστότητα, την οποία χρησιμοποιούσαν για τη χορήγηση νέων
δανείων subprime. Για να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος, οι τράπεζες δημιούργησαν
παράγωγα προϊόντα που εξασφάλιζαν όσους είχαν πάρει τιτλοποιημένα δάνεια
subprime.
Οι επενδυτές (τράπεζες, ασφαλιστικές κ.λπ.) που είχαν αγοράσει τιτλοποιημένα
δάνεια subprime δέχονταν να πληρώνουν ένα ασφάλιστρο κινδύνου στην τράπεζα.
Δηλαδή οι τράπεζες εισέπρατταν ασφάλιστρα για να αποζημιώσουν τον αγοραστή του
τιτλοποιημένου subprime σε περίπτωση επισφάλειας (του ομολόγου). Οι καταβολές
αυτές αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένες απαιτήσεις (αποζημίωσης) των επενδυτών. Οι
τράπεζες τιτλοποίησαν και αυτές τις απαιτήσεις και τις πούλησαν σε άλλους
επενδυτές (τράπεζες, χρηματιστηριακές, ασφαλιστικές κ.λπ.). Οι επενδυτές αυτοί
κέρδιζαν υψηλές αποδόσεις, αλλά είχαν την υποχρέωση να αποζημιώσουν τους
αγοραστές των τιτλοποιημένων subprime σε περίπτωση επισφάλειας. Δηλαδή η μία
τράπεζα μετέθετε τον κίνδυνο στην άλλη, υποσχόμενη υψηλότερες αποδόσεις.
Ταυτόχρονα υπήρχαν οργανισμοί που ασφάλιζαν ομόλογα και δάνεια, ενώ
δημιουργήθηκαν και παράγωγα προϊόντα για να εξασφαλίζονται όσοι... ασφάλιζαν
τους κινδύνους άλλων... Ολοι αυτοί οι κίνδυνοι μετατράπηκαν σταδιακά σε
«στοιχήματα» στην αγορά παραγώγων.
Παρ' όλα αυτά, όλα έδειχναν ότι λειτουργούσαν σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή.
Στην πραγματικότητα ήταν αέρας. «Απλώς έκλειναν τα βιβλία. Θεωρητικά, φυσικά.
Αλλά αυτό ήταν αρκετό για τα σύγχρονα τραπεζικά στελέχη. Αρκεί να κλείνουν σωστά
τα βιβλία. Δηλαδή, κάτι σαν δημιουργική λογιστική», συμπληρώνει ο Σ.Γ.
«Αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Δεν γίνεται να δημιουργούνται κέρδη από
το τίποτα. Η μία τράπεζα πουλούσε στην άλλη βόμβες και το θέμα ήταν σε ποια
χέρια θα έσκαγαν. Και οι βόμβες έσκασαν, όταν οι δανειολήπτες που δεν έπρεπε να
πάρουν δάνειο, τελικά δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους», είπε
ο Κ.Β.
Οταν αυξήθηκαν οι επισφάλειες των δανείων subprime, τότε η μία τράπεζα ζητούσε
την αποζημίωσή της από την άλλη και αυξήθηκε το κόστος ασφάλισης κινδύνων. Αυτό
προκάλεσε την πρώτη στενότητα στη ρευστότητα. Μετά τα προβλήματα προέκυπταν με
ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στο μεταξύ, οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί είχαν ρίξει
τις τιμές των ακινήτων περαιτέρω και, κατά συνέπεια, την αξία των καλύψεων που
είχαν μέχρι εκείνη την ημέρα οι τράπεζες.
Η έλλειψη ρευστότητας είχε κορυφωθεί. Μετά το ένα έφερε το άλλο. Η κρίση
παρέσυρε και όσες επιχειρήσεις είχαν επενδύσει σε τίτλους που είχαν σχέση με
δάνεια subprime. Μετά η κρίση ρευστότητας στην αγορά εκτόξευσε το κόστος
χρήματος στη διατραπεζική αγορά. Αυτό επιβάρυνε όλες τις επιχειρήσεις και τα
νοικοκυριά.
Το πρόβλημα έγινε ακόμα πιο μεγάλο εξαιτίας της ανατίμησης των πρώτων υλών,
προκαλώντας πληθωριστικές πιέσεις. Ορισμένες τράπεζες και επενδυτικοί οίκοι,
όπως η Lehman, προσπαθώντας να αντισταθμίσουν τις ζημιές από τα subprime,
έπαιξαν στις αγορές εμπορευμάτων οδηγώντας τις τιμές του πετρελαίου και άλλων
πρώτων υλών ακόμα πιο ψηλά. Ή τουλάχιστον πόνταραν σε πιο υψηλές τιμές. Η
απότομη πτώση των τιμών ενέτεινε την κατάρρευση της Lehman.
«Δεν σεβαστήκαμε βασικούς κανόνες της οικονομίας. Και αυτό πληρώνουμε όλοι
τώρα», επισημαίνουν.
Από τη στιγμή που χάθηκαν τόσα χρήματα, ποιος τα κέρδισε; «Τώρα κανείς. Χάθηκαν
φανταστικά χρήματα από φανταστικά κέρδη, τα οποία είχαν προεξοφληθεί νωρίτερα.
Τα κέρδη είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την κρίση και είχαν διοχετευθεί στις
αγορές, τα χρηματιστήρια και την πραγματική οικονομία με οικοδομές, αυτοκίνητα,
πισίνες κ.λπ. Απλώς τώρα έσκασε η φούσκα και όλοι ζητούν τα χρήματα πίσω. Οι
αγορές, οι επενδυτές, οι κατασκευαστές κ.λπ. Είχαν κερδίσει πριν. Ή έτσι
πίστευαν», εξηγεί ο Κ.Β.
... |