Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Κοινωνία και Γεγονότα

Τα θρησκευτικά και η επιρροή στα παιδιά // Ο π. Παϊσιος για την παιδεία // Η διδασκαλία των θρησκευτικών // Το μάθημα των Θρησκευτικών: τι απωθημένα πληρώνουμε

Το μάθημα των θρησκευτικών και η αστασίαστη θέση του στην εθνική μας Παιδεία

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός

 

Πηγή: Εισήγησις Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτίμου Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, στην ΗΜΕΡΙΔΑ: "ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΙΔΕΙΑ η ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ"; ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ 19-5-2012.

 

Η πείρα των δεκαετιών, που κουβαλώ στους ώμους μου, η επί 42 συναπτά έτη διακονία μου στον χώρο της Παιδείας και, κυρίως, η κατά την τριετία της κοσμητείας μου (2004-2007) συνεχής επαφή και -συνήθως- θηριομαχία μου με υπεύθυνα στελέχη της διανόησης και της πολιτικής, με έχουν πείσει, ότι υπάρχει, κυρίως στους χώρους αυτούς, μόνιμη η διάθεση να διακοπεί κάθε σχέση του Λαού μας με την παράδοση και την ταυτότητά μας. Στο πλαίσιο αυτής της επιδίωξης εντάσσεται και η έξωση του Μαθήματος των Θρησκευτικών από τα Προγράμματα της Εκπαίδευσής μας. Αυτό δηλαδή, που οι άλλοι Ορθόδοξοι αδελφοί μας, έζησαν στο Σοβιετικό καθεστώς τους, απειλεί εμάς μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη του ενθεΐζοντος Φραγκισμού.

Εις πείσμα όμως όλων των τεκταινομένων εις βάρος τού Μαθήματος τών Θρησκευτικών, ακόμη και από επαγγελματίες Θεολόγους, θα τολμήσω να μιλήσω για την εθνική σημασία του μαθήματος, γνωρίζοντας ότι ισχύει και για τον ομιλούντα, ο σχετιζόμενος με παρόμοιες περιπτώσεις λόγος του ι. Χρυσοστόμου: «Και δόξω καταγέλαστος είναι των τοιούτων επιλαμβανόμενος». Όπως όμως εκείνος, θα συγχωρηθεί να επαναλάβω και εγώ: «Αλλ όμως ου παύσομαι λέγων»...

1. Οι στρεφόμενοι κατά του μαθήματος των Θρησκευτικών ισχυρίζονται, ότι λειτουργεί ως «θρησκευτική κατήχηση βιωματικού χαρακτήρα», «ικανοποιεί εν πρώτοις την στοχοθεσία της Εκκλησίας, η οποία μέσω ενός κρατικού μηχανισμού μεταδίδει τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις, αναζητώντας ακροατήριο» και «κατά δεύτερον ικανοποιεί το κράτος, το οποίο χρησιμοποιεί την θρησκεία [... } για τον κοινωνικό έλεγχο μέσω της ηθικοποίησης των πολιτών του». Ποια είναι η λύση; ερωτούν. Και απαντούν: «Κατάργηση τώρα»! (Αλ. Σακελλάριος, πανεπιστημιακός, «Ελευθεροτυπία», 8.1.2009). Πρόκειται για συνθηματολογία φυσικά, προσδιοριζόμενη από το πνεύμα και τις στοχοθεσίες της ευρωπαϊκής μετανεωτερικότητας και της σύμφυτης με αυτήν Νέας Εποχής.

Είναι βέβαια γεγονός, ότι και το Μάθημα τών Θρησκευτικών ανήκει στον εκπαιδευτικό προγραμματισμό της Πολιτείας και των επιδιώξεών της και όχι στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας, σύμφωνα με το πνεύμα των «διακριτών ρόλων» τους. Ποιο όμως ήταν μέχρι πρόσφατα το πνεύμα της Πολιτείας; Ο σκοπός του μαθήματος, όπως προσδιορίσθηκε με τον Ν. 1566/1985 και τις αποφάσεις 3338/1995 και 2176/1998 του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι: «Η φανέρωση των αληθειών του Χριστού για τον Θεό, για τον κόσμο και για τον άνθρωπο, η μύηση (σημ. Γ.Δ.Μ., αυτό σημαίνει βιωματική συμμετοχή) των μαθητών στις σωτήριες αλήθειες του Χριστιανισμού με την ορθόδοξη πίστη και ζωή... η βίωση των αληθειών της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως στις συγκεκριμένες περιστάσεις της καθημερινής ζωής του μαθητή, για να βελτιώνεται συνεχώς «εν σοφία, ηλικία και χάριτι (Λουκ. 2, 52)», ώστε να καταξιωθεί «εις άνθρωπον τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. (πρβλ. Εφεσ. 4, 13)». Αυτά φυσικά, γράφθηκαν και ισχύουν για τους ορθόδοξους Μαθητές, για τους οποίους -και κατά το Υπουργείο- το Μάθημα είναι «υποχρεωτικό».

Εξ άλλου, η αναφορά στο παύλειο χωρίο της προς Εφεσίους, βεβαιώνει ότι το μάθημα εντάχθηκε έμμεσα μεν, αλλά δραστικά, και από την Πολιτεία, στο κλίμα της ποιμαντικής προοπτικής της εκκλησιαστικής κατήχησης, αναγνωριζόμενο tacite ως προέκταση του κατηχητικού έργου της Εκκλησίας στον χώρο της εκπαίδευσης, με τις προϋποθέσεις και δυνατότητες του σχολείου.

Αλλά το 2003 έγινε αναδιατύπωση του «σκοπού» τού Μαθήματος τών Θρησκευτικών, καθοριζόμενο –και πάλι- από την Πολιτεία (ΦΕΚ 303/13.3.2003). Διαβάζουμε λοιπόν: «Η διδασκαλία τού Μαθήματος τών Θρησκευτικών συμβάλλει Στην απόκτηση γνώσεων γύρω από τη χριστιανική πίστη και την Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση. Στην προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας ως ατομικού και συλλογικού βιώματος. Στην κατανόηση της χριστιανικής πίστης, ως μέσου νοηματοδότησης του κόσμου και της ζωής. Στην παροχή ευκαιριών στους μαθητές για θρησκευτικό προβληματισμό και στοχασμό. Στην κριτική επεξεργασία των θρησκευτικών παραδοχών, αξιών, στάσεων. Στην διερεύνηση του ρόλου που έπαιξε και παίζει ο Χριστιανισμός στον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης. Στην κατανόηση της θρησκείας ως παράγοντα που συντελεί στην ανάπτυξη του πολιτισμού και της πνευματικής ζωής. Στην επίγνωση της ύπαρξης διαφορετικών εκφράσεων της θρησκευτικότητας. Στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των μεγάλων συγχρόνων διλημμάτων. Στην ανάπτυξη ανεξάρτητης σκέψης και ελεύθερης έκφρασης. Στην αξιολόγηση του Χριστιανισμού ως παράγοντα βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων».

Επικροτούμε εξ άλλου και τα υπογραμμισμένα «βασικά κριτήρια» για την έκθεση της διδακτικής ύλης: Απαιτούμενη στάση απέναντι στους αλλόπιστους, τους ετερόδοξους, τις προβληματικές ιδεολογίες και τα αντίστοιχα κινήματα: «Έγκυρη ενημέρωση, ανάλυση, ερμηνεία. Συμπαράθεση απόψεων (αμερόληπτη και αντικειμενική). Σεβασμός των εκπροσώπων τους. Αγωγή για μαρτυρία και ομολογία η διάλογο (όπου αυτός είναι δυνατός), καθώς και για άμυνα (όπου είναι αναπόφευκτο). Αποφυγή προσβλητικών χαρακτηρισμών, υποτίμησης, περιφρόνησης, γελοιοποίησης, πολεμικής και φανατικής αντίθεσης».

Σημασία, λοιπόν, έχει ότι η Πολιτεία αποδέχεται με αυτά και συνιστά τον «ομολογιακό» χαρακτήρα του Μαθήματος, ακόμη δε και ο Συνήγορος του Πολίτη (Διαμεσολάβηση, αρ. 2141/2005 περί της Εξομολογήσεως στα Σχολεία), που παραδέχεται ότι βάσει του Συντάγματος «δεν υπάρχει λόγος να είναι θρησκειολογικό, αλλά μπορεί κάλλιστα να είναι ομολογιακό, αρκεί να αφήνει περιθώρια για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών».

 

2. Η εκκλησιαστική, λοιπόν, «κατήχηση» ως προσφορά της ορθόδοξης πίστης και παράδοσης για την εμπέδωση των Ορθοδόξων μαθητών σ’ αυτήν, προϋποτίθεται και στην Εκπαίδευση. Αυτό όμως οφείλει να γίνεται με την αντικειμενικότητα και κριτική μέθοδο της επιστήμης, ως προέκταση όχι της ενοριακής κατήχησης, αλλά της καλλιεργούμενης στα Πανεπιστήμια θεολογικής επιστήμης. Τα πορίσματα της αδέσμευτης ακαδημαϊκής έρευνας μεταφέρονται έτσι, στον χώρο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με την ελευθερία και νηφαλιότητα του επιστημονικού λόγου.

Το Μάθημα προσφέρει την ιστορική πορεία και παρουσία του Χριστιανισμού, και ειδικά της Ορθοδοξίας, την λατρεία, την τέχνη και την ζωή της. Η προοπτική του είναι οικουμενική, αλλ’ όχι οικουμενιστική, στο πνεύμα δηλαδή της Νέας Εποχής και της Πανθρησκείας της. Τι σημαίνει οικουμενική; Αυτονόητα το Μάθημα θα παρουσιάσει, με τη μεγαλύτερη δυνατή αμεροληψία, το οδυνηρό σχίσμα και την διαφοροποίηση του δυτικού Χριστιανισμού από τη μία και αδιαίρετη χριστιανική αρχαιότητα, τον Παπισμό, και ό,τι αυτός σημαίνει, ως και την προτεσταντική πολυδιάσπαση, χωρίς να λείπει, φυσικά και η αυτοκριτική για υπερβάσεις ή παραλείψεις εκπροσώπων της Ορθόδοξης Ανατολής. Η υποστηριζόμενη και από Ορθοδόξους εμμονή στα ενούντα (αυτό συμβαίνει και στον οικουμενικό Διάλογο) είναι παραπλανητική, διότι παραθεωρεί την θλιβερή τραγικότητα του σχίσματος, η άρση και θεραπεία του οποίου είναι δυνατή, όταν συνειδητοποιηθούν τα χωρίζοντα που, εξελικτικά, επέφεραν την πνευματική και πολιτιστική αλλοτρίωση μεγάλου μέρους της Χριστιανοσύνης και την δημιουργία της σημερινής Ευρώπης. Η εφαρμογή της μεθόδου της αποσιώπησης της διαφοράς, όπως ενσαρκώθηκε στο διαβόητο βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, όχι μόνο είναι αντιεπιστημονική, αλλά και παραπειστική, εισάγοντας κλίμα εξωπραγματικής μυθοπλασίας και οικοδομώντας γνώση αναληθή και γι’ αυτό επικίνδυνη.

Εξ άλλου, αναφερόμενο το Μάθημα στα θρησκεύματα (θρησκείες, όπως συνήθως λέμε), δεν είναι δυνατόν να μη διαφοροποιήσει την χριστιανική αυθεντικότητα (πατερική Ορθοδοξία) από την θρησκεία. Βέβαια, πάντα κρίσιμος παραμένει ο τρόπος της διδασκαλίας, που είναι ανεπίτρεπτο να εκτρέπεται σε «θρησκευτικό ρητορισμό» θριαμβολογίας και αυτοδικαίωσης. Προσφέρουμε άλλωστε, την πίστη και παράδοση των Αγίων και όχι τις δικές μας αλλοτριωμένες συχνά πεποιθήσεις και απόψεις ως «ορθόδοξη» ιδεολογία.

Μετά λοιπόν από αυτά αναδύεται το ερώτημα: Γιατί οι πρόσφατες παλινωδίες της Πολιτείας; Ας μη λησμονούμε όμως την εύστοχη επισήμανση του σοφού Λάϊμπνιτς, ότι «αν η Γεωμετρία απαιτούσε τρόπο ζωής, θα την είχαμε αποβάλει από την σχολική εκπαίδευση»! Αυτό είναι το πρίσμα θεώρησης τού Μαθήματος τών Θρησκευτικών από τους πολεμίους του. Η πολεμική –συνεπώς- κατά του ομολογιακού, κατά τα παραπάνω, χαρακτήρα του Μαθήματος αντιμάχεται την ίδια την πατερική Ορθοδοξία, διότι ανατρέπει αυτόχρημα κάθε αλλοτριωμένη χριστιανικότητα και την στοχοθεσία της Νέας Εποχής, την οποία διακονούν ακόμη και Κληρικοί και Θεολόγοι μας, εν γνώσει ή εν αγνοία. Η καθαρά Ορθοδοξία όμως, προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες ειλικρινούς συνάντησης και διαλόγου με τα θρησκεύματα, π.χ. το Ισλάμ, από όσο η εκκοσμικευμένη δυτική χριστιανοσύνη.

 

3. Σ’ αυτό το σημείο προσκρούει, ακριβώς, η προτεινόμενη, έντονα μάλιστα, θρησκειολογική μετασκευή του μαθήματός μας, δήθεν για την πλουραλιστική κοινωνία μας. Άλλωστε, σε ορθοδόξους μαθητές απευθύνεται το μάθημα. Λησμονείται έτσι, η επιστημονική αρχή, ότι η κατανόηση της ετερότητας προϋποθέτει καλή γνώση του ιδίου και οικείου, με βάση την αριστοτελική θεμελίωση της γνωσιολογίας στις αρχές της ομοιότητας και της αντίθεσης/διαφοράς.

Ο συνεχής όμως τονισμός, ευκαίρως ακαίρως, από ειδικούς, αλλά αδέξιους ερασιτέχνες του παιδευτικού χώρου, της αναγκαίας θρησκειολογικής μεταρρύθμισης του Μαθήματος αποβλέπει βασικά στην μεταρρύθμιση των Θεολογικών Σχολών και τελικά στην έξωσή τους από τον χώρο της Κρατικής Εκπαίδευσης. Το πρώτο βήμα σ’ αυτήν την κατεύθυνση έγινε με την ανωτατοποίηση και ανάδειξη σε πανεπιστημιακές σχολές των τεσσάρων «Εκκλησιαστικών Ακαδημιών», που άνοιξαν τον δρόμο στην ιδιωτικοποίηση της θρησκευτικής αγωγής και εκπαίδευσης. (Και αυτό δεν έχει σχέση με την ικανότητα των διδασκόντων σ’ αυτές Συναδέλφων).

 

Προϋπόθεση της θρησκειολογικής μεταρρύθμισης τού Μαθήματος τών Θρησκευτικών είναι, όπως έχει υποστηριχθεί «η ριζική αλλαγή του χαρακτήρα των Θεολογικών Σχολών» και (ζητείται) «είτε η υπαγωγή τους στις ευρύτερες παιδαγωγικές, είτε η μετεξέλιξή τους σε σχολές ανθρωπιστικών σπουδών». Αυτό βέβαια επί δεκαετίες τώρα το υποστηρίζουν και Καθηγητές των Σχολών μας. Πόσο δίκιο, λοιπόν, έχει ο ιερός Χρυσόστομος, όταν λέγει, ότι «τον εαυτόν μη αδικούντα, ουδείς παραβλάψαι δύναται» (PG 52, 459 επ.)

Η φύση όμως και το περιεχόμενο τού Μαθήματος τών Θρησκευτικών και η θέση του στο εκπαιδευτικό μας σύστημα σχετίζεται άμεσα με τον τύπο ανθρώπου, που επιδιώκει η Παιδεία/Εκπαίδευσή μας, που αδιαφορώντας για την ιστορική συνέχεια και συνοχή της κοινωνίας μας, στοχεύει, κατά τα φαινόμενα σε μια «κοινωνία ουδέτερη» χωρίς ταυτότητα, χωρίς παραδόσεις, χωρίς ιστορία, χωρίς συλλογικά βιώματα, χωρίς μεταφυσική ελπίδα» (Χρ. Γιανναράς).

1. Μετά τον ομολογιακό, υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, ιδιαίτερη σημασία έχει και ο εθνικός χαρακτήρας του Μαθήματος, αναγνωριζόμενος και αυτός από το Σύνταγμά μας, που ορίζει, ως βούληση του Έθνους, την ηθική, πνευματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και την διάπλασή τους σε ελεύθερους πολίτες (16,2). Την πρακτική διεύρυνση αυτού του αιτήματος προσφέρει το άρθρο 1, παρ. 1α, του Ν., 1566/1985, μιλώντας για την δημιουργία πολιτών, που να «διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης». Ο εθνικός χαρακτήρας σύνολης της σχολικής μας παιδείας προσκρούει βέβαια στο ρεύμα του φυλετικού εθνικισμού (19ος αι.) και του διεθνισμού (20ος αι.), που νοθεύουν τον αταξικό και αντιπαραταξιακό πατριωτισμό, στα όρια του σεβασμού της ετερότητας και της ελευθερίας της. Αυτό είναι, άλλωστε, το αυθεντικό πνεύμα του Ελληνισμού στην διαιώνιά του πορεία. Σήμερα η απειλή προέρχεται από την καλλιεργούμενη αν(τ)εθνικότητα και τις σαφώς αντεθνικές θεωρίες, που εισάγονται μεθοδευμένα στον χώρο της ιστορίας και γενικότερα της παιδείας. Η Ορθοδοξία όμως συνδέει αρμονικά την εθνικότητα με την υπερεθνικότητα, ιδιαίτερα στον χώρο της λατρείας. Αυτά πρέπει ιδιαίτερα να λαμβάνονται υπόψη, για την κατανόηση των οποιωνδήποτε αρνητικών συμπεριφορών έναντι του Μαθήματός μας.

Η ιδιαίτερη σημασία τού Μαθήματος τών Θρησκευτικών στην καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος, που είναι συγχρόνως υπερφυλετικό και οικουμενικό, φαίνεται σε βάθος και πλάτος στην προβολή και ερμηνεία από αυτό του πολιτισμού μας σε όλες τις όψεις του. Γι’ αυτό αποκρούεται και το Μάθημά μας, μαζί με την Ιστορία, από εκείνους που ακολουθούν την έξωθεν χαρασσόμενη γραμμή του αντεθνισμού και κατεργάζεται την εκθεμελίωση του Έθνους, ως όρου και ως φορέα συγκεκριμένου νοήματος. Στο πλαίσιο αυτής της πολεμικής σχετικοποιούνται και βαθμηδόν απονοηματοδοτούνται η πίστη, η ιστορία, ο πολιτισμός, η παράδοση και κάθε στοιχείο της εθνότητας και εθνικότητας. Η τεχνητή και έξωθεν προωθούμενη πολυπολιτισμικότητα έχει ως στόχους τα μαθήματα των Θρησκευτικών, της Ιστορίας και των Ελληνικών (γλώσσα), διότι προβάλλουν και ενισχύουν τα κύρια συστατικά του Έθνους και της εθνικότητάς μας. Η στάση, συνεπώς, απέναντι στα μαθήματα αυτά, ιδιαίτερα στο Μάθημα τών Θρησκευτικών, ελέγχει την ποιότητα της πολιτισμικής μας συνείδησης.

Η Ορθόδοξη Θεολογία, που προσφέρεται στην εκπαίδευση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παγκόσμια ιστορία και ιδιαίτερα την ελληνική. Η εκκλησιαστική ιστορία άλλωστε, είναι μέρος της ιστορίας του πολιτισμού. Ο χωρισμός της Θεολογίας από την Ιστορία είναι ξένος προς την ελληνικότητα.

Εξ άλλου, είναι αδιανόητος κάθε διαχωρισμός της ιστορίας και του πολιτισμού από την Θεολογία της Ορθοδοξίας και του τρόπου ζωής, που παράγει. Όλη η ζωή του Έθνους είναι διαποτισμένη από το πνεύμα της Ορθοδοξίας, αφού Ορθοδοξία και Ελληνικότητα, ενωμένα σε μία θεανθρώπινη ένωση, είναι μεγέθη ασύγχυτα μεν, αλλά και αδιαίρετα δε. Η ισχυρότερη επιβεβαίωση αυτής της ευεργετικής για το Έθνος ενότητας Ελληνισμού και Ορθοδοξίας προκύπτει και από τον θηριώδη αγώνα των Νεοεποχιτών, ακόμη και επαγγελματιών Θεολόγων, για τον διαχωρισμό τους, με την αποσύνδεσή μας από το Βυζάντιο και την ιστορική και πολιτιστική συνέχειά τους.

Γι αυτό το Μάθημά μας, πράγματι, δεν πρέπει να έχει στενά ομολογιακό, ούτε (όμως) και γενικά θρησκειολογικό χαρακτήρα, αλλά κυρίως ιστορικό. Το μάθημα ενσαρκώνει και εκφράζει σύνολο τον πολιτισμό μας και βοηθά στην κατανόηση της εθνικής μας παράδοσης. Προσφέρει τα αναγκαία ερμηνευτικά κλειδιά για την προσέγγιση και βίωση τού πολιτισμού μας (τοπωνύμια, εορτές, πανηγύρεις, έθιμα και όλο το περιεχόμενο του λαϊκού βίου και της θρησκείας).

2. Παράλληλα όμως το Μάθημα τών Θρησκευτικών συμβάλλει και στην παραγωγή πολιτισμού, όπως άλλωστε και όλη η Ορθοδοξία. Ο πολιτισμός προϋποθέτει «τον πολιτισμό της ψυχής» κατά τον Τόϋμπη. Λειτουργώντας σ’ αυτό το πλαίσιο, το Μάθημά μας προβάλλει τις σταθερές του πολιτισμού, που διακρατούν την εθνική ταυτότητά μας και την ιδιοπροσωπία μας, ως προϋπόθεση της εθνικής συνέχειάς μας στον ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο της Νέας Εποχής και της ισοπεδωτικής Παγκοσμιοποίησης. Βοηθεί έτσι, στην αποφυγή της ολιστικής συγχώνευσης και διάλυσης στη νεοεποχίτικη πλανητική κοινωνία, και της μεταβολής των Νέων μας σε πλανητικούς ανθρώπους, οικονομικές δηλ. μονάδες της παγκόσμιας αγοράς. Αλλ’ αυτό ακριβώς επιδιώκουν οι πολέμιοι του Μαθήματος. Διότι το κύριο διαφοροποιητικό στοιχείο μας απέναντι στην κατασκευαζόμενη νέα παγκόσμια κοινωνία, είναι η Ορθόδοξη παράδοσή μας, όπως και όλων των Ορθοδόξων φυσικά. Η αυθεντική δε, δηλ. αποστολική και αγιοπατερική Ορθοδοξία, ποτέ δεν μπορεί να δημιουργήσει πνεύμα μισαλλοδοξίας και φανατισμού, διότι η μαρτυρική συνείδηση που δημιουργεί, εκφράζεται ως θυσία του Ορθοδόξου για τους άλλους και όχι το αντίθετο, το οποίο συνιστά μόνιμη πράξη των δυνάμεων του κόσμου. Όταν και όπου υπάρχουν αντίθετα δείγματα, απλούστατα, δεν πρόκειται για Ορθοδοξία!

Το Μάθημα τών Θρησκευτικών συνεπώς, είναι μία δυνατότητα συνάντησης όλης της ευρωπαϊκής νεολαίας στην αρχαία πολιτιστική ενότητά της. Συμβάλλει έτσι στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ενότητα, με μια σταθερή βάση. Οι ορθόδοξοι μαθητές, εξ άλλου, θα σέβονται πολύ περισσότερο τους πολιτισμούς των εισερχομένων στο χώρο μας Ξένων, όσο περισσότερο μάθουν να σέβονται τον δικό τους πολιτισμό, οδηγούμενοι σε φιλικές και φιλάνθρωπες σχέσεις μαζί τους.

Δεν πρέπει δε να λησμονείται, ότι ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός, τον οποίο ενσαρκώνει και μεταδίδει το Μάθημα των Θρησκευτικών, βρίσκεται στη βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, συνδέοντας, έτσι, και τους Ορθοδόξους, αλλά και όλη την Ευρώπη, με την ταυτότητά της κατά την προ του σχίσματος (11ος αι.) εποχή, παραπέμποντας στην αρχαία Ενωμένη Ευρώπη.

Βέβαια, δεν τρέφω ψευδαισθήσεις. Γνωρίζω, ότι οι άγευστοι της Ορθοδοξίας ως πατερικότητας, ακούοντας τις επισημάνσεις αυτές, αισθάνονται φρικίαση. Αυτό όμως που με τρομάζει, είναι ότι υπάρχουν και Θεολόγοι, που συμμερίζονται αυτήν τη στάση. Και γι’ αυτούς μεν εύχομαι «ο Θεός να τους φωτίσει», για μας δε «καλόν αγώνα»!

Δημιουργία αρχείου: 1-8-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 1-8-2012.