Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Κοινωνία και Γεγονότα |
---|
Νόμοι φθοράς και αφθαρσίας στην κοινωνία
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΦΤΩΧΕΙΑ - Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΨΗ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου |
Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος από την εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Ιεροθέου στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στα πλαίσια των εργασιών της 10ης Διακοινοβουλευτικής Συνελεύσεως Ορθοδοξίας, στην οποία είχε κληθεί ως κύριος εισηγητής. Είναι αναδημοσίευση απο το: http://www.parembasis.gr/2003/03_09_14.htm
Το θέμα που μου ανατέθηκε να αναπτύξω είναι πολύ μεγάλο και έχει πολλές πλευρές. Όμως ο περιορισμός του χρόνου, αναγκαστικά με οδηγούν στο να παρουσιάσω μερικά μόνο σημεία και αυτά ενδεικτικά και βεβαίως δεν θα αναπτυχθούν όπως θα έπρεπε. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αντιμετώπισαν πολλές πλευρές αυτού του θέματος και υπάρχουν πολλά κείμενά τους γι’ αυτά τα σημεία, αλλά παρακάμπτοντας όλα αυτά, για έλλειψη χρόνου, θα περιορισθώ στο να εκθέσω μερικές θεολογικές απόψεις, που είναι σημαντικές κατά την γνώμη μου. 1. Προπτωτικός, μεταπτωτικός και εσχατολογικός κόσμος Πρέπει να ξεκινήσω από την γενική άποψη ότι τα θέματα του πολέμου και της φτώχειας, όπως και τα παρόμοια θέματα με αυτά, θα πρέπει να εξετάζωνται από την άποψη πώς λειτουργούσε ο κόσμος προπτωτικά, πώς λειτουργεί μεταπτωτικά και πώς θα λειτουργήση εσχατολογικά. Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, γιατί μόνον δι’ αυτού του τρόπου μπορεί κανείς να δη την τραγικότητα του πολέμου και της φτώχειας, αλλά ταυτόχρονα, παρά την τραγικότητά τους να δη και την αντιμετώπισή τους. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί πολλοί από μας τους ορθοδόξους Κληρικούς και θεολόγους, κάνουμε σύγχυση μεταξύ της προπτωτικής, μεταπτωτικής και της εσχατολογικής καταστάσεως, αφού στοιχεία του προπτωτικού κόσμου τα θέλουμε να υπάρχουν και να ενεργούν στον μεταπτωτικό κόσμο και στοιχεία του μεταπτωτικού κόσμου τα ταυτίζουμε με τα εσχατολογικά γεγονότα, οπότε τα μεταπτωτικά φαινόμενα, που συνιστούν μια τραγωδία του ανθρωπίνου πνεύματος και της όλης κοσμολογίας, τα συνδέουμε με τον προπτωτικό και τον εσχατολογικό κόσμο. Πριν την πτώση του ανθρώπου υπήρχε μια ειρηνική κατάσταση του ανθρώπου με τον Θεό, τον εαυτό του, τον πλησίον και την κτίση. Ο νούς του ανθρώπου ήταν ολόκληρος ανοικτός στον Θεό. Η Χάρη του Θεού δια του νοός διαπορθμευόταν στο σώμα και από εκεί προχεόταν στην άλογη κτίση, οπότε υπήρχε μια ισορροπία μεταξύ Θεού, ανθρώπου και κτίσεως. Με την πτώση έγινε μια διατάραξη των σχέσεων αυτών. Η ψυχή του ανθρώπου δεν είχε σχέση με τον Θεό, δεν ελάμβανε την Χάρη του Θεού, οπότε απομυζούσε το σώμα, αφού από το σώμα ανέμενε να έχη την ζωή της, και έτσι δημιουργούνται τα ψυχικά πάθη, της κενοδοξίας, του εγωϊσμού, της υπερηφανείας, της αλαζονείας. Το σώμα του ανθρώπου, αφού δεν τρεφόταν από την ψυχή, λάμβανε ενέργεια από την κτίση και έτσι δημιουργούνται τα σωματικά πάθη και στην συνέχεια, λόγω της υπερπαραγωγής, δημιουργούνται και τα οικολογικά προβλήματα. Στην Αγία Γραφή λέγεται ότι ο άνθρωπος προ της πτώσεως ήταν γυμνός, δεν φορούσε τίποτε, αλλά δεν εντρεπόταν, ακριβώς γιατί επάνω του υπήρχε πλούσια η Χάρη του Θεού. Μετά την πτώση, επειδή αισθάνθηκε την γύμνωσή του, ο Θεός από αγάπη και φιλανθρωπία του έραψε δερμάτινους χιτώνες. Κατά την διδασκαλία των Πατέρων οι δερμάτινοι χιτώνες, που ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλά και έκφραση της αγάπης και φιλανθρωπίας του Θεού, είναι η φθορά και η θνητότητα. Μια έκφραση της φθοράς και της θνητότητος είναι ο πόλεμος και η φτώχεια, οπότε αμέσως μετά την πτώση ο άνθρωπος απέκτησε τα πάθη του μίσους, της επιθετικότητας, της ιδιοκτησίας, της αναγκαιότητας του πλουτισμού, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ποικίλα κοινωνικά προβλήματα. Έτσι και ο πόλεμος και η φτώχεια είναι αρρώστιες που είναι αποτέλεσμα της διαταράξεως των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, της ψυχής με το σώμα, του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του και του ανθρώπου με την κτίση. Η αρχή της απελευθερώσεως του ανθρώπου από την φθορά και την θνητότητα γίνεται με την ενανθρώπηση του Χριστού και την έναρξη της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού. Ο Χριστός προσέλαβε το θνητό και το παθητό της φύσεως του ανθρώπου για να νικήση τον θάνατο στην προσωπική του ζωή, για να μεταμορφώση και να αποβάλη τους δερμάτινους χιτώνες της φθοράς και της θνητότητας. Αυτό έγινε με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του. Αυτήν την νέα ζωή που έφερε ο Χριστός στον κόσμο την μετέφερε μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα Του. Όπως η ζωή της κεφαλής γίνεται και ζωή του σώματος, έτσι και η ζωή του Χριστού γίνεται και ζωή της Εκκλησίας. Μέσα στην Εκκλησία αρχίζουμε να γευόμαστε τις καταστάσεις της υπερνικήσεως της φθοράς και της θνητότητας, της απεκδύσεως των δερμάτινων χιτώνων και της ενδύσεώς μας με το ένδυμα της αφθαρσίας και της αθανασίας. Επομένως, ο χώρος της Εκκλησίας είναι εκείνος στον οποίο γίνονται όλες οι εφαρμογές του σκοπού της ενανθρωπήσεως του Χριστού και της νίκης Του επάνω στην φθορά και τον θάνατο. Μέσα στην Εκκλησία αρχίζει ο άνθρωπος να απολαμβάνη μερικές ανταύγειες της εσχατολογικής καταστάσεως, τότε που θα σταματήση όλη η φθορά και θα ζούμε τους “καινούς ουρανούς” και την “καινήν γήν». Όλες τις κοινωνικές εφαρμογές του ο Χριστιανισμός τις πραγματοποιεί μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, τον χώρο των μυστηρίων και του αναγεννημένου ανθρώπου, γιατί ο εκτός της Εκκλησίας κόσμος, είναι ο κόσμος της πτώσεως, της φθοράς και του θανάτου. Αυτό σημαίνει ότι η κατάσταση που επικρατεί στην παρούσα ζωή με τους πολέμους, τις ακαταστασίες, την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον συνάνθρωπό του είναι μια φυσική κατάσταση, μέσα στην αφύσικη ζωή της πτώσεως, και συνδέεται με την πτωτική κατάσταση. Όταν ο άνθρωπος συνδέεται με τον Αναστάντα Χριστό, μπορεί να αρχίση από τώρα να απολαμβάνη μερικές πτυχές της ανακαινίσεως, της εσχατολογικής καταστάσεως, όχι από την άποψη ότι παύουν να υπάρχουν πόλεμοι, μάχες, θάνατοι, αδικίες, αλλά από την άποψη ότι τα υπερβαίνει όλα αυτά. Οι κοινωνικές αδικίες δεν τον ενοχλούν. Βέβαια, οι άγιοι πονούν υπερβολικά για τις ακαταστασίες αυτές, όταν βλέπουν ότι οι συνάνθρωποί τους υποφέρουν και βασανίζονται, αλλά τα βλέπουν μέσα από την θεολογική, προπτωτική και εσχατολογική προοπτική, τα θεωρούν ότι είναι συνέπειες της αμαρτίας καί, επομένως, είναι αρρώστιες, γι’ αυτό κάνουν θεολογία και όχι μια ανθρωποκεντρική κοινωνιολογία. Ύστερα από αυτές τις γενικές θεολογικές αρχές, θα ήθελα να δούμε λίγο τα δύο αυτά θέματα του πολέμου και της φτώχειας. 2. Η τραγωδία του πολέμου Μέσα από την προοπτική που αναλύσαμε προηγουμένως, φαίνεται η τραγωδία του πολέμου. Κατ’ αρχάς ο πόλεμος δείχνει το μίσος που επικρατεί μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, που συνδέεται οπωσδήποτε και με τις επιθετικές του βλέψεις, καθώς επίσης και με τον πλούτο και την κυριαρχία. Ο Αδελφόθεος Ιάκωβος ερωτά: «Πόθεν πόλεμοι και μάχαι εν υμίν; ουκ εντεύθεν, εκ των ηδονών υμών των στρατευομένων εν τοις μέλεσιν υμών; επιθυμείτε, και ουκ έχετε· φονεύετε και ζηλούτε, και ου δύνασθε επιτυχείν· μάχεσθαι και πολεμείτε, και ουκ έχετε, δια το μη αιτείσθαι υμάς· αιτείτε και ου λαμβάνετε, διότι κακώς αιτείσθε, ίνα εν ταις ηδοναίς υμών δαπανήσητε» (Ιακ. δ', 1-3). Έπειτα, ο πόλεμος δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην κοινωνική ζωή. Διαταράσσει τις κοινωνικές σχέσεις, αυξάνει τις επιθετικότητες, δημιουργεί τρομοκρατικές καταστάσεις και ενέργειες, προκαλεί τον θάνατο, ο οποίος θάνατος είναι μια διάσπαση της αγάπης μεταξύ των αγαπωμένων προσώπων. Είναι πολύ χαρακτηριστικές οι γνώμες δύο συγχρόνων ανθρώπων που κινούνται μέσα σε αυτήν την προοπτική, γι’ αυτό και τις αναφέρω. Μία από αυτές είναι: “Οι πολιτισμοί των ανθρώπων είναι προϊόντα πολέμων. Είναι θλιβερό, αλλά ο άνθρωπος δεν γνώρισε έναν κόσμο χωρίς πόλεμο. Δεν ξέρουμε τί θα ήμασταν χωρίς πολέμους. Η ειρήνη που αναγνωρίζουμε είναι η ανάρρωση ανάμεσα σε δύο αρρώστιες” (Π. Αμπατζόγλου). Κάθε πόλεμος είναι μια αρρώστια, γιατί είναι εκδήλωση του πεπτωκότος ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν πλάσθηκε από τον Θεό για να πολεμά, αλλά για να έχη ενότητα με όλους και όλα και να αναπτύσση την αγάπη στον Θεό και τους συνανθρώπους του. Όμως, η τραγικότητα της πτώσης, δηλαδή η τραγικότητα της απώλειας της Χάριτος του Θεού έφερε την πραγματικότητα τους πολέμους. Οπότε, ο άνθρωπος γνωρίζει συνεχώς πολέμους στην κοινωνική και εθνική του ζωή. Η αρρώστια –ο πόλεμος– δημιουργεί “πολιτισμούς” που και αυτοί με την σειρά τους είναι άρρωστοι. Αλλά και η ειρήνη είναι μια ανάπαυλα μεταξύ δύο πολέμων και αυτό σημαίνει ότι είναι μια πρόσκαιρη ανάρρωση μεταξύ δύο ασθενειών. Πόλεμος και ειρήνη είναι τραγικές ανθρώπινες καταστάσεις που δεν αναπαύουν τον άνθρωπο. Ούτε ο πόλεμος ούτε η ειρήνη δίνουν νόημα στην ζωή του ανθρώπου. Και αυτή η κοσμική ειρήνη δεν αναπαύει το πνεύμα του ανθρώπου, γιατί είναι το αποτέλεσμα του πολέμου ή η αρχή ενός άλλου επερχομένου πολέμου. Πρόκειται για μια πρόσκαιρη ανάρρωση. Μια άλλη γνώμη είναι ενδιαφέρουσα και εκφραστική: “Ο άνθρωπος είναι αδύνατον να υπερβεί τον πόλεμο, γιατί είναι αδύνατον να υπερβεί τον θάνατο. Εγώ κι ο πόλεμος λοιπόν είναι μια κατάσταση που την ζώ υπαρξιακά από τα μικράτα μου. Δεν έχω πολεμήσει σε κανένα μέτωπο ανοιχτού πολέμου. Όμως πολεμάω κάθε στιγμή τόσο με τις επεκτατικές τάσεις του εαυτού μου όσο και με των άλλων ενάντια στην ύπαρξή μου... Όχι δεν θα πολέμαγα για τίποτα και για κανέναν σε έναν ανοιχτό "πολεμικό" πόλεμο. Ο καθημερινός μου φτάνει και μου περισσεύει” (Γιώργος Σκούρτης). Το πρόβλημα, λοιπόν, του πολέμου και της ειρήνης είναι υπαρξιακό και δεν συνδέεται μόνον με ειρηνικές ή πολεμικές κοινωνικές καταστάσεις. Για μας τους Χριστιανούς η ειρήνη δεν είναι μια εξωτερική κατάσταση, δεν είναι η απουσία του πολέμου, αλλά η παρουσία του Χριστού. Συγκλονιζόμαστε από την αρρώστια και την κακία των ανθρώπων, λιώνουμε από συγκίνηση και πόνο, όταν βλέπουμε αθώα θύματα, μικρά παιδιά να θυσιάζωνται στον βωμό των διαπλεκομένων συμφερόντων. Τελικά, όμως, πιστεύουμε ότι η υπέρβαση του θανάτου στα όρια της προσωπικής ζωής δημιουργεί την υπαρξιακή ειρήνη, αφού ο θάνατος συνδέεται αναπόσπαστα με τον πόλεμο, δοθέντος ότι ο υπαρξιακός θάνατος οδηγεί τους ανθρώπους σε πολεμικές συρράξεις και οι πόλεμοι αυξάνουν την τραγικότητα του θανάτου. Πόλεμος και κοινωνική ειρήνη είναι ανθρώπινες καταστάσεις, που δεν μας γεμίζουν εσωτερικά. Ούτε η κοσμική ειρήνη μας αναπαύει. Αναζητούμε την υπαρξιακή ειρήνη, την υπέρβαση του θανάτου, την ένωσή μας με τον Αναστάντα Χριστό. 3. Η φτώχεια Το φαινόμενο της φτώχειας συνδέεται στενώτατα και με τον πόλεμο και με την ειρήνη. Όπως είπαμε προηγουμένως ο πόλεμος είναι μια τραγική κατάσταση στην ζωή των ανθρώπων, αλλά και η συμβατική ειρήνη συνδέεται με τον πόλεμο. Δηλαδή, ο πόλεμος στις ημέρες μας γίνεται με την δικαιολογία να έλθη η ειρήνη στις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά και η ειρήνη δημιουργεί τις αναγκαίες συνθήκες για την έναρξη του πολέμου. Μάλιστα «πολλοί υποστηρίζουν ότι και η ειρήνη αποτελεί μια μορφή πολέμου, που ασκείται με την πολιτική και την οικονομία». Δηλαδή, η συσσώρευση πλούτου ή δυνάμεως από μερικούς και από μερικά κράτη, με επεκτατικές βλέψεις κλπ., που σχεδιάζονται κατά την διάρκεια της ειρήνης, είναι τα γενεσιουργά αίτια ενός μελλοντικού πολέμου, προετοιμάζουν έναν πόλεμο. Άλλωστε και αυτές οι οικονομικές πιέσεις δημιουργούν την πάλη των τάξεων, που είναι μια μορφή κοινωνικού πολέμου. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η συσσώρευση πλούτου από μερικούς και από μερικά Κράτη, αυξάνουν το πρόβλημα. Από σχετική έρευνα φαίνεται ότι «η περιουσία των τριών πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου είναι μεγαλύτερη από το σύνολο του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος των 26 φτωχότερων χωρών του κόσμου και η περιουσία των 200 πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου είναι μεγαλύτερη από το συνολικό εισόδημα του 41 % των κατοίκων του πλανήτη». Οπότε, η φτώχεια συνδέεται και με τον πόλεμο και με την ειρήνη. Τα αποτελέσματα του πολέμου είναι φρικτά, αφού χάνονται ζωές και περιουσίες, αλλά και κατά την διάρκεια μιας συμβατικής ειρήνης και πάλι χάνονται ανθρώπινες ζωές και περιουσίες. Όλη η ζωή του μεταπτωτικού ανθρώπου είναι γεμάτη από ταλαιπωρίες και προβλήματα. Στο σημείο αυτό μπορούμε να δούμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για την ανισότητα, και επομένως την φτώχεια που επικρατεί στην γη και η οποία είναι αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου. Σε μια περίφημη ομιλία του, που την τιτλοφορεί «περί φιλοπτωχίας», έχει πάρα πολλά ενδιαφέροντα σημεία. Εδώ όμως θα εντοπίσουμε μερικά από αυτά. Σε ένα σημείο, αναφερόμενος στην πείνα, τον πλούτο, την ελευθερία, όπως εμείς το τιτλοφορούμε, την δουλεία και τα άλλα παρόμοια, λέγει ότι αυτά είναι αποτελέσματα της πτώσεως και ότι ήλθαν στον ανθρώπινο βίο ως ασθένειες. Γράφει: «ύστερον επεισήλθε τω γένει των ανθρώπων, ώσπερ αρρωστήματα κοινά τινα τη κακία συνεισπεσόντα, κακείνης όντα επινοήματα». Μετά την προπατορική αμαρτία εμφανίσθηκαν οι φθόνοι, οι φιλονικείες, η δολερά τυραννίδα του διαβόλου, που παρασύρει με την λαιμαργία της ηδονής και ξεσηκώνει τους πιο θρασείς εναντίον των ασθενεστέρων και έτσι σχίσθηκε το ενιαίο ανθρώπινο γένος και έλαβε διάφορα ονόματα και η πλεονεξία, που προσέλαβε ως βοηθόν και σύμμαχο της καταδυναστεύσεως τον νόμο, κατακερμάτισε την ευγένεια της φύσεως. Και στην συνέχεια προτρέπει τους ακροατάς του να βλέπουν την πρώτη ισονομία των ανθρώπων και όχι την διαίρεση που ήλθε μετά, να βλέπουν τον νόμο του Δημιουργού και όχι τον νόμο των ανθρώπων που επικράτησε μετά την αρχική αμαρτία. Συγκεκριμένα λέγει: «Αλλά συ βλέπε μοι την πρώτην ισονομίαν, μη την τελευταίαν διαίρεσιν· μη τον του κρατήσαντος νόμον, αλλά τον του κτίσαντος». Μεταξύ των αλλων λέγει και τον περίφημον λόγον: «Γενού τω ατυχούντι θεός, το έλεον Θεού μιμησάμενος», δηλαδή να γίνης για τον δυστυχούντα θεός, μιμούμενος την φιλανθρωπία του Θεού. Οι άγιοι που άρχισαν να ζουν από τώρα την προπτωτική κατάσταση, πονούν και ζουν όλο το δράμα της πτώσεως και υποφέρουν από τον πόνο και την θλίψη των πονεμένων ανθρώπων. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Αναφερόμενος στους πτωχούς, σε μια σχετική του ομιλία του, στρέφεται προς τους πλουσίους και τους προτρέπει να στενάξουν, γιατί δεν μεταδίδουν στους πτωχούς από εκείνα που έχουν, ήτοι τροφή, σκέπη, ενδυμασία, φροντίδα κατάλληλη και δεν προσφέρουν το περίσσευμά τους στο δικό τους υστέρημα, καθώς επίσης τους προτρέπει να ποθήσουν και αυτοί την ευλογημένη πτωχεία. Λέγοντας αυτά ελεεινολογεί και τον εαυτό του, γιατί ενώ πολλοί ριγούν και στερούνται, αυτός είναι γεμάτος και ενδεδυμένος. Πρόκειται για μια μεγάλη ευαισθησία που είχε, ενώ ζούσε ο ίδιος την μακαρία κατάσταση της ακτημοσύνης και της πτωχείας. Λέγει: «καί γαρ και αυτός εγώ, ο προς υμάς τοιαύτα λέγων, ελέγχομαι υπό της συνειδήσεως ουκ έξω του πάθους τελείως ών· πολλών γαρ ριγώντων και στερουμένων, εμπεπλησμένος αυτός ειμι και ενδεδυμένος». Οι Πατέρες της Εκκλησίας αντιμετωπίζουν το θέμα αυτό με διάκριση και σύνεση, χωρίς να κάνουν κοινωνιολογία και χωρίς να εκφράζουν μόνον μερικές απόψεις. Αφ’ ενός μεν καταφέρονται εναντίον των πλουσίων που συσσωρεύουν υλικά αγαθά και αυτό γίνεται σε βάρος των συνανθρώπων τους, αφ’ ετέρου δε προσπαθούν να δώσουν νόημα ζωής στους πτωχούς και τους πλουσίους, να δούν δηλαδή την μεγάλη αξία και σπουδαιότητα της ζωής, της ακτημοσύνης και της ελευθερώσεως από την τυραννία των υλικών αγαθών. Ο Μέγας Βασίλειος σε πολλά κείμενά του καταφέρεται εναντίον των πλουσίων και μάλιστα εναντίον του πάθους της πλεονεξίας, που εκδηλώνεται με την προσκόλληση στον χρυσό, η οποία πλεονεξία γίνεται πηγή μεγάλης κοινωνικής ανωμαλίας. Σε μια ομιλία του ονομάζει τον χρυσό, στον οποίο στηρίζονται οι πλούσιοι, αγχόνη των ψυχών, αγκίστρι του θανάτου, δόλωμα της αμαρτίας. Θεωρεί ότι ο πλούτος είναι η αιτία του πολέμου για τον οποίο κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη. Λόγω του πλούτου οι συγγενείς παραγκωνίζουν την συγγένεια και οι αδελφοί υποβλέπουν ο ένας τον άλλο με φονική διάθεση. Λόγω του πλούτου οι ερημιές τρέφουν τους φονιάδες, η θάλασσα τους πειρατές, και οι πόλεις τους συκοφάντες. Ο πλούτος είναι ο πατέρας του ψεύδους, ο δημιουργός της πλαστογραφίας και αυτός είναι που γέννησε την ψευδορκία. Τελικά, η ελευθερία είναι η απελευθέρωση από κάθε τυραννία. Είναι η νοηματοδότηση της ζωής, η υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου, η υπαρξιακή βίωση της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Οι ασκητές της ερήμου, οι στάρετς, απελευθερώθηκαν από κάθε υλικό αγαθό, ανέλαβαν την εκούσια πτωχεία, αλλά αυτό το έκαναν γιατί απολάμβαναν τον πνευματικό πλούτο, που είναι η πληρότητα της ζωής του Χριστού. Στην παράδοσή μας και στο Άγιον Όρος, αλλά και στους στάρετς της Ρωσσίας, βλέπουμε αυτήν την πραγματικότητα, όπως την περιέγραψαν, εκτός από τα Γεροντικά, και τα Συναξάρια και αυτοί οι λογοτέχνες μας, όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Ντοστογιέφσκι. 4. Το πολιτιστικό μας πρότυπο Επειδή είμαστε ορθόδοξοι, θα πρέπη να υπογραμμισθή ότι στον χώρο της Ορθοδόξου Ανατολής, στο παρελθόν έζησε και μεγαλούργησε ένα κράτος, δηλαδή η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το χαρακτηριζόμενο ως Βυζάντιο, και στο οποίο, παρά τα συμπτώματα των δερματίνων χιτώνων, από τους οποίους δεν μπορούσε να αποδεσμευθή, γιατί κανένα Κράτος δεν μπορεί να είναι πέρα ως πέρα χριστιανικό, εν τούτοις βιώθηκε σε μεγάλο βαθμό η αγάπη και η φιλανθρωπία, η ειρήνη και η ποιότητα ζωής. Στο βιβλίο του Καθηγητού του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Χαραλάμπους Παπασωτηρίου, με τίτλο “Υψηλή στρατηγική», αναλύεται διεξοδικώς ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, κυριάρχησε πάνω από δέκα αιώνες με τον πολιτισμό της και όχι με τους πολέμους. Εξήσκησε υψηλή στρατηγική. Ερμηνεύοντας τον όρο υψηλή στρατηγική, ο συγγραφεύς τονίζει ότι στην υψηλή στρατηγική αναμειγνύονται τρία στοιχεία. Το ένα είναι αυτό που αφορά τις συγκρούσεις μεταξύ των κυρίαρχων Κρατών. Η ιστορία των πολέμων αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της ανθρωπότητος. Ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα μερικών διεργασιών, καθώς επίσης και αιτία άλλων ανακατατάξεων και αλλαγών. Το άλλο στοιχείο είναι αυτό που αφορά την συνεργασία μεταξύ των κυρίαρχων Κρατών, και αυτό επιτυγχάνεται με την διπλωματία. Και το τρίτο στοιχείο που συνδέεται με τον όρο στρατηγική είναι αυτό που αφορά την διαχρονική τάση των ανεπτυγμένων πολιτισμών. Όταν κάνουμε λόγο για στρατηγική εννοούμε την μικροσκοπική στρατηγική, που είναι η επιστήμη εκείνη που αναλύει τους πολέμους και την μακροσκοπική στρατηγική, που είναι η υψηλή στρατηγική μεταξύ των Κρατών κατά την περίοδο του πολέμου και της ειρήνης. Ο συγγραφεύς διεξοδικά αναλύει τους διαφόρους τύπους της υψηλής στρατηγικής όπως τους καθορίζει η επιστήμη της στρατηγικής. Ο ένας τύπος είναι η στρατηγική της ανάσχεσης ή επέκτασης, σύμφωνα με την οποία το Κράτος αναπτύσσει τις δικές του δυνάμεις, είτε για να αμυνθή κατά μιας επιθέσεως άλλου Κράτους, είτε για να επιβληθή σε άλλο Κράτος. Ο άλλος τύπος στρατηγικής είναι η στρατηγική των συμμαχιών. Σύμφωνα με αυτήν ένα Κράτος συμμαχεί με άλλες δυνάμεις που αντιμετωπίζουν μια κοινή απειλή ή έχουν άλλου είδους κοινά συμφέροντα. Το τρίτο είδος της στρατηγικής είναι η στρατηγική των εξισορροπήσεων σύμφωνα με την οποία ένα Κράτος εξουδετερώνει τις απειλές ενός άλλου Κράτους με τις ισορροπίες μεταξύ άλλων δυνάμεων. Και το τέταρτο είδος στρατηγικής είναι η στρατηγική του κατευνασμού, σύμφωνα με την οποία ένα Κράτος αντιμετωπίζει μια απειλή με διάφορες παραχωρήσεις είτε μονομερών είτε αμοιβαίων και με αυτόν τον τρόπο υπερβαίνει την αντιπαλότητα, την δύναμη του αντιπάλου. Αφού γίνεται αυτή η ανάλυση, στην συνέχεια ο συγγραφεύς προχωρεί στην ανάπτυξη του θέματος ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άσκησε δια μέσου των αιώνων όλα τα είδη της υψηλής αυτής στρατηγικής στον πιο τέλειο και ολοκληρωμένο βαθμό και γι’ αυτό επέζησε χίλια χρόνια όσο κανένα άλλο Κράτος και καμμιά άλλη Αυτοκρατορία του Δυτικού κόσμου. Σε διάφορες εποχές χρησιμοποίησε και τα τέσσερα αυτά είδη της στρατηγικής, κυρίως όμως επέμενε στην στρατηγική των εξισορροπήσεων, των συμμαχιών και των κατευνασμών. Και μάλιστα ισχυρίζεται ότι όσο ένα Κράτος στηριζόταν περισσότερο σε αυτές, στην υπέρβαση των κρίσεων με συμμαχίες, εξισορροπήσεις και κατευνασμούς προκειμένου να κυριαρχήση και να εξουδετερώση τις άλλες δυνάμεις, και δεν χρησιμοποίησε μόνον τους πολέμους, τόσο έδειχνε ότι ακολουθούσε υψηλή στρατηγική. Αναφέρει μάλιστα πολλά παραδείγματα από την Βυζαντινή Ιστορία και πώς το Βυζάντιο εξουδετέρωνε τους ποικίλους εχθρούς. Ο συγγραφεύς παρατηρεί: “Η ιδιαιτερότητα της Βυζαντινής περίπτωσης πηγάζει από τον συνδυασμό τριών στοιχείων. Πρώτον, το Βυζάντιο αντιμετώπιζε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του τουλάχιστον μία δύναμη στρατιωτικά ισχυρότερή του, και ενίοτε περισσότερες από μία. Δεύτερον, το Βυζάντιο υπήρξε παρά ταύτα η μακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναμη στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Τρίτον, κατόρθωσε να εξαπλώσει τον πολιτισμό του σε μεγάλες απολίτιστες ή ημιβάρβαρες περιοχές του ευρύτερου περιβάλλοντός του με συνέπειες που συνεχίζουν σήμερα να επηρεάζουν τις πολιτισμικές παραδόσεις ενός σημαντικού μέρους της ευρασιατικής ηπειρωτικής μάζας”. “Οι Βυζαντινοί συνδύαζαν την μακροπρόθεσμη προσήλωση στην οικουμενική τους ιδεολογία με την βραχυπρόθεσμη πολιτική ευελιξία”. Το Βυζάντιο κυριαρχούσε στον κόσμο όχι τόσο με τα όπλα, αλλά με την ανάπτυξη και διάδοση του πολιτισμού του. “Το μακροβιότερο επίτευγμα της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής ήταν η προώθηση μιας διεθνούς τάξης, βασισμένης στον βυζαντινό πολιτισμό, που εξέφραζε τον αταλάντευτο ιδεολογικό οικουμενισμό του Βυζαντίου”. Και το εκπληκτικότερο είναι ότι το Βυζάντιο άφησε μια μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, που επεκτάθηκε σε μεγαλύτερες γεωγραφικές περιοχές από την επικράτειά του, ακόμη και μετά την πτώση του Βυζαντίου παραμένει αυτή η πολιτιστική κληρονομιά και αλλοιώνει σήμερα και την κοινωνική και πολιτική ζωή του Δυτικού κόσμου. Πολλοί άνθρωποι του Δυτικού κόσμου μελετούν και επιδιώκουν να ζήσουν αυτόν τον πολιτισμό, που καλλιέργησε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. “Η εξάπλωση του βυζαντινού πολιτισμού προϋπέθετε την επιβίωση του Βυζαντίου ως μεγάλης δύναμης σε ένα σκληρά ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Η εξαιρετική μακροβιότητα του Βυζαντίου ως πρωταγωνιστικού διεθνούς κέντρου ήταν αποτέλεσμα μιας υψηλής στρατηγικής που απέφευγε τις μετωπικές στρατιωτικές συγκρούσεις και αποδυνάμωνε τους αντιπάλους με έμμεσες στρατηγικές”. Αφού ο συγγραφεύς κάνει αυτήν την ανάλυση, στην συνέχεια συγκρίνει την υψηλή στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με άλλες στρατηγικές που ακολούθησαν άλλα Κράτη κατά τους νεωτέρους χρόνους. Αναφέρει την Γαλλική επανάσταση, τους τρεις πολέμους του Μπίσμαρκ, τους δύο παγκοσμίους πολέμους, οι οποίοι μειονεκτούν έναντι της στρατηγικής του Βυζαντίου. Παρατηρούμε δε ότι η Αμερική δεν μπορεί να φθάση την στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο κυριάρχησε με την αγάπη, τις εξισορροπήσεις, την θεολογία, τον μεγάλο πολιτισμό. Με αυτόν τον τρόπο διατηρούσε την ενότητα του λαού αποφεύγοντας τους εθνικισμούς, τους ρατσισμούς και άλλες τέτοιες καταστάσεις που παρατηρούμε στον δυτικό κόσμο. Αγαπητοί μου, Ο πόλεμος και η φτώχεια είναι δύο μεγάλα κοινωνικά και ανθρωπολογικά προβλήματα, κυρίως όμως είναι θεολογικά προβλήματα, αφού έχουν σχέση με την πτώση του ανθρώπου και την διατάραξη όλων των καλών σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, με τον εαυτό του, με τον πλησίον του και με την κτίση. Στην αρχή της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου έγινε η διάσπαση του προσώπου, της οποίας τα αποτελέσματα είναι φοβερότερα από την διάσπαση του ατόμου. Δημιούργησε τρομακτικές και συγκλονιστικές ανακατατάξεις. Προσβλέπουμε πάντα στην αταξική κοινωνία, όταν θα αποκατασταθούν αυτές οι σχέσεις και αυτή η κοινωνία θα επιτευχθή με την Δευτέρα έλευση του Χριστού. Όμως, όσοι βιώνουν τα αγαθά της πρώτης ελεύσεως του Χριστού μέσα στην Εκκλησία, προαπολαμβάνουν από τώρα μερικές ακτίνες αυτής της ζωής. Ζώντας σε μια ανισόρροπη και τεταραγμένη κοινωνία, στην οποία κυριαρχεί ο κόσμος της πτώσεως και της φθοράς, στην οποία οι άνθρωποι επενδύουν τους δερμάτινους χιτώνες, ακόμη και τους πολέμους με ιδεολογικούς οραματισμούς και ουτοπιστικές ιδιεολογίες, δηλαδή την ειρήνη και ελευθερία, που δεν έχουν αντίκρυσμα πνευματικό, αναζητούμε την ειρήνη του προσώπου και τον πνευματικό πλούτο του προσώπου. Ζώντες μέσα στην Εκκλησία το απολυτρωτικό έργο του Χριστού που έχει συνταρακτικές ανθρωπολογικές συνέπειες, αλλά στην συνέχεια και κοινωνικές, αναζητούμε με πόθο, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, “τών σαλευομένων την μετάθεσιν ως πεποιημένων, ίνα μείνη τα μη σαλευόμενα» (Εβρ. ιβ´ 27). |
Δημιουργία αρχείου: 1-12-2004.
Τελευταία ενημέρωση: 1-12-2004.