Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Κοινωνία - Πολιτική

Σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους // Έθνος - Εθνικισμός και Ορθόδοξο φρόνημα // Η αντιεξουσιαστική υφή της Χριστιανικής πίστης // To Kράτος του Θεού το Kράτος του Aνθρώπου και η Θεανθρώπινη Πολιτεία

Δικαιούται η Εκκλησία να ομιλεί;

Ιστορικά παραδείγματα από τον τρόπο που αντιμετώπισαν την κρατική εξουσία πατέρες τού παρελθόντος

Tου Στέλιου Μπαφίτη

 

Αναδημοσίευση από: http://antiairetikos.blogspot.com/2011/02/blog-post_13.html

 

 

Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι που λέγουν «Η Εκκλησία δεν θα πρέπει να μιλάει» το λένε αυθαίρετα και χωρίς να έχουν υπόψιν τους κάτι σχετικό. Σπεύδουν αμέσως να πουν πως ο Ιερέας της ενορίας αλλά και η Εκκλησία γενικότερα, δεν θα πρέπει να ομιλούν. Άλλοι θεωρούν πως θα πρέπει να ομιλεί μόνον για τα Εκκλησιαστικά θέματα. Μέσα σε αυτή την ομάδα υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι από σκοπιμότητα το λέγουν, επειδή δεν τους αρέσει να ακούνε τα πράγματα ως έχουν. Άλλοι πάλι, θεωρώντας πως η Εκκλησία είναι χωρισμένη από οτιδήποτε γήϊνο και ασχολείται μόνον με τα «Πνευματικά», όπως κι αν τα εννοούν αυτοί, αποφαίνονται με περίσσια παρρησία πως δεν θα πρέπει να ομιλεί. Είναι όμως έτσι; Είναι δυνατόν ο πολίτης να πονάει, να αδικείται, να εξοβελίζεται από το κράτος, να υποφέρει, και η Εκκλησία να μην ομιλεί; Έτσι έκαναν οι Πατέρες στο παρελθόν, σιωπούσαν, έκλειναν δουλικά απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, ακόμη κι αν ο πολίτης αδικούνταν;

Ας δούμε στο παρόν άρθρο, ορισμένα από τα πολλά παραδείγματα Εκκλησιαστικής παρέμβασης από επιφανείς πατέρες του 4ου αιώνα, οι οποίοι τάχθηκαν ενάντια στην κάθε εξουσία που καταδυνάστευε τον πολίτη, και ας βγάλει ο καθένας μας τα συμπεράσματά του. Θα εξετάσουμε τι συμβαίνει σε καιρό ειρήνης, όπως είμαστε σήμερα.

 

1. Οι ιδέες των Πατέρων για την εξουσίας της Ρώμης

Η Ρώμη θα υμνηθεί από ελληνικά χείλη, στο πιο περίφημο εγκώμιό της, σαν μία πόλη, πολύ περισσότερο σαν μία κοινή της γης δημοκρατία: «πρόκειται δ’ εν μέσω πάσι πάντα· ξένος δ’ ουδείς όστις αρχής ή πίστεως άξιος, αλλά καθέστηκεν κοινή της γης δημοκρατία υφ’ ενί τω αρίστω άρχοντι και κοσμητή, και πάντες ώσπερ εις κοινήν αγορά συνιάσι τευξόμενοι της αξίας έκαστοι. Όπερ δε πόλις τοις αυτοίς ορίοις και χώραις εστίν, τουθ’ ήδη η πόλις τη πάση οικουμένη ώσπερ αυτήςχώρας άστυ κοινόν αποδεδειγμένη· φαίης αν περιοίκους άπαντας ή κατά δήμον οικούντας άλλον χώρον εις μίαν ταύτην ακρόπολιν συνέρχεσθαι». (Αίλιος Αριστ. Λογ. XXXVIKις Ρωμ), 60-61. Και για τον στωϊκό φιλόσοφο Χρύσιππο, ο κόσμος είναι στο σύνολό του μία πόλη, μία Κοσμόπολις ή Μεγαλόπολις ή Διόπολις, που ενώνει όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από το χρώμα, τη φυλή, την εθνικότητα η το φύλο τους κάτω από τον κοινό νόμο της φύσης.

Ο Μελίτωνας επίσκοπος Σαρδέων είναι εκείνος που θα συνδέσει για πρώτη φορά την μοίρα της Ρώμης με το Χριστιανισμό, τονίζοντας την παραλλήλη ακμή τους από τα χρόνια του Αυγούστου στην Επιστολή του στο Μάρκο Αυρήλιο: «η γαρ καθ’ ημάς φιλοσοφία, πρότερον μεν εν βαρβάροις ήκμασεν, επανθήσασα δε τοις σοις έθνεσιν κατά την Αυγούστου του σού προγόνου μεγάλην αρχήν, εγενήθη μάλιστα τη ση βασιλεία αίσιον αγαθόν, έκτοτε γαρ εις μέγα και λαμπρόν το Ρωμαίων ηυξήθη κράτος (...) και τούτο μέγιστον τεκμήριον του προς αγαθού τον καθ’ ημάς λόγον συνακμάσαι τη καλώς αρξαμένη βασιλεία, εκ του μηδέν φαύλον από της Αυγούστου αρχής απαντήσαι, αλλά τουναντίον άπαντα λαμπρά και ένδοξα και κατά τας πάντων ευχάς». (Ευσέβιου Καισαρείας., Εκκλησιαστική Ιστορία. IV, 26, 7-8).

Οι Πόλεμοι σύμφωνα με τον Ωριγένη κάποτε σταματούν, και τα αυτόνομα κράτη και βασίλεια υποτάσσονται κάτω από το σκήπτρο του Αυγούστου, ώστε να μπορέσουν οι απόστολοι να κηρύξουν ανεμπόδιστα τον Χριστιανισμό σε ολόκληρη την Οικουμένη. (Κατ Κέλσου ΙΙ, 30).

Ο απρόσωπος ρόλος που απέδωσε ο Ωριγένης στη Ρώμη, κατά την εκτύλιξη του σχεδίου της θείας Οικονομίας, αναβαθμίζεται στη σκέψη του Ευσεβίου Καισαρείας και έτσι εδώ η Ρώμη επέχει το ρόλο του φυσικού προστάτη της Εκκλησίας, απέναντι στη δεισιδαιμονία των τοπικών κοινωνιών που μένουν προσκολλημένες στους παραδοσιακούς θεούς1

Η παραδείσια ειρήνη που βιώνει ο πιστός μέσα στη χριστιανική κοινότητα εκτείνεται για πρώτη φορά στο χώρο της πολιτικής και συνδέεται με το πρόβλημα των βαρβαρικών επιδρομών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορια από τον Ωριγένη. Ο Αλεξανδρινός γράφει στο Κατά Κέλσον τα παρακάτω: Ει γαρ ως λέγει ο Κέλσος το αυτό μοι ποιήσειεν άπαντες, δηλονότι και οι βάρ­βαροι τω λόγον τον Θεόν προσελθόντες νομιμότατοι έσονται και ημερώτατοι (VIII, 68). Η τολμηρή αυτή υπόθεση, ότι με την προσέλευσή τους στο Χρι­στιανισμό οι βάρβαροι λαοί θα εξημερωθούν και θα ζήσουν ειρηνικά με τον πληθυσμό της Αυτοκρατορίας περιγράφεται ήδη σαν τετελεσμένο γεγονός από τον Μ. Αθανάσιο στις αρχές του 4ου αιώνα (Περί της ενανθρ. 51, 2-6 πρβλ. Ευσέβιος Καισ., Τριακοντ. εις Κωνστ. VII, 13), ο οποίος, όμως, αποδί­δει την εξημέρωση των βαρβάρων στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο που ενεργεί στη θέση της Εκκλησίας ως πληρεξούσιος του Θεού Λόγου. Στο ίδιο απολογητικό πλαίσιο εμπίπτει και η παραπάνω επιχειρηματολογία του Ιω­άννη από το Προς τε Ιουδαίους και Έλληνας.

Έναν αιώνα αργότερα από τον Ωριγένη ο Διόδωρος Ταρσού δικαιολογεί την εντολή του Παύλου στην προς ρωμαίους 13, 1: «πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω» με το ίδιο επιχείρημα, ότι το κήρυγμα του Ευαγγελίου διευκολύνθηκε από τις ιδανικές πολιτικές συνθήκες της Pax Romana.

Πέρα από κάθε Μανιχαϊσμό και ο Ιωάννης πιστεύει με ζήλο στη διακυβέρνηση των ανθρώπινων πραγμάτων από τη θεία Πρόνοια, από την οποία δεν εξαιρείται βέβαια, το Ρωμαϊκό κράτος2. Η οικονομική, επίσης, άνθιση που γνωρίζουν οι πόλεις με τη σταθερότητα και την ασφάλεια που εγγυάται η κυριαρχία των Ρωμαίων και ο περιορισμός των εστιών του πολέμου στα μακρινά σύνορα της Αυτοκρατορίας, που βάλλονται ακόμη από τις βαρβαρικές φυλές, αποτελούν δυο επιπλέον στοιχεία που τονίζονται με την ίδια έμφαση από τον Αίλιο Αρειστίδη και τον Ιωάννη. Εις τον Ψαλμ. ΜΕ΄, 2, PG 55, 206 και Λογ. XXVIK ις Ρωμ.), 70 χ. 92 εξ. αντίστοιχα. Πρβλ. Εις τον Ησ. Κεφ. Β΄, 4, PG 56, 32. Η πολιτική διάσταση της ερ­μηνείας του Χρυσοστόμου στο χωρίο Ησ. 11, 6 γίνεται σαφέστερη, εάν στραφούμε από τα πρωιμότερα γραφτά του στην πιο ώριμη περίοδό του και, συγκεκρι­μένα, σε μία ομιλία που εκφώνησε στον ναό του αποστόλου Παύλου στην Κων/πολη το 399 μ. Χ., μέσα στη δίνη της κρίσης του Γαϊνά. Σ’ αυτήν την ομιλία που αποτελεί, ενδεχομένως, ένα αντιμανιφέστο στις πολιτικές διακη­ρύξεις του ελληνορωμαϊκού κόμματος του praefectus Αυρηλιανού και του Συνέσιου (βλ. Συνέσιος Κυρ. Περί βασιλείας/Εις Αρκάδ. αυτοκρ., 14, PG 66, 1088D.) Έτσι η Ρώμη, χωνεύοντας μέσα της τον Χριστιανισμό, μεταλλάσσεται σε ένα εσχατολογικό βασίλειο της ειρήνης που προαναγγέλλουν οι φωνές των Προφητών της Π. Διαθήκης.

Η σύνδεση των γεγονότων της Πολιτικής με τις εσωτερικές διεργασίες στην ψυχή του ανθρώπου είναι μια σταθερή παράμετρος στη ρητορική του Χρυσοστόμου. Κατά τα αλλά όταν έχουμε περίοδο ειρήνης το αίσθημα αυτό (η ειρήνη) αποτελεί αίτιο για τη ραθυμία του πλήθους και αυτό επιβεβαιώνεται και από τα Αρχαία κείμενα των ρητόρων, κυρίως του Δημοσθένη3a

Ομοίως και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων θεωρεί ότι η παλαιά αίγλη της Ρώμης υφίσταται και τώρα σε μια πιο καθαρή μορφή αφού έχει απολέσει τα ήθη των Εθνικών.

Στην περίφημη επιστολογραφία του προς τον αυτοκράτορα Ουαλεντιανό τον Β με αφορμή τη διαμάχη που ξέσπασε στα 384 μ. Χ. ανάμεσα στους Εθνικούς και τους Χριστιανούς της Δύσης, σχετικά με την αποκατάσταση του βωμού της Victoria στην αίθουσα της Ρωμαϊκής συγκλήτου ο Αμβρόσιος παρουσιάζει με ανάγλυφο τρόπο την εικόνα μιας Αυτοκρατορίας, που έχει αποκαθαρθεί τελείως από τις ειδωλολατρικές της παραδόσεις, διατηρώντας, ωστόσο, ανέπαφο το ένδοξό της παρελθόν. Κατά τη γνώμη του, υπάρχει μία αδιάσπαστη συνέχεια ανάμεσα στις αρετές των προγόνων, πάνω στις οποίες οικοδόμησε η Ρώμη την κοσμοκρατορία της, και το Χριστιανισμό: όχι η ευσέβεια προς τους ψεύτικους θεούς της ειδωλολατρείας, αλλά η virtus ενός Κάμιλλου, η militia ενός Ρέγουλου ή η στρατιωτική ικανότητα ενός Σκιπίωνα συνιστούν το αυθεντικό ήθος των προγόνων (mos maiorum), το οποίο προεκτείνεται δυναμικά στη νέα εποχή που ανατέλλει για τη Ρώμη με τον προσηλυτισμό της στην πίστη του Ιησού Χριστού.

Εν προκειμένω οι πατέρες θεωρούν πως, η κάθε μορφή εξουσίας είναι εκ Θεού και πως πρέπει να υποτασσώμεθα. Στη εποχή τους ο φορέας της εξουσίας, όπως είδαμε ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία σύμφωνα με την σκέψη τους εντάσσεται στο σχέδιο της θείας Οικονομίας, επειδή η ειρήνη που εξασφαλίζει λειτουργεί υπέρ της διαδόσεως του μηνύματος του Ευαγγελίου.

 

2. Ορισμένες παρεμβάσεις των Πατέρων απέναντι στην εξουσία της εποχής τους, αλλά και απαιτήσεις τις εξουσίας απέναντι στους Πατέρες

Παρά την όλη συγκατάβαση και τα καλά λόγια που είδαμε να υπάρχουν στη σκέψη και στους λόγους των Πατέρων για τη Ρώμη (υπό την έννοια της εξουσίας μέσα στη ρήση του Παύλου στο χωρίο Ρωμ 13, 1)3b, όμως, αυτή η συγκατάβαση δεν είναι τυφλή και δουλική, όπως ίσως θα ήθελαν οι κάθε πολέμιοι των πατέρων.

Υπήρξαν και αντιδράσεις εκ μέρους των Πατέρων προς τους άρχοντες η οποίες, γιατί όχι, εξέφραζαν και τοποθετήσεις με πολιτική σκέψη, όπως και ευθείες παρεμβάσεις στο «κοινωνικό γίγνεσθαι» που καταρρίπτουν συγχρόνως, τον αμαθή ισχυρισμό, τον ανιστόρητο ισχυρισμό των περισσότερων Εκκλησιομάχων: η Εκκλησία πρέπει να σιωπά!!!.

Ας δούμε όμως ορισμένες περιπτώσεις που όχι μόνον τη σιωπή της Εκκλησίας απέναντι στην Πολιτεία δεν φανερώνουν, αλλά και την εκπροσώπηση των Πολιτών εκ μέρους ενός επισκόπου προς τον Αυτοκράτορα.

Η πρώτη σύγκρουση αφορά την αξίωση του Αυτοκράτορα να λατρεύεται ως θεός. Ο Χρυσόστομος δεν διστάζει να συγκρουσθεί με το Ρωμαϊκό Κράτος, όταν το τελευταίο δρα εις βάρος του Πολίτη. Ακολουθεί πιστά την παράδοση. Το επίμονο «όχι» στη λατρεία του Αυτοκράτορα ως θεού επαναλαμβάνεται όχι μόνον από τον ίδιο, αλλά και από όλους τους πατέρες της Εκκλησίας στη διάρκεια των πρωτοχριστιανικών χρόνων4a.

Ο ίδιος ο Ιωάννης, ενώ επαινεί τους βασιλείς, ο ίδιος πάλι τους επικρίνει όταν αυτοί δεν βαδίζουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και προκαλούν τον λαό. Κανείς άλλος πατέρας της Εκκλησίας δεν όρθωσε με τόση αποφασιστικότητα το ανάστημά του απέναντι στην κοσμική εξουσία (με εξαίρεση τον Αμβρόσιο Μεδιολάνων): άρχοντες, βουλευτές, ύπατοι, μάγιστροι, στρατηγοί, η ίδια η αυτοκράτειρα Ευδοξία και ο σύζυγός της έγιναν στόχος της κριτικής του Ιωάννη, κάθε φορά που η συμπεριφορά τους προκαλούσε το κοινό αίσθημα κι ερχόταν σε ανοιχτή αντίθεση με τις αρχές του Ευαγγελίου.

Ακόμη περισσότερο από κάθε άλλο πατέρα της Εκκλησίας, ο Χρυσόστομος έστρεψε το ενδιαφέρον του στον απλό λαό, στον απλό πολίτη, δίνοντάς του ξανά το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας (dignitas) που είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα από την περιθωριοποίησή του στο γίγνεσθαι της κοινωνικής ζωής. Όλο το μεγαλείο, με το οποίο περιβάλλονταν αυτάρεσκα η τάξη των Ρωμαίων ευγενών, οι πολυτελείς επαύλεις, ο αμύθητος πλούτος τους με τα συμπόσια και τις παλλακίδες και τους μίμους όπου έρρεε άφθονος ο θάσιος οίνος, τα δημόσια αξιώματα που ανελάμβαναν και οι εμφανίσεις τους με τα πλήθη των σκλάβων στην αγορά, όλα έσβησαν σαν την αχλή του ονείρου μπροστά στην αρετή του οποιουδήποτε φτωχού και άσημου ανθρώπου που κλείνει μέσα στην ψυχή του τον Ιησού Χριστό4b.

Η παρρησία με την οποία καταφέρεται ο Ιωάννης προς τους κρατούντες, υπογραμμίζεται από πολλούς Ιστορικούς της εποχής του και αποτελεί τη βασική αιτία για τις πολλές αντιπάθειες που δημιούργησε ο Επίσκοπος στη Νέα πρωτεύουσα της Ανατολής. Συγκεκριμένα, στο μαρτύριο του Θωμά μόνον το πλήθος άκουσε την Ομιλία του, αφού ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος είχε ήδη αναχωρήσει με τη συνοδεία του, προτού ο Ιωάννης αρχίσει να κηρύττει.

Σε άλλο επεισόδιο πάλι, ο Χρυσόστομος αισθανόμενος την ενόχληση της βασίλισσας, αρχίζει το κήρυγμα με τη χαρακτηριστική φράση «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν». Η φράση αυτή του Χρυσοστόμου αφήνει να υπονοηθεί πως ο ίδιος εδώ πρόκειται να κατακριθεί από τη βασιλική εξουσία ως δεύτερος Ιωάννης, πράγμα το οποίο συνέβη με τη συνεργασία Επισκόπων και Πολιτείας. Η βασίλισσα «εις εαυτήν είλκε τα γινόμενα και ύβριν εαυτής τους εκείνω λόγους νομίζουσα» φαίνεται φανερά ενοχλημένη «Τούτο πλέον εις οργήν εξήψε την βασίλισσα», και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μεθόδευση- σύγκληση Συνόδου με σκοπό την καθαίρεση του Ιωάννη: «Ιωάννης δε ύβριν τα γινόμενα της Εκκλησίας νομίζων, τη συνηθεία τε παρρησίαν ανακτησάμενος πάλιν, την εαυτού γλώτταν κατά των ταύτα ποιούντων εξώπλιζε. Και δέον τους κρατούντας λόγω παρακλητικώ πείθειν παύσαι της παιδιάς, ο δε τούτο μεν ουκ εποίει, καταφορική δε τη γλώσση χρησάμενος, έσκωπτε τους γένεσθαι ταύτα κελεύσαντας. Η δε βασίλισσα πάλιν εις εαυτήν είλκε τα γινόμενα και ύβριν εαυτής τους εκείνω λόγους νομίζουσα, πάλιν κατασκευάζει σύνοδον επισκόπων συνάγεσθαι κατ’ αυτού. Αισθόμενος δε ο Ιωάννης την περιβόητον εκείνην επί της Εκκλησίας διέξηλθεν ομιλίαν, ης η αρχή, Πάλιν Ηρωδίας μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν. Τούτο πλέον εις οργήν εξήψε την βασίλισσα.» PG 67, 717A5a.

Δεν παραλείπει όμως να μας θέσει υπόψιν, πως πρέπει να είναι ο κατάλληλος και ιδανικός Ηγέτης. Στην όγδοη, επίσης, ομιλία του στην Προς Εφεσίους ο Ιωάννης σκιαγραφεί τον ιδανικό ηγέτη σύμφωνα με το πρότυπο του Παύλου, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή αλαζονεία, αλλά συμπεριφερόταν ως εις των πολλών, υπηρετώντας με αυταπάρνηση τα μέλη της Εκκλησίας. ις την προς Εφεσίους., ΟΜ. Η΄, 1, PG62, 55). Αξιοπρόσεκτες είναι οι ομοιότητες με την περιγραφή του αγαθού πολίτου από το Δημοσθένη, Λόγ. VIII (Περί τών εν Χερρον.), 71 εξ. Είναι βαθιά η προσήλωση του Ιωάννη στο νόμο, ο οποίος όσον αφορά, τουλάχιστον, τα κοινά της πόλης συνιστά, κατά τη γνώμη του, μία ανώτερη από τα πρόσωπα αρχή: «Άρχοντες γαρ αρχόντων εισιν οι νόμοι» (Εις την Γέν., Λόγ. Δ΄, 2, PG54, 596).

To ίδιο κλήμα επικρατεί και στη Δύση, η ίδια αυστηρότητα κατά των αρχόντων, αφού την ίδια στιγμή που τα λέει αυτά από τον Άμβωνα ο Χρυσόστομος, ο Αμβόσιος Μεδιολάνων από την άλλη άκρη επιτιμά τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο για τη σφαγή των επτά χιλιάδων πολιτών στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης. (Περισσότερα γιά τα γεγονότα στον Ιππόδρομο δες εδώ (http://www.oodegr.com/neopaganismos/diogmoi/ippodromos1.htm) Ακριβώς όπως και ο Αμβρόσιος, έτσι και ο Ιωάννης πιστεύει ότι ο αυτοκράτορας είναι πρώτα απ’ όλα μέλος της Εκκλησίας, που υπόκειται στην πνευματική εξουσία του Επισκόπου.

Και στις Ομιλίες του ο Ιωάννης από τον Άμβωνα της Εκκλησίας, παρακινεί τους διακόνους να εμποδίσουν οποιονδήποτε ανάξιο να προσέλθει στη θεία Κοινωνία, είτε αυτός είναι στρατηγός είτε ύπαρχος, ή ακόμη ο ίδιος ο βασιλιάς ο το διάδημα περικείμενος: «καν στρατηγός (…) ή καν ύπαρχος, καν αυτός ο το διάδημα περικείμενος». (Βλ. Εις το κατά Ματθ., Ομιλία ΠΒ΄, 6, PG 58, 744).

Εμφανής είναι και η αποχή του βασιλέως από τις εορτές, αφού δήλωνε στον Χρυσόστομο ότι δεν θα κοινωνήσει αν δεν «αποδύηται» πρώτα «τα εγκλήματά» του: «Της δε εορτής των Γενεθλίων του Σωτήρος επελθούσης, ο βασιλεύς εις την εκκλησίαν συνήθως ουκ απήντα, αλλά δηλοί τω Ιωάννη ως ου πρότερον αυτώ κοινωνήσει, πριν αν πρότερον αποδύηται τα εγκλήματα». PG 67, 717A.

Η Εκκλησία όμως χωρίς την παρουσία του βασιλιά δεν ήταν άδεια όταν είχε τον Χρυσόστομο μέσα. Μια ζωντανή εικόνα της κοσμοσυρροής και του αδιαχώρητου που δημιουργούνταν μέσα στην Εκκλησία κάθε φορά που μιλούσε ο Ιωάννης μας δίνει ο ιστορικός Σωζόμενος, Εκκλησιαστική Ιστορία., Βιβλ. Η’, 5, PG 67, 1528Β: Τοσούτον δε προς αυτόν το πλήθος εκεχήνεσαν, και των αυτού λόγων κόρον ουκ είχον, ώστε επεί ωστιζόμενοι, και περιθλίβοντες αλλήλους, εκινδύνευον έκαστος προσωτέρω είναι βιαζόμενος, όπως εγγύς παρεστώς, ακριβέστερον αυτού λέγοντος ακούοι... Πρβλ. Εις το κατά Ιωάν., ΟΜ. Γ’, 1, PG 59, 37. Το ακροατήριο του Χρυσοστόμου αποτελούνταν από «σκλάβους και σκλάβες, εργάτες, υπηρέτες (...) βιοτέχνες και μικροπαγγελματίες, λεγεωνάριους, ναύτες και αξιωματικούς του στρατού, κρατικούς υπαλλήλους κάθε βαθμίδας, μορφωμένους και διανοούμενους, ρήτορες, καθηγητές (...) βαθύπλουτους μεγαλέμπορους, ιδιοκτήτες επαύλεων ή ανακτόρων…». Μπορεί να υπήρξε «Χρυσόστομος» για τον απλό λαό, αλλά για τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες ο Ιωάννης δεν υπήρξε ποτέ «Χρυσόστομος», αφού όλους πριν από τον Κωνσταντίνο στο λόγο του Προς Ιουδαίους και Έλληνας τους απονέμει το κοινό χαρακτηριστικό: τύραννοι. (PG48, 833. όπου υπάρχει και η τεκμηρίωση του χαρακτηρισμού).

Οι παρεμβάσεις του Αυτοκράτορα όμως δεν περιορίστηκαν μόνον στα πρόσωπα των Πατέρων αλλά θέλησε να εισχωρήσει μέσα στο δόγμα της Εκκλησίας επιβάλλοντας ή και απειλώντας τους Πατέρες.

Ο παραδοσιακός τίτλος του Ρωμαίου καίσαρα pontifex maximus θα βρει σύντομα μέσα στις δογματικές διαμάχες του 4ου αι. το χριστιανικό αντίστοιχό του με την επωνυμία του Κωνστάντιου από την αρειανική παράταξη ως episcopus episcoporum. (Μια σαφέστερη διατύπωση της επωνυμίας κοινός επίσκοπος εκ θεού καθεστάμενος που απέδωσε ο Ευσέβιος στο Μ. Κωνσταντίνο, βλ. Βίος Κωνστ. 1, 44, 1). Στις απειλές του Μόδεστου του απεσταλμένου από τον αυτοκράτορα Ουάλα προς το Μ. Βασίλειο για τις τιμωρίες που τον περιμένουν, εάν δεν ασπασθεί τον Αρειανισμό: δήμευσις, εξορία, βάσανοι, θάνατος,5b διαγράφεται η εικόνα ενός παραμορφωμένου Χριστού πρόσωπο του Αυτοκράτορα, που διατάζει με την αλαζονεία του κατόχου του ρωμαϊκού θρόνου. «Ποιος είσαι εσύ που τολμάς ν’ αψηφάς το μεγαλείο του αυτοκράτορα και δεν παραδέχεσαι το «πιστεύω» του, ενώ όλοι οι άλλοι τον προσκύνησαν κι υποταχθήκαν;» θα πει ο Μόδεστος στο Μ. Βασίλειο, ξεδιπλώνοντας στα μάτια μας μία από τις πιο σκοτεινές πτυχές της εποχής εκείνης που η Ρώμη ασπάστηκε το Χριστιανισμό. Είναι πολλές οι μαρτυρίες στο έργο του Ιωάννη που δείχνουν ότι η Εκκλησία ερίζει με το κράτος, διεκδικώντας τα αποκλειστικά δικαιώματα πάνω στο Θεό της.5c

 

3. Το όραμα του Ιωάννη για το πως θα ήθελε να βιώνουν οι Πολίτες της Κωνσταντινούπολης

O Ιωάννης όμως δεν ξέρει μόνον να επιπλήττει. Έχει οράματα για την Αυτοκρατορία, οράματα που εκφράζουν την Πολιτική σκέψη του ιερού πατρός αφού θέλει να περάσει την ουράνια τάξη μέσα στην Αυτοκρατορία και να καταργήσει την οποία διάκριση των Πολιτών. Το όραμα μια κοινωνίας στην οποία θα καταργηθούν οι ταξικές διαφορές, ο Ιωάννης το είδε μικρός ακόμη να γίνεται πράξη μέσα στις σκήτες και στα κελιά των Μοναχών της Συρίας. Περιγράφει με άκρατο ενθουσιασμό την ατμόσφαιρα των κοινοβίων γύρω από την Αντιόχεια, όπου ο ξένος που θα τα επισκεφτεί, ακόμη κι αν είναι λαμπρός στρατηγός, θα πλαγιάσει στο ΙΔΙΟ ΣΤΡΩΜΑ από ξερά χόρτα όπως και οι Μοναχοί!!!. Θα μοιραστεί το κοινό γεύμα μαζί τους το οποίο αποτελείται από ψωμί, νερό ή λάχανα, μέσα σε ένα πνεύμα αδελφικής αγάπης. Αυτό μας λέγει ο ιερός πατήρ σε μια από τις ομιλίες του: «Ουδέν παρ’ εκείνοις βασιλεύς, ουδέν ύπαρχος, αλλ’ ώσπερ ημείς των παιδίων ταύτα παιζόντων γελώμεν, ούτω κα’ κείνοι δηλαδή οι μοναχοί των έξω σοβούντων διαπτύουσι». (Ομιλ. ΞΘ΄, 4, PG 58, 654).

Ένα πλήθος από μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι από τον καιρό που θα ενταχθεί ως διάκονος στον κλήρο της Αντιόχειας, προσπαθεί επίμονα να μεταδώσει το μήνυμα και όραμα ενός ριζοσπαστικού Χριστιανισμού στα πλήθη της Πόλης.

Πιστεύει ακράδαντα πως αν καταφέρει να εφαρμοσθεί η κοινοκτημοσύνη στην Κωνσταντινούπολη, τότε το παράδειγμα αυτό θα επεκταθεί σε όλη την Αυτοκρατορία.

 

4. Η ελευθερία των πολιτών της Ρώμης και η ελευθερία μέσα στην Εκκλησία

Στην Ομιλία του «Υπέρ της σπουδής των παρόντων» προσπαθεί να δείξει την ελευθερία που επικρατεί μέσα στην Εκκλησία και την συγκρίνει με την επικρατούσα κατάσταση στα Ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης. Επιλέγει μια σκηνή από τις συνεδριάσεις του consistorum, του ανώτατου πολιτικού οργάνου της Αυτοκρατορίας, που συμβούλευε τον Αυτοκράτορα και αποφάσιζε μαζί του για τα τρέχοντα ζητήματα. Τα μέλη του συμβουλίου όσο διαρκεί η συζήτηση ίστανται όρθια δεξιά και αριστερά από το θρόνο του αυτοκράτορα, ενώ ο τελευταίος είναι ο μόνος που κάθεται. Σε ένδειξη τιμής και υποταγής σωπαίνουν μπροστά του αν και κατέχουν τα υψηλότερα αξιώματα.

Αυτή ακριβώς την εικόνα, ο Ιωάννης την συγκρίνει με την κατάσταση που επικρατεί στην Αρχαία Εκκλησία, όπου με ζωηρά χρώματά μας πληροφορεί πως ο Ναός γεμίζει από τις φωνές των πιστών που ψέλνουν όλοι μαζί στη θεία Λειτουργία.

Εδώ η κάθε ιεραρχία έχει ανατραπεί εντελώς σημειώνει με έμφαση: δούλοι, ελεύθεροι, πλούσιοι και φτωχοί στέκουν όλοι ίσιοι ο ένας προς τον άλλον σμίγοντας τη φωνή τους στο θρησκευτικό ύμνο. Κανένας δεν μπορεί να πει ότι ο αφέντης ψέλνει περισσότερο, ενώ ο δούλος δεν βγάζει άχνα:«… Ενταύθα δε ουχ ούτως, αλλά φθέγγεται ο προφήτης, και πάντες αποκρινόμεθα, και πάντες συνεπηχούμεν και ουκ εστι δούλον ενταύθα ιδείν, ουδέ ελεύθερον, ουδέ πλούσιον και πένητα, ουδέ άρχοντα και ιδιώτην…». PG 63, 487.

Σε πολλά άλλα, ακόμη, σημεία των ομιλιών του ο Χρυσόστομος αποδίδει δημοκρατικά γνωρίσματα στην Εκκλησία. Βλ. Υπέρ της σπουδής των παρόντων, 2, PG 63, 487: «ισηγορία». Εις την προς Τιτ., ΟΜ. Β΄, 2, PG 62, 672: «χάρις» Εις το δειν συνεχ. συνάγ., 2, PG 63, 463 εξ.: «συγγνώμη» (πρβλ. Πλάτων, Πολιτ. VIII, 558Α-Β και Δημοσθένης, Λογ. XXIIΚατά Ανδροτ. , 57)· Επανελ. αυτ. από της εξορ., 5, PG 52, 446: οι πιστοί αποκαλούνται από τον πατέρα κυβερνήται, ποιμέναι μαζί και πρόβατα, στρατιώται και στρατηγοί.

Αυτή η ελευθερία των πολιτών μέσα στην Εκκλησία είναι αδύνατον να ανατραπεί ακόμη και για το πιο άσημο μέλος κοινωνικά. Στην αντίπερα όχθη όμως, στις Αυτοκρατορικές επαύλεις είναι δυνατόν από ευνοούμενος και γεμάτος αξιώματα κάποιος να βρεθεί ανά πάσα στιγμή κυνηγημένος.

Μια τέτοια περίπτωση έχουμε κι εδώ. Ο Ιωάννης αρχίζει την ομιλία του προς τον Πατρίκιο Ευτρόπιο άλλοτε ισχυρό άνδρα της Αυτοκρατορίας, κάνοντας χρήση ενός χωρίου από τον Εκκλησιαστή το οποίο ταιριάζει στην περίπτωση «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Ο πρώην πανίσχυρος άνδρας της Αυτοκρατορίας καταφεύγει τώρα σαν ικέτης στο Χριστιανικό Ναό προσπαθώντας να ξεφύγει από την πραιτωριανή φρουρά, και μετατρέπεται στην ομιλία του Ιωάννη ως ένας τραγικός ήρωας που με τη μοίρα του προσωποποιεί τη μοίρα όλου του Πολιτικού συστήματος. Σε μια σειρά ρητορικών ερωτήσεων στο λόγο του ο Ιωάννης τονίζει την εφήμερη και μάταιη χλιδή που προσφέρουν τα αξιώματα η οποία εξανεμίζεται σαν καπνός. Πού είναι τώρα η χλιδή; Πού είναι η λαμπρή στολή του Υπάτου; Πού είναι οι φωτεινές λαμπάδες; Πού είναι οι κρότοι, οι διασκεδάσεις, τα πανηγύρια και οι χοροί; Πού είναι τώρα όσοι παρίσταναν τον Φίλο; Πού είναι το τσούρμο εκείνο που έτρεχε κοντά σου και σε καλόπιανε για να ζει εις βάρος σου; Όλα εξαφανίσθηκαν δια μιας και ο άλλοτε ευνοούμενος κατέστη κυνηγημένος: «Νυξ ην πάντα εκείνα και όναρ, και ημέρας γενομένης ηφανίσθη· άνθη ην εαρινά, και παρελθόντος του έαρος κατεμαράνθη· σκιά ην, και παρέδραμε· καπνός ην, και διελύθη…». PG 52, 391.

 

5. Ταραχές στην Αντιόχεια

Οι βίαιες ταραχές, που σημειώθηκαν στην Αντιόχεια το 387 μ. Χ. ενάντια στο Μ. Θεοδόσιο, δίνουν εδώ την αφορμή στον Ιωάννη να εκθέσει τους συλλογισμούς του σχετικά με την αλληλοσυμπλήρωση κράτους-Εκκλησίας.5d

Εξηγεί από των Άμβωνα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του Προς τους Ανδριάντας, πως ο ρόλος του κάθε κοινωνικού θεσμού είναι αναντικατάστατος, όπως ακριβώς είναι η μητέρα και ο πατέρας για ένα παιδί.

Όπως ένα παιδί έρχεται να παρηγορηθεί στην αγκαλιά της μητέρας του, έτσι και η Εκκλησία θα πρέπει να πάρει στη αγκαλιά της τον λαό της Αντιοχείας και να τον παρηγορήσει τώρα που κλιμακώνεται η αντίδραση των αρχών εναντίον του.

Με λόγο παραμυθητικό η Εκκλησία θα πρέπει να τον παρηγορήσει και να αναπτερώσει τις ελπίδες του ώστε να αντιμετωπίσει με θάρρος τις εξελίξεις εμφυσώντας του παράλληλα την πεποίθηση ότι, όσο δυσάρεστοι κι αν γίνονται οι άρχοντες που λαμβάνουν τα μέτρα και νομοθετούν, απολαμβάνουν μια εξουσία που τους έχει δοθεί άνωθεν.6

 

6. Ο Αυτοκράτορας ζητά συγγνώμη από τον Χρυσόστομο

Τη νύχτα της 27ης Ιανουαρίου του 438 ένα καράβι από τα παράλια της Μ. Ασίας έσχισε τα νερά του Βοσπόρου κατευθυνόμενο προς τη Βασιλεύουσα. Στο κατάστρωμά του μετέφερε τα οστά του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του έκπτωτου επισκόπου της Κωνσταντινούπολης, που άφησε την τελευταία του πνοή πριν από τριάντα περίπου χρόνια στην Comana Pontica της Αρμενίας, εξόριστος στα βάθη της ρωμαϊκής γης. Χιλιάδες λαού, σύμφωνα με την περιγραφή του ιστορικού Θεοδώρητου Κύρου, συγκεντρώθηκαν με αναμμένες λαμπάδες στο λιμάνι της Βασιλεύουσας ή ξανοίχτηκαν με πλοία και βάρκες στο πέλαγος, για να προϋπαντήσουν το νεκρό πια επίσκοπο που γύριζε έπειτα από τόσα χρόνια πίσω στην πατρίδα. Το πλήθος έως πέρα στ’ ανοιχτά ήταν τόσο πυκνό, ώστε η θάλασσα δεν ξεχώριζε πια από τη στεριά κάτω από τον πύρινο χείμαρρο των λαμπάδων που σκέπασε ολόκληρο το στόμιο του Βοσπόρου προς την πλευρά της Προποντίδας. Παρών ανάμεσα στους πιστούς ήταν και ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β’ με τη συνοδεία του, ο γιος του Αρκαδίου και της Αίλιας Ευδοξίας, που διέταξαν την εξορία του Ιωάννη. Όταν το πλοίο έφθασε στο λιμάνι, ο Θεοδόσιος προέβη σε μία χειρονομία, που δεν παύει μέχρι σήμερα, μετά από τόσους αιώνες, να συγκινεί με τον έντονο συμβολισμό της: Γονάτισε μπροστά στη λάρνακα με τα οστά του αγίου και ακουμπώντας το μέτωπό του πάνω της, προσευχήθηκε να συγχωρεθούν οι γονείς του για την αδικία που, από άγνοιά τους είχαν γίνει αιτία να προκληθεί. Παρά τις τόσες διώξεις που υπέστη και την καθαίρεση του από το επισκοπικό αξίωμα, παρέμενε ένας θρύλος μέσα στην καρδιά του απλού λαού.7

Οι μαρτυρίες από την εποχή μιλούν με σαφήνεια για την προσπάθεια που κατέβαλαν από κοινού το κράτος και η ιεραρχία στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας να λησμονηθεί η μνήμη του Χρυσοστόμου και να καθαρθεί το ποίμνιο από τους Ιωαννίτες, τους αφοσιωμένους φίλους του. Αν και η παρέμβαση του πάπα της Ρώμης Ιννοκέντιου βάρυνε σημαντικά υπέρ του Ιωάννη, η αποκατάστασή του στους κόλπους της Εκκλησίας οφείλεται αναμφίβολα, στη μεγάλη εκτίμηση που απολάμβανε ανάμεσα στο λαό.

 

Σημειώσεις


1. Ευαγγελ. αποδ. ΙΙΙ, 7, 33. Υπόμνημα εις τους Ψαλμούς, Ψλμ Β΄, PG 23, 89Β-D. Και ο Αυγουστίνος θεωρεί πως η Ρώμη εξυπηρετεί το σχέδιο της θείας Οικονομίας. Όμως η φύση της Ρώμης δεν ήταν θεϊκή και ο τελικός σκοπός της, που παρέμεινε κρυφός στη Ρώμη αλλά και σε κάθε άλλη ιστορική πολιτεία, αποτελούσε απλώς το μέσο για την επίτευξη ενός άλλου στόχου: την εξυπηρέτηση της θείας αποστολής, την οποία μεταφέρουν οι Γραφές και ερμηνεύει αυθεντικά ο θεσμός της Εκκλησίας. Εγκαθιδρύοντας την ειρήνη και την ευταξία, το κράτος εξασφαλίζει τις υλικές συνθήκες εντός των οποίων η εκκλησιαστική εξουσία μπορεί κατόπιν να επιχειρήσει την απάλειψη των αμαρτωλών συνηθειών του ανθρώπου, τον εγωκεντρισμό του, και να τον εμποτίσει τουλάχιστον με μια καθ’ έξιν αντίληψη για τη δέουσα υποταγή του στο Θεό.

Η Ρώμη ως ιστορικό «κράτος» και η πολιτική της θεωρούνται ως πράγματα αδιάφορα για την ιστορία της σωτηρίας. Χωρίς την αληθινή δικαιοσύνη η Ρώμη, όπως και κάθε άλλο «κράτος», μπορεί να θεωρηθεί ως συμμορία εγκληματιών. «Τι άλλο», ρωτά ο Αυγουστίνος, «είναι οι σπείρες των κακοποιών παρά μικρά βασίλεια; Διότι και οι ληστοσυμμορίες είναι και αυτές συνεταιρισμός ανθρώπων, διοικούμενος από ένα αρχηγό συνεταιρισμός συγκροτούμενος δια κοινωνικού συμβολαίου, και η λεία διαμοιράζεται κατά τους κανόνες... Πράγματι ένας πειρατής αιχμαλωτισμένος και φυλακισμένος απάντησε στον ένδοξο εκείνον Μέγα Αλέξανδρο με ένα επιχείρημα κάπως δικαιολογημένο. Δηλαδή όταν ο Μέγας Αλέξανδρος τον ρώτησε: "Για πες μου ποιό σκοπό είχες όταν λεηλατούσες τη θάλασσα", ο πειρατής του απάντησε: "Τον ίδιο σκοπό που έχεις εσύ όταν λεηλατείς τη στεριά. Επειδή όμως εγώ το κάνω με ένα μικρό πλεούμενο, ενώ εσύ το κάνεις με ένα ολόκληρο στόλο, εμένα με λένε πειρατή ενώ εσένα σε ονομάζουνε αυτοκράτορα"». (Η Πολιτεία του Θεού IV, 4)

Η Ρώμη και η θρησκευτική μεταστροφή της είχαν όντως μια θέση στο σχέδιο του Θεού για την ιστορία της ανθρωπότητας, όχι όμως αυτή της αιώνιας πόλης. Αντίθετα, η Ρώμη εκπροσωπεί όλες τις πτυχές του άρπαγα, άλογου, αχαλίνωτου ανθρώπου που για τον Αυγουστίνο αποτελούσε μέρος της αναγκαίας αντίθεσης ανάμεσα στη «γήινη πολιτεία» και την «πολιτεία του Θεού». Η Ρώμη είχε μεταμορφωθεί σε νέα Βαβυλώνα των Γραφών. Στην ιστορία της λύτρωσης, ο εκχριστιανισμός της αυτοκρατορίας υπήρξε για τον Αυγουστίνο απολύτως συμπτωματικός και ταυτόχρονα αναστρέψιμος, καθώς για εκείνον δεν υπήρχε τίποτα το οριστικό στον χριστιανικό χαρακτήρα της Ρώμης.

2. Βλ. PG 49, 253- PG 48, 908 – PG 62, 130 – PG 47, 365 – PG 52, 549. Το «κράτος» κατά τον Αριστοτέλη δεν αποτελεί ένα τυχαίο συνονθύλευμα ανθρώπων, αλλά ένα σύνολο αύταρκες ως προς τις ανάγκες του ανθρώπινου βίου (Αριστοτέλης, Πολιτικά VII, 1328b16). Εάν τεθεί το ερώτημα γιατί οι άνθρωποι σχηματίζουν αυτή την ποιοτικά διακριτή κοινότητα που ονομάζεται «κράτος», η απάντηση είναι ότι δεν αναζητούν απλώς μια ένωση ανθρώπων που ζουν στο ίδιο μέρος, αλλά ούτε και να αποτρέψουν τα μέλη τους από το να διαπράττουν αδικίες κατ’ αλλήλων. Η πόλις δεν είναι απλώς μια κοινωνία αμοιβαίας προστασίας. Ούτε οι άνθρωποι συμβιώνουν για να προωθήσουν απλώς τις οικονομικές ή εμπορικές συναλλαγές τους. Όλες αυτές οι λειτουργίες αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την ύπαρξη του «κράτους», αλλά από μόνη της η παρουσία όλων αυτών των παραγόντων δεν συνιστά ένα «κράτος» στην αληθινή του έννοια. Αντίθετα, το «κράτος» σχηματίζεται ως κοινότητα για να επιτρέψει στα μέλη των οίκων και των γενών να ευπραγούν, ζώντας ένα πλήρη και αυτάρκη βίο (Αριστοτέλης, Πολιτικά III, 1280b29ff. ).

3a. Δημοσθ. Λογ. IV(Φιλιπ. Α΄), 42. Λογ. VI(Φιλιπ. Β΄), 27. Λογ. VIII (Περί των εν Χερρον. ), 32. Πολύβιος, Ιστορία VI. 57, 5.

3b. Αυτά τα μηνύματα του 1ου αιώνα προς τους χριστιανούς συνηγορούσαν υπέρ της υποταγής στους ανθρώπινους θεσμούς, δυνάμει της ηθικής, για την ακρίβεια θεϊκής, αποστολής τους. Διακηρύσσεται το καθήκον της υποταγής στις κοσμικές εξουσίες, τις οποίες έχρισε ο Θεός εκτελεστές των επιθυμιών του επί της γης, και όχι η αντίσταση στην κοσμική και παγανιστική εξουσία. Η ευταξία του κόσμου θεσμοθετείται από τη βούληση και τη δύναμη του Θεού και, ιδίως αν εμφανίζεται δίκαιη, αποτελεί το πραγματικό όργανο της θεϊκής βούλησης. Αν εμφανίζεται άδικη, παραμένει εντούτοις γνήσιο όργανο της θείας βούλησης, λειτουργώντας είτε ως μέσο κολασμού του αμαρτωλού ανθρώπου είτε ως μέσο μαρτυρίου των υπηρετών του Θεού στα βήματα του Χριστού. Παράλληλα, η αποδοχή των ιεραρχικών διαβαθμίσεων του πολιτικού κόσμου θα συμφιλιωνόταν με το πιο οικουμενικό και πνευματικό αίτημα της κατάργησης των διακρίσεων ανάμεσα σε Έλληνα και χριστιανό, Ιουδαίο και εθνικό, δούλο και αφέντη.

4a. Βλ. χαρακτηριστικὰ Θεοφιλ. Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον 1, 11: Τοιγαρούν μάλλον τιμήσω τον βασιλέα ου προσκυνώ αυτώ, αλλά ευχόμενος υπέρ αυτού». Ιουστίνος, Απολ. Α΄ 17, 3. Τερτυλλιανός, Apol. 33, 3. Ωριγένης, Κατά Κέλσου VIII, 65.

4b. Εις το κατά Ματθ., ΟΜ. ΚΓ΄, 10, PG 57, 320 και ΟΜ. ΜΗ΄, 5, PG 58, 492 εξ· Εις την προς Ρωμ., ΟΜ. Α΄, 2, PG 60, 400· Εις την Α ΄ προς Τιμόθ., ΟΜ. ΙΑ΄, 3, PG 62, 557 εξ· Εις την Γεν., Λογ. Ε΄, 2, PG 54, 600 εξ· SC 433, 262 εξ· Εις την Α΄ προς Κορ., ΟΜ. Κ’, 6, PG 61, 168.

5a. Εκκλησιαστική Ιστορία. Βιβλ. στ, 5, PG 67, 673B-C: «Άλλον τε δι’ άλλην αιτίαν των κρατούντων εξήλεγχεν συν παρρησία πολλή, δι’ ην πολλοίς διάφορος ην». Σωζομ., Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιβλ. Η΄, 8, PG 67, 1537B.

5b. Γρηγόριος Ναζ., Λογ. ΜΓ’ (Εις τον μεγ. Βασίλ.), 49, PG 36, 560B-C: «Τότε δη κινηθέντα τον υπάρχον, ζέσαι τε πλέον τω θυμώ, και της καθέδρας εξαναστήναι, και τραχυτέροις προς αυτόν χρήσασθαι λόγοις. Τι δαι; ου φοβή την εξουσίαν, φησί ; Μη τι γένηται; μη δε τι πάθω; Μη τι; Τών πολλών εν, α της εμής δυναστείας εστίν. Τίνα ταύτα; γνωριζέσθω γαρ ημίν. Δήμευσιν, εξορίαν, βασάνους, θάνατον». Γρηγόριος Νυσ., Επιτάφ. λογ., PG 46, 797Α-Β: «Κρείττων μεν γαρ ην των δημευόντων, αυτός εαυτόν δια την ελπίδα της βασιλείας δημεύσας. Του κατά την εξορίαν φόβου απήλλακτο, μίαν πατρίδα ανθρώπων, τον παράδεισον είναι λέγων, πάσαν δε την γην ως κοινήν της φύσεως εξορίαν βλέπων».

5c. Εντύπωση προκαλεί η απόλυτη ανατροπή του αρειανικού τίτλου του Κωνστάντιου από το Χρυσόστομο με το χαρακτηρισμό των αποστόλων ως άρχοντες αρχόντων (Ομ. εις τον Ψαλμ. ΜΔ’, 13, PG 55, 202). Πρβλ. Ιω. Χρυσόστομος, Εις τας Πραξ., Ομ. Ε’, 4, PG 60, 55· Γρηγόριος Ναζ., Λόγ. ΙΖ’ (Προς τους πολιτευομ. Ναζιανζ. ), 8, PG 35, 976Α-Β και Γρηγόριος Νυσ., Επιστ. ΙΖ’, 10, SC 363, 222 εξ. Τη σθεναρή αντίσταση της Εκκλησίας απέναντι στον απολυταρχισμό του καισαρικού θρόνου, σύμφωνα με το motto του Αμβρόσιου: Imperator intra ecclesiam, non supra ecclesiam est (Contr. Aux. 36)

5d. Και για τον Αυγουστίνο η πολιτική είναι το μέσον για την επίτευξη της ελάχιστης δυνατής αταξίας. Και το πετυχαίνει αυτό μέσω της πολιτικής εξουσίας που λειτουργεί εν είδει εξαναγκασμού.

Η πολιτική εξουσία δεν ήταν στη φύση του πρωτόπλαστου Αδάμ. Ούτε ήταν στη φύση των μελών του ιδίου είδους να υπάρχει οποιαδήποτε μορφή σχέσης ανάμεσα σε άρχοντα και σε υπήκοο. Η εξουσία και η υποταγή αποτελούν συνέπειες της αμαρτωλής φύσης του ανθρώπου, προϊόντα της από μέρους του κατάχρησης της «ελεύθερης βούλησης».

Η αμαρτωλή φύση του ανθρώπου, που αποκαλύπτεται μέσα από το πλήθος των ανταγωνιστικών επιθυμιών του, αποδεικνύει ότι η υπακοή στο «κράτος» και η εξάρτηση του ανθρώπου από την εξουσία αποτελούν αναγκαίες θεραπείες της σημερινής ψευδαίσθησής του ότι είναι κύριος του εαυτού του. Άρα η πολιτική δημιουργείται μέσα από τη σύγκρουση ανάμεσα στην ψευδαίσθηση της αυτοκυριαρχίας με την εξουσία.

Ο νόμος, όπως τον διατυπώνουν οι άνθρωποι-νομοθέτες, δεν μπορεί να κάνει τους ανθρώπους ενάρετους όπως ισχυρίστηκαν ο Αριστοτέλης και ο Κικέρωνας. Οι πολιτικοί θεσμοί δεν είναι παιδευτικοί. Μπορούν μόνο να εξασφαλίσουν τη δημόσια τάξη, τα περιουσιακά δικαιώματα και την εγκόσμια, ακριβέστερα την πρόσκαιρη, ασφάλεια. Ο νόμος προστατεύει τον κάθε άνθρωπο από τους συνανθρώπους του. Η πολιτική, αναγκαία καθώς είναι σήμερα και διαμορφωμένη από την ανθρώπινη ρύση, έχει κατεξοχήν να κάνει με την κυριαρχία και την προσωρινή αποφυγή των συγκρούσεων.

Η ίδιες απόψεις του Αυγουστίνου υπάρχουν εν μέρει και στον Χρυσόστομο. Η πολιτική εξουσία θεωρείται από τον πατέρα μια παρενέργεια του προπατορικού αμαρτήματος, που αλλοιώνει τη φυσική τάξη της δημιουργίας με την υποταγή του ανθρώπου κάτω από τον άνθρωπο. PG 54, 596. Ο Ιωάννης δεν διστάζει να χαρακτηρίσει αυτή την υποταγή ως δουλεία και μάλιστα βαρύτερη από αυτή του σκλάβου στον κύριο του η της γυναίκας στον άνδρα. Στην παραδείσια κατάσταση της δημιουργίας κυριαρχούν η ελευθερία και η ομοτιμία, αγαθά που επιστρέφουν με το νέο Αδάμ (= Χριστό) στην ανθρωπότητα – βέβαια, εάν κι εμείς βουληθώμεν. Εις την Γένεσιν, ΟΜ. ΚΘ, 6, PG 53, 270. Η θεσμοθέτησή της, όμως, εξυπηρετεί παιδαγωγικούς σκοπούς μέσα στο σκοτεινό τοπίο της πτώσης. Ο Θεός παραδίδει την ανθρώπινη φύση στους άρχοντες, καθάπερ παιδαγωγοίς και διδασκάλοις, ώστε να συγκρατηθεί στο αγαθό και να μην παρεκκλίνει περαιτέρω στο κακό και την αμαρτία. (Εις την Γένεσιν, Λόγος Δ, 2, PG 54, 596. Εις την A Κορινθ., ΟΜ, ΛΔ, 4, PG 61, 291). Οι αρχές, οι νόμοι, τα δικαστήρια και οι ποινές αποτελούν, επίσης, για το Χρυσόστομο μία απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύσταση της κοινωνικής ζωής και την ευταξία στα ανθρώπινα πράγματα. Χωρίς την αναχαιτιστική τους δύναμη τα ανθρώπινα πάθη αποχαλινώνονται και διαχέονται ανεξέλεγκτα στη δημόσια ζωή, σκορπίζοντας παντού τη σύγχυση και το χάος, έως ότου επιβληθεί, τελικά, το δίκαιο του ισχυρότερου. Εις την Γένεσιν, Λόγος Δ, 2, PG 54, 596. Εις την προς Ρωμαίους, ΟΜ, ΚΓ, 2, PG 60, 617.

6. «…Επεί ουν και υμάς εφόβησαν άρχοντες, και εναγωνίους εποίησαν, η Εκκλησία, η κοινή πάντων ημών μήτηρ, τους κόλπους απλώσασα, και υπτίαις υποδεξαμένη χερσί, καθ’ έκαστην παρακαλεί την ημέραν, λέγουσα ότι χρήσιμος και ο των αρχόντων φόβος εστί, και ότι χρησίμη και η εντεύθεν παράκλησις…». PG 49, 81.

7. Θεοδώρητος Κύρου, Εκκλησιαστική. Ιστορία, Βιβλ. Ε΄, 36, PG 82, 1265D-1268A: Και πάλιν ο πιστός όμιλος, ως ηπείρω τω πελάγει δια των πορθμείων χρησάμενος, του Βοσπόρου το προς τη Προποντίδι στόμα τοις λαμπάσι κατέκρυψε. Το «Και πάλιν» αναφέρεται στην παρόμοια υποδοχή που επεφύλαξαν οι κάτοικοι της Κων/πολης στον επίσκοπό τους το 403 μ. Χ., όταν επέστρεψε από την πρώτη εξορία. Ο Βόσπορος φωτίστηκε και τότε για μια νύχτα από τις ανταύγειες αμέτρητων λαμπάδων, βλ. Θεοδώρητος Κύρου, ο. π., 34, 1264Α.

Δημιουργία αρχείου: 14-2-2011.

Τελευταία ενημέρωση: 14-2-2011.