Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Κοινωνία |
Χριστιανισμός, Ιδεολογία, Πολιτισμός και Ελευθερία Του Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Πηγή: Προδημοσίευση τμήματος τού βιβλίου τού Μιχαήλ Γ. Χούλη με τίτλο: "Ο Ιησούς τής φαντασίας και ο Χριστός τής Εκκλησίας". |
... Η κ. Μαριάννα Αγαθαγγέλου ήταν 40 ετών και Λέκτορας στην έδρα της «Ιστορίας Θρησκευτικού Πολιτισμού». Μας αφιέρωσε ελάχιστη ώρα, γιατί είχε προγραμματίσει ομιλία στο κεντρικό αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου για τις 12 το μεσημέρι, με θέμα: «Η θρησκευτική εικονολογία το Μεσαίωνα». Έτσι λοιπόν συμπτύξαμε τις ερωτήσεις μας, ενώ ο Δημήτρης έκανε την πρώτη κίνηση:
- «Αν μου επιτρέπετε, να σας ρωτήσω πόσες βασικές αφετηρίες θρησκευτικότητας γνωρίζουμε, διότι πολυθεϊσμός και μονοθεϊσμός εναλλάσσονται στην ιστορία», είπε μιλώντας με κάποιο άγχος. - Να σας πω, απάντησε εκείνη: Μπορούμε να δεχθούμε εύκολα ότι μία αφετηρία χονδροειδούς θρησκευτικής πίστης πάνω στη γη προήλθε από τον φόβο του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο, τις καταιγίδες, τους σεισμούς, τους κεραυνούς, τις πλημμύρες. Οι άνθρωποι τότε λάτρεψαν φυσικά φαινόμενα και για να τα εξευμενίσουν, να απομακρύνουν την οργή και την εκδικητικότητα των θείων, όπως πίστευαν, δυνάμεων, άρχισαν να κάνουν θυσίες ζώων και ανθρώπων (όπως έκαναν π.χ. και οι Αζτέκοι στο Μεξικό από τον 14ο αιώνα). Η απομάκρυνση από τον έναν Θεό είχε ως αποτέλεσμα να ξεχάσουν οι άνθρωποι την μορφή Του και να πλάσουν είδωλα, ξόανα και φανταστικές απεικονίσεις γι’ αυτόν. Μια μαύρη κουρτίνα, δηλαδή ο σκοτισμένος νους τους –νους είναι στην ασκητικο-πατερική γραμματεία ‘ο οφθαλμός της ψυχής’- σκέπασε την πραγματική και γεμάτη κατανόηση και αγάπη μορφή του Θεού και οι άνθρωποι προτίμησαν τη σκιά και όχι τον ήλιο. Από τότε άρχισαν να ‘κρυώνουν’, ενώ ο Θεός τούς περίμενε στο Φως του. Ο ήλιος δεν φταίει αν κάποιοι διαλέγουν το σκοτάδι και την σκιά και κρυώνουν αβάσταχτα. Οι άνθρωποι βασίστηκαν από τότε στις δικές τους ιδέες για τον Θεό και δημιουργήθηκαν οι θρησκείες.
- «Στην αρχαία Ελλάδα παρατηρούμε πάντως λογικές σχέσεις με τους θεούς και προχωρημένη φιλοσοφία, όχι χονδροειδείς αντιλήψεις, συμφωνείτε;», ρώτησε η Μαρία. - Συμφωνώ, πάντως εν μέρει και όχι πάντοτε, είπε η κ. Μαριάννα. Μια δεύτερη ακριβώς αφετηρία θρησκευτικής πίστης προέκυψε από την αναγκαιότητα της λογικής, συνέχισε. Χαρακτηριστική θρησκεία είναι η αρχαία ελληνική θρησκευτική πίστη για το πρώτο κινούν ακίνητο, που φτάνει κάποιος εκεί αν σκεφθεί ποιος δημιούργησε τον Θεό και ποιος δημιούργησε εκείνον που δημιούργησε τον Θεό και πάει λέγοντας. Ο Θεός αυτός θα πρέπει να είναι ακίνητος, αφού ό,τι κινείται είναι τρεπτό και αλλοιώνεται, θα πρέπει να είναι αθάνατος, παντοδύναμος, πάνσοφος κ.λπ. Αλλά δεν έχει καμία σχέση με έναν Θεό πατέρα και Θεό αγάπης, που θυσιάζεται για τους ανθρώπους, αυτή είναι η διαφορά με τον Χριστιανισμό.
- «Ίσως γιατί ο χριστιανισμός είναι μια αποκαλυπτική θρησκεία», αποφάνθηκε ο Πέτρος. - Γι’ αυτό ακριβώς, συνέχισε η καθηγήτρια. Η τρίτη αφετηρία θρησκευτικής πίστης, στην οποία βασίζεται πλήρως ο Χριστιανισμός (με πιο αυστηρά στοιχεία και παραθεωρώντας τη θεότητα του Χριστού, ο Ιουδαϊσμός και ο Μωαμεθανισμός), είναι η πίστη σε Θεό ιστορικής αποκαλύψεως, σε Θεό άγιο, στον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, στον Θεό της άμεσης σχέσης, τον προσωπικό Θεό της ενώπιος ενωπίω παρουσίας και συνομιλίας. Είναι ο Θεός των πατέρων ημών, που χέρι χέρι αναλαμβάνει τον άνθρωπο και τον καθοδηγεί, αποκαλυπτόμενος ολίγο κατ’ ολίγον και μέσω μιας σχέσης εμπιστοσύνης, μέχρι την πλήρη αποκάλυψή του στη ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού. Ήδη από την Π.Δ. αποκαλύφθηκε και το όνομα τού ενός Θεού. Είπε ο Θεός στον Μωϋσή: “Είμαι και θα είμαι αυτός που είμαι”. Δηλαδή “Εγώ ειμί ο Ων” (Εξ. 3,14), ο αναλλοίωτος και προσωπικός Θεός (βλ. Χρήστου Γιανναρά, «Αλφαβητάρι της πίστης», εκδ. ‘Δόμος’, Αθ. 1991).
- «Πόση σχέση βλέπετε να έχει, κα καθηγήτρια, ο Χριστιανισμός με την έννοια της ιδεολογίας ή της θρησκείας, όπως αυτά απαντώνται στον κόσμο; Μας ενδιαφέρει, γιατί αν ο Χριστιανισμός είναι Αποκάλυψη Θεού και όχι ανακάλυψη κάποιων, τότε και ο Χριστός είναι Υιός του Θεού», ρώτησε εύστοχα ο Κώστας. - Θα σας απαντήσω με βάση τη χριστιανική Θεολογία, ξεκαθάρισε η κα Αγαθαγγέλου: Ο Χριστιανισμός και ιδιαίτερα η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι στην ουσία της ούτε ιδεολογία, ούτε θρησκεία. Δεν πρόκειται για έναν νέο ιστορικό μεσσιανισμό, απ' αυτούς που πίκραναν και ταλαιπώρησαν αφάνταστα την ανθρωπότητα. Η φιλοσοφία και ιδεολογία είναι στοχασμός ανθρώπινος, ενώ ο Χριστιανισμός είναι Λόγος υπερβατικής προέλευσης. Ακόμη, πολλές θρησκείες ανά τον κόσμο περιέχουν φανταστικές δοξασίες και δογματικές αστοχίες περί Θεού και τα ελλειμματικά αυτά φανταστικά διανοήματα περί Θεού δεν έχουν φυσικά καμία σχέση με τον αληθινό Θεό. Είναι δυνατόν επομένως να δεχθούμε ότι όλοι οι θρησκευτικοί δρόμοι προς τη σωτηρία είναι το ίδιο ΑΣΦΑΛΕΙΣ με τον αγιοπνευματικό δρόμο που υποδεικνύει ο Χριστός και η Εκκλησία Του; Οπωσδήποτε όχι! Ο Χριστός διακηρύσσει ότι Εκείνος είναι “η οδός, η αλήθεια και η ζωή” (Ιω. 14,6) και πως χωρίς αυτόν «δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτε» (Ιω. 15,5). Λέγει μάλιστα ότι «αυτός που είδε εμένα, είδε τον Πατέρα» (Ιω. 14,9). Η Γραφή τονίζει ότι «Από κανέναν άλλον δεν μπορεί να προέλθει η σωτηρία, ούτε υπάρχει άλλο πρόσωπο κάτω από τον ουρανό δοσμένο στους ανθρώπους με το οποίο να μπορούμε να σωθούμε» (Πράξ. 4,12). Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, συνέχισε η Λέκτορας, ο Χριστιανισμός είναι η εξ Αποκαλύψεως αλήθεια του ιδίου του Θεού στον κόσμο και στην ιστορία και όχι ανακάλυψή Του. Το άπειρο κενό μεταξύ κτιστού και ακτίστου (μεταξύ της δημιουργίας και του Δημιουργού) μόνο ΜΕ την ενσάρκωση του Κυρίου γεφυρώθηκε για όλη την πλάση και μόνο ΔΙΑ του Χριστού μπορεί να καλυφθεί από τον άνθρωπο, ώστε ο τελευταίος να κοινωνήσει με τις άκτιστες ενέργειές Του και να σωθεί. Διότι “το απρόσληπτον και αθεράπευτον”, μας λένε οι άγιοι. Αυτό σημαίνει ότι η σωτηρία μας, μέσω, και εν τη Εκκλησία (που είναι το σώμα του Χριστού παρατεινόμενο στους αιώνες), δεν είναι μόνο θέμα ηθικής τάξεως -καλές πράξεις, ευγένεια και επίδειξη συνεργασίας, προσφορά και συμπόνοια κ.α., χωρίς να απορρίπτονται φυσικά και αυτά- αλλά οντολογική αλλοίωση, αγιασμός και θέωση, σε αντίθεση με τις θρησκείες, αλλά και με διάφορες εκδοχές του Χριστιανισμού, όπου ένας διαρκής και αγχώδης θρησκευτικός ακτιβισμός, χωρίς εσωτερική τις περισσότερες φορές αλλαγή, θεωρείται τελικά η σωτηρία. Ο Θεάνθρωπος Ιησούς δεν ήρθε στην γη για να ιδρύσει μια νέα θρησκεία ή ιδεολογία ή κοινωνιολογία, αλλά για να αφήσει το σώμα Του και το αίμα Του υπέρ της ζωής του κόσμου.
- «Ούτε σωζόμαστε πιστεύοντας εγκεφαλικά και μόνο μερικές αλήθειες εκκλησιαστικές, έτσι δεν είναι», ρώτησε ο Πέτρος. - Έτσι είναι, είπε η καθηγήτρια. Θα πρέπει να ζούμε στη πράξη την μετάνοιά μας, συνδυαζόμενη με προσευχή και μυστηριακή ζωή. Διότι όλη η αγιοπνευματική και πατερική παράδοση συμφωνεί πως σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι να αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα μέσα στην καρδιά μας από αυτή τη ζωή. Και αυτό είναι χάρισμα και δωρεά του Χριστού σε όσους βρίσκονται στον δρόμο της κάθαρσης από τα πάθη, που ξεκινά όταν δεν θέτουμε ως πρώτη προτεραιότητα στη ζωή μας τις ηδονές και τις ανέσεις και τα υλικά αγαθά. Αλλά όταν χρησιμοποιούμε τα πάντα για την σωτηρία τη δική μας και των άλλων. Όταν είμαστε σωστοί διαχειριστές των εκ Θεού δωρημάτων. Θα μου επιτρέψετε επομένως να συνοψίσω είπε στην ομάδα η κα Μαριάννα. Στο πλαίσιο όσων είπαμε, ο Χριστιανισμός δεν είναι μια ιδεολογία ή ένα σύστημα γενικών και αντικειμενικών αληθειών. Χριστιανοί είμαστε όταν έχουμε προσωπική σχέση με τον Ιησού Χριστό και όχι όταν ακολουθούμε από παράδοση κάποιες λατρευτικές συνήθειες, που μπορεί να είναι καθ' όλα υπέροχες. Ο ίδιος εξάλλου ο Χριστός δικάστηκε ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΗΤΑΝ (ο Υιός του Θεού) και όχι για κάτι που έκανε. Αυτή είναι και η ουσιαστική διαφορά του Χριστιανισμού, και μάλιστα της Ορθοδοξίας, από κάθε θρησκεία. Βασίζεται στην κοινωνία με τον Χριστό, στην βαθύτερη σχέση μαζί του, μέσω της καθημερινής προσευχής, και όχι σε κάποιες πεποιθήσεις ή ψυχρές αλήθειες που μας έχουν κληρονομηθεί από τους γονείς μας. Στην Ορθόδοξη λειτουργική ζωή αυτή τη σχέση επιζητούμε και εμβαθύνουμε. Και αν επιμένουμε στο λειτουργικό τυπικό, τις μετάνοιες, το άναμμα κεριών ή τα σταυροκοπήματα είναι γιατί τα θεωρούμε άκρως επιβοηθητικά στοιχεία, χωρίς να εξαντλούν την ουσία, που είναι η πνευματική μας σύνδεση με τον λατρευτό μας Κύριο. Τα θεωρούμε ως πορεία και ως ψυχοσωματική άσκηση με σκοπό την μέθεξη με το όντως Ον. Τέλος, επειδή ο Θεός δεν είναι προσωπολάτρης, αλλά δέχεται χωρίς διακρίσεις κάθε άνθρωπο που τον αναζητά από βάθους ψυχής και με καθαρή καρδιά (Πρ. 10,34-35), σώζει μέσα από το πέλαγος της ανεξερεύνητης και άπειρης αγάπης Του όλους εκείνους, που αν και δεν ευτύχησαν στη ζωή τους να γνωρίσουν τον Ιησού Χριστό, εν τούτοις σέβονται τον Θεό και διαθέτουν ηθική συνείδηση, πράττουν το αγαθό και εφαρμόζουν τη δικαιοσύνη και την έμπρακτη αγάπη εν ελευθερία.
- κα Αγαθαγγέλλου, ως καθ’ ύλην αρμόδια πάνω σε θέματα πολιτισμού, μπορείτε να μας διαφωτίσετε σε ένα θέμα ακόμη; ρώτησε ο Κώστας. - Παρακαλώ, του είπε η καθηγήτρια.
- «Πόσο σωστή είναι η άποψη ότι ο πολιτισμός μας επηρεάστηκε αρνητικά από τον Χριστιανισμό και τη θρησκεία γενικά, αφού μάλιστα κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν αναπτύχθηκε η επιστήμη τόσο γρήγορα εξαιτίας αυτού (του Χριστιανισμού);» - Ωραίο ερώτημα, είπε η κ. καθηγήτρια, και συνέχισε ως εξής: Είναι αλήθεια ότι πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού επικρατούσε στους ανθρώπους η μυθική και μαγική αντίληψη κατανόησης της φύσεως. Οι θεότητες ταυτίζονταν με τις κοσμικές δυνάμεις (πανθεϊσμός) και γι' αυτό δεν υπήρχε τρόπος καλλιέργειας και προόδου Επιστήμης και Τεχνολογίας, αφού οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια και ενασχόληση εθεωρείτο ύβρις. Σημαντική συμβολή του Χριστιανισμού, αρχής γενομένης από τον Ιουδαϊσμό, βρίσκεται στην απομυθοποίηση και απομάγευση ή αποειδωλοποίηση του κόσμου και της φύσεως, αφού επρόκειτο για δημιουργήματα, και μόνο, του Θεού, νοοτροπία που συνέβαλε, αντίθετα με όσα ισχυρίζονται όσοι δεν γνωρίζουν, τα μέγιστα στην ανάπτυξη Επιστήμης και Τεχνικού Πολιτισμού στις χώρες της Ευρώπης και Αμερικής. Η Δυτική Εκκλησία βέβαια στάθηκε αρχικά πολύ επιφυλακτική απέναντι στις νέες ιδέες και κατακλυσμιαίες επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις, φοβούμενη μήπως οδηγήσουν στην διασάλευση και υποβάθμιση του χριστιανικού κοσμοειδώλου. Αρνήθηκε κάποτε να αγκαλιάσει την κοσμική γνώση και έρευνα και εναντιώθηκε σε κάθε ανανεωτική και πρωτοπόρα επιστημονική προσπάθεια. Η στάση της αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να επικρατήσουν στις χώρες της Δύσεως δύο αντίπαλα στρατόπεδα: Πίστεως και Αθεΐας, επίσημης Εκκλησίας και εκπροσώπων της Επιστήμης, Χριστιανισμού και Ορθολογισμού - Διαφωτισμού στα νεώτερα χρόνια. Έκτοτε ένα τέτοιο κλίμα παλαιών παρεξηγήσεων επανέρχεται πολλές φορές στο προσκήνιο, αν και σήμερα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει ξεφύγει φυσικά από το μεσαιωνικό παρελθόν της και βαδίζει συμφιλιωμένη με τα εκάστοτε υγιή επιστημονικά πορίσματα. Η παλαιά αυτή αντίθεση μεταξύ εκπροσώπων της Θρησκείας και της Επιστήμης δεν δικαιολογείται πλέον. Η προσπάθεια ορισμένων επιστημόνων να απορρίψουν την θεία Αποκάλυψη με κοσμικά γνωσιολογικά κριτήρια και η προσπάθεια ανεύρεσης αποτυχημένων κενών σε κάθε νέα επιστημονική ανακάλυψη εκ μέρους θρησκευόμενων ερευνητών, ανήκει πια στο παρελθόν. Οι δύο εξέχοντες χώροι, Θρησκείας και Επιστήμης, έχει γίνει ευρέως αντιληπτό ότι ασχολούνται και εντρυφούν σε διαφορετικά πεδία έρευνας, ήτοι: α) της Θείας Αποκάλυψης, που είναι η σταθερή και αναλλοίωτη στους αιώνες και άνωθεν (πνευματικά) κατερχόμενη Αλήθεια του Θεού, η οποία εξάλλου δεν επιδέχεται λογικής διεργασίας, αφού ανήκει στο χώρο του Ακτίστου, και β) της Κτιστής γνώσεως της φυσικής πραγματικότητας, που είναι εκ των κάτω και γι' αυτό εξετάζεται επιστημονικά, λογικά και μαθηματικά, ενώ αναθεωρείται και αμφισβητείται από νεώτερα κάθε φορά επιστημονικά πορίσματα. Οι δύο αυτοί χώροι συναντιούνται όχι απευθείας (διότι δεν υπάρχει καμία αναλογία μεταξύ Κτιστού και Ακτίστου), αλλά εν τη Εκκλησία, δηλαδή εν τω σώματι του Ιησού Χριστού, όπου λαμβάνει χώρα η μοναδική κοινωνία και συμφιλίωση Θεού και Ανθρωπότητας, 'Ακτιστης και Κτιστής πραγματικότητας, δια της μυστηριακής, προσευχητικής, ασκητικής και αγαπητικής οδού.
- «Πόσο συνέβαλε όμως ο Χριστιανισμός στην εδραίωση του Πολιτισμού;», ρώτησε δυναμικά η Γιάννα. - Τα μέγιστα!, απάντησε εκείνη. Ο βυζαντινός και ο δυτικός πολιτισμός δεν είναι δημιουργήματα του Χριστιανισμού; Τα ανθρωπιστικά αιτήματα, η αξία του ατόμου και του σώματος, η καλυτέρευση της νομοθεσίας και των Συνταγμάτων παγκοσμίως, η εξημέρωση των ηθών και εθίμων, η αξιοπρέπεια, η ισοτιμία, η επικράτηση του κοινωνικού πλουραλισμού, δεν προέκυψαν από το ίδιο Πνεύμα που ώθησε και τον απόστολο Παύλο να κηρύττει το: “δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα, Ιουδαίος και Έλληνας, αλλά όλοι είμαστε ένα μέσα στον Ιησού Χριστό”; Δεν απαλλάχθηκε ο κόσμος από δεισιδαιμονίες (μαγεία, αστρολογία κ.α.) και φαντάσματα του παρελθόντος (πεπρωμένο, μοίρα κ.α.) που τυραννούσαν τη ζωή τους; Μήπως δεν συνέβαλλε (και συμβάλλει καθημερινά) η φιλανθρωπία του Θεανθρώπου και της Εκκλησίας Του στην προστασία των γυναικών, των παιδιών, των δούλων, των κρατουμένων, των μη προνομιούχων; Μπορεί να μεταλλαχθεί προς το καλλίτερο ο κόσμος και η ιστορία χωρίς εφαρμογή της εγκράτειας, της συγχωρητικότητας, της πραότητας, της δικαιοσύνης και της αγάπης, ακόμα και προς τους εχθρούς, όπως διδάσκει ο Χριστιανισμός; Η βυζαντινή φιλοσοφία δεν ήταν εκείνη που προβληματίστηκε ιδιαίτερα δια των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας αναφορικά με τον άνθρωπο και τον κόσμο; Ποιος δίδαξε, αν όχι ο Ιουδαϊσμός και ο Χριστιανισμός, ότι η ιστορία δεν έχει πορεία κυκλική, επαναλαμβανόμενη, τυχαία, υποταγμένη στους ρυθμούς της φύσης, αλλά ευθύγραμμη, ανοδική και μοναδικής σημασίας; Το ουμανιστικό πνεύμα των νέων χρόνων δεν ξεκίνησε από τα νοσοκομεία, γηροκομεία, λεπροκομεία, ορφανοτροφεία και πτωχοκομεία που συντηρούσε η Εκκλησία; Η ανεξαρτησία των λαών, η αυτοδιάθεση, η ειρήνη, η κοινωνική αλληλεγγύη δεν προέκυψαν από το ευαγγελικό μήνυμα; Ο Τεχνικός πολιτισμός δεν ξεκίνησε από την χριστιανική πίστη στην υλικότητα των ουρανίων σωμάτων και όχι στην θεϊκότητά τους, σύμφωνα με τις παγανιστικές θρησκείες; Η χριστιανική υπέρβαση του ατομισμού δεν βοήθησε ιδιαίτερα στον περιορισμό της αυταρχικότητας των εξουσιών; Η τεράστια ανάπτυξη των τεχνών (αγιογραφίας, ναοδομίας, ζωγραφικής, γλυπτικής, μουσικής, υμνογραφίας, ποίησης, αρχιτεκτονικής κ.λπ.) δεν ήταν προσφορά του Χριστιανισμού στον κόσμο; Πλήθος αρχαίων παπύρων, περγαμηνών και έργων της αρχαιότητας με τεράστια για την επιστήμη σημασία δεν διασώθηκαν και συντηρήθηκαν από χριστιανούς μοναχούς; Βέβαια, το δυτικό πνεύμα οδηγήθηκε στη συνέχεια σε υπερανάπτυξη και καταστροφικές τάσεις του τεχνικού σε βάρος του πνευματικού στοιχείου (βιομηχανικές παρενέργειες, οικολογική καταστροφή κ.λπ.). Γι' αυτό όμως, όπως και για τα εγκλήματα του μεσαίωνα, τις αποικιοκρατίες, τις σταυροφορίες, τους θρησκευτικούς πολέμους και την βία δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Θεό, το ιερό Του Ευαγγέλιο ή τις μονοθεϊστικές θρησκείες, αλλά τις αδυναμίες εκπροσώπων Του ή εκπροσώπων τους, που δεν βίωσαν στη πράξη το πνεύμα αγάπης του Ιησού Χριστού, καθώς και τις ατυχείς ιστορικές συγκυρίες. Μήπως δεν έπρεπε άλλωστε η Επιστήμη να προχωρήσει στην διάσπαση του ατόμου επειδή σήμερα η ραδιενέργεια, που εκλύθηκε στη φύση εξαιτίας πολλών ατυχημάτων σε πυρηνικά εργοστάσια ανά τον κόσμο, έχει μολύνει ιδιαίτερα το περιβάλλον; Θα φταίει η ανάπτυξη της Γενετικής αν κάποιοι προχωρήσουν παράνομα στην κλωνοποίηση ανθρώπων κατά παραγγελία; Μπορούμε να κατηγορήσουμε την Χημεία για τους πολέμους με χρήση χημικών όπλων που διεξάγονται παγκοσμίως; Επομένως χρειάζεται μια γερή δόση κριτικής στην πρόχειρη κριτική που χρησιμοποιούν ορισμένοι κατά διαστήματα εναντίον του Χριστιανισμού.
- Και κάτι άλλο σημαντικό θέλω να σας ρωτήσω, είπε ο Κώστας: «Ποια είναι η έννοια της χριστιανικής ελευθερίας, δεσμεύει την θέλησή μας, και πόσο διαφέρει από την λεγόμενη κοσμική ελευθερία των ελεύθερων δημοκρατικών επιλογών;» - Πολύ σημαντική ερώτηση για την εποχή μας, είπε η ειδήμων και συνέχισε: Και φυσικά δεν δεσμεύει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου η Θρησκεία και ιδιαίτερα η Ορθοδοξία, όπως κάποιοι άθεοι διανοούμενοι γράφουν. Δεν διαθέτει νομικίστικη ηθική η Εκκλησία και δεν σε καθηλώνει κάτω από το βάρος κανόνων και κανονισμών. «Απαιτεί» όμως, αν κάποιος θελήσει να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό ως Κύριό του και Θεό, να συμμορφωθεί στον τρόπο ζωής Εκείνου για να είναι καθόλα συνεπής. Και αυτό σημαίνει ότι οφείλει να ζήσει με ειλικρίνεια, με σεβασμό προς τον εαυτόν του και τους άλλους, με φιλάνθρωπη διάθεση και στάση ζωής. Είναι αυτός ο τρόπος ζωής δέσμευση και καταναγκασμός; Είναι, αλλά μόνο για εκείνους που παραμένουν δέσμιοι των εγωιστικών, ηδονιστικών και υλιστικών τους επιδιώξεων και όχι λάτρεις του απολύτου και αναζητητές της πραγματικής ελευθερίας, που σημαίνει απελευθέρωση από τα ανούσια, τα χαμερπή και την κακία. Ο Χριστιανισμός πράγματι πιστεύει ότι ελευθερία σημαίνει πρωτίστως ελευθερία από τη σκλαβιά των παθών, που μας κρατούν δέσμιους στον υλιστικό (και όχι υλικό) τρόπο ζωής. Επομένως, αν εννοήσουμε ως ελευθερία την δυτικόφερτη έννοια του “κάνε ό,τι σ' αρέσει”, εδώ η Εκκλησία έχει σοβαρές ενστάσεις. Πρακτικά και εύστοχα ο ιερός Αυγουστίνος προτρέπει: “Αγάπα πρώτα, και μετά κάνε ό,τι σ' αρέσει”. Διότι όποιος αγαπά γνήσια και πραγματικά είναι σίγουρο ότι δεν θα κάνει ποτέ κάτι που ενδέχεται να θλίψει, βλάψει ή πληγώσει αυτούς που αγαπά. Μέσα σ' αυτήν την αγάπη άλλωστε “ανακαλύπτει” κανείς το Θεό. Ελευθερία λοιπόν, αλήθεια και αγάπη είναι το αξιολογικό τρίπτυχο που μας ωθεί να στραφούμε προς τον εαυτό μας, τους άλλους και το Θεό, βαδίζοντας ολίγον κατ' ολίγον προς την τελειότητα αυτής της συνάντησης, και που δεν παύει να αποτελεί τον περιπαθή άθλο του προσώπου στην υποκειμενική του ανάβαση και αναζήτηση της αλήθειας. Μάλιστα η αγάπη εν ελευθερία, και όχι η ιδιοτελής προσκόλληση στα πάθη -που αποτελούν διαστροφή των ψυχικών δυνάμεων και όχι υγιή ανάπτυξή τους, όπως δυστυχώς ο δυτικός τρόπος ζωής προτρέπει- είναι εκείνη που μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε αθάνατοι. Και μόνο μέσα σ' αυτήν την συνειδητοποίηση της αθανασίας και της πραγματικής ελευθερίας εν Χριστώ το ερώτημα περί Θεού γίνεται υπαρξιακό. Τότε μόνο ο Θεός μου παραμένει η ζωή και η καταφυγή μου, το τέλος και η αρχή μου, το Α και το Ω μου, ξεφεύγοντας από την καταπίεση της ψυχρής λογικής και της αντικειμενικής γνώσης. Ακριβώς γιατί η αλήθεια του Θεού δεν είναι νοητική αφαίρεση και διανοητική ανακάλυψη ή ορθολογιστική γνώση, αλλά προσωπική μετοχή και σχέση με το Όντως Ον, συνάντηση μοναδική, ένεκα της οποίας ο άνθρωπος βρίσκει την προσωπική του υπόσταση και πληρότητα. Δεν μιλάμε λοιπόν στον Χριστιανισμό για μια επιδερμική παχυλή ελευθερία από τις ηθικές δεσμεύσεις, αλλά για το πραγματικό νόημα της ζωής στο οποίο ο Χριστός μάς προτρέπει να εντρυφήσουμε. Γιατί άραγε η συνεχώς αυξανόμενη πρόοδος σε τεχνολογικούς και επιστημονικούς γενικά τομείς δεν συμβάλλει στην αντίστοιχη μείωση των υψηλών ποσοστών: χρήσης εξαρτημένων ουσιών και ηρεμιστικών, κατάθλιψης, αυτοκτονιών, βιασμών, πείνας, κοινωνικής αδικίας, κακοποίησης γυναικών και παιδιών, βασανιστηρίων και οικολογικής καταστροφής, που παρατηρούνται στις χώρες του “προηγμένου κόσμου”; Διότι στην ουσία των προβλημάτων, ατομικών και κοινωνικών, υπάρχει πραγματική κρίση ταυτότητας και έλλειψη νοήματος ζωής. Ερωτήματα του τύπου: “Ποιοι είμαστε;”, “Πού βαδίζουμε;”, “Έχει σκοπό το ταξίδι της ζωής;”, “Έχουν σημασία τα πράγματα του κόσμου μας;”, “Έχουν λόγο ύπαρξης οι αξίες;”, δεν μπορούν φυσικά να απαντηθούν ουσιαστικά από την Επιστήμη και τη Φιλοσοφία. Μπορούν όμως και έχουν απαντηθεί από τον Χριστιανισμό, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό και το μήνυμα της ελευθερίας και σωτηρίας Του προς όλους ανεξαρτήτως τους ανθρώπους από καταβολής κόσμου, εκατομμύρια των οποίων έχουν “αιχμαλωτισθεί” καρδιακά από τη ζωή, τη διδασκαλία, τα θαύματα και την ανάστασή Του. Ο ίδιος σκορπά τα χαρίσματά Του απλόχερα και πλούσια: Όποιοι υπεύθυνα ακολουθούν τον δρόμο του και τις εντολές του συμφιλιώνονται μεταξύ τους και με τους εχθρούς τους, αντλούν ολοφάνερες απαντήσεις για το νόημα της ζωής τους και την αιωνιότητα, γεμίζουν ελπίδα και την μεταδίδουν στο περιβάλλον τους, πλημμυρίζουν από ανώτερα συναισθήματα και προσφέρουν αγάπη σε γνωστούς και αγνώστους, αποκτούν καλοσύνη, κατανόηση για τους άλλους και εμπιστοσύνη προς τον Τριαδικό Θεό. Υπάρχει ανώτερος τρόπος ζωής από αυτόν, που να αξίζει κανείς να ακολουθήσει; Δεν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι αν απελευθερωθούμε από την απληστία, την υποκρισία, τον φόβο, τον κατώτερο εαυτό μας, το μίσος, τον εγωισμό μας, όπως μας δίδαξε και τήρησε εξάλλου στη ζωή Του ο Ιησούς Χριστός; Είναι ακόμη παντελώς ανιστόρητο να θεωρείται από ορισμένους ο Χριστιανισμός αντίθετος με την έννοια της ελευθερίας, όταν είναι τόσο γνωστό πως συνέτρεξε αμέτρητες περιπτώσεις κατατρεγμένων, πληγωμένων, φυλακισμένων, αρρώστων, πτωχών, ορφανών και χηρών, κρατουμένων και περιθωριακών και πως απελευθέρωσε την συνείδηση κρατών και ατόμων από την άγνοια, την πολιτική εκμετάλλευση και την ψυχική αρρώστια. Αν βέβαια κάποιοι έχουν στο νου τους μια εσφαλμένη μορφή του Θεού ως ουράνιου αστυνόμου και εξουσιαστή ή αν θεωρούν ως ελευθερία την απομάκρυνσή τους από κάθε έννοια ηθικής, όπως ο πολύς Λάϊμπνιτς είχε εύστοχα διατυπώσει -”αν η Γεωμετρία είχε ηθική, πολλοί θα την είχαν απορρίψει”, είχε πει- τότε ως φυσικό επακόλουθο της φιλοσοφικής τους στάσης απορρίπτουν τον Χριστιανισμό διότι θεωρούν ότι φυγαδεύει τις ελεύθερες επιλογές τους. Αν πάλι οι αξίες στη ζωή είναι θέμα γούστου και ατομικής επιλογής, τότε έχει βάση πραγματική η ψυχογραφική επί του θέματος ακτινογραφία του αιώνα μας, όπως την παραθέτει ο Βρετανός ιστορικός Dr. Paul Johnson: “Αυτό που είναι τόσο αξιοσημείωτο σχετικά με τον εικοστό αιώνα και που αποτελεί μια κυρίαρχη αιτία των τρόμων του είναι το ότι μεγάλη δύναμη έχει αποκτηθεί από ανθρώπους που δεν φοβούνται τον Θεό και που δε θεωρούν τον εαυτό τους περιορισμένο από κάποιον απόλυτο κώδικα συμπεριφοράς”. “Χριστιανική ελευθερία σημαίνει λοιπόν να επιτρέψουμε στον καλύτερο άνθρωπο [σημείωση δική μας: Θεάνθρωπο] που έζησε ποτέ να γίνει η έμπνευση της ζωής μας. Τι καταπιεστικό υπάρχει σε αυτό; Σίγουρα, μια τέτοια στάση, μπορεί συχνά ν' αντιτίθεται στις εγωιστικές συνήθειές μας. όμως αυτό είναι απαραίτητο σε κάθε προσπάθεια για κάτι ανώτερο. Βρίσκει εφαρμογή στον αθλητή, τον ακαδημαϊκό, το γιατρό..... Προοδευτικά επιτρέπει στον καθένα μας να γίνει αυτό το είδος ανθρώπου που όλοι επιθυμούμε να είμαστε στις καλύτερες στιγμές μας. Και το αποτέλεσμά της είναι ένας τρόπος συμπεριφοράς ο οποίος, αν γενικευόταν, δε θα κατάστρεφε την κοινωνία, αλλά θα τη μεταμόρφωνε. Με μια λέξη, η μόνη ελευθερία που ο χριστιανισμός “αφαιρεί” είναι η ελευθερία να πληγώνουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους ανθρώπους. Η αληθινή ελευθερία έρχεται μόνο από τον Ιησού” («Δέκα μύθοι για τον Χριστιανισμό», εκδ. ο Λόγος, 1996, σελ. 5,6,19, 21). - Σας ευχαριστούμε πολύ, είπε στην κα Αγαθαγγέλου η Μαρία, και αναχωρήσαμε πλουσιότεροι. |
Δημιουργία αρχείου: 12-11-2013.
Τελευταία ενημέρωση: 12-11-2013.