Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά  και Θεολογικά

Λόγος περί της Ενανθρωπίσεως του Λόγου και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας Αυτού * Η Γέννηση και η Βάπτιση του Χριστού και ο ρόλος τής Παναγίας * Χριστούγεννα: Υπέρβαση τού ανθρωπίνως αδυνάτου * Χριστός Γεννάται! * Xριστούγεννα: το «πώς» και το «τι» * Η κτιστή ανθρώπινη φύση του Χριστού

Ομιλία στη γέννηση τού Χριστού

Ο κατά φύσιν Θεός γίνεται και κατά φύσιν άνθρωπος

Τού Αγίου Αθανασίου Αλεξανδρείας

 

Πηγές: Ερευνητικό έργο: Δρόμοι τής πίστης - ψηφιακή Πατρολογία. Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006. Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισµικής Κληρονοµιάς, www.aegean.gr και Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα.

Η ακόλουθη ομιλία τού αγίου Αθανασίου λήφθηκε από αρχεία πολυτονικά και pdf που αναφέρουμε στις πηγές μας, τα οποία μετατρέψαμε σε μονοτονικά και html για την καλύτερη και ευκολότερη ανίχνευσή τους στο διαδίκτυο, και ευκρινέστερη παρουσίασή τους.

Κείμενο Μετάφραση

Εις την γέννησιν τού Χριστού

Ομιλία στη γέννηση τού Χριστού

Πηγή: Ερευνητικό έργο: Δρόμοι τής πίστης - ψηφιακή Πατρολογία. Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006. Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισµικής Κληρονοµιάς, www.aegean.gr

Αναδημοσίευση από αρχείο pdf greekdown...com

 

Πηγή: Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Αναδημοσίευση από: http://www.imaik.gr

Μυστήριον ξένον βλέπω, αντί ηλίου τον ήλιον τής δικαιοσύνης απεριγράπτως χωρήσαντα εν τη Παρθένω.

Και μη ζήτει πώς· όπου γαρ Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις. Ηβουλήθη γαρ, ηδυνήθη, κατ ήλθεν, έσωσε. Συνδράμετε πάντα· Θεός σήμερον ο ων και προών γίνεται όπερ ουκ ην· ων γαρ Θεός, γίνεται άνθρωπος, ουκ εκστάς τού είναι Θεός.

Ούτε γαρ κατ' έκστασιν θεότητος γέγονεν άνθρωπος, ούτε πάλιν εξ ανθρώπων κατά προκοπήν γέγονε Θεός· αλλά Λόγος ων, δια τούτο απαθής γέγονεν άνθρωπος, αμεταβλήτου μενούσης τής φύσεως. Και ξένην και ατριβή βαδίσας οδόν, εξ αγεωργήτου προήλθε γαστρός, ούτε τους αγγέλους αυτού ερήμους τής επιστασίας κατέλιπεν, ούτε τη προς ημάς ενανθρωπήσει, τής οικείας θεότητος εκστάς. Αλλά βασιλείς μεν τον επουράνιον βασιλέα ήλθον προσκυνήσαι, τον γεννηθέντα αρήτως εκ Πατρός, σήμερον δε εκ τής Παρθένου τικτόμενον δι' εμέ· αλλά τότε μεν γεννηθείς κατά την φύσιν, σήμερον δε δια την εαυτού φύσιν.

Βλέπω ένα παράδοξο μυστήριο, δηλαδή αντί για τον ήλιο βλέπω τον ήλιο τής δικαιοσύνης με απερίγραπτο τρόπο να έχει χωρέσει στην Παρθένο.

Μη ρωτάς πώς έγινε αυτό, «αφού όπου θέλει ο Θεός υποχωρεί η τάξη τής φύσης». Γιατί θέλησε ο Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε από τον ουρανό, μάς έσωσε. Όλα ας συντρέχουν. Ο Θεός που υπάρχει τώρα και που προϋπήρχε, σήμερα γίνεται όπως δεν ήταν. Γιατί, ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύει να είναι Θεός.

Ούτε πάλι έγινε άνθρωπος χάνοντας τη θεότητα, ούτε όμως έγινε προοδευτικά Θεός ξεκινώντας από άνθρωπος, αλλά όντας ο Λόγος, γι’ αυτό έγινε αναμάρτητος άνθρωπος με αμετάβλητη τη Θεία του φύση. Αφού είχε μια παράδοξη και τέλεια πορεία, γεννήθηκε από μια άσπορη κοιλιά, ούτε άφησε τους αγγέλους του μόνους χωρίς να τους επιβλέπει, ούτε έχασε τη θεότητά του με το να γίνει άνθρωπος και να έλθει κοντά μας. Όμως ήλθαν βασιλιάδες για να προσκυνήσουν τον επουράνιο βασιλιά, αυτόν που γεννήθηκε με άρρητο τρόπο από τον Πατέρα και που σήμερα γεννιέται από την Παρθένο για μένα. Τότε βέβαια γεννήθηκε σύμφωνα με τη Θεία φύση, σήμερα όμως με την ανθρώπινη φύση.

Προ αιώνων γαρ γεννηθείς εκ τού Πατρός ως ο γεννήσας οίδε, σήμερον εκ τής Παρθένου υπέρ φύσιν ετέχθη, καθώς η τού Πνεύματος επίσταται χάρις. Ο Παλαιός τών ημερών παιδίον γέγονεν· ο επί θρόνου υψήλου καθήμενος εν φάτνη τίθεται· ο αν αφής και ασώματος χερσίν ανθρωπίναις ειλίσσεται· ο τα τής αμαρτίας διασπών δεσμά εν σπαργάνοις εμπλέκεται· και επειδή τούτο θέλει.

Τίνα ουν έτεκεν η Παρθένος; Τον Δεσπότην τής φύσεως. Καν γαρ συ σιωπάς, η φύσις βοά. Έτεκε γαρ η Παρθένος Μαρία, ως ο τεχθείς τεχθήναι ηθέλησεν. Ου γαρ από τής φύσεως έστρεπτο, αλλ' ως Δεσπότης τής φύσεως ξένον γεννήσεως εισήγαγε τρόπον. Όμως, και άνθρωπος γενόμενος, ουχ ως άνθρωπος τίκτεται. Ει γαρ εκ κοινού γάμου προήλθε, καθάπερ καγώ, ψεύδος τοις πολλοίς ενομίζετο. Νυν δια τούτο εκ Παρθένου τίκτεται ο τικτόμενος, και την μητέρα λοιπόν διατηρεί, και την παρθενίαν άλυτον διαφυλάττει, ίνα ο ξένος τής κυήσεως τρόπος πίστεώς μοι μεγάλης πρόξενος γένηται. Όθεν καν Έλλην, καν Ιουδαίός με ερωτά, ει Χριστός κατά φύσιν γέγονεν άνθρωπος, ή παρά την εαυτού φύσιν, ερούμαι μάρτυρα τού λόγου την άσπιλον τής παρθενίας σφραγίδα καλών· ούτως γαρ Θεός νικών τής φύσεως τάξιν.

Γεννήθηκε προ αιώνων από τον Πατέρα με τρόπο που ο ίδιος ο Πατέρας γνωρίζει, σήμερα γεννήθηκε από την Παρθένο με υπερφυσικό τρόπο, όπως η χάρη τού Αγίου Πνεύματος γνωρίζει. Ο Παλαιός τών ημερών, δηλαδή ο προαιώνιος Θεός, έγινε παιδί. Αυτός που κάθεται σε υψηλό θρόνο, τοποθετείται σε φάτνη. Ο άυλος και ασώματος από ανθρώπινα χέρια σπαργανώνεται. Αυτός που σπάει τα δεσμά τής αμαρτίας, τυλίγεται σε σπάργανα, επειδή αυτό επιθυμεί.

Ποιόν γέννησε η Παρθένος; Τον Δεσπότη τής φύσης. Ακόμη κι αν εσύ σιωπήσεις, το βροντοφωνάζει η φύση. Γιατί η παρθένος Μαρία γέννησε, όπως θέλησε να γεννηθεί αυτός που γεννήθηκε. Δεν γεννήθηκε με αντίθετο τρόπο από τον φυσικό, αλλά σαν Δεσπότης εισήγαγε πρωτόγνωρο τρόπο γεννήσεως. Όμως παρόλο που έγινε άνθρωπος, δεν γεννήθηκε όπως γεννιέται ο άνθρωπος. Γιατί αν προερχόταν από συνηθισμένο γάμο, −όπως παραδείγματος χάριν προήλθα εγώ−, από τους περισσότερους ανθρώπους θα εθεωρείτο ψεύτικος. Τώρα όμως αυτός που γεννιέται, γι’ αυτό γεννιέται από την Παρθένο, δηλαδή και τη μητέρα στο εξής την διασώζει και την παρθενία της την φυλάγει ακέραιη, ώστε ο παράδοξος τρόπος τής κυήσεως να γίνει για μένα πρόξενος μεγάλης πίστης. Γι’ αυτό αν ίσως με ρωτήσει ένας ειδωλολάτρης ή ένας Ιουδαίος αν ο Χριστός φυσιολογικά έγινε άνθρωπος ή με διαφορετικό τρόπο από τη φύση του, θα φέρω μάρτυρα στον λόγο μου την άσπιλη σφραγίδα τής παρθενίας, γιατί έτσι ο Θεός υπερβαίνει τη φυσική τάξη.

Και ει βούλη, ερώτησον τον μακάριον Λουκάν τον ευαγγελιστήν, και αποκρίνεταί σοι περί τής εν σάρκου αυτού οικονομίας. Αρχόμενος γαρ ούτως λέγει· «Εν δε τω μηνί τω έκτω τής συλλήψεως Ελισάβετ απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ υπό τού Θεού εις πόλιν τής Γαλιλαίας, ή όνομα Ναζαρέτ, προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί ω όνομα Ιωσήφ, και το όνομα τής παρθένου Μαριάμ. Και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε· Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού. Ευλογημένη συ εν γυναιξίν. Η δε, ιδούσα, διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. Και είπεν αυτή ο άγγελος· Μη φοβού, Μαριάμ· εύρες γαρ χάριν παρά τού Θεού. Και ιδού συλλήψη εν γαστρί, και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. Ούτος έσται μέγας και Υιός Υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός αυτού. Και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και τής βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον· Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; Και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι.» ... Και δυσχεραίνεται.

Εισήλθεν άσαρκος, εκυοφορήθη εννεαμηνιαίον χρόνον εν τη μήτρα τής Παρθένου. Εισήλθεν ως ηθέλησεν, εκυοφορήθη ως ηυδόκησε. Προήλθεν ως εβουλήθη. Εισήλθεν άσαρκος, εγένετο άνθρωπος, ηνωμένης τής θεότητος τη οικονομία. Και ου λέγομεν δύο υιούς, αλλ' ένα και τον αυτόν νοούμεν τον τού Θεού Λόγον και τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Εγένετο άνθρωπος και ην, ων τη φύσει. Εγένετο ό ουκ ην, και έμεινεν ό ην. «Εν αρχή» γαρ «ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος.» Σαρξ εγένετο, ουκ αποθέμενος ό ην. «Και εσκήνωσεν εν ημίν.» Το, «Εσκήνωσεν εν ημίν,» τούτ' έστι συνανεστράφη ημίν, κατά τον άγιον Ιερεμίαν, μάλλον δε τον τούτου υπουργόν Βάρουχ· «Ούτος ο Θεός ημών ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν, ος εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης, και έδωκεν αυτήν Ιακώβ τω παιδί αυτού, και Ισραήλ τω ηγαπημένω υπ' αυτού. Μετά ταύτα επί τής γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη.»

Και αν θέλεις, ρώτησε τον μακάριο ευαγγελιστή Λουκά κι αυτός θα σού απαντήσει για το σχέδιο τής ενσαρκώσεως τού Θεού. Έτσι βέβαια αρχίζει τη διήγησή του: «Κατά τον έκτο μήνα τής εγκυμοσύνης τής Ελισάβετ, ο Θεός έστειλε τον άγγελο Γαβριήλ στην πόλη τής Γαλιλαίας Ναζαρέτ σε μια παρθένο που ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον που τον έλεγαν Ιωσήφ. Την παρθένο την έλεγαν Μαριάμ. Παρουσιάστηκε σ’ αυτήν ο άγγελος και τής είπε: “Χαίρε εσύ προικισμένη με τη χάρη τού Θεού, ο Κύριος είναι μαζί σου. Ευλογημένη απ’ τον Θεό είσαι εσύ, περισσότερο απ’ όλες τις γυναίκες”. Εκείνη μόλις τον είδε, ταράχτηκε με τα λόγια του και προσπαθούσε να εξηγήσει τι σήμαινε ο χαιρετισμός αυτός. Ο άγγελος τής είπε: “Μη φοβάσαι Μαριάμ, ο Θεός σού έδωσε τη χάρη του, και να θα μείνεις έγκυος, θα γεννήσεις γιό και θα τον ονομάσεις Ιησού. Αυτός θα γίνει μέγας και θα ονομαστεί Υιός τού Υψίστου. Σ’ αυτόν θα δώσει ο Κύριος ο Θεός τον θρόνο τού Δαβίδ, τού προπάτορά του. Θα βασιλέψει για πάντα στους απογόνους τού Ιακώβ και η βασιλεία του δεν θα έχει τέλος”. Η Μαριάμ τότε ρώτησε τον άγγελο- “Πώς θα μού συμβεί αυτό, αφού δεν έχω συζυγικές σχέσεις με άνδρα;”. Και ο άγγελος τής απάντησε: “Το Άγιο Πνεύμα θα έλθει επάνω σου και η δύναμη τού Θεού θα σε καλύψει». Και τότε αυτή προβληματίζεται.

Μπήκε μέσα της ο Κύριος άσαρκος και κυοφορήθηκε εννέα μήνες στη μήτρα τής Παρθένου. Μπήκε όπως θέλησε, κυοφορήθηκε όπως ευαρεστήθηκε. Γεννήθηκε όπως θέλησε. Εισήλθε άσαρκος και έγινε άνθρωπος χωρίς να αποχωριστεί από τη θεότητα σύμφωνα με τη Θεία οικονομία. Δεν μιλούμε για δύο γιούς, αλλά εννοούμε έναν και μοναδικό, δηλαδή τον Λόγο τού Θεού και τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Έγινε άνθρωπος και ήταν πραγματικά, όντας σύμφωνα με τη φύση. Έγινε αυτό το όποιο δεν ήταν και παρέμεινε αυτό που ήταν. Γιατί «πριν απ’ όλα υπήρχε ο Λόγος, κι ο Λόγος ήταν με τον Θεό και ήταν Θεός ο Λόγος». Έγινε άνθρωπος χωρίς να χάσει αυτό που ήταν. «Και έστησε τη σκηνή του —δηλαδή έζησε— ανάμεσά μας». Το «έστησε τη σκηνή του ανάμεσά μας» σημαίνει ότι συναναστράφηκε μαζί μας, όπως λέει ο άγιος Ιερεμίας ή μάλλον ο Βαρούχ ο συνεργός του: «Αυτός είναι ο Θεός μας, κανείς άλλος δεν μπορεί να αναμετρηθεί μ’ αυτόν. Αυτός βρήκε και κατέχει όλη την οδό τής σοφίας και την έδωσε αυτήν στον Ιακώβ τον δούλο του και στον Ισραήλ τον αγαπημένο του. Ύστερα απ’ όλα αυτά φανερώθηκε στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους».

Άκουε ουν και τού Ευαγγελίου τής φωνής· μεγάλην γαρ ημίν έμφασιν φέρει η τού αγγέλου φωνή προς την αγίαν Παρθένον ρηθείσα. «Ιδού, φησί, συλλήψη εν γαστρί, και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ, τουτέστι μεθερμηνευόμενον, Μεθ' ημών ο Θεός.» Προ τού συλληφθήναι εν μήτρα Θεός εκλήθη το παιδίον το Μεθ' ημών Θεός. Συνάδει ουν τω τού προφήτου λόγω το, «τοις ανθρώποις συνανεστράφη,» και το, «εσκήνωσεν εν ημίν.» Προ τής ουν συλλήψεως Θεός κέκληται το παιδίον. Πώς ουν ου Θεοτόκος η αγία Παρθένος Μαρία; Επειδή ουν ούτε όλως ανθρώπου έχει την ερμηνείαν αυτό όνομα, Θεός το παιδίον το τεχθέν το μη λύσαν τής Παρθένου την κατά φύσιν παρθενίαν· αλλ' ούτως εκ τής Θεοτόκου τεχθείς, Θεός και άνθρωπος· Θεός μεν κατά φύσιν, άνθρωπος δε δι' οικείαν ευδοκίαν. Γενόμενος δε άνθρωπος, έστι και Θεός, ηνωμένων μέντοι τών δύο φύσεων.

Αλλ' ίσως ερεί ο εξ εναντίας· Ει Θεοτόκος η Παρθένος, αρχήν δίδως τω Θεώ Λόγω εκ τής Παρθένου. Ου λέγω αυτόν αρχήν ειληφέναι εκ τής αγίας Παρθένου· άπαγε! Προ γαρ τών αιώνων υπήρχεν· αυτός γαρ και τους αιώνας εποίησεν, αυτός και πάσης κτίσεώς εστι δημιουργός, καθώς φησιν ο Ευαγγελιστής· «Πάντα δι' αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν.»

Ούτος, δι' ού τα πάντα εγένετο εννεαμηνιαίον καιρόν εν γαστρί εγένετο, και τών κόλπων τών πατρικών ουκ απηλλοτριώθη. Εν τη μήτρα τής Παρθένου ων, υπό τού δη μου τών άνω δυνάμεων εδοξολογείτο και προσεκυνείτο. Εν γαστρί τής Παρθένου ων, τον ουρανόν και την γην επλήρου, ο τον ουρανόν και την γην φέρων ου δυνάμει, αλλά νεύματι. Ούτος υπό μήτρας εφέρετο μεν ως άνθρωπος, ειργάζετο δε ως Θεός· ου περι φερόμενος εν τη μήτρα τής Παρθένου, αλλά πάντα περικρατών και διέπων ως Θεός κατά την κλήσιν τού ονόματος, «Θεός μεθ' ημών,» ο εκ Παρθένου τεχθείς. Ει δε λέγεις παιδίον ψιλόν το τεχθέν, και ου Θεός, άκουε τού μεγάλου κήρυκος Ησαΐου βοώντος και λέγοντος προς την αχάριστον συναγωγήν, μάλλον δε εξαγωγήν τών Ιουδαίων· ότι «Παιδίον εγεννήθη, Υιός και εδόθη ημίν· ού η αρχή επί τού ώμου αυτού, και καλείται το όνομα αυτού, Μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός, σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ τού μέλλοντος αιώνος. Αμήν.» Παιδίον κατά φύσιν πότε εγένετο Θεός εξουσιαστής, ως το παιδίον τούτο, επικληθέν «Μεθ' ημών ο Θεός;

Άκουσε λοιπόν και τη φωνή τού Ευαγγελίου, γιατί είναι πολύ δυνατά τα λόγια τού αγγέλου που απηύθυνε στην αγία Παρθένο. Λέει: «Να, θα μείνεις έγκυος και θα γεννήσεις γιό και θα τον ονομάσεις Εμμανουήλ, που σημαίνει: Ο Θεός είναι μαζί μας». Πριν συλληφθεί το παιδί στη μήτρα, ονομάστηκε Θεός με την ονομασία «ο Θεός είναι μαζί μας». Συμφωνούν με τα λόγια τού προφήτη οι εκφράσεις: «Συναναστράφηκε με τους ανθρώπους» και «Έστησε τη σκηνή του ανάμεσά μας». Πριν από τη σύλληψη το παιδί έχει ονομασθεί Θεός. Πώς λοιπόν δεν λέγεται Θεοτόκος η αγία παρθένος Μαρία; Επειδή βέβαια δεν εξηγείται εξ ολοκλήρου με ανθρωπινά κριτήρια αυτό το όνομα, αφού το παιδί που γεννήθηκε ως Θεός δεν κατέλυσε τη φυσική παρθενία τής Παρθένου, αλλά αυτό που γεννήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο από τη Θεοτόκο είναι και Θεός και άνθρωπος. Θεός κατά φύση, άνθρωπος όμως από δική του εκλογή. Έγινε άνθρωπος, είναι όμως και Θεός, δηλαδή έχει ενωμένες τις δύο φύσεις.

Αλλά ίσως πει ένας αντιρρησίας: «Αν η Παρθένος είναι Θεοτόκος, τότε ο Θεός Λόγος αρχίζει να υπάρχει από την Παρθένο». Δεν εννοώ ότι ο Θεός αρχίζει την ύπαρξή του από την αγία Παρθένο, Θεός φυλάξοι! αυτός υπήρχε προ τών αιώνων, αυτός και «τους αιώνες δημιούργησε», αυτός είναι ο δημιουργός όλης τής κτίσης, όπως λέει ο Ευαγγελιστής: «Τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν κι απ’ όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε».

Αυτός δια τού οποίου δημιουργήθηκε το σύμπαν, εννέα μήνες έμεινε στην κοιλιά χωρίς να αποξενωθεί από τον πατρικό κόλπο. Ενώ βρισκόταν στη μήτρα τής παρθένου, από το πλήθος τών επουρανίων δυνάμεων δοξολογούνταν και προσκυνούνταν. Ενώ βρισκόταν στην κοιλιά τής Παρθένου, γέμιζε τον ουρανό και τη γη, αυτός που κρατά τον ουρανό και τη γη όχι με τη δύναμή του, αλλά μ’ ένα νεύμα του. Αυτός ήταν μέσα στη μήτρα σαν άνθρωπος, ενεργούσε όμως ως Θεός. Δεν βρισκόταν μόνον μέσα στη μήτρα τής Παρθένου αυτός που γεννήθηκε από παρθένο, αλλά εξουσίαζε και κυβερνούσε τα πάντα ως Θεός σύμφωνα με την επίκληση τού ονόματος «Εμμανουήλ», «Ο Θεός είναι μαζί μας». Αν ονομάζεις μόνον παιδί αυτό που γεννήθηκε κι όχι Θεό, άκουσε τι βροντοφώνησε ο μεγάλος κήρυκας Ησαΐας, όταν απευθυνόταν προς την αχάριστη συναγωγή, μάλλον καλύτερα πες απόρριψη, τών Ιουδαίων λέγοντας: «Αυτά θα πραγματοποιηθούν, γιατί θα γεννηθεί για μάς ένα παιδί, θα δοθεί σε μάς ο γιός αυτός, τού οποίου η αρχή και η εξουσία υπάρχει απ’ αρχής επάνω στους ώμους του και θα καλείται το όνομά του αγγελιοφόρος τής μεγάλης βουλής τού Θεού, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, αρχηγός τής ειρήνης, πατέρας τού μέλλοντος αιώνος». Αμήν. Ένα παιδί που γεννήθηκε φυσιολογικά, πότε έγινε Θεός εξουσιαστής, όπως ονομάστηκε αυτό το παιδί «Ο Θεός είναι μαζί μας»;

Ει δε Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, και άρχων ειρή νης, και πατήρ τού μέλλοντος αιώνος το παιδίον το εκ τής Παρθένου τεχθέν, πώς ου Θεοτόκος η Παρθένος, αλλά Θεοδόχος, ει και συνέλαβε, και έτεκε, και Θεός το τεχθέν; Και πάλιν αυτώ λέγω, ως ηθέλησεν εισ ήλθεν, ως ηυδόκησεν εκυοφορήθη, ως ηβουλήθη προήλθεν ο τεχθείς. Τι ερευνάς αυτού την θέλησιν; Τι εξακριβάζη αυτού την ευδοκίαν; Τι εξιχνιάζη αυ τού την βούλησιν; Άκουε παρά Παύλου, μάλλον δε καταγινώσκου υπ' αυτού· «Τω γαρ βουλήματι αυτού τις ανθέστηκε;» Μενούν γε, ω άνθρωπε, συ τις ει ο ερευνών και εξιχνιάζων αυτού την γέννησιν, τού προ φήτου λέγοντος· «Την γενεάν αυτού τις διηγήσεται;» Ο προφήτης φεύγει την γενεάν αυτού διηγήσασθαι, και συ την φύσιν περιεργάζη και πολυπραγμονείς; Ο δε ευαγγελιστής Λουκάς την κάτω γέννησιν αυτού διηγούμενος ούτω λέγει· «Ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες, και φυλάσσοντες φυλακάς επί την ποίμνην αυτών· και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς, και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν. Και είπεν αυτοίς ο άγγε λος· Μη φοβείσθε· ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χα ράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ· ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος εν πόλει Δαυίδ.» Ο άγγελος Χριστόν και Κύριον λέγει, ευαγγελιζόμενος τους ποιμένας, τον τεχθέντα εκ τής Παρθένου.

Ει ουν Κύριος ο τεχθείς, πώς ου Κυριοτόκος η Παρθένος; Εγώ δε λέγω και Χριστοτόκον, και Κυριοτόκον, και Σωτηριοτόκον, και Θεοτόκον την αγίαν Παρθένον κατά την φωνήν τού αγγέλου τού ευαγγελισαμένου τους ποιμένας και την Παρθένον. Ει άγγελοι Σωτήρα, και Χριστόν, και Κύριον, και Θεόν κηρύττουσιν, ημείς τι αποκρουόμεθα αυτών την μαρτυρίαν; εισήλθεν εν τη Παρθένω άσαρκος, εκυοφορήθη σωματικώς και καθώς ηυδόκησεν. Εξήλθε δια τής μητρικής φύσεως οικονομικώς, ου μέντοι μετά το τεχθήναι ηνώθη ο Θεός Λόγος τη οικονομία. Προήλθεν ατρέπτως τη φύσει γενόμενος ό ουκ ην, μείνας ό ην. Ουκ αλλοιωθείς τη ουσία, εαυτόν εκένωσε, τουτέστι καθώς ηβουλήθη· ουχ υφ' ετέρου κενωθείς, μορφήν δούλου έλαβεν· ου κενωθείς τής θεότητος, κατά τον μακάριον Παύλον τον λέγοντα· «Ος, εν μορφή Θεού υπάρχων, ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλά εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών.» Εκένωσεν εαυτόν, γενόμενος ό ουκ ην· και πάλιν αυτό λέγω, μείνας ό ην, Θεός γαρ ην ο Λόγος ούτος· ως παιδίον γενόμενος, ως Υιός δοξάζεται. Εισήλθεν ασώματος, ενεδύσατο σώμα καθώς ηθέλησε, και κατεπόθη το θνητόν υπό τής ζωής.

Αν όμως το παιδί που γεννήθηκε από την Παρθένο είναι Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, αρχηγός τής ειρήνης και πατέρας τού μέλλοντος αιώνος, πώς δεν είναι Θεοτόκος η Παρθένος αλλά είναι Θεοδόχος, αφού συνέλαβε και γέννησε και είναι Θεός αυτός που γεννήθηκε; Και πάλι επαναλαμβάνω γι’ αυτόν ότι, όπως θέλησε μπήκε στη μήτρα, όπως ευδόκησε κυοφορήθηκε και όπως θέλησε παρουσιάστηκε αυτός που γεννήθηκε. Γιατί εξετάζεις τη θέλησή του; Γιατί εξετάζεις λεπτομερειακά το θέμα τής ευδοκίας του; Γιατί προσπαθείς να εξιχνιάσεις τη βούλησή του; Άκουσε τα λόγια του Παύλου, μάλλον πληροφορήσου απ’ αυτόν «Ποιος τάχα μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά του;». Μάλιστα, άνθρωπέ μου, ποιος είσαι εσύ που ερευνάς και εξιχνιάζεις τη γέννησή του, ενώ ο προφήτης λέει: «Ποιος θα τολμήσει να διηγηθεί τη γενιά του;». Ο προφήτης αποφεύγει να διηγηθεί τη γενιά του και συ άνθρωπε περιεργάζεσαι τη φύση του και πολυπραγμονείς; Ο ευαγγελιστής Λουκάς όταν διηγείται την ανθρώπινη γέννησή του λέει: «Στην περιοχή εκείνη βρίσκονταν βοσκοί, που έμεναν στο ύπαιθρο και φύλαγαν βάρδιες για το κοπάδι τους. Σ’ αυτούς παρουσιάστηκε ένας άγγελος Κυρίου και θεϊκή λαμπρότητα τους περιέβαλε με τη λάμψη της και κατατρόμαξαν. Ο άγγελος τους είπε: Μη τρομάζετε, να, σάς φέρνω χαρμόσυνο άγγελμα, που θα γεμίσει με χαρά μεγάλη όλον τον κόσμο. Γιατί σήμερα στην πόλη τού Δαβίδ γεννήθηκε για χάρη σας Σωτήρας, αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος». Ο άγγελος, που έφερε το χαρούμενο μήνυμα στους ποιμένες, ονόμασε Χριστό και Κύριο αυτόν που γεννήθηκε από την Παρθένο.

Αν λοιπόν αυτός που γεννήθηκε είναι ο Κύριος, πώς η Παρθένος δεν πρέπει να ονομάζεται Κυριοτόκος; Εγώ ισχυρίζομαι ότι η αγία Παρθένος σύμφωνα με το χαρούμενο μήνυμα τού αγγέλου προς τους ποιμένες και την Παρθένο, πρέπει να ονομάζεται Χριστοτόκος και Κυριοτόκος και Σωτηριοτόκος και Θεοτόκος. Αν οι ίδιοι οι άγγελοι τον ονομάζουν Σωτήρα, Χριστό, Κύριο και Θεό, εμείς γιατί δεν δεχόμαστε τη μαρτυρία τους αυτή; Εισήλθε στην Παρθένο άσαρκος, κυοφορήθηκε σωματικά και όπως εκείνος έκρινε σωστό. Εξήλθε με φυσικό τρόπο, όπως όλοι, από τη μητέρα τού σύμφωνα με το θεϊκό σχέδιο, και δεν ενώθηκε βέβαια ο Θεός Λόγος μετά τη γέννησή του κατά το θεϊκό σχέδιο. Γεννήθηκε χωρίς να αλλοιωθεί η φύση του, αφού έγινε αυτό που δεν ήταν, ενώ συγχρόνως παρέμεινε αυτό που ήταν. Χωρίς να αλλοιωθεί η ουσία του, απαρνήθηκε τη θεϊκή του δόξα, δηλαδή όπως το θέλησε ο ίδιος. Πήρε μορφή δούλου χωρίς να αναγκασθεί από κάποιον άλλο, δεν έχασε τη θεότητά του, όπως λέγει ο μακάριος Παύλος: «Ο Οποίος, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου». Άδειασε τον Εαυτό του κι έγινε αυτό που δεν ήταν, και το επαναλαμβάνω, έμεινε αυτός που ήταν, γιατί ήταν αυτός ο Λόγος Θεός. Γεννήθηκε παιδάκι, αλλά δοξάζεται σαν Υιός Θεού. Εισήλθε ασώματος, απέκτησε σώμα, όπως το θέλησε ο ίδιος, και έτσι η ζωή νίκησε τον θάνατο.

Ειπέ ουν Θεοτόκον την Παρθένον, και μη λέγε Θεοδόχον· μάλλον δε λέγε Θεοδόχον και Θεοτόκον. Ει Θεοδόχος εστί και Θεοτόκος· σάρκα ουκ αν έλαβεν εξ αυτής ο Θεός Λόγος; αλλά εκεί βιάζεταί με ο Ευαγγελιστής βοών μεγάλη τη φωνή· «Ο Λόγος σαρξ εγένετο.» Εν δε τω άλλω ευαγγελιστή ούτω λέγει· «Ηρώτα ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού, λέγων· Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν τού ανθρώπου; Αποκριθέντες δε οι απόστολοι είπαν· Οι μεν Ηλίαν, οι δε Ιερεμίαν, ή ένα τών προφητών. Είπε δε ο Ιησούς· Υμείς δε τίνα με λέγετε; Αποκριθείς δε ο Πέτρος είπε· Συ ει ο Χριστός ο Υιός τού Θεού τού ζώντος.» Και ουκ είπε· Συ ει ο γενόμενος χάριτι Υιός Θεού, αλλά, «Συ ο Χριστός,» τρανή τη φωνή, «ο Υιός τού Θεού τού ζώντος.» Και Μάρκος δε ο ευαγγελιστής πάλιν τη αυτή κέχρηται φωνή, συνωδά φθεγγόμενος τω μακαρίω Πέτρω· «Αρχή τού Ευαγγελίου Ιησού Χριστού τού Υιού τού Θεού.» Εν δε τω κατά Ματθαίον Ευαγγελίω, εις την ανάστασιν τού Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, φησίν ο εκατόνταρχος και οι μετ' αυτού τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα σημεία, εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες, «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος·» ο δε άγγελος τοις ποιμέσιν· «Ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ.»

Ει ουν το τεχθέν Κύριος, και Κυριοτόκος η Παρθένος· όπου δε Κύριος, εκεί και Θεός· ου κεχώρισται Κύριος Θεού ή Θεός Κυρίου, ως λέγει εν τη Παλαιά· «Και έβρεξε Κύριος πυρ παρά Κυρίου·» και πάλιν· «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου·» και πάλιν· «Άκουε, Ισραήλ, Κύριος ο Θεός σου Κύριος εις εστι·» και πάλιν ο Ψαλμωδός· «Κύριος ο Θεός τών δυνάμεων, εισάκουσον τής προσευχής μου·» ο αυτός πάλιν· «Θεός Κύριος, και επέφανεν ημίν·» και πάλιν ο αυτός· «Κύριος ο Θεός τών δυνάμεων, τις όμοιός σοι;» Και Παύλος εν τη προς Τίτον Επιστολή ούτως γράφει· «Επεφάνη η χάρις τού Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς· ίνα, αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας, σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν τής δόξης· τού μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.»

Να λες λοιπόν, χριστιανέ μου, Θεοτόκο την Παρθένο και να μην την λες Θεοδόχο, ή μάλλον να την λες Θεοδόχο και Θεοτόκο. Αν είναι Θεοδόχος, είναι και Θεοτόκος, γιατί δεν έλαβε ο Θεός Λόγος απ’ αυτήν σάρκα; Αλλά σ’ αυτό το χωρίο με εξαναγκάζει ο Ευαγγελιστής να το παραδεχτώ, όταν μ’ όλη του τη δύναμη διακηρύττει: «Ο Λόγος έγινε άνθρωπος». Ο άλλος Ευαγγελιστής σημειώνει: «Ρώτησε ο Ιησούς τους μαθητές του: Ποιος λένε οι άνθρωποι πως είναι ο Υιός τού ανθρώπου;”. Απάντησαν οι Απόστολοι λέγοντας: “Άλλοι λένε πως είναι ο Ηλίας, άλλοι ο Ιερεμίας ή ένας από τους προφήτες”. Είπε ο Ιησούς: “Κι εσείς ποιος λέτε πως είμαι;”. Απάντησε ο Πέτρος και είπε: “Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού αληθινού Θεού”». Δεν είπε: «Συ είσαι αυτός που έγινε Υιός Θεού με τη χάρη τού Θεού», αλλά είπε: «Συ είσαι ο Χριστός», με ξεκάθαρη φωνή, «ο Υιός τού αληθινού Θεού». Και ο ευαγγελιστής Μάρκος πάλι την ίδια διατύπωση χρησιμοποιεί, αφού μιλά παρόμοια με τον μακάριο Πέτρο: «Αυτή είναι η αρχή τού χαρμόσυνου μηνύματος για τον Ιησού Χριστό, τον Υιό τού Θεού». Στο κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο, στην ανάσταση τού Σωτήρα μας Ιησού Χριστού αναφέρεται: «Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος και οι στρατιώτες που φύλαγαν μαζί του τον Ιησού, όταν είδαν τον σεισμό και τ’ άλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολύ και είπαν: “Στ’ αλήθεια αυτός ήταν Υιός Θεού”». Ο άγγελος είπε στους βοσκούς: «Μη τρομάζετε, σάς φέρνω χαρμόσυνο άγγελμα, που θα γεμίσει με χαρά μεγάλη όλον τον κόσμο, γιατί σήμερα στην πόλη τού Δαβίδ γεννήθηκε για χάρη σας σωτήρας, κι αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος».

Αν λοιπόν το παιδί που γεννήθηκε ονομάζεται Κύριος, και η Παρθένος πρέπει να λέγεται Κυριοτόκος. Όπου βέβαια λέμε Κύριος, εκεί εννοούμε και Θεός, γιατί δεν ξεχωρίζεται το Κύριος από το Θεός ή το Θεός από το Κύριος, όπως λέει η Παλαιά Διαθήκη: «Και έβρεξε φωτιά ο Κύριος από τον Κύριο», και αλλού: «Να αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου», και αλλού: «Άκουσε λαέ τού Ισραήλ, Κύριος ο Θεός σου είναι ένας και μοναδικός Κύριος», και πάλι ο ψαλμωδός προσθέτει: «Κύριε και Θεέ τών ουρανίων και επιγείων δυνάμεων, άκουσε με ευμένεια την προσευχή μου», και πάλι: «Ο Θεός και Κύριός μας εφώτισε με το φως τής Θείας του παρουσίας», και επαναλαμβάνει: «Κύριε και Θεέ τών ουράνιων αγγελικών δυνάμεων, ποιος είναι δυνατόν να συγκριθεί με σένα;». Επίσης ο Παύλος στην επιστολή του προς τον Τίτο γράφει τα εξής: «Γιατί ο Θεός φανέρωσε τη χάρη του, για να σώσει όλους τους ανθρώπους. Αυτή μάς καθοδηγεί να αρνηθούμε την ασέβεια και τις αμαρτωλές επιθυμίες και να ζήσουμε με σωφροσύνη, με δικαιοσύνη και με ευσέβεια στον παρόντα αιώνα, περιμένοντας τη μακαριότητα που ελπίζουμε, δηλαδή την εμφάνιση τής δόξας τού μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας, τού Ιησού Χριστού».

Ούτος ο τεχθείς εκ τής αγίας Παρθένου, ος εστι Χριστός Κύριος. Τούτον τον Χριστόν και Κύριον μακάριος Παύλος μέγαν Θεόν αυτόν κηρύττει λέγων· «Τού μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.» Πάλιν εν τη προς Ρωμαίους ούτος γράφει· «Ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από τού Χριστού, υπέρ τών αδελφών μου, τών συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινές εισιν Ισραηλίται, ων η υιοθεσία, και η δόξα, και η διαθήκη, και η νομοθεσία, και η λατρεία, και αι επαγγελίαι· ων οι πατέρες, και εξ ων ο Χριστός το κατά σάρκα, ο ων επί πάντων Θεός.» Και πάλιν ο αυτός Παύλος· «Πας πόρνος, και πλεονέκτης, και μέθυσος, και ακάθαρτος, και ειδωλολάτρης, ουκ έχει κληρονομίαν εν τη βασιλεία Κυρίου και Θεού.»

Ώστε αποδέδεικται τον Κύριον και Θεόν είναι, και Θεόν τον Κύριον. Ει δε και τούτων ουκ ανάσχη, πείσωσί σε οι δαίμονες οι εν τη χώρα τών Γεργεσηνών κράζοντες· «Έα, τι ημίν και σοι, Υιε τού Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς.» Πειθέτωσάν σε οι δαίμονες. Ει την μαρτυρίαν Πέτρου παραγράφη, και εις την τού Ευαγγελίου φωνήν αποστρέφη· την κατά Μάρκον αιδέσθητι. Φοβήθητι τον άγγελον τον ειρηκότα, Σωτήρα και Χριστόν και Κύριον τον τεχθέντα εκ τής Παρθένου. Επί τούτοις απιστείς; Χαλίνωσον την ορμήν τής βλασφημίας σου, και ομολόγησον την τού αγγέλου φωνήν την εν τω Ευαγγελίω λεχθείσαν, Εμμανουήλ, τουτέστι Μεθ' ημών ο Θεός. Προ τής συλλήψεως Θεός καλείται· και εν τω συλληφθήναι αυτόν οικονομικώς ου κατά φύσιν εν τη γαστρί τής Παρθένου αρνή αυτόν Θεόν είναι; Ει δε ομολογής αυτόν Θεόν είναι εν τη γαστρί τής Παρθένου, όπερ και έστιν, και ηνώσθαι αυτόν τον Θεόν Λόγον τη ενσάρκω οικονομία, τι φεύγεις Θεοτόκον λέγειν την Παρθένον; Ει Θεοτόκος ουκ έστι, ουδέ Παρθένος μετά τόκον. Εγώ δε λέγω, εν τη συλλήψει τής παρθενικής μήτρας ων, εν τοις τού Πατρός κόλποις εκάθητο μη περιγραφόμενος. Απλή γαρ και ασύνθετος η φύσις η θεία μη περιγραφομένη. Άτρεπτος η φύσις, και αναλλοίωτος η ουσία. Και τούτον τον εν τοις κόλποις τού Πατρός όντα, τούτον έτεκε νυν τη οικονομία η Παρθένος. Ως ηθέλησεν εισήλθεν· ως ηυδόκησε, συνελήφθη εν τη γαστρί τής Παρθένου· ως εβουλήθη, προήλθε τεχθείς.

Συ τι περιεργάζη αυτού την γέννησιν; Ή ως Θεόν φοβήθητι, ή ως δεσπότην αιδέσθητι, ή ως κτιστήν και δημιουργόν ευλαβήθητι, ή ως Κύριον τρόμησον, ή ως κριτήν φρίξον. Εντρέψουσί σε οι δαίμονες οι τους χοίρους απελάσαντες, και την αγέλην τω βυθίω θανάτω αποπνίξαντες. Εκείνοι επιγνόντες τον δεσπότην λέγουσι· «Τι ημίν και σοι, Υιε τού Θεού; ήλθες προ καιρού βασανίσαι ημάς.» Εκείνοι τον κίνδυνον και την απειλήν τής βασάνου φεύγουσι, και συ καθ' εαυτού την κρίσιν τής βασάνου εφέλκη. Εκείνοι έγνωσαν τον εκ Μαρίας τεχθέντα Κύριον και κριτήν τού παντός κόσμου, και ιδόντες αυτόν προ τής κρίσεως ετρόμησαν· και συ ταύτην την κρίσιν προ οφθαλμών έχων καταφρονείς, και ουκ εκπλήττη; Και πάλιν ταύτα λέγω, και λέγων ου παύσομαι, καθαράν εκλευκαίνων υμίν τού λόγου την υπόθεσιν· ώστε εν γνώσει ασφαλείας ασάλευτον έχειν την πίστιν και την κρηπίδα τής πίστεως την ομολογίαν βεβαίαν κατέχειν.

Αυτός που γεννήθηκε από την αγία Παρθένο, αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριός μας. Αυτόν τον Χριστό και Κύριο ο μακάριος Παύλος τον ονομάζει μέγα Θεό, όταν λέει: «Τού μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού». Πάλι ο Παύλος γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Φθάνω στο σημείο να εύχομαι να χωριζόμουν εγώ από τον Χριστό, αρκεί να πήγαιναν κοντά του οι ομοεθνείς αδελφοί μου. Είναι οι απόγονοι τού Ισραήλ, που ο Θεός τους έκανε παιδιά του, τους φανέρωσε τη δόξα του, ανανέωσε επανειλημμένα τη διαθήκη του μ’ αυτούς, τους έδωσε τον νόμο, τη λατρεία και τις υποσχέσεις του. Είναι απόγονοι τών πατριαρχών κι από αυτούς κατάγεται ως άνθρωπος ο Χριστός, ο Θεός, που εξουσιάζει τα πάντα». Και πάλι ο ίδιος Παύλος γράφει: «Κανένας απ’ όσους επιδίδονται στην ακολασία, στην ανηθικότητα, στην πλεονεξία —που είναι ουσιαστικά λατρεία τών ειδώλων— δεν θα έχει μερίδιο στη Βασιλεία τού Χριστού και Θεού».

Ώστε έχει αποδειχθεί πως ο Κύριος είναι Θεός και ο Θεός ότι είναι ο Κύριος. Αν όμως κι αυτά δεν τα παραδέχεσαι, ας σε πείσουν οι δαίμονες μ’ αυτά που φώναζαν στη χώρα τών Γεργεσηνών: «Ε, τι δουλειά έχεις εσύ με μάς, Υιε τού Θεού, ήλθες εδώ πριν την ώρα μας για να μάς βασανίσεις;». Ας σε πείσουν οι δαίμονες. Αν απορρίπτεις τη μαρτυρία τού Πέτρου και αποστρέφεσαι τη φωνή τού Ευαγγελίου, σεβάσου αυτά που γράφει ο Μάρκος. Να φοβηθείς τα λόγια του αγγέλου: «Αυτός, που γεννήθηκε από την Παρθένο, είναι Σωτήρας, Χριστός και Κύριος». Παρόλα αυτά απιστείς; Χαλιναγώγησε την ορμή τής βλασφημίας σου και παραδέξου αυτό που λέει ο άγγελος στο Ευαγγέλιο, «Εμμανουήλ», δηλαδή «Ο Θεός είναι μαζί μας». Πριν από τη σύλληψή του ονομάζεται Θεός· και όταν συλλαμβάνεται αυτός στην κοιλιά τής Παρθένου κατά Θεία οικονομία με υπερφυσικό τρόπο, αρνείσαι ότι είναι αυτός Θεός; Αν όμως παραδέχεσαι ότι είναι Θεός αυτός που βρίσκεται στην κοιλιά τής Παρθένου, ο Οποίος πράγματι είναι, και ότι ενώθηκε αυτός ο Θεός Λόγος με τη σάρκα σύμφωνα με το σχέδιο τού Θεού, γιατί αποφεύγεις την Παρθένο να την ονομάσεις Θεοτόκο; Αν δεν είναι Θεοτόκος, ούτε Παρθένος είναι μετά τη γέννα της. Εγώ όμως ισχυρίζομαι ότι ευρισκόμενος με τη σύλληψη στην παρθενική μήτρα, καθόταν στην πραγματικότητα στους κόλπους τού Πατέρα χωρίς να είναι δυνατό να περιγραφεί. Είναι απλή βέβαια κι όχι πολύπλοκη η Θεία φύση, αλλά δεν είναι δυνατό να περιγραφεί. Είναι αμετάβλητη αυτή η φύση και αναλλοίωτη η ουσία της. Αυτόν που βρίσκεται στους κόλπους τού Πατέρα, αυτόν γέννησε τώρα η Παρθένος, σύμφωνα με το σχέδιο τής Θείας οικονομίας. Όπως θέλησε εισήλθε, όπως ευδόκησε συνελήφθη στην κοιλιά τής Παρθένου και όπως θέλησε γεννήθηκε.

Εσύ, άνθρωπέ μου, γιατί περιεργάζεσαι τη γέννησή του; Ή να τον φοβάσαι ως Θεό ή να τον σέβεσαι ως Δεσπότη ή να τον λατρεύεις ως Κτίστη και Δημιουργό ή να τον τρέμεις ως Κύριο ή να φρίττεις ενώπιόν του ως σε Κριτή. Θα σε κάνουν να συνέλθεις οι δαίμονες, που εδίωξαν τους χοίρους και έπνιξαν το κοπάδι στον βυθό τής λίμνης. Εκείνοι, επειδή κατάλαβαν ότι ήταν ο Δεσπότης, λένε: «Τι δουλειά έχεις εσύ με μάς Υιε τού Θεού, ήλθες πριν την ώρα μας για να μάς βασανίσεις;». Εκείνοι αποφεύγουν τον κίνδυνο και την απειλή τού βασανισμού, ενώ εσύ επισύρεις κατά τού εαυτού σου την καταδίκη σε βασανισμό. Εκείνοι κατάλαβαν ότι αυτός που γεννήθηκε από τη Μαρία είναι ο Κύριος, ο Κριτής τού σύμπαντος, και ενώ τον είδαν πριν από την κρίση τον φοβήθηκαν, και συ, ενώ έχεις μπροστά αυτήν τη μέλλουσα κρίση, την καταφρονείς και δεν σαστίζεις; Και τα επαναλαμβάνω αυτά και δεν θα σταματήσω να τα επαναλαμβάνω, διασαφηνίζοντας σε σάς το θέμα τού λόγου μου για να είναι ξεκάθαρο, ώστε με ασφαλή γνώση να έχετε ασάλευτη πίστη και το θεμέλιο τής πίστης, που είναι η ομολογία, να το κατέχετε σταθερά.

Πάλιν επί το προκείμενον βαδιούμεν, ορθήν και ακλινή την οδόν τής πίστεως αναδεικνύντες. Εμοί μεν γαρ το λέγειν ουκ οκνηρόν, υμίν δε ασφαλές. Ούτος ο Θεός εισήλθε δια τής ακοής τής Παρθένου ως ηθέλησεν, εκυοφορήθη ως ηυδόκησε, προήλθε τεχθείς ως ηβουλήθη· εισήλθεν ασώματος ως ηθέλησεν· εκυοφορήθη ο αχώρητος εν χωρητικώ σκεύει, εν τη μήτρα τής Παρθένου οικονομικώς, ως ηυδόκησε. Προήλθε τεχθείς Θεός και άνθρωπος, ως εβουλήθη. Εγένετο ό ουκ ην, έχων αναλλοιώτου ουσίας ό ην. Θεός γαρ ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν· καίτοι γε τού Αποστόλου λέγοντος· «Εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός.» Τούτον τον Υιόν εξαπέστειλεν ο Θεός γενόμενον εκ γυναικός, τον εκ τής αχράντου φύσεως γεννηθέντα, τον εκ τής αφράστου ουσίας προελθόντα, τον τών πατρικών κόλπων ουκ απαλλοτριωθέντα, τον τού βασιλικού θρόνου μη χωρισθέντα, αλλά ιδίως τω Πατρί συνθρονεύοντα και συγκαθεζόμενον, ουκ εν χάριτι, αλλ' εν θεϊκή φύσει και πατρική ουσία. Πώς γαρ κεχώρισται, φράσον μοι, αυτού λέγοντος, «Εγώ εν τω Πατρί, και ο Πατήρ εν εμοί·» και πάλιν· «Ο Πατήρ μου ο εν εμοί μένων, αυτός ποιεί τα έργα;» Αυτόν τον τεχθέντα εκ τής αγίας Παρθένου, τούτον προ τής συλλήψεως ο άγγελος Εμμανουήλ κέκληκε, τουτέστι, «Μεθ' ημών ο Θεός,» ον είπεν Ησαΐας ο προφήτης, το παιδίον τούτο το εκ τής Παρθένου προελθόν, Θεόν ισχυρόν, εξουσιαστήν, άρχοντα ειρήνης, πατέρα τού μέλλοντος αιώνος.

Ποίον παιδίον κατά φύσιν τεχθέν Θεός ισχυρός, εξουσιαστής εγένετο; Ποίον παιδίον τεχθέν αστέρα είλκυσε μηνύοντα τού ζητουμένου βρέφους, μάλλον δε Δεσπότου, το στενωπόν καταγώγιον; Ποίον παιδίον μάγους εξ ανατολών προσεκαλέσατο προσκυνήσαι αυτώ; Ποίον παιδίον κατά φύσιν τεχθέν δώρά ποτε προσηνέχθη παρά μάγων; Και τα δώρα είδωμεν, ει ως ασθενεί ανθρώπω προσηνέχθη, και ουχί Θεώ, βασιλεί και ανθρώπω· χρυσόν μεν ως βασιλεί, λίβανον δε ως Θεώ, και σμύρναν ως ανθρώπω εις ενταφιασμόν. Χρυσόν μεν ως βασιλεί· «Ο Θεός, το κρίμά σου τω βασιλείδος, και την δικαιοσύνην σου τω υιώ τού βασιλέως.» Ταύτην την φωνήν είπεν ο Δαβίδ. Μετά ταύτα ο άγγελος εις τον ασπασμόν τής Μαρίας· «Και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαβίδ τού πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και τής βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος.»

Ότι αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας τών αιώνων.

Αμήν.

Πάλι θα ασχοληθούμε με το θέμα μας, αποδεικνύοντας τον σωστό και σταθερό δρόμο τής πίστης μας. Γιατί για μένα το να μιλώ «δεν είναι κόπος, ενώ για σάς είναι ασφάλεια». Αυτός ο Θεός μπήκε όπως θέλησε Εκείνος στην Παρθένο δια τής ακοής της, όπως ευδόκησε κυοφορήθηκε, γεννήθηκε όπως θέλησε Εκείνος, εισήλθε ασώματος όπως το θέλησε, κυοφορήθηκε ο αχώρητος σ’ ένα σκεύος με περιορισμένη χωρητικότητα, δηλαδή στη μήτρα τής Παρθένου, σύμφωνα με τη Θεία οικονομία, όπως ευδόκησε ο ίδιος. Γεννήθηκε όπως το θέλησε Θεός και άνθρωπος συγχρόνως. Έγινε αυτό που δεν ήταν προηγουμένως, έχοντας την αναλλοίωτη ουσία αυτού που ήταν προηγουμένως. «Ήταν βέβαια Θεός ο Λόγος και ο Λόγος ήταν με τον Θεό», παρόλο που ο Απόστολος είπε: «Ο Θεός απέστειλε τον Υιό του, που γεννήθηκε από μια γυναίκα». Αυτόν τον Υιό έστειλε ο Θεός που γεννιέται από γυναίκα, αυτόν που γεννήθηκε από αμόλυντη φύση, αυτόν που προήλθε από άφραστη ουσία, αυτόν που δεν αποξενώθηκε από τους πατρικούς κόλπους, αυτόν που δεν εγκατέλειψε τον βασιλικό θρόνο, αλλά που κυρίως αυτός είναι ομόθρονος με τον Πατέρα, αφού μοιράζεται τον ίδιο θρόνο, όχι βέβαια εξαιτίας τής Θείας χάρης, αλλά εξαιτίας τής θεϊκής του φύσης και τής πατρικής ουσίας. Γιατί πες μου, πώς είναι δυνατόν να είναι χωρισμένοι, αφού ο ίδιος λέγει: «Εγώ είμαι αχώριστος από τον Πατέρα, κι ο Πατέρας από μένα», και αλλού: «Και ο Πατέρας μένοντας ενωμένος με μένα, πραγματοποιεί τα έργα του»; Αυτόν που γεννήθηκε από την αγία Παρθένο, αυτόν πριν γεννηθεί ο άγγελος τον ονόμασε Εμμανουήλ, δηλαδή, «Ο Θεός είναι μαζί μας». Αυτόν ανέφερε ο προφήτης Ησαΐας, το παιδί αυτό που θα προέλθει από την Παρθένο, «θα είναι Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, αρχηγός τής ειρήνης, πατέρας τού μελλοντικού αιώνα».

Ποιο παιδί που γεννήθηκε με φυσικό τρόπο έγινε Θεός ισχυρός, εξουσιαστής; Ποιο παιδί που γεννήθηκε προσείλκυσε αστέρι που έδειχνε πού βρισκόταν το βρέφος, μάλλον τού Δεσπότη το στενό κατάλυμα; Ποιο παιδί προσκάλεσε Μάγους από την ανατολή να το προσκυνήσουν; Σε ποιο παιδί, που γεννήθηκε με φυσικό τρόπο, πρόσφεραν άλλοτε, δώρα οι Μάγοι; Ας εξετάσουμε τα δώρα, αν προσφέρθηκαν σε αδύναμο άνθρωπο κι όχι σε Θεό, που είναι βασιλιάς και άνθρωπος. Χρυσό ως βασιλιά, λιβάνι ως Θεό και σμύρνα ως άνθρωπο, που πρόκειται να ενταφιαστεί. Χρυσάφι ως βασιλιά: «Θεέ μου, δώσε στον βασιλιά και στον γιό τού βασιλιά τη σύνεση και τη σοφία». Αυτήν την προσφώνηση έκανε ο Δαβίδ. Ύστερα απ’ αυτά ο άγγελος στον χαιρετισμό τής Μαρίας είπε: «Σ’ αυτόν θα δώσει ο Κύριος ο Θεός τον θρόνο τού Δαβίδ, τού προπάτορά του. θα βασιλέψει για πάντα στους απογόνους τού Ιακώβ και η βασιλεία του δεν θα έχει τέλος».

Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες τών αιώνων.

Αμήν.

Δημιουργία αρχείου: 28-12-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 28-12-2017.

ΕΠΑΝΩ