Η Πνευματική οδύνη τής αναγέννησης * Από τη μετάνοια και το αυτομίσος ως τη μέθεξη στη ζωή τού Θεού * Η προσευχή με αίσθηση ανεπάρκειας
Το παράδοξο τής Βούλησης να αρνείται να εκτελέσει τη δική της εντολή Αγίου Αυγουστίνου Εξομολογήσεις Η'. 9, 21 - 10, 22.
Πηγή: Αυγουστίνου, Le confessioni, Ιταλ. μτφρ. Ρ. Ντε Μοντιτσέλι, Garzanti, Milano -1991. Από το βιβλίο "Η ιστορία τής Φιλοσοφίας" τού Ουμπέρτο Έκο, τόμος 10 σελ. 86, 87. Ένθετο τής εφημερίδας Βήμα τής Κυριακής 1-4-2018. |
Ξεκινώντας από την ανάλυση ενός παραδόξου που συνδέεται με τις εντολές του νου, ο Αυγουστίνος φτάνει εδώ να αφηγηθεί τους λόγους σχετικά με την προσωπική του επιλογή να αφιερώσει ζωή του στην υπηρεσία προς τον Θεό.
Τα πάντα ξεκινούν με την ανάλυση της διαφορετικής απάντησης που αποκτά η βούληση όταν δίνει εντολή στο σώμα σε σχέση με όταν δίνει εντολή στην ίδια: Όταν η βούληση ζητά από το σώμα να κινηθεί, αυτό απαντά αμέσως, καθιστώντας δύσκολη τη διάκριση της παρόρμησης από την εκτέλεση της διαταγής. Όταν ο νους δίνει εντολή στον εαυτό του, αντιθέτως, συναντά ισχυρή αντίσταση, σαν να έχει διαχωριστεί στα δύο, από τη μια πλευρά τη βούληση που θέλει και από την άλλη εκείνη που δεν θέλει. Ως συνήθως, ο Αυγουστίνος εντάσσει στο Βιογραφικό απόσπασμα, θεωρητικές του σκέψεις: ενώ συλλογιζόταν αν τοποθετούμενος στην υπηρεσία του Κυρίου, εκείνος δεν βρισκόταν πλήρως ούτε στη βούληση ούτε στη μη βούληση, αλλά ήταν διχασμένος μεταξύ των δύο αντιθέτων βουλήσεων. Αυτός ο διχασμός όμως είναι δομικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, ως καρπός του προπατορικού αμαρτήματος. "Πώς γεννιέται αυτό το παράδοξο; Και γιατί; Κυβερνά το σώμα τον νου και λαμβάνει αμέσως υπακοή: κυβερνά το ίδιο και συναντά αντίσταση. Ο νους δίνει εντολή στο χέρι να κινηθεί, και το πράγμα γίνεται τόσο σύντομα που με δυσκολία διακρίνεται η εντολή από την εκτέλεση: και ο νους είναι νους, το χέρι είναι σώμα. Ο νους δίνει εντολή στον νου να θέλει: δεν είναι άλλο πράγμα, και όμως το κάνει. Πώς γεννιέται αυτό το παράδοξο; Και γιατί; Αυτός που δίνει εντολή για βούληση δεν θα την έδινε αν δεν ήθελε! και όμως δεν εκτελεί την εντολή. Το γεγονός όμως είναι ότι δεν θέλει καθόλου: γι’ αυτό δεν δίνει εντολή καμία. Γιατί, ενίοτε, διατάζει, όποτε θέλει, και ενίοτε η διαταγή δεν εκτελείται, όποτε δεν θέλει. Πράγματι, η βούληση διατάζει ακριβώς να υπάρχει βούληση και να είναι η μία και όχι η άλλη. Επομένως, δεν είναι όλη ακέραιη για να διατάξει: γι’ αυτό, η διαταγή της δεν εκτελείται. Αν ήταν όλη ακέραιη, δεν θα διέταζε να υπάρχει, γιατί θα υπήρχε ήδη. Δεν είναι, επομένως, παράδοξο εν μέρει να θέλει και εν μέρει να μη θέλει, αλλά είναι μια ασθένεια του νου, την οποία η αλήθεια εγείρει αλλά δεν την ανυψώνει πλήρως, εξαντλημένη καθώς είναι από το βάρος της συνήθειας. Γι’ αυτό υπάρχουν δύο βουλήσεις, γιατί καμία δεν είναι εντελώς ακέραιη, και αυτό που έχει η μία λείπει από την άλλη. Ενώ αποφάσιζα αν θα θέσω τον εαυτό μου τελικά στην υπηρεσία του Κυρίου μου, όπως εδώ και καιρό σχεδίαζα, εγώ ήμουν που ήθελα, εγώ που δεν ήθελα: εγώ, πάντοτε εγώ. Δεν ήμουν εντελώς στη βούληση και δεν ήμουν εντελώς στη μη βούληση. Γι' αυτό πάλευα με τον εαυτό μου και διχαζόμουν, και αυτός ο διχασμός συνέβαινε αναμφίβολα παρά τη βούλησή μου: έτσι όμως δεν αποκαλυπτόταν η ουσία ενός ξένου νου, αλλά η τιμωρία του δικού μου. Και με αυτή την έννοια, δεν ήμουν εγώ που τον προκαλούσα, εκείνον τον διχασμό, αλλά το αμάρτημα που κατοικούσε εντός μου από την καταδίκη ενός αμαρτήματος πιο ελεύθερου, διότι ήμουν γιος του Αδάμ". |
Δημιουργία αρχείου: 11-6-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 11-6-2018.