|
Η ευλογία τών εθνών μέσα στο σπέρμα τού Αβραάμ * Οφείλουν οι Χριστιανοί να τηρούν την αργία του Σαββάτου;
Κατά Αιρέσεων Βιβλίο 4ο: Κεφάλαιο 8. Το σπέρμα τού Αβραάμ ελευθερώνεται τού Σαββάτου ως Ιερατικό εν Χριστώ Αγίου Ειρηναίου τής Λυών (2ος - αρχές 3ου αιώνος).
Πηγή: "Έλεγχος και Ανατροπή τής Ψευδωνύμου Γνώσεως", βιβλίο 4ο, κεφάλαιο 8ο, σε μετάφραση αρχιμ. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη δ. Θ. Θεσσαλονίκη 1991. |
1. Είναι, λοιπόν, ανόητοι και ο Μαρκίων και οι οπαδοί του, διότι εκβάλλουν από την κληρονομιά τον Αβραάμ, για τον οποίο το Πνεύμα παρέχει μαρτυρία με πολλούς[1] και τώρα με τον Παύλο, ότι «επίστευσε τω Θεώ και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην»[2]. Και ο Κύριος, πρώτα μεν εγείροντας από τους λίθους τέκνα για τον Αβραάμ[3] και κάνοντας το σπέρμα του σαν τα άστρα του ουρανού[4], έλεγε: «Ότι ήξουσιν από ανατολών και δυσμών, από βορρά και νότου και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών»[5]. Και πάλι έλεγε στους Ιουδαίους: «Όταν όψησθε Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και πάντας τους προφήτας εν τη βασιλεία των ουρανών, υμάς δε εκβαλλομένους έξω»[6]. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι όσοι αντιλέγουν στη σωτηρία του και επινοούν άλλον θεόν, εκτός από αυτόν που έδωσε την υπόσχεση στον Αβραάμ, είναι εκτός της βασιλείας του Θεού και απόκληροι της αφθαρσίας. Διότι περιφρονούν και βλασφημούν τον Θεό, ο οποίος με τον Ιησού Χριστό εισάγει στη βασιλεία των ουρανών τον Αβραάμ και το σπέρμα αυτού, δηλαδή, την Εκκλησία, η οποία παίρνει και την υιοθεσία και την κληρονομιά που υποσχέθηκε στον Αβραάμ. 2. Ο Κύριος δικαίωνε το σπέρμα του Αβραάμ, λύοντάς το από τα δεσμά και καλώντας το στη σωτηρία. Αυτό το κατέστησε σαφές με τη γυναίκα που θεράπευσε και είπε σε αυτούς που δεν είχαν πίστη όμοια με εκείνην του Αβραάμ: «υποκριταί, έκαστος υμών τη ημέρα του σαββάτου ου λύει τον βουν αυτού ή τον όνον, και απαγαγών ποτίζει; ταύτην δε, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ην έδησεν ο σατανάς δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι από του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου;»[7]. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι όσους πίστευαν σε Αυτόν παρόμοια με τον Αβραάμ τους έλυνε από τα δεσμά και τους ζωοποιούσε και δεν παρανομούσε καθόλου, όταν θεράπευε την ημέρα του σαββάτου. Διότι δεν εμπόδιζε ο νόμος να θεραπεύονται οι άνθρωποι το σάββατο, αφού επέτρεπε και να περιτέμνονται αυτήν την ημερα[8] και διέτασσε τους Ιερείς να επιτελούν τις διακονίες τους χάριν του λαού. Αλλά δεν εμπόδιζε και να φροντίζομε τα άλογα ζώα. Και στο Σιλωάμ[9] και αλλού συχνά θεράπευε το σάββατο. Γι' αυτό ήσαν πάντοτε κοντά του τόσοι πολλοί την ημέρα του σαββάτου. Ο νόμος τους διέτασσε να απέχουν από κάθε δουλικό έργο. Δηλαδή, από κάθε πλεονεξία που γίνεται με το εμπόριο και τις άλλες εγκόσμιες εργασίες. Τα έργα, όμως, της ψυχής, που γίνονται με τη σκέψη και τους καλούς λόγους για να βοηθηθούν οι πλησίον μας, προέτρεπε να γίνονται. Και γι' αυτό ο Κύριος ήλεγχε όσους αδίκως τον κατηγορούσαν, διότι θεράπευε το σάββατο. Δεν κατέλυε το νόμο, αλλά τον συμπλήρωνε[10]. Επιτελούσε έργο μεγίστου αρχιερέως: εξιλέωνε τον Θεό για τους ανθρώπους· καθάριζε τους λεπρούς· θεράπευε τους ασθενείς. Και, τέλος, πέθανε ο ίδιος, ώστε ο εξόριστος άνθρωπος να εξέλθει από την καταδίκη και να επιστρέψει αφόβως στην κληρονομιά του. 3. Αλλά και όσοι πεινούσαν δεν απαγόρευε ο νόμος να παίρνουν το σάββατο τρόφιμα από αυτά που παρατίθεντο. Απηγόρευε, όμως, να θερίσουν και να συγκεντρώσουν στην αποθήκη. Και γι' αυτό ο Κύριος σε αυτούς, που κατηγορούσαν τους μαθητάς του, διότι μαδούσαν τα στάχυα και τα έτρωγαν, είπε: «Ουδέ τούτο ανέγνωτε ό εποίησε Δαυΐδ οπότε επείνασεν; ως εισήλθεν εις τον οίκον του Θεού και τους άρτους της προθέσεως έφαγε και έδωκε τοις μετ' αυτού, ους ουκ εξήν φαγείν, ει μη μόνους τους Ιερείς;»[11]. Με τα λόγια του νόμου υπεστήριζε τους μαθητάς του και έδειχνε ότι μπορούν οι Ιερείς να ενεργούν ελευθέρως. Ο Δαυίδ, όμως, ήταν ανεγνωρισμένος από τον Θεό ως ιερεύς, μολονότι τον κατεδίωκε ο Σαούλ. [Διότι κάθε δίκαιος βασιλιάς επέχει θέση ιερέως][12]. Ιερείς, όμως, είναι και όλοι οι Απόστολοι του Κυρίου, οι οποίοι ούτε αγρούς ούτε σπίτια κληρονομούν εδώ, αλλά πάντοτε υπηρετούν το θυσιαστήριο και τον Θεό. Γι' αυτούς και ο Μωυσής στην ευλογία του Λευί στο Δευτερονόμιο λέγει: «Ο λέγων τω πατρί και τη μητρι αυτού ουκ έγνων σε, και τους αδελφούς αυτού ουκ επέγνω και τους υιούς αυτού απέγνω· εφύλαξε τα λόγια σου και την διαθήκην σου διετήρησε»[13]. Ποιοι είναι αυτοί που εγκατέλειψαν πατέρα και μητέρα και χωρίσθηκαν από όλους τους οικείους αυτών χάριν του Λόγου του Θεού και της διαθήκης του, αν δεν είναι οι μαθηταί του Κυρίου; γι' αυτούς πάλι λέγει ο Μωυσής: «Κλήρος δε ουκ έσται αυτοίς· Κύριος γαρ αυτός κλήρος αυτών»[14]. Και πάλι: «Ουκ έσται τοις ιερεύσι τοις Λευΐταις, όλη φυλή Λευΐ μερίς ουδέ κλήρος μετά Ισραήλ· καρπώματα Κυρίου ο κλήρος αυτών, φάγονται αυτά»[15]. Γι' αυτό και ο Παύλος λέγει: «Ουκ επιζητώ το δόμα, αλλ' επιζητώ τον καρπόν»[16]. Και αλλού λέγει ότι επιτρέπεται στους μαθητάς του Κυρίου, που έχουν τον λευϊτικό κλήρο, όταν πεινάσουν, να πάρουν τροφή από τα γεννήματα· «άξιος γαρ εστίν ο εργάτης της τροφής αυτού»[17]. Και οι Ιερείς στο ναό βεβήλωναν το σάββατο και δεν ήσαν υπόλογοι[18]. Γιατί, λοιπόν, δεν έφταιγαν; Διότι, όταν ήσαν στο ναό, επιτελούσαν διακονίες όχι γήινες, αλλά του Κυρίου. Εκπλήρωναν το νόμο και δεν τον παρέβαιναν, όπως αυτός που μόνος του έφερε ξερά ξύλα στην παρεμβολή του Κυρίου και δικαίως λιθοβολήθηκε[19]. Διότι «παν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται»[20]. Και «ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός»[21]
Σημειώσεις 1. Με το Μωυσή και όλους τους Προφήτες. 2. Γένεση 15. 6· Ρωμαίους 4,3· Γαλάτας 3,6. 3. Ματθαίος 3, 9· Λουκάς 3, 8. 4. Γένεση 22,17. 5. Λουκάς 13,29· Ματθαίος 8,11. 6. Λουκάς 13,28. 7. Λουκάς 13,15-16. 8. Ιωάννης 7,22-23. 9. Ιωάννης 9,7, «από μνήμης» λάθος. Αντί της κολυμβήθρας Βηθεσδά «επί τη προβατική». 10. Ματθαίος 5,17. 11. Ματθαίος 12,3-4· Λουκάς 6,3-4· Α΄ Βασιλέων 21,4-6. 12. Ιωάννου Δαμάσκηνου, εις τα Ιερά Παράλληλα (PG 95,1292Α και PG 96,513C). 13. Δευτερονόμιο 33,9. 14. Δευτερονόμιο 10,9. 15. Δευτερονόμιο 18,1. 16. Φιλιππισίους 4,17. 17. Α΄ Τιμόθεον 5, 18- Παράβαλλε Ματθαίος 10,10. 18. Ματθαίος 12,5. 19. Αριθμοί 15,32-36. 20. Ματθαίος 3,10· 7,19· Λουκάς 3, 9. 21. Α' Κορινθίους 3,17. |
Δημιουργία αρχείου: 2-6-2025.
Τελευταία μορφοποίηση: 3-6-2025.