Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ψυχοθεραπευτικά |
Η υπακοή σε γέροντα και η εκμετάλλευσή της από την πλάνη του "γεροντισμού" // Μπορούν να υπάρξουν φαινόμενα σκληρού γκουρουϊσμού σε ορθόδοξο χώρο; // Η παθολογία τής Πνευματικής Πατρότητας στις μέρες μας
Το ίδιον θέλημα και η υπακοή Γέρων Ιωσήφ Από το βιβλίο: "Διδαχές από τον Άθωνα" (Έκδοση Ι. Μ. Μ Βατοπαιδίου) του Γέροντος Ιωσήφ, πνευματικού τέκνου του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού. |
Οι αναγνώσεις των βίων δύο κορυφαίων Πατέρων, του Αγίου Παχωμίου και του Μεγάλου Ευθυμίου, μας δίδουν αφορμή να σχολιάσωμε θέματα που αφορούν το πρακτικό μας καθήκο. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι το Άγιο Όρος έχει σχέσι με τον Άγιο Ευθύμιο και γενικά με τους αγιοσαββίτες μοναχούς. Από αυτούς παρέλαβε η μονή Στουδίου το τυπικό της και το ίδιο τυπικό μετέφερε στον Άθωνα ο ιδρυτής της κοινοβιακής μορφής του μοναχισμού Άγιος Αθανάσιος, το οποίο και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Εκείνο που έχει σημασία να προσέξωμε στον βίο και των δύο Πατέρων, είναι το ότι μας συνιστούν την ακρίβεια της συνειδήσεως του πρακτικού μας καθήκοντος και ιδιαίτερα την αποφυγή του «ιδίου θελήματος». Το θέλημα γίνεται με πολλούς τρόπους, αλλά οι κεντρικοί είναι δύο. Το ένα είναι το «εκ δεξιών». Χάριν δήθεν ευλαβείας κάνει κάποιος το θέλημα του. Το άλλο είναι το «εξ αριστερών». Χάριν της φιλαυτίας κάνει πάλι το θέλημα του. Και τα δύο είναι ολέθρια. Πιο επικίνδυνο όμως είναι το «εκ δεξιών». Το «εξ αριστερών» είναι καταφανές. Εκείνος που κάνει το θέλημα του για ηδυπάθεια, έχει μαζί και την εντροπή. Εκείνος όμως που κάνει το θέλημά του από τα δεξιά, είναι σχεδόν ανίατος, διότι είναι δύσκολο να τον πείσης ότι σφάλλει, καθ' ην στιγμή στηρίζεται στο καύχημα ότι ευσεβεί, ότι αγωνίζεται. Είδατε στον βίο του Αγίου Παχωμίου τον αδελφό που έκανε ιδιορυθμία εκ δεξιών; Ποιο είναι το νόημα του «εκ δεξιών» θελήματος; Ότι με τον αγώνα του ο άνθρωπος, κερδίζει την σωτηρία. Όπως όμως τόσες φορές ετονίσαμε, η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα συναλλαγής. Ο Θεός δεν είναι σαν κάποιος δεσπότης που επιδιώκει να πάρη κάτι από αυτούς που εξουσιάζει, και αν δεν του τα δώσουν οι υποτελείς, τότε φυσικά τους αποκληρώνει. Αυτά είναι γελοία και βλάσφημα και μόνο να τα σκεφθή κανείς. Η σχέσι του Θεού προς εμάς είναι πατρική και η ιδική μας προς Αυτόν υιική. Είναι σχέσι απολύτου πατρότητας και υιότητος. Επομένως δεν μας σώζουν τα έργα μας. Εκείνο που μας σώζει είναι η αγάπη του Θεού Πατρός, η οποία ξεχύνεται στα αγαπητά του τέκνα, εάν αποδείξουν πρακτικά με την βιοτή τους, την υιική τους θέσι προς Αυτόν. Η προσπάθεια που καταβάλλομε στο να πειθαρχούμε στο θέλημα του Θεού, αυτό το νόημα έχει. Δεν κάνομε έργα για να συγκεντρώσωμε ποσοστά, μέσω των οποίων θα εξαναγκάσωμε τον Θεό να μας δώση αυτά που μας ανήκουν. Αυτά τα πιστεύουν οι Ιουδαίοι του Νόμου και οι αιρετικοί της Δύσεως. Προσέξατε ότι ο αδελφός αγωνιζόταν εντατικά, εγκρατευόταν και έκανε περισσότερο αγώνα. Έπρεπε να είχε περισσότερο μισθό. Και όμως ο Θεός δεν τον αναγνώρισε και αντί να κερδίση περισσότερη Χάρι όπως επίστευε, εδαιμονίσθη και ο Άγιος δια της προσευχής του τον ελευθέρωσε. Το ίδιο βλέπομε και στον βίο του Αγίου Ευθυμίου. Ένας από τους μαθητάς του ήτο υψηλός και δυνατός άνθρωπος. Το κοινόβιο εχρειάζετο την συνδρομή του για την μεταφορά αναγκαίων πραγμάτων. Επειδή καταγόταν από την ύπαιθρο και εγνώριζε από πρακτικές εργασίες, ήτο κατάλληλος και ικανός για την υπηρεσία αυτή. Ο Άγιος τον εκάλεσε και του είπε ότι τον εψήφισε γι' αυτό το διακόνημα. Αυτός αντιδρούσε και πρόβαλλε: «Δεν ημπορώ να το κάνω αυτό, Γέροντα. Αν με βάλετε σε αυτό το διακόνημα, θα πηγαινοέρχομαι εδώ και εκεί και θα παραλείπω την ακολουθία μου και την λοιπή ταξί και έτσι δεν θα ημπορέσω να κρατηθώ». Χρησιμοποιούσε την ιδική του ασθενή λογική, την λογική της συναλλαγής και όχι την λογική της πίστεως. Ο Άγιος Ευθύμιος τον επαρηγόρησε. «Όχι τέκνο, δεν θα σου συμβή αυτό. Εμείς οι όποιοι σε εψηφίσαμε στην θέσι αυτή, γνωρίζομε καλά τι κάνομε και θα προσευχηθούμε και δεν θα γίνη αυτό που λέγεις, αντιθέτως θα ωφεληθής πολύ από την διακονία αυτή». Αυτός πάλι δεν εδέχθη να υποταχθή, παραμένοντας στην ασθενή του γνώσι και στο ότι αν φύγη από την γραμμή των Πατέρων και ασχοληθή με εργασία πολυσχιδή και πολυμέριμνο, δήθεν θα εχάνετο. Τότε του λέγει ο Άγιος: «Εμείς τέκνο, καθώς σε ωφελούσε σου παραγγείλαμε. Εσύ όμως εφ' όσον θα κάμης αυτό που θέλεις, πρόσεξε καλά, όταν θα τρύγησης τους καρπούς να μην μας αιτιάσαι». Δεν πρόλαβε να τελείωση ο απόηχος της φωνής του Γέροντος και εισέρχεται μέσα του ο δαίμονας. Τον ρίχνει κάτω και αρχίζει να σπαράζη και να αφρίζη και να κάνη εκείνα τα όποια δίδει ο διάβολος στους ιδικούς του. Κατόπιν παρακλήσεως και των άλλων Πατέρων, ο Άγιος τον εθεράπευσε. Μόλις συνήλθε, πήγε στο διακόνημα του, στο οποίο και διέπρεψε. Είναι ευχάριστο που ευρίσκαμε τέτοια παραδείγματα στους βίους των Πατέρων μας, γιατί αυτά ακριβώς απασχολούν και εμάς. Αυτοί οι λογισμοί πάντοτε ενοχλούν και απασχολούν τον μοναχό. Και ο λόγος του Γέροντος μένει σαν μια γυμνή συμβουλή την οποία θέτετε σε αμφιβολία. «Άρα γε μας τα λέγει καλά η διότι τον συμφέρει τα προβάλλει έτσι;» Ευτυχώς που οι Πατέρες μας δεν παρέλειψαν να περιγράψουν με λεπτομέρεια τα συμπτώματα, τις αφορμές και τις εικόνες των πραγμάτων για να παραδειγματιζόμεθα. Κοιτάξετε τώρα τις σχέσεις πατρικής στοργής και υικής αγάπης. Φέρομεν ως παράδειγμα μίαν οικογένεια ιδανική. Πως διάκειται ο πατέρας προς τα παιδιά του, στα όποια έχει δώσει καλή ανατροφή και Πως τανάπαλιν διάκηνται αυτά προς αυτόν; Έχετε μίαν αμυδράν εικόνα από αυτό. Αν δεν την είδατε προσωπικά ο καθένας σας, την έχετε ιδεί δίπλα σας ή την ακούσατε. Εκεί υπάρχει σαν σύνδεσμος η αγάπη, η ευωδιά της Χάριτος, που απορρέει από την παναγάπη του Θεού. Ο Θεός δεν είναι ο έχων ή ο πηγάζων αγάπη. Είναι ο Ίδιος αγάπη. Ο Ιωάννης, ο μέγας κλειδούχος των βαθυτάτων μυστηρίων, ονομάζει και βροντοφωνεί «ο Θεός Αγάπη εστί» (Α' Ιωάν. 4.8). Δεν λέγει, ο Θεός καλείται αγάπη, έχει αγάπη, πηγάζει αγάπη, αλλά «ο Θεός αγάπη εστί». Είναι η απόλυτος αυτοαγάπη και «ο μένων εν τη Αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν Αυτώ» (Α' Ιωάν. 4.16). Αν ξεκινούμε λοιπόν από την θέσι αυτή, οι σχέσεις μας είναι καθαρώς αγαπητικές. Υποτασσόμεθα στον Θεό όχι γιατί τον φοβούμεθα, αλλά γιατί τον αγαπούμε. Ανταποκρινόμενα στην αγάπη του, διότι πρώτος Αυτός «ηγάπησε ημάς». Άρα η υπακοή είναι πραγματικό δείγμα της αληθινής αγάπης. Στην υπακοή και μόνο γίνεται η διαπίστωσι της πραγματικής αγάπης. Βλέπετε μόνοι σας ότι, όταν αγαπάτε κάποιον, πόσο είσθε έτοιμοι και τον προκαλείτε να εκδηλώση το θέλημα του, για να το εφαρμόσετε αμέσως. Και τότε ευρίσκετε ανάπαυσι. Η υπακοή, ένας από τους βασικούς θεσμούς της μοναστικής μας ιδιότητος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά πρακτική αγάπη. Επειδή τον Θεό δεν είναι δυνατό να τον ιδούμε με τα αισθητήρια του κόσμου τούτου, αντί Αυτού έχομε την Εκκλησία, έχομε τους Πατέρες. «Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με», λέγει ο Ιησούς μας (Λουκ. 10,16). Το ενδιαφέρο μας είναι Πως να αναπαύσωμε αυτόν από τον οποίο εξαρτώμεθα. Η όλη εξάρτησί μας από τον πνευματικό μας πατέρα, τον Γέροντα, έχει ως θεμέλιο και βάσι την προς τον Θεό αγάπη μας. Ο υποτακτικός πάντοτε έχει μπροστά του ως παράδειγμα τον Ιησού μας, ο οποίος έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού» (Φιλιπ. 2,8). Η ιδική μας εξάρτησι και υποταγή, τις περισσότερες φορές είναι αναγκαία, διότι την προβάλλει η φύσι, η θέσι, η περίστασι, τα πρόσωπα, τα πράγματα. Στον Θεό Λόγο ποιο από όλα αυτά υπήρχε για να υποταχθή στον Θεό Πατέρα; «Μηδέν ων ήττον της πατρικής μεγαλωσύνης», έγινε το απόλυτο παράδειγμα της υποταγής και υπακοής σε όλα τα κτιστά όντα, για να μάθωμε εμείς, που με την ανταρσία και τον «ετσιθελιτισμό» εξοριστήκαμε από την αιωνιότητα και την ζωή, ότι μόνο από αυτή την πόρτα θα επιστρέψωμε. Υπεδύθη ο Κύριός μας τον ρολό του απολύτου υποτακτικού όχι για μια στιγμή, αλλά σε ολόκληρο την παρουσία Του μαζί μας. Και όπως προφητικά απεκαλύφθη, «Εγώ δε, ουκ απειθώ, ουδέ αντιλέγω» (Ης. 50,5). Αλλά ακόμα και εκεί που θα ημπορούσε να πή κανείς ότι εδικαιούτο να προβάλη την αντίστασί Του, ή την δικαιολογία, δεν το έκανε, αλλά «τον νώτον αυτού έδωκεν εις μάστιγας το δε πρόσωπον αυτού ουκ απέστρεψεν από αισχύνης εμπτυσμάτων» (Ησ. 50,6). Όλα αυτά μας βοηθούν να καταλάβουμε το νόημα της εξαρτήσεως και της υπακοής. Διότι εάν δεν πιάσωμε αυτό το νόημα, μάτην κοπιώμεν. Οφείλομε να είμεθα έτοιμοι, γιατί οι ήμερες που έρχονται είναι πονηρές. «Έστωσαν αι οσφύες ημών περιεζωσμέναι» με την αυταπάρνησι και «οι λύχνοι καιόμενοι», με τον ζήλο που θα ανάψη μέσα μας η θεία Χάρις, όταν εμείς δείξωμε την πρόθεσί μας κατά αυτό τον τρόπο. Καμμιά αφορμή να μην μας ξεφύγη να αποδείξωμε με την όλη διαγωγή μας ότι πιστεύομε σωστά και αγαπούμε γνήσια τον Χριστό μας και χάριν αυτών των δύο κινούμεθα και δεν μας ενδιαφέρει τίποτε, ούτε τίποτε υπολογίζομε, διότι τίποτε στον κόσμο αυτό δεν έχομε. Γι’ αυτό εξήλθαμε του κόσμου, για να γίνωμε «νεκροί τω κοσμώ» κατά το προφητικό, «εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε και ακαθάρτου μη «άπτεσθε» και τότε «εισδέξομαι υμάς και έσομαι υμίν εις πατέρα και έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Κορινθ. 6,17-18). Η μνήμη του μεγάλου φωστήρας Ευθυμίου, που είναι καθηγητής των μοναχών, να μας εύρη με γενναίες αποφάσεις και με σωστή τοποθέτησι των πραγμάτων, ούτως ώστε και η πρεσβεία των Πατέρων μας, να γίνη για μας καρποφόρος, γιατί «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενιεργουμένη» (Ιάκ. 5,16). Αν λοιπόν κατά αυτό τον τρόπο ετοιμαστούμε, τότε θα είναι απόλυτα ενεργούμενη η δέησι των Πατέρων μας. «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» (Άποκ. 3.20), λέγει ο Ιησούς μας. Και όστις μου ανοίξει, «εισελεύσομαι και δειπνήσω μετ' αυτού»· και οποίος δεν μου ανοίξει θα φύγω και θα κτυπήσω άλλη πόρτα. Να φροντίσωμε όχι μόνο να εύρη την πόρτα μας έτοιμη, αλλά προκαταβολικά ανοικτή, για να μην χρειαστή καν να κτυπήση, αλλά να εισέλθη κατ' ευθείαν. Αμήν.
Περισσότερα για το θέμα δείτε και στα εξής άρθρα: Η υπακοή σε γέροντα και η εκμετάλλευσή της από την πλάνη του "γεροντισμού" Μπορούν να υπάρξουν φαινόμενα σκληρού γκουρουϊσμού σε ορθόδοξο χώρο; |
Δημιουργία αρχείου: 13-12-2006.
Τελευταία ενημέρωση: 8-3-2012.