Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ψυχοθεραπευτικά και Πατερικά

Προσευχή για το κάθε τι // Η ευχή μέσα στον κόσμο // Η μονολόγιστη ευχή ως δρόμος προς την αληθινή θεολογία ή θεογνωσία

Η κλήση προς τη θέωση, κατακαίουσα κάθε ανθρώπινη έλξη

Εμπειρία προσήλωσης προς την κλήση τού Θεού

Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)

 

Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.

 

Ο Θεός είναι αδιαίρετος εν Εαυτώ. Όταν έρχηται, έρχεται όλος «καθώς εστιν» εν τω προαιωνίω Αυτού Είναι. Ημείς δεν χωρούμεν Αυτόν. Αποκαλύπτεται εις ημάς δια μέσου του «σημείου» εκείνου, επί του οποίου κρούομεν: «Κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν» (Λουκ. 11,9).

Προφέρει Ούτος βραχείαν φράσιν, αλλά δεν επαρκεί η ζωή, ίνα αφομοιώσωμεν το περιεχόμενον αυτής. Μετ’ ευλαβείας αισθανόμεθα την Πατρότητα Αυτού. Βλέπομεν ότι διψά να μεταδώση εις ημάς την άναρχον Αυτού Ζωήν: να ίδη ημάς εις τέλος ομοίους προς τον Υιόν Αυτού, Όστις είναι «σφραγίς ισότυπος» του Πατρός.

Ακατάληπτος είναι η Βουλή Αυτού περί ημών. Εκ του «μηδενός» ποιεί ομοίους προς Αυτόν θεούς. Και άπασα η ύπαρξις ημών εν κατανύξει προσπίπτει ενώπιον Αυτού, ουχί εν φόβω ενώπιον αυστηρού Δεσπότου, αλλ’ εν ταπεινή αγάπη προς τον Πατέρα.

Ο Κύριος διεφύλαξεν εμέ από παντός δεσμού, τον οποίον θα ήτο δύσκολον να διαρρήξω. Και ούτως, ότε είχον ανάγκην ελευθερίας εξ οιασδήποτε ευθύνης, δι’ άλλας ζωάς, είχον αυτήν. Ηυχαρίστησα τον Θεόν δια ταύτην την περί εμού πρόνοιαν Αυτού. Ανεπαυόμην εις την σκέψιν ότι εάν απέθνησκον ουδείς θα υφίστατο ζημίαν εξ αυτού. Μεγάλη ήτο η ευτυχία μου: Ηδυνάμην αφόβως να διακινδυνεύσω το παν· να πορευθώ εισέτι και εις τον θάνατον. Ο νους μου εν πάση προσοχή συνήγετο εις τα έσω και εκεί παρέμενεν επί έτη απαράκλητος. Η προσευχή εποίκιλλε κατά την μορφήν και την έντασιν αυτής: Είλκυεν εμέ ουχί πάντοτε μετ’ ίσης δυνάμεως· κατά καιρούς όμως παρεδιδόμην εις αυτήν άνευ κόρου. Και εάν (έτι εν Γαλλία, προ της εις Άθω αναχωρήσεως μου) ήθελον να αναχαιτίσω αυτήν, δεν θα ηδυνάμην. Κατ’ εκείνας τας ευλογημένας ημέρας ήμην και ο πλέον δυστυχής επί της γής και εν ταυτώ ο υπερκπερισσού μακάριος.

Ενίοτε αόρατον πυρ ήγγιζε την κορυφήν της κεφαλής μου και εισέδυε ταχέως εις όλον το σώμα μου μέχρι των ποδών, φλογερά δε προσευχή μετά μεγάλου κλαυθμού δια τον κόσμον εκυρίευεν εμού επί ώρας.

Τότε προσηυχόμην ως επί το πλείστον γονυπετής προσπίπτων κατά πρόσωπον επί του δαπέδου. Ότε δε εξησθένει το σώμα, απεκοιμώμην, αλλ’ εν αυτή τη συνειδήσει μου δεν έπαυον να προσεύχωμαι, ούτε ησθανόμην εαυτόν κοιμώμενον. Μόνον ότε ηγειρόμην, ηδυνάμην να εννοήσω ότι το σώμα μου εκοιμάτο διότι δεν ήτο πάντοτε εν τη αυτή στάσει εν τη οποία προσηυχόμην.

Δις, ίσως και τρις, επί των οδών των Παρισίων απώλεσα εκ της προσευχής την αίσθησιν του πέριξ εμού υλικού κόσμου. Αισίως όμως ηδυνήθην να φθάσω εις τον τόπον του προορισμού μου. Λυπούμαι, μέχρι τινος, διότι δεν ήτο μετ’ εμού τοιούτος μάρτυς, όστις θα περιέγραφε την συμπεριφοράν μου εις παρομοίας στιγμάς.

Μίαν φοράν (εν Παρισίοις) ήμην εις δεξίωσιν διασήμου ποιητού, όστις ανέγνωσε τα ποιήματα αυτού. Ήτο εκεί πλήθος εκλεκτού (élite) κοινού. Το παν ήτο οργανωμένον κατά τρόπον άψογον από κοινωνικής απόψεως. Επέστρεφον εις την οικίαν μου περί το μεσονύκτιον. Καθ’ οδόν εσκεπτόμην: Πώς συσχετίζεται το φαινόμενον τούτο, έν εκ των πλέον ευγενών της ανθρωπίνης δημιουργικότητος, μετά της προσευχής; Εισελθών εις το δωμάτιόν μου προσηυχόμην: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος …». Και ιδού, απαλή φλοξ, αοράτως και τρυφερώς, επί της επιφανείας του προσώπου και του στήθους μου, έκαιε λεπτόν τι ως αύραν, όπερ εν τούτοις δεν ήτο σύμφωνον προς το Πνεύμα του Θεού.

Εντός μου έζων την θαυμαστήν διαδικασίαν της πάλης μεταξύ της έλξεως προς την τέχνην και της προσευχής. Η τελευταία ενίκησε το πάθος του ζωγράφου, αλλ’ ουχί ευκόλως ουδέ ταχέως. Μετά ταύτα εις το Θεολογικόν Ινστιτούτον η προσευχή δεν εβοήθει εμέ να έχω εστραμμένην την προσοχήν μου εις τα παραδιδόμενα μαθήματα. Έπρεπε να παλαίσω προς το ιδιόμορφον τούτο κώλυμα, όπερ καθ’ εαυτό είναι πολύτιμον. Την διαμονήν μου εις το Ινστιτούτον ηυνόει το γεγονός ότι είχον ατομικόν δωμάτιον υπεράνω των διαμερισμάτων των καθηγητών, όπου ηδυνάμην να προσεύχωμαι κατά την συνήθη εις εμέ στάσιν. Εν τούτοις, παρά το ενδιαφέρον μου προς τας εκκλησιαστικάς επιστήμας, η πνευματική μου ανάγκη, όπως παραμένω εν τη προσευχή, υφίστατο ζημίαν, και εγώ ανεχώρησα δια τον Άθωνα.

Δημιουργία αρχείου: 15-4-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 15-4-2016.

ΕΠΑΝΩ