Προσευχή για το κάθε τι // Η ευχή μέσα στον κόσμο // Η μονολόγιστη ευχή ως δρόμος προς την αληθινή θεολογία ή θεογνωσία // Οι δοκιμασίες και η θεοεγκατάλειψη
Η "Πασχάλιος απόγνωσις" Η εν Πνεύματι πλάτυνση τού "είναι", από τού Άδου έως τής Βασιλείας Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993. |
Εκεί, εις το Άγιον Όρος, η ζωή μου εύρε την τροχιάν αυτής. Καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν μετά την Λειτουργίαν επλήρου εμέ η πασχάλιος χαρά. Όσον παράδοξον και αν φαίνηται, η αδιάλειπτος προσευχή μου ομοίως προς ηφαίστειον έκρηξιν επήγαζεν εκ της βαθείας απογνώσεως, ήτις εσκήνωσεν εν τη καρδία μου. Δύο καταστάσεις φαινομενικώς εκ διαμέτρου αντίθετοι, συνυπήρχον εντός μου. Γράφω καθαρώς περί γεγονότων. Εγώ ο ίδιος δεν κατενόουν τι ετελείτο μετ’ εμού. Εξωτερικώς τα περί εμέ έβαινον αισίως, ως και δια την πλειονότητα των ανθρώπων. Βραδύτερον διέκρινον ευκρινέστερον τα πράγματα: Ο Κύριος έδωκεν εις εμέ την χάριν της μετανοίας (βλ. Λουκ. 24,47: «24.47 και κηρυχθήναι επί τω ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ»). Όντως ήτο χάρις. Ευθύς ως εξησθένει εν εμοί η απόγνωσις, εμειούτο η θέρμη της προσευχής και ο θάνατος εισέβαλλεν εις την καρδίαν. Δια της μετανοίας τοσούτον επλατύνετο το είναί μου, ώστε να άπτηται εν πνεύματι και του άδου και της Βασιλείας. Από της αρχής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914) αι ειδήσεις περί χιλιάδων θανάτων εις τα πεδία των μαχών εβύθιζον εν τη συνειδήσει μου άπαν το κοσμικόν είναι εις τον αδιαπέραστον γνόφον του παραλόγου. Ούτε τον θάνατον, ούτε το παράλογον ηδυνάμην να δεχθώ. Τότε εντός μου εισήλθεν η σκέψις–αίσθημα: Παν ό,τι εγνώριζον, παν ό,τι ηγάπων, και ό,τι εζωοποίει και ενέπνεεν εμέ – τα πάντα απολύτως, εισέτι δε και ο Ίδιος ο Θεός – αποθνήσκει εντός μου και δι’ εμέ, εάν εγώ αφανίζωμαι τελείως. Το βίωμα τούτο ήτο ισχυρόν. Εμορφοποιείτο δε εις την σκέψιν ότι το ανθρώπινον εγώ δύναται να αποβή κέντρον–φορεύς πάσης της κτίσεως. Έζων εις δύο κόσμους: Τον ένα εξ αυτών αντελαμβανόμην δια της οράσεως, της ακοής και των λοιπών σωματικών αισθήσεων. Εν τω άλλω κόσμω διέμενον μόνον εν πνεύματι: Εκεί ήμην όλος «ακοή», όλος αναμονή· ενέτεινον την «όρασιν» μου, αλλ’ έβλεπον δι’ άλλου τρόπου … Οι δύο ούτοι τοσούτον διάφοροι κόσμοι εν τη προσευχή δεν εχωρίζοντο. Κατά την ημέραν η προσευχή έρρεεν εν αισθητή ειρήνη· κατά την νύκτα δε μετέφερεν εμέ εις «νοεράν σφαίραν». Δεν γνωρίζω πώς να ονομάσω την απειρότητα εκείνην, ήτις περιεπτύσσετο εμέ. Ότε ανεγίνωσκον το Ευαγγέλιον, πάντες οι λόγοι αυτού εφαίνοντο εις εμέ οικείοι, αλλά δεν ηδυνάμην να κατανοήσω ό,τι κρύπτεται εντός εκάστου εξ αυτών – εν αυτώ τούτω τω Είναι του Θεού. Έν πράγμα ήτο εις εμέ σαφές κατά τρόπον εκπληκτικόν: Τα πάντα συνάγονται εν Χριστώ, τω Υιώ του Θεού, και μόνον εν Αυτώ. Και εις Αυτόν προσηυχόμην. Επεκαλούμην ωσαύτως και τον Πατέρα, όπως το εξ Αυτού εκπορευόμενον Πνεύμα της Αληθείας κατέλθη εισέτι και μέχρις εμού, ίνα οδηγήση εμέ εις πάσαν την αλήθειαν (Ιωάν. 16,26 και 16,13). Η αναζήτησις του κεκρυμμένου Θεού συνήντα απηχήσεις εν τη Παλαιά Διαθήκη: Εύρισκον εκεί πολλούς λόγους δια την έκφρασιν των αναγκών μου. Αι πλήρεις πικρίας εκρηκτικαί ενστάσεις του Ιώβ ήσαν οικείαι εις εμέ και εστέναζον ομοίως προς τους προφήτας, οίτινες εγεννήθησαν προ Χριστού. Ήντλουν έμπνευσιν δια την προσευχήν εκ των Ψαλμών· αλλά κυρίως εμελέτων μόνον την Καινήν Διαθήκην, δια του πρίσματος της οποίας εθεώρουν πάντα τα άλλα, οποθενδήποτε και αν προήρχοντο. Η δίψα μου να γνωρίσω τον Θεόν ήτο άσβεστος: Όσον και εάν προσηυχόμην, όσον βαθέως και εάν εστέναζον, το πνεύμα μου ουδέποτε ικανοποιείτο. Τοιούτον ήτο το «ποτήριόν» μου εν τω Άθωνι: Θλίψις και χαρά συνεχωνεύοντο εν αυτώ, αναιρούσαι η μία την άλλην. Δεν έβλεπον εναργώς ενώπιόν μου την οδόν: Ευρισκόμην όλος εν αμηχανία· και ο πόνος επλήρου όλον εμέ. Αλλ’ όμως εν τη ατμοσφαίρα του πνευματικού πόνου εγεννάτο η κατανόησις του μεγαλείου του Ανθρώπου. Και δεν είναι άρα γε ο άγιος ούτος πόνος είς εκ των αγωγών, δια των οποίων ο Ύψιστος Θεός κοινωνεί κατ’ άμεσον τρόπον μετά των κτισμάτων Αυτού, δίδων εις αυτά βαθμηδόν την γνώσιν ουχί μόνον περί του κτιστού-κοσμικού είναι, αλλά και περί Αυτού του Ιδίου; |
Δημιουργία αρχείου: 23-4-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 23-4-2016.