Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά και Ψυχοθεραπευτικά

Η κλήση τού Θεού προς υιοθεσία * Βιωματική συσταύρωση με τον Χριστό * Ο αγώνας τής Προσευχής και τών έξωθεν περισπασμών

Η ρήξη με τα επίγεια

για την επίτευξη τού ποθούμενου Αγαθού

Αγίου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)

 

Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.

 

Συνήντησα πολλούς διερχομένους σοβαράν κρίσιν επί του επιπέδου του πνεύματος. Κατά την μετ’ αυτών επικοινωνίαν ενεθυμούμην την ιδικήν μου κρίσιν, ήτις διήρκεσεν επί έτη μετ’ άκρας εντάσεως. Ότε ενίκησεν εν εμοί η προσευχή, εγκατέλειψα το επάγγελμα μου (του ζωγράφου) και εισήλθον εις το Θεολογικόν Ινστιτούτον των Παρισίων. Εκεί είχον συναχθή εκλεκτοί νέοι άνθρωποι και το επίπεδον των καθηγητών ήτο του απαιτουμένου ύψους. Αλλ’ εμέ «κατέπνιγεν» η προσευχή ημέραν και νύκτα, και εγκατέλειψα το Ινστιτούτον, ίνα κατευθυνθώ εις τον Άθωνα, όπου όλη η ζωή συγκεντρούται κυρίως εν τη λατρεία και τη προσευχή.

 

Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο αδύνατον εις εμέ να παρακολουθώ τα μαθήματα των εκκλησιαστικών επιστημών, διότι παραδίδων την δύναμιν της προσοχής του νου μου εις την αφομοίωσιν των διδασκομένων θεμάτων, δεν εύρισκον ύστερον εντός μου εκείνην την πληρότητα της ορμής προς τον Θεόν, την οποίαν είχον ήδη οικειωθή κατά το παρελθόν. Κατενόησα ότι, εάν διψώ να γνωρίσω τον Θεόν, οφείλω κατά μείζονα βαθμόν να παραδοθώ εις Αυτόν παρ’ όσον παρεδιδόμην εις την τέχνην. Η Θεία αιωνιότης είλκυεν εμέ. Αλλ’ εγκαταλείπων την Γαλλίαν, διέρρηξα οπίσω μου πάντα δεσμόν, ώστε, εν περιπτώσει ταλαντεύσεων, να είναι αδύνατος η επιστροφή μου εις τα προγενέστερα.

Έζησα μίαν στιγμήν πειρασμού: Αναβαίνων από της θαλάσσης εις την Μονήν προσεβλήθην υπό του λογισμού: Ιδού, πορεύεσαι εκουσίως εις ισόβια δεσμά! Και τούτο ήτο η μοναδική περίπτωσις εν όλη τη ζωή μου, κατά την οποίαν η καρδία μου προς στιγμήν εσαλεύθη. Νυν εμνήσθην τούτου, αλλ’ εν τη ροή δεκαετιών ουδέποτε εστράφην προς το παρελθόν. Έμπροσθεν, απείρως μακράν, εκτείνεται το ποθούμενον υπ’ εμού, δεν υπολείπονται δε εις εμέ, ει μη μόνον ολίγαι ταχέως παρερχόμεναι ημέραι. Η ψυχή μου απεξηράνθη εν τη ματαιότητι του κόσμου τούτου και έχω ανάγκην ύδατος ζώντος εκπορευομένου από του Δημιουργού μου και «αλλομένου εις ζωήν αιώνιον»

Γράφω και συνεχώς συγκρατώ εμαυτόν, όπως μη ομιλήσω δι’ εκείνης της γλώσσης, ήτις κατ’ ουσίαν είναι η μόνη δυνατή δια της έκφρασιν του μαρτυρικού πόνου όλης της συστάσεώς μου εν τη αναζητήσει του Θεού Σωτήρος μου. Όλον το σώμα μου ωσαύτως προσηύχετο συσφιγγόμενον στενώς εις έν. Το μέτωπον ήτο ισχυρώς προσκεκολλημένον εις την γην· τα δάκρυα έρρεον ποταμηδόν, φλογερά, διαλύοντα εντός μου τας σκληράς πέτρας των παθών. Η λύπη της καρδίας μου ήτο ισχυροτέρα, βαθυτέρα εκείνης την οποίαν θα ήτο δυνατόν να προκαλέση οιαδήποτε επίγειος απώλεια. Ηγωνιζόμην να ανοίξω εις τον Θεόν εμαυτόν όλον μέχρι τέλους. Εδεόμην Αυτού, όπως μη απορρίψη εμέ από του Προσώπου Αυτού, αλλ’ αποδιώξη απ’ εμού πάσαν πλάνην δυναμένην να εκτροχιάση εμέ. Εγνώριζον την ποταπότητά μου, την ασχημίαν μου, την αμάθειάν μου, την παραμόρφωσίν μου, την διαστροφήν μου, και απέκαμνον εκ της οράσεως του εαυτού μου ως ήμην. Η ανάγκη μου να θεραπευθώ υπό της δυνάμεως του Πνεύματος του Αγίου ήτο ομοία προς την ανάγκην νεαρού ανδρός απλήστως ελκυομένου προς την ζωήν, αλλά φονευομένου ανηλεώς υπό τινος ασθενείας.

Ο Θεός απεκαλύφθη εις εμέ προ της εισόδου μου εις την Θεολογικήν Σχολήν. Εις τον Άθωνα ήλθον ελεύθερος εκ των αμφιβολιών δια την αλήθειαν του Υιού του Θεού, Όστις μόνος δύναται να αποκαλύψη εις εμέ τον Πατέρα Αυτού. Αλλ’ εγώ έζων εν τω άδη: Είναι αδύνατον εις τον Άγιον των αγίων να δεχθή τοιούτον βδέλυγμα. Και η κραυγή μου περί ανακαινίσεώς μου εις όλα τα επίπεδα της υπάρξεως μου ήτο κραυγή εν ερήμω … Τολμώ να είπω εν ερήμω κοσμικών διαστάσεων, ουχί γηΐνων. Και η οδύνη ήτο εξωχρονική.

Το βιωθέν υπ’ εμού, εβοήθει εμέ αφ’ ενός εν τη διακονία μου ως πνευματικού μοναχών, κατ’ αρχάς εν Αγίω Όρει, και έπειτα εν Ευρώπη ανθρώπων ποικίλων ηλικιών, ψυχολογικών καταστάσεων και διανοητικών επιπέδων· αφ’ ετέρου δε ωδήγει εμέ εις σφάλματα, διότι ενόμιζον ότι πάντες οι άνθρωποι ποθούν τον Θεόν μετά της ιδίας δυνάμεως. Και εις τούτο ενέκειτο το σφάλμα μου: να κρίνω εξ ιδίων δεν ήτο πάντοτε ορθόν.

Η συνείδησις της πενίας μου ήτο βαθεία, παρά ταύτα όμως δεν ηδυνάμην να παραιτηθώ της ανατεθείσης εις εμέ πνευματικής υπηρεσίας. Εγώ ουδόλως επεδίωξα αυτήν. Εν γένει ουδέν επεδίωκον εν τω κόσμω τούτω κατ’ εκείνον τον καιρόν, διότι όλη η ύπαρξίς μου εφέρετο προς τον Θεόν, ενώπιον του Οποίου τοσούτον βαρέως ήμαρτον. Αυτοδεδικασμένος, έζων νοερώς εν τω άδη. Μόνον κατά στιγμάς εθλιβόμην εκ της αντιπαθείας τινών εκ των πατέρων και αδελφών της Μονής, εν γένει όμως ήμην βαθέως αδιάφορος δια την θέσιν μου εν τω αιώνι τούτω ή δια την προς εμέ συμπεριφοράν πρεσβυτέρων και νεωτέρων μοναχών. Ζηλείαν δεν εγνώριζον. Δεν υπήρχε δι’ εμέ τοιαύτη κοινωνική ή εισέτι και ιεραρχική θέσις, ήτις θα ηδύνατο να αποσβέση το πυρ, όπερ έφλεγε την ψυχήν μου. Ήτο δυνατόν η παρουσία του πυρός τούτου εντός μου να προεκάλει τον ερεθισμόν τινων εναντίον μου. Μήπως ένεκα του πυρός τούτου η συμπεριφορά μου δεν ήτο εντελώς συνήθης δια τους ανθρώπους; Τίς οίδεν; Είχον μόνον ανάγκην να λάβω δι’ όλης της δυνάμεώς μου συγχώρησιν παρά του Θεού, και εις ουδέν άλλο έδιδον προσοχήν.

Δημιουργία αρχείου: 4-2-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 4-2-2020.

ΕΠΑΝΩ