Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ψυχοθεραπευτικά και Φιλόσοφοι

 

Πάθη δικαιοσύνης και πάθη σωτηρίας

του Στεφάνου Γοντικάκη
διδάκτωρος φιλοσοφίας

Πρώτη δημοσίευση: Πατρίς 12-4-01 Μεγ. Πέμπτη, στην στήλη ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΟΞΑΣΜΑΤΑ
Πηγή:
http://antibaro.gr/religion/gontikakhs_pa8h.php

 

Λέγαμε τις προάλλες για τη σιωπή απέναντι σε λοιδορίες και ύβρεις, που δέχεται κάποιος εξαιτίας της γνώμης του, αλλά και ότι οι διώκτες της γνώμης ισχύουν κάποτε να προκαλέσουν ζημία, μέχρι και πολύ βαριά.

Όταν ο Θηραμένης, ένας εκ των τριάκοντα τυράννων της Αθήνας, διατύπωσε κριτική για την υπερβολή των εγκλημάτων που διέπραττε το καθεστώς και υπέβαλε κάποιες προτάσεις, ο Κριτίας, άρχων των τριάκοντα, τον εισήγαγε σε δίκη ενώπιον της Βουλής. Τίποτε από όσα του καταλόγισε δεν είχε την παραμικρή σχέση με όσα εκείνος είπε. Όλο το κατηγορητήριο χτυπούσε άτσαλα το πρόσωπο, χωρίς αθιβολή για τη γνώμη: Είναι προδότης, επιδιώκει την πτώση μας από την εξουσία, εγκαταλείπει το πλοίο της παράταξης (δεν υπήρχαν τότε τραίνα), υποκινείται από ντόπια και ξένα κέντρα κ.λπ. Παρακάμπτοντας τις ισχύουσες διαδικασίες, με προσωπική του απόφαση ο Κριτίας διέγραψε τον Θηραμένη από τη δύναμη των βουλευτών και τον καταδίκασε σε θάνατο.

Άλλοι άρχοντες, που δεν έχουν εξουσία θανάτου καταχρώνται όποια διαθέτουν. Ο λόγος του Κριτία επαναλαμβάνεται με απλές προσαρμογές στην ορολογία του κάθε καιρού και του κάθε πολιτεύματος. Οι αμέτοχοι αρχής επιδιώκουν την εξόντωση του δυσαρέστου με την κακολογία, την ύβρη, τη λοιδορία. Αν η πρόθεση φτάνει μέχρι του θανάτου είναι ένα ζήτημα, ότι όμως αυτή είναι η κακοποίηση, είχε την άνεση να το πει, κυνικός άλλωστε, ο Ζωίλος. Όταν τον ρώτησαν, γιατί «κακώς λέγει», απάντησε: επειδή θέλω «κακώς ποιήσαι», αλλά δεν μπορώ.

Εκείνο που σίγουρα μπορεί ο καθένας είναι η διασπορά του δύσφημου λόγου με την ελπίδα να σχηματιστεί στον κόσμο ψευδής εικόνα για τον στόχο τής κακολογίας. Ένας δίκαιος π.χ. να λογίζεται σαν άδικος. Και το ερώτημα που ανακύπτει είναι περί του φροντιστέου: οφείλει να φροντίζει ο άνθρωπος για κείνο που είναι και θέλει να είναι ή για την εικόνα και τη γνώμη που έχει ο κόσμος περί αυτού;

Η σώφρων απάντηση είναι γνωστή, και όλοι οι νουνεχείς με τον αυτό περίπου τρόπο παλεύουν τα προκύπτοντα. Αφήνομε λοιπόν τους σώφρονες πορευόμενους την οδό της συνέσεως, για να δούμε κάποιους τρελούς σε μια παλαβή πορεία.

Αυτοί δεν αδιαφόρησαν για τη γνώμη του κόσμου, την θέλησαν όμως στραμμένη εναντίον τους. Μεθόδευαν οι ίδιοι τη δική τους διαπόμπευση. Προκαλούσαν το μίσος, την κατακραυγή, τη δίωξη. Επικίνδυνα και υπό διωγμόν στοιχεία.

Κάποτε ο κόσμος διαπίστωνε έκπληκτος ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν βαθύτατη πίστη, ζούσαν βίο ανεπίληπτο, ορισμένοι μάλιστα και σκληρά ασκητικό, σε ερημίες υπό αυστηρή νηστεία και συνεχή προσευχή. Κατέβαιναν στην πόλη μόνο για να προκαλέσουν. Η πρακτική τους σκάνδαλο.

Η Εκκλησία τους ανακήρυξε αγίους, χωρίς βεβαίως να ρίξει σε λήθη την τρέλα τους. Τους ονόμασε «δια Χριστόν σαλούς» (σαλός=τρελός, που του έχει σαλέψει ο νους).

Το φαινόμενο είναι πολλαπλής σπουδής άξιο. Προσεγγίζεται σε πλήθος συγγραφών, ενώ έχουν εκπονηθεί επ’ αυτού και διδακτορικές διατριβές. Εκείνο που δεν είδα στις διατριβές και τα συγγράμματα, όσα τουλάχιστον έχω υπόψη μου, είναι τούτο: ότι τον τύπο αυτού του αγίου τον περιγράφει ο Πλάτων. Και συνεπώς, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σαλοί αναδύθηκαν μόνο μέσα από το κορμί της ανατολικής ορθόδοξης Εκκλησίας. Η άκαμπτη δυτική τυπολατρία και ο ταυτισμός της αρετής με την κοινωνική ευπρέπεια αποκλείουν την ανάδειξη τέτοιων αγίων.

Με δυο λόγια, τι λέει ο Πλάτων. Στην Πολιτεία, ο Γλαύκων ζητά από τον Σωκράτη να επαινέσει τη δικαιοσύνη, αλλά να επαινέσεις λέει τη δικαιοσύνη καθεαυτήν και όχι από τις τιμές που έχει κάποιος εξαιτίας της. Γιατί και οι ποιητές, όταν επαινούν τη δικαιοσύνη, και οι γονείς, όταν συμβουλεύουν τα παιδιά, και οι κηδεμόνες δεν επαινούν την ίδια τη δικαιοσύνη, αλλά τα ωφελήματα που έχει κάποιος από αυτήν («ουκ αυτό δικαιοσύνην επαινούσι αλλά τας απ’ αυτής ευδοκιμήσεις»). Λένε δηλαδή, να είσαι δίκαιος, ώστε να σε αγαπά ο κόσμος, να σε δέχεται σε συνεργασία, να καλοπαντρευτείς κ.λπ. Εμείς λοιπόν, λέει ο Γλαύκων, θέλομε να επαινέσεις την ίδια τη δικαιοσύνη. Και για να καταστήσει σαφέστερο το αίτημά του, προσπαθεί να την φωτίσει στο πρόσωπο ενός που είναι τέλειος δίκαιος. Το ίδιο κάνει και για την αδικία στο πρόσωπο άλλου, που είναι τέλειος άδικος.

Από τον δίκαιο λοιπόν, λέει, πρέπει να αφαιρέσομε τις τιμές και τα δώρα, όσα απολαμβάνουν οι δίκαιοι άνθρωποι, γιατί εάν τα έχει αυτά, τότε δεν θα γνωρίζομε, θα είναι λέει άδηλον, αν είναι δίκαιος για τη δικαιοσύνη ή για όσα προέρχονται από αυτήν. Συνεπώς, τον δίκαιο πρέπει να τον απογυμνώσομε από τα πάντα, εκτός από τη δικαιοσύνη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά πρέπει να φορτωθεί και δυσμενείς συνέπειες. Δηλαδή, ενώ δεν αδικεί σε τίποτε, ο κόσμος να τον θεωρεί σαν τον κατεξοχήν άδικο («μηδέν αδικών δόξαν εχέτω την μεγίστην αδικίας»), ώστε η αρετή του να δοκιμάζεται σκληρά κι αυτός να μην επηρεάζεται από την κακογνωμία τού κόσμου και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτήν. Κι ακόμη παραπέρα: ο δίκαιος να μην επιδιώκει την αλλαγή αυτής της γνώμης και να μην ξεστρατίζει, αλλά να μένει εκεί σταθερός, «αμετάστατος μέχρι θανάτου».

Με τα λόγια αυτά, μας δίδεται ένας τρόπος βίου, τον οποίο ακολούθησαν οι δια Χριστόν σαλοί.

Συμπληρώνει ακόμη ο Γλαύκων για τον δίκαιο, ότι έτσι φερόμενος, θα μαστιγωθεί, θα βασανιστεί, θα συλληφθεί και θα ριχτεί στη φυλακή, θα πυρακτωθούν τα μάτια του, και τελευτώντας, αφού υποστεί όλα τα φοβερά πάθη, θα σταυρωθεί.

Οι λόγοι αυτοί ακούγονται και σαν ελληνική περί Χριστού προφητεία. Και δεν είναι η μόνη.

Πρέπει ωστόσο να σημειώσομε πως τα ουσιώδη περί του δικαίου, δεν είναι μια μοναδική επίνοια ενός σοφού. Είναι κοινή πεποίθηση στην αρχαία Ελλάδα. Και ο Γλαύκων άλλωστε, για να αναπτύξει όσα μνημονεύσαμε, επικαλείται ένα φθέγμα του Αισχύλου από τους «επτά επί Θήβας», όπου ένας αγγελιοφόρος λέει για τον μάντη Αμφιάραο, ότι δεν θέλει να φαίνεται άριστος, αλλά να είναι («ου δοκείν άριστος, αλλ’ είναι θέλει»). Πρόκειται για τη φράση εκείνη που, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, όταν εκφωνήθηκε στο θέατρο, όλοι στράφηκαν και είδαν τον δίκαιο Αριστείδη. Να πούμε ακόμη ότι και άλλοι με διάφορους εκφραστικούς τρόπους αναφέρονται στο «είναι» και το «φαίνεσθαι», δίδοντας πάντοτε απόλυτη προτεραιότητα στο «είναι». Αν κάποιος φαίνεται αλλιώτικος ή αδοξεί στον κόσμο, η αρχαιοελληνική παράδοση θεωρεί το γεγονός αμελητέο.

Αξίζει να υπενθυμίσομε τώρα το συναφές, το οποίο αποκρατεί από τη δυτική παράδοση και είναι το τελείως αντίστροφο: του Καίσαρα για τη γυναίκα του, ότι δεν πρέπει μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται τίμια. Και φαντάζομαι δεν υπάρχει Νεοέλληνας που να μην το έχει ακούσει μερικές εκατοντάδες φορές. Βολεύει, βλέπετε, την ατιμία. Γιατί από τη στιγμή που τίθεται ως συμπληρωματικός όρος το «φαίνεσθαι», το «είναι» πάει περίπατο. Το αναλύει και αυτό ο Γλαύκων, μιλώντας για τον τέλειο άδικο. Λέει περίπου τα εξής:

Εκείνος που θέλει να φαίνεται δίκαιος δρα όπως ο ξύπνιος καπετάνιος κι ο διαισθητικός γιατρός, που νιώθουν με μιας και άσφαλτα τι είναι κατορθωτό στην τέχνη τους και τι όχι, και επιχειρούν το ένα ενώ παραιτούν το άλλο. Όμοια κι αυτός οσμίζεται κατευθείαν ποια αδικήματα μπορεί να διαπράξει, χωρίς να γίνει αντιληπτός ούτε να αφήσει ίχνη, και επιχειρεί μόνο αυτά. Αν την πάθει και ρεζιλευτεί, τότε είναι ανάξιος άδικος και περιφρονητέος, του πεταμάτου. Γιατί η τέλεια αδικία είναι να φαίνεται κανείς δίκαιος χωρίς να είναι («εσχάτη γαρ αδικία δοκείν δίκαιον είναι μη όντα»). Κι αν λάχει πάντως να πέσει κάπου λίγο έξω και γεννήσει υποψίες και συρθεί στα δικαστήρια, ο τέλειος άδικος είναι ικανός να επανορθώσει με την πειθώ, αλλά και με τη θρασύτητά του, και θέτοντας σε ενέργεια τη βία, όπου είναι ανάγκη να χρησιμοποιηθεί βία, και με φίλους και με περιουσία, καρπό και αυτά της αδικίας.

Αυτά σημαίνει ο πρόσθετος όρος του «φαίνεσθαι». Και αυτό το φθέγμα, του Καίσαρα, έχομε κάνει σημαία μας. Τώρα, τι λένε ο Αισχύλος και ο Πλάτων και ο Πυθαγόρας και όσοι άλλοι, ολίγον μας ενδιαφέρει και το αγνοούμε. Εμείς είμαστε Έλληνες κι έχομε δάσκαλο τον Καίσαρα.

Ο επιμελούμενος του «φαίνεσθαι» δεν είναι δυνατόν βεβαίως να ανεχθεί λοιδορία και ύβρη ούτε τίποτε από όσα συνεπάγεται τυχόν κακογνωμία του κόσμου γι’ αυτόν.

Τη σιωπή απέναντι στη λοιδορία, την ανοχή, την άρνηση εκδικήσεως, το μη ανταδικείν, αυτά τα κατέκτησε η αρχαιοελληνική σοφία.

Μέσα στην Καινή Κτίση του Ευαγγελίου, γίνεται ένα βήμα παραπέρα: «λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, δυσφημούμενοι παρακαλούμεν» γράφει ο Απόστολος Παύλος, μιμητής τού Χριστού, ο οποίος σταυρούμενος προσεύχεται υπέρ των σταυρωτών του.

Το βήμα δηλαδή είναι από τη σοφία τού ανθρώπου στην αγιότητα του Θεού.

Να πούμε ακόμη με την ευκαιρία και των ημερών, ότι η αγιότητα δεν διδάσκεται σε σχολές, αλλά κοινωνείται στην Εκκλησία, η μετοχή στην οποία είναι απροϋπόθετη.

Ο Πλάτων έγραφε έξω από τη σχολή του: να μην εισέλθει κανείς αγεωμέτρητος («μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω»). Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος βοά για την Εκκλησία: όποιος θέλει, να εισέλθει εδώ («ος θέλει, δεύρ’ εισίτω») και ο ιερός Χρυσόστομος για την υποδοχή του ευαγγελικού λόγου πως ούτε ο σοφός ωφελείται κάτι από τη σοφία, ούτε ο αμαθής βλάπτεται από την αμάθεια.

Οι πάντες λοιπόν καλούμαστε και τώρα στην ακολουθία των παθών και της σταυρώσεως. Σταύρωση που δεν γίνεται μόνο για τους λόγους που προφητεύει ο Πλάτων, αλλά και για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Θάνατος που δεν άγει στη φθορά, αλλά πατά τον θάνατο και νικά η Ανάσταση, για τη βίωση της οποίας και η στήλη εύχεται στους αναγνώστες της.

 

Πρώτη δημοσίευση: Πατρίς 12-4-01 Μεγ. Πέμπτη, στην στήλη ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΟΞΑΣΜΑΤΑ
Πηγή:
http://antibaro.gr/religion/gontikakhs_pa8h.php

Δημιουργία αρχείου: 28-12-2006.

Τελευταία ενημέρωση: 28-12-2006.

ΕΠΑΝΩ