Γέρο-Μελέτιος ο Καρυώτης
(1907-2000) Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση Πηγή: https://enromiosini.gr |
Ο γερο-Μελέτιος ο Συκιώτης, Γέρων τού Διονυσιάτικου Κελλιού «Ευαγγελισμός τής Θεοτόκου», πλησίον τών Καρυών, γεννήθηκε στην Αταλάντη το 1907 και το 1925 ήρθε για μοναχός. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από δώδεκα ετών εργαζόταν σε Φαρμακείο και παρασκεύαζαν φάρμακα με τον τρόπο τής εποχής εκείνης. (Φαρμακοτρίβης).
Ήταν πολυτάλαντος, ευφυέστατος και ολιγομίλητος. Ήταν δάσκαλος τής Αγιογραφίας και τής Βυζαντινής Μουσικής στην Αθωνιάδα. Έβγαλε πολλούς μαθητές. Υπήρξε άριστος θεωρητικός τής Βυζαντινής μουσικής (ίσως ο καλύτερος στην Ελλάδα) και συνέγραψε πολλά μουσικά κείμενα. Πολλοί μεγάλοι μουσικοί έρχονταν και τον συμβουλεύονταν. Οι μεγάλοι Καρυώτες ψάλτες τον παραδέχονταν λέγοντας: «Εμείς είμαστε ψάλτες, ο γερο Μελέτιος είναι δάσκαλος». Το 1960 πήγε στην Αθήνα και βρήκε τον Κόντογλου, γιατί είχε ακούσει ότι «ξεσήκωσε την παλαιά τέχνη». Ο π. Μελέτιος επανέφερε στο Άγιον Όρος την βυζαντινή τεχνοτροπία στην Αγιογραφία. Ανέδειξε πολλούς μεγάλους Αγιογράφους. Για να προβάλλει την Βυζαντινή Αγιογραφία έκανε εκθέσεις στην Αγγλία και στην Γερμανία, αλλά από ταπείνωση δεν πρόβαλλε το όνομά του. Ήταν άριστος καλλιγράφος. Η Ιερά Κοινότης τού έδινε και καλλιγραφούσε επιστολές προς επισήμους. Και οι Βασιλείς τού ανέθεταν να καλλιγραφεί επιστολές. Ήταν πρακτικός γιατρός. Έκανε βοηθός ενός μοναχού πού εκτελούσε χρέη γιατρού και μαζί εγχείρησαν ένα γεροντάκι στις Καρυές. Γνώριζε τις ιδιότητες πολλών βοτάνων και πολλούς τους θεράπευε με τις πρακτικές ιατρικές γνώσεις του - από τραύματα και διάφορες αρρώστειες. Όταν αρρώσταινε, δεν έτρωγε τίποτε. Σύστηνε μάλιστα και στους άλλους. «Κάνε ένα τριήμερο και θα γίνεις καλά». Είχε τη νηστεία για φάρμακο. Ο ίδιος, όταν ήλθε 17 χρόνων στο Άγιον Όρος, ήταν φυματικός και με τη νηστεία και την προσευχή θεραπεύτηκε! Γνώριζε την κατασκευή χρωμάτων φυσικών, πινέλων, μελανών, και είχε και σχετικές σημειώσεις. Ήταν χρυσοχέρης σε όλα του. Έκτιζε πεζούλια, έκανε κρεββατά, γνώριζε από καλλιέργειες, από θάλασσα, από μηχανικά. Έβγαζε φωτογραφίες και τις εμφάνιζε μόνος του, και έτσι εξυπηρετούσε αμισθί τους πατέρες και τους μαθητές που χρειάζονταν να βγάζουν φωτογραφίες για ταυτότητα. Και ενώ είχε τόσα χαρίσματα και γνώσεις ο γερο Μελέτιος, ήταν πολύ ταπεινός. Δεν μιλούσε για τον εαυτό του και δεν κατέκρινε κανέναν. Τον ρωτούσαν τα παιδιά τής Σχολής: «Γέροντα, ο τάδε είναι ζηλωτής;». Και απαντούσε: «Πού να ξέρω, μωρέ;». Και όμως ήξερε πολύ καλά, διότι ζούσε κοντά στις Καρυές. Όσο ζούσε, ουδέποτε δέχθηκε να τυπωθή κάποιο μουσικό βιβλίο ή εικόνα του. Ποτέ του δεν μάλωσε και δεν παρατήρησε κανένα μαθητή του, ακόμη και όταν έκανε πολύ θόρυβο την ώρα τού μαθήματος. Ως καθηγητής τής Αθωνιάδος Σχολής ουδέποτε συμμετείχε στον σύλλογο τών καθηγητών, για να μην εκφέρη γνώμη για κάποιον μαθητή λέγοντας: «Εγώ ει μαι καλόγερος, πώς να κατακρίνω τα παιδιά;». Βαθμούς στους μαθητές δεν έβαζε ο ίδιος, για να μη στενοχωρήση κάποιον, αλλά ο Σχολάρχης. Πολλές φορές μερικά ζωηρά παιδιά πήγαιναν στο Κελλί του για Αγιογραφία ή μουσικά και έκαναν το Κελλί του άνω κάτω. Δεν έλεγε τίποτε. Ανεχόταν τις παραξενιές τους και μακροθυμούσε. Την πραότητα ο γερο Μελέτιος την απέκτησε με αγώνες· δεν ήταν φυσική αρετή του. Είπε σε κάποιον: «Στο σπίτι μας ήμασταν όλοι θυμώδεις και αρπαζόμασταν με το παραμικρό. Εδώ δυσκολεύτηκα να κόψω τον θυμό». Ήταν ελεήμων και αγαπούσε τους ανθρώπους. Εξυπηρετούσε τον καθένα που ζητούσε την βοήθειά του. Αναλώθηκε να βοηθήση πολλούς να μάθουν Αγιογραφία και βυζαντινή μουσική. Εκτός από τους μαθητές τής Αθωνιάδος, όταν τον καλούσαν διάφορα Μοναστήρια έξω, δεν έλεγε ποτέ όχι. Μέχρι το Σινά έφθασε, για να βοηθήσει. Πάντα αφιλοκερδώς, αθόρυβα και ταπεινά. Κάποτε φιλοξενούσαν στο Κελλί τους από ευσπλαχνία έναν ηλικιωμένο λαϊκό, τον μπαρμπα–Βασίλη, που η δουλειά του ήταν σαγματοποιός. Ένα χειμώνα πήρε φωτιά το δωμάτιό του από απροσεξία του και κάηκε ο ίδιος, το δωμάτιο και οι αποθήκες. Ο γερο Μελέτιος δεν είπε τίποτε. Κάποιος στην τράπεζα είπε: «Τον μαζέψαμε και μάς έκαψε. Θεός σχωρέσ τον». Ο Γέροντας λίγο κουνήθηκε από την θέση του, αλλά δεν είπε τίποτε, ούτε να συμφωνήσει, αλλά ούτε να τον διορθώσει ή να τον παρατηρήσει. Πολλές φορές, ενώ είχε αρχίσει να αγιογραφή, ερχόταν κάποιος για μάθημα, πάντα δωρεάν, χωρίς αμοιβή· σηκωνόταν αγόγγυστα και ας χαλούσαν τα χρώματα, και πήγαινε πίσω η δουλειά του. Έδειξε τα πάντα, ό,τι ήξερε. Δεν κράτησε τίποτε μυστικό. Θεράπευσε ανιδιοτελώς τις ιερές τέχνες και ευεργέτησε πολλούς διδάσκοντάς τους. Σε όσους έρχονταν να τού ζητήσουν βοήθεια οικονομική έδινε, χωρίς να ρωτήσει τίποτε. Όσοι ζητούσαν δουλειά, τους έλεγε να σκάψουν τον σκαμμένο κήπο ή να κάνουν κάτι άλλο, και τους πλήρωνε κανονικά μεροκάματο, χωρίς να εξετάσει τι δουλειά έκαναν. Κάποτε ένα παιδί που ήταν στο Κελλί του, κρύωνε. Τού χάρισε ένα ωραίο χειμωνιάτικο επανωφόρι. Έβαλε το παιδί τα χέρια στις τσέπες και βρήκε δυο πεντοχίλιαρα. Τότε τού λέγει: –Γέροντα έχει και χρήματα. –Πάρτα, μωρέ, πάρτα, τού είπε. Όταν πήγαινε στις Καρυές ή στην Σχολή φορούσε πάντοτε το εξώρασο από σεβασμό προς τον χώρο και στο λειτούργημά του. Όταν καμμία φορά το Υπουργείο Παιδείας διώριζε κάποιον καθηγητή Μουσικής ή Αγιογραφίας στην Αθωνιάδα, ο γερο Μελέτιος διακριτικά αποχωρούσε, χωρίς καθόλου να παραπονεθή ή να πειραχθή ο εγωϊσμός του. Όταν μετά από λίγο έμεναν χωρίς καθηγητή, τον καλούσαν και πήγαινε πάλι. Ούτε οι τιμές τον άγγιζαν ούτε οι περιφρονήσεις τον στενοχωρούσαν. Ήταν υπάκουος στους άλλους και δεν πρόβαλλε το δικό του θέλημα. Αυτό το διαπίστωναν και τα παιδιά τής Σχολής, αλλά κυρίως όταν επισκεπτόταν Μοναστήρια στον κόσμο, για να διδάξη μουσικά ή Αγιογραφία. Τού έλεγαν: «Από δώ, Γέροντα», «κάθισε Γέροντα», «σήκω Γέροντα», και αμίλητος έκανε ό,τι τού έλεγαν. Παροιμιώδης ήταν η σιωπή του. Κάποτε που πήγε στο Νοσοκομείο, ο γιατρός απόρησε που επί μέρες δεν άκουσε την φωνή του. Ρώτησε τον συνοδό του: –Δεν μιλά ο παππούς; –Πώς; Να, τώρα πες του για μουσικά και Αγιογραφία να δης πως θα μιλήσει. Στον αφωσιωμένο για δεκαετίες υποτακτικό του π. Κοσμά φερόταν με πολλή αγάπη, σεβασμό και λεπτότητα. Κάποιος τον ρώτησε αν έχη ευλογία να μείνη ένα διάστημα στο Κελλί του, για να μάθη Αγιογραφία. Ο γέρω Μελέτιος τού είπε: «Να ρωτήσω την συνοδεία μου και θα σού πω». Ρώτησε, έλαβε την συγκατάθεση και τον δέχθηκε. Ο νέος απόρησε που η συνοδεία του ήταν μόνο ο π. Κοσμάς. Νόμισε πώς θα έχει 3–4 τουλάχιστον καλογέρια. Έμενε μήνες κοντά τους, έγινε καλός Αγιογράφος και ευγνωμονεί τον Γέροντα. Αλλά στις αρχές δυσκολεύτηκε πάρα πολύ, διότι περνούσαν μέρες και βδομάδες χωρίς να μιλούν. Ο γερο Μελέτιος έλεγε μόνο, «πάμε για ελιές» ή «πάμε για φουντούκια», και στην δουλειά του δούλευε σιωπηλός και έλεγε την ευχή. Ουδέποτε τον άκουσε να σχολιάζη γεγονότα ή πρόσωπα άλλα. Κατά την Γερμανική Κατοχή ο γερο Μελέτιος με ηρωίκό φρόνημα, εύσπλαχνη διάθεση προς τους καταδιωκομένους και με κίνδυνο τής ζωής του έκρυψε και φυγάδευσε πολλούς Έλληνες και Άγγλους. Δύο φορές τον συνέλαβαν οι Γερμανοί, αλλά τους ξέφυγε. Πολλοί από αυτούς πού βοήθησε τού έγραψαν αργότερα ευχαριστήριες επιστολές, ενώ ένας Άγγλος Αξιωματικός τον πήρε και τον φιλοξένησε στην Αγγλία, για να τον ευχαριστήσει που τού έσωσε την ζωή. Αλλά ο Γέροντας ποτέ του δεν έκανε λόγο γι αυτά, ούτε και στον υποτακτικό του. Τον ρωτούσαν τα παιδιά τής Σχολής: –Γέροντα, πώς τους ξεφύγατε τους Γερμανούς; –Είχα τον τρόπο μου, απαντούσε. Ρωτούσαν τον π. Κοσμά να τους πη για την δράση του και απαντούσε: –Α, δεν ξέρω∙ δεν μιλάει γι αυτά. Να, πες τον για μουσικά και αμέσως θα σηκωθή· και γυρίζοντας στον Γέροντα που ήταν κλι νήρης και βογγούσε, τού είπε δοκιμαστικά: –Γέροντα, το καλογέρι θέλει να διαβάσετε μουσικά. Και ο Γέροντας πετάχτηκε απ το κρεββάτι και γυρίζοντας στον μαθητή ρωτούσε. –Πού ει ναι το μουσικό; Φέρτο μωρέ. Πολλοί τον θεωρούσαν ένα καλό παππούλη, που όμως δεν ήξερε από καλογερική. Κρίνοντας όμως εξωτερικά, ελάθεψαν στην κρίση τους, γιατί ο γερο Μελέτιος είχε κρυφή πνευματική ζωή, όπως φαίνεται από κάποια περιστατικά. Κάποτε, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση γυναικείου Μοναστηριού στον κόσμο, πήγε να τους βοηθήση στα μουσικά. Εκεί αρρώστησε με πυρετό υψηλό, αλλά παρά ταύτα δεν σταμάτησε καθημερινά να διδάσκη. Μάλιστα είχε τυπικό τελείας ασιτίας, όταν αρρώσταινε. Αυτό ήταν το φάρμακό του. Οι αδελφές πανικοβλήθηκαν, γιατί νόμισαν ότι θα τον χάσουν. Τον ανάγκασαν να πάρη κάτι, και τους έκανε υπακοή. Τη νύχτα μπήκε κάποιος αθόρυβα στο κελλί του να δη τι κάνει, μήπως θέλη κάτι, και άκουσε να επαναλαμβάνη καθαρά και ρυθμικά την ευχή, ενώ εκοιμάτο. Μαθητές του, μαρτυρούν ότι πολλές φορές που έμπαιναν στο κελλί του να ρωτήσουν κάτι, τον εύρισκαν να λέη την ευχή αργά και καθαρά. Για να θολώση τα νερά, κάτι μουρμούριζε ή έλεγε· «να, λέω κι εγώ, παραμιλάω». Άλλοι τον είδαν τη νύχτα που κοιμόταν να κινή ρυθμικά το δάχτυλό του σαν να τραβά κομποσχοίνι. Και αυτό όχι μία φορά. Τις νύχτες έβλεπαν φως από το κελλί του. Διάβαζε ή προσευχόταν. Έζησε 93 χρόνια χωρίς να πέσει μία τρίχα από τα μαλλιά του και να χάσει ένα δόντι. Διάβαζε χωρίς γυαλιά μέχρι το τέλος του.Έζησε ταπεινά και αθόρυβα. Κατόρθωσε να εφαρμόσει τις δύο μεγάλες εντολές τού Ευαγγελίου: «Μη κρίνετε, και ου μη κριθήτε» και το «αγαπάτε αλλήλους». Και αν ως άνθρωπος είχε κάποιες ατέλειες, η αγάπη του θα τις καλύψει, και με παρρησία θα ζητήσει να μην κριθή από τον δίκαιο Κριτή, γιατί και ο ίδιος δεν έκρινε ούτε κατέκρινε κανέναν, πράγμα σπάνιο και δυσεύρετο για την γενεά μας. |
Δημιουργία αρχείου: 21-6-2022.
Τελευταία μορφοποίηση: 21-6-2022.