Εις τα
μέρη της Κρήτης ήσαν διάφορα Μοναστήρια ως και μία Σκήτη, ένθα
ευρίσκοντο Πατέρες ασκούμενοι. Ούτοι είχον δύο Πνευματικούς,
οίτινες αντεφέροντο αναμεταξύ των. Και ο μεν ένας εδίδασκε τους
κατά πνεύμα υιούς του, ότι η νηστεία δεν ωφελεί τίποτε, παρά
μόνον τα πάθη τους πολεμούσι και τους βλάπτουσιν, ο δε άλλος,
ότι η πολυφαγία φέρει πάθη. Και ο πρώτος πάλιν έλεγεν, ότι από
την γνώμη του ανθρώπου κινούνται τα πάθη, και όχι από τα φαγητά,
ο δε δεύτερος έλεγεν, ότι καθώς ο καρπός βλαστάνει από το
δένδρον, το οποίον, όσον περισσότερο ποτίζεται, τοσούτον και
δυναμώνει, ούτω και ο άνθρωπος όσον τρώγει και πίνει, τοσούτον
και τα πάθη του δυναμώνονται και κινούνται. Και ούτως
εφιλονείκουν, ονομάζοντες ο πρώτος τον δεύτερον ανθρωπαρέσκον,
και ότι ο Θεός ώρισε να φυλάττωμεν νηστείαν εις τας
διατεταγμένας ημέρας, Δευτέραν, Τετάρτην, Παρασκευήν και
Τεσσαρακοστάς, τας δε λοιπάς ημέρας να καταλύωμεν. Προσέτι δε
ότι, όστις νηστεύει το Σάββατον και την Κυριακήν είναι αιρετικός
και αναθεματισμένος.
Ταύτα ακούοντα τα πνευματικά τέκνα του ως άνω Πνευματικού του μη
αποδεχομένου την νηστείαν, έτρωγον και έπινον κατά κόρον. Ως εκ
τούτου επανύχθη ο νους αυτών και περιέπεσον εις αναισθησίαν περί
του προορισμού των, και ουδόλως ενδιεφέροντο διά τα ψυχικά,
όντες δεδουλωμένοι εις τα σαρκικά, εν αντιθέσει του Μοναχικού
πολιτεύματος. Έχοντες δε αισχρούς λογισμούς αναμεταξύ των,
μετελάμβανον των Αχράντων Μυστηρίων. Μετά καιρόν λοιπόν απέθανεν
ο πνευματικός ο καταλύων την νηστεία και τον ενεταφίασαν εντός
του Ναού ως άγιον, πλησίον και αριστερά του Δεσποτικού θρόνου.
Μίαν δε νύκτα ερχόμενος ο εκκλησιαστικός να ανάψει τας κανδήλας,
βλέπει το Δεσποτικόν στασίδιον και εκαίετο. Ευθύς λοιπόν ήλθεν
εις τον ηγούμενον και του ανήγγειλε το γεγονός, όστις πάραυτα
έσπευσεν εις την Εκκλησίαν και βλέπει, ότι όντως εκαίετο από
άϋλο πυρ, χωρίς να χωνεύη. Έμβλεψας δε και προς το Άγιον Βήμα,
ιδού και βλέπει ένα Αρχιερέα ενδεδυμένον την Αρχιερατική στολήν,
και πλησίον αυτού δύο λευκοφόρους Αγγέλους. Εννοήσας λοιπόν, ότι
πρόκειται περί θεϊκής τινος οπτασίας, έκλεισε την θύραν του Ναού
και παρηκολούθει την σκηνήν. Βλέπει λοιπόν, ότι οι δύο
λευκοφόροι κατηυθύνθησαν από το Άγιο Βήμα εις το μνημείο του
Πνευματικού, ούτινος το σώμα έβγαλαν έξω και το εσήκωσαν με
πολλήν τιμήν και ευλάβειαν και το έφεραν έμπροσθεν του
Θυσιαστηρίου, εις τα βημόθυρα.
Κατόπιν εβγήκε ο Αρχιερεύς από το Θυσιαστήριον κρατών εις τας
χείρας του το άγιον Δισκάριον, και το έβαλεν έμπροσθεν εις το
στόμα του νεκρού σώματος. Είτα έκρουσε την ράχιν αυτού και
οσάκις έκρουεν εξήρχοντο Μαργαρίται του Δεσποτικού σώματος, ους
είχε κοινωνήσει, και έπιπτον εις το Δισκάριον, το οποίον κατόπιν
εναπέθεσεν επί της Αγίας Τραπέζης. Έπειτα έλαβε και το Άγιον
Ποτήριον και το έβαλεν εις το στόμα του, και κατά τον ίδιον
τρόπο κρούων την ράχιν εξήλθε και το Άγιον Αίμα της Θείας
Κοινωνίας, όπου αναξίως εκοινώνησε. Διότι καθώς ο πόρνος Ιερεύς
εμποδίζεται της Θείας Λειτουργίας, ούτω και ο πνευματικός ο
συγκαταβαίνων και μη κανονίζων κατά τους Νόμους και τους Κανόνας
της Εκκλησίας, ως και ο εκμυστηρεύων την εξομολόγησιν και ο
λαμβάνων χρήματα παρά των εξομολογουμένων εμποδίζεται της Θείας
Λειτουργίας.
Αφ’ ου λοιπόν ο Αρχιερεύς έλαβε το Δεσποτικόν Σώμα και Αίμα από
τον νεκρόν, είπε προς αυτόν, «πορεύου απ’ εμού εις το πυρ της
αιωνίου καταδίκης, όπου ητοίμασας δι’ αυτόν και τα τέκνα σου.»
Και ευθύς ήρπασαν οι λευκοφόροι Άγγελοι ατίμως το νεκρόν σώμα
και το έριψαν εις το τάφον, και λιθάζοντες το παρέχωσαν και το
άφησαν. Κατόπιν το πυρ της φλογός το περιεκύκλωσαν και ώρμησε
προς τα παραπόρτια της Εκκλησίας. Έφερον και άλλους νεκρούς
πνευματικούς του υιούς, τους οποίους έβαλον έμπροσθεν των
Βασιλικών Πυλών ένα προς ένα, ευλαβώς διά τα Άχραντα Μυστήρια,
όπου είχον μέσα των. Και ήλθεν ομοίως ο Αρχιερεύς και έλαβεν από
όλους με το Δισκοπότηρον το Άχραντον Σώμα και Τίμιον Αίμα, ως
και του πνευματικού, ειπών και προς αυτούς «πορεύεσθε απ’ εμού
και σεις με τον πνευματικόν σας πατέρα εις την αιώνιον βάσανον
του άδου». Είτα τους έσυρον οι λευκοφόροι ατίμως και τους
έρριψαν εις τα μνήματα, και λιθοβολούντες τους παρέχωσαν με
λίθους. Ταύτα βλέποντες ο Ηγούμενος με τον Εκκλησιαστικόν
έντρομοι και εκστατικοί, διηπόρουν περί του γεγονότος τι άρα
εσήμαινεν. Είτα κρούσαντες τους κώδωνας, συνήχθησαν οι αδελφοί
της Μονής άπαντες, ο δε Ηγούμενος τους διηγηθή τα οραθέντα
καταλεπτώς και προσέταξε και ήνοιξαν τους τάφους. Εξήλθε δε εξ
αυτών δυσωδία ανείκαστος, ήτις διήρκεσεν επτά (7) ημέρας εις
θέσιν των επτά θανασίμων αμαρτημάτων, σώματα δε εντός αυτών
ευρέθησαν.
Είθε ο Άγιος Θεός να μας φυλάξη από τοιούτους πνευματικούς και
της αιωνίου εκείνης καταδίκης. Αμήν