Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα Σύγχρονες Προσωπικότητες

 

Από τη ζωή του μακαριστού Πατριάρχου Σερβίας κυρού Παύλου

Με αφορμή την κοίμηση τού Μακαριστού Πατριάρχου Σερβίας Παύλου, στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από κείμενα που αναφέρθηκαν στο παρελθόν στην οσιακή και αγία ζωή του. Είθε από την ουράνια σκηνή στην οποία ίσταται πλέον, να πρεσβεύει ενώπιον τού Θεού για όλους μας, και για το μαρτυρικό του έθνος, με περισσότερη δύναμη και παρρησία.

«Εάν μπορούσα να προφθάσω, μάρτυς μου ο αναστάς Θεός, θα στεκόμουν ενώπιον των ναών, των νοσοκομείων και ενώπιον των πολυτελών χώρων για τις δεξιώσεις και τις επιδείξεις μόδας, και προσωπικά θα ζητούσα ελεημοσύνη για τα δοκιμαζόμενα αδέλφια και παιδιά μας. Ο κάθε από εμάς θα έπρεπε, με ενεργό τρόπο, να ντροπιάση όλες εκείνες τις επιδεικτικές πλεονεξίες, οι οποίες υπάρχουν σε τόσους δημοσίους χώρους, και όχι μόνο απλώς να σκανδαλιζόμεθα και να απελπιζώμεθα, επειδή η αναισχυντία κυριάρχησε γύρω μας».

 

 

1. Λόγοι και συμβάντα

 

Η μοναχικη υπόσχεση της ακτημοσύνης

 

Τελειώνοντας η συνεδρίαση της Σερβικής Συνόδου στο Βελιγράδι, ο πατριάρχης Παύλος ξεκίνησε κατά τη συνήθεια του να πάει στον εσπερινό στον Καθεδρικό Ναό. Βγαίνοντας είδε στο πάρκινγκ ένα πλήθος από πολυτελή μαύρα αυτοκίνητα και ρώτησε:

 

Σε ποιόν ανήκουν αυτά τα αυτοκίνητα;

 

Είναι των Επισκόπων που ήρθαν για τη σύνοδο μακαριώτατε, του απάντησε ένας Ιερέας που τον συνόδευε.

 

Ω, ο Θεός να τους φυλάει. Με τι θα κυκλοφορούσαν άραγε εάν δεν είχαν δώσει τη μοναχική υπόσχεση της ακτημοσύνης;

 

 

Ο καθένας βλέπει ότι θέλει

 

Ο διάκονος που συνόδευε τον πατριάρχη στις εξόδους του στο Βελιγράδι διηγείται για το μάθημα που πήρε από αυτόν μια φορά που πήγαιναν στην Εκκλησία Μπάνοβο Μπρντο.

 

Με τι θα πάμε, με το αυτοκίνητο; ρώτησε ο διάκονος.

 

 

Όχι, με το λεοφωρειο!, απάντησε κατηγορηματικά ο Πατριάρχης.

 

Μα το λεωφορείο είναι πάντα γεμάτο και η ζέστη είναι αποπνιχτική. Και δεν είναι και κοντά.

 

Έτσι θα πάμε του λέει κοφτά ο πατριάρχης.

 

Μακαριώτατε, προσπαθούσε να τον πείσει ο διάκονος., είναι καλοκαίρι ο κόσμος πηγαίνει για μπάνιο στο νησάκι Τσιγκάλια και οι πιο πολλοί είναι ημίγυμνοι, δεν είναι σωστό…

 

Πάτερ. Του λέει ήσυχα ο πατριάρχης, ο καθένας βλέπει ότι θέλει!

 

 

Αύξηση; Για ποιόν λόγο;

 

Ο πατριάρχης αρνούνταν πολλές φορές να πάρει και το μισθό του και αρκούνταν στη σύνταξη που είχε ως πρώην Επίσκοπος Ράσκα και Πρίζρεν. Τα ρούχα του και τα παπούτσια του τα διόρθωνε μόνος… Του έμεναν και χρήματα από τη μικρή του σύνταξη τα οποία έδινε στους φτωχούς και σε άλλες αγαθοεργίες.

 

Διηγούνται κάποιοι ότι όταν οι ιεράρχες ζήτησαν το 1962 αύξηση μισθών ο Παύλος επίσκοπος τότε, είπε έκπληκτος: «Γιατί να γίνει αύξηση αφού δε μπορούμε να ξοδέψουμε ούτε αυτά που έχουμε;»

 

 

Πολυτέλεια

 

Οι κάτοικοι του Βελιγραδίου συναντούσαν συχνά τον Πατριάρχη Παύλο στο δρόμο, στο τραμ ή στο λεωφορείο μια φορά ενώ περπατούσε επί της λεωφόρου Πέτρος ο Α΄ κατευθυνόμενος προς το πατριαρχείο σταμάτησε δίπλα του μια Μερσεντές, τελευταίο μοντέλο. Στο τιμόνι ήταν ο Ιερέας μιας πλούσιας βελιγραδινής ενορίας.

 

Μακαριώτατε, παρακαλώ επιτρέψτε μου να σας πάω όπου επιθυμείτε του λέει περιποιητικά.

 

Ο πατριάρχης μόλις ανέβηκε ρώτησε:

 

Πατέρα, ποιανού είναι αυτό το πολυτελές αυτοκίνητο;

Δικό μου μακαριώτατε!

Σταμάτα αμέσως! τον διέταξε ο πατριάρχης

 

Κατέβηκε έκανε ταπεινά το σημείο του σταυρού, τον ευλόγησε και του είπε: O Θεός να σε προστατεύει!

 

 

 

Άρθρο του Jovan Janjic από την εφημεριδά ‘’Nasa Rec’’772/13-2-2004

Η φώτο είναι από το www. Eph. Md., αναδημοσίευση από: http: //proskynitis. Blogspot. Com/2009/11/blogpost_16. Html

 

 

 

2. Πατριάρχης Σερβίας Παύλος : «Να ένας Άγιος που περπατά στη Γη!»

 

«Μόνον Συ, Κύριε, γνωρίζεις τι χρειάζεται εις ημάς»

(η προσευχή του Πατριάρχου Σερβίας κ. Παύλου).

 

Από το αδύναμο αγοράκι, δια το οποίον άναβαν κερί νομίζοντες ότι απέθανε και το οποίον εις το μάθημα των θρησκευτικών βαθμολογείτο δια του 2, έγινε είς των μεγαλυτέρων πνευματικών της εποχής του.

Μετά από 22 ώρας αεροπορικού ταξιδιού επιστρέφων εκ της Αυστραλίας μεταβαίνει κατ’ ευθείαν εις την αγρυπνία εις τον Μητροπολιτικό Ναόν του Βελιγραδίου, έπειτα επί δύο ώρας επιδιορθώνει το ταλαιπωρημένο ράσο του, δια να ξεκινήσει, το πρωί κατά τας 6 μετά την τέλεση της θείας Λειτουργίας, δια την Μόσχα, όπου ο Ρώσος Πατριάρχης Αλέξιος Β΄ θα τον ερώτηση, εάν εν τω μεταξύ, πρόφθασε να επισκεφθεί την Ν. Ζηλανδία.

Ευρισκόμενος εις την Αμερική εις την Αποστολή δια την επιστροφή και επανένωση των αποσχισθεισών επαρχιών της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας εις την Αμερική με την μητρική Εκκλησία της Σερβίας, το θέρος του 1992, προτού αναχώρηση από το Λος Άντζελες δια το Σικάγο, η Αγιότης ο Πατριάρχης των Σέρβων Παύλος σήκωσε το ράσο του και εισήλθεν εις τα νερά του Ειρηνικού. Παρέμεινε εις την στάση αυτήν επ’ ολίγον ατενίζων εις το βάθος και το ύψος του ορίζοντος, οφθαλμοφανώς προσευχόμενος· έσκυψε και από τον βυθόν έλαβε δύο λευκά πετραδάκια, τα φίλησε και τα έβαλε εις την τσέπη του.

Έπειτα σημείωσε το σχήμα του Σταυρού εις το σώμα του και επορεύθη προς το αυτοκίνητο, το οποίον τον ανέμενε εις μικράν απόστασιν. Είς εκ των πρακτόρων του FΒΙ, οι οποίοι τον επέβλεπαν, πλησίασε, γονάτισε και ησπάσθη την χείρα του Σέρβου Πατριάρχου αναφωνών: «Να, ένας άγιος που περπατά στη γη»!

 

Τα ίδια λόγια την εποχή εκείνη θα ηδύναντο να ακουσθούν και εις την Σερβία υπό των ανθρώπων, οι οποίοι παρακολουθούν τας τελετουργίας του, αλλά και υπό όσων τον συναντούν εις τας οδούς του Βελιγραδίου, καθώς με το «μπαστουνάκι» του μετέβαινε εις την αγορά ή εις κάποιον σύναξιν ή εις κάποιον άλλην εργασίαν. Μακράν και δύσκολο οδόν διήλθε ο Γκόικο Στόιτσεβιτς, μετέπειτα μοναχός και ακολούθως Επίσκοπος Παύλος, έως ότου τον ονομάσουν ζώντα ακόμη εις την γην «άγιον». Εγεννήθη την ημέραν του εορτασμού της αποτομής της κεφαλής του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, 11 Σεπτεμβρίου (παλαιόν ημερολόγιο) το 1914 εις το χωρίον Κούτσαντασι της Σλαβονίας (σήμερον η περιοχή αυτή ανήκει εις την Κροατία οι Σέρβοι εδιώχθησαν εκείθεν το 1995 κατά τον πρόσφατο πόλεμον), όπου μετανάστευσαν οι γονείς του από την Νότιον Σερβία. Πολύ νέος ακόμη έμεινε ορφανός, πράγμα το οποίον δυσκόλευσε την ζωήν του ακόμη περισσότερον. «Πολύ ενωρίς έμεινα χωρίς γονείς», λέγει ο ίδιος, «ο πατήρ μου ειργάζετο εις την Αμερική, εκεί έπαθε φυματίωσιν και επέστρεψε εις το σπίτι μόνον πλέον, δια να αποθάνει. Η μήτηρ μου ήλθεν εις δεύτερον γάμο μετά εν έτος, ενώ ο αδελφός μου και εγώ μείναμε με την γιαγιά και την θείαν. Και η μήτηρ μου μετ’ ολίγον απέθανε. Δια τούτο η έννοια της μητρός εις εμέ είναι συνδεδεμένη με την θείαν. Ησθανόμην την άπειρον αγάπην της, εκείνη μου αναπλήρωσε την μητέρα, ώστε εγώ και τώρα σκέπτομαι ότι όταν αποθάνω, πρωτίστως θα συναντήσω την θείαν και ύστερα τους υπολοίπους». Ως παιδί ήτο, όπως διηγείται ο ίδιος, τόσον πολύ ασθενικός, ώστε κάποτε του άναψαν και κερί πιστεύοντες ότι πέθανε! Η θεία αντελήφθη ότι ο Γκόικο δεν ήτο δια αγροτικάς εργασίας και απεφασίσθη να τον στείλουν εις τον θείον, δια να απόκτηση μόρφωσιν. Αργότερον διηγείτο περί της εποχής αυτής: «Εις τα περίχωρα της πόλεως Τούζλα επεβιώσαμεν χάρις εις μίαν αγελάδα, την οποίαν είμεθα υποχρεωμένοι, εις βάρος σχεδόν του σχολείου και της μελέτης, να οδηγούμε εις την βοσκή. Ο θείος ήτο αυστηρός, αλλά δίκαιος. Όλα τα παιδιά του, μαζί και εγώ, μας μόρφωσε. Όλοι τελειώσαμε το Πανεπιστήμιο, μερικοί αποκτήσαμε και διδακτορικό». «Προτού αρχίσω το γυμνάσιο, με έστειλαν εις την μονήν Οραχόβιτσα, δια να προετοιμασθώ εκεί ολίγον… εκεί παρέμεινα επί ένα μήνα αλλά δεν ηδυνάμην να εννοώ τα πολλά εις τας Ακολουθίας. Είχα όμως την αίσθησιν των περασμένων αιώνων και των προγόνων, οι οποίοι προσηύχοντο εις τον χώρον αυτόν δια εμέ αύται αι προσευχαί ήσαν παρούσαι, όπως και οι αναστεναγμοί και αι χαραί των και τούτο εχαράχθη τόσον πολύ εις την μνήμην μου, δεν εφαντάσθην όμως, τότε ότι το μέλλον μου θα ήτο συνδεδεμένο με την Εκκλησίαν».

Τίποτε εις τον νεαρό Γκόικο δεν εμαρτύρει το εκκλησιαστικό μέλλον του, ούτε καν ο βαθμός του εις το μάθημα των θρησκευτικών! Αν και μεγάλωνε εις θρησκευόμενη οικογένεια και ήτο άριστος μαθητής, εις το μάθημα τούτο είχε βαθμό 2! «Ο καθηγητής μας ήτο κοντός, Σέρβος από την Ουγγαρία. Είχα ποικιλίαν διδασκάλων επί τόσα έτη, αλλά δι’ εμέ εκείνος έμεινε ο καλύτερος παιδαγωγός και διδάσκαλος. Μία διδακτική ύλη, όπως είναι η Δογματική, όλη εις ερωτήσεις και απαντήσεις, ήτο δυσκόλως κατανοητή εις την ηλικία εκείνη, όμως, εκείνος την δίδασκε τόσον καλώς, ώστε να μη έχομεν δυσκολίας. Ήτο καλός, αλλά πάρα πολύ αυστηρός άνθρωπος. Όταν με σήκωνε εις το μάθημα, εγώ τα είχα τελείως χαμένα, δεν ημπορούσα τίποτε να ειπώ, κάτι ψέλλιζα από εδώ και από εκεί και εκείνος στρεφόμενος εις εμέ έλεγε: κάθισε»! Όταν εκείνος ερωτά κάτι δυσκολότερων, εγώ τότε ευρίσκω την ευκαιρία να βελτιώσω την εντύπωση. Συνήθως λέγει: «Οποίος γνωρίζει, θα πάρη 2». Αν γνωρίζω, σηκώνω το χέρι και διορθώνω τον βαθμό μου. Αργότερον, όταν μεγάλωσα, έγινα περισσότερον ανεξάρτητος, δεν είχα πλέον «τρακ», αν και περισσότερον μου άρεσαν τα μαθήματα, δια τα οποία δεν απαιτείτο πολλή μνήμη, όπως είναι τα μαθηματικά και η φυσική. Υπερίσχυσε η επίδρασις των συγγενών μου, ώστε να εγγραφώ εις Ιερατική Σχολή, αν και παρέμεινε το ενδιαφέρον μου δια την φυσική, με την οποίαν θα ησχολούμην αργότερον, ιδιαιτέρως κατά τον ελεύθερόν μου χρόνον».

 

Την Θεολογική Σχολή ο Πατριάρχης τελείωσε στο Βελιγράδιον. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον ευρίσκει εις την γενέτειρά του Σλαβονίαν, από όπου, όπως και πολλοί άλλοι Σέρβοι, ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις την Σερβία. Εκ νέου ευρέθη εις το Βελιγράδιον, τώρα όμως πλέον ως πρόσφυξ. Δια να έχη τα προς τον ζην, ηναγκάσθη να δεχθεί να αναλάβει βαρείας εργασίας εις οικοδομάς.

Ο ίδιος διηγείται: «Όταν το 1941 κατέφυγα εις το Βελιγράδιον, ηργαζόμην εις τας οικοδομάς, εις τας αποβάθρας φορτοεκφορτώσεως των λιμένων… Εκείθεν και η παραμόρφωσης του αντίχειρός μου. Δεν ηδυνάμην να αντέξω αυτάς τας εργασίας. Την άνοιξη του 1942 ο συμμαθητής μου Ιερομόναχος Ελισαίος (Πόηοβιτς) με ωδήγησεν εις την Ιεράν μονην της Αγίας Τριάδος εις την Όβτσαρα Η μονή είχε καλά οικονομικά και ηδύνατο να συντήρηση και εμέ. Μου ανέθεσαν ελαφρότερες εργασίας. Έπειτα ηργαζόμην ως κατηχητής και παιδαγωγός εις την Μπάνια Κοβίλιατσα, εις το ίδρυμα των παιδιών προσφύγων από την Βοσνία. Μίαν ζεστή ημέραν του Αυγούστου το 1944 ημείς οι παιδαγωγοί οδηγήσαμεν τα παιδιά εις τον ποταμόν Δρίνα. Εδείξαμεν εις αυτά το σημείον μέχρι του οποίου θα ηδύναντο να προχωρήσουν εντός του ποταμού, όμως τα παιδιά είναι παιδιά! Βλέπω, λοιπόν, ένα παιδί να απομακρύνεται και να βυθίζεται εις τα νερά πατά εις τον βυθόν, εμφανίζεται εις την επιφάνεια, προσπαθεί να εισπνεύσει, άλλα δεν ημπορεί να έλθη προς την όχθη. Ζεστός και κάθιδρος όπως ήμουν, όρμισα προς το παιδί και το έβγαλα έξω. Αμέσως το δίπλωσα στα γόνατα μου και του «τις έβρεξα» λέγοντάς του: «Βρε, παιδάκι μου, από την Βοσνία εσώθης, η μάνα και ο πατέρας σου εφονεύθησαν και εσύ τώρα θέλεις να πνιγείς εμπρός μου; Πού είναι ο νους σου;». Αμέσως μετά ταύτα ασθένησα, είχα ψηλό πυρετό, επήγα δια εξετάσεις και μου είπαν: Φυματίωσις!». Η βαρεία ασθένεια, η οποία εκείνη την εποχή δεν άφηνε καμιάν ελπίδα σωτηρίας. Οι Ιατροί εις τον Γκόικο είπαν ότι του έμειναν μόνον τρεις μήνες ζωής. Τον ανέλαβαν οι μοναχοί εις την Ιεράν Μονήν Βούγιαν, αλλά του συνέστησαν να μη εισέρχεται εις τον ναό κατά την ώραν των ακολουθιών και της θείας Λειτουργίας, να μη τρώγει μαζί με την αδελφότητα και να αποφεύγει αποιανδήποτε επαφή με τους άλλους, ώστε να μη τους μεταδώσει το νόσημα. Όταν οι μοναχοί τελείωναν τας Ακολουθίας, τότε εκείνος εισήρχετο εις τον ναόν και προσηύχετο λουόμενος εις τα δάκρυα. Εις την Ιεράν Μονήν ήρχοντο στρατιώται διαφόρων στρατών. Ήλεγχαν και το κελί του Γκόικο. Αν και προφανώς εξηντλημένος και άρρωστος, εις όλους ήτο ύποπτος. Όταν, όμως, επληροφορούντο ότι έπασχε από φυματίωσιν, έφευγαν κλείνοντας ταχέως την θύραν.

 

Ο Γκόικο δεν έχασε το ηθικόν του. Με προσευχήν πολέμησε την ασθένειαν. Και τότε, ως εκ θαύματος, ήρχισαν να εμφανίζονται τα σημεία της θεραπείας. Τούτο ήτο ευκαιρία, μόνος εις το κελί του, να αναλογίζεται τα του μέλλοντος. Προηγουμένως είχε πρόγραμμα την ζωήν του εγγάμου ιερέως. Τώρα, όμως, μετά από την παρέλευσιν της νόσου, κατάλαβε ότι το πρόγραμμα δεν ήταν πλέον δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Βλέπων εκ του πλησίον την ζωήν των μοναχών ηθέλησε και ο ίδιος να κόρη μοναχός.

Ως δείγμα της ευγνωμοσύνης του προς την Ιεράν Μονην όπου εθεραπεύθη, ο ήδη δόκιμος μοναχός Ρόϊκο, με το μαχαιρίδιον σκάλισε εις το ξύλον τον Σταυρόν και την σταύρωσιν του Κυρίου. Εις την οπίσθια όψιν του Σταυρού χάραξε τα λόγια (σλαβονιστί): «Εις την μονήν Βούγιαν δια την θεραπεία μου προσφέρω ο δούλος του Θεού Γκόικο». Αυτός ο Σταυρός σήμερον είναι από τα συχνότερο ενθυμούμενα κειμήλια του θησαυροφυλακίου της Μονής.

Ύστερα από τα έτη της ζωής του ως δοκίμου εις την Ιεράν Μονην Βούγιαν εκάρη μοναχός εις την Ιεράν Μονήν του ευαγγελισμού το 1948. Του εδόθη το όνομα Παύλος. Το όνομα, το οποίον με κάθε τρόπον θα προσπαθήσει να τίμηση ακολουθών την Απόοστολικήν οδόν και τα λόγια εκείνου από τον οποίον το έλαβε, του Αποστόλου Παύλου. Από το 1949 έως το 1955, εις την εποχή του μεγάλου αγώνος της κομμουνιστικής εξουσίας εναντίον ήδη της βαθέως δοκιμαζόμενης Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανήκει εις την αδελφότητα της μονής Ράτσια. «Όσον χρόνον ήμουν στη ράτσια», θα σημειώση αργότερα σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενον, «εις την μονήν δεν είμεθα χωριστά από τον λαόν και ούτως πληροφορούμεθα το τι συνέβαινε εις τον κόσμον και εις ποίαν εποχή ζώμεν. Τας εσωτερικάς μας ανησυχίας και αγωνίας εζεύξαμεν εις το άρμα των καθημερινών μας διακονιών, τας οποίας δεν προεφθάναμεν να διεκπεραιώσωμεν έως το βράδυ. Κάποτε ελαμβάναμεν μόνον ένα κομμάτι ψωμί και όλην την ημέραν εργαζόμεθα εις τους αγρούς. Επεβλέπαμεν τα ζώα της Μονής, μεταφέραμε τα ξύλα από το δάσος. Επί εν χρονικό διάστημα ειργαζόμην στον νερόμυλο της Μονής. Είχαμεν την ανυπομονησία το Εσπέρας μετά την εργασίαν να συγκεντρωθώμεν όχι δια ανάπαυσιν αλλά δια προσευχήν. Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα μακαριστή, από την στιγμήν, κατά την οποίαν ο κουρασμένος άνθρωπος προσεύχεται εν ταπεινώσει. Τότε όλος ο άνθρωπος μεταμορφούται ουσιωδώς εις κατάστασιν προσευχής: Να σωθώμεν ως λαός και ως άτομα. Πρέπει να υπηρετώμεν τον Θεόν, εσκεπτόμεθα, όποιος και να κυβερνά. Και τούτο δια ημάς απετέλει το βαθύτερο νόημα του μοναχικού βίου».

 

Εν το μεταξύ ο Ιεροδιάκονος Παύλος το έτος 1950 - 51 διετέλεσε λέκτωρ εις την Ιερατική Σχολή εις το Πρίζρεν (την οποίαν κατέστρεψαν και έκαψαν Αλβανοί τον Μάρτιον του 2004 εις το Κόσσοβο υπό τα όμματα τών στρατιωτών του ΝΑΤΟ)… Ως ιερομόναχος εκάρη το 1954. Το αυτό έτος έλαβε την διάκρισιν του πρωτοσύγκελου. Το 1957 γίνεται αρχιμανδρίτης. Τας μεταπτυχιακός σπουδές εις την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών παρακολούθησε κατά το διάστημα από το 1955 έως 1957. Εν συνεχεία εκλέγεται εις τον επισκοπικό θρόνο Ράσκας και Πρίζρεν (Κόσσοβο). Εις το Κόσσοβο και τα Μετόχια εις την περιοχή της Ράσκας, εις τον επισκοπικό αυτόν θρόνο θα υπηρέτηση σχεδόν 34 χρόνια. Την εποχή εκείνη, όταν εγίνοντο πολλά κατά της Εκκλησίας με την συγκατάθεσιν του Κράτους, ηναγκάσθη να αντιστέκεται εις διαφόρους επιθέσεις: με την καθαράν προσευχήν, με την συνετή καθοδήγησιν και τας κραυγαλέας προσκλήσεις. Την Ιεράν Σύνοδο της Σερβικής Εκκλησίας και το Κράτος ενημέρωνε συνεχώς ως προς τας επιθέσεις, αι οποίαι ελάμβαναν χωράν κατά των Σέρβων και κατά της περιουσίας της Σερβικής Εκκλησίας εις το Κόσσοβο και τα Μετόχια. «Ελάμβανα τας προειδοποιήσεις να προσέχω τας τακτικάς αναφοράς μου προς την Σύνοδο, διότι αύται έφθασαν και εις τας χείρας της κρατικής εξουσίας, καθώς ήτο ολοένα και σαφέστερο ότι κάπου είχεν ήδη αποφασισθεί να μη είναι πλέον σερβικό το Κόσσοβο», θα σημειώση ο Πατριάρχης αργότερον.

 

Και ο ίδιος συχνά προσωπικώς εγίνετο θύμα. Καθ’ οδόν εγίνετο αντικείμενο προπηλακισμών, ύβρεων, βασανισμών. Εις τα λεωφορεία τον εδίωκαν βιαίως. Εις στάση λεωφορείου εις το Πρίζρεν κάποιος Αλβανός τον ράπισε με λύσσα χωρίς αιτία. Λόγω της βιαιότητας του ραπίσματος, το καλυμμαύκι και ο Επίσκοπος επήγαν εις αντίθετο κατεύθυνσιν! Ο αρχιερεύς εσηκώθη, επήρε το καλυμμαύκι, το έβαλε εις την κεφαλήν, με οίκτον κοίταζε τον επιτεθέντα και συνέχισε τον δρόμο του. Από το Πρίζρεν μέχρι το Βελιγράδι ταξίδευε πολλάκις εις τα βαγόνια με παράθυρα χωρίς κρύσταλλα, όπου το χιόνι σκέπαζε τα καθίσματα. Υπέφερε τα πάντα, χωρίς γογγυσμόν, φροντίζων πολύ περισσότερον δια την επαρχία του και τους άλλους, παρά δια τον εαυτόν του. «Αυτόν τον επίσκοπο και πολύ μορφωμένο θεολόγο», σημείωσε ο γνωστός Ιστορικός της Τέχνης Ζ. Σ., «τον βλέπαμε πως από την σκαλωσιά, που σου σπάει τον λαιμό, επιδιόρθωνε τας στέγες των ναών ή τα κονάκια των μοναχών, ενώ στην έδρα της επαρχίας του δεν έχει αρχιεπισκοπικό μέγαρο, αλλά ένα κελί, χωρίς τηλέφωνο και χωρίς προσωπικό γραμματέα, μόνον με την γραφομηχανή εις το γραφείο, όπου ο ίδιος συντάσσει τας εκθέσεις, αναφοράς και επιστολάς γράφων εις το φθηνότερο χαρτί της αγοράς! Παντού υπάρχουν πλήθος ποιμαντικών απαντήσεων εις τας ερωτήσεις των πιστών: από τα πλέον απλά και πρακτικά θέματα μέχρι των πλέον πολύπλοκων και πνευματικών…». Ιδιαιτέρα φροντίδα έδειχνε δια την Ιερατική Σχολή του Πρίζρεν, όπου ενίοτε έκαμνε διαλέξεις. Εκεί επεσκέπτετο συχνά τους μαθητάς ενδιαφερόμενος δια το ποίον εις τι θα βοηθήσει. Τας νύκτας σκέπαζε τους μαθητάς εις τον ύπνον των! Πολλούς αιφνιδίασε το ότι ο Επίσκοπος Παύλος εξελέγη εις τον Πατριαρχικό θρόνο. Έως τότε δεν είχε προβληθεί από τα ΜΜΕ και δια το κοινόν (αλλά και μεταξύ των υπολοίπων Επισκόπων) δεν ήτο ο κύριος υποψήφιος δια την έδρα του πρώτου Ιεράρχου.

 

Εις την συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας δια την εκλογή Πατριάρχου (1. 12. 1990), συμφώνως προς το σύνταγμα της Εκκλησίας της Σερβίας, έπρεπε οι εκλέκτορες Επίσκοποι να «σταυρώσουν» τρεις υποψηφίους, οι οποίοι όφειλαν να συγκεντρώσουν το ελάχιστον 13 ψήφους. Εις τον α’ γύρο εξελέγησαν μόνον δύο.

Ο τρίτος, ο Επίσκοπος Παύλος, λόγω ανεπαρκείας ψήφων (11) παρέμεινε εκτός και μόνον εις τον 9ον γύρο εξελέγη δια 20 ψήφων και εισήλθεν εις την τριάδα των υποψηφίων.

Ακολούθησε η τελική φάσις της εκλογής δια κλήρου, δηλαδή δια του Αποστολικού τρόπου: ο ηγούμενος της μονής Τρόνοσσα κατόπιν προσευχής εξάγει εκ του βιβλίου του ευαγγελίου τρεις σφραγισμένους φακέλους με τα ονόματα των τριών υποψηφίων, τους ανακατεύει και λαμβάνει τον ένα, τον οποίον και παραδίδει εις τον προεδρεύοντα, τον μεγαλύτερον αρχιερέα, ο οποίος ιστάμενος προ της Ωραίας Πύλης δεικνύει τον σφραγισμένο φάκελο, τον ανοίγει και ανακοινώνει: «ο Αρχιεπίσκοπος του Πεκίου, ο μητροπολίτης του Βελιγραδίου και των Κάρλοβτσι και ο Πατριάρχης της Σερβίας είναι ο Επίσκοπος της Ράσκας και του Πρίζρεν Παύλος!».

Σχολιάζων, μετά 15 έτη από της εκλογής, ο μητροπολίτης Μαυροβουνίου κ. Αμφιλόχιος το γεγονός, έγραφε: «Ο μοναδικός άνθρωπος, ο οποίος δεν ήθελε πράγματι να γίνει Πατριάρχης, ήταν ο Πατριάρχης Παύλος!».

Μετά την εκλογή ο Πατριάρχης Παύλος απευθυνόμενος εις την Ιεράν Σύνοδο θα πει: «Αι δυνάμεις μου είναι μικραί και σεις το γνωρίζετε. Εγώ εις αυτάς δεν ελπίζω. Ελπίζω εις την βοήθειάν σας και, επαναλαμβάνω εις την βοήθειαν του Θεού, με την οποίαν Εκείνος μέχρι σήμερον με υπεστήριζεν. Ας είναι προς δόξαν Θεού και προς όφελος της Εκκλησίας του και του δοκιμασμένου λάου μας εις αυτούς τους δύσκολους καιρούς».

Την επομένη ημέραν της ενθρονίσεως εις τον μητροπολιτικό ναό ανακοίνωνε το ολιγόλογο πρόγραμμά του: «Ανερχόμενος ως 44ος Πατριάρχης Σερβίας εις τον θρόνο του Αγίου Σάββα δεν έχω κανένα δικό μου πρόγραμμα δια το πατριαρχικό έργον. Το πρόγραμμά μου είναι το ευαγγέλιον του Χριστού η καλή αυτή αγγελία περί του Θεού μεθ’ ημών και της Βασιλείας Του εντός ημών εφ’ όσον με την πίστιν και την αγάπην Τον δεχθούμεν».

Ανέλαβε τα πατριαρχικά του καθήκοντα εις μίαν των δυσκολότερων περιόδων της σερβικής ιστορίας: στον καιρόν των πολέμων, των πιέσεων και εκβιασμών των ισχυρών του κόσμου, των εσωτερικών αναταραχών και της ανέχειας, εις τον καιρόν της αμφισβητήσεως των ιερών και οσίων.

Αντεστάθη εις το κακόν από όπου και αν ήρχετο, προσκαλών να συνετισθούν και οι συμπατριώται και οι ξένοι. Τονίζει ότι: «Υπό τον ήλιον υπάρχει αρκετός χώρος δια όλους» και ότι: «την ειρήνη χρειάζονται ομοίως όλοι οι άνθρωποι, όπως ημείς και ο εχθροί μας». Πολλάκις αναφέρει χωρία από εν δημοτικό σερβικό ποίημα, όπου λέγεται: «Καλύτερον είναι να χάσωμεν το κεφάλι μας, παρά να χάσωμεν την ψυχήν μας». Με τους εξής λόγους διδάσκει ότι «έχομεν υποχρέωσιν και εις την πλέον δύσκολο κατάστασιν να συμπεριφερώμεθα ως άνθρωποι και δεν υπάρχει συμφέρον ούτε εθνικό ούτε προσωπικό, το οποίον θα ημπορούσε να αποτελεί δικαιολογία του να μη είμεθα άνθρωποι».

Αυτοί οι συνεχώς επαναλαμβανόμενοι λόγοι του «να είμεθα άνθρωποι», γέμισαν τα αυτιά ακόμη και των μικρών παιδιών, τα οποία χαϊδευτικώς τον ονομάζουν «Ο Παύλος-Παύλος - Να Είμεθα άνθρωποι». Όλοι άκουσαν τους λόγους αυτούς, όμως πολλοί δεν ηθέλησαν να υπακούσουν. Μεταξύ αυτών και εκείνοι, οι οποίοι εις την γενέτειρά του (σημερινή Κροατία), κατά την διάρκεια του πολέμου του ‘90, κατεδάφισαν τον Ορθόδοξο ναόν μόνον και μόνον επειδή εις αυτόν εβαπτίσθη ο Πατριάρχης των Σέρβων! Τούτο συνέβη, ενώ εις ακτίνα 40 χιλιομέτρων από τον ναόν δεν εγίνοντο καν μάχες.

Ο Πατριάρχης Παύλος είναι ακούραστος εις την τέλεσιν των ποιμαντικών καθηκόντων του. Ούτω κατά το παρελθόν φθινόπωρο, εις τα 91 έτη του, απεφάσισε να επισκεφθεί την Αυστραλία μεταξύ των άλλων και δια να αγιάση την έκτασιν των 87 εκταρίων, τα οποία αγόρασε η Σερβική Εκκλησία, δια να κτιστή εκεί το κολλέγιον «Άγιος Σάββας», όπου μαζί με τα Σερβόπουλα, θα διδάσκονται και Ρωσσόπουλα, Ελληνόπουλα κ. λπ.

Μερικοί Επίσκοποι προσεπάθησαν να τον αποτρέψουν λέγοντες ότι ταξίδι τόσης διαρκείας είναι πέραν της αντοχής του. Ο Πατριάρχης αντέλεγε: «Δι’ εμέ δεν είναι δύσκολο, αλλά πώς θα τα καταφέρουν αυτοί (η συνοδεία);».

Επήγε εις την Αυστραλία προσπαθών την δύο εβδομάδων επίσκεψιν να την κάνη ιεραποστολικώς όσον περιεκτικωτέραν εγίνετο. Όταν επέστρεψε εις το Βελιγράδιον, κατ’ ευθείαν πήγε εις την αγρυπνία, αν και με το αεροπλάνο ταξίδευε επί 22 ώρας και αμέσως το πρωί ξεκίνησε δια την Μόσχα.

Γνωρίζων όλα αυτά ο φιλοξενών αυτόν Πατριάρχης της Ρωσίας Αλέξιος Β΄ αστειευόμενος τον ρώτησε:

«Αγιότατε, πήγατε τόσον μακρύ ταξίδι, φθάσατε και ως εδώ, μήπως τυχόν προφθάσατε να επισκεφθείτε και την Νέαν Ζηλανδία, επειδή και εκεί υπάρχει ο Ορθόδοξος κόσμος μας; …».

«Αγιότατε, αυτήν την φοράν δεν το έκανα, αλλά βεβαίως θα το κάνω εντός των επομένων 90 ετών!».

Ο Πατριάρχης Παύλος, παρά τας πολλάς υποχρεώσεις του, ζη και γνήσιο μοναχικό βίον. Κάθε πρωί εις το παρεκκλήσιο του Πατριαρχείου λειτουργεί και κοινωνεί και κάθε βράδυ είναι παρών εις τον Μητροπολιτικό ναό κατά την εσπερινή ακολουθία.

Προτού τέλεση την θείαν Λειτουργία, δεν αναχωρεί δια κανένα σκοπό.

Με την πορείαν της ζωής του, αρχίζοντας από τον τόπον της γεννήσεώς του και τους τόπους της μορφώσεώς του έως εκείνους όπου υπηρετεί, έγινε έν ενωτικό σύμβολο της Σερβικής Εκκλησίας. Επίσης, κατά την ζωήν του και κατά τον ρόλο του εις τον Ορθόδοξο κόσμον, εκείνος είναι και έν των συμβόλων της ενότητας της οικουμενικής Ορθοδοξίας.

Όσον κάποτε, κατά τα έτη των προσφάτων πολέμων» από το διαμέρισμά του εις το Πατριαρχικό μέγαρο είδεν εις τον δρόμο μίαν ομάδα προσφύγων να βρέχονται, κατέβει και ήνοιξεν την μεγάλην από ξύλον βελανιδιάς θύραν του Πατριαρχείου και τους κάλεσε να εισέλθουν, δια να προστατευθούν από την βροχή. Όταν οι συνεργάται του έκαναν παρατήρησιν ότι υπήρχε και πιθανότητα να εισέλθει και κάποιος μη καλοπροαίρετος, (εις τον πόλεμο ήσαν), τους απήντησε: «Πώς μπορούσα εγώ να κοιμούμαι εκεί επάνω στα ζεστά, ενώ τα παιδιά αυτά να βρέχονται έξω;».

Και οι εξής συγκλονιστικοί λόγοι είναι ιδικοί του: «Εάν ηδυνάμην να προφθάσω, ο αναστάς Θεός είναι μάρτυς μου, θα εστεκόμην ενώπιον των ναών, των νοσοκομείων και ενώπιον των πολυτελών χώρων δια τας δεξιώσεις και τας επιδείξεις μόδας και προσωπικώς θα ζήτουν ελεημοσύνη δια τα δοκιμαζόμενα αδέλφια και παιδιά μας. Ο κάθε εξ ημών θα έπρεπε, με ενεργό τρόπον, να εντροπιάση όλας εκείνας τας επιδεικτικάς πλεονεξίας, αι οποίαι υπάρχουν εις τόσους δημοσίους χώρους και όχι μόνον απλώς να σκανδαλιζόμεθα και να απελπιζώμεθα, επειδή η αναισχυντία κυριάρχησε γύρω μας».

Ο Πατριάρχης φροντίζει ο ίδιος τον εαυτόν του εις όλας τας ανάγκας του: μόνος του ετοιμάζει το φαγητό του, καθώς η διατροφή του, καθ’ όλον το έτος, είναι σχεδόν νηστίσιμος -συνήθως τρώγει τα βραστά λαχανικά, το λάδι το προσθέτει μόνον κατά τας εορτές, σπανιότατα τρώγει ολίγον ψάρι, το κρέας ποτέ. Το αγαπημένο του ρόφημα είναι ο χυμός ντομάτας, καθώς η τροφή της αρεσκείας του είναι η τσουκνίδα. Όταν δεν νηστεύει, του αρέσουν τα γαλακτοκομικά. Τα ενδύματά του τα ράπτει, επιδιορθώνει και πλένει ο ίδιος. Όπως διορθώνει και συντηρεί και τα υποδήματά του.

Εκτός αυτού προσέχει και το τι γίνεται γύρω του. Εις το Πατριαρχείον επιθεωρεί και φροντίζει όλα να λειτουργούν όσον καλύτερα γίνεται. Όταν τελειώση το ωράριον της εργασίας και όλοι έχουν αναχωρήσει, τότε ο Πατριάρχης έρχεται να σβήσει τα φώτα, τα οποία λησμόνησαν οι εργαζόμενοι.

Δημιουργία αρχείου: 23-11-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 23-11-2009.

ΕΠΑΝΩ