Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Συναξαριστής

 

Από τή ζωή τού Αγίου νέου Οσιομάρτυρος Ιακώβου

(Μαρτύρησε με τους δύο μαθητές του τελειωθείς δι' αγχόνης από τους Αγαρηνούς, στην Ανδριανούπολη την 1η Νοεμβρίου 1520)

Εορτάζεται: 1 Νοεμβρίου

 

Πώς είδε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και τους λειτουργούς

Μια μέρα πήγε στις Καρυές με τον μαθητή του για να δει κάποιους γνωστούς του, και καθώς ήρθε η ώρα της Λειτουργίας μπήκε μέσα στην Εκκλησία, και, σταθείς σε ένα μέρος παρατηρούσε προσεκτικά με το διορατικό του χάρισμα προς τα βημόθυρα.  Και χαμογελώντας με θαυμασμό, κάτι σιγομουρμούριζε στον εαυτό του, ο δε μαθητής του τον έβλεπε.  Όταν τελείωσε η Λειτουργία, του ζήτησε ο μαθητής του να του πει τι έβλεπε μέσα στην Εκκλησία.  Μετά από πολλές παρακλήσεις του, ο Όσιος δέχθηκε να του διηγηθεί όσα είδε, και του λέει:

«Καθώς άρχισε ο ιερέας, τέκνο μου Μαρκιανέ, να ντύνεται την ιερατική στολή για να λειτουργήσει, ήλθε μπροστά του το φως των Αγγέλων, σαν εκείνο που εμφανίζεται την αυγή, πριν ανατείλει ο ήλιος. Όταν δε άρχισε να προσκομίζει, πήγαν οι Άγγελοι στους χορούς της Εκκλησίας και στάθηκαν, ένα-ένα τάγμα, στα τέσσερα μέρη της Εκκλησίας.  Αφού τελείωσε την προσκομιδή ο Ιερέας και σκέπασε τα Τίμια Δώρα με τα άγια καλύμματα, φως πολύ τα σκέπασε αυτά, διότι τα αισθητά καλύμματα φανερώνουν το νοητό φως, το οποίο σκεπάζει τα Άγια.  Όταν δε ήλθε η ώρα της μεγάλης Εισόδου και εξήλθε ο Ιερέας με τα Άγια, ερχόταν το φως από μπροστά και σκέπαζε τον λαό. Όταν επέστρεψε ο Ιερέας στο Άγιο Βήμα και έβαλε τα Άγια επάνω στην Αγία Τράπεζα, το φως εκείνο την περικύκλωσε, όπως τον γύρο της Σελήνης. Στην δε μέση εκείνου του γύρου βρισκόταν ο Ιερέας με τα Άγια Δώρα, και έξω από τον κύκλο αυτό στέκονταν οι Άγιοι Άγγελοι με πολλή ευλάβεια και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν καθόλου.»

Λέγοντας αυτά ο Άγιος, θυμήθηκε ο Μαρκιανός τον λόγο του Αποστόλου Πέτρου: «Εις ά επιθυμούσιν Άγγελοι παρακύψαι» (Α’ Πέτρ. Α’12).  Ο δε Όσιος συνέχισε, λέγοντας:

«Ενώ λοιπόν, τέκνο μου, οι Άγγελοι με τόσο φόβο και τρόμο στέκονταν γύρω από εκείνο το θείο φως, ο Ιερέας φαινόταν νοητά ολόκληρος δεμένος, και μαύρος στην όψη, σφιγγόμενος με τα σχοινιά των αμαρτιών του, και δυσωδία εξήρχετο από αυτόν, ώστε οι Άγγελοι απέστρεφαν το πρόσωπό τους από την δυσωδία εκείνη, επειδή αναξίως υπηρετούσε τα θεία ο άθλιος!»

Αφού τα άκουσε αυτά ο μαθητής του Οσίου, τον ρώτησε και πάλι, λέγοντας:

«Σε παρακαλώ, Πάτερ μου, πες μου:  ο καθαρός Ιερεύς, όταν λειτουργεί, πώς φαίνεται;»

Ο δε Όσιος του είπε:

«Από τον καθαρό Ιερέα δεν φεύγει το φως, καθώς σου προείπα, αλλά γίνεται ένα με αυτόν και γίνεται ο Ιερέας όλος φως, ομοίως και η στολή του. Και από το στόμα του εξέρχεται λαμπάδα φωτός, όταν λέγει το Ευαγγέλιο και τις Ευχές. Ομοίως και όταν ανυψώνει τα χέρια του, λαμπάδες φωτός εξέρχονται από τα δάχτυλά του.

Αυτά γίνονται στους άξιους ιερείς, ω τέκνο μου. Στους δε ανάξιους, καθώς άκουσες προηγουμένως.»

Κατά δε την ώρα την ώρα της θυσίας, όταν δηλαδή τελείωσαν τα Άγια και τα ευλόγησε αυτά σταυροειδώς ο Ιερέας, είδε και κάτι άλλο, θαυμασιώτερο ο Όσιος, και λέγει στον μαθητή του:

«Είδα τον Κύριο, τέκνο μου, καθισμένο πάνω στο δίσκο μέσα σε φως. Και εκείνο το φως ήταν με πολλούς οφθαλμούς. Καθώς δε Τον εμέλιζε ο Ιερέας σε τέσσερα μέρη, είδα να χύνεται το Τίμιο Αίμα Του στο Ποτήριον από το οποίο μετέλαβε ο Ιερέας. Όταν δε ετελείωσε η Θεία Λειτουργία, είδα πάλι το Βρέφος, ακέραιο, μαζί με τους Αγγέλους, να ανεβαίνει με δόξα στον ουρανό.»

Ρώτησε πάλι ο μαθητής τον Όσιο, λέγοντας:

«Για ποια αιτία, Πάτερ μου, δεν αποστρέφεται η Χάρις τους αναξίους Ιερείς;»

Και ο Όσιος του λέγει:

«Για την πίστη του λαού.  Διότι δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι ποιος είναι άξιος και ποιος ανάξιος. Και για τούτο, αφού έχουν πίστη σε όλους τους ιερείς, βλέπων δε ο Θεός την πίστη του λαού, στέλνει την Χάρη Του και στους ανάξιους, διότι θα έμεναν οι άνθρωποι αβάπτιστοι και αμετάδοτοι, αν η Χάρις δεν ερχόταν στους ανάξιους Ιερείς.  Ο δε Ιερέας, ο οποίος αναξίως λειτουργεί, αν δεν μετανοήσει και δεν κάνει τελεία αποχή της λειτουργίας, δεν θα βρει έλεος από τον Θεό, αλλά, μαζί με τους παρανόμους Εβραίους, οι οποίοι σταύρωσαν τον Χριστό, θα σταλεί και εκείνος κατά την ημέρα εκείνη της Κρίσεως στο πυρ το άσβεστο, ως καταφρονητής των θείων Μυστηρίων.  Αν όμως μετανοήσει και κάμει παραίτηση, πηγαίνει με τους αξίους στην Βασιλεία του Θεού, χάρη στην άφατη φιλανθρωπία Του.»

Ακούγοντας όλα αυτά ο μαθητής του Οσίου, ευχαρίστησε τον Θεό, διότι τον αξίωσε να γίνει υποτακτικός ενός τέτοιου Γέροντα κατά τους υστερνούς αυτούς καιρούς, και θαύμαζε για το διορατικό του χάρισμα και την εκ Θεού δοσμένη σ’ αυτόν σοφία.  Ο δε Ιερέας, για τον οποίον είπαμε, εξομολογήθηκε την ίδια ώρα στον Όσιο, ο οποίος τον εκώλυσε να μην λειτουργήσει πλέον, διότι δεν βρέθηκε άξιος κατά την εξομολόγησή του, καθώς αναφέραμε πιο πάνω.

 

Ο Ιερέας που χάρισε τα υπάρχοντά του

Κάποιος άλλος πάλι Ιερέας, Γρηγόριος το όνομα, είχε ολίγα χρήματα τα οποία, αφού τον συμβούλεψε ο Όσιος, τον έπεισε να τα μοιράσει στους φτωχούς.  Αλλά όταν τα μοίρασε, μετανόησε για αυτό που έκανε, και δεν μπορούσε να ειρηνεύσει.  Γι’ αυτό, λέγει στον Όσιο:

«Η συνείδησή μου λέει πως κακώς το έκανα και σκόρπισα τα χρήματά μου, ξεγελασμένος από τα λόγια σου.»

Και ο Όσιος του είπε:

«Αν δεν πιστεύεις στα δικά μου λόγια, τουλάχιστον πίστεψε στα λόγια του Ευαγγελίου, διότι ο Κύριος λέγει: ‘είναι δύσκολο ο πλούσιος να πάει στην Βασιλεία των Ουρανών’, όπως και εσύ ο ίδιος το διαβάζεις.»

Και εκείνος λέγει στον Όσιο:

«Δεν είμαι βέβαιος, αν οι λόγοι σου είναι αληθινοί, αν δεν δω κάποιο σημάδι από σένα.»

Και ο Όσιος του λέγει:

«Και τι σημάδι ζητάς από μένα;»  (Σημειωτέον πως ήταν καιρός θέρους και αβροχία).

«Να δεηθείς του Θεού να βρέξει.»

Και ο Όσιος του είπε:

«Περίμενε λιγάκι, μέχρι να πάω στο κελλί μου.»

Τότε λέγει ο Ιερέας:

«Όχι,  αλλά τώρα αμέσως θέλω να γίνει αυτό.»

Τότε με παράδειγμα του είπε ο Όσιος:

«Αν ένας επίγειος βασιλιάς στείλει κάποιον δούλο Του σε υπηρεσία, και εκείνος κάνει αυτό που θα τον προστάξει, όταν επιστρέψει, δεν ζητά αμέσως κάποιο χάρισμα από τον βασιλιά, αλλά πρώτα πηγαίνει στο σπίτι του και αλλάζει την στολή του, ύστερα δε, έρχεται μπροστά στον βασιλιά και λαμβάνει το χάρισμα.»

«Γι’ αυτό και εμείς πρέπει πρώτα να παρασταθούμε στον επουράνιο Βασιλέα, και τότε να ζητήσουμε αυτό, το οποίο θέλεις!»

Και λέγοντας αυτά, πήγε στο κελλί του. Την δε άλλη μέρα – ω των θαυμασίων Σου, Κύριε! – Μεγάλη βροχή έπεσε, και όσοι το είδαν, εδόξασαν τον Θεόν.

Δημιουργία αρχείου: 11-2-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 11-2-2012.