Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Θεολογικά

Χριστιανική Δογματική * Περί της εμπειρίας της Θέωσης * Η Θεολογία είναι μυστήριο * Θεοπτία - θεολογία των θεουμένων * Περί τής Θεολογίας: Μια εμπειρική επιστήμη

Οι εμπειρικοί θεολόγοι

και οι στοχαζόμενοι διανοητές

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 347 - Ιούνιος 2025.

Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr

Βλέπω τον τρόπο με τον οποίο θεολογούν οι εμπειρικοί θεολόγοι (οι άγιοι) και τον τρόπο με τον οποίο θεολογούν οι φιλοσοφούντες στοχαστές και καταλαβαίνω την μεγάλη διαφορά μεταξύ τους. Εμπειρικοί θεολόγοι είναι οι θεόπτες άγιοι (Προφήτες, Απόστολοι, Άγιοι), ενώ οι στοχαζόμενοι θεολόγοι είναι όσοι διανοούνται πάνω σε δογματικά θέματα που αναφέρονται στον Θεό, την Υπεραγία Θεοτόκο, τους Αγίους. Και έτσι υφίσταται χαώδης η διαφορά.

Θα αναφέρω δύο παραδείγματα, που θα το καταστήσω αυτό εμφανές, και αναφέρονται στον τρόπο που θεολόγησαν οι Πατέρες στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο σε αντίθεση με τον φιλοσοφούντα Άρειο.

 

1. Εμπειρικοί θεολόγοι

άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Ευαγγελιστής τής αγάπης, ο ηγαπημένος μαθητής τού Χριστού, βρέθηκε στο όρος Θαβώρ, είδε την δόξα τού Χριστού, στην συνέχεια τον ακολούθησε στον Γολγοθά, τον είδε Αναστάντα, έλαβε το Άγιον Πνεύμα την ημέρα τής Πεντηκοστής.

Στην αρχή τού Ευαγγελίου του ομιλεί για τον Λόγο τού Θεού, που είναι Θεός αληθινός. Γράφει: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Πάντα δι αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν. εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως τών ανθρώπων. και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. α΄, 1-5). Η μαρτυρία του είναι σαφέστατη. Ο Λόγος τού Θεού υπήρχε πάντοτε ενωμένος με τον Πατέρα Του και είναι Θεός, όλα τα κτίσματα έγιναν δι’ αυτού και αυτός είναι η ζωή και το Φως τών ανθρώπων. Ο Θεός Λόγος είναι Θεός και αποκαλύπτεται στους ανθρώπους ως Φως.

Συνεχίζει: «Ην το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον. Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α΄, 9-12).

Ο Θεός Λόγος είναι Φως και φωτίζει τους ανθρώπους. Γράφει στην συνέχεια ότι ο Χριστός είναι Λόγος τού Θεού και Φως, διότι ο ίδιος είδε να προχέεται από τον Χριστό αυτό το θείο Φως, που είναι Φως τής Θεότητος, και όσοι ενώνονται μαζί του γίνονται τέκνα Θεού. Προχωρεί: «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν. και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. α΄, 14). Ο Θεός Λόγος που ήταν και είναι πάντοτε ενωμένος με τον Θεό Πατέρα ενηνθρώπησε και είδαμε την δόξα Του, το Φως τής θεότητός Του.

«Και εκ τού πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος» (Ιω. α΄, 16). Η ένωση με τον Θεό είναι Θεοπτία και αυτή η ένωση δίδει στον άνθρωπο Χάρη, θεία ενέργεια, και είναι και εκείνος κατά Χάρη θεός. Άλλος μαθητής τού Χριστού, ο Απόστολος Πέτρος, ο οποίος μαζί με τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη παρευρέθηκε στο μεγάλο γεγονός τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού στο Όρος Θαβώρ, βεβαιώνει ότι έγινε επόπτης τής «μεγαλειότητος τού Θεού» και αυτό το εμπειρικό γεγονός το αντιπαραβάλλει στους «σεσοφισμένους μύθους» τών φιλοσόφων. Γράφει:

«Ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ επόπται γενηθέντες τής εκείνου μεγαλειότητος. Λαβών γαρ παρά Θεού Πατρός τιμήν και δόξαν φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάσδε υπό τής μεγαλοπρεπούς δόξης, ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εις ον εγώ ευδόκησα, και ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, συν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω. και έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον, ω καλώς ποιείτε προσέχοντες ως λύχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ τόπω, έως ού ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (Β΄ Πέτρ. α΄, 16-19). Και αυτός ο αποστολικός λόγος προσδιορίζει ασφαλώς τι είναι η ορθόδοξη θεολογία, αφού «υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι (Β΄ Πέτρ. α΄, 21).

 

2. Στοχαζόμενοι διανοητές

Αυτή είναι η ορθόδοξη εμπειρική θεολογία, όπως καταγράφηκε στο Σύμβολο τής Πίστεως: «Φως εκ φωτός, Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού».

Αντίθετα από τους εμπειρικούς θεολόγους «θεολογούν» φιλοσοφικά οι στοχαζόμενοι θεολόγοι, όπως το βλέπουμε στον αιρετικό Άρειο.

Ο Άρειος, ακολουθώντας φιλοσοφικές και στοχαστικές αρχές, χωρίς να έχη εμπειρία τής ορθοδόξου θεολογίας, υποστήριζε ότι ο Υιός εκτίσθη εν χρόνω «ην ποτε, ότε ουκ ην», «ην μόνον ο Θεός (Πατήρ) και ούπω ην ο Λόγος και η Σοφία. Είτα θελήσας ημάς δημιουργήσαι, τότε δη πεποίηκεν ένα τινά και ωνόμασεν αυτόν Λόγον και Σοφίαν και Υιόν, ίνα ημάς δημιουργήση». «Ουκ αεί ο Θεός Πατήρ ην, αλλ’ ην ότε ο Θεός μόνος ην και ούπω Πατήρ ην, ύστερον δε επιγέγονε Πατήρ». Με τους λόγους αυτούς έρχεται σε αντίθεση με τον Θεόπτη Ιωάννη τον Θεολόγο ότι «εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος».

Ακόμη υποστήριζε: Ο Υιός «ουκ έστιν ο ίδιος τής ουσίας τού Πατρός∙ κτίσμα γαρ εστι και ποίημα, και ουκ έστιν αληθινός Θεός ο Χριστός, αλλά μετοχή και αυτός εθεοποιήθη». Επίσης, έλεγε: «Ο Λόγος αλλότριος μεν και ανόμοιος κατά πάντα τής τού Πατρός ουσίας και ιδιότητός εστιν, τών δε γεννητών και κτισμάτων ίδιος και εις αυτών τυγχάνει... ξένος τε και αλλότριος και απεσχοινισμένος εστίν ο Λόγος τής τού Θεού ουσίας... ξένος δε τού Υιού κατ’ ουσίαν ο Πατήρ, ότι άναρχος». Εδώ εισέρχεται η αριστοτελική φιλοσοφία περί τής ουσίας τού Θεού και ο Λόγος ως ετερούσιος τού Πατρός είναι κτίσμα.

Ακόμη, έλεγε ότι ο Υιός «ουκ έστιν άτρεπτος, ως ο Πατήρ, αλλά τρεπτός εστι φύσει, ως τα κτίσματα... τρεπτός και αλλοιωτός την φύσιν». «Ουκ οίδε τον Πατέρα ακριβώς ο Υιός, ούτε ορά ο Λόγος τον Πατέρα τελείως, και ούτε συνιεί, ούτε γινώσκει ακριβώς ο Λόγος τον Πατέρα... ούτε οράν ούτε γινώσκειν τελείως και ακριβώς δύναται ο Υιός τον Πατέρα... και γαρ αυτού την ουσίαν ουκ οίδεν ο Υιός ως εστιν... Άρρητός εστιν ο Πατήρ τω Υιώ... Αλλά και αυτός ο Υιός την εαυτού ουσίαν ουκ οίδεν». Και εδώ ο Άρειος χρησιμοποιεί την φιλοσοφία περί τής τρεπτότητος, και ότι ο Υιός δεν γνωρίζει την ουσία τού Πατρός.

 

3. Οι προϋποθέσεις τής θεολόγησης

Από αυτά τα παραδείγματα φαίνεται πώς θεολογούν οι θεόπτες άγιοι και πώς θεολογούν οι φιλοσοφούμενοι-στοχαζόμενοι. Οι πρώτοι (οι θεόπτες) πέρασαν μέσα από την κάθαρση («μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται») και έφθασαν στην θεοπτία, είναι οι «πάσχοντες τα θεία και ου διανοούμενοι» (Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς), οι δεύτεροι (στοχαζόμενοι) φιλοσοφούν, διανοούμενοι και μη πάσχοντες τα θεία και γίνονται αιρετικοί.

Επομένως, ισχύει ο απαράβατος κανόνας ότι για να θεολογήση κανείς χρειάζονται οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Το θέμα είναι: Ή θα είναι κάποιος εμπειρικός θεολόγος ή θα ακολουθή τους εμπειρικούς θεολόγους. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος θεολογήσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αν κάποιος θέλη να στοχάζεται κατά τρόπο σχολαστικό ή προτεσταντικό ή φιλοσοφικό, να το γνωστοποιήση εξ αρχής για να γνωρίζουν οι Ορθόδοξοι ότι είναι εκτός Ορθοδόξου παραδόσεως και ακολουθεί τους αιρετικούς.

Δημιουργία αρχείου: 9-7-2025.

Τελευταία μορφοποίηση: 9-7-2025.

ΕΠΑΝΩ