Ομοούσιο και Ομοιούσιο // Η αναζήτηση τής πρόταξης "ουσίας" ή "προσώπου" στην ύπαρξη // Οι ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν την Εκκλησία σε Τριαδικές διατυπώσεις // Το "ότι", το "τι" και το "πώς" τού Θεού // Ο άσαρκος Λόγος
Περί Ομοουσίου Μια λέξη που δεν μεταδίδει κατανόηση π. Ι. Ρωμανίδης
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου. |
Ο όρος «ομοούσιος» δεν μπορεί να κατανοηθεί λογικώς, αφού στην πραγματικότητα σημαίνει το άκτιστο, αλλά είναι μέσον για να μας οδηγήσει στην εμπειρία και την βίωση του Χριστού. «Όταν λέμε άκτιστος ο Λόγος, μπορεί η λογική να διείσδυση για να καταλάβει την λέξη "άκτιστος"; Άκτιστος, είναι απλώς στερητικό. Σημαίνει όχι κτίσμα. Καλά, το κτίσμα μπορούμε εν μέρει να το γνωρίσουμε και δια της λογικής. Αλλά το άκτιστο μπορεί κανείς να το γνωρίσει δια της λογικής; Όχι. Διότι το άκτιστο υπερβαίνει την λογική του ανθρώπου. Γι' αυτό, η εμπειρία της Θεώσεως, δεν είναι εμπειρία κτίσματος. Είναι εμπειρία του άκτιστου. Και δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα μεταξύ άκτιστου και κτιστού. Επομένως, ο σκοπός του όρου ομοούσιος είναι να μεταδώσει μια κατανόηση; Όχι». Το ίδιο δεν μπορεί να «μεταδώσει κατανόηση», η λέξη «Θεός», αλλά είναι ένα όνομα για να μας οδηγήσει στην βίωση του Θεού. «Η ουσία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης είναι ότι ο Θεός ουδέποτε μπορεί να ταυτισθεί με τα κτιστά νοήματα. Γι' αυτό τα κτιστά νοήματα ο άνθρωπος τα χρησιμοποιεί για να περάσει από τα στάδια της καθάρσεως και του φωτισμού, ώστε να φθάσει στην θέωση. Τότε έχει την γνώση, η οποία είναι και αγνωσία, διότι υπερβαίνει την γνώση, υπερβαίνει τα κατηγορήματα των νοητών πραγμάτων. Δεν είναι πλέον ο Θεός νόημα. Ο Θεός δεν είναι ποτέ νόημα». Και αυτός ο όρος «ομοούσιος» που χρησιμοποίησαν οι Πατέρες εναντίον των Αρειανών για τον Λόγο, στην πραγματικότητα δεν ήταν διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά διδασκαλία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, όπως τονίσθηκε προηγουμένως. Ως ρήμα-όρος είναι των Πατέρων, ως νόημα όμως είναι των θεοπτών και της Παλαιάς Διαθήκης. Οι θεόπτες έβλεπαν τρία όμοια Φώτα που είχαν την ίδια λάμψη και ενότητα μεταξύ τους. Αυτό το είπαν «ομοούσιος», που σημαίνει και άκτιστος. Έτσι, οι Άγιοι Πατέρες στον διάλογό τους με τους Αρειανούς και Ευνομιανούς, μιλώντας για το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος, χρησιμοποιούσαν επιχειρήματα και χωρία αδιακρίτως από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. «Αν διαβάσετε προσεκτικά την διαμάχη μεταξύ Αρειανών και Ορθοδόξων και, εν συνεχεία, μεταξύ Ευνομιανών και Ορθοδόξων, θα δείτε ότι και οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί και οι Ευνομιανοί, λένε ότι διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος, περί Πατρός και Υιού, υπάρχει σαφώς στην Παλαιά Διαθήκη. Και όταν μαλώνανε μεταξύ τους οι Ορθόδοξοι με τους αιρετικούς, χρησιμοποιούσαν για τα επιχειρήματά τους, αδιάκριτα, την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη. Τα μεγάλα επιχειρήματα υπέρ ακτίστου του Λόγου ή του κτιστού του Λόγου είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη, παρά την Καινή Διαθήκη. Διότι η Παλαιά Διαθήκη είναι πιο σαφής στο δόγμα περί της Αγίας Τριάδος από την Καινή Διαθήκη. Και αυτό, οι δικοί μας οι θεολόγοι, δεν το βλέπουν πλέον, διότι ασχολούνται με την θεολογία, όπως ασχολούνται και οι Δυτικοί. Αυτό είναι το πρόβλημα». Διαφορετική αντίληψη για το θέμα αυτό ανευρίσκεται στον Αυγουστίνο, ο οποίος δεν θεολογεί περί της Αγίας Τριάδος με βάση την εμπειρία των θεοπτών, αλλά με βάση τις αρχές της φιλοσοφίας και του στοχασμού. «Ο Χριστός της Καινής Διαθήκης είναι αυτός ο Άγγελος της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή είναι η ομόφωνη διδασκαλία όλων των Πατέρων, εξαιρέσει του Αυγουστίνου, ο οποίος είναι ο μόνος ο οποίος δεν ακολουθεί αυτή την γραμμή. Γι' αυτόν τον λόγο, ο Αυγουστίνος, όταν θεολογεί περί Αγίας Τριάδος, θεολογεί φιλοσοφικώς και στοχαστικώς. Έχει μια ιδέα μέσα στο κεφάλι του περί Αγίας Τριάδος, τελείως ξεκάρφωτη από την Παλαιά Διαθήκη. Βέβαια, έχει την Καινή Διαθήκη υπ’ όψιν του, ο Χριστός στην Καινή Διαθήκη κλπ., ο ενσαρκωθείς Λόγος, αλλά δεν βλέπει τον Λόγο στην Παλαιά Διαθήκη, όπως οι Πατέρες της Εκκλησίας βλέπουν τον Λόγο. Και επιδόθηκε σε στοχασμούς βάσει των "Έννεάδων" του Πλωτίνου. Μάλιστα, αυτό είχε υπ’ όψιν του. Γι' αυτό, όλες οι σκέψεις του παραλληλίζονται με τις Εννεάδες του Πλωτίνου». Στον Χριστό υπάρχουν δύο ομοούσια, λόγω της ενανθρωπήσεως: ένα ότι είναι ομοούσιος προς τον Πατέρα, κατά την θεία φύση, και το άλλο ότι είναι ομοούσιος προς ημάς, κατά την ανθρώπινη φύση. «Εγεννήθη εκ της Παρθένου και εγένετο ημίν ομοούσιος, κατά την ανθρωπότητα, οπότε υπάρχουν δύο ομοούσια του Χριστού: ο Χριστός είναι ομοούσιος τω Πατρί κατά την θεότητα, ομοούσιος ημίν κατά την ανθρωπότητα. Λοιπόν, όποιος λέει "ομοούσιος" και "ομοούσιος", αυτός είναι Ορθόδοξος. Οπότε, ο Χριστός έχει δύο ουσίες, άκτιστη και κτιστή». Ό,τι έχει ο Πατήρ, ως προς την ουσία και την ενέργεια, έχει και το Άγιον Πνεύμα, οπότε όχι μόνον ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά και το Άγιον Πνεύμα είναι ομοούσιο με τον Πατέρα. Και τα τρία Πρόσωπα είναι ομοούσια, αλλά όχι ταυθυπόστατα, γιατί διαφέρουν ως προς τις υποστάσεις και τα υποστατικά τους ιδιώματα. Άλλωστε, όπως είδαμε προηγουμένως, η ουσία δεν ταυτίζεται με τα υποστατικά ιδιώματα, τους τρόπους υπάρξεως, ήτοι το αγέννητο, το γεννητό, το εκπορευτό. Αυτή η διδασκαλία είναι γνώση εμπειρική. Όταν φθάνει κανείς στην θεοπτία το γνωρίζει προσωπικά. Οπότε, όσοι ισχυρίζονται ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, κατά τον τρόπο υπάρξεως, το θεωρούν κατώτερο και συγχέουν τα υποστατικά ιδιώματα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. |
Δημιουργία αρχείου: 18-8-2015.
Τελευταία μορφοποίηση: 18-8-2015.