Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ρώμη, και Αρχαίος Παγανισμός

Απαντήσεις και διαψεύσεις σε (υποτιθέμενη;) «συνέντευξη», με θέμα τη «σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στο Βυζάντιο»! Μέρος 1ο // Ήταν το Βυζαντινό (Ρωμαίικο) κράτος θεοκρατικό; // Οι «δυνατοί» και οι «πένητες»: Φιλάνθρωπη νομοθεσία στο Βυζάντιο // Ομοφυλοφιλικό και παιδοφιλικό όργιο η ειδωλολατρική αρχαία Ελλάδα // Η Ιερή Πορνεία από την τσατσά Αφροδίτη // Απαντήσεις και διαψεύσεις σε (υποτιθέμενη;) «συνέντευξη», με θέμα τη «σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στο Βυζάντιο»! Μέρος 2ο

Μέρος Γ΄

Συνείσακτοι, Παλακίδες, Αιμομειξία, παιδική συμμόρφωση και ανοχή στο Βυζάντιο και στην προ-Χριστιανική Ελληνική αρχαιότητα

Απαντήσεις και διαψεύσεις σε (υποτιθέμενη;)«συνέντευξη», με θέμα τη «σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στο Βυζάντιο»!

Συνέντευξη διδάκτορα παιδιάτρου ή απάτη ιστοσελίδας, άξια  για …«διδακτορικό»;!

Τού Papyrus 52

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Γ΄ Μέρους

 

. Απαντήσεις στα περί ‘Συνεισάκτων’ και ‘Παλλακίδων’: ορισμοί

Ας δούμε στo τρίτο μέρος των απαντήσεών μας, τις διαστρεβλώσεις της υποτιθέμενης «συνέντευξης» για δύο κατηγορίες γυναικών: τις συνεισάκτους και τις παλλακίδες.

Η ιστοσελίδα, δείχνοντας μεγαλείο ψεύδους, γράφει:

«Οι συνείσακτοι ήταν θα λέγαμε οι παλλακίδες της εποχής»!

Όπως βλέπουμε, οι συντάκτες έχοντας σκοπό να δημιουργήσουν εντυπώσεις, δεν διαχωρίζουν τις δύο περιπτώσεις που παρουσιάζουν τεράστιες διαφορές.

 

Καταρχάς, ο όρος «παλλακίδα», αναφέρεται πάντα σε γυναίκες οι οποίες διατηρούν ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ έναν μόνιμο δεσμό με έναν άγαμο άνδρα[1]

ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, ο όρος «συνείσακτος» αναφέρεται σε γυναίκες που απλώς κατοικούν στο ίδιο οίκημα με έναν άγαμο άνδρα με τον οποίο δεν έχουν συγγένεια, η παρουσία τους όμως δεν προϋποθέτει ΟΥΔΕΜΙΑ υποχρεωτική σχέση μεταξύ τους!

Ο κανονολόγος του 12ου αιώνα, Θεόδωρος Βαλσαμών, σημειώνει πως «τούτο μάλλον είναι αληθέστερον», η ερμηνεία δηλαδή, που αναφέρει ως συνείσακτη: «πάσα γυναίκα συνοικούσαν τινι, αλλοτρίαν πάντως, καν ανύποπτος εστι» [2]. Δηλαδή, «συνείσακτη» ονομαζόταν κάθε γυναίκα, μη συγγενής, με την οποία συγκατοικούσε κάποιος, ακόμα και αν αυτή δεν προκαλούσε υποψίες.

Οι συνείσακτοι λοιπόν, δεν ήταν διόλου «οι παλλακίδες της εποχής» όπως γράφει η ιστοσελίδα. Το αναφέρουν όμως οι συντάκτες με συκοφαντικό τρόπο, επειδή ο όρος ‘συνείσακτοι’ στο εκκλησιαστικό δίκαιο αναφέρεται και στην πρακτική που ακολουθούσαν κάποιοι άγαμοι κληρικοί, να έχουν οικιακή βοηθό: τα λόγια του Μ. Βασιλείου από τον 88ο Κανόνα του είναι σαφή, όταν λέει ότι δεν πείθομαι «ότι αυτός που είναι εβδομήντα χρονών συζεί με μια γυναίκα από πάθος» όμως «διδαχτήκαμε από τον Απόστολο να μη βάζουμε εμπόδιο ή σκάνδαλο στον αδερφό μας» και ξέρουμε «ότι αυτό που γίνεται με τρόπο σωστό από κάποιους, για άλλους θα αποτελέσει αφορμή για αμαρτία […] Διώξε την λοιπόν από το σπίτι σου […] κι εσένα να σε υπηρετούν άνδρες για να μη διασύρεται το όνομα του Θεού εξαιτίας σας» [3].

 

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι ‘συνείσακτοι’ μπορούσαν να είναι βοηθοί και οικονόμοι, γυναίκες του σπιτιού δηλαδή, που φρόντιζαν για τα οικιακά (καθαριότητα, μαγειρική κ.λπ.) ηλικιωμένων ανθρώπων.

Ο θεσμός αυτός απαγορεύτηκε, όχι επειδή οι συνείσακτοι ήταν παλλακίδες όπως γράφουν ψευδόμενοι ασύστολα οι αθεο-νέο-παγανιστές, αλλά:

α) Επειδή στις τοπικές κοινωνίες ήταν δυνατόν να σχολιάζεται αρνητικά ή και κακοπροαίρετα η συγκατοίκηση αυτή, άσχετα αν δεν υπήρχε άλλου είδους σχέση, και

β) επειδή, ακόμη κι αν τηρούνταν οι πρέπουσες αποστάσεις από τις γυναίκες αυτές, εντούτοις η συγκατοίκηση μπορούσε για κάποιους να αποτελέσει «αφορμή για αμαρτία», και σίγουρα υπήρξαν περιπτώσεις όπου παρά τις αρχικές προθέσεις, αναπτύχθηκαν τελικά μόνιμες σχέσεις.

 

Πέρα από την περίπτωση της γυναίκας-βοηθού στις οικιακές εργασίες, στην εκκλησιαστική γραμματεία (η οποία από πολύ νωρίς αποδοκιμάζει τις συνεισάκτους[4]) καταγράφεται και η περίπτωση όπου συνοικούν «παρθένοι γυναίκες [δηλ. που έχουν δώσει όρκο αγαμίας] ή χήραι εγκρατείς, αίτινες συνώκουν, άνευ βεβαίως στενοτέρων σχέσεων, μετά εγκρατών άγαμων ανδρών ή κληρικών ή μοναχών προς μεγαλυτέραν άσκησιν» [5].

Αυτή όμως η μοναχική άσκηση, αποτελεί στρέβλωση και ουδέποτε έγινε αποδεκτή, αφού όχι μόνο φέρνει σε κίνδυνο τον όρκο αγαμίας που έχουν δώσει, όχι μόνο σχολιάζεται δυσμενώς από τον περίγυρο, αλλά όπως σημειώνει ο Μ. Βασίλειος δεν ταιριάζει με την έννοια του μοναχισμού, καθώς «η αγαμία είναι αξιοσέβαστη για το εξής, επειδή δηλαδή ο άντρας ζει χωριστά από γυναίκες» [6].

 

Τονίζουμε λοιπόν και πάλι πως η συνείσακτος δεν ταυτίζεται με την παλλακίδα, εκτός και αν αναπτυσσόταν μόνιμη σχέση. Στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις επέμειναν οι Πατέρες και τις επέκριναν με δριμύτητα στα κείμενά τους, και έτσι, πολλοί θεώρησαν είτε σκόπιμα, είτε από άγνοια, ότι δήθεν, κάθε συνείσακτος ήταν και παλλακίδα.

Αυτό όμως -το ξαναλέμε- είναι ψέμα.

 

Ειδικότερα, οι Κανόνες 3 και 5 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, παρουσιάζουν την διαφορά ανάμεσα στις συνείσακτες και τις παλλακίδες.

Σύμφωνα με την ερμηνεία του Αριστηνού, ο Κανόνας 3 που μιλάει για «παλλακήν», είναι ένας κανόνας που αναφέρεται σε «αθέσμους ΓΑΜΟΥΣ»[7] (άρα η σχέση τους είναι δεδομένη). Αντίθετα, ο Κανόνας 5 που μιλάει, σύμφωνα με τον Αριστηνό, για «επεισάκτους» (άλλος όρος για τις συνεισάκτους) είναι ένας κανόνας που μιλά για τους «ΣΥΝΟΙΚΩΣΙ γυναιξί», δηλ. όσους απλώς συγκατοικούν με γυναίκες (τους οποίους ο Κανόνας επιτιμά, εκτός αν πρόκειται για τη μητέρα, αδελφή, θεία τους κ.λπ.) [8].  

Άρα, κάθε ταύτιση των δύο εννοιών, δεν είναι παρά φτηνή προπαγάνδα, και κατά τον ίδιο τρόπο, θα ήταν σα να λέγαμε, ότι σε όσα σπίτια υπάρχει γυναικείο υπηρετικό προσωπικό, οι εργοδότες έχουν οπωσδήποτε ερωτικές σχέσεις μαζί τους! Δεν είναι δυνατό όμως να χυδαιολογούμε έτσι για κάθε γυναίκα, είτε καθαρίστρια, είτε μαγείρισσα, κ.λπ., για τον μοναδικό λόγο ότι είναι ‘εσωτερική’, όπως λέμε, δηλαδή, μένει στο σπίτι όπου εργάζεται.

Η Εκκλησία πάντως, δεν αποδέχτηκε ποτέ τη συγκατοίκηση, ούτε με τη μορφή άσκησης, ούτε με τη μορφή της βοηθού-υπηρέτριας, και όπως είπαμε, αυτό φαίνεται από την εκκλησιαστική γραμματεία που καταδικάζει τη συμπεριφορά αυτή ήδη από τον 3ο αιώνα. Και μόλις, μετά τους διωγμούς, απέκτησε το εκκλησιαστικό σώμα την ελευθερία να συνέρχεται και να αποφασίζει, και επιπλέον, απέκτησε τη δυνατότητα να κοινωνεί τις αποφάσεις σε όλες της επιμέρους Εκκλησίες, εξέδωσε για τις συνεισάκτους αυστηρούς κανόνες και απαγορεύσεις με Οικουμενική ισχύ.

 

1β. Απαντήσεις στα περί ‘Παλλακίδων’: οι νόμοι της πολιτείας

Ας προχωρήσουμε και στη χυδαιολογία της ιστοσελίδας, συγκεκριμένα για το θέμα των παλλακίδων στο Βυζάντιο.

Οι συντάκτες, σε μια προσπάθεια να αποδείξουν ότι είναι βέβαιοι, πως μόνο ...αφελείς διαβάζουν τα κείμενά τους, γράφουν:

«Η παλλακίδα ήταν κάποια  γυναίκα, που την στέγαζε ο σύζυγος στο σπίτι του, βοηθούσε στις δουλειές, αλλά και  «τόνωνε» ερωτικά τον σύζυγο. Βλέπουμε ότι αυτό συνηθίζεται και στο Ισλάμ, όπου υπάρχει η πρώτη σύζυγος και οι υπόλοιπες είναι παλλακίδες. Αφού στο Βυζάντιο δεν επέτρεπαν πολλές νόμιμες συζύγους, ΞΕΚΙΝΗΣΕ ο θεσμός της παλλακίδας».

 

Ποιο Ισλάμ βρε αθεόφοβοι; Και σε ποιο Βυζάντιο «ξεκίνησε» ο θεσμός της παλλακίδας;! Πάλι ξεχάσατε τα ιστορικά βάθη της «ιδανικής» αρχαίας ειδωλολατρικής κοινωνίας;

 

«Οι γυναίκες της ομηρικής εποχής δεν υπέμεναν μόνο σωματικές τιμωρίες· όφειλαν να ανέχονται να συντηρεί ο σύζυγος τους και κάποια παλλακίδα και να έχει επίσης σχέσεις και με άλλες γυναίκες (έστω και μειωμένης κοινωνικής θέσης) όπως αιχμάλωτες πολέμου που δίνονταν στους ήρωες ως λάφυρα μετά τη νίκη ή δούλες του σπιτιού με τις οποίες κάθε άλλο παρά ήταν απίθανο ο κύριος του οίκου να είχε ερωτικές σχέσεις. Αποκτούσαν μάλιστα κάποιες φορές και γιους απ' αυτές που αν και ήταν νόθοι δεν ξεχώριζαν σε τίποτα σχεδόν από τα γνήσια παιδιά, όπως αντίθετα γινόταν στο κλασικό δίκαιο που επακολούθησε» [9].

 

Όπως καταλάβαμε λοιπόν, η συνήθεια αυτή συνεχίστηκε αδιάκοπα και στην κλασική Αθήνα όπου…

…«ένας άνδρας δεν μπορούσε να είναι νόμιμα παντρεμένος με περισσότερες από μία γυναίκες κάθε φορά (ούτε μια γυναίκα με περισσότερους από έναν άνδρες). Δεν υπήρχε όμως καμία νομική απαγόρευση στο να έχει ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑμια παλλακίδα»[10].

 

Ας φανταστούμε μία γυναίκα στη μέση ηλικία, αρκετά χρόνια παντρεμένη, να βλέπει μια παλλακίδα νεότερη και θελκτικότερη από αυτήν, να πλαγιάζει με τον άνδρα της «και μέσα ακόμη στο συζυγικό οίκο»[11]!

Σε αντίθεση με την κατάσταση αυτή, στο Βυζάντιο απαγορευόταν να έχει κάποιος και σύζυγο και παλλακίδα είτε στο ίδιο σπίτι, είτε αλλού:

            «Βλέπουμε τον Κωνσταντίνο να νομοθετεί (CJ 5.26.1, 326 μ.Χ.) ότι δεν επιτρέπεται να έχει κανείς ταυτόχρονα και σύζυγο και παλλακίδα», νόμος που επανακυρώθηκε στα 477 (CJ 5.27.5)[12] και αν κάποιος που είχε παλλακίδα αποφάσιζε τελικά να παντρευτεί κάποια άλλη, θα έπρεπε να την αφήσει[13].

Όπως καταλάβατε, με ολίγη σάλτσα από Ισλάμ (με προφανή τα υπονοούμενα περί «οπισθοδρομικού», «θεοκρατικού» κ.λπ. κ.λπ.), πάνε να εξομοιώσουν τη μουσουλμανική πολυγαμία, με ένα ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ σενάριο περί Βυζαντίου και πολλών παλλακίδων, το οποίο προκύπτει μόνο από την …ορμονική φαντασία των αθεο-νέο-παγανιστών...

 

Εδώ βέβαια, θα πρέπει να διευκρινιστεί και η χρήση κάποιων όρων.

Συχνά συναντάμε σε σημερινά κείμενα τον όρο ‘παλλακίδα’ με την γενική έννοια της ερωμένης. Όμως, στο Βυζάντιο υπήρξε ως όρος η ‘παλλακεία’ και δεν αφορούσε οποιαδήποτε ερωμένη, αλλά ήταν μία συγκεκριμένη και νομικά κατοχυρωμένη θέση της γυναίκας. Η ‘παλλακίδα’, ήταν μια ανύπαντρη γυναίκα, που είχε μόνιμη σχέση με έναν ΑΝΥΠΑΝΤΡΟ άνδρα (και ο οποίος δεν είχε άλλες μόνιμες ερωτικές σχέσεις), τους οποίους συνέδεε συνήθως μια «γαμική υπόσχεση» που έδινε ο άνδρας (συχνά, στην εκκλησία ή αλλού, ενώπιον κάποιου ιερέα). Αν ο άνδρας εγκατέλειπε την ‘παλλακίδα’ χωρίς να την παντρευτεί, τότε υπήρχε μια νομική προστασία, και δικαιούνταν και αυτή και τα τυχόν παιδιά τους ένα μέρος της περιουσίας του άνδρα[14].

           

Μια σειρά από προβλήματα λύθηκε, όταν «υπό την επίδραση της διδασκαλίας του Χριστιανισμού καταργήθηκε η παλλακεία από τη δυναστεία των Μακεδόνων» [15].

Πράγματι, με την 89η «Νεαρά», ο Λέων ο Σοφός, όρισε την εκκλησιαστική τελετή και την ιερατική ευλογία (αυτά δηλαδή που εξ αρχής τελούσαν ως γάμο, οι πιστοί χριστιανοί στην Εκκλησία[16]) όχι μόνο ως εκκλησιαστικό, αλλά και ως πολιτικό γνώρισμα του γάμου[17], καθώς μέχρι τη στιγμή εκείνη, η κρατική νομοθεσία δεν προέβλεπε κάποια υποχρεωτική γαμήλια τελετή[18].

Λύθηκε έτσι μια κατάσταση αβεβαιότητας για την γυναίκα, καθώς μέχρι τότε, μπορούσε να βρίσκεται υπό το νομικό καθεστώς της ‘παλλακείας’ αναμένοντας ίσως τον γάμο, όμως ο άνδρας να αθετούσε τη γαμική του υπόσχεση. Επίσης, έχοντας η γυναίκα την αντίληψη ότι ήταν ‘παλλακίδα’ (δηλ. η μία και μοναδική σύντροφος), θα μπορούσε να πέσει θύμα ενός άνδρα που την ξεγελούσε με άλλες ερωμένες, με αποτέλεσμα να χάσει τα δικαιώματά της μοναδικότητας για τον εαυτό της και τα παιδιά της. Έτσι, με την εν λόγω νομοθεσία, κατέστη αδύνατη η νομική ύπαρξη της παλλακείας και η Εκκλησιαστική Παράδοση βρέθηκε σε αρμονία με τη νομική τάξη της πολιτείας.

Φυσικά, ας μη νομιστεί πως η απαγόρευση που προαναφέραμε, ότι δηλ. δεν μπορούσε να έχει παλλακίδα ο παντρεμένος, σήμαινε ότι θα μπορούσε ο άνδρας για παράδειγμα να φέρει στο σπίτι μια πόρνη, παρά την επιθυμία της γυναίκας του. Αντίθετα, δινόταν μεγάλη σημασία «στις παραβιάσεις της συζυγικής πίστεως και στην κοσμιότητα των σεξουαλικών σχέσεων […] Αν ο σύζυγος συζεί με παλλακίδα [με την γενική έννοια της ερωμένης] στο ίδιο σπίτι που κατοικεί η σύζυγος του και αν ύστερα από δύο προειδοποιήσεις των συγγενών της γυναίκας του ή και ξένων ακόμη, δεν συμμορφωθεί, η σύζυγος δικαιούται να ζητήσει διαζύγιο»[19].

 

Από εκεί και πέρα (ως μια επιπλέον διάψευση των αφελών που μιλούν για βυζαντινή «θεοκρατία»), θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το κράτος δεν απαγόρευε τις εξωσυζυγικές ή τις προγαμιαίες σχέσεις, σε απόλυτη αντίθεση με την Εκκλησία. Αν υποθέσουμε ότι ένας άνδρας δεν ήταν πιστός χριστιανός, και μπορούσε να βρει διαθέσιμες γυναίκες για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, κανείς δεν τον έβαζε στη …φυλακή. Πάντως, οι τόσο εύκολα διαθέσιμες γυναίκες δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από πόρνες, καθώς η αποπλάνηση παντρεμένης ή η αποπλάνηση μιας παρθένου, ήταν αδικήματα με σοβαρότατες ποινές για να διακινδυνέψει κάποιος. Ακόμα και η περιστασιακή ερωτική σχέση ενός άνδρα με δούλη θα έπρεπε να έχει τη συγκατάθεσή της, καθώς με τη νομοθεσία του Ιουστινιανού, ο βιασμός ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ γυναίκας, ελεύθερης ή δούλης, τιμωρείτο με θάνατο[20].

 

Η Εκκλησία φυσικά, όπως πάντα, προσπαθούσε με τον ποιμαντικό λόγο της να κάνει τους ανθρώπους να κατανοήσουν τη σπουδαιότητα του γάμου, τη σπουδαιότητα των εντός γάμου σχέσεων και τη σπουδαιότητα του σεβασμού προς τη σύζυγό τους.

Πάντως, το να μπορέσει ένας άνδρας να έχει εξωσυζυγικές σχέσεις, ήταν μια διαδικασία που δεν διέφερε και πολύ από την σημερινή εποχή: θα έπρεπε να το κάνει εν αγνοία της συζύγου του, εκτός αν δεχτούμε ότι θα μπορούσε να γίνει σε πλήρη συμφωνία μαζί της(!). Διαφορετικά, το διαρκές μίσος που δηλητηριάζει μία συζυγική σχέση λόγω υποψιών απιστίας, ήταν για το κράτος επαρκής λόγος διαζυγίου[21].

           

            Όλα αυτά, σε αντίθεση φυσικά με την αρχαία «ιδανική» ειδωλολατρική κοινωνία όπου...

...«Οι σύζυγοι [...] δεν δυσκολεύονταν κατά τη διάρκεια ενός δείπνου στην οικία τους να προσκαλούν και μερικές αυλητρίδες ή άλλες αναλόγων ελαφρών ηθών γυναίκες, για να τους βοηθούν να λησμονούν τον κάματο της ζωής. Οι σύζυγοι, οι αδελφές ή οι άλλες γυναίκες του οίκου παρέμεναν κλεισμένες στο γυναικωνίτη και αγνοούσαν, ή προσποιούνταν ότι αγνοούσαν, τα όσα συνέβαιναν στην αίθουσα του δείπνου» [22].

 

Στο Βυζάντιο, ειδικά η κρατική νομοθεσία περί των διαζυγίων, που αντίθετα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας προέβλεπε ποικιλία αιτιών για διαζύγιο, είναι άλλη μία απόδειξη ότι τα περί «θεοκρατίας» στο Βυζάντιο αποτελούν φαιδρότητες πρώτου μεγέθους.

            Φυσικά, η Εκκλησία, εξαρχής δεν ήταν διόλου διατεθειμένη «να δεχθεί απεριόριστο αριθμό γάμων. Όσο για την παλλακεία, ας μη γίνεται καλύτερα καθόλου λόγος. Αρχίζοντας από την Α΄ Οικουμενική σύνοδο μέχρι την ιδιαίτερα παραγωγική σε κανονιστικό έργο σύνοδο του Τρούλλου, δεν σταμάτησαν οι αποδοκιμασίες των διαδοχικών γάμων και της παλλακείας»[23] (όπως φυσικά και της πορνείας και κάθε άλλης σχέσης εκτός χριστιανικού γάμου).

            Για την Εκκλησία οι πράξεις του ανθρώπου εντάσσονται σε μια πορεία απεξάρτησης από τα υλικά. Θεσπίζεται ο γάμος ως πορεία συντροφικότητας προς το καθ’ ομοίωσιν, αναγνωρίζοντας όμως τις ανάγκες για την ερωτική επαφή. Και μάλιστα, η Εκκλησία απειλεί με αφορισμό όσους απορρίπτουν τις ερωτικές επαφές του ζευγαριού επειδή τις θεωρούν δήθεν ανάρμοστες:

«Πρέπει να σημειωθεί, ότι σε ορισμένους κύκλους καλλιεργήθηκε η πίστη πως είναι ακάθαρτες οι κάθε μορφής γενετήσιες επαφές, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που επιχειρούνται από έγγαμα ζεύγη. Ενόψει του σοβαρού κινδύνου που περιέκλειε η επικράτηση μιας τέτοιας αντιλήψεως, η αντίδραση της Εκκλησίας υπήρξε άμεση. Στη σύνοδο της Γάγγρας (μέσα 4ου αιώνα) καταδικάστηκαν οι σχετικές διδασκαλίες και απειλήθηκαν με την ποινή του αναθέματος όσοι τις ασπάζονταν (κανόνες 1, 4, 9 και 10). Η αποδοκιμασία επαναλήφθηκε και από τον 51ο Αποστολικό κανόνα, με την προσθήκη μάλιστα και της αιτιολογίας: οποιοσδήποτε, κληρικός ή λαϊκός, απέχει του γάμου όχι για άσκηση, αλλά επειδή τον θεωρεί βδέλυγμα, αποβάλλεται της Εκκλησίας» [24].

           

            Ας λένε λοιπόν οι νεο-ειδωλολάτρες την αλήθεια:

η Εκκλησιαστική πίστη είναι ενάντια στην ΑΣΥΔΟΣΙΑ και μόνο (και μην ξεχνάμε ότι κατά οικονομία έχει αποδεχτεί ΤΡΕΙΣ γάμους). Αυτά φυσικά ενοχλούσαν την ανδροκρατούμενη ειδωλολατρία (και τη νέο-ειδωλολατρία), καθώς οι άνδρες στην παγανιστική εποχή είχαν μάθει να συμπεριφέρονται όπως ακριβώς τα ζώα: σύζυγοι, πόρνες, σκλάβες, ιερόδουλες, εταίρες, παλλακίδες και νεαρά αγοράκια, ήταν τα θύματα μιας σεξουαλικής μανίας, συχνά με θρησκευτικό επίχρυσμα τις πρωτόγονες δοξασίες και τελετές γονιμότητας, η οποία μανία όχι μόνο έμενε ανενόχλητη, αλλά έβρισκε άλλοθι και έγκριση μέσα από τη συμπεριφορά των ίδιων των παγανιστικών «θεών»!

Για το λόγο αυτό, συχνά απορούμε όταν βλέπουμε περιπτώσεις γυναικών που δηλώνουν νεο-παγανίστριες. Αντίθετα, «κατανοούμε» τους εφήβους και νεαρούς που έχουν πέσει θύματα της αρχαιοπληξίας, όταν φαντάζονται μέσα στη δίνη των ορμονών τους ατέλειωτες ερωτικές απολαύσεις, με τα αιώνια θύματα της ανδροκρατούμενης ανθρωπότητας...

 

2. Απαντήσεις στα περί σωματικών, παιδαγωγικών, τιμωριών

Ένα άλλο θέμα το οποίο οι αθεο-νέο-ειδωλολάτρες αναφέρουν για να θίξουν το Βυζάντιο, είναι το ζήτημα της χειροδικίας των γονέων και των δασκάλων κατά των παιδιών, όταν μάλιστα γνωρίζουμε ότι μέχρι σήμερα (ακόμα και για τις κοινωνίες που η ιστοσελίδα θεωρεί «προοδευμένες») το ζήτημα είναι άλυτο και εξακολουθεί να απασχολεί παιδαγωγούς και παιδοψυχολόγους.

Απόδειξη ιδεοληψίας, είναι ότι αναφέρονται με αναχρονισμούς στο Βυζάντιο, ονομάζοντας αναδρομικά το φαινόμενο ως «κακοποίηση», ενώ «η άποψη ότι οι γονείς ή όσοι φροντίζουν τα παιδιά ενδέχεται να τα κακοποιούν, αναγνωρίστηκε ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ως ιατρικό πρόβλημα τη δεκαετία του 1950»[25]!

Ακόμα και στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, η κατάσταση είναι η γνωστή:

«Το προχειρότερο και ευκολώτερο μέσον ανατροφής των μαθητών είταν για το δάσκαλο το ξυλοκόπημα. Είταν πιο συνηθισμένο να μην έχη το σχολείο θρανία, πίνακα, έδρες, χάρτες κλπ. Ποτέ όμως δεν έλειπε ένα καλό απόθεμα από βέργες για την τιμωρία αμελών και άτακτων μαθητών»[26]!

Μάλιστα, τα στατιστικά κακοποίησης παραμένουν και στη σύγχρονη εποχή εντυπωσιακά, και συγκεκριμένα στην τελευταία εικοσαετία, όπου οι άνθρωποι είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένοι στο θέμα, και παρά ταύτα «όσοι κακοποιούν τα παιδιά θεωρούν την σωματική τιμωρίαόχι απλά ως κάτι φυσιολογικό αλλά αναγκαίο»[27]. Και στα σχολεία ακόμα - αν και σήμερα μιλάμε περισσότερο όχι για ‘κακοποίηση’ αλλά για ‘κακομεταχείριση’- το φαινόμενο δυστυχώς παραμένει «ως εργαλείο επιβολής πειθαρχίας» το οποίο πρόσκαιρα και επιφανειακά, μπορεί «να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα ούτως ώστε να επιτευχθεί η πειθαρχία σε ένα χώρο»[28].

 

Η ιστοσελίδα, ολοφάνερα πάσχει από εμμονές κατά του Βυζαντίου, όταν ειδικά για το θέμα αυτό, ο καθένας γνωρίζει πως αν έλεγε σε δάσκαλο ή γονιό, ακόμα και στη δεκαετία του 1980, ότι «κακοποίει» το παιδί όταν το δέρνει, θα τον κοιτούσε σαν εξωγήινο!

Επιπλέον όμως, και πάλι οι αθεο-νέο-παγανιστές, στην υποτιθέμενη συνέντευξη, τονίζουν μόνο ακραία περιστατικά, ενώ οι χειροδικίες δεν ήταν πάντα ο κανόνας για την πειθαρχία στο Βυζάντιο:

«Ο καλός παιδαγωγός δεν έπρεπε να είναι πάντοτε αυστηρός, αλλά και να συγχωρή ενίοτε, προσπαθών κατά μικρόν να εκκόπτη τα ελαττώματα του μαθητού. Καλόν ήτο να χρησιμοποιή και την θωπείαν» [29].

Επί του ζητήματος της ανατροφής, ο David Nicholas, γράφει:

«Είναι δύσκολο να κάνουμε γενικεύσεις γύρω από τις συνήθειες της ανατροφής των παιδιών επειδή τότε όπως και σήμερα η γονική συμπεριφορά κυμαινόταν από την υπερπροστασία μέχρι την κακοποίηση. Τα περισσότερα παιδιά ανατρέφονταν πιο αυστηρά απ’ ό,τι σήμερα, ενώ το σύμβολο της γονικής εξουσίας ήταν συνήθως ο πατέρας και όχι η μητέρα. Ωστόσο, αυτή η περιγραφή θα μπορούσε να ισχύει και για την ανατροφή των παιδιών το 1900. Οι περισσότεροι γονείς επιθυμούσαν ολόψυχα να αποκτήσουν παιδιά, τα όποια φρόντιζαν ανάλογα με τις ικανότητες και τις γνώσεις τους» [30].

 

Από πού πήγαζαν οι γνώσεις αυτές;

«Η χρήσις των πληγών εις τα σχολεία και τον οίκον είναι συνήθεια την οποίαν οι Βυζαντινοί εκληρονόμησαν από τον αρχαίον Ελληνικόν κόσμον» [31].

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η εξουσία διαιρείται σε πέντε μέρη και ανάμεσα σε αυτά, είναι η εξουσία ‘κατά το έθος’ και «είναι αυτή που έχουν οι παιδαγωγοί στα παιδιά και οι δάσκαλοι στους μαθητές» (Διογ. Λαερτ., ‘Πλάτων’, 92) [32].

Ο παιδαγωγός ήταν ένα πρόσωπο που «χρησιμεύει σαν ακόλουθος του παιδιού, και η δουλειά του είναι να το συνοδεύη παντού και να του μαθαίνη καλούς τρόπους χρησιμοποιώντας, όταν η ανάγκη το καλή, για να υπακούη το παιδί, και σωματικές ποινές, κυρίως τη βέργα» [33].

Όπως καταγράφει ο Στοβαίος, ο Λυκούργος «όρισε να τα εξουσιάζει [τα παιδιά] ένας άνδρας […] αυτός που ονομάζεται παιδονόμος. Ανέθεσε σ' αυτόν και να συγκεντρώνει σ’ έναν τόπο τα παιδιά και επιβλέποντας τα, αν κάποιο ενεργούσε σε βάρος άλλου, να τα τιμωρεί αυστηρά. Του έδωσε και μαστιγοφόρους από τους εφήβους, για να τιμωρούν, όταν χρειάζεται, ώστε εκεί να υπάρχει πολύς σεβασμός και πολλή υπακοή» (Στοβαίος, ‘Ανθολόγιο’ 4,23) [34].

Και στην ελληνιστική εποχή, «η σωματική τιμωρία των μαθητών ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο […] Σε ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας ένας ‘συνταξιούχος’ δάσκαλος αφιερώνει στον Ερμή τα σύμβολα του επαγγέλματος του και ανάμεσα σ’ αυτά υπάρχει ένα μπαστούνι, ένα λουρί, ένα ραβδί, ένα σαντάλι»[35].

 

Παλαιά είναι και η «παιδαγωγική» μέθοδος που προβλέπει την τρομοκράτηση του μικρού παιδιού με πολλά και διάφορα τέρατα:

«Ξέρουμε πως το παιδί το ανυπάκουο το απειλούσαν με διάφορους ‘μπαμπούλες’ που τα ονόματα τους ήταν ‘Ακκώ, Αλφιτώ, Γελλώ, Γοργώ, Έμπουσα, Λάμια, Μορμώ ή Μορμολύκη, Εφιάλτης: κοπάδι μεγάλο και τρομαχτικό! Ο Λύκος χρησίμευε κι αυτός σα φόβητρο καθώς βλέπουμε από το μύθο του Αισώπου ‘Ο λύκος και η Γριά’» [36].

 

Μόλις το παιδί μεγάλωνε λίγο, το ξύλο γινόταν η προσφιλής μέθοδος συνετισμού:

«Μαζί με το σχολειό στη ζωή του παιδιού μπαίνανε τρία καινούρια πράγματα. Αν και είχαν διαφορετικά ονόματα, όλα υπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό. Το πρώτο ήταν το βούνευρο, το δεύτερο η βέργα, και το τρίτο το καλάμι, με το οποίο χτυπούσαν τα σκολαρούδια στις παλάμες […] στο σχολείο χρησιμοποιούσαν κι άλλες μέθοδες τιμωρίας: το φταίχτη μαθητή τον σήκωνε στην πλάτη του ένας δούλος, ένας άλλος δούλος γονάτιζε και του κρατούσε τα πόδια κι ο καθηγητής εφάρμοζε στα ψαχνά του την πρέπουσα τιμωρία. Ο Ηρώδας περιγράφει την παρακάτω σκηνή από τη ζωή του αθηναϊκού σχολείου […] μητέρα ενός μαθητή, παραπονείται στο…διευθυντή ενός ιδιωτικού σχολείου, ότι ο γιος της δεν κοιτάει τα μαθήματα […] Χαιρέτισε τον καθηγητή και του υπέβαλε χωρίς περιστροφές την παράκληση: διάταξε το δούλο να σηκώσει στην πλάτη αυτό το παλιόπαιδο και δως του ένα γερό ξύλο, ώσπου να του βγει η ψυχή» [37].

 

Ο αμελής, ο άτακτος, ο αυθάδης, ο τεμπέλης, ήταν εκείνος που τον περίμενε η σωματική τιμωρία. Το κείμενο της ιστοσελίδας, εμφανίζει την παιδαγωγική μέθοδο να έρχεται από παρθενογένεση ενώ οι σωματικές ποινές αποτελούσαν μια παιδαγωγική κληρονομιά που έρχεται από την Αρχαία Ελλάδα.

 

Και πάλι όμως, ο Paul Lemerle, αναφερόμενος σε βυζαντινή «σχολή εξαρτημένη από θρησκευτικό ίδρυμα», σημειώνει ότι…

…«στις μοναστικές ποινές […] σε άρθρο με τον τίτλο ‘Περί του διδασκάλου των παίδων’ […] ορίζεται ότι ο ‘διδάσκαλος’ αυτός, αν δεν συμπεριφέρεται στοργικά και πατρικά στα πολύ μικρά παιδιά (τα νήπια), στα οποία έχει καθήκον να δίνει θρησκευτική μόρφωση (εκτρέφειν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου), θα τιμωρείται αυστηρά» [38] (και αναφέρονται τα σχετικά εκκλησιαστικά επιτίμια).

Ο ίδιος συγγραφέας, σε κείμενο του 10ου αιώνα περίπου που δείχνει την ζωή και τα προβλήματα ενός δασκάλου, επισημαίνει ότι ο παιδαγωγός…

…«είχε δυσκολίες με τους μαθητές, που φαίνεται ότι είχαν μια ελευθερία εκπληκτική: όπως λόγου χάρη οι μαθητές που, χωρίς να νοιάζονται για τις επιπλήξεις του, περνούσαν περισσότερο χρόνο στην αγορά, όπου πουλούσαν πουλιά, παρά στην τάξη, ώσπου μια μέρα ο πατέρας τους τους έπιασε εκεί και τους ρώτησε αν αυτό εννοούσαν όταν έλεγαν ότι πηγαίνουν στο σχολείο. Τα παιδιά που, όπως φαίνεται, φοβούνταν την πατρική τιμωρία περισσότερο από του δασκάλου, το έβαλαν στα πόδια και εξαφανίστηκαν» [39].

 

Όπως ξαναείπαμε, για τους αρχαιολάτρες η καλύτερη «ένεση» για να συνέλθουν από την αρχαιοπληξία τους είναι η αποκάλυψη των ζητημάτων που πασχίζουν να μην βλέπουν ή να τα αποκρύπτουν. Ο Πλούταρχος ήταν σαφώς κατά των σωματικών τιμωριών, όμως έζησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα, και μάλλον αποτελούσαν εξαίρεση οι απόψεις του, αφού στο τέλος του «Περί παίδων αγωγής» (20c) αναφέρει πως όλα όσα έγραψε ΕΥΧΕΤΑΙ να πραγματοποιηθούν, και εκφράζει την πίστη του ότι είναι πράγματα που ΜΠΟΡΟΥΝ να επιτευχθούν (άρα τίποτε από αυτά δεν αποτελεί εφαρμοσμένη τακτική, αλλά μάλλον μια παιδαγωγική θεωρία του Πλούταρχου).

Όμως, στην εποχή της ακμής της φιλοσοφίας, η δράση των δασκάλων ήταν αυτή ακριβώς για την οποία κατηγορούν το Βυζάντιο, για το οποίο μάλιστα, υπάρχουν μαρτυρίες περιπτώσεων όπου όχι μόνο οι μαθητές βίωναν ελευθερίες, αλλά επιπλέον, προβλέπονταν τιμωρίες για τους δασκάλους που ασκούσαν βία.

 

3. Απαντήσεις στα περί συσχετισμών ασκητισμού και «κακοποίησης»

Για το ζήτημα που ανακίνησε η ιστοσελίδα, ότι τάχα, το να είσαι μοναχός και να απέχεις από την ερωτική δραστηριότητα, αποτελεί ...«κακοποίηση», δεν έχουμε πολλά να πούμε. Καταρχάς, η αποχή αυτή, ιστορικά, αποτελεί ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, άσχετα αν οι λόγοι, οι σκοποί και οι αιτίες της αποχής διαφέρουν ανά περίπτωση. Όμως, συναντάμε τη συμπεριφορά αυτή σε τόσο μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών και πνευματικών δραστηριοτήτων σε όλο τον κόσμο, σε όλους τους λαούς, σε όλους τους αιώνες, που καταντά απλώς ανοησία να επικεντρώνεται κάποιος στο Βυζάντιο και τον Ορθόδοξο μοναχισμό.

 

Και φυσικά, αποτελεί χοντροκοπιά και έλλειψη σεβασμού στο διαφορετικό, το να επιλέγεις αρνητικούς και βαρύγδουπους όρους, όπως «κακοποίηση», για τις προσωπικές επιλογές κάποιου, πέρα από το πόσο απλό είναι να κατανοηθεί: διότι, είναι προσβλητικό για ένα ον με τόσες δυνατότητες, τέτοια δυναμική και τόσο πολυσύνθετο όπως είναι ο άνθρωπος, να πετιούνται όλα στα σκουπίδια, και να θεωρούμε ότι ο μόνος δέκτης ευτυχίας, ευχαρίστησης, ηδονής ή συντροφικότητας, είναι τα …γεννητικά του όργανα!

Αυτό αποτελεί όχι μόνο αστοχία αυτών που το λένε, αλλά διανοητική και πνευματική φτώχια και ρηχότητα. Μια που πολύ τους ενδιαφέρει το αντικείμενο, ας μας πουν: έχει περάσει καμιά τέτοια εντύπωση «κακοποίησης» π.χ. για πολλούς ασκητικούς Πυθαγόρειους, για την ασκητική Υπατία, ή ακόμη και για τον επίσης ασκητικό Απολλώνιο τον Τυαννέα;

Σε όσους λοιπόν τα λένε:

Δεν τους έχει τύχει ποτέ να ερωτευτούν τόσο πολύ, που να νιώθουν τέτοια έκσταση και λατρεία για το αντικείμενο του έρωτά τους ώστε να μην σκέφτονται καν την ερωτική πράξη και όμως να ζουν μερόνυχτα ευτυχίας και ...αυπνίας, έχοντας στο μυαλό τους μόνο την εικόνα ενός προσώπου;

Δεν τους έχει τύχει να είναι αφιερωμένοι τόσο πολύ σε ένα πνευματικό έργο, ώστε κλεισμένοι μέρες και νύχτες να αντλούν ηδονή από την ενασχόληση με αυτό, ξεχνώντας όχι μόνο ερωτικές επιθυμίες αλλά ακόμα και το φαγητό;

Δεν τους έχει τύχει να γνωρίσουν την αγάπη μέσα από ανθρώπους με τους οποίους δεν τίθεται καν θέμα ερωτικής συνεύρεσης (π.χ. γονιό, φίλο, αδελφό κ.λπ.);

Δεν τους έχει τύχει ποτέ να αγαπήσουν κάποιον μέσα από το έργο του, και κατόπιν να τον αισθάνονται ως αναντικατάστατο σύντροφο και αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους, όπως για παράδειγμα έναν μουσικό, έναν ζωγράφο, έναν ποιητή;

 

Αυτές οι καθημερινές εμπειρίες, αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει υπερπλήρης από ευχαρίστηση, ηδονή, έρωτα, αγάπη και συντροφικότητα και χωρίς τη βοήθεια των γεννητικών του οργάνων, και χωρίς να αισθάνεται ούτε λειψός, ούτε στερημένος, ούτε «κακοποιημένος»...

Άμα τέλος πάντων οι συντάκτες της ιστοσελίδας θεωρούν ότι όλα τα παραπάνω βιώματα «είναι λίγα» και τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με όσα τους προσφέρουν τα γεννητικά τους όργανα, τότε είναι καιρός να γνωρίσουν και κάτι πέρα από το υπογάστριό τους...

           

Όπως προείπαμε, οι συμβουλές για αποχή από την ερωτική πράξη (αν και με άλλο σκοπό) δεν είναι κάτι που απαντάται μόνο στον Ορθόδοξο Μοναχισμό:

«Ο ίδιος ποτέ δεν παντρεύτηκε ούτε ποτέ είχε κάποια ερωτική επαφή, ξεπερνώντας κι αυτό που είχε πει ο Σοφοκλής: γερνώντας απαλλάχτηκα από τον λυσσασμένο και άγριο αφέντη. Ο Απολλώνιος ήταν τόσο ενάρετος και εγκρατής, ώστε ούτε ως έφηβος νικήθηκε από το πάθος τούτο. Όμως, παρ’ όλο που ήταν νέος και εύρωστος, είχε τον έλεγχο και δεν υπέκυψε στον λυσσασμένο αφέντη. Μερικοί, αντίθετα, τον συκοφαντούν πως είχε τέτοια πάθη και εξαιτίας τους έμεινε ένα χρόνο στη Σκυθία, αυτόν που ποτέ δεν πήγε στη Σκυθία ούτε παρασύρθηκε από ερωτικά πάθη» (Φιλόστρ. ‘Τα ες τον Τυανέα’ Α,16) [40].

 

Τα ίδια ισχύουν και για την φιλόσοφο Υπατία. Αντιγράφουμε από το Orthodoxwiki:

«Η σωφροσύνη της Υπατίας ‘εκδηλωνόταν με την πλήρη σεξουαλική αποχή, την περίφημη αρετή που ενίσχυε τη φήμη της για αγνότητα την οποία διέδιδαν παντού οι μαθητές της. Έμεινε παρθένος μέχρι το τέλος της ζωής της [41]. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν κάποτε ‘ένας από τους μαθητές της την ερωτεύτηκε... αυτή τον αποθάρρυνε πετώντας του ένα χρησιμοποιημένο πανί περιόδου... Αυτό, είπε, ήταν ό,τι αγαπούσε, και όχι κάτι όμορφο: εννοούσε δηλαδή ότι... αντί να στρέφει τον πόθο του στις αμετάβλητες αλήθειες, που μόνο αυτές είναι όμορφες, επέτρεπε στον εαυτό του να περισπάται από τις σωματικές επιθυμίες[42]. Η Υπατία ‘ήταν επίμονη και απόλυτα ηθική, υπέρμαχος του ασκητισμού όσο και οι δογματικοί χριστιανοί τους οποίους ο Βολταίρος και άλλοι κατηγορούν σαν ανελέητους εχθρούς ‘της αλήθειας και της προόδου’»[43].

Άρα λοιπόν, η ζωή του πραγματικά αγωνιζόμενου μοναχού δεν αποτελεί κανενός είδους «κακοποίηση», διότι ο άνθρωπος είναι γεμάτος διαύλους για ζωτικά βιώματα, που είναι ικανά να τον κρατήσουν σε πληρότητα για όλη του τη ζωή. Ο μοναχός αγαπά τον Ποιητή από το ποίημά του, φλέγεται από θείο έρωτα και όταν αυτό συμβαίνει παρακαλά τον Θεό να του δώσει λιγότερη ευτυχία γιατί νιώθει ότι δεν μπορεί να την αντέξει! Αγαπώντας το ποίημα, αγαπά κάθε πτυχή του έργου που ο Ποιητής έχει δημιουργήσει (ανθρώπους, ζώα, φύση, σύμπαν), κλείνει Εκείνον, την αγάπη Του και το έργο Του βαθιά μέσα στην ύπαρξή του, για να τα αγαπά κι εκείνος με όλο του το είναι. Ούτε για μια στιγμή δεν νιώθει μόνος, ακόμη κι αν ζει στην πιο άγρια ερημιά. Αντί να επικεντρωθεί στις περιορισμένες δυνατότητες ηδονής που του προσφέρουν τα γεννητικά όργανα με το σταγονόμετρο, εκείνος προτιμά να ανοίξει τους τεράστιους αγωγούς που διαθέτει κάθε άνθρωπος, για να γεμίσει ευτυχία και πληρότητα.

Είναι γνωστό, ότι οι σχετικές ρήσεις σοφών ανθρώπων για τον περιορισμό των σωματικών ηδονών και την υπεροχή των πνευματικών, από όλους τους λαούς και όλους τους αιώνες, είναι χιλιάδες. Περιττό να πούμε λοιπόν ότι τα περί δήθεν «κακοποίησης» αποτελούν αστειότητες και απλά αναδεικνύουν τον πεζό, τον φτωχά και με παρωπίδες σκεπτόμενο άνθρωπο.

 

4. Απαντήσεις στα περί ατομικής ηθικής του αυτοκράτορα και αιμομιξιών

Το Βυζάντιο όπως έχουμε ξαναπεί, ήταν μια κοινωνία που ουδεμία σχέση είχε με τα στερεότυπα με τα οποία μας βομβάρδισαν οι πωρωμένοι αντικληρικαλιστές του «διαφωτισμού» και οι σύγχρονοι οπαδοί του προοδευτισμού. Όπως σημειώνει ο Οδ. Λαμψίδης, είναι καιρός πλέον «να μην παρασυρόμαστε από χαρακτηρισμούς ‘θεοκρατικό’, ‘αυταρχικό’, ‘απολυταρχικό’, ‘μοναρχικό’, που μας έχουν κληροδοτήσει οι περασμένες εποχές»[44].

 

            Όμως, τους αθεο-νέο-παγανιστές δεν τους συμφέρει να παραδεχτούν ότι εκατοντάδες επιστημονικές μελέτες, μας έχουν πλέον απαλλάξει από πολλές διαστρεβλώσεις του παρελθόντος. Δυστυχώς, χρησιμοποιούν το Βυζάντιο για να βρουν τυχόν παρανομίες και παθογένειες που αυτονόητα υπάρχουν σε κάθε κοινωνία (ενώ πολύ χειρότερες εμφανίζονται στην αρχαία «ιδανική» ειδωλολατρική κοινωνία), με σκοπό να κατηγορήσουν την Εκκλησιαστική πίστη, λες και τις παθογένειες αυτές τις διδάσκει ο ...Χριστιανισμός! Για τέτοια αφέλεια μιλάμε...

Όμως, με τον τρόπο αυτό, και πουλώντας έναν χλαμυδοφόρο εθνικισμό, βγάζουν μεροκάματο οι ίδιοι και προσελκύουν αγοραστές για τα βιβλία τους, τα οποία επιβιώνουν ως αντιεπιστημονικά παράσιτα σε απόμερες γωνιές των βιβλιοπωλείων, εκεί όπου τοποθετούνται βιβλία για τα ούφο και τους εξωγήινους, για τις ομάδες «έψιλον», και όλες τις άλλες γραφικές «μελέτες» της παραφιλολογίας του καιρού μας.

 

            Στα πλαίσια αυτής της παραφιλολογίας, η «συνέντευξη» αναφέρει:

«Στην αυτοκρατορική αυλή, οι αιμομικτικές σχέσεις κάθε άλλο παρά σπάνιζαν»!

            Εντωμεταξύ, οι περιπτώσεις που περιγράφει η «συνέντευξη», σε συνδυασμό με εκείνες που αναφέρει η ίδια ιστοσελίδα σε ξεχωριστό κείμενο με τον γελοίο τίτλο «ΑΙΜΟΜΙΚΤΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ» (μπορείτε να το βρείτε με «αντιγραφή-επικόλληση» του τίτλου στη google), είναι όλες κι όλες τρεις:

α) Η περίπτωση του αυτοκράτορα Ηρακλείου και της ανεψιάς του Μαρτίνας.

β) Η περίπτωση του Μανουήλ Α΄ και της ανεψιάς του Θεοδώρας.

γ) Η περίπτωση του τον Κων/νου Θ΄ του Μονομάχου, και της Μαρίας Σκλήραινας (δεν βρήκαμε σαφείς πληροφορίες για τη συγγένειά της με τον Κων/νο. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται διαρκώς η Σκλήραινα ως ‘παλλακίδα’ ή ‘ερωμένη’, όχι όμως με κάποιο συγγενικό προσδιορισμό. Δεν αποκλείεται φυσικά η ιστοσελίδα να γράφει ψέματα, όμως από την άλλη, δεν βρήκαμε και κάποια πληροφορία ότι δεν ήταν συγγενείς).

(μια 4η περίπτωση μας μιλάει για έναν ξάδελφο του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄, τον Ανδρόνικο ο οποίος όμως ως αυτοκράτορας δεν είχε συνάψει τέτοιες σχέσεις. Όσο για τα όσα του καταλογίζουν για τον γάμο του με τη δήθεν 11χρονη, στο πρώτο μέρος της απάντησής μας[45] είπαμε ότι οι πηγές την αναφέρουν ως 13χρονη[46] [47], άρα, απόλυτα νόμιμης ηλικίας για γάμο, όχι μόνο για το Βυζάντιο αλλά για όλη την αρχαιότητα, αρχής γενομένης από την Αρχαία Ελλάδα).

 

Όταν όμως γράφεις «οι αιμομικτικές σχέσεις κάθε άλλο παρά σπάνιζαν» και τελικά μας λες ότι μέσα στη χιλιόχρονη πορεία του Βυζαντίου και στους δεκάδες αυτοκράτορες, υπήρξαν δύο, άντε και τρεις τέτοιες περιπτώσεις, τότε μάλλον γελοιοποιείς τα ίδια σου τα επιχειρήματα...

Και προσθέτει μάλιστα η ρυπο-ιστοσελίδα:

«Όταν βλέπουμε, ότι η αυτοκρατορική οικογένεια έχει φανερές αιμομικτικές σχέσεις, τότε καταλαβαίνουμε τι γίνεται στις φτωχές και στις αγροτικές οικογένειες και μάλιστα  σε μεγαλύτερο βαθμό»!

            Φυσικά, αυτό είναι σενάριο αθεο-παγανιστικής φαντασίας. Καταρχάς, για ποιο λόγο οι αγροτικές οικογένειες να «παραδειγματίζονται» από τις 2-3 περιπτώσεις παρανομίας και όχι από όλες τις υπόλοιπες!

Πριν όμως καταγράψουμε τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε η ερωτική συμπεριφορά αυτών των αυτοκρατόρων, ας δούμε με συντομία τι είναι ο αυτοκράτορας για τους βυζαντινούς.

            Καταρχάς έχει καταρριφθεί από χρόνια, η αφελής πεποίθηση ότι κάθε αυτοκράτορας, ό,τι και να ήταν, ό,τι και να έκανε, το θεωρούσαν «θεόσταλτο» και άρα το δέχονταν χωρίς κανείς να μιλάει.

Για τον αυτοκράτορα, απλά, όλοι ΗΘΕΛΑΝ, εύχονταν και προσεύχονταν να ήταν πιστός και κατ’ εικόνα Θεού, αυτό όμως το εννοούσαν πάντα μέσα στα πλαίσια των ανθρώπινων αδυναμιών και στα πλαίσια της νομιμότητας. Τον αυτοκράτορα στο Βυζάντιο, τον ανακηρύσσει κατά κύριο λόγο η σύγκλητος και ο στρατός και αν ο λαός συμφωνεί, επιβεβαιώνει την ορθότητα της εκλογής με τις δημόσιες επευφημίες του.

Η Εκκλησία, ευλογεί την εκλογή του αυτοκράτορα, επειδή προσεύχεται μαζί με τον λαό να είναι ο κατάλληλος. Και αν «ο πατριάρχης χρίζει τον νέο αυτοκράτορα» όμως, «η στέψη δεν είναι απαραίτητη για να είναι νόμιμος ο κάτοχος του θρόνου. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η στέψη θα αργήσει να γίνει για λόγους πρακτικούς, πολιτικούς κ.λπ. Υπάρχουν και αυτοκράτορες οι οποίοι δεν στέφθηκαν ποτέ» [48].

Όπως μας περιγράφει ο Ευάγγελος Χρυσός, καμιά «ελέω θεού» εκλογή (με την οποία μας έχουν κυριολεκτικά ζαλίσει οι νεο-ειδωλολάτρες) δεν εμπόδισε τη βυζαντινή κοινωνία να θεωρεί ότι υπάρχουν δύο μορφές ηγεμόνα της αυτοκρατορίας: ο Βασιλιάς και ο Τύραννος.

«Ο κακός είναι ο ‘τύραννος’. Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του βασιλέως και του τυράννου; Υπάρχει ένα απόφθεγμα, το οποίο αναφέρεται σε πηγές του 4ου, του 6ου και του 13ου αιώνα, το οποίο δηλαδή επανέρχεται και κατά κάποιο τρόπο είναι η πεμπτουσία της πολιτειακής νομιμότητας στο Βυζάντιο. Δεν έχει Σύνταγμα το Βυζάντιο, όπως έχουμε εμείς, αλλά έχει μια κοινή περί της νομιμότητας αντίληψη. Το χωρίο αυτό λέει το εξής: ‘Εστι γαρ βασιλέως μεν τρόπος ο νόμος, τυράννου δε νόμος ο τρόπος’. Ο βασιλέας βάζει τον νόμο πάνω από τη βούλησή του και από τις επιθυμίες του και παρόλο που είναι ο ίδιος νομοθέτης και μπορεί κάθε στιγμή να νομοθετήσει κατά τη βούλησή του, στα μέτρα του, ο σωστός ηγεμόνας αποδέχεται το πλέγμα του νόμου και ζει μέσα σ' αυτό. Τελεί υπό τον νόμο. Ο τρόπος της ζωής του, της συμπεριφοράς του, ο τρόπος με τον οποίο κυβερνά αλλά και ο ιδιωτικός του βίος πρέπει να είναι σύννομος, να μετριέται με κριτήριο τον νόμο και να είναι σύμφωνος με αυτόν. Εάν συμβαίνει το αντίθετο, τότε έχουμε την περίπτωση του τυράννου, του οποίου ο τρόπος και η προσωπική βούληση και συμπεριφορά, τα γούστα και τα κριτήριά του γίνονται νόμος για την αυτοκρατορία, παραβιάζοντας βέβαια τη νομοθεσία» [49].

            Έτσι, δεν είναι λίγες οι φορές που ο λαός ή ο στρατός επαναστάτησαν κατά του αυτοκράτορα. Στο πλαίσιο αυτό, σε δημόσιες συναθροίσεις όπου παρευρισκόταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας ή ο εκπρόσωπός του, ο λαός μέσω επίσημων αντιπροσώπων του ή με γενικές αποδοκιμασίες, εκφραζόταν δημοσίως κατά των αυτοκρατορικών υπουργών και άλλων αξιωματούχων, κατά της οικονομικής πολιτικής κ.λπ., ασκώντας με τον τρόπο αυτό κάποιον έλεγχο στην εξουσία[50].

           

            Βεβαίως, οι ερωτικές ατασθαλίες δεν ήταν επαρκής αιτία να οργανωθεί ολόκληρη επανάσταση κατά του ηγεμόνα και να μπει έτσι η αυτοκρατορία σε περίοδο αστάθειας ενώ τόσοι κίνδυνοι την περιτριγύριζαν. Όμως, σε κάθε περίπτωση, οι παράνομες αυτές σχέσεις εξερέθιζαν τον λαό. Όταν λοιπόν συνέβησαν τα γεγονότα με τις ερωτικές ατασθαλίες του Κων/νου Θ΄ με την Σκλήραινα, «...ο λαός αντέδρασε σθεναρώς. Την 9ην Μαρτίου 1044 εξέσπασαν στάσεις, τας οποίας αι δυο πριγκίπισσαι Ζωή και Θεοδώρα μόλις κατώρθωσαν να κοπάσουν» [51].

Ο Κων/νος Θ΄ είχε ακολουθήσει πολιτική παροχών για να είναι αρεστός: «μόλις ανέβηκε στον θρόνο [στα 1042] […] προέβη σε διανομές αξιωμάτων και χρημάτων […] που χαιρετίσθηκαν με πανηγυρισμούς από τους Κωνσταντινοπολίτες». Ήταν λάθος του όμως, ότι «λίγο αργότερα…έφερε [την Σκλήραινα] μέσα στα ανάκτορα και δημιούργησε γι' αυτήν τον νέο τίτλο της ‘σεβαστής’, τοποθετώντας την έτσι στην ιεραρχία αμέσως μετά τις αυτοκράτειρες. Η Ζωή είχε πια γεράσει και αδιαφορούσε. Ο λαός όμως ανησυχούσε. Όταν στις 9 Μαρτίου 1044 ο αυτοκράτωρ ξεκίνησε για μια επίσημη πομπή, το πλήθος άρχισε να διαδηλώνει τη δυσαρέσκεια του: ‘ημείς την Σκλήραιναν βασίλισσαν ου θέλομεν, ουδέ δι’ αυτήν αι μάνναι ημών αι πορφυρογέννητοι Ζωή τε και Θεοδώρα θανούνται’. Έτσι ό λαός στράφηκε απειλητικά εναντίον του Κωνσταντίνου, ο οποίος σώθηκε μόνο όταν η Ζωή και η Θεοδώρα μίλησαν στους συγκεντρωμένους ζητώντας τους να ησυχάσουν»[52].

            Και στην περίπτωση του Ηρακλείου, οι αντιδράσεις ήταν παρόμοιες. Καταρχάς, όταν «στον δεύτερο γάμο του είχε νυμφευτεί την ανηψιά του Μαρτίναείχε εγείρει τη μήνιν της Εκκλησίας». Και όταν αργότερα, «η Μαρτίνα αποπειράθηκε να καταλάβει τον θρόνο για να διευκολύνει τον γιο της, που ήταν δευτερότοκος, η σύγκλητος και ο λαός αντέδρασαν δυναμικά και αποτελεσματικά. Γράφει λοιπόν ο Κώνστας, ο εγγονός του Ηρακλείου από τον ‘καλό’, τον πρώτο γάμο, τα εξής προς τη σύγκλητο: ‘Ή υμετέρα συν Θεώ ψήφος της βασιλείας δικαίως εξέβαλεν [τη Μαρτίνα], προς το μη ειδείν εκνομώταιον την βασιλείαν Ρωμαίων’» [53].

            Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του Μανουήλ Α΄ και της ανεψιάς του Θεοδώρας όπου είχαμε και πάλι «λαϊκές εκδηλώσεις» και αντιδράσεις[54].

            Άρα λοιπόν, οι σχέσεις αυτές αυτοκρατόρων με τις ανιψιές τους, όχι μόνο δεν έγιναν αποδεκτές ή ‘παράδειγμα’ προς μίμηση για το λαό (όπως λέει η ρυπο-ιστοσελίδα), αλλά αντίθετα, θεωρήθηκαν παράνομες, απαράδεκτες, και αιτία αναταραχών και έντονων λαϊκών και εκκλησιαστικών αντιδράσεων.

 

            Και ξαναλέμε: τουλάχιστον, η αιμομιξία στο Βυζάντιο θεωρούνταν παθογένεια και παρανομία και δεν υπάρχει θεσμοθετημένη αιμομιξία όπως στην Αρχαία Ελλάδα, όπου ένα νεαρό κορίτσι υποχρεώνεται να έχει σεξουαλικές επαφές ακόμα και με τον ΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ, μόνο και μόνο για να γεννήσει με το ζόρι αρσενικό κληρονόμο!

Στην αρχαία «ιδανική» κοινωνία βλέπεται, τα ζητήματα αυτά είχαν λυθεί. Ο γάμος με ανιψιά ήταν κανονικότατος και οι παράδοση γι’ αυτό πολύ παλιά: 

            «Ο Οδυσσέας…έφτασε στο νησί των Φαιάκων, έγινε δεκτός από το βασιλιά της χώρας, που λεγόταν Αλκίνοος… Ο Αλκίνοος είχε πέντε γιους και μια κόρη… Η γυναίκα του Αλκίνοου, που είναι ταυτόχρονα και ΑΝΕΨΙΑ του… ζει μέσα στο παλάτι μαζί με τον άντρα της και τα παιδιά της και ΟΛΟΙ ΤΗΝ ΤΙΜΟΥΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΕΒΟΝΤΑΙ»[55].

            Οι βαθιές αυτές παραδόσεις δεν θα εξαφανιστούν φυσικά, αλλά θα αποτελέσουν το άλλοθι για τον επίσημο κρατικό αιμομικτικό θεσμό, «που θα γίνει στην κλασική εποχή ο θεσμός της επικλήρου»[56].

Ο τρομερός αυτός θεσμός, που νομιμοποιούσε τη μίξη τόσο κοντινών συγγενών στην «ιδανική» αρχαία κοινωνία των φιλοσόφων μας, όριζε τα εξής:

            «Επίκληρος [ονομαζόταν] η κόρη που επειδή δεν είχε αρσενικά αδέλφια,  αναλάμβανε  μετά  τον θάνατο του πατέρα της να διαχειριστεί τα του πατρικού οίκου […] Η επίκληρος υποχρεωνόταν να πάρει ως σύζυγο τον στενότερο συγγενή της. Ο πρώτος γιος από τον γάμο αυτό θεωρούνταν όχι γιος του συζύγου της επικλήρου αλλά του πεθαμένου πατέρα της […] και συνέχιζε τον οίκο του» [57].

            Και βέβαια, διαβάζουμε με ενδιαφέρον στο ίδιο άρθρο, ότι αν ήταν πολλοί οι διεκδικητές, μπορούσε να γίνει δικαστικός αγώνας ανάμεσα σε θείους, ξαδέλφια και άλλους συγγενείς, για το ποιος θα είναι ο τυχερός που θα κάνει αρσενικά αιμομικτικά παιδιά με το άτυχο κορίτσι…

            «Αν ένας υποψήφιος δεν επιθυμούσε να παντρευτεί την επίκληρο, τότε εκείνη και η περιουσία, περνούσαν στον επόμενο κατά σειρά διαδοχής. Ο αδερφός του πατέρα της ήταν ο πρώτος που είχε το δικαίωμα να την παντρευτεί. Αυτή τη συγγένεια δεν τη θεωρούσαν αιμομιξία οι Αθηναίοι, το πρόβλημα όμως ανέκυπτε μερικές φορές, όταν ένα κορίτσι, που μόλις είχε μπει στη εφηβεία [δηλ. 12-13 ετών], ήταν υποχρεωμένη να παντρευτεί κάποιον που ήταν μεγαλύτερος από αυτήν, πάνω από τριάντα χρόνια. Επόμενος στη σειρά, ήταν ο μεγαλύτερος γιος του θείου, από την πλευρά του πατέρα της, και ούτω καθεξής» [58]

            Αυτό λοιπόν που στο Βυζάντιο ήταν εξαίρεση και σοβαρότατη και καταδικαστέα παράβαση, που οδηγούσε τη σύγκλητο και το λαό σε κινητοποίηση, στην αρχαία «ιδανική» κοινωνία ήταν ΝΟΜΟΣ του ΚΡΑΤΟΥΣ! Μία νέα κοπέλα, θύμα ενός δικαστικού αγώνα τον οποίο δεν μπορούσε να αποτρέψει, μπορούσε να υποχρεωθεί να κάνει με το ζόρι παιδιά ακόμη και με τον ηλικιωμένο αδελφό του πατέρα της και αυτό δεν θεωρούνταν καν αιμομιξία αλλά κάτι εντελώς «φυσιολογικό»

             

5. Επίλογος

Σχόλιο περί Βυζαντινού κράτους και εκκλησίας

Ίσως το άρθρο αυτό να είναι ευκαιρία για όλους τους τελούντες εν αγνοία να καταλάβουν τι γινόταν στο Βυζάντιο και πόσο ανόητο είναι είτε να ταυτίζεις κάθε κρατική συμπεριφορά με την Εκκλησία, είτε το αντίστροφο.

            Το Βυζάντιο υιοθέτησε τον χριστιανισμό ως ενωτικό παράγοντα, και η προϋπόθεση για να μην διαλυθεί ο ενωτικός αυτός παράγοντας ήταν να μην ενεργεί κάποιος διασπαστικά ενάντια στον χριστιανισμό, δηλ. να μην εκδηλώνει την αντίθεσή του με ανατρεπτικές/κινηματικές ενέργειες που έβλαπταν την ενότητα του κράτους.

Όπως σε κάθε κοινωνία, έτσι και τότε, υπήρχαν άνθρωποι φιλακόλουθοι, που αγαπούσαν την εκκλησία τους, αλλά και άνθρωποι λιγότερο θερμοί στην πίστη τους, ενώ υπήρχαν και οι περιπτώσεις ανθρώπων που ήταν αδιάφοροι, τοποθετώντας στην πρώτη γραμμή τις δικές τους ανάγκες και σε δεύτερη θέση τα ζητούμενα της πίστης τους.

Δεν υπήρχε όμως κάποιος κρατικός έλεγχος και υποχρέωση του «να είσαι πιστός», πράγμα που βλέπουμε όχι μόνο από τη νομοθεσία που προέβλεπε και πράγματα εντελώς αντίθετα από την χριστιανική πίστη (θεωρούσε ανεκτή την πορνεία, τα διαζύγια, την θανατική ποινή, την παλλακεία μέχρι τον 9ο αιώνα κ.ά.) αλλά και από τους εκατοντάδες παραινετικούς, Πατερικούς λόγους. Αυτοί οι λόγοι των Πατέρων, απευθύνονται σε πολίτες που ήταν περισσότερο ή λιγότερο αδιάφοροι για τα πνευματικά, πράγμα που σαφώς δικαιούνταν, ειδικά αν δεν τους απασχολούσαν τα επιτίμια της Εκκλησίας.

Κάθε πρόβλημα λοιπόν σχετιζόταν με την ενότητα και την τάξη. Αν η αίρεση γινόταν κίνημα, τότε συνήθως συνοδευόταν από βίαια επεισόδια και αποτελούσε πρόβλημα για το κράτος. Ένας αιρετικός που ήταν διάσημος, εκείνος και τα συγγράμματά του έπρεπε να γίνει γνωστό ότι διαφοροποιούνται σαφώς από την ενοποιό πίστη, ώστε να μην παρασυρθεί κόσμος και δημιουργηθεί κάποιο διασπαστικό κίνημα.

            Υπήρχε όμως μεγάλη διαφορά σε αυτό το ζήτημα από την Δύση, που χρησιμοποιούσε τον «υπερεθνικό μηχανισμό ανίχνευσης, εντοπισμού και καταστολής των αιρετικών, την Ιερά Εξέταση» [59]:

            «Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ορεινής και απομονωμένης αγροτικής κοινότητας του Montaillou στην Οξιτανία όπου κατά τον ΙΔ' αιώνα οι πράκτορες της Ιεράς Εξέτασης και του πάπα αναζητούν με ανατριχιαστική προσήλωση ψήγματα και ίχνη ενδεχόμενης αιρετικής εκτροπής στους χωρικούς κατοίκους» [60].    

           

Αντίθετα, «η βυζαντινή κοινωνία υπήρξε ανέκαθεν ανεκτική στη συλλογική εκτροπή την προερχόμενη κυρίως από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα […] Στο Βυζάντιο δεν συναντούμε, πράγματι, την πεισματική αναζήτηση των εκτρεπομένων ακόμη και σε ατομικό επίπεδο, ακόμη και σε τρίτη γενιά, και στον καθ' οιονδήποτε τρόπο κολασμό τους, έστω και συμβολικό, που χαρακτήριζε τη δυτική χριστιανοσύνη» [61].

Η σκληρή καταδίωξη των Παυλικιανών από την Θεοδώρα που έρχεται και επανέρχεται διαρκώς στα φόρουμ των νέο-ειδωλολατρών, ήταν ουσιαστικά πόλεμος. Οι Παυλικιανοί αποτελούσαν πλέον ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΣΤΡΑΤΟ και ήταν κατηγορούμενοι για εσχάτη προδοσία, για συνεργασία με τον εχθρό (τους Άραβες), και για κανονικές στρατιωτικές επιθέσεις και λεηλασίες κατά των συνόρων του βυζαντινού κράτους. Ήταν δεδομένο ότι θα υπάρξει πόλεμος με το κράτος.

Όσο για το γνήσια Ορθόδοξο πνεύμα, αυτό έγινε φανερό με την απόλυτη καταδίκη από τον Θεόδωρο Στουδίτη των βίαιων διώξεων των Παυλικιανών[62]. Την ίδια στάση τήρησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας σε κάθε ενδεχόμενο βίαιης μεταστροφής των αιρετικών ή των ειδωλολατρών[63] ενώ αυτό είναι και το περιεχόμενο των Ιερών Κανόνων.

 

Άλλωστε, τα παραμύθια για το δήθεν κυνήγι των παγανιστών από τους Ορθοδόξους, τα είδαμε να διαψεύδονται πεντακάθαρα και στο άρθρο της ΟΟΔΕ περί του αγίου Πορφυρίου Γάζης[64]:

1. Οι Χριστιανοί, ακριβώς στην εποχή που οι νέο-παγανιστές φωνασκούν για διώξεις, όχι μόνο δεν ενοχλούν κανένα, αλλά αντιθέτως, διώκονταν βίαια και καταπατούνταν τα δικαιώματά τους και οι περιουσίες τους από τους ειδωλολάτρες!

2. Κανείς αυτοκράτορας δεν επενέβη ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΑ για να σώσει τους Χριστιανούς! Άρα πού είναι αυτός ο δήθεν «ζήλος» των «χριστιανών αυτοκρατόρων»;

3.  Οι Χριστιανοί κουρασμένοι από την καταπίεση και τη βία, στέλνουν αποστολή στον αυτοκράτορα για να τον ΠΑΡΑΚΑΛΕΣΟΥΝ να καταστρέψει τα ΕΙΔΩΛΑ: ΟΥΤΕ να χτυπήσει τους ειδωλολάτρες ζήτησαν, ΟΥΤΕ να τους κάνει χριστιανούς, ούτε τίποτα παρόμοιο. Μόνο να καταστρέψει τα είδωλα, τα οποία θεωρούσαν ως πηγή του κακού και όλης της βίας. Στην ουσία, οι ειδωλολατρικοί ναοί είναι πεδίο άσκησης λατρειών αντίστοιχων με τον σημερινό σατανισμό: μέσα σε αυτούς τους ναούς, όχι την προϊστορική εποχή αλλά τον ΠΕΜΠΤΟ ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ σφάζουν οι ειδωλολάτρες ανθρώπους, ως θυσία για εξευμενισμό των θεών!

4. Ο «χριστιανός αυτοκράτορας» κατανοεί το πρόβλημα των χριστιανών, αλλά και πάλι, ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ να ενοχλήσει τους ειδωλολάτρες διότι τον ενδιαφέρουν τα έσοδα του κράτους! Και πάλι λοιπόν: που είναι αυτός ο «ζήλος» των «χριστιανών αυτοκρατόρων»;

5. Τελικά πείθεται, με ολοφάνερη δυσκολία όμως και πολλές προσπάθειες, και συμφωνεί ΜΟΝΟ να καταστρέψει τα είδωλα και φυσικά να αστυνομεύσει την περιοχή για να σταματήσει η βία των ειδωλολατρών.

6. Ο στρατός έρχεται, καταστρέφει τα είδωλα (σφαγεία ανθρωποθυσιών στην πραγματικότητα), τουλάχιστον τα πιο μεγάλα από αυτά. Οι Χριστιανοί (ακόμα και αυτό έκαναν) φτάνουν στο σημείο να φρουρούν τους κατεστραμμένους ναούς για να μην γίνει πλιάτσικο και πράγματι, οι πιστοί χριστιανοί δεν παίρνουν το παραμικρό!

8. Η καταστροφή των ειδώλων τελειώνει. ΟΥΤΕ ΛΕΞΗ στο κείμενο για την οποιαδήποτε βίαιη μεταστροφή ειδωλολατρών στον χριστιανισμό! Και ενώ ο στρατός πέρασε και πολλά είδωλα καταστράφηκαν, τους ειδωλολάτρες όχι μόνο δεν τους πείραξε κανείς, όχι μόνο δεν τους έκανε κανείς χριστιανούς, αλλά αφού κάθονται για ένα διάστημα ήσυχοι, κατόπιν, βγαίνουν με σπαθιά και ρόπαλα, και όπως λέει η πηγή, ΚΟΝΤΕΨΑΝ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥΝ ΔΙΑΠΑΝΤΟΣ τους χριστιανούς, μέσα σε ένα νέο κύμα βίας, δολοφονιών και καταστροφών!!!

 

Αυτό ήταν το περίφημο κυνήγι των ειδωλολατρών…

Όπως και στις άλλες περιπτώσεις, τα ψέματα είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής της νέο-παγανιστικής ιδεολογίας. Οι δήθεν «σφαγές» για τις οποίες μιλάνε οι νεο-ειδωλολάτρες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά γκρέμισμα ΜΟΝΟ ειδωλολατρικών ναών, και αυτό, κυρίως σε περιοχές όπου τελούνταν ακρότητες και τελετές που θυμίζουν τον σημερινό σατανισμό: σφαγές παιδιών ή νεαρών γυναικών ως θυσία προς τους θεούς, ξεκοίλιασμα θυμάτων για γαστρομαντεία, ακραία σεξουαλικά όργια και άλλα τέτοια αδιανόητα.

Και φυσικά, όταν οι παγανιστές μιλώντας για «ναούς» θέλουν να υπονοήσουν ότι έγιναν καταστροφές και στην Ελλάδα, τους απαντάμε με το συμπέρασμα σχετικής μελέτης της Πολύμνιας Αθανασιάδη:

«Όσο προχωρεί ή έρευνα, τόσο καθίσταται σαφέστερο ότι οι μαρτυρημένες περιπτώσεις καταστροφής ναών από την Ελλάδα είναι ελάχιστες […] ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα, η συστηματική καταστροφή ναών ήταν ακόμη σπανιότερη […] Αν τα πράγματα είχαν συμβεί διαφορετικά, είναι τουλάχιστον απίθανο ότι θα αποσιωπούσε το περιστατικό η εξαιρετικά καλά οργανωμένη αυτή την εποχή εθνική intelligentsia των Αθηνών» [65].

 

Πιστεύουμε πως με τα τρία μέρη του άρθρου μας, δόθηκε μια πλήρης απάντηση στους συκοφάντες της γνωστής ιστοσελίδας και δημιουργούς της δήθεν συνέντευξης, και υπάρχουν πλέον επαρκή επιχειρήματα απέναντι σε όσους προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν τη «συνέντευξη» με το γνωστό σύστημα των διαδικτυακών «σεντονιών» [66].


Σημειώσεις

[1] Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας Ιερών Κανόνων», έκδ. Γ΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 601.

[2] Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, «Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων», τόμ. Β΄, Αθήνησιν 1852, σελ. 121.

[3] Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας…», ό.π., σελ. 509.

[4] Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ) τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 564.

[5] ΘΗΕ, τόμ. 11 (1967), στ. 563.

[6] Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας…», ό.π., σελ. 507.

[7] Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, «Σύνταγμα…», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 314.

[8] Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, «Σύνταγμα…», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 317-318.

[9] Cantarella Eva, «Οι Γυναίκες της Αρχαίας Ελλάδας», 2η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2005, σελ. 65.

[10] ΜακΝτάουελ Μ. Ντάγκλας, «Το Δίκαιο στην Αθήνα των Κλασικών Χρόνων», 4η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σελ. 141.

[11] Cantarella Eva, «Οι Γυναίκες…», ό.π., σελ. 95.

[12] Clark Gillian, «Οι γυναίκες στην όψιμη αρχαιότητα», Παπαδήμας, Αθήνα 1997, σελ. 66.

[13] Clark Gillian, «Οι γυναίκες...», ό.π., σελ. 65.

[14] Το καθεστώς συζυγίας και παλλακείας περιγράφεται με συντομία στο: Clark Gillian, «Οι γυναίκες…», ό.π., σελ. 64-67.

[15] Σμάγα Παναγιώτα, «Ο θεσμός της υιοθεσίας στο βυζαντινό δίκαιο» (πτυχ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 13 (όπου και οι σχετικές παραθέσεις από τις πηγές).

[17] ΘΗΕ, τόμ. 4 (1964), στ. 214.

[18] Βλ. στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού: http://pegasos.fhw.gr/chronos/08/gr/k/main/frame/k6c3.html?2 [επίσκεψη: 7-7-2010].

[19] Gerard Walter, «Η Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο…»,  ό.π., σελ. 196.

[20] Clark Gillian, «Οι γυναίκες...», ό.π., σελ. 72.

[21] Gerard Walter, «Η Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο…»,  στο ίδιο.

[22] Δημάκης Δ. Παν., «Πρόσωπα και Θεσμοί της Αρχαίας Ελλάδας», Παπαδήμας, Αθήνα 1994, σελ. 111-112.

[23] Σπ. Τρωιάνος, «Τύποι ερωτικής ‘επικοινωνίας’…», ό.π., σελ. 248, υποσημ. #142.

[24] Σπ. Τρωιάνος, «Τύποι ερωτικής ‘επικοινωνίας’…», ό.π., σελ. 247.

[25] Θεοκλήτου Δήμητρα, «Σωματική και συναισθηματική κακομεταχείριση μαθητών δημοτικού από τους εκπαιδευτικούς», (μεταπτ. διατριβή), ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 1.

[26] Συλλογικό έργο, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000», τόμ. 5. «Τα χρόνια της σταθερότητας 1871-1909», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ. 159.

[27] Θεοκλήτου Δήμητρα, «Σωματική και συναισθηματική κακομεταχείριση…», ό.π., σελ. 3.

[28] Θεοκλήτου Δήμητρα, «Σωματική και συναισθηματική κακομεταχείριση…», ό.π., σελ. 22.

[29] Κουκουλές Φαίδων, «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τόμ. Α1, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1948-1955, σελ. 98.

[30] Nicholas David, «Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου (312-1500)», ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, σελ. 607.

[31] Κουκουλές Φαίδων, «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τόμ. Α1, ό.π.

[32] Μετάφραση στο: Διογένης Λαέρτιος, Άπαντα #2, Βιβλίον 3, 4, 5 (σειρά «Οι Έλληνες» #304), Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 77.

[33] Flaceliere Robert, «Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων», 12η Έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2000, σελ. 120-121.

[34] Πρωτότυπο και μετάφραση στο: Στοβαίος, «Εκλογαί, Αποφθέγματα, Υποθήκαι», τόμ. #11. Βιβλίον τέταρτον (κεφ. i-ii) (σειρά «Οι Έλληνες» #335), Κάκτος, Αθήνα 1995, σελ. 232.233.

[35] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ε΄, «Ελληνιστικοί χρόνοι 201-30 π.Χ.», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1974, σελ. 271.

[36] Flaceliere Robert, «Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος…», ό.π., σελ. 115.

[37] Η σκηνή της τιμωρίας του μαθητή από τον δάσκαλο προέρχεται από τους ‘Μιμιάμβους’ του Ηρώδα. Βλ. Κoλόμπoβα Κ.-Oζερέτσκαϊα Α.Ε., «Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα», Παπαδήμας, Αθήνα 1988, σελ. 122-123.

[38] Lemerle Paul, «Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκπαίδευση και παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα», 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001, σελ. 97.

[39] Lemerle Paul, «Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός…», ό.π., σελ. 222.

[40] Πρωτότυπο και μετάφραση στο: Φιλόστρατος, Άπαντα, τόμ. 1 (σειρά: ‘Οι Έληνες’ #307), Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 54-55.

[41] Dzielska Maria, «Υπατία η Αλεξανδρινή», Ενάλιος, Αθήνα 1997, σελ. 104-105.

[42] Clark Gillian, «Οι γυναίκες...», ό.π., σελ. 124.

[43] Dzielska Maria, «Υπατία η Αλεξανδρινή», ό.π., σελ. 21.

[44] Οδυσσέας Λαμψίδης, «Η έκφραση γνώμης στο βυζαντινό κράτος», στο: «Η επικοινωνία στο Βυζάντιο», Αθήνα, Κέντρο Βυζαντινών Έρευνών/Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1993, σελ. 57.

[45] Το 1ο μέρος της απάντησης μας εδώ: http://www.oodegr.com/neopaganismos/romi/kakopoiisi_paidiwn_1.htm .

[46] Nicol M. Donald, «Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1993, σελ. 53.

[47] Ostrogorsky Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Γ΄, 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 65.

[48] Ευάγγελος Χρυσός, «Το δικαίωμα της αντίστασης στο Βυζάντιο», στο: «Αμφισβήτηση της εξουσίας», Αθήνα, Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις/Ε.Ι.Ε., Αθήνα 2003, σελ. 39.

[49] Ευάγγελος Χρυσός, «Το δικαίωμα της αντίστασης στο Βυζάντιο», ό.π., σελ. 42-43.

[50] Βλ. Αναλυτικά στο άρθρο του Οδυσσέα Λαμψίδη, «Η έκφραση γνώμης στο βυζαντινό κράτος», ό.π.

[51] «Κων/νος Θ΄», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 27.

[52] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Η΄, «Βυζαντινός ελληνισμός - μεσοβυζαντινοί χρόνοι 642-1071 μ.Χ.», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1979, σελ. 137.

[53] Ευάγγελος Χρυσός, «Το δικαίωμα της αντίστασης στο Βυζάντιο», ό.π., σελ. 44-45.

[54] Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, «Το Πολίτευμα και οι Θεσμοί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1204)», Αθήνα 2004, σελ. 442.

[55] Grimal Pierre, «Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 73.

[56] Mosse Claude, «Η Γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα», 4η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2004, σελ. 188, υποσημ. #3.

[57] «Επίκληρος», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 24, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].

[58] Παπαγεωργοπούλου Μαρία, «Η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα της κλασσικής περιόδου» (μεταπτ. διατριβή), ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 154.

[59] Συλλογικό έργο, «Ανοχή και καταστολή στους μέσους χρόνους», ΕΙΕ/ΙΒΕ, Αθήνα 2002, σελ. 32.

[60] Συλλογικό έργο, «Ανοχή και καταστολή…», ό.π., σελ. 35.

[61] Συλλογικό έργο, «Ανοχή και καταστολή…», ό.π.

[62] Βλ. σχετικό άρθρο της ΟΟΔΕ: http://www.oodegr.com/oode/protestant/dogma/stouditis_1.htm#2.

[63] Βλ. σχετικό άρθρο της ΟΟΔΕ: http://www.oodegr.com/neopaganismos/diogmoi/pateres2.htm .

[65] Αθανασιάδη Πολυμνία, «To λυκόφως τών θεών στην Ανατολική Μεσόγειο. Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επιμέρους περιοχές», περιοδ. «Ελληνικά», τόμ. 44, τεύχ. 1, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 37.

[66] Όπως έχουμε ξαναγράψει, με τον όρο «σεντόνια», στη διαδικτυακή ορολογία, αναφερόμαστε συνήθως σε κατεβατά κειμένου που δημιουργούνται από αμφιβόλου ποιότητας επιχειρήματα, τα οποία επικολλούνται (paste) άκριτα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο για να φαίνονται πολλά. Ο μόνος σκοπός τους είναι να εντυπωσιάσουν και να αιφνιδιάσουν τον άπειρο συνομιλητή, είτε να προκαλέσουν την κόπωση του «αντιπάλου», ο οποίος είτε θα αναγκαστεί να ξοδέψει πολύ χρόνο για να τα απαντήσει τεκμηριωμένα, είτε θα αποσυρθεί, μη αποδεχόμενος να απαντήσει στο ίδιο αντιεπιστημονικό και αδιέξοδο ύφος.

Δημιουργία αρχείου: 5-8-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 5-8-2010.

ΕΠΑΝΩ