Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ελληνικότητα, Ιστορικά θέματα και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Τα ονόματα Έλλην, Ρωμαίος, Γραικός στην Τουρκοκρατία: 15ος έως αρχές 19ου αιώνα * Λόγοι άρνησης Ελληνικότητας Ρωμαίων και Χριστιανών * Το όνομα Ρωμηός και η ιστορική του σημασία * Η Ελληνική καταγωγή τής Ρώμης * Η "Βυζαντινή" συνείδηση τών απελευθερωμένων Ελλήνων * Η έννοια τής λέξης: "Έλληνας" στους αιώνες * Ρήγας, Φιλικοί, 1821 και εθνική ταυτότητα ή… ‘φούνταις σμερδαλέαις’. Μέρος 3o: οι Απάτες (β) * Η καταγωγή του Ευγένιου Βούλγαρη, η δήθεν «εφεύρεση» της Εικονομαχίας και άλλες … ‘φούνταις σμερδαλέαις’ * Δέκα μικροί μύθοι για το 1821: μια απάντηση σε όσους ταλαιπωρούν την ελληνική ιστορία * Η συμφωνία ‘ητικής’ και ‘ημικής’ αντίληψης ότι τα ‘ρωμαϊκά’ στοιχεία του Βυζαντίου έχουν γραικικά/ελληνικά χαρακτηριστικά * Τα ονόματα Ρωμαίος, Ρωμηός (Ρωμιός) και η σχέση τους με τα Έλλην, Γραικός και Graecus

Η ταυτότητα του Βυζαντίου και οι παλινωδίες του Αντώνη Καλδέλλη για την «εθνογένεση των Ρωμαίων της Ανατολής»

Ρωμαϊκή ιδέα και Ελληνική ταυτότητα

Μέρος 17o

Papyrus 52

 

Περιεχόμενα

α) Η ταυτότητα του βυζαντινού κέντρου, η ελληνικότητα και οι… Η.Π.Α.

β) Η ταυτότητα του βυζαντινού κέντρου, η ελληνικότητα και ο Ηρόδοτος

γ) Η ταυτότητα του βυζαντινού κέντρου και η γλωσσικά πολιτισμική ελληνικότητα

δ) Η εμμονή του Καλδέλλη στην ταύτιση των «Ρωμαίων» Ανατολής και Δύσης

§  Σχόλιο για τον Βίο οσίου Ηλία του Νέου

§  Δυτικά του Νέστου υπήρχαν… «Ρωμαίοι»;

 

Εισαγωγικά

Το σημερινό άρθρο αφορά τη 12σέλιδη μελέτη του βυζαντινολόγου Αντώνη Καλδέλλη με τίτλο, «Η εθνογένεση των Ρωμαίων της Ανατολής: Πώς είδαν οι Βυζαντινοί τον εκρωμαϊσμό στην αρχαιότητα». Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο «Έλλην, Ρωμηός, Γραικός: Συλλογικοί προσδιορισμοί και ταυτότητες» (εκδ. Ευρασία, Δεκέμβριος 2018) ο οποίος περιλαμβάνει πάνω από 40 άρθρα τα οποία κατατέθηκαν στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ από τις 19 έως και τις 21 Ιανουάριου 2017.

Στο κείμενό του ο Καλδέλλης προσπαθεί για μία ακόμη φορά να πείσει για το «αμιγώς» ρωμαϊκό Βυζάντιο, ως συνέχεια της «αιώνιας ουσίας» της αρχαίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου η γεωγραφία, η θρησκεία, η γλώσσα, η καταγωγή δεν παίζουν κανένα ρόλο διότι η «ρωμαϊκή εθνική ταυτότητα» υποτίθεται ομογενοποιεί και αφομοιώνει ακόμα και τον ίδιο τον ελληνισμό που ήταν ριζωμένος από την εποχή του Ομήρου στον κεντρικό κορμό των βυζαντινών εδαφών...

Στην προσπάθειά του αυτή επιλέγει να παρουσιάσει μερικές πηγές που πιστεύει ότι επαληθεύουν τη θεωρία του, αλλά αποσιωπά όλες τις υπόλοιπες. Αποκορύφωμα της προβληματικής τακτικής του είναι η προσπάθεια να χρησιμοποιήσει επιστολές του Μ. Φωτίου ως μαρτυρία για τις αντιλήψεις ταυτότητας στον 9ο αιώνα, όμως από τα κείμενα αυτά οδηγούμαστε στο αντίθετο συμπέρασμα απ’ αυτό που επιθυμεί ο Καλδέλλης.

Μάλιστα, από τα επιχειρήματα του Μ. Φωτίου προκύπτει σαφώς η επιβίωση της εβραϊκής εθνοτικής ταυτότητας κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, και με παρόμοια κριτήρια θα δούμε ότι επιβεβαιώνονται όσα γράψαμε για μια διακριτή, προνεωτερική ελληνική συλλογικότητα που επιβίωσε αντίστοιχα σε ελλαδικά εδάφη επί Βυζαντίου.

Όπως είχαμε αναφέρει, στη βυζαντινή πραγματικότητα διακρίνουμε συλλογικές ταυτότητες σε δύο επίπεδα:

α) σε κεντρικό επίπεδο, που αφορά την ταυτότητα που διατυπώνει για το Βυζάντιο ως σύνολο ο κύριος εκφραστής της Ρωμαϊκής Ιδέας που είναι η πολιτειακή και πνευματική ηγεσία (βλ. την ενότητα αυτή). Αυτή η κεντρική ταυτότητα (ο Καλδέλλης επιμένει να την χαρακτηρίζει «εθνική»), παρουσιάζεται στις πηγές πάντα ως σύνθετη ελληνορωμαϊκή/ρωμελληνική, διότι οι βυζαντινοί εντάσσουν στο πλαίσιο της ταυτότητας και πολιτισμικά τους στοιχεία, για τα οποία καταγράφεται στις πηγές η επίγνωση της ελληνικής τους προέλευσης, ενώ στην πορεία του χρόνου προβάλλονται και αντίστοιχες δηλώσεις που παραπέμπουν σε κοινό μύθο καταγωγής (π.χ. ΕΔΩ ή ΕΔΩ).

β) σε τοπικό επίπεδο, τα άρθρα μας επικεντρώθηκαν σε ελληνικούς πληθυσμούς. Η ταυτότητα αυτή αφορά γηγενείς, με ισχυρή σύνδεση με το παρελθόν, που διατηρούν τοπικές μνήμες, γλώσσα και το ιδιαίτερό τους όνομα (βλ. ΕΔΩ, ΕΔΩ και ΕΔΩ). Οι πληθυσμοί αυτοί, από τη στιγμή που ευμενώς αποδέχονται την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, έχουν μια ταυτότητα επίσης σύνθετη, ελληνορωμαϊκή, εδώ όμως η σύνδεση με την ελληνική αρχαιότητα καταγράφεται εξαρχής ως προγονική.

 

Το βέβαιο είναι πως όταν λάβουμε υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα τεκμήρια, είναι πολύ δύσκολο να προκύψει συμπέρασμα ριζικά διαφορετικό από την κλασική θεώρηση του Οστρογκόρσκυ (την οποία ακολουθεί και η Θ. Παπαδοπούλου που παραθέτουμε). Ο τρόπος όμως με τον οποίο χειρίζεται ο Καλδέλλης αυτή την πραγματικότητα, δείχνει αντιφατικός:

Το μόνο ελαφρυντικό του Καλδέλλη για την παλινωδία αυτή, είναι τυχόν μεταφραστική αστοχία. Διότι, εφόσον μιλάει για ρωμαϊκή πολιτεία, με ρωμαϊκό όνομα και εξ ολοκλήρου ρωμαϊκό πολιτισμό, αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά στοιχεία στο Βυζάντιο τα θεωρεί πλήρως αφομοιωμένα, άρα ρωμαϊκά! Δηλαδή, ενώ με τέτοιες προϋποθέσεις, δεν έχει νόημα ν’ αναφέρεται καν σε Βυζάντιο «ελληνικό», τελικά δεν θέλει να δείξει ούτε ότι αρνείται το αυτονόητο, ούτε όμως να φανεί ότι εγκαταλείπει τη θεωρία του…

Όμως, το έχουμε ξαναπεί, οι πηγές μας βεβαιώνουν πως οι Βυζαντινοί είχαν πλήρη επίγνωση της ελληνικής προέλευσης των πολιτισμικών τους αγαθών και μάλιστα ήταν υπερήφανοι γι’ αυτά (βλ. π.χ. ΕΔΩ, ΕΔΩ ή ΕΔΩ).

 

Γι’ αυτό είχαμε δείξει με πόση σαφήνεια προκύπτει το τρίσημο σχήμα του Οστρογκόρσκυ από τις πηγές, όπου οι τρείς διακριτοί άξονες της βυζαντινής ταυτότητας έχουν επίσης και διακριτά ονόματα: Ρωμαϊκότητα, Χριστιανισμός, Ελληνισμός.

Αν λοιπόν ο Καλδέλλης σέβεται τις πηγές και τα ονόματα, δεν μπορεί να θεωρεί ομογενοποιημένα «ρωμαϊκό», αυτό που οι ίδιοι οι Βυζαντινοί γνωρίζουν ως «ελληνικό». Είχαμε αναφέρει ως παράδειγμα ότι, ακόμα κι αν συναντήσουμε πηγές που αναφέρονται σε «ρωμαϊκή παιδεία», αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γνώριζαν ότι η παιδεία τους ήταν η ελληνική (για το πλήρες παράδειγμα και την εθνομηδενιστική εξαπάτηση βλ. ΕΔΩ) το οποίο συμβαίνει φυσικά και με τη γλώσσα.

Άρα, ο ελληνισμός στο Βυζάντιο δεν ομογενοποιείται αλλά παραμένει ένας διακριτός και επώνυμος πολιτισμικός άξονας της βυζαντινής ταυτότητας (εκτός άλλων, είχαμε παρουσιάσει και μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία του Γρηγορίου Θεολόγου όπου τεκμηριώνεται η επίγνωση ότι, η γλώσσα των Βυζαντινών είναι ακριβώς η γλώσσα των Ελλήνων).

 

1. Καλδελλική θεωρία και προβλήματα

Όπως γνωρίζουμε, μια κατηγορία ελληνοφοβικών έχει υιοθετήσει (και… εμπλουτίσει) την καλδελλική θεωρία, της οποίας όμως τα προβλήματα είναι πολλά:

 

α) Η ταυτότητα του βυζαντινού κέντρου, η ελληνικότητα και οι… Η.Π.Α.

Όπως δείξαμε στα άρθρα μας, η ρωμαϊκή ιδέα (νόμοι, πολιτειακή εξουσία, στρατιωτική ισχύς) αποτελεί δεσμευτικό πυλώνα της κεντρικής ταυτότητας. Όμως και η επιρροή από τον ελληνισμό δεν είναι καθόλου αμελητέα καθώς προβάλλεται με αυξανόμενη ένταση στο πέρασμα του χρόνου και φτάνει σε επίπεδα συλλογικού αυτοπροσδιορισμού (χρήση του ονόματος «Γραικοί» ή «Έλληνες») και αποδοχής κοινού μύθου καταγωγής (δηλ. ανοιχτή αποδοχή από τους Βυζαντινούς ότι είναι ‘Έλληνες στο γένος’ βλ. και ΕΔΩ, ΕΔΩ, ΕΔΩ ή ΕΔΩ).

Το σημαντικό είναι πως η διαρκώς αυξανόμενη προβολή της ελληνικότητας στις πηγές (ήδη από τον 5ο αι. και πιο έντονα από τον 7ο και εξής), δεν έρχεται «ξαφνικά» από το… υπερπέραν, αλλά οφείλεται σε έναν άξονα ταυτότητας που είναι διαχρονικά παρών στην Ανατολή και κερδίζει συνεχώς έδαφος, εξαιτίας της μεγάλης ελληνόγλωσσης πληθυσμιακής μάζας σε Ελλάδα και Μικρά Ασία.

Είναι γνωστό το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Καλδέλλης με την ταυτότητα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για να μας δείξει πως η καταγωγή και η γλώσσα δεν σημαίνουν «τίποτα» ως προς την «εθνική ρωμαϊκή ταυτότητα».

Όμως το παράδειγμα είναι άστοχο. Στον ίδιο τόμο με τον Καλδέλλη, η καθ. Σοφία Μεργιαλή – Σαχά, αναφέρεται σε μια «εθνο-πολιτισμική ταυτότητα» που εμφανίζεται στους διανοούμενους του 14ου αι. και για τη δημιουργία αυτής της ελληνικής ταυτότητας στο δεσποτάτο του Μορέως θεωρεί πως έπαιξε σημαντικό ρόλο «η συμβολική σημασία του γεωγραφικού χώρου»[1].

Πώς λοιπόν ο Καλδέλλης, που μόνος του αναγνώρισε τη σημασία του γεωγραφικού χώρου, μιλώντας για τοπικούς «ελληνισμούς» που οφείλονται σε μνήμες, τοπία και μνημεία, δεν μπορεί να καταλάβει ότι ο ελληνικός άξονας της βυζαντινής ταυτότητας αναπτύσσεται σε έναν ενιαίο ελληνικό χώρο, με κοινή γλώσσα και κατεσπαρμένο από αρχαιοελληνικά μνημεία, τα οποία αποτελούν καθημερινό σχολείο ταυτότητας ακόμα και για τους αγράμματους; Τι σχέση έχουν οι μετανάστες των Ηνωμένων Πολιτειών με τους γηγενείς πληθυσμούς ενός ολόκληρου ελληνικού κόσμου της Ανατολής, που τελικά ανάγκασε την υπερήφανη ρωμαϊκή εξουσία να αλλάξει μέχρι και επίσημη γλώσσα παρά τη θέληση της;!

Διότι στον 6ο αιώνα, είναι έκδηλη η πικρία του Ιουστινιανού που υποχρεώνεται να νομοθετήσει στα ελληνικά, ενώ στην ίδια περίοδο, ο Ιωάννης Λυδός μας βεβαιώνει ότι η σχέση των Ρωμαίων με τη λατινική γλώσσα ήταν σχεδόν μεταφυσική, αφού συνδέει την εγκατάλειψη των λατινικών με το «δυσοίωνο» πεπρωμένο της αυτοκρατορίας!

Έχουμε λοιπόν σημαντικές μαρτυρίες από τις πηγές, ότι αιτία του ελληνικού άξονα της βυζαντινής ταυτότητας ήταν μια πλατειά, λαϊκή αυτοσυνειδησία ελληνικότητας πλήθει», «άπασιν»).

Δίδεται έτσι ένα χτύπημα στις ουσιοκρατικές αντιλήψεις για τα ρωμαϊκά πράγματα. Είτε κάποιοι το θέλουν είτε όχι, ο «Ρωμαίος» στην Ανατολή αλλάζει ως ένα βαθμό και αλλάζει εξαιτίας του ελληνισμού, γεγονός που καταγράφεται όχι σε θεωρητικολογίες αλλά στις πηγές…

 

β) Η ταυτότητα του βυζαντινού κέντρου, η ελληνικότητα και ο Ηρόδοτος

Η δυσκολία όμως του Καλδέλλη να βρει λύσεις, τον οδηγεί σε ατοπήματα, ένα από τα οποία είναι η προσπάθεια να βρει στήριγμα για τη θεωρία του στον… Ηρόδοτο!

Ας δούμε όμως με προσοχή, τι ισχυρίζεται ο Καλδέλλης και τί γράφει ο Ηρόδοτος:

Και παλαιότερα δείξαμε την προχειρότητα του επιχειρήματος, όμως οι οπαδοί του Καλδέλλη για να τον δικαιολογήσουν είπαν περίπου ότι, το παράδειγμα του είχε σκοπό να κάνει κατανοητό μόνο ότι η αλλαγή εθνοτικής ταυτότητας δεν οδηγεί πάντα σε λήθη τωv προγόνων.

 

Κάνοντας μια προσπάθεια να απαντήσουμε σοβαρά στα παραπάνω, να πούμε ότι θεμελιώδης αρχή στη χρήση παραθεμάτων, είναι η πλήρης απόδοση της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα τους, διότι υπάρχει περίπτωση το παράθεμα τελικά να αντιστρατεύεται τα επιχειρήματα του ερευνητή που το χρησιμοποιεί.

Εμείς γνωρίζουμε πως ο Καλδέλλης καταβάλλει αγωνιώδη προσπάθεια να βγάλει από το πλαίσιο της βυζαντινής ταυτότητας τη γλώσσα, όμως χρησιμοποιεί ένα παράθεμα από τον Ηρόδοτο, ο οποίος συνδέει την αλλαγή ταυτότητας με την αλλαγή γλώσσας, κάτι που ο Καλδέλλης δεν θεωρεί καθόλου αναγκαίο! Δεν μπορεί από μια ενιαία σκέψη του Ηροδότου να επιλέγει τα κομμάτια που θέλει για να διευκολύνει τη θεωρία του…

Πρόκειται λοιπόν για κατάχρηση του χωρίου, διότι ο Ηρόδοτος θεωρεί αλληλένδετα την εθνοτική αλλαγή με την αλλαγή γλώσσας, όμως οι βυζαντινοί Έλληνες δεν άλλαξαν γλώσσα ποτέ για να μπορέσει να συνδεθεί το παράδειγμα με δήθεν αλλαγή της ταυτότητας τους!

Τελικά, το… επικό παράδειγμα του Καλδέλλη από τον Ηρόδοτο, υποδεικνύει ως πιθανότερο, η ταυτότητα των Ρωμαίων στην Ανατολή να ήταν αυτή που υπέστη αλλαγή, διότι οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που, όπως είδαμε, μπήκαν στην επώδυνη διαδικασία να αλλάξουν την επίσημη γλώσσα τους σε ελληνική, θυμίζοντας μας τους Πελασγούς του Ηροδότου που η αλλαγή γλώσσας επισφράγισε την αλλαγή της ταυτότητας τους.

 

Σχόλιο προς πάσα κατεύθυνση:

Επισημαίνουμε ότι κατά την άποψη μας, ο Ηρόδοτος δεν έχει καμία σχέση με την ταυτότητα του Βυζαντίου! Εμείς δείξαμε απλώς ότι το παράδειγμα ήταν τόσο επιπόλαιο, που οδηγεί σε συμπεράσματα αντίθετα από εκείνα που ήθελε ο Καλδέλλης

 

γ) Η ταυτότητα του βυζαντινού κέντρου και η γλωσσικά πολιτισμική ελληνικότητα

Όπως σημειώνει ο Johannes Koder, «από τον 8ο αιώνα και μετά, οι Ρωμαίοι/Βυζαντινοί άρχισαν να υποβαθμίζουν την εξίσωση των όρων ελληνικός και ειδωλολατρικός και να βασίζονται όλο και περισσότερο στην ελληνική γλωσσική και πολιτισμική ταυτότητά τους»[2]. Πράγματι, στα παρακάτω τεκμήρια (ξεκινώντας επίτηδες με τον Θεμίστιο διότι ο Καλδέλλης τον επικαλείται στο άρθρο του αλλά επιλεκτικά) βλέπουμε πως το λαϊκό θεμέλιο της ελληνικής γλώσσας, οδηγεί σε αλλαγή το κομμάτι της κεντρικής ταυτότητας που αφορά τη λατινογλωσσία:  

 

Μάλιστα, ο Johannes Koder σημειώνει πως «τα ελληνικά εξελίσσονται στο μεσαιωνικό Βυζάντιο συνεχώς ως η μόνη γλώσσα που προσδίδει πολιτική και πολιτισμική ταυτότητα»[3]. Κατά συνέπεια ο Καλδέλλης αλλάζει την πραγματική ιστορία όταν υποβαθμίζει τη γλώσσα, επάνω (και) στην οποία θεμελιώθηκε μια ολόκληρη τακτική αλληλοαμφισβήτησης ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση:

 

Μιλάει λοιπόν ο Καλδέλλης για «εθνική ταυτότητα». Ποιους όμως αφορά αυτή η «εθνική ταυτότητα», μπορεί να μας πει; Υπάρχει μήπως «εθνική ταυτότητα» που δεν αφορά τον λαό που τη φέρει; Και από τη στιγμή που οι πηγές βάζουν στο κάδρο της ταυτότητας και τον λαό και την ελληνική γλώσσα του, γιατί ο Καλδέλλης φτιάχνει μια δική του «εθνική ταυτότητα» ερήμην του λαού, της γλώσσας και τελικά, των πηγών;

 

Η ουσία λοιπόν της βυζαντινής ταυτότητας βρίσκεται στο γεγονός ότι οι βυζαντινοί αποτελούσαν τους νόμιμους κληρονόμους της Ρωμαϊκής Ιδέας, που γαλουχήθηκαν όμως μέσα στην ελληνική πολιτισμική κληρονομιά και υπέστησαν τη διαμορφωτική επιρροή της.

Όπως σημειώνει και ο Koder, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τη θεώρηση περί «εθνικής συνείδησης» του Καλδέλλη και να παραβλέψουμε ότι η ελληνική γλώσσα έγινε (δεν ήταν εξαρχής) «πολιτισμικό θεμέλιο της ρωμαϊκής κρατικής συνείδησης»:

 

 

Επαναλαμβάνουμε λοιπόν για πολλοστή φορά ότι η βυζαντινή ταυτότητα, ό,τι τίτλο κι αν της δώσει ο Καλδέλλης ή οποιοσδήποτε άλλος, παραμένει μια σύνθετη ταυτότητα.

Ο βυζαντινός δεν μπορεί να είναι ούτε μόνο «Έλληνας» (όπως λέει ο εθνοκεντρισμός), διότι το όνομα αυτό δεν μπορεί να συμπεριλάβει τη δόξα του ρωμαϊκού κράτους (το οποίο δεν δημιουργήθηκε από τους Έλληνες) που κάνει τους πολίτες «Ρωμαίους», ούτε όμως μπορεί να είναι μόνο «Ρωμαίος» (όπως θέλει ο εθνομηδενισμός) διότι το όνομα αυτό δεν μπορεί να συμπεριλάβει το πλήρες γλωσσικό και πολιτισμικό περιεχόμενο της βυζαντινής ταυτότητας (όπως βλέπουμε π.χ. στο «Γραικώσας» του Λέοντα Σοφού, στον Θεοφάνη ΕΔΩ και ΕΔΩ και σε πλήθος άλλα τεκμήρια που έχουμε δείξει στα έως τώρα άρθρα μας).

 

δ) Η εμμονή του Καλδέλλη στην ταύτιση των «Ρωμαίων» Ανατολής και Δύσης

Όλα όσα προαναφέραμε δείχνουν πόσα κενά δημιουργεί η εμμονή στο όνομα «Ρωμαίοι», ως δήθεν πλήρης περιγραφή της ταυτότητας των βυζαντινών. Ο Καλδέλλης δημιουργεί σύγχυση στον αναγνώστη επειδή αδιαφορεί για το γεγονός ότι «Ρωμαίοι» λέγονται και οι Λατίνοι και οι δύο πλευρές συγκρούονται διαρκώς, κάποιες φορές με τρόπο αιματηρό.

Αν το «Ρωμαίος», από την πλευρά του σημερινού μελετητή, προσδιορίζει πλήρως την ταυτότητα των δύο πλευρών, τότε δεν μπορεί να ερμηνευτεί η σύγκρουση των… πλήρως ταυτιζόμενων! Αν τελικά η σύγκρουση αιτιολογείται από το γεγονός ότι οι δύο πλευρές αποδέχονται και άλλες παραμέτρους στην ταυτότητα τους, όπως π.χ. βλέπουμε στα τεκμήρια του 865, 871 και 968 για τη θρησκεία, την γεωγραφία, το λαό ή τη γλώσσα, τότε γιατί ο Καλδέλλης τα αποσιωπά όλα αυτά επιμένοντας απλά στην ομωνυμία (βλ. και την ενότητα αυτή);

Είμαστε υποχρεωμένοι από τις πηγές να διευκρινίσουμε «ποιοι» Ρωμαίοι ήταν οι μεν και «ποιοι» Ρωμαίοι ήταν οι δε. Και πράγματι, όταν αφήσουμε Βυζαντινούς και Λατίνους να μας περιγράψουν την ταυτότητα τους, βλέπουμε ότι μιλάνε για μια ορθόδοξη ελληνορωμαϊκή ταυτότητα της Ανατολής που συγκρούεται με μια ρωμαιοκαθολική λατινορωμαϊκή ταυτότητα της Δύσης[4].

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ο Καλδέλλης πασχίζει να υποβαθμίσει αυτά τα επιπλέον στοιχεία στην υποτιθέμενη «ρωμαϊκή εθνική ταυτότητα» του, διότι η γλώσσα και κατ’ επέκταση όλος ο πολιτισμικός χείμαρρος που συνδέεται με αυτήν (γράμματα, παιδεία, σκέψη, μνημεία) θα παρασύρει όλη την ουτοπία της «αιώνιας ρωμαϊκής ουσίας άνευ ελληνισμού»…

 

2. Για την ‘αιώνια ουσία’ του ‘ιερού’ ονόματος «Ρωμαίος»…

Βλέπουμε λοιπόν ότι το Βυζάντιο σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί έναν «εξ ολοκλήρου ρωμαϊκό πολιτισμό». Αντιθέτως η θέση του Koder για μια ελληνική γλώσσα που εξελίχθηκε σε «πολιτισμικό θεμέλιο της ρωμαϊκής κρατικής συνείδησης» είναι πιστή στις πηγές. Και υπάρχει βεβαίως και άλλος λόγος που μας οδηγεί στο συμπέρασμα αυτό, και δεν είναι άλλος από τον διαχρονικά εμφανιζόμενο, συλλογικό αυτοπροσδιορισμό «Γραικός» ή «Έλλην» στην Ανατολή.

Ο Καλδέλλης, στις δώδεκα σελίδες του άρθρου του ασχολείται διαρκώς με το «ρωμαϊκό όνομα» που τάχα «δεν επηρεάζεται» από γεωγραφία και γλώσσα, όμως στις πηγές οι Βυζαντινοί αυτοπροσδιορίζονται ως «Γραικοί» ή «Έλληνες» και κατανοούν την ίδια ακριβώς συλλογικότητα στην οποία ο Καλδέλλης αποδίδει ‘καθαρή’ ρωμαϊκή ‘ουσία’!

Μάλιστα, δεν αντιλαμβάνεται ότι το βάρος που δίνει στη ρωμαϊκή ονοματολογία, αυξάνει αναλογικά και τη σημασία των ελληνοπρεπών ονομάτων (Έλλην/Γραικός), η χρήση των οποίων αποκαλύπτει όλο το φάσμα των εννοιών που εμπεριέχει το όνομα «Ρωμαίος» στην Ανατολή.

Διότι, στο άρθρο του επιμένει πως το «ιερό» όνομα Ρωμαίος εξαφανίζει Γαλάτες, Ίβηρες, Ετρούσκους, Σαβίνους, Φρύγες, Λυκάονες, Ίσαυρους, Παμφύλους, Πισίδες, Ναβαταίους, Ιδουμαίους, Κομμαγηνούς και κάθε άλλο απίθανο λαό, και όμως, οι Βυζαντινοί που υποτίθεται είναι παιδιά ενός «εξ ολοκλήρου ρωμαϊκού πολιτισμού», μπορούν να επιλέγουν ως επιπλέον αυτοπροσδιορισμό, αποκλειστικά και μόνο το όνομα ενός συγκεκριμένου λαού της ιστορίας, των Γραικών ή Ελλήνων:

 

Και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι βυζαντινοί γνώριζαν καλά τη σημασία των ονομάτων αυτών, καθώς τα «ελλ(ην)- και γραικ-» είναι «δυο ρίζες» με «την ίδια βασική σημασία» και ως προς τη γλώσσα[5] αλλά και γενικότερα, συνδεδεμένα και τα δύο με την ελληνικότητα και την ελληνική αρχαιότητα:

 

Ο Καλδέλλης όμως, αγνοώντας όλα τα παραπάνω τεκμήρια, καταλήγει στο απίθανο συμπέρασμα που βλέπουμε:

 

Ενώ δηλαδή γνωρίζει πλήθος πηγών όπου οι Βυζαντινοί αυτοπροσδιορίζονται «Έλληνες» ή «Γραικοί» και όχι… «ελληνόφωνοι Ρωμαίοι», εξακολουθεί να συμπεριφέρεται στους αναγνώστες σαν να είναι αφελείς. Απλώς αναφέρει κατά καιρούς δικαιολογίες για «μορφωμένη ελίτ» και «αρχαϊσμούς» τη στιγμή που το μοτίβο επαληθεύεται επί τόσους αιώνες ίδιο και απαράλλακτο μέχρι και σε πηγές αγιολογικές (που είναι πιο κοντά στον λαό) και πηγές πολιτειακές που θα έπρεπε να απεχθάνονται κάθε εναλλακτική ονοματοδοσία για όσους φέρουν το «ιερό» όνομα Ρωμαίος.

Άλλωστε, όπως σημειώνει η Θεοδώρα Παπαδοπούλου σε άρθρο της στον ίδιο τόμο, το επιχείρημα «μορφωμένη ελίτ/αρχαϊσμοί» δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτά τα τεκμήρια, διότι, αν το Έλλην αποτελεί απλώς ένα «λογοτεχνικό σχήμα» (Έλλην/Βάρβαρος), για ποιον λόγο να το «χρησιμοποιούν οι λόγιοι για τους Ρωμαίους/Βυζαντινούς συγκεκριμένα, που κατοικούν στο νότιο άκρο της χερσονήσου του Αίμου και στη Μικρά Ασία, και για κανέναν άλλο λαό»[6];

Και να προσθέσουμε ότι, ένα αρχαιοελληνικό «λογοτεχνικό σχήμα» θα έπρεπε να ακολουθεί πάντα την τυποποιημένη μορφή του, ώστε το «Έλλην» να εμφανίζεται μόνο μαζί με το «βάρβαρος» και άλλωστε τα περί ρητορικού σχήματος αναιρούνται από το γεγονός ότι στην αρχαία γραμματεία, το «βάρβαρος» συνοδεύεται από το «Έλλην» και όχι από το «Γραικός»...

 

Σχόλιο:

Ο γραφικός blogger που ονομάσαμε σμερδιάκωφ, ανακάλυψε νέο τέχνασμα για τις ιστορικές του αλχημείες: παρερμηνεύει ένα άρθρο του Clemens Gantner (‘The Label 'Greeks' in the Papal Diplomatic Repertoire in the Eighth Century’), για να υποστηρίξει ότι το υβριστικό «Γραικός» του Πάπα, το πήραν οι Βυζαντινοί και το έκαναν… αυτοπροσδιορισμό(!) αντί για το αυτονόητο, ότι ο Πάπας ήταν αυτός που σκέφτηκε να μετατρέψει την ελληνική πραγματικότητα στο Βυζάντιο, σε εργαλείο διεκδίκησης της ρωμαϊκότητας για τον εαυτό του! Φυσικά, θα τα δούμε όλα αυτά αναλυτικά σε επόμενο άρθρο.

 

3. Οι Ρωμαίοι στην Ανατολή, άλλαξαν

Μία από τις ενδιαφέρουσες στιγμές σε σχέση με τη μελέτη της ταυτότητας των Βυζαντινών, ήταν η διαπίστωση πως η μαρτυρία σχετικά με τη διπλωματική αποστολή του Λιουτπράνδου στην Κων/πολη το 968 είχε παρερμηνευτεί όσο λίγες. Ενδεικτικό μνημείο προβληματικής προσέγγισης αποτελούν τα συμπεράσματα της Gill Page σε ένα βιβλίο που υποτίθεται, μελετά «ενδελεχώς» τη βυζαντινή ταυτότητα:

 

Από το παραπάνω απόσπασμα της Gill Page, δημιουργείται μια σύγχυση στον αναγνώστη ότι για τους Βυζαντινούς, κάποια στιγμή παγιώθηκε μια αρνητική αντίληψη για το «Γραικός», επειδή οι Δυτικοί το χρησιμοποίησαν υποτιμητικά με πολιτική σκοπιμότητα.

Όμως, οι Βυζαντινοί, παρ’ όλο που γνώριζαν την αρνητική δυτική χρήση, δεν σταμάτησαν ποτέ από τον 7ο μέχρι τον 15ο αιώνα να αυτοπροσδιορίζονται και ως «Γραικοί» (βλ. ενδεικτικά ΕΔΩ) και όσα αναφέρει η Gill Page περί δήθεν παύσης του «Γραικός» μετά τον 9ο αιώνα, είναι εσφαλμένα.

Προτείνουμε λοιπόν στους αναγνώστες να διαβάσουν όσα γράψαμε για τη σημαντική  μαρτυρία του Λιουτπράνδου (βλ. το αρχικό άρθρο ΕΔΩ και για τις… γκάφες των εθνομηδενιστών βλ. ΕΔΩ) διότι η προσεκτική εξέταση της πηγής δείχνει ότι το «Γραικός» για τους βυζαντινούς ήταν μια αποδεκτή πραγματικότητα και όχι «προσβολή»[7]. Ο τρομαγμένος Λατίνος πρέσβης το γνώριζε αυτό, κι έτσι μπόρεσε ενώπιον των βίαιων και εριστικών βυζαντινών να πλέξει το εγκώμιο τους, αποκαλώντας τους πολιτισμικά «Γραικούς»[8]!

 

Όπως δείξαμε και στις προηγούμενες ενότητες, οι Ρωμαίοι της Ανατολής «άλλαξαν» (mutastis) σε πολλά, εκτός βεβαίως από την πεποίθηση ότι είναι γνήσιοι κληρονόμοι και συνεχιστές της ρωμαϊκής ιδέας.

Και επειδή ακριβώς «άλλαξαν», χρειάστηκε να επινοήσουν μια translatio imperii (μεταφορά του κέντρου της Αυτοκρατορίας), ώστε να μπορούν να δικαιολογήσουν τις αξιώσεις τους επάνω στη ρωμαϊκή κληρονομιά, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν πλέον πραγματική σύνδεση με τους αρχαίους Ρωμαίους.

Αυτή την «αλλαγή» που γίνεται σε όλους αντιληπτή γύρω στα τέλη του 6ου με αρχές του 7ου αιώνα (βλ. και την πικρία που εκφράζουν ο Ιουστινιανός και ο Ιω. Λυδός) την καταγράφουν σαφώς οι πηγές, όπως και το γεγονός ότι οι Βυζαντινοί μπορούσαν να υβρίζουν άνετα όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τους αρχαίους Ρωμαίους: τα εθνωνύμια Ιταλός και Λατίνος, τη λατινική γλώσσα, ακόμα και την Πρεσβυτέρα Ρώμη.

Οι Βυζαντινοί λοιπόν «άλλαξαν» και είναι αξιοσημείωτο ότι μπορούν να αποδεχτούν ελληνικό όνομα και για τα ήθη τους:

 

 

Ακόμα και το ρωμαϊκό στράτευμα, ένας από τους θεμελιώδεις θεσμούς της αυτοκρατορίας, μπορεί να συσχετιστεί με τον ελληνισμό:

α) στον 8ο αιώνα, ένας Έλληνας στρατηγός, ο Επαμεινώνδας, αποτελεί μέτρο σύγκρισης για το ήθος του σπουδαίου Ρωμαίου στρατηγού Σκιπίωνα, β) στον 9ο αιώνα η βυζαντινή πηγή αναφέρει πως οι Άραβες πολεμούν με το ναυτικό των «Γραικών», γ) στον 10ο αιώνα ο Χοιροσφάκτης περιλαμβάνει αδιάκριτα αιχμαλώτους πολίτες και στρατιώτες κάτω από το όνομα «Γραικοί», δ) στον 11ο αιώνα ο Κων/νος Θ΄ ο Μονομάχος στέλνει «Μακεδονικά τάγματα» κατά των Τούρκων συσχετίζοντας τους πολεμιστές του με τον ελληνικό στρατό των αρχαίων Μακεδόνων, ε) το ίδιο πρότυπο επαληθεύεται και στο εικονογραφημένο χειρόγραφο της ίδιας περιόδου:

 

Σχόλιο για τον Βίο οσίου Ηλία του Νέου:

Ο blogger που ονομάσαμε σμερδιάκωφ, προσπάθησε να παρερμηνεύσει μια αγιολογική πηγή, τον Βίο οσίου Ηλία του Νέου. Ο αγιογράφος του 10ου αιώνα, ενσωμάτωσε στον Βίο του οσίου το παράθεμα από τον Κοσμά Ιεροσολυμίτη (8ος αι.) που βλέπουμε στην παραπάνω εικόνα.

Στην πραγματικότητα, ο όσιος Ηλίας φέρεται να χρησιμοποιεί ως παράδειγμα δύο δοξασμένους αλλά εγκρατείς ειδωλολάτρες στρατηγούς, θέλοντας να τονίσει στους χριστιανούς πόσο περισσότερο θα πρέπει εκείνοι να σέβονται την εγκράτεια.

Αποκρύπτοντας όμως ο blogger ότι το παράθεμα είναι ουσιαστικά μια αντιγραφή, έπλασε μια δική του ερμηνεία που δεν υπάρχει καν στην πηγή: ότι τάχα ο όσιος Ηλίας με το παράδειγμα αυτό διαχωρίζει τους βυζαντινούς στρατιωτικούς από τον Επαμεινώνδα και μέσω μιας… «κοσμικής γέφυρας»(!) τους συνδέει με τους αρχαίους Ρωμαίους! Μιλάμε δηλαδή για σενάριο επιστημονικής φαντασίας:

 

Είναι σαφές λοιπόν πως το «και αυτός», όπως μας δείχνει και η πρωτότυπη πηγή, αναφέρεται σε εκείνο το χαρακτηριστικό που έχουν και ο Σκιπίωνας και ο Επαμεινώνδας  και αυτό δεν είναι άλλο από το «στρατηγός». Αυτό, προκύπτει όντως από τα τεκμήρια, σε αντίθεση με όσα γράφει ο σμερδιάκωφ που απαιτούν φανταστικές προσθήκες στην πηγή

Και βεβαίως, η πηγή διαμορφώνεται με τρόπο ώστε ο Έλληνας στρατηγός να παρουσιάζεται ως πρότυπο ήθους του Ρωμαίου στρατηγού και όχι το αντίστροφο (‘Σκηπίων κατά το ήθος Επαμεινώνδα’).

 

4. Μέγας Φώτιος, γενεαλογία και τοπική εθνοτική ταυτότητα

Η τελευταία ενότητα με τις παλινωδίες του Καλδέλλη αφορά τις επιστολές του Μεγάλου Φωτίου, μέσα στις οποίες διαφαίνονται αντιλήψεις για τη ρωμαϊκή ταυτότητα. Εδώ βέβαια ο Καλδέλλης περιέπλεξε τα πράγματα, επιμένοντας να παροδηγεί τον αναγνώστη.

Ας δούμε πρώτα πώς θεμελιώνει τη θεωρία του περί «εξαφάνισης» της ταυτότητας των λαών που γίνονται «Ρωμαίοι»:

 

Εδώ χρειάζεται ένα πρώτο σχόλιο για όσα εσφαλμένα γράφει ο Αλ-Μασούντι, διότι:

α) Οι «αρχαίοι» Έλληνες υιοθέτησαν (και) το όνομα «Ρωμαίοι» όχι τον 2ο αι. π.Χ. (όταν ηττήθηκαν) αλλά πολύ μετά, το 212 μ.Χ.

β) Ακόμα και οι εθνομηδενιστές παραδέχονται ότι οι Έλληνες διατήρησαν για αιώνες το εθνοτικό τους όνομα και το «εγκατέλειψαν» υποτίθεται γύρω στον 6ο αι., κάτι όμως που ουδέποτε συνέβη (βλ. από ΕΔΩ και εξής όπως και τις συγκεντρωτικές πηγές στις οποίες παραπέμψαμε στην εισαγωγική ενότητα).

γ) Όταν στις πηγές καταγράφεται πως οι Ρωμαίοι της Ανατολής αυτοπροσδιορίστηκαν ως «Έλληνες» ή «Γραικοί» από τον 7ο αι. και μετά, δεν μπορούμε να μιλάμε για «εξαφάνιση» του ονόματος.

 

Από εκεί και πέρα, ο Καλδέλλης θεωρεί πως η ρωμαϊκή «εθνική» ταυτότητα τεκμηριώνεται με βάση την εγκατάλειψη ή λησμονιά των ιδιαίτερων εθνοτικών ονομάτων, τα οποία κατόπιν επέζησαν μόνο ως ονόματα γεωγραφικά.

Όμως, με την επίκληση των επιστολών του Μ. Φωτίου, ο Καλδέλλης αυτοπαγιδεύεται διότι βλέπουμε σε αυτές πως οι βυζαντινοί στο δικό τους παρόν, αποδέχονταν ότι από τη γενεαλογία και την καταγωγή, προκύπτει εθνοτική ταυτότητα, ενώ ταυτόχρονα καμία «εθνοτική αμνησία» δεν παρουσιάζεται στο παράδειγμα της σύνθετης ταυτότητας του Αποστόλου Παύλου που του επιτρέπει να είναι Εβραίος και Ρωμαίος ταυτόχρονα. Άρα, τέτοιες «μή λησμονημένες» και επώνυμες τοπικές εθνοτικές ταυτότητες μπορούν να συνυπάρχουν με τη ρωμαϊκή.

Ας δούμε κάποια σημαντικά σημεία στις επιστολές αυτές:


 

 

Είναι ακατανόητο για ποιον λόγο πιστεύει ο Καλδέλλης ότι οι επιστολές αυτές επιβεβαιώνουν τη θεωρία του. Εδώ, η «ξενική» εθνοτική ταυτότητα είναι η εβραϊκή, αλλά δεν βλέπουμε τον πλήρη «εκρωμαϊσμό» που ισχυρίζεται. Ούτε εγκατάλειψη του εβραϊκού ονόματος υφίσταται, ούτε μετατροπή του σε γεωγραφικό. Αντιθέτως, μοιάζει ο Καλδέλλης σαν να θέλει να… επιβεβαιώσει όσα εμείς γράψαμε, καθώς είχαμε ήδη υποστηρίξει την επιβίωση των τοπικών εθνοτικών ταυτοτήτων σε Εβραίους και Έλληνες, παραθέτοντας το παράδειγμα του Απ. Παύλου!

 

Γράφει λοιπόν ο Μ. Φώτιος (βλ. την παραπάνω εικόνα):

Παράθεμα αρ. (1)

Ο λόγιος ιεράρχης λέει ότι στην εποχή του κυκλοφορούσε μια ιστορία για κάποιον Ρωμαίο πρόγονο του Απ. Παύλου. Μάλιστα, μας βεβαιώνει ότι δεν θα μακρηγορούσε τόσο για ν’ αποδείξει ότι ο Παύλος ήταν όντως (και) Ρωμαίος, εάν η φήμη για τον προγονό αυτό είχε ιστορική βάση. Εδώ λοιπόν, έχουμε μια εξαιρετική μαρτυρία ότι για τους βυζαντινούς, από το σχήμα πρόγονος-απόγονος-καταγωγή προκύπτει εθνοτική ταυτότητα.

Αυτό, μαζί με τα τεκμήρια που ήδη παρουσιάσαμε για την τοπική ελληνική ταυτότητα (βλ. ΕΔΩ, ΕΔΩ, ΕΔΩ, ΕΔΩ και ΕΔΩ), οδηγούν σε συμπεράσματα αντίθετα από του Καλδέλλη:

Γηγενείς πληθυσμοί (όπως οι Έλληνες αλλά και οι Εβραίοι επί Απ. Παύλου), με τεκμηριωμένη την ισχυρή ιστορική τους σύνδεση με το παρελθόν τους, έχοντας διατηρήσει συνείδηση καταγωγής, προγονικές και άλλες τοπικές μνήμες, τη γλώσσα τους και το ιδιαίτερο τους όνομα (το οποίο δεν έχει μετατραπεί σε γεωγραφικό, βλ. τις απαντήσεις μας ΕΔΩ), έχουν μια ταυτότητα που αποτελεί σαφώς τοπική εθνοτική ταυτότητα.

 

Ο Καλδέλλης μάλιστα δείχνει αμήχανος απέναντι στα δεδομένα που ο ίδιος επικαλείται:

 

Παρά την αναφορά στις «απαραίτητες προϋποθέσεις» που χρειάζεται «για να γίνει κάποιος Ρωμαίος», είναι σαφές ότι ο Καλδέλλης δεν μπορεί να παραβλέψει τη «γενεαλογική βάση» και τη «βιολογική θεώρηση» των εθνοτικών ταυτοτήτων στο Βυζάντιο.

Αν και εμείς ασχοληθήκαμε αποκλειστικά με το ενδεχόμενο διατήρησης της αυτοσυνειδησίας των Ελλήνων, σίγουρα θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι στην ιστορία υπήρξαν άλλες πληθυσμιακές ομάδες που η συλλογική τους ταυτότητα δεν άντεξε και αφομοιώθηκε από μια ισχυρότερη. Θα ήταν όμως ακραίο, γνωρίζοντας την αντοχή που έδειξαν στο χρόνο, να θεωρήσουμε την εβραϊκή ή την ελληνική ταυτότητα ως αδύναμες.

Αρκεί ν’ αναφέρουμε τον συλλογικό αυτοπροσδιορισμό «Γραικοί» των Βυζαντινών, όπως και το γεγονός ότι ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο Λέοντας Σοφός, δήλωσε ότι για την ενσωμάτωση των Σλάβων ήταν αναγκαίο να ασκηθεί ως συνεκτικός παράγοντας και η αφομοιωτική ισχύς του ελληνισμού (‘γραικώσας’). Μαζί με όλα τα άλλα τεκμήρια επιβίωσης και επιρροής που προαναφέραμε, γίνεται φανερό ότι αυτές οι ισχυρές ταυτότητες μπόρεσαν να επιβιώσουν κάνοντας παράλληλα χρήση του ρωμαϊκού ονόματος. Έτσι, στα παρακάτω παραδείγματα βλέπουμε τους ίδιους ακριβώς πληθυσμούς, Αθηναίους και Πελοποννησίους, οι πηγές να τους καταγράφουν και ως Έλληνες αλλά και ως Ρωμαίους:

 

Κατά συνέπεια, η ρωμαϊκότητα, τουλάχιστον για τον ελληνισμό, δεν λειτούργησε ως μηχανισμός αφομοίωσης διότι ο ελληνισμός στο Βυζάντιο αποτελούσε πολιτισμική και αφομοιωτική δύναμη και όχι στοιχείο προς αφομοίωση ώστε να υπάρξει ενδεχόμενο να περιέλθει σε καθεστώς αμνησίας στον τόπο που τον γέννησε. Είναι λοιπόν άστοχη η σύγκριση των Ελλήνων, με Λυκάονες, Παμφύλους, Πισίδες και λοιπούς «εξαφανισμένους» που αναφέρει ο Καλδέλλης

 

Παραθέματα αρ. (2), (6), (7) και (8)

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σχήμα (εβραϊκός) πρόγονος-απόγονος-καταγωγή (και με ιδιαίτερη γλώσσα) ισχύει απολύτως για τον Απ. Παύλο. Το παραδέχεται ο ίδιος, το επιβεβαιώνει και ο Μ. Φώτιος. Αποτελεί πρόβλημα για τον Καλδέλλη η βάση που δίδεται στην καταγωγή: ο Απόστολος Παύλος θα μπορούσε να είναι Ρωμαίος λόγω καταγωγής και αυτό σημαίνει ότι πάλι λόγω καταγωγής, είναι και Εβραίος. Μάλιστα, δεν βλέπουμε κάποια ξεχωριστή ιδιαιτερότητα στα περί «τιμής» και «υπερηφάνειας» όποιου φέρει το όνομα Ρωμαίος, διότι ο Παύλος παρουσιάζεται επίσης υπερήφανος για το εβραϊκό όνομα και την καταγωγή του (Φιλιπ. 3,4-5). Κατά συνέπεια, έλεγε την απόλυτη αλήθεια (και ο Μ. Φώτιος δεν θα μπορούσε παρά να το δεχτεί χωρίς αμφισβήτηση) ότι ήταν και Ρωμαίος αλλά και Εβραίος.

 

Παραθέματα αρ. (3), (4) και (5)

Εδώ ο Μ. Φώτιος μας δίνει αρκετά τεκμήρια για να υποστηρίξουμε αυτό που γράφει ο Koder, ότι η ρωμαϊκή ταυτότητα αποτελούσε «κρατική συνείδηση». Οι περιγραφές του Μ. Φωτίου μιλούν για ένα πολιτειακό πλαίσιο που προσφέρει το ευγενικό και δοξασμένο όνομα των Ρωμαίων, ακόμη και έναντι χρημάτων. Αυτή η παράμετρος είναι σημαντική διότι η απόκτηση ρωμαϊκής ταυτότητας καταγράφεται και ως δυνατότητα κρατικής συναλλαγής. Έτσι, υπάρχει το περιθώριο να αντιληφθούμε μια διαφορά στο περιεχόμενο κεντρικής και τοπικής ταυτότητας για πληθυσμούς με ισχυρό ιστορικό υπόβαθρο όπως οι Έλληνες: από τη μία η υπερηφάνεια για τη συμμετοχή σε μια ευνομούμενη, ισχυρή πολιτεία και από την άλλη η υπερηφάνεια για ένα σύνολο προγονικών αγαθών όπως η γλώσσα, η μυθολογία, τα αρχαία μνημεία για τους πολλούς, αλλά και τα γράμματα, η επιστήμη, η φιλοσοφία για τους εγγράμματους.

 

5. Επίλογος και κάποιες απαντήσεις σε οπαδούς του Καλδέλλη

Αντί άλλου επιλόγου θα σχολιάσουμε κάποιες απόψεις οπαδών του Καλδέλλη επάνω στις προσεγγίσεις μας:

1) Διακρίνοντας την ταυτότητα σε τοπική και κεντρική μάλλον οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ενός Βυζαντίου που ήταν άεθνο ή έστω δεν ευνοούσε κάποια εθνοτική ταυτότητα.

2) Αν όμως το Βυζάντιο ευνοούσε την ρωμαϊκή εθνοτική ταυτότητα με κέντρο τη Νέα Ρώμη, τότε διακρίνοντας την ταυτότητα σε τοπική και κεντρική οδηγούμαστε στις απόψεις των νεοπαγανιστών, ότι οι Έλληνες εξουσιάζονταν από τους Ρωμαίους.

 

Ασφαλώς, οι παρατηρήσεις αυτές είναι άστοχες, κάτι που οφείλεται σε ελλιπή κατανόηση. Παρά ταύτα, θα κάνουμε ένα σχόλιο.

 

1) Καταρχάς επιλέξαμε να μην επιμείνουμε σε αναλύσεις για τον χαρακτηρισμό «εθνική ταυτότητα» που δίνει ο Καλδέλλης, ώστε να μην εμπλακούμε στις αμέτρητες θεωρητικολογίες που έχουν εμφανιστεί για την έννοια του έθνους. Γι’ αυτό πήγαμε απευθείας στην ουσία: τι ισχυρίζεται ο Καλδέλλης για τη βυζαντινή ταυτότητα και τι γράφουν οι ‘ημικές’ πηγές. Με τον τρόπο αυτό ξεφύγαμε και από την παγίδα των συγκρίσεων (π.χ. Η.Π.Α.) αφού κανένα παράδειγμα δεν ταιριάζει απόλυτα με την ταυτότητα του Βυζαντίου.

Κατά συνέπεια, αν για χάρη της συζήτησης θέλουμε να μιλήσουμε για την περίοδο αυτή με όρους «έθνους», τότε το Βυζάντιο για την περίοδο που μιλάμε ούτε «άεθνο» ήταν, ούτε «πολυεθνικό», αλλά είχε μια ταυτότητα που αποτελούσε σύνθεση από στοιχεία δύο «εθνών», ρωμαϊκά και ελληνικά. Στις πηγές δεν υπάρχει τίποτα πέρα από μία και μόνο ταυτότητα με τρεις αλληλοσυμπληρούμενους άξονες (Ρωμαϊκότητα, Χριστιανισμός, Ελληνισμός) που ο καθένας είχε τη δική του θέση στη συνείδηση του Βυζαντινού πολίτη. Άρα μιλάμε για μια ταυτότητα που είναι λάθος να την ονομάσουμε είτε αμιγώς «ρωμαϊκή» (όπως κάνει ο εθνομηδενισμός), είτε αμιγώς «ελληνική» (όπως κάνει ο εθνοκεντρισμός), είτε αμιγώς «χριστιανική» (όπως λένε νεοπαγανιστές ή θεοκράτες).

Με απλά λόγια:

- Ο βυζαντινός όταν έλεγε «είμαι Χριστιανός», ούτε απέρριπτε, ούτε αγνοούσε τα ρωμαϊκά και ελληνικά στοιχεία της ταυτότητας του.

- Ο βυζαντινός όταν έλεγε «είμαι Έλληνας» ή «Γραικός», ούτε απέρριπτε, ούτε αγνοούσε τα ρωμαϊκά και χριστιανικά στοιχεία της ταυτότητας του.

- Ο βυζαντινός όταν έλεγε «είμαι Ρωμαίος», ούτε απέρριπτε, ούτε αγνοούσε τα χριστιανικά και ελληνικά στοιχεία της ταυτότητας του.

(ελπίζουμε ότι πλέον δεν έχει θέση σε σοβαρές συζητήσεις η επιχειρηματολογία περί βυζαντινής «απόρριψης» των ελληνικών στοιχείων με τη δικαιολογία ότι το «έλλην» χρησιμοποιήθηκε και με τη σημασία του «ειδωλολάτρης»: βλ. ΕΔΩ για την παιδεία ή ΕΔΩ για την αντιστροφή του επιχειρήματος. Οι βυζαντινοί ήξεραν πολύ καλά να διαχωρίζουν την ειδωλολατρική θεολογία από τα λοιπά γράμματα, την επιστήμη, τις κλασικές φόρμες, το σεβασμό για τη σκέψη των αρχαίων σοφών: βλ. ΕΔΩ το παράδειγμα της «Βιβλιοθήκης» του Μ.Φωτίου, βλ. επίσης τα «Κεφάλαια Θεολογικά» του Μάξιμου Ομολογητή [PG 91,721-1017], μια τεράστια συλλογή από κρίσεις και απόψεις για ποικίλα θέματα που άντλησε από την αρχαία γραμματεία. Βλ. επίσης και ΕΔΩ, ΕΔΩ ή ΕΔΩ).

 

2) Η διάκριση ανάμεσα σε κεντρική και τοπική ταυτότητα, δεν έχει καμία σχέση με τις ανοησίες των «νεοπαγανιστών» που θεωρούν τους Έλληνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως λαό «κατακτημένο» όπως με τουςΟθωμανούς.

Οι γηγενείς Έλληνες της αυτοκρατορίας ήταν υπερήφανοι για το όνομα Ρωμαίος, όμως στο κομμάτι της κεντρικής βυζαντινής ταυτότητας, ο άξονας του ελληνισμού προβάλλεται με προοδευτική ένταση στο πέρασμα του χρόνου. Μπορεί να ονομάζουμε ολόκληρη την πολιτειακή δομή από το 324 ως Βυζάντιο, αλλά κυρίως από τον 7ο αι. εμφανίζεται για τους Ρωμαίους της Ανατολής ο αυτοπροσδιορισμός «Γραικοί» ή «Έλληνες», με τον δεύτερο να παρουσιάζει και αυτός αυξανόμενη προβολή από τον 13ο αιώνα και μετά.

Οι πηγές δεν επιτρέπουν να θεωρήσουμε ότι η αντίληψη για την τοπική ταυτότητα του γηγενή Έλληνα της ύστερης αρχαιότητας, που κάποια στιγμή λαμβάνει και το όνομα Ρωμαίος, ταυτίζεται πάντα απόλυτα με την αντίληψη της κεντρικής ταυτότητας που εκφράζει η πολιτειακή και πνευματική ηγεσία, η οποία πολλές φορές αισθάνεται ισχυρότερη θέληση, δέσμευση ή καθήκον να εξωτερικεύει τις αξίες της πολιτειακής ρωμαϊκότητας.

Αυτή τη διαφοροποίηση τοπικής και κεντρικής ταυτότητας βλέπουμε π.χ. στον Ζώσιμο, που γράφει ότι επί Αλάριχου, «οι Έλληνες [τοπική ταυτότητα] υπέφεραν εξαιτίας της πλεονεξίας των Ρωμαίων [κεντρική ταυτότητα]». Επίσης, στον 6ο αιώνα, το γεγονός ότι αναγκάζεται να νομοθετεί στα ελληνικά, δυσαρεστεί τον Ιουστινιανό [κεντρική ταυτότητα] ενώ ο Ιωάννης Λυδός επιδίδεται σε καταστροφολογίες, προβληματισμένος από τον θρίαμβο της ελληνικής γλώσσας εις βάρος της λατινικής [κεντρική ταυτότητα].

Επιπλέον, στον 5ο αι., ο έμπορος στη διήγηση του Πρίσκου, αν και υπήρξε Ρωμαίος, εντούτοις συστήνεται ως «Γραικός το γένος» [τοπική ταυτότητα], ενώ και ο Κορίνθιος του 810 μ.Χ. παρακάμπτει την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη και προσευχόμενος στον Θεό ζητά «τους Έληνας προαιρού» [τοπική ταυτότητα] και όχι «τους ρωμαίους».

 

Άρα, στη διάρκεια της προοδευτικής προβολής του ελληνισμού μπορούμε να αποδεχτούμε ακόμα και αισθήματα αμηχανίας από εκπροσώπους του κέντρου, που βλέπουν ότι στοιχεία της παλαιάς λατινορωμαϊκής ταυτότητας φαίνονται πιο έντονα πλέον στους φραγκολατίνους, παρά στην Ανατολή που επηρεάζεται όλο και περισσότερο από τον ελληνισμό.

Έτσι, αναδείξαμε ότι η συνέχεια του ελληνισμού (παρά τις αλλαγές και επιρροές που δέχτηκε) εντοπίζεται και γεωγραφικά στα προαιώνια ελληνικά εδάφη. Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού δηλαδή, δεν προκύπτει από την υπόθεση ότι «όλοι οι Βυζαντινοί ήταν Έλληνες» από το 324 έως το1453 όπως προσπάθησε να δείξει ο εθνοκεντρισμός.

Επιπλέον, με βάση τις πηγές, καταρρίπτεται η διαβόητη θεωρία περί… «εξαφανισμένων» Ελλήνων, που τους «ξαναβρήκαμε» δήθεν μετά τον 13ο αι. Αυτό ήταν ένα εσφαλμένο συμπέρασμα όσων παρασύρθηκαν από την έντονη παρουσία του «Έλλην» στις πηγές από τον 13ο αι. και εξής.

Οι Έλληνες, αντιθέτως, ήταν πάντα στη… θέση τους, απλώς οι πηγές ασχολούνταν ελάχιστα με τις επαρχίες. Γι’ αυτό, μελετητές όπως ο Βρυώνης, ο Χαρανής και άλλοι, έδειξαν ότι κάποιοι οφείλουν να ξεκολλήσουν το βλέμμα τους από τη σταδιακή προβολή του ελληνισμού στην κεντρική ταυτότητα και να το στρέψουν και στην τοπική ελληνική ταυτότητα που εξακολουθούσε να είναι παρούσα στις «υποβαθμισμένες» ελληνικές επαρχίες του Βυζαντίου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το όνομα «Ρωμαίος» δεν είχε υψηλή αξία και για τους τοπικούς αυτούς πληθυσμούς.

 

Δυτικά του Νέστου υπήρχαν… «Ρωμαίοι»;

Αν και θα τα δούμε σε επόμενο άρθρο πιο αναλυτικά, τα παρακάτω τεκμήρια απαντούν και στην έμπνευση του blogger σμερδιάκωφ, που «αναρωτήθηκε» πρόσφατα «αν δυτικά του Νέστου οι πληθυσμοί θεωρούνταν Ρωμαίοι»! Για να βγάλει αυτό το απίθανο συμπέρασμα, βασίζεται αυθαίρετα και σε ένα χωρίο του Πορφυρογέννητου που λέει ότι επί Μιχαήλ Γ΄ (842-867) ο στρατηγός Πελοποννήσου, «πάντας μεν τους Σκλάβους και λοιπούς ανυποτάκτους του θέματος Πελοποννήσου υπέταξε»[9].

Το επιχείρημα φυσικά είναι εντελώς αστείο, διότι:

α) Πρωταγωνιστές στη σλαβική εισβολή είναι οι Σλάβοι και τα «ελληνικά έθνη», ο κυρίαρχος δηλ. πληθυσμός του οποίου εδάφη καταλαμβάνουν οι επήλυδες. Άρα τα «ελληνικά έθνη» είναι τα θύματα της εισβολής.

β) Το ίδιο συμβαίνει και με τους «Γραικούς» στον Πορφυρογέννητο· είναι τα θύματα των σλαβικών εξεγέρσεων.

γ) Αποτελεί λοιπόν εξωφρενισμό του blogger, να μετατρέπει ξαφνικά τους πρωταγωνιστές των πηγώνελληνικά έθνη» και «Γραικούς») σε κάποιους ανώνυμους «λοιπούς»(!) και να βαφτίζει τα θύματα των Σλάβων ως… «ανυπότακτους»!

δ) Θα μπορούσαν κάλλιστα αυτοί οι «λοιποί» να είναι κάποιοι από τον «λαόν

σύμμικτον Καφήρους τε και Θρακησίους και Αρμενίους και λοιπούς από διαφόρων τόπων τε και πόλεων επισυναχθέντας» που η βυζαντινή εξουσία εγκατέστησε στη Λακεδαίμονα όπως μας λέει το Χρονικό της Μονεμβασίας[10].

 

Αξίζει πάντως να σημειώσουμε ότι ο ίδιος blogger, μέχρι πρότινος ισχυριζόταν ότι οι απανταχού Έλληνες «είχαν εξαφανιστεί» και «μετατραπεί σε Ρωμαίους». Τώρα όμως που γίνεται φανερό ότι οι θεωρίες του Καλδέλλη δεν στέκουν και τόσο καλά, σκαρφίζεται οτιδήποτε για ν’ αποφύγει την ιστορική πραγματικότητα όπως το, «αν δυτικά του Νέστου οι πληθυσμοί θεωρούνταν Ρωμαίοι»…

 

 

(βλ. επίσης και το προηγούμενο εικονογραφημένο τεκμήριο με τους Μιχαήλ και Νικήτα Χωνιάτη που αφορά τους Αθηναίους).

Στην πορεία του χρόνου, η προοδευτική αύξηση της επιρροής του ελληνισμού στο βυζαντινό κέντρο ήταν τέτοια, ώστε μετά την πτώση της ρωμαϊκής τάξης πραγμάτων (1453) οι μεταβυζαντινοί να αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμαίοι, Γραικοί ή Έλληνες, «τρεις συνήθεις ονομασίες με τις οποίες αναφέρονταν στους εαυτούς τους ή τους ομογενείς τους [που] ήταν ουσιαστικά ταυτόσημες»[11] (βλ. και τα σχετικά άρθρα μας ΕΔΩ και ΕΔΩ).


 

[1] Βλ. τόμο ‘Έλλην, Ρωμηός, Γραικός’, σελ. 132.

[2] Βλ. τόμο ‘Έλλην, Ρωμηός, Γραικός’, σελ. 83.

[3] Στο ίδιο.

[4] Παρά το γεγονός ότι επί Εικονομαχίας, η αυτοκρατορική αιρετικότητα της Ανατολής, έδωσε την ευκαιρία στη Δύση να παίξει τον ρόλο της ορθόδοξης και με την αφορμή αυτή να διεκδικήσει για τον εαυτό της πολιτικά οφέλη, όμως με το τέλος της Εικονομαχίας, το σχήμα ορθόδοξη ελληνορωμαϊκότητα σε σύγκρουση με την ρωμαιοκαθολική λατινορωμαϊκότητα ισχύει μέχρι το τέλος.

[5] Βλ. J. Koder στον τόμο ‘Έλλην, Ρωμηός, Γραικός’, σελ. 80.

[6] Βλ. τόμο ‘Έλλην, Ρωμηός, Γραικός’, σελ. 97-98.

[7] Βλ. στον ίδιο τόμο (‘Έλλην, Ρωμηός, Γραικός’, σελ. 99) και το σχόλιο της Θ. Παπαδοπούλου: «Η σπανιότητα στη χρήση του [Γραικός] δεν σχετίζεται με υποτιμητικό ή μειωτικό χρωματισμό του ονόματος. Πιθανόν να αποφεύγεται επειδή συνείρει το λατινικό Graecus, το οποίο συνδέεται με την αμφισβήτηση εκ μέρους των δυτικών ηγεμόνων της ρωμαϊκής κρατικής κληρονομιάς και ιδεολογίας των Βυζαντινών».

[8] Για τις σχετικές πηγές που αναφέρονται στην εικόνα βλέπε:

α) Λατινικό κείμενο: Liudprandi, «Relatio de Legatione Constantinopolitana», Patrologia Latina 136,909C-938A,

β) Αγγλική μετάφραση: Ernest Henderson, «Select Historical Documents of the Middle Ages», London 1910, σελ. 442-477,

γ) Ελληνική μετάφραση: Ζαμπέλιος Σπυρίδων, «Βυζαντιναί μελέται», εν Αθήναις 1857, σελ. 515-574 (βλ. και ΕΔΩ).

[9] «De administrando imperio» (ed. Jenkins Romilly), CFHB 1, Dumbarton Oaks, Washington 1967, σελ. 238.13

[10] Νίκος Βέης, «Περί της Κτίσεως της Μονεμβασίας Χρονικόν», Βυζαντίς 1 (1909), σελ. 70γ.

[11] Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Πώς αυτοπροσδιορίζονταν οι υπό ξένη κυριαρχία Έλληνες», στον τόμο ‘Έλλην, Ρωμηός, Γραικός’, σελ. 263.

Δημιουργία αρχείου: 21-5-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 21-5-2019.

ΕΠΑΝΩ