Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Μαθήματα Ορθής Σκέψης

Σύγχυση Επιστημονικών και γνωστικών αρμοδιοτήτων * Πίστη και Επιστήμη στην Ορθόδοξη Γνωσιολογία * Εντοπισμός τών αξιωμάτων τού θέματος * Εντοπισμός των περιορισμών μας * Σωστή χρήση των πηγών

Οριοθέτηση στις συζητήσεις

περί Φυσικής και "Μεταφυσικής"

Του Χρήστου Γιανναρά

 

Πηγή: Επιφυλλίδα, από την Εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής 20-1-2008, σελ. 29.

http://news.kathimerini.gr

 

Το ακόλουθο απόσπασμα άρθρου, μας βοηθάει να θέσουμε ορθά και χωρίς λογικά άλματα τα θεμέλια για τέτοιου είδους συζητήσεις και χωρίς τις συνήθεις συγχύσεις που ακούμε ή διαβάζουμε, από όσους δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν τα διαφορετικά πεδία, και αγνοούν παντελώς την Ελληνική φιλοσοφική παράδοση 2.500 ετών!

Ο συγκεκριμένος προβληματισμός για τα όρια φυσικής και μεταφυσικής έχει στην ελληνική γλώσσα, θα έλεγε κανείς, το φυσικό του «πεδίο»: τις έτοιμες προδιαγραφές για γόνιμη άρθρωση και δόμηση των όποιων καινούργιων δεδομένων, προτάσεων, οριοθετήσεων, οπτικών κομίζει η σημερινή επιστήμη και έρευνα.

Ό,τι ονομάζουμε «κριτική σκέψη» (ο έλεγχος εγκυρότητας της εμπειρικής μας γνώσης, ο τρόπος να ξεχωρίζουμε το πραγματικό από το φαντασιώδες) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα. Μας υποχρεώνει λοιπόν, τουλάχιστον η γλώσσα (περισσότερο και από τη δεοντολογία του δημόσιου διαλόγου) να οριοθετήσουμε με λογική συνέπεια τον προβληματισμό μας, να κρίνουμε - διακρίνουμε τις πραγματικές, όπως και τις νοηματικές, διαφορές.

Να πούμε με σαφήνεια ότι είναι άλλο το θρησκευτικό φαινόμενο, η θρησκεία ως έκφανση άλογης, ενστικτώδους ορμής για ψυχολογική θωράκιση του εγώ. Και άλλο, πολύ διαφορετικό πεδίο η μεταφυσική, δηλαδή τα ερωτήματα που ξεκινάνε μετά την παρατήρηση, το πείραμα, τη μαθηματική αποδεικτική – ερωτήματα αναπάντητα με τις επιστημονικές μεθόδους της φυσικής.

Η οριοθέτηση έγινε πριν από είκοσι πέντε αιώνες από τον Αριστοτέλη και ισχύει – με αυτήν συνεννοούμαστε οι άνθρωποι: Η φυσική σπουδάζει τα δεδομένα στην αισθητή πραγματικότητα υπαρκτά, πιστοποιεί σχήμα, όγκο, βάρος, μέγεθος, χρώμα, σύνθεση, δομή, ηλικία, «το ποτέ και το πού και την κίνησιν» – παρέχει γνώση θετική, προσιτή στον κάθε παρατηρητή που παρατηρεί κάτω από ίδιες συνθήκες. Ομως δεν είναι η φυσική που θα απαντήσει σε ερωτήματα για την αιτιώδη αρχή και το σκοπούμενο τέλος του κάθε υπαρκτού ή του συνόλου των υπαρκτών, δεν είναι κάτι τέτοιο μέσα στις δυνατότητες των μεθόδων της, δεν είναι ο ρόλος της.

Τα ερωτήματα για την αιτία και τον σκοπό προκύπτουν από τη θεώρηση των υπαρκτών όχι ως προς τα αισθητά, μετρητά τους ιδιώματα, αλλά μόνο ως προς το γνώρισμά τους να υπάρχουν. Τι σημαίνει να «υπάρχει» κάτι και τι το να «μην υπάρχει». Τι είναι το «υπάρχειν» και ποιο το «νοημά» του (η αιτία και ο σκοπός του). Τα ερωτήματα για το υπαρκτό ως υπαρκτό, ως γεγονός μετοχής στην ύπαρξη ανήκουν σε έναν γνωστικό χώρο μετά-τη-φυσική, χώρο που τον σπουδάζει η φιλοσοφία στον βασικό της κλάδο: την οντολογία (λόγο περί του όντος, περί του υπαρκτού ως υπαρκτού), η λεγόμενη και μεταφυσική.

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα της οντολογίας - μεταφυσικής δεν βασίζονται στις αποδεικτικές μεθόδους της φυσικής, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παραβιάζουν τις προϋποθέσεις της κριτικής σκέψης. Είναι ερμηνευτικές προτάσεις συγκροτημένες με ορθή συλλογιστική (με τους κανόνες του «ορθώς διανοείσθαι διά το ορθώς κοινωνείν») συνοψίζοντας και γνωστικές δυνατότητες όπως η διαίσθηση, η αφαιρετική αναγωγή, η αναλογική συσχέτιση. Δεν είναι προτάσεις αυθαίρετες ούτε αξιωματικές (δογματικές), προτείνονται για να γίνουν δεκτές ή να απορριφθούν ανάλογα με το πόσο ικανοποιούν την κοινή λογική εμπειρία. Φιλοσοφικά ρεύματα, σχολές ή παραδόσεις διατυπώνουν οντολογικές προτάσεις που επιβιώνουν ή όχι, ανάλογα με το πόσο ικανοποιούν την ανθρώπινη αναζήτηση.

Οντολογικές - μεταφυσικές προτάσεις διατυπώνονται και από ορισμένες θρησκευτικές παραδόσεις – όχι από όλες, υπάρχουν θρησκείες χωρίς μεταφυσική ή με παιδαριώδη μεταφυσική (όπως π.χ. ο Ισλαμισμός, πολλές φονταμενταλιστικές «χριστιανικές» σέκτες κ.λπ.). Αν επιχειρήσουμε να συναγάγουμε οντολογικές προτάσεις από επιστημονικά συμπεράσματα της φυσικής, το αποτέλεσμα είναι πάντοτε κάποια αφελή και δογματικά ιδεολογήματα. Το ίδιο προκύπτει και αν επιχειρήσουμε από μεταφυσικές προτάσεις να συναγάγουμε επιστημονικές ερμηνείες της πραγματικότητας.

Το συναρπαστικό που συμβαίνει, στα τελευταία εκατό περίπου χρόνια, είναι μια σύγκλιση όχι «απόψεων» ή «θέσεων» αλλά γλωσσών: της γλώσσας που διαμορφώνεται προκειμένου να εκφραστούν οι όποιες θεωρήσεις της πραγματικότητας προκύπτουν από την κβαντομηχανική ή και από τις μη-ευκλείδειες γεωμετρίες, τη θεωρία της σχετικότητας, το θεώρημα της μη-πληρότητας (του Gždel) κ.λπ. Και από την άλλη μεριά, της γλώσσας οντολογικών προτάσεων όπως η προσωποκεντρική του «βυζαντινού» Χριστιανισμού ή η μηδενιστική του Heidegger.

Η διολίσθηση σε αφέλειες, όπως: να αποδείξουμε επιστημονικά ότι υπάρχει Θεός ή ότι δεν υπάρχει Θεός, να αναζητάμε την «εξελικτική διαδικασία» που παρήγαγε τον Θεό(!) ή να καταφεύγουμε στη δογματική, μεταφυσική αρχή της «τυχαιότητας» για να αποφύγουμε το πρόβλημα της αιτιώδους αρχής και του σκοπούμενου τέλους των υπαρκτών, σίγουρα δεν προάγει ούτε την επιστήμη ούτε τη φιλοσοφία.

Δημιουργία αρχείου: 28-1-2008.

Τελευταία μορφοποίηση: 8-7-2020.

ΕΠΑΝΩ