Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά θέματα

Η καταδίκη των αιρετικών ως κομπογιαννιτών και ο αθεϊσμός τών αν-ορθοδόξων * Έχουμε τον ίδιο Θεό με τους μη Χριστιανούς; * Θαύματα σε άλλες θρησκείες * Αληθής Θεός και θαυματοποιεία με "εις άτοπον απαγωγή"

Σχετικισμός στην Εκκλησία και την θεολογία

Το λάθος να εξισώνονται οι αιρέσεις με την αλήθεια

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση", τεύχος 253 - Αύγουστος 2017.

Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr

 

Ένα σημαντικό και χαρακτηριστικό ρεύμα τής εποχής μας είναι ο λεγόμενος σχετικισμός ή σχετικοκρατία ή ρελατιβισμός (αγγλικό relativism). Το θέμα αυτό το εξετάζω στο παρόν άρθρο από την πλευρά τής θεολογίας. Όμως, πρέπει να δούμε και την φιλοσοφική και ηθική άποψη τού θέματος.

Ο όρος σχετικισμός προσδιορίζει το ότι δεν υπάρχουν «κάποιες καθολικές αρχές» που ισχύουν για όλους, ότι η ανθρώπινη γνώση είναι «σχετική, συμβατική, υποκειμενική». Ο σχετικισμός προσδιορίζεται ακόμη με τον σκεπτικισμό, τον αγνωστικισμό, τον φαινομενισμό, τον υποκειμενισμό, την πιθανοκρατία κ.α.

Υπάρχουν δύο τύποι τού σχετικισμού, ήτοι ο γνωσιακός και ο ηθικός.

Ο γνωσιακός σχετικισμός υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν καθολικές αλήθειες στον κόσμο, απλώς υπάρχουν μερικές ερμηνείες τού κόσμου. Θεωρείται ότι ο φιλόσοφος Πρωταγόρας εξέφρασε πρώτος τέτοιες απόψεις με το αξίωμα «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Στην συνέχεια οι Σοφιστές ήταν εκείνοι που υποστήριξαν ότι υπάρχει ο υποκειμενισμός, σύμφωνα με τον οποίο υπάρχουν τόσες αλήθειες όσες και τα άτομα. Επίσης, συνέδεαν την αλήθεια ή το ψέμα ανάλογα με τις ομάδες τών ανθρώπων. Έτσι, η αρρώστια για τους αρρώστους είναι κακό, ενώ αντίθετα για τους γιατρούς είναι καλό.

Ο ηθικός σχετικισμός υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν «καθολικές ηθικές αρχές», αφού όλες οι αρχές συνδέονται με τον πολιτισμό και την ατομική επιλογή. Ο Ηρόδοτος έδειξε ότι οι λαοί έχουν ποικιλία στην διαφορετικότητα τών ηθών και τών ηθικών αξιολογήσεων. Μέσα σε αυτήν την προοπτική εντάσσεται ο ηθικός μηδενισμός που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν έγκυρες ηθικές αρχές.

Βέβαια, ο σχετικισμός επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, όπως την αισθητική, την φιλοσοφία τής γλώσσας, το δίκαιο, το ωραίο, αφού όλα αυτά είναι υποκειμενικά και διαφέρουν από εποχή σε εποχή, σύμφωνα με τις επιδιώξεις τών ανθρώπων και τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε τόπο.

Το πρόβλημα, πάντως, είναι ότι η σχετικοκρατία έχει εισβάλει και στην θεολογία και την εκκλησιαστική ζωή. Θεωρείται από σύγχρονους θεολόγους ότι δεν υπάρχουν απόλυτες αντικειμενικές αρχές, αλλά όλα είναι σχετικά, όλα προέρχονται από απόψεις διαφόρων ανθρώπων και όλα τελικά αμφισβητούνται. Έτσι, η αλήθεια θεωρείται ως μια υποκειμενική αρχή.

Έγινε γνωστόν σε πολλούς ότι ο προηγούμενος Πάπας που παραιτήθηκε, ο Βενέδικτος Ράντζιγκερ, ήταν πολύ προβληματισμένος από την σχετικοκρατία που επικράτησε και στο Βατικανό, πάνω σε διάφορα θεολογικά και εκκλησιολογικά θέματα, μάλιστα μετά την Β' Βατικανή Σύνοδο και ήταν ένας από τους λόγους που παραιτήθηκε από τον Παπικό θρόνο.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση τού Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου Raymond Panikkar, για την θεολογία τού οποίου ο Αρχιμ. Νικόδημος Φαρμάκης έγραψε μια σημαντική διατριβή με τίτλο «Χριστιανισμός και θρησκείες στη θεολογία τού Raymond Panikkar». Όπως αναλύεται στην διατριβή αυτή οι τρεις τάσεις που διαμορφώθηκαν στην χριστιανική δύση, μάλιστα μετά την Β' Βατικανή Σύνοδο, ήταν: Πρώτον, «η αποκλειστικότητα», σύμφωνα με την οποία «η αποκάλυψη τού Θεανθρώπου είναι μοναδική και η σωτηρία τών ανθρώπων προϋποθέτει την μεταστροφή τους στον Χριστιανισμό. Οι εκτός τού Χριστιανισμού δεν μπορούν να σωθούν, ενώ κατ’ άλλους οπαδούς αυτής τής τάσεως η σωτηρία ανατίθεται στις βουλές τού Κυρίου»∙ δεύτερον «η εμπεριεκτικότητα», «σύμφωνα με την οποία ο Χριστός είναι μεν ο μοναδικός φορέας σωτηρίας, αλλά η σωτηριώδης ενέργεια τού Θεού είναι παρούσα και εκτός τής Εκκλησίας»∙ και τρίτον είναι «ο πλουραλισμός», «σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει η δυνατότητα πολλαπλών αποκαλύψεων τού Θεού, εφ’ όσον και οι άλλες θρησκείες μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες».

Μέσα σε αυτήν την προοπτική ο Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος R. Panikkar από την «αποκλειστικότητα τής εν Χριστώ θείας Αποκαλύψεως» πέρασε στην «εμπεριεκτικότητα» «διανθισμένη συν τω χρόνω με πολλά στοιχεία πλουραλισμού και αποδοχής τής αρχής τής αμοιβαιότητας τών θρησκειών».

Η θεολογική σχετικοκρατία προσβάλλει την βάση και την υποδομή τής ορθοδόξου θεολογίας. Σύμφωνα με αυτήν όλα είναι σχετικά, στην ορθόδοξη θεολογία υπάρχουν πολλές παραδόσεις που καμμιά δεν διεκδικεί το απόλυτο, ότι όλες οι απόψεις για την πνευματική ζωή είναι σχετικές, αφού υπάρχουν πολλές απόψεις, παραδόσεις και ο καθένας μπορεί να επιλέξη όποια επιθυμεί.

Αυτή η άποψη επεκτείνεται και στην θεολογία τών Πατέρων και τών Οικουμενικών Συνόδων, ακόμη και σε αυτήν την εκκλησιολογία, την οποία βλέπουν, μέσα στην προοπτική τού οικουμενισμού. Έτσι, πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι και Κληρικοί θεωρούν ότι όλα είναι ανοικτά και όλα ερμηνεύονται μέσα στην προοπτική τής σχετικοκρατίας. Υποστηρίζουν ότι σε όλες τις Χριστιανικές Ομολογίες υπάρχει θεολογία, δόγμα, αλήθεια, αποστολική παράδοση και διαδοχή, Χάρη στα Μυστήρια κ.α.

Έτσι, αμφισβητείται η αποκλειστικότητα τής ορθοδόξου θεολογίας και παραδόσεως, η απολυτότητα τών δογμάτων και τών αποστολικών παραδόσεων. Μάλιστα, μερικοί φθάνουν στο σημείο να βλέπουν κοινά σημεία μεταξύ τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά και τού Βαρλαάμ, παρά τις Συνοδικές αποφάσεις, κατά τον 14ο αιώνα, και παρά τις αποφάσεις τού «Συνοδικού τής Ορθοδοξίας».

Αυτό είναι πράγματι εξοργιστικό, όταν μερικοί προσπαθούν, εν ονόματι τής σχετικοκρατίας, να εναρμονίσουν την θεολογία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά με την θεολογία τών σχολαστικών θεολόγων.

Επίσης, παρουσιάζεται η άποψη ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας, και μάλιστα όταν αποφάσιζαν σε Οικουμενικές Συνόδους, δεν είχαν καταλάβει τις απόψεις τών αιρετικών και ότι είναι καιρός να διορθωθούν. Έτσι εγράφησαν επιστημονικές εργασίες ότι οι Πατέρες δεν κατάλαβαν τις απόψεις τού Απολλιναρίου, τού Σεβήρου, τού Διόσκουρου, τού Θεοδώρου Μομψουεστίας κ.α. και τους κατεδίκασαν κακώς.

Φαίνεται καθαρά ότι οι Προτεστάντες έχουν μια συμπάθεια στους αιρετικούς που καταδικάσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους, συντάσσουν διάφορες εργασίες πάνω στα θέματα αυτά και δυστυχώς επηρεάζονται και ορθόδοξοι θεολόγοι, λόγω δήθεν νέων επιστημονικών ερευνών.

Ακόμη παρατηρεί κανείς μια τάση σε σύγχρονους Ορθοδόξους Κληρικούς, μοναχούς και θεολόγους να «ορθοδοξοποιούν» με σκοπιμότητα ή κάποια αφέλεια ακόμη και αιρετικά κείμενα ή προδήλως διπλωματικά και δίγλωσσα. Έτσι προσπαθούν να εντοπίσουν τα κοινά στοιχεία ορθοδόξων και ετεροδόξων κειμένων, να τα ερμηνεύουν κατά το δοκούν, και να παραθεωρούν τα σημεία που όντως είναι αρνητικά και προκαλούν.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι μπορεί να διαβάση κανείς βιβλία περί προσευχής που γράφηκαν από ορθοδόξους και μη ορθοδόξους και να μη καταλάβη ότι υπάρχουν σαφέστατες διαφορές. Είπε χαρακτηριστικά σε προφορική του ομιλία:

«Αυτό γίνεται εδώ στην Ελλάδα. Διαβάζουν ευσεβείς και μπορούν να διαβάσουν και κανένα Κίργκεγκαρ, ή κανένα Φραντσέζο, ύστερα διαβάζουν έναν Εγγλέζο, διαβάζουν έναν Γερμανό περί προσευχής, μπορεί να διαβάσουν την ζωή τού Χριστού ενός Ιταλού και να διαβάζουν και τις "Περιπέτειες ενός προσκυνητού" και τον π. Σιλουανό και να μην καταλαβαίνουν ότι υπάρχει διαφορά και τα κάνουν όλα ένα. Όλα τα ανακατεύουν. Όλα μαζί. Μπορεί να πάρουν και ένα βιβλίο που γράφτηκε περί ευσεβείας από τον ίδιο τον διάβολο και να μην το έχουν καταλάβει. Γι’ αυτό χρειάζεται πάρα πολλή προσοχή, προσοχή και πάρα πολλή προσευχή».

Με ενοχλεί πάρα πολύ η προσπάθεια που κάνουν μερικοί Ορθόδοξοι να «ορθοδοξοποιούν» ανορθόδοξα ή και αντορθόδοξα κείμενα, αγνοώντας τις διαφορετικές θεολογικές και εκκλησιολογικές προϋποθέσεις τών κειμένων, καθώς επίσης παραθεωρώντας την ιστορία κάθε κειμένου και τών όρων που χρησιμοποιούν. Αισθάνομαι σαν να γίνεται μια προσπάθεια να εντοπίζη κανείς τα κοινά σημεία μεταξύ τού Μεγάλου Αθανασίου και τού Αρείου, χρησιμοποιώντας μια ιδιαίτερη ερμηνευτική. Μια τέτοια προσπάθεια, αν δεν γίνεται από σκοπιμότητα, τουλάχιστον δείχνει ή άγνοια μεθοδολογίας, προοπτικής και ορολογίας ή μια ευσεβιστική αφέλεια.

Βεβαίως, στους Πατέρες σε μερικά δευτερεύοντα θέματα υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες, αλλά όμως σε κύρια και βασικά ζητήματα υπάρχει ταυτότητα θεολογίας και εμπειρίας. Εκείνο που διαφοροποιείται είναι απλώς η λεκτική διατύπωση τής ίδιας εμπειρίας.

Τα βασικά σημεία που είναι κοινά σε όλη την παράδοση είναι ότι ο Άσαρκος Λόγος στην Παλαιά Διαθήκη, σαρκώθηκε∙ ότι η ερμηνεία τής Παλαιάς Διαθήκης είναι Χριστολογική∙ ότι το μυστήριο τής θείας Οικονομίας βιώνεται μέσα στην Εκκλησία∙ ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα τού ζώντος Χριστού∙ ότι υπάρχει ενότητα μεταξύ Μυστηρίων και τηρήσεως τών εντολών τού Χριστού∙ ότι υπάρχει ταυτότητα θεολογίας και εμπειρίας μεταξύ Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων∙ ότι υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ ακτίστου και κτιστού∙ ότι η μέθεξη τού Θεού είναι μέθεξη τής ακτίστου καθαρτικής, φωτιστικής και θεοπτικής Χάριτος τού Θεού κ.α.

Φαίνεται καθαρά ότι μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν βαθμίδες πνευματικής ζωής, παρατηρούνται εκπτώσεις από την σώζουσα αλήθεια, και στην συνέχεια ενδέχεται να ακολουθήση η μετάνοια, αλλά δεν υπάρχουν διάφορες παραδόσεις, αντίθετες μεταξύ τους.

Είναι άηθες και τελικά αντορθόδοξο να υπονομεύουν μερικοί την διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας, παλαιών και νέων, με το να παρουσιάζουν διάφορα υπαρκτά ή ανύπαρκτα μειονεκτήματα μερικών εκφραστών τής Ορθοδόξου Παραδόσεως. Δεν είναι, για παράδειγμα, δυνατόν να υποτιμά κανείς την εμπειρική διδασκαλία τού Γέροντος Σωφρονίου, επειδή δεν την καταλαβαίνει και επειδή τον υπερβαίνει ή επειδή ήταν Ρώσος κατά την καταγωγή, ενώ πάνω στα θέματα αυτά έχουν δοθή οι δέουσες και καθοριστικές απαντήσεις.

Ζούμε σε μια εποχή στην οποία τα πάντα σχετικοποιούνται στην θεολογική, την εκκλησιαστική και την ασκητική ζωή, όλοι οι αρχηγοί θρησκειών θεωρείται ότι διδάσκουν τα ίδια, η Ορθόδοξη Εκκλησία υποβιβάζεται και θεωρείται ισόκυρη με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, ο λόγος τού Χριστού παρερμηνεύεται και υποτιμάται, γενικά χάνεται το απόλυτο, το οποίο εκφράζεται από τον Χριστό στους Μακαρισμούς Του και σε όλους τους λόγους Του, όπως το ίδιο γίνεται και με την διδασκαλία τών Προφητών, τών Αποστόλων και τών Πατέρων.

Νομίζω ότι το κείμενο αυτό πρέπει να κατακλεισθή από τον λόγο τού Γέροντος Σωφρονίου. Έγραφε στον Μπάλφουρ:

«Προσεύχομαι στον Θεό εσείς να μη πλανηθείτε με όλα αυτά, αλλά να πιστεύετε ακράδαντα με την καρδιά και τον νου ότι υπάρχει πάνω στη γη εκείνη η Μία, Μοναδική και Αληθινή Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος. Η Εκκλησία αυτή διατηρεί αλώβητη και ακέραιη τη διδασκαλία τού Χριστού (και όχι ξεχωριστά μέλη της), κατέχει το πλήρωμα τής γνώσεως και τής χάριτος και είναι αλάθητη».

Και αλλού γράφει:

«Τρία πράγματα δεν μπορώ να κατανοήσω:

1) πίστη χωρίς δόγμα

2) χριστιανισμό έξω από την Εκκλησία

3) χριστιανισμό χωρίς άσκηση.

Και τα τρία αυτά, Εκκλησία, δόγμα και ασκητική, δηλαδή χριστιανική άσκηση, συνιστούν για μένα ενιαία ζωή».

 περισσότερη ακρίβεια τών εκφράσεών τους, σε μελλοντικές τους διατυπώσεις.

Δημιουργία αρχείου: 2-10-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 5-10-2017.

ΕΠΑΝΩ