Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Δογματικά θέματα, Προτεσταντισμός και Ορθόδοξες πρακτικές

Μέρος 2ο: Η Προτεσταντική παρερμηνεία του πδ΄ Κανόνα της Συνόδου της Πενθέκτης // Μέρος 4ο: Νηπιοβαπτισμός, Εκκλησία και Βυζάντιο

ΜΕΡΟΣ Γ΄.

Νηπιοβαπτισμός: «Πλανών Έλεγχος ή Πλανεμένος Έλεγχος;»

Ο Νηπιοβαπτισμός και η θεμελίωσή του: Μαρτυρίες Πατέρων της Εκκλησίας, Εκκλησιαστικών Συγγραφέων και Συνόδων, που επιβεβαιώνουν την αρχαιότητα και την ορθότητά του νηπιοβαπτισμού

Τού Παναγιώτη

Αναδημοσίευση από: http://antiairetikos.blogspot.com/2011/11/blog-post_13.html

Σε κάποιο site υπάρχει ένα άρθρο με τίτλο: “ΠΛΑΝΩΝ  ΕΛΕΓΧΟΣ. ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΕΣ  ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ  ΜΕ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ” (Υπενθυμίζουμε πως όσες φράσεις ή λέξεις τονίζονται με πράσινο χρώμα αποτελούν αυτούσια επιχειρήματα των Προτεσταντών ή παραπέμπουν σε δικές τους σκέψεις και θέσεις, όπως προκύπτουν από το εν λόγω κείμενο περί νηπιοβαπτισμού, ή και από άλλα κείμενα που έχουν αναρτήσει οι ίδιοι στις ιστοσελίδες τους).

Περιεχόμενα

 

1. Προλεγόμενα

Στο παρόν άρθρο θα παραθέσουμε σειρά μαρτυριών οι οποίες τεκμηριώνουν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, ότι ο νηπιοβαπτισμός αποτελεί ορθή και κανονική πράξη της Εκκλησίας, εγκεκριμένη από τους αγίους Πατέρες και βασισμένη στη θεολογική μαρτυρία τους.

Για τις περιπτώσεις εκείνες που οι Προτεστάντες έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις, δημιουργήσαμε κάτω από κάθε σχετική μαρτυρία, μια ενότητα όπου αναιρούμε τις αιτιάσεις τους.

Όποιος διαβάσει προσεκτικά τις μαρτυρίες αυτές, θα διαπιστώσει το χρονικό εύρος και τη σπουδαιότητά τους, και θα βεβαιωθεί κατά τρόπο απόλυτο, ότι η εναντίωση στον νηπιοβαπτισμό αποτελεί αιρετική κακοδοξία και παράβαση της διδασκαλίας των Πατέρων.

 

2. Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού: Γρηγόριος ο Θεολόγος (328 - 390)

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ή Ναζιανζηνός (η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιανουαρίου[1]) αναγνωρίζεται ως Οικουμενικός Διδάσκαλος της Εκκλησίας[2], ένας από τους λεγόμενους «τρεις Καππαδόκες Πατέρες» (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης) και ένας από τους «τρεις Ιεράρχες» (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης Χρυσόστομος). Σπούδασε ρητορική και φιλολογία με εξαιρετικές επιδόσεις[3] και διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως για το διάστημα 379-381[4].

 

1η μαρτυρία (Γρηγόριος Θεολόγος)

Η μαρτυρία με την οποία ξεκινάμε την καταγραφή μας, ανήκει στον Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο οποίος με απόλυτη σαφήνεια, θεμελιώνει τον νηπιοβαπτισμό θεολογικά και αγιογραφικά:

«Τι δ’ αν είποις περί των έτι νηπίων, και μήτε της ζημίας επαισθανομένων, μήτε της χάριτος; ή και ταύτα βαπτίσομεν; Πάνυ γε, είπερ τις επείγοι κίνδυνος. Κρείσσον γαρ αναισθήτως αγιασθήναι, ή απελθείν ασφράγιστα και ατέλεστα. Και τούτου λόγος ημίν, η οκταήμερος περιτομή, τυπική τις ούσα σφραγίς, και αλογίστοις έτι προσαγομένη· ως δε και η των φλιών χρίσις, δια των αναισθήτων φυλάττουσα τα πρωτότοκα. Περί δε των άλλων δίδωμι γνώμην, την τριετίαν αναμείναντας, ή μικρόν εντός τούτου, ή υπέρ τούτο (ηνίκα και ακούσαί τι μυστικόν, και αποκρίνεσθαι δυνατόν, ει και μη συνιέντα τελέως, αλλ’ ουν τυπούμενα), ούτως αγιάζειν και ψυχάς και σώματα τω μεγάλω μυστηρίω της τελειώσεως. Και γαρ ούτως έχει· Του μεν βίου τας ευθύνας τηνικαύτα υπέχειν άρχονται, ηνίκα αν ότε λόγος συμπληρωθή, και το μυστήριον μάθωσι (των γαρ εξ αγνοίας αμαρτημάτων παρά της ηλικίας αυτοίς το ανεύθυνον) τετειχίσθαι δε τω λουτρώ, παντί λόγω λυσιτελέστερον, δια τας εξαίφνης συμπιπτούσας ημίν προσβολάς των κινδύνων, και βοηθείας ισχυροτέρας»[5].

Ας επισημάνουμε εξαρχής, ότι σύμφωνα με τους πατρολόγους Παναγιώτη Χρήστου[6] και Στυλιανό Παπαδόπουλο[7], την διεθνώς αναγνωρισμένη ψηφιακή βιβλιοθήκη TLGThesaurus Linguae Graecae» - University of California, Irvine), αλλά και το έγκριτο λεξικό, «A patristic Greek lexicon» (Oxford - Clarendon Press, 1961)[8], η ομιλία «Εις το άγιον Βάπτισμα» είναι έργο του Γρηγορίου αδιαμφισβήτητης γνησιότητας. Θα ήταν περιττό να επιμείνουμε με επιπλέον αναφορές. Το έργο χρησιμοποιείται σε όλο το εύρος της βιβλιογραφίας και το επικαλούνται ως γνήσιο πλήθος ειδικών, όπως οι Τρεμπέλας, Ματσούκας, Ξεξάκης, Σκουτέρης, Φίλιας, Πατρώνος, Φλορόφσκυ και πολλοί άλλοι.

Η εν λόγω μαρτυρία του Γρηγορίου, σε νεοελληνική μετάφραση από τον Αθανάσιο Παπαθανασίου, έχει ως εξής:

«Τι θα έλεγες όμως για τα νήπια, που δεν συναισθάνονται ακόμη ούτε την πνευματική ζημία ούτε τη χάρη; Θα τα βαπτίσουμε κι αυτά; Και βέβαια θα τα βαπτίσουμε, αν μας βιάζει κάποιος κίνδυνος. Διότι είναι προτιμότερο να αγιάζονται χωρίς να το συναισθάνονται, παρά να πεθάνουν ασφράγιστα και αμύητα. Ως αιτιολογία για κάτι τέτοιο έχουμε την περιτομή που έκαναν οι Εβραίοι την όγδοη ημέρα στα βρέφη (Γεν. 17,12), και η οποία ήταν τυπικό σφράγισμα που δινόταν ακόμα και σ’ όσους δεν είχαν αναπτυγμένη λογική, καθώς και την επάλειψη των ανωφλίων (Εξ . 12,7), δηλαδή τη διαφύλαξη των πρωτοτόκων μέσω των αλόγων. Όσον όμως άφορα τα άλλα βρέφη, έχω τη γνώμη ότι πρέπει να περιμένουμε να γίνουν πρώτα τριών ετών πάνω-κάτω, οπότε θα είναι δυνατό να ακούσουν κάτι μυστηριακό και να ανταποκριθούν, έστω κι αν δεν κατανοούν πλήρως, και τότε να αγιάζονται οι ψυχές και τα σώματά τους με το μεγάλο μυστήριο της τελείωσης. Έτσι είναι η πραγματικότητα. Την ευθύνη του βίου τους αρχίζουν να την έχουν όταν ολοκληρωθεί η λειτουργία του λογικού τους και διδαχτούν το μυστήριο (διότι λόγω ηλικίας είναι ανεύθυνα από τα εξ αγνοίας αμαρτήματα). Αφετέρου, είναι από κάθε πλευρά ωφέλιμο να έχουν θωρακιστεί με το λουτρό, επειδή ανακύπτουν αιφνίδιοι κίνδυνοι ισχυρότεροι από κάθε ανθρώπινη βοήθεια»[9].

Τι πιο ξεκάθαρο θα μπορούσε να περιμένει κάποιος για να ακολουθήσει την συμβουλή του αγ. Γρηγορίου; Είναι σαν να τον έχουμε μπροστά μας και να τον ρωτάμε: «Θα τα βαφτίσουμε τα νήπια»; Κι εκείνος ξεκάθαρα μας απαντά: «Και βέβαια θα τα βαπτίσουμε».

Το βιβλικό-θεολογικό πλαίσιο, είναι και αυτό σαφές. Το βάπτισμα αφορά τα νήπια και τα βρέφη, διότι τύπος του βαπτίσματος είναι η οκταήμερος Περιτομή αλλά και η Σωτηρία των νηπίων, με το σημάδι του αίματος στα ανώφλια. Ο Απ. Παύλος γράφει σχετικά:

«Πίστει πεποίηκε τό πάσχα καί τήν πρόσχυσιν τού αίματος, ίνα μη ο ολοθρεύων τα πρωτότοκα θίγη αυτών» (Εβρ. 11,28).

Από τη στιγμή που τα νήπια δεν μπορούν να ομολογήσουν πίστη, τότε με ποια πίστη σώθηκαν τα πρωτότοκα του Ισραήλ; Μα φυσικά, με την πίστη της οικογενείας τους, η οποία έκανε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να σωθούν τα παιδιά. Έτσι, σώθηκαν χωρίς την συγκατάνευσή τους, και άρα, με τον ίδιο τρόπο μπορούν να λάβουν και το βάπτισμα, σύμφωνα με τον Γρηγόριο.

Να θυμίσουμε πως στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία, που διδάσκει ότι «το βάπτισμα της Κ. Διαθήκης είναι όπως η περιτομή της Π. Διαθήκης», οι Πελαγιανιστές απαντούν στο κείμενο τους με την θέση:

«Καμία σχέση»!

Βλέπουμε όμως καθαρά, ότι η απάντησή τους αυτή καταδικάζεται από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο.

(Σημειώνουμε ότι, στο παρόν άρθρο, δεν θα μπούμε σε λεπτομέρειες σχετικά με το ποια προστασία προσφέρει το βάπτισμα στα νήπια, διότι το θέμα αυτό θα εξεταστεί χωριστά σε επόμενη δημοσίευση που θα αφορά το Προπατορικό Αμάρτημα και τη σημασία του βαπτίσματος).

 

Απαντήσεις στους αιρετικούς σχετικά με την 1η μαρτυρία

Οι Πελαγιανιστές, έχοντας γνώση της μαρτυρίας αυτής και φοβούμενοι να την αποκρύψουν εντελώς καθώς είναι αρκετά γνωστή, έρχονται σε αμηχανία μην ξέροντας πώς να την αντιμετωπίσουν. Δείτε λοιπόν τι έγραψαν για να δικαιολογηθούν:

«Για παράδειγμα ο Γρηγόριος Θεολόγος αν και βαπτίσθηκε σε μεγάλη ηλικία ‘αργότερα ο ίδιος σε διδασκαλία του για το Βάπτισμα ως επίσκοπος, θα ρωτάει: ‘Τι δ’ αν είποις περί των έτι νηπίων και μήτε της ζημίας επαισθανομένων, μήτε της χάριτος; ή και ταύτα βαπτίσομεν;’ Βέβαια τοποθετείται ευνοϊκά στο θέμα του νηπιοβαπτισμού έστω και εισάγοντας ηλικιακό όριο την τριετία ζωής του νηπίου, λέγοντας το απίθανο: ‘του βίου τας ευθύνας τηνικαύτα υπέχειν άρχονται ηνίκα αν ό τε λόγος συμπληρωθεί και μυστήριον μάθωσι!’ ουσιαστικά (ας μη το φοβόμαστε) αυτοαναιρούμενος.  (σ.σ. αυτές οι ανακολουθίες δημιουργούν υποψίες αν είναι γνήσια η αναφορά). Δεν νομίζω ότι θα ζητήσει κανείς ευθύνες από ένα τριετές νήπιο που … μιλάει».

 

Συμπέρασμα πρώτο:

Βλέπουμε καταρχάς ότι γνωρίζουν τη σπουδαία αυτή μαρτυρία του Γρηγορίου, κι όμως αδιαφορούν. Προτιμούν να υβρίσουν και να χλευάσουν τον μέγιστο Πατέρα της Εκκλησίας, παρά να δεχθούν ότι η ανθρωποποίητη διδασκαλία τους είναι αυθαίρετη. Οπότε, ας μην υπάρξει η εντύπωση σε κανέναν ότι πρόκειται για ανθρώπους που μπορούν να δικαιολογηθούν επικαλούμενοι άγνοια. Δυστυχώς, αυτό που μετράει για τους σύγχρονους Πελαγιανιστές είναι τι λένε οι ίδιοι, και όχι τι λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας…

 

Συμπέρασμα δεύτερο:

Λένε ότι με τη φράση, «του βίου τας ευθύνας τηνικαύτα υπέχειν άρχονται ηνίκα αν ό τε λόγος συμπληρωθεί και μυστήριον μάθωσι» δημιουργούνται «υποψίες αν είναι γνήσια η αναφορά» διότι, κατά τη γνώμη τους, ο Γρηγόριος ζητάει «ευθύνες από ένα τριετές νήπιο που … μιλάει».

Επ’ αυτού, έχουμε τρεις απαντήσεις:

Απάντηση 1η: Όχι αγαπητοί προτεστάντες, δεν καταλάβατε καλά… Ασφαλώς και δεν δημιουργούνται «υποψίες αν είναι γνήσια η αναφορά». Είδαμε παραπάνω τεκμηριωμένα τις θέσεις των ειδικών, και αυτό σημαίνει ότι το έργο είναι γνησιότατο. Αφήστε επιτέλους τα γεννητούρια «υποψιών» για κάθε εδάφιο που διαφωνεί με τις αιρετικές διδασκαλίες σας, διότι έτσι, το επίπεδο του διαλόγου οδηγείται εκτός πλαισίων σοβαρότητας.

Απάντηση 2η: Ακόμα όμως κι αν δεχόταν κάποιος να μπει σε συζήτηση, θα έβλεπε ότι τελικά, οι προτεστάντες δεν έχουν τίποτε άλλο να πουν, παρά μόνο σχολιάζουν το αν μπορούν να ζητηθούν «ευθύνες από ένα τριετές νήπιο». Μα σε τι ωφελούνται από αυτό; Ακόμα κι αν ο Γρηγόριος πίστευε ότι γύρω στα τρία έτη λήγει η περίοδος όπου ένα νήπιο πράττει μόνο «αναισθήτως», αυτό σε τι τους απαλλάσσει από το βάρος της ξεκάθαρης μαρτυρίας του περί βαπτίσματος νηπίων και βρεφών;

 Απάντηση 3η: Και βεβαίως, δύσκολα προκύπτει ακόμα και αυτό το συμπέρασμα από το κείμενο, ότι δηλ. ο Γρηγόριος ζητά «ευθύνες από ένα τριετές νήπιο». Διότι το κείμενο λέει, «την ευθύνη του βίου τους αρχίζουν να την έχουν όταν ολοκληρωθεί η λειτουργία του λογικού τους και διδαχτούν το μυστήριο». Όμως, ο Γρηγόριος παραδέχεται ότι το τρίχρονο «δεν κατανοεί πλήρως» («μη συνιέναι τελέως»). Άρα, δεν μπορεί να αναφέρεται στο τριετές νήπιο όταν λέει ότι θα «διδαχτεί το μυστήριο».  Αφού «δεν κατανοεί πλήρως» πώς θα το διδαχτεί; Κατά συνέπεια, το πιθανότερο είναι πως ο Γρηγόριος αναφέρεται γενικά, και λέει ότι θα ζητηθούν ευθύνες από τον άνθρωπο όταν μεγαλώσει και ολοκληρωθούν πλήρως οι νοητικές λειτουργίες του. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί και η φράση: «των γαρ εξ αγνοίας αμαρτημάτων παρά της ηλικίας αυτοίς το ανεύθυνον» (= διότι τα εξ αγνοίας αμαρτήματα δεν δημιουργούν ευθύνη λόγω της ηλικίας). Δεν μπορεί να ζητάει «ευθύνες από ένα τριετές νήπιο», από τη στιγμή που στην ηλικία αυτή, τα «αμαρτήματα δεν δημιουργούν ευθύνη».

 

2η μαρτυρία (Γρηγόριος Θεολόγος)

Βεβαίως, η παραπάνω μαρτυρία του Γρηγορίου δεν είναι η μόνη. Ο άγιος Γρηγόριος επανέρχεται στο θέμα του νηπιοβαπτισμού στα περίφημα «Έπη» του. Αυτά, αποτελούν ένα σύνολο από 408 ποιήματα που έγραψε ο Γρηγόριος προς το τέλος της ζωής του, και ανάλογα με το περιεχόμενο τους μπορούμε να τα κατατάξουμε σε επιτάφια, ιστορικά, επιγράμματα, ηθικά και δογματικά[10].

Σε ένα από αυτά, γραμμένο σε γλώσσα αρχαϊκή, ο άγιος Γρηγόριος επαναλαμβάνει τη θεολογία του για το βάπτισμα των νηπίων:

«Νυν δ΄, ου γαρ με θεόν τεύξεν Θεός, αλλά μ΄ έπηξεν Αμφιρεπή, κλιτόν τε, το και πλεόνεσσιν ερείδει, Ων εν και λοετροίο [= λουτρό, βάπτισμα] βροτοίς χάρις. Ως γαρ όλεθρον Εβραίων ποτέ παίδες υπέκφυγον αίματι χριστώ, Το φλιάς εκάθηρεν, ότ΄ ώλετο πρωτογένεθλος Αιγύπτου γενεή νυκτί μιή, ως και έμοιγε Σφρηγίς αλεξικάκοιο Θεού τόδε, νηπιάχοις [<= νηπίαχος = το νήπιο] μεν Σφρηγίς [= σφραγίδα], αεξομένοισι δ΄ άκος και σφρηγίς αρίστη, Χριστού φωτοδόταο θεόρυτος»[11].

Η σημαντική αυτή μαρτυρία, σε νεοελληνική μετάφραση σημαίνει:

«Όπως κάποτε τα παιδιά των Εβραίων γλύτωσαν τον θάνατο με το αλειμμένο αίμα στα ανώφλιά τους που εξάγνισε, και της Αιγύπτου τότε η πρωτότοκη γενιά χάθηκε σε μια νύχτα μόνον, έτσι και για μένα, του αλεξίκακου Θεού το βάπτισμα είναι σφραγίδα. Σφραγίδα στα νήπια και άριστη σφραγίδα στους μεγάλους, που ανάβρυσε, και γιατρειά από τον Φωτοδότη Χριστό»[12].

Βλέπουμε λοιπόν ότι η βιβλική θεολογία που συνδέει το βάπτισμα με την προστασία των πρωτότοκων του Ισραήλ, επανέρχεται ως βάση του νηπιοβαπτισμού.

Επίσης, θυμίζουμε αυτό που σημειώσαμε στην εισαγωγή μας, ότι δηλαδή, οι Πελαγιανιστές, έγραψαν ένα κείμενο που ξεπερνάει ίσως τις 20 σελίδες, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι οι ρήσεις των Πατέρων για τις προϋποθέσεις του βαπτίσματος των ενηλίκων, σημαίνουν ταυτόχρονα και δήλωση κατά του νηπιοβαπτισμού.

Βλέποντας λοιπόν την ξεκάθαρη θέση του Γρηγορίου ότι το «το βάπτισμα είναι σφραγίδα» όχι μόνο για τα «νήπια» αλλά και για τους «μεγάλους», κατανοούμε το μέγεθος της πλάνης των προτεσταντών.

Ας προσθέσουμε, ότι σύμφωνα με τον Στυλιανό Παπαδόπουλο[13], την ψηφιακή βιβλιοθήκη TLGThesaurus Linguae Graecae» - University of California, Irvine)[14] και το «A patristic Greek lexicon»[15], το εν λόγω έργο του Γρηγορίου, είναι αδιαμφισβήτητα γνήσιο.

 

3η μαρτυρία (Γρηγόριος Θεολόγος)

Μια τρίτη μαρτυρία του Γρηγορίου του Θεολόγου, βρίσκουμε και πάλι, στο έργο του «Εις το άγιον Βάπτισμα». Και αυτή, θεμελιώνει με σαφήνεια τον νηπιοβαπτισμό όπως και οι προηγούμενες:

«Νήπιον έστι σοι; Μη λαβέτω καιρόν η κακία· εκ βρέφους αγιασθήτω, εξ ονύχων απαλών[16] καθιερωθήτω τω Πνεύματι. Συ δέδοικας [<= δείδω = φοβάμαι] την σφραγίδα δια το της φύσεως ασθενές· ως μικρόψυχος η μήτηρ, και ολιγόπιστος. Η Άννα δε, και πριν ή γεννηθήναι τον Σαμουήλ, καθυπέσχετο τω Θεώ […] Δος αυτώ την Τριάδα, το μέγα και καλόν φυλακτήριον»[17].

Το οποίο, σε μετάφραση σημαίνει:

«Έχεις νήπιον; μη δίδης καιρόν εις την κακίαν- βάπτισέ το από την βρεφικήν ηλικίαν, αφιέρωσέ το εις το Πνεύμα από την ηλικίαν των μαλακών ονύχων. Αλλά συ φοβείσαι (να  του δώσης) το βάπτισμα, επειδή η φύσις του είνε ακόμη ασθενής·  ω μικρόψυχη και ολιγόπιστη μητέρα! Ενώ η Άννα; και πριν να γεννηθή ο Σαμουήλ, τον υπεσχέθη εις τον θεόν […] Δώσε εις το παιδί σου την Τριάδα, το μέγα και καλόν φυλακτόν»[18].

Πρόκειται λοιπόν για μία ακόμη σπουδαία μαρτυρία του Γρηγορίου υπέρ του νηπιοβαπτισμού την οποία μάλιστα επικαλείται και ο άγ. Νεκτάριος Αιγίνης[19].

Είναι λοιπόν γεγονός, ότι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, μέγας Πατέρας της Εκκλησίας, θεμελιώνει τον νηπιοβαπτισμό πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Αν λοιπόν διατηρούν πράγματι ψήγματα ευσέβειας για έναν διδάσκαλο που οι ίδιοι λένε ότι τον τιμούν και τον αποδέχονται, τότε οι Πελαγιανιστές οφείλουν να δείξουν το απαραίτητο θάρρος και να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους ενάντια στον νηπιοβαπτισμό. Ακόμα περισσότερο, ελπίζουμε να μην οδηγηθούν σε χαμηλής ποιότητας δικαιολογίες απέναντι στα προφανή, κάνοντας τα πράγματα ακόμα χειρότερα γι’ αυτούς.

 

3. Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού: Ιωάννης ο Χρυσόστομος (349/50 - 407)

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου[20]) αναγνωρίζεται ως Οικουμενικός Διδάσκαλος της Εκκλησίας[21] και ένας από τους «τρεις Ιεράρχες» (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης Χρυσόστομος). Γεννήθηκε στην Αντιόχεια[22], και σπούδασε κοντά στον εξέχοντα ειδωλολάτρη ρήτορα, Λιβάνιο[23], ο οποίος, σύμφωνα με τον Σωζομενό[24], όταν «έμελλε να πεθάνει και τον ρώτησαν οι φίλοι του, ποιος θα πάρει τη θέση του, λέγεται ότι είπε, ‘Ο Ιωάννης [δηλ. ο Χρυσόστομος], αν δεν τον είχαν αρπάξει οι Χριστιανοί’»[25]. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος διετέλεσε και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 398-404[26]. Ήταν ο άνθρωπος που δεν υποχώρησε σε όλη τη ζωή του ούτε χιλιοστό πίσω από τη γραμμή της Ορθοδοξίας, όποια πίεση, όποια δίωξη, όποια συκοφαντία κι αν αντιμετώπισε στη ζωή του[27]. Ήταν κορυφαίος ρήτορας, εξέχων θεολόγος και ερμηνευτής, υπόδειγμα ασκητή, υψηλών μέτρων ποιμένας και διδάσκαλος[28].

 

4η μαρτυρία (Ιωάννης Χρυσόστομος)

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι ένας ακόμα κορυφαίος Πατέρας της Εκκλησίας που διδάσκει με σαφήνεια τον νηπιοβαπτισμό. Στις «Κατηχήσεις» του, ο Χρυσόστομος δίνει το οριστικό χτύπημα και γκρεμίζει από τη βάση της την ψευδο-θεολογία των σύγχρονων Πελαγιανιστών, λέγοντας με τρόπο ξεκάθαρο:

 «Καίτοι γε πολλοίς δοκεί ότι μόνον αμαρτημάτων άφεσιν έχει η δωρεά, ημείς δε δέκα απηριθμησάμεθα τιμάς. Δια τούτο γουν και τα παιδία βαπτίζομεν καίπερ αμαρτίας ουκ έχοντα ίνα προστεθή αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομία, αδελφότης, το μέλη είναι του Χριστού, το κατοικητήριον γενέσθαι του Πνεύματος»[29].

Που σημαίνει:

«Αν και βέβαια πολλοί νομίζουν ότι η δωρεά παρέχει μόνο άφεση αμαρτημάτων, εμείς όμως απαριθμήσαμε δέκα τιμές. Γι’ αυτό βέβαια και βαπτίζομε τα παιδιά αν και δεν έχουν αμαρτίες, για να προστεθεί σ’ αυτά αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομιά, αδελφότητα, το να είναι μέλη του Χριστού, το να γίνουν κατοκοιτήριο του Πνεύματος»[30].

Βλέπουμε λοιπόν τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο να απαντά ακριβώς και να διαψεύδει τις προτεσταντικές παραχαράξεις, ότι δήθεν «το μωρό δεν χρειάζεται το βάπτισμα διότι δεν επιβαρύνεται με προσωπικές αμαρτίες» και ότι τάχα, το βάπτισμα γίνεται μόνο εις άφεσιν των προσωπικών αμαρτιών. Η θέση του Χρυσοστόμου πέφτει με τέτοια ακρίβεια επάνω στις θέσεις τους, που είναι σαν να τους έχει μπροστά του. Βλέπουν έτσι οι αναγνώστες ότι πηγή της «θεολογίας» των προτεσταντών δεν είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά η αίρεση και ο εαυτός τους. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι αυτοί, ούτε γνωρίζουν, ούτε και ενδιαφέρονται για όσα λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Επιπροσθέτως, αναφέρουμε ότι το έργο αυτό του Χρυσοστόμου σύμφωνα με τον Στυλιανό Παπαδόπουλο[31], αλλά και την έγκυρη ψηφιακή βιβλιοθήκη TLG, είναι απόλυτα γνήσιο. Εδώ οφείλουμε να προσθέσουμε ότι κανονικά περιττεύει κάθε σχόλιο περί γνησιότητας· οι γνώστες της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, και συγκεκριμένα του ζητήματος που δημιούργησε η αίρεση του Πελαγιανισμού, ξέρουν καλά ότι το εδάφιο αυτό του Χρυσοστόμου αποτέλεσε βασικό επιχείρημα ανάμεσα στη συζήτηση Αυγουστίνου και Πελαγιανιστών[32], και έτσι, η γνησιότητά του μπορεί να θεωρείται δεδομένη.

 

Απαντήσεις στους αιρετικούς σχετικά με την 4η μαρτυρία

Ένα σχόλιο θα χρειαστεί να κάνουμε, ως απάντηση σε δικαιολογίες των Πελαγιανιστών, οι οποίοι επικαλούνται εδάφιο του Χρυσοστόμου που αναφέρεται σε κάποιον σχεδόν αναίσθητο ετοιμοθάνατο, με τα εξής λόγια:

«… σαν ακριβώς ξύλο άχρηστο ή λίθος βρίσκεται εκεί ξαπλωμένος μη διαφέροντας καθόλου από νεκρό εκείνος που πρόκειται να βαπτισθεί, ποιά η ωφέλεια από τη μυσταγωγία τη στιγμή που βρίσκεται σε τόση αναισθησία;»[33].

Η προσπάθεια των προτεσταντών να συγκρίνουν τον ετοιμοθάνατο με το νήπιο, είναι ατυχέστατη, και βεβαίως, ο Χρυσόστομος διαψεύδει μια τέτοια σύγκριση. Δεν τον χαρακτηρίζει «αναίσθητο σαν το νήπιο», αλλά, «αναίσθητο σαν τον νεκρό».

Είναι προφανές ότι οι δύο περιπτώσεις δεν συγκρίνονται, διότι ο άγ. Ιωάννης μιλάει για βάπτισμα παιδιών που «δεν έχουν αμαρτίες». Άρα, ποια σύγκριση προσπαθούν να κάνουν ανάμεσα στην «αναισθησία» εκείνου που πέρασε μια ολόκληρη ζωή στην αμαρτία, με το αναμάρτητο νήπιο;! Η αναισθησία του ετοιμοθάνατου είναι κάτι ιδιαιτέρως αρνητικό, διότι η ζωή του τελειώνει και έχει ανάγκη να μετανοήσει για τις προσωπικές αμαρτίες του. Το νήπιο αντιθέτως, βρίσκεται στην αρχή της ζωής του, δεν έχει ανάγκη να μετανοήσει και φυσικά, δεν βαπτίζεται για να καθαρισθεί από προσωπικές αμαρτίες, διότι δεν έχει ούτε μία. Έχει όμως ανάγκη το βάπτισμα για όλους τους λόγους που μας υπαγορεύει παραπάνω ο Χρυσόστομος, αλλά και εκείνους που είδαμε πριν να αναφέρει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.

 

5η μαρτυρία (Ιωάννης Χρυσόστομος)

Εκτός των παραπάνω, ο Χρυσόστομος μας προσφέρει και άλλη σημαντική μαρτυρία που θεμελιώνει τον νηπιοβαπτισμό:

«Η δε ημετέρα περιτομή, η του βαπτίσματος λέγω χάρις, ανώδυνον έχει την ιατρείαν, και μυρίων αγαθών πρόξενος γίνεται ημίν, και της του Πνεύματος ημάς εμπίπλησι χάριτος, και ουδέ ωρισμένον έχει καιρόν, καθάπερ εκεί, αλλ’ έξεστι και εν αώρω ηλικία, και εν μέση, και εν αυτώ τω γήρα γενόμενόν τινα ταύτην δέξασθαι την αχειροποίητον περιτομήν»[34].

Η φράση, «εν αώρω ηλικία», σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, στην ίδια ακριβώς συνάφεια του κειμένου, σημαίνει την βρεφική ηλικία. Διότι λίγους στίχους πιο πριν, ο άγ. Ιωάννης συνδέει το «εν αώρω ηλικία» με την περιτομή, «την εκτομήν της σαρκός»:

«Ότι δια τούτο λοιπόν εξ εκείνου πρόσταγμα γέγονε παρά του Θεού, ώστε εν αώρω τη ηλικία τούτο υπομένειν τους παίδας, ίνα εν αναισθησία την εκτομήν της σαρκός υπομένοντες μηδεμίαν της οδύνης πείραν λάβωσιν»[35].

Φυσικά, η περιτομή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά τύπος του βαπτίσματος, αλλά η χάρη που απορρέει από το βάπτισμα είναι ασύγκριτη σε σχέση με τα ελάχιστα που προσφέρει η περιτομή:

«Εκεί και οδύνη και πόνος εκ του γινομένου, και ουδέν έτερον εκ της περιτομής όφελος ην, ή τούτο μόνον, το διά του σημείου τούτου γνωρίμους αυτούς είναι, και των λοιπών εθνών κεχωρίσθαι»[36].

Δεν μπορεί δηλ. ο Ιουδαίος να επικαλεστεί τυχόν σύγκριση ανάμεσα στα δύο. Τα οφέλη του νηπίου από την περιτομή είναι μηδαμινά,  ενώ τα οφέλη του βρέφους από το βάπτισμα είναι αμέτρητα, διότι το βάπτισμα, «μυρίων αγαθών πρόξενος γίνεται ημίν» ακόμα και «εν αώρω ηλικία».

Θα πρέπει μόνο να παρατηρήσουμε ότι, δυνατότητα βάπτισης «και εν αυτώ τω γήρα» υπάρχει μεν, δεν πρέπει όμως να περιμένει κάποιος μέχρι τις τελευταίες του στιγμές. Είδαμε πιο πριν, ότι ο Χρυσόστομος προσπαθεί να το αποτρέψει αυτό, αλλά και ο Μ. Βασίλειος επίσης (βλ. PG 31,436CD).

Ως προς τον νηπιοβαπτισμό όμως, το μέγεθος της προσωπικότητας του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο αμφισβήτησης της μαρτυρίας του. Μάλιστα, γράφει ο ίδιος:

«Εί μεν πονηρά τα γινόμενα, καν παλαιόν έθος ή κατάλυσον»[37].

Δηλαδή:

«Εάν τα όσα γίνονται είναι πονηρά, ακόμη κι αν είναι παλαιό έθος, κατάργησέ το».

Αυτό σημαίνει ότι ο άγ. Ιωάννης σε καμία περίπτωση δεν θα επικύρωνε τον νηπιοβαπτισμό αν δεν ήταν βέβαιος για την ορθότητά του. Ο απόλυτος και ανυποχώρητος χαρακτήρας του Χρυσοστόμου, αλλά και η ομοφωνία στο ζήτημα αυτό με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, οδηγεί κάθε αμφισβήτηση για τον νηπιοβαπτισμό, έξω από το πλαίσιο ενός σοβαρού διαλόγου.

Επίσης, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τον Παναγιώτη Χρήστου[38], τον Στυλιανό Παπαδόπουλο[39], και την ψηφιακή βιβλιοθήκη TLG, οι ομιλίες «Εις την Γένεσιν» αποτελούν γνησιότατο έργο του Χρυσοστόμου.

 

4. Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού: Βασίλειος ο Μέγας (330 - 378)

Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας (η μνήμη του τιμάται την 1η Ιανουαρίου[40]) αναγνωρίζεται ως Οικουμενικός Διδάσκαλος της Εκκλησίας[41]. Είναι ο ένας από τους λεγόμενους «τρεις Καππαδόκες Πατέρες» (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης) και ο ένας από τους «τρεις Ιεράρχες» (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης Χρυσόστομος). Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας όπου και άρχισε τις πρώτες σπουδές του στη ρητορική σχολή της πόλης. Συνέχισε στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, όπου γνωρίστηκε με τον Γρηγόριο Θεολόγο[42]. Η φήμη του Βασιλείου οφείλεται όχι μόνο στο θεολογικοκηρυκτικό του έργο και στη συμβολή του στη διαμόρφωση της Θ. Λειτουργίας, αλλά και στη διοργάνωση του μοναχισμού, και το τεράστιο κοινωνικό του έργο[43]. Η θεολογία του Βασιλείου, «μία ουσία, τρεις υποστάσεις» δικαιώθηκε απόλυτα, καθώς υιοθετήθηκε από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 381[44].

 

6η μαρτυρία (Μ. Βασίλειος)

Ο Μ. Βασίλειος, σε ομιλία του «Προτρεπτική εις το άγιον βάπτισμα» (PG 31,424-444) μας παραδίδει μια σημαντική μαρτυρία για τον νηπιοβαπτισμό:

«Καιρός δε βαπτίσματος άπας ο των ανθρώπων βίος[45] […] Ο Ιουδαίος την περιτομήν ουχ υπερτίθεται δια την απειλήν, ότι Πάσα ψυχή, ήτις ου περιτμηθήσεται τη ημέρα τη ογδόη εξολοθρευθήσεται εκ του λαού αυτής· συ δε την αχειροποίητον περιτομήν αναβάλλη εν τη απεκδύσει της σαρκός, εν τω βαπτίσματι τελειουμένην[46] […] Ή αγνοείς, ότι τας εσφραγισμένας οικίας ο ολοθρευτής υπερέβαινεν, εν δε ταις ασφραγίστοις κατεφόνευε τα πρωτότοκα;[47]». 

Τα αποσπάσματα αυτά, σε μετάφραση έχουν ως εξής:

«Καιρός όμως διά το βάπτισμα είναι ολόκληρος ο βίος των ανθρώπων[48] […] Ο Ιουδαίος δεν αναβάλλει την περιτομήν εξ αιτίας της απειλής ότι ‘κάθε άνθρωπος που δεν θα περιτμηθή την ογδόην ημέραν, θα εξολοθρευθή από τον λαόν’, εσύ όμως αναβάλλεις την περιτομήν, η οποία δεν γίνεται με χέρι κατά την αποβολήν της σαρκός και τελειώνεται εις το βάπτισμα[49] […] Ή μήπως δεν ηξεύρεις ότι ο εξολοθρευτής άγγελος άφηνε μεν άθικτα τα σημαδευμένα σπίτια, εφόνευε δε εις τα ασφράγιστα, τα πρωτότοκα;[50]».

Καταρχάς, είναι δεδομένη η συμφωνία Βασιλείου και Χρυσοστόμου. Ο Βασίλειος γράφει με τρόπο απόλυτο:

«Καιρός δε βαπτίσματος άπας ο των ανθρώπων βίος».

Και ο Χρυσόστομος το ίδιο:

«Η του βαπτίσματοςχάρις […] ουδέ ωρισμένον έχει καιρόν […] και εν αώρω ηλικία, και εν μέση, και εν αυτώ τω γήρα»[51].

Να σημειώσουμε ότι κάθε αντίστοιχη έκφραση στα έργα του Μ. Βασιλείου που αφορά τον «ανθρώπινον βίον» έχει πάντα τη σημασία της διάρκειας της ανθρώπινης ζωής. Για παράδειγμα:

«Καν γαρ όλον τις είποι τον ανθρώπινον βίον, σμικρότατόν εστι διάστημα παντελώς συγκρίσει εκείνου του απεράντου αιώνος του εν ταις ελπίσιν αποκειμένου» (PG 32,588B).

Επιπλέον, εξίσου σαφής είναι και η ταύτιση της θεολογίας Βασιλείου και Γρηγορίου Θεολόγου, που όπως είδαμε, θεμελιώνουν τον νηπιοβαπτισμό στην περιτομή των βρεφών την όγδοη ημέρα και στην επάλειψη των ανωφλιών που προστάτεψε τα νήπια χωρίς την συγκατάνευσή τους.

Ας αναφέρουμε επίσης, ότι σύμφωνα με τους πατρολόγους Παναγιώτη Χρήστου[52] και Στυλιανό Παπαδόπουλο[53], την ψηφιακή βιβλιοθήκη TLG, και το έγκριτο λεξικό, «A patristic Greek lexicon»[54], η ομιλία «Προτρεπτική εις το άγιον βάπτισμα» είναι έργο του Βασιλείου αδιαμφισβήτητης γνησιότητας.

 

5. Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού: Ισίδωρος Πηλουσιώτης (360 - 437)

Ο άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης (η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου) ήταν πρόσωπο με αξιόλογη συγγραφική δράση, γεγονός που του εξασφάλισε φήμη σπουδαίου επιστολογράφου, έγκυρου πνευματικού συμβούλου και ερμηνευτή. Το πλήθος των επιστολών και η κοινωνική σπουδαιότητα των παραληπτών, δείχνουν πως ο Ισίδωρος ήταν πρόσωπο κύρους στην ευρύτερη περιοχή δράσης του[55].

 

7η μαρτυρία (Ισίδωρος Πηλουσιώτης)

Ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης, στην επιστολή του προς τον «κόμητα Ερμίνο, για τη χάρη του αγίου βαπτίσματος», μας δίνει άλλη μία, πολύ σημαντική μαρτυρία για τον νηπιοβαπτισμό και τη θεολογία του:

«Επειδή γέγραφέ σου η μεγαλόνοια βουλομένη μαθείν δι’ ην αιτίαν τα βρέφη αναμάρτητα όντα βαπτίζεται, αναγκαίον ωήθην αντεπιστείλαι. Τινές μεν ουν σμικρολογούντές φασιν, ότι τον διά την παράβασιν του Αδάμ διαδοθέντα τη φύσει ρύπον αποπλύνονται. Εγώ δε και τούτο μεν γίνεσθαι πιστεύω, ου μην μόνον […] ότι ου φάρμακον ελάβομεν αντίρροπον του τραύματος μόνον, ως οίονται σμικρολόγοι τινές και της θείας μεγαλοδωρεάς αναίσθητοι, αλλά και ευμορφίαν και τιμήν και δόξαν και αξιώματα και πολλώ την ημετέραν υπερβαίνοντα αξίαν. Μη τοίνυν, ώ φίλος, νόμιζε αμαρτιών μόνο αναιρετικόν είναι το βάπτισμα, αλλά και υιοθεσίας και θείας συγγενείας και αλλών μυρίων»[56].

Που σημαίνει:

«Επειδή η μεγαλοψυχία σου μου έγραψε θέλοντας να μάθει, γιατί τα βρέφη, ενώ είναι αναμάρτητα, βαπτίζονται, θεώρησα απαραίτητο να σου απαντήσω. Μερικοί λοιπόν που εξετάζουν το πράγμα σχολαστικά λένε, ότι βαπτίζονται για να καθαρίσουν την ακαθαρσία που, εξαιτίας της παράβασης του Αδάμ, διαδόθηκε στην ανθρώπινη φύση, εγώ όμως πιστεύω ότι κι αυτό γίνεται, αλλ’ όχι μόνο αυτό […] δεν ελάβαμε φάρμακο ανάλογο προς το τραύμα μας μόνο, όπως νομίζουν μερικοί μικροπρεπείς και αναίσθητοι στη θεία μεγαλοδωρία, αλλά και ομορφιά και τιμή και δόξα και αξιώματα, που ξεπερνούν κατά πολύ τη δική μας αξία. Να μη νομίζεις λοιπόν, φίλε μου, ότι το βάπτισμα καταργεί μόνο τις αμαρτίες, αλλά χορηγεί και τα αγαθά της υιοθεσίας και της συγγένειας με τον Θεό, και άπειρα άλλα …»[57].

Νομίζουμε ότι είναι περιττό να πούμε, πως η μαρτυρία αυτή του Ισιδώρου Πηλουσιώτη βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τις ρήσεις του Χρυσοστόμου: το βάπτισμα χορηγεί «μύρια» αγαθά στον άνθρωπο και βεβαίως, είναι λάθος η άποψη ότι το βάπτισμα «καταργεί μόνο τις αμαρτίες». Έτσι λοιπόν, στις αυθαίρετες «θεολογίες» των προτεσταντών ότι δήθεν, το βάπτισμα γίνεται μόνο για άφεση των προσωπικών αμαρτιών, ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης απαντά ότι αυτοί που σκέφτονται έτσι, είναι «μερικοί μικροπρεπείς και αναίσθητοι στη θεία μεγαλοδωρία». Σύμφωνα με τον άγ. Ισίδωρο, το βάπτισμα στα νήπια γίνεται όχι φυσικά για τις προσωπικές τους αμαρτίες (αφού δεν έχουν καμία), αλλά για την γιατρειά του προπατορικού αμαρτήματος, και το πλήθος των δωρεών που λαμβάνει ο άνθρωπος.

 

6. Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού: Άλλες σημαντικές μαρτυρίες

Όπως καταλαβαίνει κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης, ακόμα κι αν εδώ έκλεινε το άρθρο μας, και πάλι, το ζήτημα της νομιμότητας του νηπιοβαπτισμού στην Εκκλησία θα μπορούσε να θεωρηθεί λήξαν. Η προσπάθεια των Πελαγιανιστών έχει ήδη αποδειχθεί πλήρως πλανεμένη και αποτυχημένη. Διαβάζοντας τα παραπάνω αλλά και όσα ακολουθούν, φαντάζει έξω από κάθε λογική το πώς τόλμησαν να γράψουν φράσεις όπως, «ορισμένοι Πατέρες της Εκκλησίας δήθεν μίλησαν για  το νηπιοβάπτισμα» ή, «μοναδικός υποστηρικτής του νηπιοβαπτίσματος, ένας αιρετικός».

Δηλώνοντας αδυναμία να κατανοήσουμε το μέγεθος της προτεσταντικής προχειρότητας, θα συνεχίσουμε την παράθεση των σχετικών, περί νηπιοβαπτισμού, μαρτυριών.

 

8η μαρτυρία (Σύνοδος της Καρθαγένης, 419 μ.Χ.)

Η σύνοδος της Καρθαγένης συνεκλήθη το 419 μ.Χ., θέσπισε 133 κανόνες και στις εργασίες της, που διήρκεσαν έξι χρόνια, συμμετείχαν περισσότεροι από διακόσιοι επίσκοποι[58]. Ο 110ος κανόνας της Συνόδου αυτής, σε απόλυτη συμφωνία με τους Πατέρες της Εκκλησίας επικυρώνει τον νηπιοβαπτισμό (στο «Πηδάλιον» του Νικοδήμου η αρίθμηση είναι ΡΚΑ΄). Μάλιστα, οι Κανόνες της Καρθαγένης απέκτησαν για τους Ορθοδόξους Οικουμενικό κύρος από τον 2ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου.

Όπως είδαμε, οι Πελαγιανιστές (όπως και οι σύγχρονοι μιμητές τους) ισχυρίζονταν ότι οι άνθρωποι δεν κληρονομούν τίποτε από την προγονική αμαρτία του Αδάμ που να χρειάζεται να γιατρευτεί από το βάπτισμα. Αυτό ακριβώς εντοπίστηκε από τον 110ο Κανόνα της Καρθαγένης και καταδικάστηκε:

«Οστισδήποτε τα μικρά και νεογέννητα εκ των γαστέρων των μητέρων βαπτιζόμενα αρνείται ή λέγει […] μηδέν δε εκ της του Αδάμ έλκειν προγονικής αμαρτίας […] ανάθεμα είη»[59].

Άρα λοιπόν, οποιοσδήποτε αρνείται να βαφτίζονται τα μικρά και νεογέννητα από τις κοιλιές των μητέρων ή λέει […] ότι δεν κληρονομούν τίποτε από την προγονική αμαρτία του Αδάμ […] να αναθεματίζεται.

Αυτή λοιπόν είναι μια ξεκάθαρη καταδίκη, με κύρος Οικουμενικό, από την Ορθοδοξία, απέναντι στις πλανεμένες δοξασίες των προτεσταντών/πελάγιανιστών.

Γιατί όμως η Ορθοδοξία μιλά για «άφεση αμαρτιών», ακόμα και όταν εννοούμε το προπατορικό αμάρτημα το οποίο δεν αποτελεί προσωπική αμαρτία και δεν εμπεριέχει συνενοχή;

Ο 110ος Κανόνας της Καρθαγένης απαντά:

«Επειδή ουκ άλλως δει νοήσαι το ειρημένον τω αποστόλω· Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους διήλθεν, εν ω πάντες ήμαρτον, ει μη ον τρόπον η καθολική Εκκλησία, η πανταχού διακεχυμένη και ηπλωμένη, αεί ενόησε».

Οφείλουμε λοιπόν να ονομάζουμε το προπατορικό αμάρτημα ως «αμαρτία» και να μιλάμε για «άφεση αμαρτιών», επειδή έτσι το ονομάζει ο Απόστολος Παύλος (το ειρημένον τω αποστόλω) στο Ρωμ. 5,12, όπου διδάσκει ότι «δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και δια της αμαρτίας ο θάνατος». Άρα, δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όρους διαφορετικούς από τον Παύλο, όμως, το εδάφιο αυτό, θα το κατανοήσουμε μόνο (ουκ άλλως δεί νοήσαι) με τον τρόπο που και η Εκκλησία το κατανόησε και το δίδαξε (ον τρόπον η καθολική Εκκλησία, η πανταχού διακεχυμένη και ηπλωμένη, αεί ενόησε).

 Έτσι λοιπόν, δεν θα πρέπει να συγχέουμε την καταδίκη του Πελαγιανισμού με μια δήθεν επικύρωση της διδασκαλίας του Αυγουστίνου όπως λένε οι προτεστάντες. Επ’ αυτού, σημειώνει ο καθ. Βλάσιος Φειδάς:

«Η επικύρωση όμως της καταδίκης του Πελαγιανισμού δεν σήμαινε οπωσδήποτε και την επικύρωση της διδασκαλίας του I. Αυγουστίνου. Αυτήπαρουσίαζε από την άλλη πλευρά ανάλογα προβλήματα, αφού τόνιζε με περίεργη πράγματι μονομέρεια τον θείο κυρίως παράγοντα στη σωτηρία του ανθρώπου. Η καταδίκη οπωσδήποτε σήμαινε την οριστική αποδοκιμασία του Πελαγιανισμού τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή»[60].

 

Απαντήσεις στους αιρετικούς σχετικά με την 8η μαρτυρία

Οφείλουμε στο σημείο αυτό να δώσουμε κάποιες απαντήσεις στην προτεσταντική επίθεση κατά της Εκκλησίας:

«Η ίδια σύνοδος στον πδ’ κανόνα ορίζει την καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών δείχνοντας ότι οι άνθρωποι αυτοί πλέον είχαν προσχωρήσει στην αποστασία».

Όπως θα γνωρίζουν οι αναγνώστες, δεν υπάρχει προσφιλέστερος όρος στο προτεσταντικό λεξιλόγιο από τον όρο «αποστασία», που σημαίνει ότι κάποια στιγμή η Εκκλησία «έφυγε από τον σωστό δρόμο». Πως γίνεται να λέει ο Χριστός ότι η Εκκλησία είναι σώμα Του με κεφαλή τον Ίδιο (Εφεσ. 1,22-23), και παρά ταύτα να «αποστατεί», αυτό ουδείς μπορεί να καταλάβει. Πρόκειται λοιπόν για μια φαντασίωση κάθε αιρετικής ομάδας που θέλει να ελκύσει οπαδούς με την αιτιολογία ότι αποτελεί την «καθαρή» Εκκλησία. Κάθε μία από τις διάφορες ομάδες βεβαίως, τοποθετεί την «αποστασία» σε όποιο χρονικό σημείο την εξυπηρετεί καλύτερα (ξεκινώντας από τον 2ο αιώνα και φτάνοντας και στον 4ο-5ο) και μέσα στο καλαθάκι της «αποστασίας» βάζουν και επιλεκτικά όποιον Πατέρα της Εκκλησίας τολμά να διδάσκει αντίθετα με αυτούς.

Ασφαλώς, η δικαιολογία τους ότι η Σύνοδος της Καρθαγένης «ορίζει την καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών» είναι ψευδής.

Ο Κανόνας που επικαλούνται λέει:

«Ομοίως ήρεσεν αιτηθήναι από τών ενδοξοτάτων βασιλέων, ίνα τα λείψανα τής ειδωλολατρίας, μη μόνον τα εν ξοάνοις, αλλά και εν οιοισδήποτε τόποις ή άλσεσιν ή δένδροις, παντί τρόπω εξαλειφθώσιν»[61].

Και υπάρχει ένας ακόμη παρόμοιος Κανόνας, ο ΞΖ΄, που αναφέρει:

«Ών χάριν αιτήσαι δει τους θρησκευτικωτάτους βασιλείς, ώστε τα εγκαταλείμματα τών ειδώλων τα κατά πάσαν την Αφρικήν κελεύσαι παντελώς ανακοπήναι, και γαρ εν πολλοίς τόποις παραθαλασσίοις και διαφόροις κτήσεσιν ακμάζει έτι τής πλάνης ταύτης η αδικία, ίνα παραγγελθώσι και αυτά απαλειφθήναι, και οι ναοί αυτών, οι εν τοις αγροίς και αποκεκρυμμένοις τόποις χωρίς τινος ευκοσμίας καθεστώτες, παντί τρόπω κελευσθώσι καταστραφήναι»[62].

Και ας δούμε και έναν ακόμη Κανόνα, τον πγ΄ (87ο στο «Πηδάλιον») που αναφέρεται σε γκρέμισμα αυθαίρετων χριστιανικών ναΐσκων και θα βοηθήσει στα συμπεράσματά μας:

«Ομοίως ήρεσεν, ίνα τα πανταχού ανά τους αγρούς και τους αμπελώνας θυσιαστήρια, ωσανεί εις μνήμην μαρτύρων καθιστάμενα, εν οις ουδέ έν σώμα ή λείψανον μαρτύρων αποκείμενα δείκνυνται, από τών εντοπίων επισκόπων, ει έστι δυνατόν, καταστρέφωνται»[63].

 

Συμπέρασμα πρώτο:

Όπως βλέπουμε, τα εν λόγω κείμενα δεν «ορίζουν» τίποτε απολύτως! Το μόνο που αναφέρεται, είναι ότι η Εκκλησία θέλει να κάνει αίτημα αιτηθήναι», «χάριν αιτήσαι») προς τον αυτοκράτορα για να καθαριστεί η ύπαιθρος από εγκαταλελειμμένα υπολείμματα ειδωλολατρικών βωμών, τών οποίων η διασπορά άκμαζε ακόμα. Τα κείμενα είναι σαφέστατα, και μιλούν για «λείψανα» και «εγκαταλείμματα», όπως ξύλινα αγάλματα/ξόανα και άλλα πρόχειρα ναΐδρια «χωρίς τινος ευκοσμίας» που βρίσκονται διάσπαρτα στην ύπαιθρο, σε χωράφια, πιθανόν σε σπήλαια(;) («αποκεκρυμμένοις τόποις») επάνω ή γύρω από δένδρα, σε παραλίες κ.λπ., τα οποία ζητάνε από τον αυτοκράτορα, αν γίνεται, να καθαριστούν.

 

Συμπέρασμα δεύτερο:

Η ηπιότητα της Συνόδου είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Ενώ στον Κανόνα πγ΄ αναθέτει στους τοπικούς Επισκόπους να καθαρίσουν τους πρόχειρους χριστιανικούς ναούς που είχαν ανεγερθεί αυθαίρετα από δεισιδαίμονες χριστιανούς «δήθεν για τη μνήμη των μαρτύρων», την ίδια στιγμή δεν δίνει την παραμικρή δικαιοδοσία στους Χριστιανούς να αγγίξουν ούτε καν τα παρατημένα ειδωλολατρικά υπολείμματα.

Επιπροσθέτως, αξίζει να αναφέρουμε την σχετική μελέτη του κανονολόγου Παν. Μπούμη, σύμφωνα με τον οποίο, «… ως αιτήματα-υπομνήματα, οι διατάξεις αυτές της Καρθαγένης δεν αποτελούν καν πραγματικούς κανόνες»[64].

Άρα λοιπόν, οι Πελαγιανιστές με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να αποφύγουν το δεδομένο: οι αποφάσεις της Καρθαγένης θεμελιώνουν τον νηπιοβαπτισμό όπως ακριβώς και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.

Όταν λοιπόν καταφεύγουν σε τέτοια παραχάραξη των Κανόνων, είναι προφανής η αμηχανία τους και η επείγουσα ανάγκη τους για πρόχειρες δικαιολογίες.

 

9η μαρτυρία (Θεοδώρητος Κύρου, 393-466 μ.Χ.)

Ο Θεοδώρητος Κύρου ήταν ένας αξιόλογος θεολόγος κι ερμηνευτής αλλά και ταλαντούχος συγγραφέας[65]. Μετά από μια περίοδο θεολογικών παρεξηγήσεων[66], στις οποίες ο ίδιος πάντα διατηρούσε την πεποίθηση ότι ομιλεί ως Ορθόδοξος[67], αποδέχτηκε «την ορθόδοξη χριστολογία, που διατυπώθηκε οριστικά στην Δ΄ Οικουμ. Σύνοδο (451), η οποία τον ονόμασε ‘ορθόδοξον διδάσκαλον’ της Εκκλησίας»[68].

Κατά συνέπεια, η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού από τον Θεοδώρητο Κύρου είναι απολύτως Ορθόδοξη και βρίσκεται στο ίδιο μήκος με αυτές των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας. Η μαρτυρία του περιέχεται σε ένα από τα τελευταία του έργα, στο αντι-νεστοριανό του κείμενο με τίτλο, «Αιρετικής κακομυθίας επιτομή»[69]:

«Ου γαρ ως οι φρενοβλαβείς Μεσσαλιανοί νομίζουσι ξυρόν [ξυράφι] μόνον μιμείται το βάπτισμα, τας προγεγενημένας αφαιρούμενον αμαρτίας. Τούτο γαρ εκ περιουσίας χαρίζεται. Ει γαρ τούτο μόνον έργον ην του βαπτίσματος, ανθ’ ότου τα βρέφη βαπτίζομεν ουδέπω της αμαρτίας γευσάμενα; Ουδέ γαρ τούτο μόνον επαγγέλλεται το μυστήριον, αλλά τα τούτων μείζω και τελεώτερα αραβών γαρ εστι των μελλόντων αγαθών, και της εσομένης αναστάσεως τύπος, και κοινωνία των Δεσποτικών παθημάτων, και μετουσία της Δεσποτικής αναστάσεως, και ιμάτιον σωτηρίου, και χιτών ευφροσύνης, και στολή φωτοειδής, μάλλον δε αυτό φως»[70].

Σε πλήρη ομοφωνία με τη Θεολογία των μεγάλων Πατέρων, βλέπουμε ότι το βάπτισμα είναι πολλά περισσότερα και όχι απλά ένα ξυράφι που αφαιρεί τις αμαρτίες, όπως πρέσβευαν οι ανά τους αιώνες αιρετικοί (όπως και οι σύγχρονοι Πελαγιανιστές). Ο Θεοδώρητος μάλιστα, απορεί με την αφέλεια των αιρετικών που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, και στην ουσία διερωτάται: αν το βάπτισμα απλά και μόνο λύτρωνε τον άνθρωπο από τις προσωπικές του αμαρτίες, δεν καταλαβαίνουν οι αιρετικοί ότι δεν θα υπήρχε λόγος να βαπτίζει η Εκκλησία και τα βρέφη που είναι αναμάρτητα;

Όπως είδαμε, αυτή ακριβώς την κακοδοξία καταδικάζει και ο Χρυσόστομος, ο οποίος έγραφε, «πολλοί νομίζουν ότι η δωρεά [του βαπτίσματος] παρέχει μόνο άφεση αμαρτημάτων». Το βάπτισμα όμως δεν είναι μόνο μια τελετή άφεσης προσωπικών αμαρτιών αλλά ανεξάντλητη πηγή δωρεών, σημείο στο οποίο ο Θεοδώρητος ακολουθεί ακριβώς τον Χρυσόστομο αλλά και τους λοιπούς Πατέρες.

 

10η μαρτυρία: (Συμεών ο νέος Θεολόγος, 957-1035 μ.Χ.)

Όπως θα παρατηρούν οι αναγνώστες, η αναφορά μας στον Συμεών νέο Θεολόγο, αποτελεί μια εξαίρεση όσον αφορά την χρονική περίοδο δράσης του που είναι ο 10ος αιώνας. Ασφαλώς, στην εποχή του, ο νηπιοβαπτισμός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος. Όμως, ο μοναδικός λόγος για τον οποίο επικαλούμαστε τη μαρτυρία του αγίου Συμεών, είναι η προκλητική δήλωση των αιρετικών:

«Η μυθολογία του νηπιοβαπτίσματος ξεσκεπάζεται από τον άγιο Συμεών, Νέο Θεολόγο»!

Είναι απίστευτη η προχειρότητα των ανθρώπων αυτών. Και για να τη διαπιστώσουμε, αξίζει να δούμε τη σχετική μαρτυρία του αγ. Συμεών για τον νηπιοβαπτισμό:

«Οι γαρ το βάπτισμα σό σον λαβόντες εκ νηπίων / και αναξίως ζήσαντες τούτου κατά τον βίον / έξουσι το κατάκριμα πλείον των αβαπτίστων, / ως είπας, ενυβρίσαντες στολήν σου την αγίαν·/ και τούτο, Σώτερ, βέβαιον και αληθές γινώσκων, / δέδωκας την μετάνοιαν εις κάθαρσιν δευτέραν /και όρον ταύτης τέθηκας του Πνεύματος την χάριν, / ήνπερ εν τω βαπτίσματι ελάβομεν το πρώτον· / και γαρ ου μόνον ύδατι την χάριν είπας είναι, / αλλά και μάλλον Πνεύματι Τριάδος επικλήσει. / Επεί ουν βεβαπτίσμεθα παίδες αναισθητούντες, / ως ατελείς και ατελώς δεχόμεθα την χάριν, / της πρώτης παραβάσεως λαμβάνοντες την λύσιν»[71].

Άρα λοιπόν, ο άγιος Συμεών όχι μόνο μας βεβαιώνει ότι και ο ίδιος βαπτίστηκε ως νήπιο, αλλά επιπλέον, αναφέρεται στον νηπιοβαπτισμό ως κάτι σύνηθες και αυτονόητο. Επιπλέον, θεολογεί επάνω στον νηπιοβαπτισμό, και μας λέει ότι το βάπτισμα ελευθερώνει το νήπιο από το προπατορικό αμάρτημα της πρώτης παραβάσεως λαμβάνοντες την λύσιν»).

 

7. Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού: Οι αρχαιότερες μαρτυρίες

11η μαρτυρία: (Ερμάς, έργο «Ποιμένας», 100-140 μ.Χ.)

Οι Πελαγιανιστές, επικεντρώνονται αρκετές φορές στις αρχαίες μαρτυρίες περί νηπιοβαπτισμού, προσπαθώντας να τις αντικρούσουν. Ως προς το έργο «Ποιμένας» του Ερμά, λένε διάφορα, στο παρόν όμως άρθρο μας ενδιαφέρουν όσα λένε για τα νήπια και τα βρέφη:

«Αναφέρουμε μόνο από τον Ερμά […] Όλα τα βρέφη είναι δοξασμένα κοντά στον Θεό και σε πρώτη θέση δίπλα του».

Με την παραπάνω πρότασή τους, οι προτεστάντες ισχυρίζονται ότι ο Ερμάς διδάσκει πως τα βρέφη δεν χρειάζονται το βάπτισμα. Όπως ήταν αναμενόμενο όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά…

Πράγματι, ως προς τα βρέφη, λέει μεν ο Ερμάς ότι «τα βρέφη ένδοξα εστι παρά τω Θεώ»[72], όμως αποσιωπούν οι Πελαγιανιστές το κυριότερο.

Αυτή η διήγηση του Ερμά, αφορά κάποιο όραμα που είδε, το οποίο κατόπιν ερμηνεύεται. Το όραμα αυτό λοιπόν, του δείχνει ότι υπάρχουν δώδεκα όρη/βουνά, και επάνω στο δωδέκατο όρος βρίσκονται οι πιστοί που είναι αθώοι σαν τα βρέφη και τα νήπια:

«Εκ δε του όρους του δωδεκάτου του λευκού οι πιστεύσαντες τοιούτοί εισιν· ως νήπια βρέφη εισίν κ.λπ.»[73].

Τι «ξέχασαν» όμως να μας πουν; Ότι σε όλα τα όρη, και στα δώδεκα, όσοι κατοικούσαν ήταν ήδη σφραγισμένοι με το βάπτισμα, άρα και τα βρέφη που βρίσκονταν στο δωδέκατο όρος:

«Τα όρη ταύτα δώδεκά εισι φυλαί αι δώδεκα φυλαίδώδεκα έθνη εισί πάντα τα έθνη τα υπό τον ουρανόν κατοικούντα, ακούσαντα και πιστεύσαντα επί τω ονόματι εκλήθησαν του υιού του θεού. Λαβόντες ουν την σφραγίδα μίαν φρόνησιν έσχον και ένα νουν, και μία πίστις αυτών εγένετο και μία αγάπη, και τα πνεύματα των παρθένων μετά του ονόματος εφόρεσαν»[74].

Έτσι λοιπόν, ο ψευδής ισχυρισμός των αιρετικών ότι τα βρέφη που αναφέρει ο Ερμάς δεν χρειάζονται βάπτισμα, γυρνά εναντίον τους, διότι, τα βρέφη αυτά που βρίσκονται στο δωδέκατο όρος, σύμφωνα με τον Ερμά ήταν ήδη σφραγισμένα με το βάπτισμα! Διότι μην ξεχνάμε ότι για τον Ερμά, το βάπτισμα αποτελεί σφραγίδα: «Έλαβοντην σφραγίδαη σφραγίς ουν το ύδωρ εστίν»[75].

Έτσι λοιπόν προκύπτει με σαφήνεια ότι ο Ερμάς δεν έχει κανένα πρόβλημα να μιλήσει για σφραγισμένα με το βάπτισμα νήπια και βρέφη, παρά το γεγονός ότι δεν μπορούν πρώτα να πιστέψουν.

 

12η μαρτυρία: (Ειρηναίος, 130/140 - 202 μ.Χ.)

Αναμενόμενο ήταν και το γεγονός ότι αμφισβητούν και την μαρτυρία του Ειρηναίου, που την εντάσσουμε όχι στις έμμεσες, αλλά στις ξεκάθαρες μαρτυρίες περί νηπιοβαπτισμού. Μας λέει λοιπόν ο Ειρηναίος:

«Διότι αυτός [ο Χριστός] ήρθε στη γη για να μας σώσει όλους δι’ Αυτού -όλους, λέγω, που θα αναγεννηθούν δι’ αυτού εν Θεώ- νήπια παιδιά, εφήβους, νέους και γέρους. Ήλθε λοιπόν για κάθε ηλικία, γενόμενος νήπιος για τα νήπια, καθαγιάζοντας το παιδί για τα παιδιά..., γενόμενος προς αυτά ταυτόχρονα παράδειγμα ευσεβείας, αρετής και ταπείνωσης (Κατά Αιρέσεων, 2· PG 7,783-784)»[76].

Υπενθυμίζουμε καταρχάς, πως οι αιρετικοί είναι βέβαιοι ότι τα νήπια, «μπορούν να σωθούν χωρίς να χρειάζονται το βάπτισμα».

Όμως, αν τα βρέφη πηγαίνουν απευθείας στον παράδεισο, χωρίς να χρειάζεται να μεσολαβήσει οτιδήποτε, τότε γιατί δεν σώζονται απευθείας, αλλά λέει ο Ειρηναίος ότι χρειάζεται πρώτα να αναγεννηθούν; Αυτή η αναγέννηση λοιπόν, κάτι θα πρέπει να σημαίνει, και δεν μπορεί να είναι ούτε η πίστη, ούτε η διδασκαλία, διότι τα νήπια δεν μπορούν ούτε να πιστέψουν συνειδητά, ούτε να κατανοήσουν.

Έτσι λοιπόν, ο Ειρηναίος μας διδάσκει ότι ο Χριστός ήρθε για να μας σώσει, και λέει ότι θα το κάνει αυτό με την αναγέννησή μας εν Θεώ, και αυτή η αναγέννηση, αφορά και τα νήπια.

Αν όμως οι Πελαγιανιστές, διάβαζαν τον Ειρηναίο στο σύνολό του, θα έβλεπαν την ξεκάθαρη διδασκαλία του ότι η οδός της «εις Θεόν αναγεννήσεως» περνά υποχρεωτικά διαμέσου «του βαπτίσματος»! Διότι στο πλήρες σχετικό απόσπασμα, ο Ειρηναίος ελέγχει κάποιους κακόδοξους που αρνούνται ότι το βάπτισμα αναγεννά εις Θεόν:

«Οσοι γαρ εισι ταύτης τής γνώμης μυσταγωγοί, τοσαύται απολυτρώσεις. Και ότι μεν εις εξάρνησιν τού βαπτίσματος της εις Θεόν αναγεννήσεως, και πάσης τής πίστεως απόθεσιν υποβέβληται το είδος τού [τούτο] υπό τού Σατανά, ελέγχοντες αυτούς απαγγελούμεν εν τω προσήκοντι τόπω»[77].

Όπως λοιπόν σημειώνει και ο καθ. Ανδρέας Θεοδώρου:

«Το βάπτισμα είναι ‘’η σφραγίς της αιωνίου ζωής και η εν Θεώ αναγέννησίς μας, ώστε να καταστώμεν δι’ αυτού […] τέκνα του αιωνίου Θεού […] Κατά τον Ειρηναίον τα νήπια δύνανται ομοίως να δεχθούν την αναγεννητικήν και σωτήριον ενέργειαν του βαπτίσματος. Τούτο εξυπακούεται δι’ όσων λέγει ο Ιερός Πατήρ περί του Χριστού ελθόντος εις τον κόσμον, ίνα σώση όλους τους ανθρώπους: ‘’omnes inquam, qui per eum renascuntur in Deum, infantes, et parvulos, et pueros, et juvenes, et seniores’’ […] Το βάπτισμα, λοιπόν, είναι απαραίτητον διά την σωτηρίαν όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων»[78].

Θα λέγαμε μάλιστα ότι κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Ειρηναίος, ένας από τους σπουδαιότερους Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας, ερμηνεύει με βάση το βάπτισμα, την παρακάτω περικοπή:

«Ο Ιησούς του είπε: ‘Σε βεβαιώνω, πως αν δε γεννηθεί κανείς ξανά, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού’. Τον ρώτησε ο Νικόδημος: ‘Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ηλικιωμένος πια να γεννηθεί ξανά; Μήπως μπορεί να μπει στην κοιλιά της μάνας του και να γεννηθεί άλλη μια φορά;’ Ο Ιησούς του απάντησε: ‘Σε βεβαιώνω πως αν κανείς δε γεννηθεί απ’ το νερό κι από το Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού. Ό,τι γεννιέται από τον άνθρωπο είναι ανθρώπινο, ενώ ό,τι γεννιέται από το Πνεύμα είναι πνευματικό’» (Ιω. 3,2-7).

 

13η μαρτυρία (Ιππόλυτος, 170-235 μ.Χ.)

Άλλη μία αρχαία μαρτυρία περί του νηπιοβαπτισμού είναι αυτή του Ιππολύτου από το έργο του «Αποστολική Παράδοσις». Για να εξετάσουμε τη μαρτυρία αυτή, μια που το έργο δεν σώζεται στα ελληνικά[79], χρησιμοποιήσαμε δύο αγγλικές μεταφράσεις, του B. S. Easton The Apostolic Tradition of Hippolytus», Cambridge 1934) και των G.Dix - H. Chadwick The treatise on the Apostolic tradition of of St. Hippolytus of Rome», London 1968), οι οποίες προτείνονται και από την επιστημονική βιβλιογραφία[80].

Ο B. S. Easton μεταφράζει:

«They shall remove their clothing. And first baptize the little ones; if they can speak for themselves, they shall do so; if not, their parents or other relatives shall speak for them. Then baptize the men»[81].

Αυτό σημαίνει:

«Θα αφαιρέσουν τα ενδύματά τους. Και πρώτα, βαπτίστε τα μικρά· αν αυτά μπορούν να μιλήσουν για λογαριασμό τους, θα το κάνουν· αν όχι [δηλ. αν δεν μπορούν να μιλήσουν για λογαριασμό τους], οι γονείς τους ή άλλοι συγγενείς θα μιλήσουν αντί γι’ αυτά. Μετά, βαπτίστε τους άνδρες».

Παρόμοια είναι και η μετάφραση των G.Dix - H. Chadwick[82] και η απόδοση που αφορά τα μικρά παιδιά, γίνεται με το «little children».

Όπως ήταν «φυσικό», οι αιρετικοί προσπάθησαν -ανεπιτυχώς- να αγνοήσουν και την μαρτυρία αυτή. Καταρχάς, δεν μπορούμε να καταλάβουμε, για ποιον λόγο θεωρούν καλή τη δικαιολογία ότι η μαρτυρία αυτή δήθεν μιλάει για «παιδοβάπτισμα» και όχι για «νηπιοβάπτισμα».

Ας πούμε ότι ήταν έτσι. Και πάλι, σε τίποτα δεν τους εξυπηρετεί.

Είναι άραγε ικανό ένα παιδάκι, 6,7 ή 8 ετών για παράδειγμα, να βαπτιστεί συνειδητά σε τόσο ώριμο επίπεδο όσο απαιτούν οι Πελαγιανιστές στο κείμενο τους; Ακόμα και για παιδιά της σημερινής ωριμότητας αν μιλούσαμε, για να είμαστε σε ένα ποσοστό βέβαιοι για την ομολογία πίστης τους, θα έπρεπε να μιλούσαμε για εφήβους τουλάχιστον 16-17 ετών και άνω, διαφορετικά κοροϊδευόμαστε: μικρότερα παιδιά από αυτή την ηλικία (πόσο μάλλον στις εποχές εκείνες), απλά θα υιοθετούσαν χωρίς αντίρρηση ό,τι ζητούσαν οι γονείς τους. Το ύφος του αιρετικού κειμένου που απαιτεί τον μέγιστο βαθμό αυτονομίας και συνειδητότητας του βαπτιζομένου, πετάει στο καλάθι των αχρήστων την ίδια τους τη δικαιολογία.

Και πάλι όμως, ο ισχυρισμός ότι η μαρτυρία του Ιππόλυτου αφορά τάχα παιδοβάπτισμα, αναδεικνύεται ως αστεϊσμός από το κείμενο.

Η μετάφραση «the little ones» ή «little children», σε καμία περίπτωση δεν υπονοεί μόνο τα μεγάλα παιδιά. Αν εξαιρούνταν οι πολύ μικρές ηλικίες, τότε ο συγγραφέας ίσως θα μετέφραζε σκέτο «children», αλλά το κυριότερο, δεν θα έκανε λόγο για τη δυνατότητα ομιλίας, αφού όλα τα μεγάλα παιδιά μιλούν. Και πρέπει να προσέξουμε: δεν χωράει εδώ η δικαιολογία ότι μπορεί να αναφέρεται σε παιδιά άλαλα (μουγγά), διότι το κείμενο δεν μιλάει για παιδιά που δεν μπορούν να μιλήσουν γενικά, αλλά για παιδιά που δεν μπορούν να μιλήσουν για λογαριασμό τους, δηλ. που δεν έχουν το επικοινωνιακό επίπεδο για να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία ερωτήσεων - απαντήσεων. Αυτό σημαίνει ότι το κείμενο αναφέρεται ξεκάθαρα σε ηλικίες που ξεκινούν τουλάχιστον από νήπια, τα οποία δεν μπορούν να μιλήσουν για λογαριασμό τους, και αυτό αποτελεί μία σαφέστατη μαρτυρία υπέρ του νηπιοβαπτισμού.

 

14η μαρτυρία (Ωριγένης, 185-254 μ.Χ.)

Ο αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης μας προσφέρει και αυτός μια εξαιρετική ιστορική μαρτυρία, ότι στην αρχαία Εκκλησία βαπτίζονταν παιδιά που μόλις γεννήθηκαν. Μάλιστα, η πεποίθηση του Ωριγένη ότι ο νηπιοβαπτισμός αποτελεί Αποστολική Παράδοση, αν μη τι άλλο, σίγουρα φανερώνει ότι η Παράδοση που γνωρίζει είναι αρκετά παλαιότερη:

«Μπορεί κάποιο παιδί που μόλις γεννήθηκε να αμαρτήσει; Κι όμως, όπως φαίνεται από τους Ψαλμούς (50,5-7) και τον Ιώβ (14,4), έχει αμαρτία, για την οποία πρέπει να προσφέρει κάποια θυσία […] Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία έλαβε από τους Αποστόλους την παράδοση να βαπτίζονται και τα παιδιά. Οι άνθρωποι, στους όποιους παραδόθηκαν τα ιερά Μυστήρια, γνώριζαν ότι μέσα στον καθένα μας υπήρχε έμφυτη η μόλυνση της αμαρτίας, η οποία έπρεπε να ξεπλυθεί δι’ ύδατος και Πνεύματος»[83].

 

Απαντήσεις στους αιρετικούς σχετικά με την 14η μαρτυρία

Ας εξετάσουμε τώρα τις δικαιολογίες των Πελαγιανιστών που με τρόπο κουραστικό, αντιδρούν για άλλη μια φορά σε μια σαφέστατη μαρτυρία.

Μας λένε λοιπόν ότι ένας αιρετικός όπως ο Ωριγένης, δεν μπορεί να δώσει ιστορική μαρτυρία! Άρα, για τους ανθρώπους αυτούς, κάθε ετερόδοξος και αλλόδοξος, λέει… πάντα ψέματα!

Φυσικά ο ισχυρισμός είναι ανάξιος σχολιασμού, όμως αξίζει να δείξουμε στους αναγνώστες το επίπεδο των αιρετικών κειμένων.

Ενώ λοιπόν υποτιμούν τον «καταδικασμένο συνοδικώς Ωριγένη», σε άλλο σημείο οι ίδιοι ομολογούν:

«Οι πατέρες από νωρίς χρησιμοποίησαν ανθολογίες για να ξεχωρίσουν τα πίτουρα του Ωριγένη από μερικές σωστές πληροφορίες και αναφορές».

            Δηλαδή, οι ίδιοι οι προτεστάντες παραδέχονται πως ο «καταδικασμένος» Ωριγένης, τελικά, δεν τα είπε όλα λάθος. Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς λέμε κι εμείς!

Όμως και πέρα από αυτά, εμείς εκθέτουμε την ασυνέπειά τους, καθώς οι ίδιοι επικαλούνται την μαρτυρία του Τερτυλλιανού χωρίς πρόβλημα.

Γνωρίζουν άραγε ότι ο Τερτυλλιανός προσχώρησε στην αίρεση των Μοντανιστών; Σύμφωνα με τον καθ. Κων/νο Σκουτέρη ο οποίος επικαλείται τον Ευσέβιο[84], η «Εκκλησίαεπανειλημμένα τους καταδίκασε σε Συνόδους που έγιναν ήδη τον δεύτερο και στις αρχές του τρίτου μ.Χ. αιώνα»[85]. Οι αιρετικές τους θέσεις οδήγησαν «την Εκκλησία στην απόρριψη και καταδίκη του Μοντανισμού, ως αιρέσεως»[86].

Εξάλλου, και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος (την οποία αποδέχονται οι Πελαγιανιστές) έθεσε εκτός Εκκλησίας τους Μοντανιστές, τους καταδίκασε σε αναβαπτισμό, και τους εξομοίωσε με τους ειδωλολάτρες. Γι’ αυτό, στον 7ο Κανόνα της, («Περί του πώς δεκτέον τους αιρετικούς») αναφέρεται:

«Ευνομιανούς … και Μοντανιστάς … πάντας τους υπ αυτών θέλοντας προστίθεσθαι τη ορθοδοξία, ως Έλληνας [δηλ. ειδωλολάτρες] δεχόμεθα»[87].

Γνωρίζουμε επίσης ότι «οι Μοντανισταί ωνομάζοντο και Καταφρύγες και Πεπουζιανοί και Πεπουζίται»[88] και γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος γράφει: «Οι τοίνυν Πεπουζηνοί προδήλως εισίν αιρετικοί· εις γαρ το Πνεύμα το Άγιον εβλασφήμησαν, Μοντανώ και Πρισκίλλη την του Παρακλήτου προσηγορίαν αθεμίτως και αναισχύντως επιφημίσαντες»[89].

Μετά τα παραπάνω, θα είχε ενδιαφέρον να αναφέρουμε τον απίστευτο προτεσταντικό ισχυρισμό, ότι «ο Μοντανισμός δεν ήτο αίρεσις, αλλά σχίσμα»…

 

15η μαρτυρία (Κυπριανός, 200-258 μ.Χ.)

Μία ακόμη πολύ σημαντική μαρτυρία για την αρχαία πρακτική του νηπιοβαπτισμού μάς παραδίδει ο άγιος Κυπριανός που επιβεβαιώνει:

«… αν μέχρι και στους μεγαλύτερους αμαρτωλούς και σε εκείνους που είχαν αμαρτήσει πολύ ενώπιον του Θεού όταν στην συνέχεια πίστεψαν τους δόθηκε άφεση - και κανείς (τους) δεν κωλύεται από το βάπτισμα και την Χάρη -  πόσο μάλλον θα έπρεπε εμείς να διστάζουμε να εμποδίζουμε ένα βρέφος το οποίο, έχοντας γεννηθεί πρόσφατα δεν έχει αμαρτήσει, παρά μόνο επειδή είναι γεννημένο με σάρκα κατά τον Αδάμ, έχοντας προσλάβει την μόλυνση του αρχαίου θανάτου στην αρχή της γέννησής του και το οποίο ακριβώς εξ αιτίας αυτού προσεγγίζει ευκολότερα την αποδοχή της αφέσεως αμαρτιών (όχι των δικών του αμαρτιών αλλά των αμαρτιών άλλου) οι οποίες σε αυτό χαρίζονται»[90].

Και σε μια διαφορετική νεοελληνική μετάφραση:

«Εάν όμως παρέχεται άφεση αμαρτιών ακόμη και σε πιο βαριά αμαρτωλούς και σε εκείνους που προηγουμένως πολλαπλά αμάρτησαν εναντίον του θεού και δεν αποκλείεται κάποιος από το βάπτισμα και τη χάρη, εάν αργότερα επιστρέψει, πόσο λιγώτερο επιτρέπεται το να εμποδίζει κάποιος ένα παιδί, που είναι νεογέννητο και δεν διέπραξε καμία αμαρτία, αλλά έχει υποστεί μόνο με την πρώτη γέννηση τη δραστικότητα του παλαιού θανάτου, επειδή κι αυτό, όπως και ο Αδάμ εγεννήθη κατά σάρκα! Έτσι μπορεί να φθάσει στην άφεση αμαρτιών γι’ αυτό το λόγο πιο εύκολα, επειδή δεν υπάρχουν για συγχώρηση προσωπικές αμαρτίες, αλλά μόνο ξένες αμαρτίες»[91].

Η μαρτυρία αυτή του Κυπριανού είναι ξεκάθαρη και εκλαμβάνεται από τους ειδικούς ως ένα προφανές τεκμήριο υπέρ του νηπιοβαπτισμού αλλά και της αρχαίας θεολογίας περί του προπατορικού αμαρτήματος.

 

Απαντήσεις στους αιρετικούς σχετικά με την 15η μαρτυρία

Οι Πελαγιανιστές  μη μπορώντας να αντιδράσουν στη μαρτυρία αυτή, κάνουν κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες να δείξουν ότι η μαρτυρία είναι νόθα, όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Σε ένα παράδοξο ρεσιτάλ αστοχίας και αμηχανίας, γράφουν για νοθείες που αφορούν:

- το «πρωτείο του Πάπα»,

- τον Κύριλλο Ιεροσολύμων,

- τον Αδόλφο Χάρνακ που μας πληροφορεί ότι υπήρξαν νόθες επιστολές στην ιστορία της Εκκλησίας!

Τα παραπάνω δείχνουν μάλλον, ότι η μαρτυρία του Κυπριανού για τον νηπιοβαπτισμό τους προκαλεί πανικό. Πώς αλλιώς να ερμηνευτεί το γεγονός, ότι ενώ το θέμα μας είναι, «για ποιον λόγο λέτε πως η επιστολή του Κυπριανού προς τον Fidum είναι νόθα», αυτοί απαντούν με το απίστευτο, το παράδοξο, το ανεκδιήγητο, ότι «είναι νόθα επειδή το πρωτείο του… Πάπα στηρίχθηκε σε νόθα κείμενα»… Λυπούμαστε, αλλά αδυνατούμε να τους παρακολουθήσουμε.

Μάλιστα, τολμούν και γράφουν και το εξής:

«Πως στηρίζουν την νοθεία οι Πατρολόγοι στην περίπτωση της παρούσης επιστολής»

Όμως, εδώ η αμηχανία, μετατρέπεται σε απάτη: Όχι μόνο δεν παρέχεται καμία απόδειξη ότι η επιστολή του Κυπριανού προς τον Fidum είναι νόθα, αλλά ακόμα χειρότερα, μετά την πομπώδη εισαγωγή «Πως στηρίζουν την νοθεία οι Πατρολόγοι», δεν αναφέρουν ούτε έναν Πατρολόγο!

            Όμως, εμείς θα χτυπήσουμε την αυθαιρεσία με την επιστημονική βιβλιογραφία, η οποία ομόφωνα, θεωρεί απολύτως γνήσια την επιστολή και τη μαρτυρία του Κυπριανού.

Για τη συγκεκριμένη επιστολή λοιπόν, ο καθ. Ξενοφώντας Παπαχαραλάμπους σημειώνει:

«[Η Εκκλησία] εις την πράξιν εβάπτιζε ταύτα από νηπιακής ηλικίας ήδη από των πρώτων αιώνων, διότι ταύτα συμφώνως και προς τον άγιον Κυπριανόν ουδεμίαν προσωπικήν αμαρτίαν φέρουν πλην της κατά σάρκα γεννήσεως εξ Αδάμ»[92].

Επίσης, την επιστολή αυτή περιλαμβάνει στα γνήσια έργα του Κυπριανού ο Κων/νος Κοντογόνης και αναφέρει:

«Ad Fidum. Συνοδική επιστολή περί της ακαίρου εν τη Εκκλησία παραδοχής εκπεπτωκότος τινος πρεσβυτέρου, και περί του παιδοβαπτίσματος»[93]. 

Και ο πατρολόγος Ηλίας Μουτσούλας γράφει:

«Όσον αφορά εις τα μυστήρια της Εκκλησίας διά μεν το Βάπτισμα ο Κυπριανός υπεστήριξε τον νηπιοβαπτισμόν, ει δυνατόν και ευθύς μετά την γέννησιν (Ερ. 64,2-6)»[94].

Επίσης, ο Παναγιώτης Τρεμπέλας, σημειώνει:

«Ιδιαιτέρας μνείας άξιαι είναι αι περί του νηπιοβαπτισμού οδηγίαι αυτού προς τον Fidum, ερωτήσαντα αυτόν, εάν πρέπη να αναμένηται η ογδόη από της γεννήσεως του νηπίου ημέρα, όπως χορηγηθή εις αυτό το βάπτισμα . Ο Ιερός Κυπριανός απαντά, ότι κατ’ ουδένα λόγον επιτρέπεται ν’ απομακρύνηται του βαπτίσματος ο αρτιγέννητος, εν τη υπ’ αυτόν δε τρίτη εν Καρθαγένη συνόδω ελήφθη η απόφασις , ίνα και προ της ογδόης ημέρας βαπτίζεται το νήπιον»[95].

Αλλά και στο συλλογικό επιστημονικό έργο, «Ιστορία της ορθοδοξίας» αναφέρεται:

«Ο μόνος από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς της προ-κωνσταντίνειας εποχής που αντιτίθεται στην πρακτική αυτή είναι ο Τερτυλλιανός, αλλά, προφανώς, κατά την περίοδο της ζωής του που ήταν μοντανιστής και συνεπώς δεν συντάχθηκε μαζί του η Εκκλησία της βόρειας Αφρικής. Ο μαθητής του, Κυπριανός δεν συμφωνεί μαζί του και μάλιστα στην εποχή του δεν εγείρεται ζήτημα νηπιοβαπτισμού, αφού οι χριστιανοί το θεωρούν δεδομένο»[96].

Και ο Βλάσιος Φειδάς επίσης αναφέρει:

«Ο Κυπριανός υποστήριζε την κατά το δυνατόν ταχύτερη βάπτιση των νηπίων και ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να παραμείνουν αυτά χωρίς τη θεία χάρη ακόμη και για οκτώ ημέρες, αφού ως απόγονοι του Αδάμ ζουν υπό το ‘contagium mortis antiquae’ (Epist., 64,2.5)»[97].

Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η επιστολή περί του Κυπριανού περί νηπιοβαπτισμού, μπορεί να διαφέρει ως προς την αρίθμηση στις διάφορες συλλογές, ανάλογα τον εκδότη. Για παράδειγμα, ο Ξ. Παπαχαραλάμπους και ο Παν. Τρεμπέλας την αναφέρουν ως αρ. 59, ο Ηλίας Μουτσούλας, ο Βασ. Στεφανίδης, ο Βλ. Φειδάς και ο Δημ. Τσάμης, ως αρ. 64.

Για την γνησιότητα των επιστολών Κυπριανού, στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια διαβάζουμε επίσης:

            «γ) Επιστολαί: Η αρχαιοτέρα συλλογή των επιστολών του Κυπριανού ανάγεται εις τους χρόνους αυτού του ιδίου, ο οποίος συνεκέντρωσε μερικάς εξ αυτών, επί τη βάσει του περιεχομένου των, δια να τας αποστείλη εις διάφορα κέντρα του χριστιανικού κόσμου και εις επισκόπους. Αι νεώτεραι εκδόσεις περιλαμβάνουν εν συνόλω 81 επιστολάς, εκ των οποίων αι 65 εξήλθον εκ των χειρών του Κυπριανού, 16 απευθύνονται προς αυτόν τον ίδιον ή τον Κλήρον της Καρχηδόνος»[98].

            Και ο καθ. Φώτιος Ιωαννίδης γράφει επίσης:

«Διασώθηκε επίσης ένα corpus, αποτελούμενο από 81 Επιστολές. Από αυτές, οι 65 γράφτηκαν από τον ιερό Πατέρα, ενώ οι 16 είχαν ως αποδέκτη είτε τον άγιο είτε το πλήρωμα της καρχηδονικής Εκκλησίας»[99].

Επίσης, ο Δημ. Τσάμης[100] επικαλείται την επιστολή αυτή του Κυπριανού ως γνήσια, σε άλλη όμως συνάφεια, όπου ασχολείται με την παράδοση των οκτώ ημερών από την περιτομή.

Κλείνοντας, αναφέρουμε και τον «αγαπημένο» ιστορικό των προτεσταντών, τον Βασ. Στεφανίδη, τον οποίο δυστυχώς έχουν εξαφανίσει από το κείμενό τους, διότι τους διαψεύδει:

«Εκ τούτων πληροφορούμεθα δύο τινά. Πρώτον, ότι είχεν ήδη επικρατήσει η συνήθεια να βαπτίζωνται εις μικράν ηλικίαν (πρβλ. και Ιππολύτου, Εκκλ. Διάταξιν, κεφ. 46 και 64. Κυπριανού, Επιστολή 64, κεφ. 2 και 4) και, δεύτερον, ήρχιζεν άλλη της συνήθεια, να αναβάλλωσι, δηλονότι, το βάπτισμα, όσον το δυνατόν περισσότερον»[101].

Συμπέρασμα: οι προφάσεις των Πελαγιανιστών περί «νοθείας», διαψεύδονται πανυγηρικά.

 

16η μαρτυρία: (Τερτυλλιανός 150/160-225/240 μ.Χ.)

Καιρός όμως να δούμε την μία και μοναδική μαρτυρία στους τρεις πρώτους αιώνες που κινείται σε μια διαφορετική κατεύθυνση από τους Πατέρες τής Εκκλησίας και την έχουν μετατρέψει σε σημαία τους οι προτεστάντες. Πρόκειται για την μεμονωμένη μαρτυρία του Τερτυλλιανού από το έργο του De baptismo, 17-18 και αξίζει να δούμε ένα ουσιαστικό κομμάτι της, ώστε να καταλάβουμε ότι δεν μπορούν οι Πελαγιανιστές να περιμένουν και πολλά:

«Και έτσι, ανάλογα με τις συνθήκες και την διάθεση - ακόμα και την ηλικία του  κάθε ατόμου - η καθυστέρηση του Βαπτίσματος είναι προτιμότερη. Κυρίως όμως στην περίπτωση των μικρών παιδιών. Διότι, για ποιό λόγο είναι απαραίτητο - αν το Βάπτισμα το ίδιο δεν είναι τόσο απαραίτητο - οι ανάδοχοι παρομοίως να ριφθούν σε κίνδυνοΟι οποίοι οι ίδιοι - για λόγους θνητότητας -πιθανόν να μην μπορέσουν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους, και πιθανόν να απογοητευθούν από την εξέλιξη μιας κακής διαθέσεως, προς εκείνους τους οποίους αντικαθιστούν [ως ανάδοχοι]; Ο Κύριος όντως λέει: ‘Μην τα κωλύετε να έλθουν προς Με’. Ας ‘έλθουν’ τότε, καθώς μεγαλώνουν […] Γιατί η αθώα ηλικία σπεύδει στην άφεση των αμαρτιών;»[102] .

Νομίζουμε πως όλοι κατανοούν πόσο σημαντικό είναι το κομμάτι αυτό της μαρτυρίας του Τερτυλλιανού. Καταρχάς, ο Τερτυλλιανός επιβεβαιώνει την αρχαία παράδοση του Αναδόχου, ακόμα δε περισσότερο, περιγράφει ξεκάθαρα την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού στην αρχαία Εκκλησία λέγοντας: «η αθώα ηλικία σπεύδει στην άφεση των αμαρτιών».

Γι’ αυτό και ο καθ. Γεώργιος Φίλιας, σημειώνει:

«Η συνήθεια αυτή [ο νηπιοβαπτισμός] υφίστατο τουλάχιστον από το 2ο αι. στην Αφρική, όπως μαρτυρεί ο εναντιωθείς σ’ αυτήν Τερτυλλιανός»[103].

Ακόμα χειρότερα όμως για τους Πελαγιανιστές, στη μαρτυρία του Τερτυλλιανού δεν υπάρχει το παραμικρό καταδικαστικό σχόλιο. Αντιθέτως, με πολύ ήπιες και προσεγμένες διατυπώσεις ο Τερτυλλιανός μας λέει ότι, είναι προτιμότερο να καθυστερείται το βάπτισμα, ή το βάπτισμα των μικρών παιδιών δεν είναι τόσο απαραίτητο, και οι δικαιολογίες που βρίσκει είναι ότι πιθανόν να εκτεθεί ο Ανάδοχος, ή πιθανόν να απογοητευτεί ο Ανάδοχος και άλλα τέτοια άτολμα και χλιαρά.

Σε αυτές τις αμφιλεγόμενες διατυπώσεις πάνε λοιπόν να στηριχτούν οι Πελαγιανιστές; Μα, εάν τα πράγματα ήταν τόσο σοβαρά όπως ισχυρίζονται, τότε ο Τερτυλλιανός, πρώτον, θα ήταν άκρως επιθετικός προς μια -υποτίθεται- αιρετική συμπεριφορά, και δεύτερον, θα καταλόγιζε στους νηπιοβαπτιστές την κλασικότερη των κατηγοριών, αυτή της καινοτομίας, ότι δηλ. δεν υπάρχει έρεισμα στην αρχαία Εκκλησία για νηπιοβαπτισμό. Τίποτε όμως από αυτά, δεν λέει ο Τερτυλλιανός και ορθά γράφει ο Παν. Τρεμπέλας:

«Ως προς δε τον νηπιοβαπτισμόν εκδηλοί μεν την προτίμησιν αυτού, όπως επιβραδύνηται το βάπτισμα των παιδιών, μαρτυρεί όμως ότι η πράξις της εν Καρχηδόνι εκκλησίας δεν συνεφώνει προς την προτίμησιν αυτού»[104].

Και όπως σημειώνει ο δογματολόγος Ανδρέας Θεοδώρου:

«Κατά την εποχήν του Τερτυλλιανού το βάπτισμα των νηπίων ήτο διαδεδομένον εν τη Εκκλησία, πράγμα το οποίον σημαίνει, ότι ανεγνωρίζετο τότε το προπατορικόν αμάρτημα και η αναγκαιότης άρσεως αυτού εκ της ψυχής. Αν και ο Τερτυλλιανός εγνώριζε το βάπτισμα τούτο, εν τούτοις δεν φαίνεται και να το ευνοή»[105].

Μάλιστα, σύμφωνα με τον Βλάσιο Φειδά, το έργο του Τερτυλλιανού «De baptismo», από το οποίο οι Πελαγιανιστές επικαλούνται την αναφορά στο βάπτισμα των νηπίων, περιέχει στοιχεία που αφορούν την τέλεση του βαπτίσματος γραμμένα «υπό την επίδραση προφανώς του Μοντανισμού»[106].

Νομίζουμε ότι με την παρουσία της άτολμης αυτής μαρτυρίας του Τερτυλλιανού, έχουμε την οριστική πτώση του σαθρού αιρετικού οικοδομήματος κατά του νηπιοβαπτισμού.

 

17η μαρτυρία: (Σύνοδος της Καρθαγένης/Καρχηδόνας του 253 μ.Χ.)

Επίσης, σημαντική μαρτυρία για τον νηπιοβαπτισμό, κατά τον 3ο αιώνα, αποτελεί η απόφαση Συνόδου της Καρχηδόνας ή Καρθαγένης:

«Η Σύνοδος της Καρθαγένης (253) αποφάσισε τη βάπτιση των νηπίων και μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία χωρίς καθυστέρηση»[107].

(Αυτό φυσικά σημαίνει ότι η Σύνοδος ενέκρινε με απόφασή της το βάπτισμα των νηπίων. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι κανένας Κανόνας της Εκκλησίας δεν προβλέπει αναγκαστικό νηπιοβαπτισμό. Να σημειώσουμε επίσης ότι κατά το διάστημα εκείνο, έγιναν περισσότερες από μία σύνοδοι για παρόμοια ζητήματα και υπάρχει σύγχυση και διαφωνία ως προς τη χρονολογία διεξαγωγής τους).

            Η Συνοδική αυτή μαρτυρία δεν χρειάζεται μεγαλύτερη ανάλυση διότι την παραδέχονται και οι ίδιοι οι Πελαγιανιστές, μόνο που για να ξεφύγουν από το βάρος της -για ακόμη μία φορά- φέρνουν κάποιες προφάσεις τις οποίες θα εξετάσουμε στην ενότητα που ακολουθεί.

 

Απαντήσεις στους αιρετικούς σχετικά με την 17η μαρτυρία

Οι δικαιολογίες που επικαλούνται, είναι οι εξής:

 

Ζήτημα 1. Υπάρχουν ενστάσεις για την γνησιότητα των πρακτικών της Καρθαγένης.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εμείς δεν βρήκαμε τίποτα τέτοιο. Αν σταματήσουν τις ανεύθυνες ρήσεις περί «γνησιότητας» για κάθε μαρτυρία που δεν τους εξυπηρετεί, και αποφασίσουν επιτέλους να αντιμετωπίσουν σοβαρά το ζήτημα αυτό φέρνοντας επιχειρήματα από τη βιβλιογραφία, ευχαρίστως να το συζητήσουμε.

 

Ζήτημα 2. Ο Στέφανος Ρώμης αφόρισε τον Κυπριανό για τις αποφάσεις αυτής της συνόδου και είναι ευτύχημα που η καταδικαστική απόφαση δεν έλαβε κανονική ισχύ.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ουδέποτε ο Στέφανος Ρώμης εναντιώθηκε στην απόφαση της Συνόδου περί νηπιοβαπτισμού. Και ας φροντίσουν επιτέλους, όταν λένε κάτι, να το υποστηρίζουν με στοιχεία. Η αλήθεια είναι ότι κρύβονται πίσω από την ένταση που δημιουργήθηκε για τον αναβαπτισμό των αιρετικών, και προσπαθούν να ξεγλιστρήσουν. Όμως, δεν θα τους αφήσουμε. Αγαπητοί Πελαγιανιστές, όταν μία Σύνοδος αποφασίζει 10 πράγματα, και υπάρχει διαφωνία για μόνο ένα από αυτά, τότε, η διαφωνία δεν επεκτείνεται και στα… υπόλοιπα εννέα, επειδή έτσι σας εξυπηρετεί!

Έτσι λοιπόν, ο Στέφανος Ρώμης πουθενά δεν φαίνεται να διαφωνεί με το βάπτισμα των νηπίων. Διαφώνησε μόνο με το βάπτισμα των αιρετικών. Όπως γράφει ο Στεφανίδης:

«Κατά το δεύτερον ήμισυ της γ΄ εκατονταετηρίδος, καθ’ ην, δηλονότι, εποχήν ο Ρώμης Στέφανος (254 - 257) ήριζε μετά του Καρχηδόνος Κυπριανού περί του βαπτίσματος των αιρετικών»[108].

Τα ίδια γράφει και ο Τρεμπέλας:

«Ο Κυπριανός διεφώνησε προς τον επίσκοπον Ρώμης Στέφανον και προεκλήθη … η γνωστή έρις περί του κύρους του βαπτίσματος των αιρετικών»[109].

Η Ορθοδοξία της Αφρικής είχε συμφωνήσει ομόφωνα στον νηπιοβαπτισμό και δεν βλέπουμε να δημιουργεί ο Στέφανος Ρώμης κανένα πρόβλημα για το ζήτημα αυτό. Το μοναδικό που τον απασχόλησε ήταν το βάπτισμα των αιρετικών και ως προέκταση αυτού, η αμφισβήτηση από τον Κυπριανό, του πρωτείου της Ρώμης[110].

Άρα λοιπόν, μην έχοντας τι άλλο να πουν οι προτεστάντες, βρήκαν μια έριδα με τον Στέφανο Ρώμης, και χωρίς το παραμικρό στοιχείο, πήγαν να βάλουν στο ίδιο «τσουβάλι» το πρόβλημα αναβαπτισμού των αιρετικών, και την απόφαση περί νηπιοβαπτισμού.

 

Ζήτημα 3. Η Β΄ Οικουμενική (381 μ.Χ.) στον 7ο κανόνα κυριολεκτικά αναίρεσε τις αποφάσεις της συνόδου της Καρχηδόνας  του 256 μ.Χ. ορίζοντας ως μη υποχρεωτικό αναβαπτισμό σε ορισμένες σχισματικές / αιρετικές ομάδες.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ξανά το ίδιο απατηλό σύστημα. Επιχειρούν και πάλι να κρυφτούν πίσω από το ζήτημα αναβαπτισμού των αιρετικών, ώστε να ξεγλιστρήσουν από τη δυσκολία που τους δημιουργεί η απόφαση υπέρ του νηπιοβαπτισμού από τη Σύνοδο της Καρχηδόνας.

Εμείς διευκρινίζουμε όμως:

α) Ο 7ος Κανόνας της Β΄ Οικουμενικής δεν έχει καμία σχέση με τον νηπιοβαπτισμό.

β) Δεν υπάρχει ουδεμία καταδίκη της Συνόδου της Καρχηδόνας, ούτε καν στο θέμα της αποδοχής των αιρετικών. Ίσα-ίσα, που ο 2ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, σε απόλυτη συμφωνία με την Β΄ Οικουμενική, όχι μόνο δεν καταδικάζει τον κανόνα της Συνόδου της Καρχηδόνας υπό τον Κυπριανό, αλλά αναγνωρίζει το τοπικό του κύρος: «εν τοις των προέδρων τόποις, και μόνον, κατά το παραδοθέν αύτοις έθος, εκράτησε»[111].

Δεν θα ήταν δυνατόν να μιλάμε για Σύνοδο αιρετική ή καταδικασμένη, και εντούτοις, να αναγνωρίζεται σε Οικουμενική Σύνοδο έστω η τοπική ισχύς και εφαρμογή των αποφάσεών της.

γ) Η διαφωνία της Β΄ Οικουμενικής με την Καρχηδόνα στο ζήτημα αναβαπτισμού των αιρετικών δεν αποτελεί κανενός είδους κατάδίκη, αλλά ζήτημα εφαρμογής «Οικονομίας» που ξεκινά από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, συνεχίζεται με τον Μ. Βασίλειο, και ολοκληρώνεται στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο:

«Η Εκκλησία ήδη από την Α΄ Οικουμενική σύνοδο κλίνει προς την οικονομία, ιδίως με τον η΄ κανόνα, στον όποιο ορίζεται oι Καθαροί … να γίνονται δεκτοί με απλό λίβελλο […] Στο πνεύμα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου κινείται και ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος […] απορρίπτει το βάπτισμα των αιρετικώνδέχεται όμως το Βάπτισμα των σχισματικών […] Η στροφή προς την οικονομία είναι εμφανέστερη στον ζ΄ κανόνα της Β΄ Οικουμενικής συνόδουΗ σύνοδος διευρύνει την οικονομία και δέχεται και αιρετικούς μόνο με χρίσμα, υπό την προϋπόθεση να είχαν τελέσει Βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδος κατά τον εκκλησιαστικό τύπο»[112].

δ) Επειδή η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος πράγματι αποδέχτηκε τον αναβαπτισμό κάποιων αιρέσεων, θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε όσα λένε οι Πελαγιανιστές, και να πούμε ότι η Β΄ Οικουμενική ακολούθησε μερικώς τις αποφάσεις της Συνόδου της Καρχηδόνας και δέχτηκε να ξαναβαπτίζονται κάποιες αιρέσεις.

ε) Εάν όμως οι αιρετικοί επιμένουν να βλέπουν το ποτήρι «μισοάδειο», τότε και πάλι το επιχείρημα γυρνά εναντίον τους: Εάν πράγματι η Β΄ Οικουμενική είχε το κύρος να διαφωνήσει εν μέρει με τις αποφάσεις της Καρχηδόνας στο ζήτημα των αιρετικών, τότε για ποιον λόγο δεν αφιερώνει και μερικές γραμμές επιπλέον, ώστε να μας δώσει μια ξεκάθαρη καταδίκη του νηπιοβαπτισμού που αποφάσισε η Σύνοδος επί Κυπριανού; Πώς θα ήταν δυνατόν μια Οικουμενική Σύνοδος να «ξεχάσει» την καταδίκη του νηπιοβαπτισμού;

Άρα, οι Πελαγιανιστές δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν πίσω από τέτοια αίολα επιχειρήματα.

 

Ζήτημα 4. Εάν δεχθούμε ως γνήσια και ως αυθεντία την σύνοδο της Καρθαγένης (254) τότε οι γονείς των Καππαδοκών πατέρων είναι παραβάτες των αποφάσεων της.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

Όπως είπαμε, δεν υπάρχει κανένας Κανόνας της Εκκλησίας που να επιβάλλει τον νηπιοβαπτισμό. Άρα, δεν υπάρχει κανένας απολύτως «παραβάτης». Εξάλλου, οι γονείς των Πατέρων της Εκκλησίας, δεν είναι Πατέρες της Εκκλησίας! Και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας επικυρώνουν τον νηπιοβαπτισμό ξεκάθαρα και αναμφισβήτητα. Καθώς λοιπόν η Εκκλησία βάπτιζε και ενηλίκους, αλλά και νήπια, οι γονείς των μεγάλων Πατέρων έζησαν στην εποχή που ο Στεφανίδης μας περιγράφει ότι είχε αρχίσει μια τάση να καθυστερείται το βάπτισμα:

«Πρώτον, ότι είχεν ήδη επικρατήσει η συνήθεια να βαπτίζωνται εις μικράν ηλικίαν (πρβλ. και Ιππολύτου, Εκκλ. Διάταξιν, κεφ. 46 και 64. Κυπριανού, Επιστολή 64, κεφ. 2 και 4) και, δεύτερον, ήρχιζεν άλλη της συνήθεια, να αναβάλλωσι, δηλονότι, το βάπτισμα, όσον το δυνατόν περισσότερον»[113].

 

18η μαρτυρία: (ψευδο-)Αστέριος Σοφιστής, 280-342 μ.Χ.)

Κατά τον 3ο-4ο αιώνα, εκτός των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, υπάρχει και η ενδιαφέρουσα ιστορική μαρτυρία του Αστερίου Σοφιστή από την 27η ομιλία του στους Ψαλμούς:

«Προσφέρει τις παιδίον υπομάζιον βαπτισθήναι [υπομάζιος= αυτός που θηλάζει], και ευθέως ο ιερεύς την αβέβαιον ηλικίαν απαιτεί συνταγάς και συγκαταθέσεις, και εγγυητήν του αφήλικος τον ανάδοχον»[114].

Εδώ βλέπουμε να επιβεβαιώνονται οι προηγούμενες μαρτυρίες ότι την εποχή των μεγάλων Πατέρων υπήρχε κανονικότατα ο νηπιοβαπτισμός αλλά και ο θεσμός του Αναδόχου.

Μάλιστα, από τη στιγμή που ο Αστέριος Σοφιστής έχει καταγραφεί ως οπαδός του Αρειανισμού, αυτό που αξίζει να παρατηρήσουμε είναι ότι η συγκεκριμένη ομιλία περί νηπιοβαπτισμού δεν είναι δική του, αλλά πιθανότατα έχει γραφτεί από Ορθόδοξο χέρι.

Σύμφωνα λοιπόν με τον πατρολόγο Στυλιανό Παπαδόπουλο:

«Μέρος των ομιλιών [του Αστερίου Σοφιστή] αποδίδονταν στον Χρυσόστομο και τον Αστέριο Αμασείας. Αμφισβητείται η γνησιότητα των ομιλιών 1, 14, 24, 26, 27 (το β΄ μέρος) και 28 (οι παράγρ. 8 και 9)»[115].

Άρα το β΄ μέρος της 27ης ομιλίας που επικαλούμαστε και αναφέρεται στον νηπιοβαπτισμό, δεν είναι του Αστερίου Σοφιστή, και το «γιατί» μας το εξηγεί ο Παναγιώτης Χρήστου:

«Έχει όμως παρατηρηθή ότι μερικαί από τας ομιλίας αυτάς δεν δύνανται να ανήκουν εις τον Σοφιστήν, διότι παρουσιάζουν απόψεις αντιθέτους προς τας ιδικάς του όπως επί παραδείγματι η υπ’ αριθμόν 26 εις τον δέκατον τέταρτον ψαλμόν, η οποία ομιλεί προσβλητικώς περί του Αρείου και Ευνομίου. Ούτω αβεβαίας γνησιότητος είναι αι ομιλίαι 1, 10, 14, 24, 26, 27»[116].

Επειδή λοιπόν δεν είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι ένας Αρειανιστής θα έγραφε προσβλητικά κατά του Αρείου ή θα έγραφε κείμενα με απόψεις αντίθετες από τις δικές του, η μαρτυρία που αναφέρεται σε «παιδίον υπομάζιον» (δηλ. σε παιδί που ακόμα θηλάζει) το οποίο βαπτίζεται, και ανήκει στην 27η ομιλία στους ψαλμούς, πιθανόν να προέρχεται από χέρι Ορθοδόξου.

 

8. Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού: Έμμεσες μαρτυρίες

Αυτές ήταν οι κυριότερες μαρτυρίες που εδραιώνουν πέρα από κάθε αμφισβήτηση τον νηπιοβαπτισμό μέχρι τον 4ο-5ο αιώνα. Παρακάτω, θα ακολουθήσουν οι μαρτυρίες εκείνες που υποστηρίζουν τον νηπιοβαπτισμό με έμμεσο τρόπο.

 

19η μαρτυρία: (Αγιογραφικά εδάφια)

Η στήριξη του νηπιοβαπτισμού στην Αγία Γραφή, είδαμε ότι είναι προφανής στα έργα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Ήδη, με τις μαρτυρίες που είδαμε, γκρεμίστηκε το αδύναμο επιχείρημα των προτεσταντών, ότι δήθεν, δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στο βάπτισμα και στην οκταήμερο περιτομή.

Υπάρχει όμως μέσα στην Καινή Διαθήκη και ένα θεολογικό πλαίσιο που στηρίζει τον νηπιοβαπτισμό.

Ξεκινώντας από τις περιπτώσεις των «οίκων» που βαπτίστηκαν και αν αυτές δικαιολογούν τον νηπιοβαπτισμό (Πράξ. 10,48. Πράξ. 16,15. Πράξ. 16,33. Πράξ. 18,8. Α' Κορ. 16,15), έχουμε να πούμε καταρχάς ότι σύμφωνα με τα δεδομένα της Βίβλου, στους οίκους υπήρχαν και μικρά παιδιά και μας βεβαιώνουν αρκετά εδάφια γι’ αυτό:

«Ο δε Ιησούς ... ελθών δε εις την οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν τινα συν αυτώ ει μη … και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα» (Λουκ. 8,51).

«Ερχεται εις τον οίκον του αρχισυναγώγου, και θεωρεί θόρυβον … Τι θορυβείσθε και κλαίετε το παιδίον ουκ απέθανεν» (Μάρκ. 5,38-39).

«Απελθούσα εις τον οίκον αυτής εύρε το παιδίον βεβλημένον επί την κλίνην» (Μάρκ. 7,30).

«Του ιδίου οίκου καλώς προϊστάμενον, τέκνα έχοντα εν υποταγή μετά πάσης σεμνότητος» (Α' Τιμ. 3,4).

«Μιάς γυναικός άνδρες, τέκνων καλώς προϊστάμενοι και των ιδίων οίκων» (Α' Τιμ. 3,12).

Ελπίζουμε βεβαίως, να μην μας πουν οι πελαγιανιστές ότι οι μόνοι οίκοι της Βίβλου που δεν είχαν παιδιά, ήταν αυτοί που αναφέρεται ότι βαπτίστηκαν ολόκληροι

Από τα εδάφια περί «οίκων», το εδάφιο που εύλογα διαψεύδει τους αιρετικούς, είναι αυτό που αφορά τον οίκο της Λυδίας, στο εδάφιο Πράξ. 16,14-15.40. Ας δούμε προσεκτικά την περίπτωση αυτή:

«14 και τις γυνή ονόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβομένη τον Θεόν, ήκουεν, ης ο Κύριος διήνοιξε την καρδίαν προσέχειν τοις λαλουμένοις υπό του Παύλου.15 ως δε εβαπτίσθη και ο οίκος αυτής, παρεκάλεσε λέγουσα ει κεκρίκατέ με πιστήν τω Κυρίω είναι, εισελθόντες εις τον οίκόν μου μείνατε, και παρεβιάσατο ημάς. [...] 40 εξελθόντες δε εκ της φυλακής εισήλθον προς την Λυδίαν, και ιδόντες τους αδελφούς παρεκάλεσαν αυτούς και εξήλθον» (Πράξ. 16,14-15.40).

Το οποίο σημαίνει:

«14 Μια γυναίκα από τα Θυάτειρα που ονομαζόταν Λυδία, έμπορος πορφυρών υφασμάτων, προσήλυτη, άκουγε, και ο Κύριος άνοιξε την καρδιά της ώστε να δίνει προσοχή σ’ αυτά που έλεγε ο Παύλος. 15 Αφού βαφτίστηκε αυτή και όλη η οικογένειά της, μας παρακαλούσε: ‘Αν με κρίνετε πιστή στον Κύριο, ελάτε να μείνετε στο σπίτι μου’ και μας το ζητούσε με πολλή επιμονή. […] 40 Αυτοί βγήκαν από τη φυλακή και πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί είδαν τους αδερφούς, τους ενθάρρυναν και έφυγαν»[117].

Αν εξετάσουμε με ακρίβεια την παραπάνω διήγηση, μας λέει ότι ο Κύριος «άνοιξε την καρδιά» μόνο της Λυδίας, και παρά ταύτα, «βαφτίστηκε αυτή και όλη η οικογένειά της». Δεν αναφέρεται κανείς άλλος να διδάσκεται, να πιστεύει και να βαπτίζεται. Αυτό μας δίνει να καταλάβουμε ότι δεν υπήρχαν άλλοι ενήλικοι, ή ότι υπήρχαν (π.χ. υπηρέτες) αλλά δεν βαπτίστηκαν. Επίσης, η περικοπή δεν αναφέρει σύζυγο, και πράγματι, η πρωτοβουλία και ο ενικός, «ελάτε να μείνετε στο σπίτι μου» το επιβεβαιώνει (πιθανόν να ήταν χήρα). Επιπλέον, η διήγηση αναφέρει στον ενικό, «αν με κρίνετε πιστή». Είναι ξεκάθαρο ότι αναφέρεται μόνο στην ίδια. Εφόσον λοιπόν είδαμε ότι βαπτίστηκε και «η οικογένειά της», πράγμα που σημαίνει ότι κατηχήθηκε μόνο η ίδια, αλλά βαπτίστηκαν περισσότεροι, οι μόνοι που μπορεί να έλαβαν το βάπτισμα εκτός της Λυδίας, ήταν τα βρέφη ή νήπια μικρά της, τα οποία ως αναμάρτητα δεν όφειλαν να κατηχηθούν ώστε να πιστέψουν και να μετανοήσουν.

Κατόπιν, βλέπουμε την πιστή γυναίκα να προσκαλεί στο σπίτι της για να μείνουν τους τέσσερις Αποστόλους (Παύλος, Σίλας, Τιμόθεος και Λουκάς[118]). Αργότερα, από τους τέσσερις Αποστόλους, συνέλαβαν τους δύο, τον Παύλο και τον Σίλα (Πράξ. 16,19) και κατόπιν, η διήγηση κλείνει ως εξής:

«εξελθόντες δε εκ της φυλακής εισήλθον προς την Λυδίαν, και ιδόντες τους αδελφούς παρεκάλεσαν αυτούς και εξήλθον» (Πράξ. 16, 40).

Ιδού η δικαιολογία που εφηύραν οι Πελαγιανιστές:

«Το γεγονός ότι πήγε και παρηγόρησαν αυτούς (ΠΡΑΞ. 16:40) δηλώνει  τους δούλους, τους υπηρέτες, τους συγγενείς, άνδρα δεν είχε και είναι δύσκολο να υποπτευθούμε νήπια χωρίς άνδρα ή ότι παρηγόρησαν τα νήπια».

Όμως δεν είναι έτσι. Διότι ο Λουκάς στο εδάφιο Πράξ. 16, 15 γράφει, η Λυδία, «μας παρακαλούσε», ενώ στο τέλος της διήγησης αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο: «βγήκαν από τη φυλακή και πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί είδαν τους αδερφούς, τους ενθάρρυναν και έφυγαν» (Πράξ. 16, 40).

Άρα, σύμφωνα με τη διήγηση, ο Λουκάς και πιθανόν ο Τιμόθεος, παρέμειναν για να συνεχίσουν το αποστολικό τους έργο, και αναχώρησαν μόνο ο Παύλος και ο Σίλας. Κατά συνέπεια, αυτοί τους οποίους ενθάρρυναν οι Παύλος και Σίλας ήταν μάλλον ο Τιμόθεος και τουλάχιστον ένα ακόμη πρόσωπο (ή και περισσότερα) που δεν γνωρίζουμε ποια ήταν. Πολύ εύκολα λοιπόν, αυτοί τους οποίους ενθάρρυναν οι δύο Απόστολοι θα μπορούσαν να είναι πρόσωπα βαπτισμένα που είχαν τα δικά τους σπίτια, αλλά βρέθηκαν στο σπίτι της Λυδίας για να δουν και να αποχαιρετίσουν όλοι μαζί τους Αποστόλους. Διότι, το σπίτι της Λυδίας ήταν εξ’ αρχής το ορμητήριο των Αποστόλων όσο αυτοί έμειναν στους Φιλίππους. Από το δικό της σπίτι όμως δεν θα μπορούσαν να ήταν, διότι σε αυτό, κανείς άλλος ενήλικος δεν βαπτίσθηκε.

Όπως αναφέρεται και στο σχετικό υπόμνημα του Παν. Τρεμπέλα:

«Της Λυδίας ο οίκος ήτο πιθανώς τόπος συγκεντρώσεως των αποδεχθέντων το ευαγγέλιον και εκεί ο Παύλος και ο Σίλας θα έπρεπε να μεταβώσιν, ίνα εύρωσι τους μαθητάς. Άλλως τε, εφ' όσον υπήρξε και το μέρος της διαμονής των, θα επεθύμουν κατά φυσικόν λόγον, πριν ή αφήσωσι την πόλιν, να συγκαλέσωσιν ομού τους πιστεύσαντας»[119].

Έτσι λοιπόν, οι Πελαγιανιστές, για να ισχυριστούν ότι το βάπτισμα του «οίκου της Λυδίας» δεν αναφέρεται σε νήπια αλλά σε υπηρέτες και συγγενείς, διαπράττουν δύο αυθαιρεσίες οι οποίες όμως εύκολα διαψεύδονται, διότι:

πρώτον, δεν αναφέρεται άλλος ενήλικος να κατηχείται στον οίκο της εκτός της ίδιας, και δεύτερον, πουθενά δεν αναφέρει το εδάφιο ότι αυτοί που ενθαρρύνθηκαν από τον Παύλο και τον Σίλα, ήταν υπηρέτες ή συγγενείς της Λυδίας. Αυτοί θα μπορούσαν κάλλιστα να ήταν ο Τιμόθεος και π.χ. ο δεσμοφύλακας και η οικογένειά του, οι οποίοι μάλιστα περιποιήθηκαν ως πραγματικοί αδελφοί τους πληγωμένους Αποστόλους (Πραξ. 16,34).

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως ο «Οίκος της Λυδίας» βαπτίζεται, κι όμως, ξεκάθαρα αναφέρεται μόνο η δική της κατήχηση. Για να συμβεί όμως αυτό, σύμφωνα με την Παράδοση της Εκκλησίας, τα άλλα μέλη του «οίκου» που αναφέρονται εδώ, θα πρέπει υποχρεωτικά να ήταν βρέφη και νήπια.

Ως προς τα υπόλοιπα εδάφια που αναφέρουν μαζικό βάπτισμα «οίκων», το εδάφιο Πραξ. 2,39 αρκεί για να τα τεκμηριώσει όλα. Αυτό το εδάφιο ακριβώς είναι που αποφεύγουν να δουν, και επικαλούνται μόνο το υπόλοιπο της διήγησης που λέει:

«Ο Πέτρος τους απάντησε: ‘Να μετανοήσετε, και να βαφτιστεί ο καθένας σας στο όνομα του Ιησού Χριστού, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας, κι έτσι θα λάβετε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος’ […] Τότε όσοι δέχτηκαν με χαρά το λόγο του βαφτίστηκαν, και προστέθηκαν στην εκκλησία την ημέρα εκείνη περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι» (Πράξ. 2,37-38.40-41).

Και μας λένε οι προτεστάντες:

«Τα αφυπνιστικά γεγονότα έλαβαν χώρα σε «αυτούς που άκουγαν το λόγο» και  αυτούς στη συνέχεια ο Πέτρος «προσέταξε» να βαπτισθούν».

Δυστυχώς όμως, αποσιωπούν τον στίχο Πράξ. 2,39 που λέει:

«Αυτά που υποσχέθηκε ο Θεός είναι για σας και για τα παιδιά σας».

Ο στίχος αυτός επαρκεί για όλα τα άλλα εδάφια περί «οίκων» τα οποία αμφισβητούν οι προτεστάντες ως προς τον νηπιοβαπτισμό.

Πράγματι λοιπόν:

«Το πρώτο μέρος του χωρίου αποτελεί το κατ’ εξοχήν επιχείρημα των Προτεσταντών εναντίον του νηπιοβαπτισμού. Όμως οι ίδιοι αποφεύγουν επιμελώς να αναφερθούν και στη συνέχεια του χωρίου, στην οποία ρητά λέγεται ότι η υπόσχεση του Θεού για τη λήψη του αγίου Πνεύματος με το βάπτισμα αφορά και στα τέκνα τους, ανεξαρτήτως ηλικίας»[120].

Όμως υπάρχει και άλλο εδάφιο που τεκμηριώνει τον νηπιοβαπτισμό:

«Ιδών δε ο Ιησούς ηγανάκτησε και είπεν αυτοίς· άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με, και μη κωλύετε αυτά· των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού» (Μάρκ 10,14).

Ως προς αυτό, παραθέτουμε αυτούσιες τις εξαιρετικές επισημάνσεις του Ιωάννη Καραβιδόπουλου:

«Ο Ιησούς δυσανασχετεί για τη συμπεριφορά αυτή των μαθητών του και φυσικά για τη νοοτροπία, την οποία η συμπεριφορά αυτή απηχεί […] πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι ι. ευαγγελιστές δεν παραθέτουν απλώς για την ιστορία τα λόγια του Ιησού, αλλά γιατί αυτά σχετίζονται αμέσως με τη ζωή της εκκλησίας των χρόνων τους […] Στην περίπτωση του στίχου μας … ο ευαγγελιστής δεν αποσκοπεί στο να περιγράψει τη συναισθηματική τοποθέτηση του Ιησού έναντι της οικογένειας και των παιδιών αλλά στο να συνδέσει τους λόγους του Ιησού με ορισμένη πράξη της εκκλησίας. Έτσι, νομίζουμε πως δικαιώνεται η άποψη ορισμένων ερμηνευτών που βλέπουν στο στίχο αυτόν την απάντηση του Ιησού στο ερώτημα των μελών της εκκλησίας εάν πρέπει να βαπτίζονται τα μικρά παιδιά. Ο ευαγγελιστής υπογραμμίζει με τη σκηνή αυτή το γεγονός ότι ο Ιησούς όχι μόνο δεν εμπόδισε αλλ’ απεναντίας ενθάρρυνε την προς Αυτόν προσέλευση των νεαρών βλαστών της οικογένειας, γι’ αυτό και η εκκλησία δεν μπορεί παρά ακολουθώντας την πράξη του θεμελιωτή της να δέχεται τα παιδιά στους κόλπους της με το βάπτισμα. Η συσχέτιση της διήγησης μας με το βάπτισμα ενισχύεται με τη φιλολογική παρατήρηση ότι το ρήμα ‘κωλύειν’ (στίχ. 14) βρίσκεται στην Κ.Δ. σε διηγήσεις όπου γίνεται λόγος για το βάπτισμα (π.χ. Πρ 8, 36: ‘Ιδού ύδωρ· τι κωλύει με βαπτισθήναι;’, Πρ 10, 47: ‘μήτι το ύδωρ δύναται κωλύσαι τις του μη βαπτισθήναι τούτους, οίτινες το πνεύμα το άγιον έλαβον ως και υμείς;’ πρβλ. Μθ 3, 14) καθώς και με την παρατήρηση ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς στην παράλληλη διήγηση του αντί της λ. ‘παιδία’ παραδίδει τη λ. ‘βρέφη’ (18,15)»[121].

Εκτός των παραπάνω επισημάνσεων, οφείλουμε να επικαλεστούμε και το εδάφιο περί των προϋποθέσεων Σωτηρίας που είναι:

«Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις τήν βασιλείαν τού Θεού» (Ιω. 3,5).

Άρα το βάπτισμα είναι αναγκαίο για τη Σωτηρία και είναι φανερό πως ούτε τα παιδιά πρέπει να εμποδίζονται από τις ευλογίες που μας παρέδωσε ο Κύριος, αφού ο Ιησούς μας διδάσκει ότι, παρ’ όλο που τα παιδιά είναι αναμάρτητα, σαφέστατα όμως έχουν ανάγκη ευλογίας:

«Εναγκαλισάμενος αυτά κατηυλόγει τιθείς τας χείρας επ’ αυτά» (Μάρκ. 10,16).

Και σαφώς, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η κατανόηση του Μυστηρίου, αποτελεί όρο απαράβατο για το βάπτισμα, διότι σύμφωνα με τον Ιησού Χριστό, το μωρό, βρέφος ή παιδί παρ’ όλο που δεν μπορεί να κατανοήσει τη βασιλεία του Θεού, όμως μπορεί να την κατακτήσει:

«Ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν» (Λουκ. 18,7).

Και είναι ανίσχυρο το επιχείρημα ότι στο εδάφιο Λουκ. 18,7 ο Ιησούς δηλώνει ότι τα νήπια κατακτούν οπωσδήποτε τη Βασιλεία. Η Αγία Γραφή ερμηνεύεται ως σύνολο και κανείς δεν μπορεί να παρακάμψει το εδάφιο, «εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν τού Θεού» (Ιω. 3,5).

Άλλωστε ας μας πουν οι αιρετικοί:

Όταν λέει ο Κύριος, «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5,3), σημαίνει ότι αρκεί να είσαι «πτωχός τω πνεύματι» και σώθηκες; Ή, όταν λέει, «εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση» (Ρωμ. 10,9), αυτό αρκεί για τη Σωτηρία;

Φυσικά και όχι. Άρα λοιπόν, εάν τα Ματθ. 5,3 και Ρωμ. 10,9 δέχονται οι αιρετικοί ότι χρειάζονται και άλλα εδάφια για να ερμηνευτούν, για ποιο λόγο κάνουν εξαίρεση στο Λουκ. 18,7;

Άλλωστε ξεχνούν ότι τους περιμένει ένα ακόμη δύσκολο ερώτημα:

Δίνει άραγε τις δωρεές του ο Θεός χωρίς τη συγκατάθεση των ανθρώπων; Μα φυσικά.

Ο Θεός δίνει το Άγιο Πνεύμα στον άνθρωπο χωρίς να τον ρωτήσει, από την εμβρυακή ακόμα ηλικία του:

«Και καλέσεις το όνομα αυτού Ιωάννην [...] και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού» (Λουκ. 1,13-15).

Επίσης, ο Θεός δίνει τη χάρη Του στον άνθρωπο χωρίς να τον ρωτήσει, από την εμβρυακή ακόμα ηλικία του:

«Ότε δε ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας διά της χάριτος αυτού» (Γαλ. 1,15).

Επιπλέον, έχουμε και τη συσχέτιση με την διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας:

«Ου θέλω δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι οι πατέρες ημών πάντες υπό την νεφέλην ήσαν, και πάντες διά της θαλάσσης διήλθον, και πάντες εις τον Μωϋσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση» (Α΄ Κορ. 10,1-4).

Έτσι λοιπόν, οι πάντες έλαβαν τον τύπο αυτό του βαπτίσματος, και όπως γνωρίζουμε, κατά το μεγάλο γεγονός της Εξόδου από την Αίγυπτο, οι Ισραηλίτες έφυγαν και με τα παιδιά τους, τα οποία συμμετείχαν στον βάπτισμα αυτό και σώθηκαν με την πίστη του Μωυσή.

Και βεβαίως, πέρα από την συσχέτιση εκ μέρους των Πατέρων, του βαπτίσματος με την περιτομή, έχουμε και την επίκληση του εδαφίου που αφορά το σημάδι στα ανώφλια:

«Τότε ο Μωυσής κάλεσε όλους τους πρεσβυτέρουςκαι τους είπε: ‘Πηγαίνετε και προμηθευθείτεέναν αμνόκαι θυσιάστε τον ως πασχαλινή θυσία. Έπειτανα επιχρίσετε το ανώφλιοόταν ο Κύριος δει το αίμα στο ανώφλιοδεν θα αφήσει τον ολοθρευτή να εισέλθει στις οικίες σας για να σας χτυπήσει […] Και όταν ρωτάνε τα τέκνα σας, ‘Τι σημασία έχει για σας η εορτή αυτή;’ να απαντάτε: ‘Αυτή είναι η πασχαλινή θυσία στον Κύριο, ο Οποίοςέσωσε τις οικίες μας’» (Έξ. 12,21-27).

Σύμφωνα λοιπόν με τη διήγηση αυτή, την οποία επικαλούνται οι Πατέρες ως ένα από τα βιβλικά θεμέλια του νηπιοβαπτισμού, τα νήπια σώζονται χωρίς την συγκατάνευσή τους και μετά κατηχούνται στις αλήθειες της πίστεως. Αυτό που προέχει είναι να σωθούν, και όταν αποκτήσουν τις βιολογικές δυνατότητες θα διδαχθούν την αλήθεια. Είναι τραγικό να θεωρούμε το βάπτισμα «καταπίεση» και «ανελευθερία», από τη στιγμή που θεωρείται απαραίτητη και σωτήρια τελετή αναγέννησης. Δεν μπορεί να λέμε σε αυτόν που κάνει το καλύτερο για το παιδί του ότι το καταπιέζει… σώζοντάς το. Όταν με το καλό αυτό μεγαλώσει, ξέρουμε καλά ότι μπορεί να επιλέξει τον δρόμο του. Στο κάτω-κάτω, έχοντας κατά νου ότι στον 4ο αιώνα επικρατούσε και η τάση να καθυστερεί κάποιος το βάπτισμα του, σίγουρα ένα ποσοστό από τους μεγάλους αιρεσιάρχες της ιστορίας είχε βαπτιστεί σε μεγάλη ηλικία, κι όμως είχαν όλη την ελευθερία να εγκαταλείψουν την Εκκλησία.

Κλείνοντας, να αναφέρουμε πως ούτε το εδάφιο Μάρκ. 16,16 τους εξυπηρετεί πλέον,  διότι είδαμε ξεκάθαρα ότι σε ολόκληρη την Παράδοση της Εκκλησίας βαπτίζονταν όχι μόνο νήπια, αλλά και ενήλικοι. Έτσι λοιπόν, τα πράγματα είναι απλά:

«Μόνο οι ενήλικοι οφείλουν να μεταστραφούν και να μετανοήσουν, μια και έχουν δικά τους προσωπικά αμαρτήματα, και εισέρχονται στην Εκκλησία για ένα στάδιο άμεσων αγώνων χρειάζεται λοιπόν, όπως το απαιτεί και η Ιεραποστολή, μεταστροφή και ενστερνισμός του αγώνα. Βλ. Μάρκ. 16,16: ‘Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται’. Εδώ πρόκειται για κήρυγμα που απευθύνεται σε ενήλικους, και επομένως απαιτείται η πίστη ως συγκατάνευση»[122].

 

20η μαρτυρία: (Πολύκαρπος 70/80 - 155/167 μ.Χ.)

Μία αρχαία έμμεση μαρτυρία για τον νηπιοβαπτισμό, βρίσκουμε στο έργο του Ιγνατίου, «Μαρτύριον Πολυκάρπου» όπου αναφέρεται η φράση του αγ. Πολυκάρπου:

«Ογδοήκοντα και εξ έτη δουλεύω αυτώ, και ουδέν με ηδίκησεν και πως δύναμαι βλασφημήσαι τον βασιλέα μου, τον σώσαντάμε;»[123].

Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Χρήστου, ο Πολύκαρπος ήταν περίπου 87 ετών κατά τον θάνατό του:

«Ίσως λοιπόν είχε γεννηθή περί το 80[124] […] ο Πολύκαρπος εμαρτύρησεν επί Μάρκου Αυρηλίου, (161-180) και δη κατά το 167[125]».

Την ίδια ηλικία αναφέρει και ο Νίκος Νικολαΐδης:

«Μαρτυρούσε, ίσως το 167 μ.Χ. […] το πιο πιθανό είναι ότι γεννήθηκε το 80 μ.Χ.»[126].

Επίσης, σύμφωνα και με τον Γεώργιο Φλορόφσκυ, ο Πολύκαρπος ήταν κοντά 87 ετών:

«Ο Άγ. Πολύκαρπος γεννήθηκε περί το 70, τοποθετήθηκε ως επίσκοπος πριν από το 110, και πέθανε πιθανόν το 155 ή το 156»[127].

Έτσι λοιπόν, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

«Αν κρίνει κανένας από το κείμενο του Μαρτυρίου του Αγίου Πολυκάρπου, όπου […] απάντησε: ‘’Ογδοήκοντα και εξ έτη δουλεύω αυτώ’’ […] όταν μαρτυρούσε, ίσως το 167 μ.Χ. επί Μάρκου Αυρηλίου, να ήταν υπέργηρος· νοουμένου, βέβαια, ότι τον αριθμό ‘’86 έτη’’ ο Πολύκαρπος αριθμούσε όχι τόσο από τη γέννησή του, όσο από την ημέρα της βάπτισής του. Έτσι το πιο πιθανό είναι ότι γεννήθηκε το 80 μ.Χ.»[128].

Την ίδια άποψη εκφράζει και ο πατρολόγος Παναγιώτης Χρήστου:

«… δεν είναι δυνατόν να εξαχθή θετικόν συμπέρασμα [για τη χρονολογία γέννησής του], διότι δεν είναι σαφές, αν τα 86 έτη εννοούνται διανυθέντα από της γεννήσεως ή από της επιστροφής και βαπτίσεως·  θα έπρεπε μάλλον να εκληφθή συμβαίνον το δεύτερον, εκτός εάν ο ιεράρχης εγεννήθη εις χριστιανικήν οικογένειαν»[129].

Αυτό που ενισχύει ακόμα περισσότερο την θέση ότι η μαρτυρία του Πολυκάρπου, «Ογδοήκοντα και εξ έτη δουλεύω αυτώ» αναφέρεται στο βάπτισμα του, είναι η μαρτυρία του Κλήμη Αλεξανδρείας που λέει:

«Αυτίκα δούλος Θεού άμα τω ανελθείν του βαπτίσματος και Κύριος των ακαθάρτων λέγεται Πνευμάτων· και εις ον προ ολίγου ενήργουν, τούτον ήδη φρίσσουσιν»[130].

Δηλαδή, σύμφωνα με τον Κλήμη, «δουλεύει» (γίνεται δούλος/υπηρετεί) στον Θεό κάποιος, από τη στιγμή που βαπτίστηκε.

 

21η μαρτυρία: (Σύνοδος Λαοδικείας 364 μ.Χ.)

Στις έμμεσες μαρτυρίες ανήκει και ένας σημαντικός Κανόνας της Εκκλησίας, ο οποίος νομοθετεί εντελώς αντίθετα με το σκεπτικό των Πελαγιανιστών. Το ενδιαφέρον μάλιστα, βρίσκεται στο γεγονός ότι οι αιρετικοί, επιδοκιμάζουν το έργο της Συνόδου της Λαοδικείας του 364 μ.Χ. και γράφουν:

            «Την αιρετική αυτή διδασκαλία αντιμετώπισε η Σύνοδος της Λαοδικείας το έτος 364 μ.Χ. και με τον 35ον Κανόνα την καταδίκασε».

            Εμάς, όπως είναι προφανές, από το κείμενο τους μας ενδιαφέρει ότι αποδέχονται την εγκυρότητα της Συνόδου της Λαοδικείας.

Όμως, η Σύνοδος αυτή καταρρίπτει τις «θεολογικές» αλχημείες τών Πελαγιανιστών και εγκρίνει το βάπτισμα ανθρώπου, πριν διδαχθεί την πίστη. Ενώ λοιπόν λένε με τρόπο απόλυτο ότι στο κανονικό βάπτισμα προηγείται η μετάνοια και η πίστη, ο Κανόνας 47 (ΜΖ΄) της Συνόδου της Λαοδικείας αναφέρει:

            «Ότι δει τούς εν νόσω παραλαμβάνοντας το φώτισμα, και είτα αναστάντας εκμανθάνειν την πίστιν και γινώσκειν, ότι θείας δωρεάς κατηξιώθησαν».

Που σημαίνει:

«Πρέπει όσοι βαφτίζονται ενώ είναι άρρωστοι και ύστερα αναρρώσουν και σηκωθούν υγιείς, να μαθαίνουν τις αλήθειες της πίστης και να ξέρουν ότι αξιώθηκαν τη δωρεά και τη χάρη του Θεού»[131].

            Όπως καταλαβαίνουμε, ο Κανόνας αντιστρέφει κατά τρόπο απόλυτο τους αιρετικούς ισχυρισμούς. Σίγουρα, ο Κανόνας αυτός δεν είναι άμεση μαρτυρία περί του νηπιοβαπτισμού, διότι ο εν λόγω άνθρωπος έχει προλάβει να δεχτεί ότι θέλει να βαπτιστεί. Όμως, σε αυτή την σύντομη παράγραφο, βλέπουμε την ανάπτυξη της Ορθόδοξης, Πατερικής Θεολογίας που ισχύει και για τον νηπιοβαπτισμό:

1. Απορρίπτεται ο αιρετικός ισχυρισμός ότι δήθεν, το βάπτισμα προσφέρει μόνο άφεση αμαρτιών. Αν η Εκκλησία πίστευε κάτι τέτοιο, τότε σε καμία περίπτωση δεν θα δεχόταν να τελέσει το συγκεκριμένο βάπτισμα. Διότι, εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζει καν την πίστη, δεν γνωρίζει -όπως λέει ο Νικόδημος- ούτε καν τι είναι αυτό που μόλις έλαβε. Ακόμα κι αν έχει προλάβει να μάθει μερικά, αυτό δεν λέει τίποτα διότι η πίστη πρέπει να είναι γνωστή στην πληρότητά της. Δεν μπορεί π.χ. να γνωρίζεις για την Θεοτόκο και να μην γνωρίζεις για την Αγία Τριάδα.

Άρα, ως προς τι μετανοεί; Ως προς αυτά που δεν γνωρίζει;

Και τι πιστεύει; Αυτά που δεν έχει μάθει;

Είναι λοιπόν φανερό, ότι η Εκκλησία δεν βαπτίζει μόνο για άφεση προσωπικών αμαρτιών, αλλά για πολλά περισσότερα. Η περίπτωση αυτή του Κανόνα 47, καθιστά βέβαιο ότι ο βαπτιζόμενος λαμβάνει δώρα που δεν εξαρτώνται από τον βαθμό πίστης του, αλλά από την αγάπη του Θεού. Ένα από αυτά, είναι και η θαυματουργική αναγέννηση της φθαρμένης, από το προπατορικό αμάρτημα, φύσης μας. Ένα ακόμη, είναι η λήψη της απαραίτητης σφραγίδας που πρέπει να έχει κάθε άνθρωπος για να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Αν η Εκκλησία δεν πίστευε ότι το βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη Σωτηρία κάθε ανθρώπου, τότε δεν θα βάπτιζε εσπευσμένα κάποιον που δεν μπορεί να ομολογήσει μια πίστη που δεν γνωρίζει.

2. Επιβεβαιώνεται ότι η κατήχηση στα της πίστεως, μπορεί να είναι διαδικασία μεταγενέστερη του βαπτίσματος, όπως ακριβώς και στα νήπια. Διαψεύδεται έτσι ο ισχυρισμός ότι η σειρά οφείλει να είναι, πρώτα η Κατήχηση και μετά το Βάπτισμα, διότι διαφορετικά, δήθεν, μετατρέπεται σε «μαγική τελετή». Όπως βλέπουμε, η Σύνοδος ανατρέπει τις φαντασιώσεις τους και ορίζει να γίνει πρώτα το βάπτισμα ενός ανθρώπου που δεν ξέρει τίποτα ή δεν ξέρει όσα πρέπει για την πίστη, και μετά να κατηχηθεί, όπως ακριβώς ορίζουν οι Πατέρες για την περίπτωση του νηπίου.

 

22η μαρτυρία: (Ιωάννης Χρυσόστομος)

Όπως είχαμε αναφέρει και στην εισαγωγή μας, η Αγία Γραφή προβλέπει τη Σωτηρία νηπίων αλλά και αντίστοιχα, ανθρώπων με νοητικές αναπηρίες,  μέσω της πίστης των άλλων:

«Πίστει πεποίηκε το πάσχα και την πρόσχυσιν τού αίματος, ίνα μη ο ολοθρεύων τα πρωτότοκα θίγη αυτών. Πίστει διέβησαν την Ερυθράν θάλασσαν ως διά ξηράς» (Εβρ. 11,28-29).

Από τη στιγμή που τα νήπια δεν μπορούν να ομολογήσουν πίστη, βλέπουμε ότι Σώζονται μέσω της πίστης της οικογενείας τους, η οποία ενεργεί χωρίς την συγκατάνευσή των νηπίων. Το ίδιο συμβαίνει και με την πίστη του Μωυσή η οποία έσωσε τους Ισραηλίτες και τα μικρά τους από τους Αιγυπτίους. Και αναμφισβήτητα είδαμε ότι για τους Πατέρες, αυτά τα εδάφια περιγράφουν τύπους του βαπτίσματος.

Είναι λοιπόν δυνατόν, να θεραπευτεί μέσω του βαπτίσματος, η φύση των ανθρώπων που είναι ακόμα βρέφη ή νήπια, αλλά και των ανθρώπων που έχουν νοητικές αναπηρίες, χωρίς την συγκατάνευσή τους. Επάνω σε αυτό, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, επικαλείται ως θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού, την θεολογία του Χρυσοστόμου[132] που μας λέει:

«Τι ουν; ετέρου πιστεύσαντος έτερος ου θεραπεύεται; φησίν. Ουκ έγωγε οίμαι, πλήν ει μη τι η δια ηλικίας άωρον, ή διά υπερβάλλουσαν ασθένειαν αδυνάτως έχει προς το πιστεύσαι»[133].

Που σημαίνει:

«Τι λοιπόν; Όταν άλλος, λέγει, πιστέψει, άλλος δεν θεραπεύεται; Εγώ βέβαια δεν το νομίζω, εκτός αν, ή εξ αίτιας της μικρής ηλικίας, ή εξ αιτίας της υπερβολικής ασθένειας αδυνατεί να πιστέψει»[134].

Έτσι λοιπόν θεμελιώνεται μια φιλάνθρωπη θεολογία για τη θεραπεία της φύσεως και τη Σωτηρία ανθρώπων που δεν έχουν τη δυνατότητα να συγκατανεύσουν, μέσω της πίστης ενός τρίτου.

 

23η μαρτυρία: (Απουσία Συνοδικής ή Πατερικής καταδίκης για τον νηπιοβαπτισμό)

Για την αξία που έχει η σιωπή μιας πηγής, ας δούμε πρώτα την σκέψη ενός ειδικού όπως ο Παν. Τρεμπέλας που επισημαίνει ένα πολύ σημαντικό δεδομένο:

«Το ζήτημα του νηπιοβαπτισμού προσέλαβε σοβαρότητα ενωρίς τον τέταρτον αιώνα κατά την σύγκρουσιν μεταξύ Αυγουστίνου και Πελαγιανών. Ο Αυγουστίνος ανεζήτει εκ του νηπιοβαπτισμού επιχείρημα υπέρ της υπάρξεως του προπατορικού αμαρτήματος, εφ’ όσον τι βάπτισμα παρέχεται εις άφεσιν αμαρτιών. Κατ’ ακολουθίαν οι Πελαγιανοί, οίτινες ηρνούντο την κληρονομικότητα του αμαρτήματος τούτου, είχον συμφέρον να αρνηθούν, ότι ο νηπιοβαπτισμός απετέλει καθολικήν και αρχαίαν της Εκκλησίας συνήθειαν. Δεν το έπραξαν όμως, αλλά προσέφυγον εις την διάκρισιν μεταξύ ‘αιωνίας ζωής’ και ‘βασιλείας ουρανών’, ισχυρισθέντες ότι τα νήπια εβαπτίζοντο, ουχί ίνα από κακών γίνωσι καλά, αλλ’ από αγαθών, οποία ήσαν, καταστώσι κρείττονα. Εις τρόπον ώστε εάν απέθνησκον αβάπτιστα, δεν θα μετέβαινον μεν εις την βασιλείαν των ουρανών, θα εισήγοντο όμως εις την αιωνίαν ζωήν. Κατά τον τέταρτον λοιπόν αιώνα δεν διημφεσβητήθη, ότι ο νηπιοβαπτισμός εκράτει καθ’ άπασαν την Εκκλησίαν. Ο Πελάγιος δε και ο Κελέστιος είχον ταξειδεύσει και εις την Παλαιστίνην και εις την Αφρικήν και εις την Ιταλίαν· ειδικώς δε ο Πελάγιος πιθανώτατα εγνώρισε και την Γαλλίαν και την Βρεττανίαν. Εάν εις τινα των επαρχιών τούτων και χωρών δεν υφίστατο νηπιοβαπτισμός, ασφαλώς θα προεβάλλετο τούτο»[135].

Όπως καταλαβαίνουμε, η καταλυτική αυτή επιχειρηματολογία ολοκληρώνει τον κύκλο της βεβαιότητάς μας για την ισχύ του νηπιοβαπτισμού ήδη από την αρχαία Εκκλησία. Οι μεμονωμένες, αιρετικών προϋποθέσεων αντιδράσεις, του Τερτυλλιανού και των Πελαγιανιστών, κατά τρόπο εντυπωσιακό έδειξαν ότι τους ήταν αδύνατον να χρησιμοποιήσουν προς τους αντιπάλους τους το κλασικό απολογητικό επιχείρημα, «Κύριοι καινοτομείτε».

Έτσι, και ο Τερτυλλιανός και οι Πελαγιανιστές σιώπησαν, και στο παρόν άρθρο, είδαμε το γιατί. Διότι στηρίχθηκαν σε κακόδοξες «θεολογίες», που έρχονταν σε αντίθεση με την αρχαία πράξη της Εκκλησίας. Η καταδίκη των Πελαγιανιστών είναι δεδομένη στην ιστορία της Εκκλησίας, όπως είναι καταδικασμένη και η (χλιαρή και άτολμη) προσωπική γνώμη του Τερτυλλιανού για τον νηπιοβαπτισμό, αφού διαφωνεί μαζί του το σύνολο των Πατέρων, των Συνόδων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Οι σύγχρονοι Πελαγιανιστές προσπάθησαν να παραχαράξουν την ιστορία της Εκκλησίας και απέτυχαν οριστικά.

 

9. Επίλογος

Αποδείχθηκε λοιπόν, ότι κάθε απόρριψη του νηπιοβαπτισμού, αποτελεί αιρετική διδασκαλία, απολύτως αντίθετη με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Οι προτεστάντες βαδίζουν ξεκάθαρα σε πλαίσια αιρετικά. Όσοι τυχόν παρασύρθηκαν από τους «θεολογικούς» αυτοσχεδιασμούς τους, γνωρίζουν πλέον ότι οι άνθρωποι αυτοί ζουν σε βαθιά πλάνη και ακόμα βαθύτερο εγωκεντρισμό, σε σημείο να ειρωνεύονται τους Πατέρες (που δήθεν τους σέβονται) ή να αδιαφορούν για τη διδασκαλία τους.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη κιβωτός που διέσωσε με ασφάλεια το κοσμοϊστορικό μήνυμα της ενανθρώπισης και το κράτησε ανέπαφο εδώ και 2.000 χρόνια.

 

Συνεχίζεται στο 4ο μέρος: Νηπιοβαπτισμός, Εκκλησία και Βυζάντιο: «Πλανών Έλεγχος ή Πλανεμένος Έλεγχος;»


Σημειώσεις

[1] Ευστρατιάδης Σωφρόνιος, «Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1935, σελ. 103.

[2] Παν. Κ. Χρήστου, «Γρηγόριος ο Θεολόγος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 4, Αθήνα 1964, στ. 708.

[3] Παν. Κ. Χρήστου, «Γρηγόριος ο Θεολόγος», ΘΗΕ, τόμ. 4 (1964), στ. 710.

[4] Γεδεών Μανουήλ, «Πατριαρχικοί Πίνακες. Ειδήσεις ιστορικαί, βιογραφικαί περί των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (36-1884)», εν Κωνσταντινουπόλει 1890, σελ. 128.

[5] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, «Εις το άγιον Βάπτισμα», PG 36,400.

[6] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Δ΄, 2η έκδ., Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 128.

[7] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Β΄, έκδ. 2η, Αθήνα 1999, σελ. 521.

[8] Βλ. π.χ. λήμμα «Μητροπολίτης», Lampe G. W. H., «A patristic Greek lexicon», Oxford - Clarendon Press, 1961, σελ. 870Α, όπου αποδίδεται το έργο στον Γρηγόριο: «Gr.Naz.or.40.26(M.36.396Β)».

[9] Παπαθανασίου Αθανάσιος, «Προσωπική Χρέωση», ΕΕΘΣΑ, τμήμα Θεολογίας, τόμ. 31, Αθήνα 1996, σελ. 569.

[10] Τσάμης Δημήτριος, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 145.

[11] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, «Έπη Θεολογικά και Δογματικά θ΄: Περί Διαθηκών και Επιφανείας Χριστού», PG 37,463A-464Α.

[12] Η μετάφραση από το: Βενέδικτος Αγιορείτης Ιερομόναχος, «Γρηγοριανόν Ταμείον, ήτοι ευρετήριον των απάντων του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου», εκδ. Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη-Άγιον Όρος 2001, σελ. 173.

[13] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 522.

[14] Ο τίτλος του έργου σύμφωνα με τον «Κανόνα» της TLG, είναι: «De testamentis et adventu Christi (carm. 9): coll. 456-464».

[15] Βλ. π.χ. λήμμα «Ζηγήμων», Lampe G. W. H., «A patristic Greek lexicon», ό.π., σελ. 591Α, όπου αποδίδεται το έργο στον Γρηγόριο: «Gr.Naz.carm.I.I.9.25(M.37.458A)».

[16] «Εξ ονύχων απαλών: από την ηλικίαν των μαλακών ονύχων, έκφρασις που εσήμαινε την τρυφεράν βρεφικήν ηλικίαν» (Σχόλιο στο: Γρηγόριος ο Θεολόγος, «Άπαντα» αρ.4 (σειρά Ε.Π.Ε. #25), «Λόγοι Δογματικοί», Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 310, σημ. #77).

[17] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, «Εις το άγιον Βάπτισμα», PG 36,380D-381A.

[18] Η μετάφραση από το: Γρηγόριος ο Θεολόγος, «Άπαντα» αρ.4, ό.π. σελ. 311.313.

[19] Αγίου Νεκταρίου, «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (1899), σελ. 30, σημ. #1.

[20] Ευστρατιάδης Σωφρόνιος, «Αγιολόγιον …», ό.π., σελ. 230.

[21] Παν. Κ. Χρήστου, «Ιωάννης Α΄ ο Χρυσόστομος», ΘΗΕ, τόμ. 6 (1965), στ. 1170.

[22] Τσάμης Δημήτριος, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», ό.π., σελ. 163.

[23] Παν. Κ. Χρήστου, «Ιωάννης Α΄ ο Χρυσόστομος», ΘΗΕ, τόμ. 6 (1965), στ. 1172.

[24] Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», 8,2.3.

[25] Η μετάφραση από το: Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία» Ε΄-Θ΄ (σειρά Ε.Π.Ε. #140), εκδ. Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 379.

[26] Γεδεών Μανουήλ, «Πατριαρχικοί Πίνακες …», ό.π., σελ. 141.

[27] Βλ. τον βίο του αγ. Ιωάννη στο: Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, Γρηγόρης, Αθήνα 2010, σελ. 116-134.

[28] Βλ. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 62.

[29] Ιωάννης Χρυσόστομος, «Ομιλίαι Κατηχητικαί», γ΄: «προς νεοφωτίστους» 3,6. Βλ. το πρωτότυπο και στο: Βενέδικτος Αγιορείτης Ιερομόναχος, «Χρυσοστομικόν Ταμείον (ήτοι Ευρετήριον Θεμάτων των Απάντων Ιω. Χρυσοστόμου)», έκδ. 2η επαυξημένη, εκδ. Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη-Άγιον Όρος 2002, σελ. 726.

[30] Η μετάφραση από το: Ιωάννης Χρυσόστομος, έργα #30 (σειρά Ε.Π.Ε.), «Ομιλίες Κατηχητικές-Ηθικές» (Α΄), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 387.

[31] Βλ. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 147 (η περιγραφή των γνήσιων έργων του Χρυσοστόμου ξεκινά από τη σελίδα 143 και ολοκληρώνεται στη σελίδα 160).

[32] Βλ. Ζήσης Θεόδωρος, «Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον ιερόν Χρυσόστομον» (σειρά «Ανάλεκτα Βλατάδων» 9), Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 119.

[33] Ιωάννης Χρυσόστομος, έργα #30, ό.π., σελ. 523-525.

[34] Ιωάννης Χρυσόστομος, «Εις την Γένεσιν», PG 53,373.

[35] Ιωάννης Χρυσόστομος, «Εις την Γένεσιν», ό.π.

[36] Ιωάννης Χρυσόστομος, «Εις την Γένεσιν», στο ίδιο.

[37] Ιωάννης Χρυσόστομος, «Εις τον παραλυτικόν δια της στέγης χαλασθέντα, και περί της του Υιού προς τον Πατέρα ισότητος», PG 51,56.

[38] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Δ΄, ό.π., σελ. 279.

[39] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 153.

[40] Ευστρατιάδης Σωφρόνιος, «Αγιολόγιον …», ό.π., σελ. 73.

[41] Παν. Κ. Χρήστου, «Βασίλειος ο Μέγας», ΘΗΕ, τόμ. 3 (1963), στ. 681.

[42] Τσάμης Δημήτριος, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», ό.π., σελ. 145.

[43] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 390.

[44] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 378-379.

[45] Βασίλειος Καισαρείας, «Προτρεπτική εις το άγιον βάπτισμα», PG 31,424C.

[46] Βασίλειος Καισαρείας, «Προτρεπτική εις το άγιον βάπτισμα», PG 31,428Α.

[47] Βασίλειος Καισαρείας, «Προτρεπτική εις το άγιον βάπτισμα», PG 31,432C.

[48] Η μετάφραση από το: Βασίλειος ο Μέγας, «Έργα» αρ. 6 (σειρά Ε.Π.Ε. #5), «Ομιλίαι & Λόγοι», Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 249.

[49] Βασίλειος ο Μέγας, «Έργα» αρ. 6, ό.π., σελ. 253.

[50] Βασίλειος ο Μέγας, «Έργα» αρ. 6, ό.π., σελ. 261.

[51] Ιωάννης Χρυσόστομος, «Εις την Γένεσιν», PG 53,373.

[52] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Δ΄, ό.π., σελ. 50.

[53] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 399.

[54] Βλ. π.χ. λήμμα «Εφόδιον», Lampe G. W. H., «A patristic Greek lexicon», ό.π., σελ. 588Α, όπου αποδίδεται το έργο στον Μ. Βασίλειο: «baptism, Bas.hom.13.5 (2.117C;M.31.432C)».

[55] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 426.

[56] Ισίδωρος Πηλουσιώτης, «Επιστολών βιβλία πέντε: Επιστολή Ερμίνω Κόμητι», PG 78,880Β-881A.

[57] Η μετάφραση από το: Ισίδωρος Πηλουσιώτης, «Άπαντα τα έργα» αρ. 3 (σειρά Ε.Π.Ε.), «Επιστολές Βιβλίον Γ΄», εκδ. Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 231.233.

[58] Βαβούσκος Αναστάσιος, «Ερμηνευτική προσέγγιση ιερών κανόνων», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 96.

[59] Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003 (1864), σελ. 523.

[60] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 561.

[61] Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», ό.π., σελ. 509.

[62] Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», ό.π., σελ. 497.

[63] Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», ό.π., σελ. 508.

[64] Παπαθανασίου Θανάσης, «(Αυτο)Κριτική ερμηνεία της καταστροφής παγανιστικών ιερών από χριστιανούς», περιοδ. Σύναξη, τεύχ. 69 (Αθήνα 1999), σελ. 63, σημ. #39 (όπου επικαλείται την εξής μελέτη: Π. Μπούμη, «Ορθόδοξη Ιεραποστολή», Χαριστήριος Τόμος προς τιμή του αρχιεπ. Αλβανίας Αναστασίου, Αρμός, Αθήνα 1997, σελ. 489-492)

[65] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 729.

[66] Λόγω της φύσης του άρθρου, και για να αποφύγουμε πλανεμένες τοποθετήσεις των πελαγιανιστών ενάντια στον Θεοδώρητο, ξεκαθαρίζουμε ότι: «Στην Ε΄ Οικουμ. Σύνοδο (553) και δη στην όγδοη Πράξη της καταδικάσθηκαν μόνο όσα ο Θεοδώρητος έγραψε κατά της Συνόδου της Εφέσου και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και υπέρ των Νεστορίου, Διοδώρου Ταρσού και Θεοδώρου Μοψουεστίας (τους δύο τελευταίους ο Κύριλλος είχε αντιμετωπίσει μ’ επιείκεια)» (Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 765). Και είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι, όσο ζούσε ακόμη, «ο Θεοδώρητος ανακλήθηκε στην επισκοπή του και προσκλήθηκε να μετάσχει στην Δ΄ Οικουμ. Σύνοδο, στην Χαλκηδόνα, το 451». Εκεί, οι Αιγύπτιοι επίσκοποι «απήτησαν την από μέρους του καταδίκη του προσώπου του Νεστορίου, κάτι που έκανε (26 Οκτωβρίου) χωρίς δυσκολία, στην θ΄ συνεδρία της Συνόδου […] αφού εξήγησε ότι ‘ανετράφη’, ‘εδιδάχθη’ και ‘εκήρυξεν’ ‘ορθοδόξως’, δήλωσε: ‘ανάθεμα Νεστορίω’ […] οι συνοδικοί, αναφώνησαν μ’ ενθουσιασμό: ‘Θεοδώρητος άξιος του θρόνου’ […] Από το 451 ο Θεοδώρητος εργάσθηκε στην επισκοπή του χωρίς θεολογικές συγκρούσεις». (Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π.).

[67] Ο R. Janin γράφει για τον Θεοδώρητο: «Δεν φαίνεται όμως δυνατόν να τον χαρακτηρίση τις ως νεστοριανόν […] μετά την συμφιλίωσίν του με τον Άγιον Κύριλλον, παρουσίασεν εις τας συγγραφάς του μιαν αξιέπαινον μέριμναν αυστηροτάτης ορθοδοξίας» (ΘΗΕ, τόμ. 6 (1965), στ. 192).

[68] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π.

[69] Ειδικότερα για το έργο αυτό, σημειώνεται: «[Είναι] γραμμένο το ενωρίτερο κατά το 453 […] Μεγαλύτερη σημασία όμως έχει ότι ο Θεοδώρητος την εποχή αυτή εμφανίζεται αποστασιοποιημένος απόλυτα από τον Νεστόριο. Όχι μόνο δεν αισθάνεται δυσκολία να τον καταδικάσει προσωπικά, αλλά και τον λοιδορεί, τον κατακρίνει και ανατρέπει συγκεκριμένες θέσεις του» (Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 752-753).

[70] Θεοδωρήτος Κύρου, «Αιρετικής κακομυθίας επιτομή» 5,18. PG 83,512ΑΒ.

[71] Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Ύμνος ΝΕ΄ «Ότι τοις το άγιον φυλάξασι βάπτισμα καθαρόν παραμένει το Πνεύμα το Άγιον», στο διαδίκτυο, βλ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος.

[72] Ερμάς, «Ποιμήν», Παραβολή θ΄, XXIX, 3. Πρωτότυπο και μετάφραση στο: Αποστολικοί Πατέρες αρ.4 (σειρά Ε.Π.Ε. #119), εκδ. Αφοι Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 581.

[73] Ερμάς, «Ποιμήν», Παραβολή θ΄, XXIX, 1. Ό.π., σελ. 578.

[74] Ερμάς, «Ποιμήν», Παραβολή θ΄, XVII, 1-4. Ό.π., σελ. 564.

[75] Ερμάς, «Ποιμήν», Παραβολή θ΄, XVI, 3-4. Ό.π., σελ. 562.

[76] Η μετάφραση από το: «Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού», περιοδ. Εφημέριος, τεύχ. 9 (2009), σελ. 16.

[77] «Έλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως», 1, 14, 1 (Ψηφιακή Βιβλιοθήκη TLG).

[78] Θεοδώρου Ανδρέας, «Ιστορία των Δογμάτων», τόμ. 1ος, μέρος 2ον, Γρηγόρης, Αθήνα, 1978, σελ. 191.

[79] Βλ. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Α΄, έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 378: «Το κείμενο της Αποστολικής παραδόσεως … σώζεται σε ανατολικές γλώσσες (κοπτική, αραβική, αιθιοπική κ.ά.) και στη λατινική».

[80] Βλ. βιβλιογραφία στα: ΘΗΕ, τόμ. 4 (1964), στ. 1185 / Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Β΄, 3η έκδ., Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. σελ. 49 / Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Α΄, έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 379.

[81] B. S. Easton, «The Apostolic Tradition of Hippolytus», Cambridge 1934, σελ. 45.

[82] «And they shall put off their clothes.  And they shall baptize the little children first. And if they can answer for themselves, let them answer. But if they cannot, let their parents answer or someone from their family.» (G.Dix - H. Chadwick, «The treatise on the Apostolic tradition of of St. Hippolytus of Rome», London 1968, σελ. 33).

[83] Ωριγένης, «Σχόλια εις Ρωμαίους» 5,19. PG 14,1047. Η μετάφραση από το: «Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού», περιοδ. Εφημέριος, τεύχ. 9 (2009), σελ. 16-17. Βλ. και: Ανδρούτσος Χρήστος, «Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας», Αστήρ, Αθήνα1956 (c1907), σελ. 325, σημ. #2. Επίσης: Τρεμπέλας Ν. Π., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α΄, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 134.

[84] Ο Ευσέβιος στο 5ο βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του, αφιερώνει το 16ο κεφάλαιο στον Μοντανισμό. Η συγκεκριμένη αναφορά σε καταδίκες του Μοντανισμού, βρίσκεται στο 5,16.10.

[85] Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, «Ιστορία Δογμάτων», τόμ. Α΄, Αθήνα 1998, σελ. 340.

[86] Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, «Ιστορία …», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 343.

[87] Βλ. και Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Γ΄, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 53.

[88] Αγίου Νεκταρίου, «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», ό.π., σελ. 223.

[89] Κανόνας Α΄ του Μ. Βασιλείου. Βλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», ό.π., σελ. 587.

[90] Κυπριανός, Epistula LVIII (58). Η σειρά των επιστολών διαφέρει σε μερικές εκδόσεις. Η συγκεκριμένη αριθμείται είτε ως 58, είτε ως 59, είτε ως 64. Το πρωτότυπο σε αγγλική μετάφραση από τα λατινικά, στη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια «New Advent» εδώ: http://www.newadvent.org/fathers/050658.htm [7/10/2011]. Το ευρύτερο απόσπασμα έχει ως εξής: «But again, if even to the greatest sinners, and to those who had sinned much against God, when they subsequently believed, remission of sins is granted—and nobody is hindered from baptism and from grace - how much rather ought we to shrink from hindering an infant, who, being lately born, has not sinned, except in that, being born after the flesh according to Adam, he has contracted the contagion of the ancient death at its earliest birth, who approaches the more easily on this very account to the reception of the forgiveness of sins - that to him are remitted, not his own sins, but the sins of another». Βλ. επίσης αγγλική μετάφραση στο: Roberts, A., Donaldson, J., & Coxe, A. C., «The Ante-Nicene Fathers», τόμ. 5 (Translations of the writings of the Fathers down to A.D. 325. Fathers of the Third Century), σελ. 354β [Google Books].

[91] Τσιάκκας Χριστόφορος (αρχιμ.), «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειών και Αιρέσεων», έκδ. Ιεράς Μονής Τροοδιτίσσης, Λεμεσός 2002, σελ. 844α. Ως πηγή, ο Χριστόφορος Τσιάκκας επικαλείται την: Κυπρ., Επιστ. προς Φίντους BKV 2,273,275.

[92] Ξενοφώντος Παπαχαραλάμπους, «Το πρόβλημα του επιτρεπτού της Εκκλησιαστικής κηδεύσεως των θανόντων αβαπτίστων βρεφών», ΕΕΘΣΑ, τμήμα Θεολογίας, τόμ. 35, Αθήνα 2000, σελ. 336.

[93] Κοντογόνης Κωνσταντίνος, «Φιλολογική και κριτική ιστορία των αγίων της Εκκλησίας Πατέρων, και των συγγραμμάτων αυτών», τόμ. Α', εν Αθήναις 1851, σελ. 667.

[94] Μουτσούλας Ηλίας, «Εισαγωγή εις την Πατρολογίαν», 2η έκδ., Αθήναι 1983, σελ. 199.

[95] Συλλογικό έργο, «Ιστορία της Ορθοδοξίας», τόμ. 1. Οι απαρχές του Χριστιανισμού, έκδ. ROAD, Αθήνα 2008, σελ. 389-390.

[96] Παναγιώτη Τρεμπέλα, «Συμβολαί εις την ιστορίαν της χριστιανικής λατρείας», ΕΕΕΘΣΑ, τμήμα Θεολογίας, τόμ. 14, Αθήνα 1963, σελ. 83-84.

[97] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 260.

[98] Βασίλειος Ψευτογκάς, «Κυπριανός», ΘΗΕ, τόμ. 7 (1965), στ. 1105-1106.

[99] Ιωαννίδης Φώτιος, «Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς της Δύσης» (Β΄-ΣΤ΄ αι.), τόμ. Α΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 38.

[100] Τσάμης Γ. Δημήτριος, «Εισαγωγή στη Σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας», 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 95.

[101] Στεφανίδης Βασ., «Εκκλησιαστική Ιστορία», ό.π., σελ. 107.

[102] Στο πρωτότυπο (αγγλική μετάφραση του λατινικού κειμένου): «And so, according to the circumstances and disposition, and even age, of each individual, the delay of baptism is preferable; principally, however, in the case of little children. For why is it necessary—if (baptism itself) is not so necessary —that the sponsors likewise should be thrust into danger? Who both themselves, by reason of mortality, may fail to fulfil their promises, and may be disappointed by the development of an evil disposition, in those for whom they stood? The Lord does indeed say, “Forbid them not to come unto me.” Let them “come,” then, while they are growing up […] Why does the innocent period of life hasten to the ‘remission of sins’?» (Roberts, A., Donaldson, J., & Coxe, A. C., «The Ante-Nicene Fathers», τόμ. 3 (Translations of the writings of the Fathers down to A.D. 325. Fathers of the Third Century), σελ. 678α. Βλ. Και εδώ στο Google Books).

[103] Φίλιας Ν. Γεώργιος, «Λειτουργική», τόμ. Α΄, Γρηγόρης, Αθήνα 2006, σελ. 329-330.

[104] Παναγιώτης Τρεμπέλας, «Συμβολαί εις την ιστορίαν …», ΕΕΘΣΑ, ό.π., σελ. 79.

[105] Θεοδώρου Ανδρέας, «Ιστορία των Δογμάτων», - τόμ. 1ος, μέρος 2ον, ό.π., σελ. 236.

[106] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 256.

[107] Συλλογικό έργο, «Ιστορία της Ορθοδοξίας», τόμ. 1. «Οι απαρχές του Χριστιανισμού», ό.π., σελ. 390.

[108] Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), «Εκκλησιαστική Ιστορία», ό.π., σελ. 292.

[109] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική …», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 38, σημ. #2.

[110] Βλ. Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 167-169: «Νέα σύνοδος όμως στην Καρχηδόνα το φθινόπωρο του 256 όπου παραβρέθηκαν 80 επίσκοποι από όλη τη Β. Αφρική άκουσε επιστολή του Κυπριανού όπου εξέθετε όλα τα επιχειρήματα για τη θέση που έπαιρναν στην Αφρική. Στην επιστολή του αυτή έγραφε σχετικά με τον επίσκοπο Ρώμης κανείς από εμάς δεν προβάλλει τον εαυτό του ως επίσκοπο των επισκόπων... κάθε επίσκοπος έχει το δικαίωμα να σκέφτεται για τον εαυτό του-και όπως δεν είναι υπεύθυνος απέναντι σε κανέναν άλλον, έτσι και κανένας επίσκοπος δεν είναι υπεύθυνος απέναντι σ' αυτόν. Η σύνοδος επιδοκίμασε τον Κυπριανό ομόφωνα. Ο Ρώμης Στέφανος έκανε γνωστές τις αποφάσεις του και στις άλλες εκκλησίες και ήταν έτοιμος να αφορίσει τους διαφωνούντες […] Ο θάνατος του Στεφάνου στις 2 Αυγούστου 257 άλλαξε την κατάσταση. Ο διάδοχος του Σίξτος Β' δεν κράτησε απέναντι στους Αφρικανούς την αυστηρή στάση των προκατόχων του […] και σιγά-σιγά οι σχέσεις με τον Κυπριανό αποκαταστάθηκαν γιατί αν και ο Στέφανος δεν έκανε τον αφορισμό, οι σχέσεις των Αφρικανικών εκκλησιών με τη Ρώμη είχαν διακοπεί».

[111] Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», ό.π., σελ. 220.

[112] Γιάγκος Θεόδωρος, «Κανόνες και λατρεία», 2η έκδ., Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 162-163.

[113] Στεφανίδης Βασ., «Εκκλησιαστική Ιστορία», ό.π., σελ. 107.

[114] Αστέριος Σοφιστής, «Ομιλίαι εξηγητικαί εις Ψαλμούς», ομιλία 27η, μέρος β΄, στην Ψηφιακή βιβλιοθήκη TLG. Το συνολικό απόσπασμα έχει ως εξής: «Ουδείς γαρ τω παιδίω παραινών και νουθετών αυτώ λέγει· Σώφρων γενού εις το τέλος· φρόνιμος γενού, δίκαιος γενού εις το τέλος, αλλ΄ εξ αρχής παιδαγωγεί προς τον σώφρονα βίον και θεμέλιον αυτώ από παιδόθεν εναποτίθεται τον του θεού φόβον. Και τούτου μάρτυς η πείρα. Προσφέρει τις παιδίον υπομάζιον βαπτισθήναι, και ευθέως ο ιερεύς την αβέβαιον ηλικίαν απαιτεί συνταγάς και συγκαταθέσεις, και εγγυητήν του αφήλικος τον ανάδοχον λαμβάνει και επερωτά· Αποτάσσεται τω Σατανά; Και ου λέγει· Αποτάσσεται τω Σατανά εις το τέλος; Συντάσσεται τω Χριστώ εις το τέλος; Αλλ΄ ευθέως εις την αρχήν της ζωής απαιτεί τας αποτάξεις και συντάξεις».

[115] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Β', ό.π., σελ. 145.

[116] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Γ΄, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 402.

[117] Τα μεταφρασμένα εδάφια προέρχονται από το συλλογικό έργο: «Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)», Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997.

[118] Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Α΄, Αθήνα 2003, σελ. 367-368.

[119] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων», 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1991, σελ. 471β.

[120] «Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού», περιοδ. Εφημέριος, τεύχ. 9 (2009), σελ. 16.

[121] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 334-335.

[122] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 477, σημ. #116.

[123] Ιγνατίου, «Μαρτύριον Πολυκάρπου» 9,3. Βλ. και Ευσέβιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία» Δ΄,15.20. PG 20,352A.

[124] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 437.

[125] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 442.

[126] Νικολαΐδης Ι. Νίκος, «Αποστολικοί Πατέρες», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 294.

[127] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα», ό.π., σελ. 89.

[128] Νικολαΐδης Ι. Νίκος, «Αποστολικοί Πατέρες», ό.π.

[129] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 437.

[130] Κλήμη Αλεξανδρείας, «Εκ των του Θεοδότου και της Ανατολικής διδασκαλίας», PG 9,693.

[131] Μετάφραση-Πρωτότυπο στο: Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας Ιερών Κανόνων», έκδ. 3η, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 256-257. Βλ. και: Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», ό.π., σελ. 437.

[132] Βλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», ό.π., σελ. 389, σημ. #2.

[133] Ιωάννης Χρυσόστομος, «Εις το αποστολικόν ρητόν ‘διά δε τας πορνείας έκατος την εαυτού γυναίκα εχέτω’», PG 51,210.

[134] Ιωάννης Χρυσόστομος, έργα #26 (σειρά Ε.Π.Ε.), «Ομιλίες Ηθικές-Αγιογραφικές», Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 173.

[135] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική …», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 115-116.

 

Συνεχίζεται στο 4ο μέρος: Νηπιοβαπτισμός, Εκκλησία και Βυζάντιο: «Πλανών Έλεγχος ή Πλανεμένος Έλεγχος;»

Δημιουργία αρχείου: 15-11-2011.

Τελευταία ενημέρωση: 9-1-2012.