Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Δογματικά θέματα, Προτεσταντισμός και Ορθόδοξες πρακτικές

Μέρος 3ο: «Πλανών Έλεγχος ή Πλανεμένος Έλεγχος;» Μαρτυρίες Πατέρων για την αρχαιότητα και την ορθότητά του νηπιοβαπτισμού // Μέρος 5ο: Νηπιοβαπτισμός: Χριστιανοί, Eθνικοί και Εβραίοι μέσα από τους Νόμους της Πολιτείας και τους Κανόνες της Εκκλησίας

ΜΕΡΟΣ Δ΄.

Νηπιοβαπτισμός: «Πλανών Έλεγχος ή Πλανεμένος Έλεγχος;»

Νηπιοβαπτισμός, Εκκλησία και Βυζάντιο: οι Προτεστάντες επιτίθενται στην Εκκλησία, αντιγράφοντας τα στιγματισμένα για διακωμώδηση της ιστορίας, κείμενα των νέο-παγανιστών

Τού Παναγιώτη

Αναδημοσίευση από: http://antiairetikos.blogspot.com/2011/12/blog-post_18.html

Σε κάποιο site υπάρχει ένα άρθρο με τίτλο: “ΠΛΑΝΩΝ  ΕΛΕΓΧΟΣ. ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΕΣ  ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ  ΜΕ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ”.

Περιεχόμενα

 

Προλεγόμενα

Στο παρόν άρθρο, θα απαντήσουμε επάνω σε ζητήματα βυζαντινής και εκκλησιαστικής ιστορίας, τα οποία όμως έχουν παραμορφώσει οι Προτεστάντες σε ακραίο βαθμό.

Είναι γνωστά σε όλους, τα προβληματικά, αντιεπιστημονικά κείμενα που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια από ομάδες νέο-παγανιστών με σκοπό να διαδοθούν στο διαδίκτυο, δυστυχώς όμως, τα βλέπουμε πλέον να αναπαράγονται και από τους Προτεστάντες χωρίς κριτική εξέταση. Αυτό είναι και το μεγάλο σφάλμα τους, διότι οι νέο-παγανιστές (κυρίως οι συντάκτες των εν λόγω κειμένων και όσοι τα αναπαράγουν) εντάσσονται σε μια κατηγορία σκέψης που η ανθρωπότητα συνάντησε κυρίως σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, μια που βασικός τους στόχος είναι η διεξαγωγή προπαγάνδας με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο.

Το σύστημα που αδίστακτα εφαρμόζουν, έχεις ως εξής: επιλέγουν ιστορικά γεγονότα π.χ. της βυζαντινής ιστορίας, τα οποία πιστεύουν ότι εξυπηρετούν τους σκοπούς τους, και κατόπιν με προσθήκες που πηγάζουν αποκλειστικά από τη φαντασία τους τα μεταμορφώνουν σε κάτι εντελώς αγνώριστο, το οποίο όμως «σερβίρουν» στα ανυποψίαστα θύματά τους ως δήθεν πραγματικό γεγονός.

Για να καταλάβουν οι αναγνώστες τον αδίστακτο χαρακτήρα των ανθρώπων αυτών, ας αναφέρουμε με συντομία δύο παραδείγματα, στα οποία οι νέο-παγανιστές γέννησαν από το μυαλό τους δύο δήθεν «γενοκτονίες» Ελλήνων ειδωλολατρών από τους… Βυζαντινούς!

Για να εφεύρουν την πρώτη «γενοκτονία» παραχάραξαν με τρόπο βάναυσο τα γεγονότα του 727 επί Λέοντα Γ΄. Όταν λοιπόν ανέλαβαν την εξουσία οι Εικονομάχοι με πρώτο τον Λέοντα, οι Έλληνες Ορθόδοξοι (και όχι μόνο) εξεγέρθηκαν (727) και επιτέθηκαν στην Κων/πολη για να διώξουν τους Εικονομάχους[1]. Η επίθεση όμως απέτυχε και οι Έλληνες είχαν πολλά θύματα στη μάχη. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, οι νέο-παγανιστές βαφτίζουν το γεγονός αυτό, ως «γενοκτονία» των Ελλήνων παγανιστών(!) από τους Ορθοδόξους Βυζαντινούς! Πρόκειται δηλ. για ανέντιμη, απαράδεκτη παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας, στα πλαίσια μάλιστα μνημειώδους άγνοιας, αφού δεν γνωρίζουν καν ότι οι Εικονομάχοι όχι μόνο δεν ήταν Ορθόδοξοι, αλλά κατέσφαζαν ανελέητα τους Ορθοδόξους για περισσότερο από έναν αιώνα!

Μια άλλη «γενοκτονία» που γέννησε η φαντασία τους, αφορά την Κρήτη, την οποία γύρω στα 825 κατέλαβαν οι Άραβες και έχοντας την ως ορμητήριο, έκαναν επιδρομές στα ελλαδικά εδάφη και νησιά, αλλά και σε άλλες κοντινές περιοχές τις οποίες λεηλατούσαν. Όπως είναι φυσικό, από την πρώτη στιγμή και κατ’ επανάληψη, το Βυζάντιο προσπάθησε να απελευθερώσει την Κρήτη από τους Άραβες χωρίς όμως να τα καταφέρει. Περίπου εκατόν πενήντα χρόνια κράτησαν τα ελληνικά εδάφη οι αιμοσταγείς κατακτητές, εξισλαμίζοντας κατά ένα ποσοστό την Ορθόδοξη Κρήτη[2], τελικά όμως, το 961, με μια ισχυρή επίθεση, ο Νικηφόρος Φωκάς πήρε πίσω την μεγαλόνησο συντρίβοντας τους Άραβες. Κι όμως, μία από τις πλέον υπερήφανες νίκες του Βυζαντίου που σκοπό είχε να απελευθερώσει ελληνικά εδάφη από τους μουσουλμάνους κατακτητές, οι νέο-ειδωλολάτρες την μετέτρεψαν σε δήθεν «γενοκτονία» των… παγανιστών Ελλήνων της Κρήτης από τους Ορθοδόξους βυζαντινούς! Απίστευτα πράγματα…

Δυστυχώς, κείμενα παρόμοιας υποστάθμης τα βλέπουμε να αντιγράφονται από τους Προτεστάντες στα κείμενά τους περί νηπιοβαπτισμού, με σκοπό να υβρίσουν το Βυζάντιο, διότι μέσω αυτού νομίζουν ότι υβρίζουν την Εκκλησία…

Θέτουν λοιπόν κάποια ιστορικά ζητήματα, τα οποία όμως ερμηνεύουν όπως ακριβώς και οι ακραίοι νέο-ειδωλολάτρες.

Για πολλά από αυτά έχουν δοθεί σαφείς απαντήσεις από Ορθόδοξες ιστοσελίδες. Για άλλα όμως, δεν βρήκαμε ικανοποιητικές απαντήσεις και έτσι θα τα αναλύσουμε στο παρόν άρθρο. Για όσα θεωρούμε ότι έχουν δοθεί ήδη απαντήσεις πλήρεις και τεκμηριωμένες, δεν έχει νόημα να τις επαναλάβουμε εδώ και έτσι απλώς θα παραπέμψουμε στα σχετικά κείμενα, ώστε ο αναγνώστης να αντλήσει επαρκείς -κατά τη γνώμη μας- πληροφορίες.

(Στο κείμενο που ακολουθεί, όσες φράσεις ή λέξεις τονίζονται με πράσινο χρώμα αποτελούν αυτούσια επιχειρήματα των Προτεσταντών ή παραπέμπουν σε δικές τους σκέψεις και θέσεις).

 

Απάντηση 1η

Η Εκκλησία τον 4ο - 5ο μ.Χ. αιώνα έχασε κάθε μέτρο αξιοπρέπειας μετά την διαπλοκή της με τους εξουσιαστές και  τα θέματα πίστεως έγιναν θέματα πολιτικής […] Πλέον, ο αυτοκράτορας ένας λαϊκός, επέβαλε τις δογματικές απόψεις του με διατάγματα […] ο μεγαλομανής και σπάταλος Ιουστινιανός Ι (527-565), έκανε την εκκλησία ένα επιπλέον αυτοκρατορικό γραφείο.

 

Το συγκεκριμένο ζήτημα που θέτουν οι πελαγιανιστές, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ζήτημα του λεγόμενου Καισαροπαπισμού, δηλ. το ερώτημα αν υπήρξε κυριαρχία του αυτοκράτορα επί της Εκκλησίας και σε ποια έκταση.

Ένα εξόχως τεκμηριωμένο άρθρο περί του ζητήματος, υπάρχει ήδη στο Ορθόδοξο Wiki. Καθώς θεωρούμε ότι τοποθετεί τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις και μάλιστα με επαρκή στοιχεία, δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβουμε εδώ την ίδια επιχειρηματολογία.

Ανάμεσα σε άλλα, το κείμενο αυτό περί Καισαροπαπισμού αποδεικνύει τις τραγικές παρανοήσεις εκ μέρους του παλαιότερου Βασ. Στεφανίδη που όπως φαίνεται, αντέγραψε αυτούσιες κάποιες δυτικές, και μάλιστα προτεσταντικές δοξασίες για το ζήτημα. Ενάντια στις απόψεις του Στεφανίδη περί Καισαροπαπισμού, η ευθεία κριτική από τον Βλ. Φειδά είναι σαρωτική, και βεβαίως, έμμεσα, πλήθος βυζαντινολόγων αποδεικνύουν ότι ο Στεφανίδης για το ζήτημα αυτό, κινήθηκε εντελώς εκτός πραγματικότητας. Η προτεσταντική προκατάληψη, η επιρροή από τον Διαφωτισμό και η βαθιά άγνοια της Δύσης για το Βυζάντιο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην δυτική παραγωγή απολύτως φανταστικών συμπερασμάτων.

Το ζήτημα τελικά, είναι ξεκάθαρο:

Ο Αυτοκράτορας έχει πράγματι στα χέρια του την πολιτική εξουσία. Η δύναμή του να επέμβει σε διοικητικά ζητήματα της Εκκλησίας είναι υπαρκτή, αλλά αποδείχτηκε αδύνατον να ασκήσει εξουσία σε κάτι περισσότερο από αυτό.

Έτσι, στα ζητήματα πίστεως, ακόμα και ο πιο αιμοσταγής αυτοκράτορας συνάντησε απροσπέλαστο τείχος αντίστασης. Για παράδειγμα, οι λυσσαλέες επιθέσεις των αρειανιστών κατά των Ορθοδόξων (337-378), συχνά σε συμμαχία με τους ειδωλολάτρες, δεν κατάφεραν να σβήσουν ή να αλλοιώσουν την Ορθοδοξία στο Βυζάντιο. Να λοιπόν μία περίπτωση καθολικής ήττας Καισαροπαπικών επιδιώξεων και διάψευσης των πολεμίων της Εκκλησίας.

Επίσης, οι «χιλιοτραγουδισμένοι» από τους Προτεστάντες, αιρετικοί Εικονομάχοι, αυτοί οι δήθεν «προοδευτικοί» του Βυζαντίου, (βλέπε και Κων/ος Ε΄) κατέσφαξαν ανελέητα επί 120 χρόνια τους Ορθοδόξους (727-843), κι όμως δεν κατάφεραν ποτέ να επιβάλλουν την κατάργηση των Ιερών Εικόνων και τις άλλες αιρετικές τους δοξασίες. Αυτή, είναι άλλη μία συντριπτική ήττα της αυτοκρατορικής εξουσίας μπροστά στην ανυποχώρητη Ορθοδοξία, και ταυτόχρονα απόδειξη, ότι οι δυτικοί πάσχουν από προκατάληψη όταν μιλάνε για Καισαροπαπισμό.

Χαρακτηριστικά, γράφει ο Γ. Φλορόφσκυ:

«Το βυζαντινό σύστημα χαρακτηρίσθηκε δυσφημιστικά σαν καισαροπαπισμός», ο χαρακτηρισμός αυτός όμως, «απορρίφθηκε εμφαντικά από πολλούς ικανούς μελετητές του Βυζαντίου σαν πλήρης παρανόηση, σαν προκατειλημμένος αναχρονισμός»[3].

Αν η Εκκλησία ήταν αδύναμη μπροστά στις Καισαροπαπικές επιδιώξεις, τότε στο Βυζάντιο θα επικρατούσε ο Αρειανισμός και η Εικονομαχία. Αξίζει μάλιστα να προσθέσουμε και άλλη συντριπτική ήττα των αυτοκρατορικών επιδιώξεων, αυτή στο ζήτημα της Ένωσης με τους παπικούς επί Μιχαήλ Η΄ (1259-1282).

Έτσι μπορούμε να καταλήξουμε σε εύλογα συμπεράσματα:

Η πλήρης αποτυχία των αρειανιστών αυτοκρατόρων στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, η πλήρης αποτυχία των εικονομάχων αυτοκρατόρων στους μεσοβυζαντινούς και η αποτυχία της ψευδο-ένωσης στους υστεροβυζαντινούς χρόνους, μαζί φυσικά με την κατ’ επανάληψη αυτοκρατορική αδυναμία συμβιβασμού των Ορθοδόξων με τους Μονοφυσίτες (συμπεριλαμβανομένου του Ιουστινιανού), είναι γεγονότα αδιαμφισβήτητα. Επομένως, υπάρχει πλήρως τεκμηριωμένη απόδειξη για την αδυναμία των αυτοκρατόρων να επιβάλλουν στην Ορθοδοξία ακόμα και την ελάχιστη δογματική παρέκκλιση από την Αποστολική Διδασκαλία, σε όλο το χρονικό εύρος της βυζαντινής ιστορίας. Η Ορθοδοξία ουδέποτε υποχώρησε, ουδέποτε συμβιβάστηκε, ουδέποτε νικήθηκε, παρά τους αμέτρητους μάρτυρες που άφησε κατά τις διώξεις ειδωλολατρών, αρειανιστών, εικονομάχων, παπικών και των συμμάχων τους.

Η διαπίστωση του δογματολόγου Νικ. Ματσούκα, είναι αρκετή για να περιγράψει την πραγματικότητα αυτή:

«Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς […] Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;»[4].

Κατά συνέπεια, τα συμπεράσματα των προτεσταντών, ότι δήθεν, «τα θέματα πίστεως έγιναν θέματα πολιτικής» και ότι «ο αυτοκράτορας επέβαλε τις δογματικές απόψεις του» είναι πέρα ως πέρα αυθαίρετα και αστήρικτα στην βυζαντινή ιστορία: η αυτοκρατορική εξουσία απέτυχε κατ’ επανάληψη να υποτάξει την Εκκλησία και δεν κατόρθωσε ποτέ να διαπεράσει επιτυχώς τον πνευματικό της πυρήνα δηλ. το Δόγμα και τα Ιερά Μυστήρια[5].

 

Απάντηση 2η

Οι απειλές και τα οικονομικά προνόμια έκαναν μεγάλες μάζες εθνικών να γίνουν «χριστιανοί».

 

Επί του ζητήματος έχουν δοθεί τεκμηριωμένες απαντήσεις στο διαδίκτυο και θα τις επικαλεστούμε. Ξεκινάμε όμως από την γνωστή μελέτη του Rodney Stark για την εξάπλωση του Χριστιανισμού, η οποία καταλήγει:

«Το 40% ανά δεκαετία (ή 3,42% ετησίως) φαίνεται ότι είναι ο πιο εύλογος υπολογισμός του ρυθμού με τον οποίο ο Χριστιανισμός στην πραγματικότητα αυξανόταν κατά τους πρώτους αιώνες»[6].

Άρα, είναι απορίας άξιο: πως γίνεται, ο Χριστιανισμός σε καιρούς που διώκεται σκληρά, να παρουσιάζει ομοιόμορφη και συνεχή ανάπτυξη σε ποσοστό 40% ανά δεκαετία, κατακτώντας φυσικά τους πιστούς της ειδωλολατρίας, και την ίδια στιγμή να ισχυρίζονται οι Προτεστάντες, ότι οι ειδωλολάτρες έγιναν Χριστιανοί με… απειλές; Αφού ο Χριστιανισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε να εξαπλώνεται ακόμα και όταν διώκεται ανελέητα, γιατί να σταματήσει η εξάπλωσή του σε καιρό ειρήνης;! Σε ποια λογική μπορεί να σταθεί αυτό το συμπέρασμα, εμείς δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε.

Ούτως ή άλλως θα ήταν αδύνατο να ενταχθεί ο Χριστιανισμός στις αναγνωρισμένες θρησκείες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να ευνοηθεί κατόπιν από τους αυτοκράτορες αν δεν φαινόταν ξεκάθαρα η δυναμική της εξάπλωσής του. Όπως σημειώνει ο καθ. Βλ. Φειδάς:

«Είναι όμως βέβαιο, ότι η προσωπική ευαισθησία του Μ. Κωνσταντίνου δεν θα ήταν δυνατόν να εκδηλωθή κατά τον ίδιο τρόπο με θεσμικά μέτρα υπέρ του Χριστιανισμού, αν αυτός δεν εκάλυπτε και τις πολιτικές εκτιμήσεις του, αν δηλαδή ο Χριστιανισμός αντιπροσώπευε μία μικρή μόνο θρησκευτική ομάδα στη ρωμαϊκή κοινωνία. […] Η δυναμικότητα του χριστιανικού στοιχείου της αυτοκρατορίας δεν ήταν πλέον αδιάφορο κριτήριο για οποιαδήποτε πολιτική εκτίμηση, είναι δε βέβαιο ότι και οι τυχόν πολιτικοί στόχοι της στροφής του Μ. Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό αποδεικνύουν σαφέστερα την ανταπόκριση του ελληνορωμαΐκού κόσμου στη χριστιανική πίστη»[7].

Κατά συνέπεια δεν μπορεί να σταθεί ο προτεσταντικός ισχυρισμός και αυτό το διατυπώνει ευθέως ο Rodney Stark:

            «Η ιδέα ότι η αδυναμία της ειδωλολατρίας προκλήθηκε από τη χριστιανική πολιτική δύναμη, αποτυγχάνει να εξηγήσει πώς ο Χριστιανισμός κατόρθωσε και ήταν τόσο

επιτυχημένος, ώστε μπόρεσε να γίνει η κρατική εκκλησία […] Το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός ήταν σε θέση να ενσφηνώσει μια σημαντική θέση για τον ίδιο ενάντια στην αντίδραση της ειδωλολατρίας, κατευθύνει το επίκεντρο της προσοχής μας στα σημάδια αδυναμίας στην ειδωλολατρία»[8].

Θα πρέπει λοιπόν μια για πάντα, και οι νέο-παγανιστές αλλά και οι Προτεστάντες θαυμαστές τους, να καταλάβουν ότι ο Χριστιανισμός αποδείχθηκε ασταμάτητος στις εποχές που δεν είχε την παραμικρή υποστήριξη από την Πολιτεία. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να σταματήσει η εξάπλωσή του όταν αφέθηκε ελεύθερος στην αυτοκρατορία. Το διάταγμα των Μεδιολάνων (313) το οποίο κήρυσσε την ανεκτικότητα απέναντι στον Χριστιανισμό, εκδόθηκε μετά από τους φριχτότερους διωγμούς από την εποχή της εμφάνισης του, διότι η εξουσία ήταν αδύναμη να τον καταστείλει. Άρα, υπάρχει σαφής απόδειξη ότι ο Χριστιανισμός ανάγκασε τους αυτοκράτορες να τον αναγνωρίσουν και όχι το αντίθετο.

Ταυτόχρονα βέβαια, η εξάπλωση του Χριστιανισμού βρήκε την ειδωλολατρία σε αποσύνθεση και πλήρη αδυναμία να τον αντιμετωπίσει, αφού οι ίδιοι οι ειδωλολάτρες ήταν πλέον αδιάφοροι για την πίστη τους. Πράγματι, θεωρούμε ότι τα στοιχεία που δίδονται σε σχετικό άρθρο της ΟΟΔΕ, επαρκούν ώστε να καλύψουν το θέμα μας (διαβάστε από το σημείο αυτό έως το τέλος).

Όπως βλέπουμε, «το αρχαίον θρήσκευμα εφθείρετο αλλ’ εφθείρετο ήρεμα εξ οργανικού θανατηφόρου νοσήματος μάλλον ή [= παρά] διά πληγών έξωθεν καταφερομένων»[9]. Και είναι δεδομένο ότι κατά «τον τέταρτο αιώνα ο παγανισμός μοιάζει με ζωντανό πτώμα που αρχίζει να διαλύεται μόλις το κράτος παύει να τον υποστηρίζει»[10].

Όπως μας λέει και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε μαρτυρία που θα δούμε αναλυτικά παρακάτω, στα 382 μ.Χ. οι πόλεις που ασπάζονται την ειδωλολατρία ήταν πλέον ελάχιστες.

Και φυσικά, τα μεταγενέστερα διατάγματα του Ιουστινιανού, δεν έχουν καμία σχέση με την επικράτηση του Χριστιανισμού, αφού, όπως μας λέει ο Ostrogorsky, «οι εθνικοί στην εποχή του [Ιουστινιανού] ήταν βέβαια αριθμητικά ελάχιστοι»[11].

Η ιστορική πραγματικότητα της επικράτησης της Ορθοδοξίας δείχνει ότι οφειλόταν, πρώτον, στην ανυποχώρητη δυναμική της ώστε να υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να πεθάνουν για την πίστη τους, και δεύτερον, στην πλήρη παρακμή της παγανιστικής θρησκείας. Η αποτυχία του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Ιουλιανού απέδειξε περίτρανα ότι ήδη από τα μέσα του 4ου αιώνα, ο παγανισμός ήταν μια τελειωμένη υπόθεση. Η ιστορική μαρτυρία που μας παραδίδεται από τον Σωζομενό είναι εξόχως αποκαλυπτική:

«Ο βασιλιάς [Ιουλιανός], που από παλαιά επιδίωκε την επικράτηση της ειδωλολατρίας σε όλη την επικράτειά του, δυσανασχετούσε βλέποντας ότι ευδοκιμούσε όλο και περισσότερο ο Χριστιανισμός […] Και δεν λυπόταν λιγότερο ακούγοντας ότι και πολλών ιερέων οι γυναίκες ήταν χριστιανές και τα παιδιά τους και οι υπηρέτες τους. Θεωρώντας ότι η σύσταση και ευδοκίμηση του Χριστιανισμού προερχόταν από τον βίο και την πολιτεία αυτών που τον ακολουθούσαν, σκεφτόταν να εφαρμόσει παντού στους ελληνικούς [=ειδωλολατρικούς] ναούς την οργάνωση και την τάξη της χριστιανικής θρησκείας»[12].

Άρα λοιπόν, όχι τη βία, αλλά το παράδειγμα των Χριστιανών ήταν αυτό που φοβόταν ο Ιουλιανός, και μάλιστα, το ομολογεί ο ίδιος σε επιστολές του:

«Είναι ντροπή … τη στιγμή που οι ασεβείς Γαλιλαίοι τρέφουν κοντά στους δικούς τους και τους δικούς μας, να στερούνται οι δικοί μας τη βοήθεια μας … Δεν είναι σωστό ν’ αφήνουμε να συνεχίζουν τα καλά μας έργα άλλοι ζηλωτές»[13].

Επίσης, το γεγονός ότι οι ιερείς της ειδωλολατρίας δεν μπορούσαν να κρατήσουν στον παγανισμό ούτε καν τις οικογένειές τους, αποδεικνύει την αδιαφορία που επικρατούσε στις τάξεις τους. Ο ίδιος ο Ιουλιανός γράφει σε άλλο σημείο αναφερόμενος στους ειδωλολάτρες ιερείς της Γαλατίας:

«Φιλοτίμησε τους ή πείσε τους να σοβαρευτούν ή, τέλος, καθαίρεσέ τους από το ιερατικό αξίωμα, αν, αντί να πηγαίνουν να προσεύχονται στους θεούς με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους υπηρέτες τους, ισχυρίζονται ότι οι δούλοι ή τα παιδιά τους ή οι Γαλιλαίες [δηλ. Χριστιανές] σύζυγοί τους περιφρονούν τους θεούς και προτιμούν την αθεΐα [δηλ. τον Χριστιανισμό] από την ευσέβεια»[14].

Κατά συνέπεια, τα περί βίαιων εκχριστιανισμών των ειδωλολατρών δεν είναι επιχείρημα με ιστορική βάση, αλλά αποτελούν μία ακόμη νέο-παγανιστική, και προτεσταντική μυθολογία.

 

Απάντηση 3η

Όλοι οι πολίτες της αυτοκρατορίας για πρώτη φορά με διάταγμα του Θεοδόσιου έπρεπε να βαπτισθούν και να γίνουν «χριστιανοί ορθόδοξοι», ειδάλλως θα διωχθούν. Η διαφοροποίηση αποτελούσε πολιτικό έγκλημα «επειδή αυτό που γίνεται εναντίον της θείας θρησκείας ζημιώνει όλους τους πιστούς.» (Codex Theodosianus,XVI:5,40) […] Η Ελλάδα εκχριστιανίσθηκε δια της βίας.

 

Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο ζήτημα, που αφορά την Ελλάδα, και να πούμε ότι τα λεγόμενα των πελαγιανιστών ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα.

Η Ορθοδοξία στην Ελλάδα έχει ιστορία περίπου 17 αιώνων. Και όταν λέμε «ιστορία», δεν αναφερόμαστε σε παρουσία ελάχιστων διάσπαρτων χριστιανών, αλλά εννοούμε την ύπαρξη πλήθους Ορθοδόξων τόσο μεγάλου ώστε να καταγραφεί η ιστορία τους.

Σύμφωνα με τον Σωκράτη Σχολαστικό[15], ο Μ. Θεοδόσιος βαπτίστηκε το 380 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη, επειδή τον πληροφόρησαν ότι η πόλη παρέμενε πιστή στην Ορθοδοξία[16]. Ο Σωζομενός γράφει σχετικά:

«… ευχαριστήθηκε [ο Θεοδόσιος] και με όλους τους Ιλλυριούς που δεν ασπάσθηκαν τις δοξασίες του Αρείου. Ρωτώντας για τα άλλα έθνη, έμαθε ότι μέχρι τη Μακεδονία οι Εκκλησίες συμφωνούσαν και όλοι σέβονταν εξίσου με τον Πατέρα τον Θεό Λόγο και το άγιο Πνεύμα …»[17].

Όπως καταλαβαίνουμε, οι συμπαγείς αυτοί Ορθόδοξοι πληθυσμοί δεν ξεφυτρώνουν αιφνιδίως. Αναπτύσσονται σταδιακά επί δεκαετίες και μάλιστα, πολύ πριν τους περίφημους νόμους του Θεοδοσίου που δήθεν «επέβαλαν την Ορθοδοξία».

Αν «επιβλήθηκε» η Ορθοδοξία επί Θεοδοσίου, τότε γιατί η Μακεδονία είναι ήδη Ορθόδοξη πριν από τους νόμους αυτούς;

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι εδώ υπάρχει ένα μεγάλο νέο-παγανιστικό παραμύθι. Και οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η Μακεδονία παρέμεινε Ορθόδοξη, τη στιγμή που προηγήθηκαν μισού αιώνα διωγμοί από Αρειανιστές και Ειδωλολάτρες επί Κωνσταντίου (337-361), Ιουλιανού (361-363) και Βάλη (364-378). Άρα, όχι μόνο η Ελλάδα δεν εκχριστιανίστηκε διά της βίας, αλλά αντιθέτως, παρέμεινε με τη θέλησή της χριστιανική, και μάλιστα Ορθόδοξη, πληρώνοντας φόρο αίματος από τις ανελέητες επιθέσεις των Αρειανιστών (βλέπε και Αλάριχος).

Και προχωρούμε.

Σύμφωνα λοιπόν με τους Προτεστάντες, ο Μ. Θεοδόσιος δήθεν επέβαλε με διάταγμα στους πολίτες όλης της αυτοκρατορίας να γίνουν Ορθόδοξοι χριστιανοί. Και μας λένε ότι, αυτοί που δεν υπάκουσαν, σύμφωνα με το φανταστικό τους σενάριο, υπέμειναν βίαιους διωγμούς.

Ας δούμε όμως τι λένε οι επιστήμονες π.χ. για την Αθήνα, την πόλη που κανονικά θα έπρεπε να έχει συγκεντρώσει όλη την υποτιθέμενη «βία» του Βυζαντίου, μια που ήταν και η πιο πιστή στην ειδωλολατρία πόλη:

«Ως τα τέλη του 5ου αι., όπως συνάγεται από τις πληροφορίες των πηγών και τα ανασκαφικά δεδομένα, η ελληνορωμαϊκή παράδοση συνυπάρχει ειρηνικά στην πόλη με τον αναδυόμενο χριστιανικό κόσμο»[18].

Προσέξτε το μέγεθος της αυθαιρεσίας: έναν ολόκληρο αιώνα μετά από την περίοδο του Μ. Θεοδοσίου, κι όμως, κανένα στοιχείο βίαιου εκχριστιανισμού δε προκύπτει!

Και ο λόγος για τον οποίο αποτυγχάνουν στις ερμηνείες τους νέο-παγανιστές και Προτεστάντες, είναι ότι για μοναδικό τους στήριγμα έχουν όχι τα ιστορικά δεδομένα, αλλά μόνο το γράμμα της θεοδοσιανής νομοθεσίας.

Όμως:

«Οι νομικοί κώδικες, που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να προσφέρουν μαρτυρία αδιάβλητη και αντικειμενική, αποτελούν για τον Ιστορικό της ύστερης αρχαιότητας πηγή εξίσου προβληματική με τα φιλολογικά κείμενα. Ένας λόγος είναι ότι δεν ξέρουμε ποιοι και πόσοι νόμοι δεν κωδικοποιήθηκαν ποτέ, ενώ ένας σημαντικότερος ακόμη λόγος συνίσταται στο ότι η δημοσίευση ενός νόμου δεν συνεπάγεται και την εφαρμογή του»[19].

Η προκατάληψη και η προχειρότητα, δυστυχώς, εμποδίζουν τους εχθρούς της Εκκλησίας να μελετήσουν τις πηγές: οι αυτοκράτορες, το μόνο που επιθυμούν είναι να υπάρχει ειρήνη, έσοδα και διατήρηση των εδαφών που παρέλαβαν, ώστε με τον τρόπο αυτό να διατηρηθεί και η δική τους θέση, αλλά και να εξασφαλιστεί η υστεροφημία τους.

Νομίζουμε ότι ο «Βίος Πορφυρίου Γάζης» (βλ. και ΕΔΩ) μας προσφέρει ένα εξαιρετικό παράδειγμα: Οι Χριστιανοί της Γάζας διώκονται ανελέητα από τους ειδωλολάτρες κατά τον 5ο αιώνα, και στέλνουν αντιπροσωπεία στον αυτοκράτορα με την παράκληση να αστυνομεύσει την περιοχή. Για να τον πείσουν, φτάνουν στο σημείο να του λένε ότι επειδή δεν τους αφήνουν οι ειδωλολάτρες να καλλιεργούν, δεν μπορεί το κράτος να εισπράξει τους φόρους τους! Κι όμως, ο αυτοκράτορας δυσκολεύεται να επέμβει, επειδή σκέφτεται τα έσοδα που θα χάσει αν δυσαρεστηθούν οι ειδωλολάτρες[20]!

Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να σκεφτόμαστε ότι οι νόμοι συνεπάγονται καταστροφές και συντριβή πληθυσμών τόσο μεγάλων περιοχών, που θα είχε ως αποτέλεσμα ταραχές, μάχες, αδυναμία συλλογής φόρων και ίσως, απόσχιση των πληγέντων περιοχών.

Τέτοιας μορφής νόμοι, έχουν μοναδικό σκοπό την απειλή κυρώσεων ώστε να εμποδίσουν τις μειοψηφίες (ειδωλολατρών ή αιρετικών) να ελπίζουν σε βίαιες ενέργειες κατά της πλειοψηφίας των πολιτών ή σε βίαιη εκθρόνιση του αυτοκράτορα ώστε να μεταβληθεί το υπάρχων καθεστώς. Για τον λόγο αυτό, η επιστημονική έρευνα ανατρέπει ολοκληρωτικά τις φαντασιώσεις των αιρετικών περί «βίαιου εκχριστιανισμού» της Ελλάδας:

«Όσο προχωρεί η έρευνα, τόσο καθίσταται σαφέστερο ότι οι μαρτυρημένες περιπτώσεις καταστροφής ναών από την Ελλάδα είναι ελάχιστες […] ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα, η συστηματική καταστροφή ναών ήταν ακόμη σπανιότερη […] Αν τα πράγματα είχαν συμβεί διαφορετικά, είναι τουλάχιστον απίθανο ότι θα αποσιωπούσε το περιστατικό η εξαιρετικά καλά οργανωμένη αυτή την εποχή εθνική intelligentsia των Αθηνών»[21].

Άλλωστε:

«Οι μαρτυρημένες περιπτώσεις καταστροφής ναών από την Ελλάδα είναι ελάχιστες και οφείλονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις ειδικές συνθήκες λατρείας συγκεκριμένων θεοτήτων. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται το Αφροδίσιον του Άργους, που εξακολούθησε να προσελκύει μεγάλο αριθμό πιστών και μετά το τέλος του 4ου αιώνα, δηλαδή μετά τη δημοσίευση των σκληρών αντιπαγανιστικών διατάξεων του Θεοδοσίου»[22].

Άρα λοιπόν, τα διατάγματα του Μ. Θεοδοσίου δεν είχαν σε καμία περίπτωση το αποτέλεσμα που ονειρεύονται Προτεστάντες και νέο-παγανιστές. Ακόμα και η κατάπτυστη «ιερή πορνεία» νεαρών κοριτσιών ταγμένων στη «θεά» Αφροδίτη με σκοπό να πλουτίζει το συγκεκριμένο ειδωλολατρικό ιερό, συνεχίστηκε από τους ειδωλολάτρες και μετά την αντιπαγανιστική νομοθεσία του Μ. Θεοδοσίου! Κατά συνέπεια, που είναι ο βίαιος εκχριστιανισμός;

Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις που μαρτυρούνται καταστροφές τέτοιων ναών, αυτές πραγματοποιήθηκαν όταν οι ειδωλολάτρες είχαν γίνει ελάχιστοι και πλέον δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό, να διατηρούνται τόσο πρωτόγονες θρησκευτικές συνήθειες. Τέτοιες ήταν οι ανθρωποθυσίες, οι αυτοευνουχισμοί, ή οι ακραίες σεξουαλικές τελετές που γίνονταν στους ναούς της Αφροδίτης, οι οποίοι είχαν μετατραπεί σε οίκους ανοχής προς εξυπηρέτηση των σεξουαλικών αναγκών, ναυτικών, ταξιδιωτών ή περαστικών, στα πλαίσια μιας αρρωστημένης θρησκευτικότητας. Όπως αναφέρει και ο Βλ. Φειδάς, τυχόν αναφορές σε τέτοιες καταστροφές, «κάλυπταν δε οπωσδήποτε περιπτώσεις, οι οποίες έθιγαν κυρίως τα δημόσια ήθη ή τη δημόσια τάξη»[23]. Ο Χρυσόστομος γράφει με φρίκη για τους ειδωλολάτρες: «γυναίκας και παίδας αντί προβάτων και βοών εις τους αυτών κατασφάττεσθαι βωμούς»[24].

Όπως και να’ χει όμως, οι νομοθεσίες του Μ. Θεοδοσίου δεν έφεραν συντριπτικά κατασταλτικά μέτρα. Και αν δεν υπολογίζουν οι Προτεστάντες όσα γράφουν οι ειδικοί επιστήμονες, ας δουν αυτά που μας μεταφέρει ο σπουδαίος Πατέρας της Εκκλησίας, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στα 382 μ.Χ.[25], δύο μόλις χρόνια μετά την δημοσίευση των νόμων που δήθεν επέβαλαν τον εκχριστιανισμό από τον Μ. Θεοδόσιο:

«Όλα λοιπόν τα δικά μας, τα οποία σεις λέτε ότι είναι πλάσματα φαντασίας, επεχείρησαν να τα εξαφανίσουν και τύραννοι και βασιλείς και ακαταμάχητοι στους λόγους σοφιστές[26] […] Η πίστη λοιπόν η δική μας έπαθε όλα αυτά, ενώ τα δικά σας δεν τα πολέμησε ποτέ κανείς· γιατί δεν επιτρέπεται στους Χριστιανούς να καταστρέφουν την πλάνη με τρόπο αναγκαστικό και βίαιο, αλλά να φροντίζουν με την πειθώ και τη διδασκαλία και την πραότητα να οδηγούν τους ανθρώπους στη σωτηρία. Γι’ αυτό λοιπόν και κανένας χριστιανός βασιλεύς δεν εξέδωκε εναντίον σας διατάγματα παρόμοια με εκείνα που επενόησαν εναντίον μας εκείνοι που λάτρευαν τους δαίμονες. Αλλ’ όμως, αν και απόλαυσε τόση ησυχία[27] και δεν ενωχλήθηκε ποτέ από κανένα η πλάνη της ελληνικής [δηλ. Ειδωλολατρικής] δεισιδαιμονίας, όμως από μόνη της έσβησε και παρήκμασε, όπως ακριβώς τα σώματα εκείνα που παραδόθηκαν σε μακροχρόνια σήψη, χωρίς πια να τα βλάπτη άλλος κανείς φθείρονται από μόνα τους και διαλύονται σιγά σιγά μέχρι που εξαφανίζονται[28] […] Αν όμως πη κανείς, ότι και τώρα υπάρχουν πόλεις που παρουσιάζουν την ίδια δεισιδαιμονία ως προς την μανία των ειδώλων, κατά πρώτον αυτές που θ’ αναφέρη είναι πολύ λίγες που μπορούν εύκολα να μετρηθούν[29]».

Ο Χρυσόστομος δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει τα παραπάνω περιγράφοντας την καθημερινότητα που ζούσαν οι αναγνώστες του, αν όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια. Αν τα διατάγματα που εξέδωσε ο Μ. Θεοδόσιος το 380-381 είχαν επακόλουθο σκληρές διώξεις όπως αυτές του Διοκλητιανού και των άλλων ειδωλολατρών, τότε ο Χρυσόστομος δεν θα μπορούσε να απευθύνει το κείμενό του σε ανθρώπους που βίωναν τέτοια γεγονότα. Η φήμη του Χρυσοστόμου και η θέση του ανάμεσα στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν μας επιτρέπει ούτε καν να σκεφτούμε ότι θα μπορούσε να γράψει ασυναρτησίες που ουδεμία σχέση είχαν με τη σύγχρονή του πραγματικότητα.

Το κείμενο λοιπόν του αγ. Ιωάννη, αποδεικνύει στο έπακρο ότι οι νομοθεσίες του Θεοδοσίου είχαν σκοπό να προειδοποιήσουν, και όχι να εξοντώσουν τους εναπομείναντες ειδωλολάτρες. Επίσης, ο Χρυσόστομος επιβεβαιώνει την επιφύλαξη των μελετητών που είδαμε παραπάνω, σχετικά με τη σημασία και τον τρόπο εφαρμογής των νόμων. Ναι μεν η ανάγνωση των νόμων δίνει την εντύπωση μιας ισχυρής πίεσης, όμως η καθημερινότητα της ζωής των πολιτών απέχει πολύ από κάτι τέτοιο.

Αλλά και η μεταγενέστερη σκλήρυνση των νόμων και η μεταβολή της δημόσιας ειδωλολατρικής θρησκείας σε ιδιωτική, δεν οφείλεται απλώς στη βασιλεία του Θεοδοσίου, αφού τότε, ήδη κυβερνούσε για πάνω από 10 χρόνια, αλλά οφείλεται στο επαναστατικό κίνημα του Αρβογάστη, ο οποίος προσπάθησε να επιτεθεί στην Ανατολή και να πάρει την εξουσία από τον Θεοδόσιο.

Όπως γράφει ο Ράνσιμαν:

«Μετά την επανάσταση του ειδωλολάτρη Αρβογάστη το 393, εισηγήθηκε [ο Θεοδόσιος] αυστηρότερα μέτρα»[30].

Με το τεράστιο αυτό σφάλμα, η ήδη φθίνουσα ειδωλολατρία δυσκόλεψε μόνη της την κατάσταση, αφού ως γνωστόν, τα επαναστατικά κινήματα, σε όλες τις αυτοκρατορίες, είχαν συνέπειες για τους κινηματίες.

 

Απάντηση 4η

[Επί Ιουστινιανού] Η φιλοσοφική σχολή των Αθηνών κλείνει.

 

Ας δούμε λίγο και το ζήτημα της Φιλοσοφικής σχολής των Αθηνών (Ακαδημία). Αν τυχόν οι πελαγιανιστές την αναφέρουν για να συνδέσουν το κλείσιμό της με τα γνωστά νέο-παγανιστικά ευφυολογήματα περί «σκοταδισμού» και δήθεν «καταστροφής» της αρχαίας γραμματείας, αρκεί νομίζουμε να παραπέμψουμε σε τεκμηριωμένο άρθρο στο οποίο βλέπουμε ότι ο Μ. Φώτιος, κατά τον 9ο αιώνα, έβρισκε στις βυζαντινές βιβλιοθήκες μέχρι και κείμενα αιρετικών, ή ακραίων ειδωλολατρών, εχθρικά διακείμενων κατά του Χριστιανισμού.

Ακόμα περισσότερο όμως, σύμφωνα με τον Βασίλιεφ, κακώς «μπερδεύουν» οι προτεστάντες την Ακαδημία της εποχής του Ιουστινιανού, με αυτό που δημιούργησε ο Πλάτωνας στα 388 π.Χ. :

«Το κλείσιμο της ειδωλολατρικής Ακαδημίας των Αθηνών, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, δεν μπορούσε να βλάψη στα σοβαρά, την φιλολογία και την αγωγή της περιόδου αυτής»[31].

Αιτία για την πτώση της προσφοράς της Ακαδημίας, ήταν η απομάκρυνση της από τους αρχικούς στόχους της. Όπως διαβάζουμε στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (Εκδοτικής Αθηνών):

«Ένα από τα πιο επιλήψιμα χαρακτηριστικά των νεοπλατωνικών γενικά ήταν η ιδιαίτερη αγάπη τους για τη δεισιδαιμονία, τη μαγεία και τον αποκρυφισμό […] Τέτοιου είδους αγυρτίες και, παράλληλα, η απόλυτη αθεΐα της Σχολής των Αθηνών φαίνεται ότι όχι μόνο οδήγησαν τον Ιουστινιανό  στην  απόφαση να κλείσει τη σχολή, αλλά και επέσπευσαν το αναπόφευκτο τέλος της»[32].

Ακόμα όμως και για το «τέλος» της Σχολής, τίποτε δεν είναι δεδομένο, και θα μπορούσε κάποιος, σύμφωνα με την Αικ. Χριστοφιλοπούλου, να μιλήσει όχι για «κλείσιμο» αλλά για προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της:

«Τω 529 χρονολογείται και η αναστολή της λειτουργίας της κλεινής Σχολής των Αθηνών […] Κατά νεωτέραν άποψιν το μέτρον είχε προσωρινόν χαρακτήρα και η Σχολή ελειτούργησεν εις τας Αθήνας μέχρι τέλους του στ΄ αιώνος, ίσως και βραδύτερον»[33].

Σχετικά με το ζήτημα, προτείνουμε ένα ακόμη τεκμηριωμένο άρθρο στην ΟΟΔΕ.

Επιπλέον όμως, το ζήτημα της Ακαδημίας, δείχνει μια προχειρότητα στην επιχειρηματολογία των Προτεσταντών.

Αυτοί δεν μας έλεγαν ότι είχαν γίνει όλοι… Ορθόδοξοι επί Μ. Θεοδοσίου;! Δεν μας έλεγαν για «σκληρές διώξεις» και βίαιους εκχριστιανισμούς; Πως είναι λοιπόν δυνατόν επί Ιουστινιανού, 150 χρόνια μετά τον Θεοδόσιο, το γνωστότερο κέντρο της ειδωλολατρίας -η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών- να είναι ακόμα ανοιχτό και να διδάσκονται μέσα σε αυτό ελεύθερα ειδωλολατρικές μαγείες και μαγγανείες;

Είναι νομίζουμε φανερό ότι αδυνατούν να δώσουν βαρύτητα στα επιχειρήματα τους.

 

Απάντηση 5η

[Επί Ιουστινιανού] 70.000 βαπτίσθηκαν δια της βίας μόνο στη Μ. Ασία.

 

Για μια ακόμη φορά παράγονται φανταστικά σενάρια ενάντια στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δυστυχώς, και οι νέο-παγανιστές αλλά και οι Προτεστάντες, αποσιωπούν ότι ο Ιωάννης Εφέσου στον οποίο αναφέρονται οι μεταστροφές αυτές, ήταν… Μονοφυσίτης. Κατά συνέπεια, γιατί μιλούν για την Ορθόδοξη Εκκλησία;

Παρά ταύτα, ας δούμε την περιγραφή των γεγονότων από την «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια» (ΘΗΕ):

«Η Ιεραποστολή μεταξύ των ειδωλολατρικών πληθυσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνεχίσθη επί μακρόν. Αξιοσημείωτον είναι ότι ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός, κατά τα έτη 542-561, ανέθεσεν εις τον μονοφυσίτην επίσκοπον Ιωάννην (γνωστόν ως Ιωάννην της Εφέσου) να εργασθή ιεραποστολικώς εις ωρισμένας επαρχίας της Μικρας Ασίας, όπου υπήρχον ειδωλολάτραι. Κατώρθωσε δε ούτος να προσέλκυση εις την πίστιν 70-80.000 εθνικούς»[34].

Στην παραπάνω περιγραφή δεν διακρίνεται κάποια χρήση βίας στις μεταστροφές των ειδωλολατρών. Και όπως φαίνεται, τα πράγματα δεν μπορεί να ήταν τόσο ακραία όσο υπονοούν οι πελαγιανιστές με τη φράση «70.000 βαπτίσθηκαν δια της βίας», καθώς ο Γεώργιος Φλορόφσκυ γράφει:

«Ο Ιωάννης Εφέσου […] μέσα σε δεκαεπτά χρόνια λέγεται ότι είχε μεταστρέψει ογδόντα χιλιάδες ειδωλολάτρες και έχτισε ενενήντα οκτώ εκκλησίες - επιπλέον, λέγεται ότι βοήθησε να χτιστούν δώδεκα συναγωγές»[35].

Από τα παραπάνω αντλούμε τα εξής συμπεράσματα:

α) Μια πολιτική ακραίας μισαλλοδοξίας, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το χτίσιμο εβραϊκών συναγωγών (έστω κι αν το «λέγεται» υπονοεί ότι μπορεί να ήταν και λιγότερες από δώδεκα).

β) Επίσης, ο Γεώργιος Φλορόφσκυ με το «λέγεται», αφήνει να εννοηθεί ότι πιθανόν, και ο αριθμός 70-80.000 είναι μεγαλύτερος από τον πραγματικό.

γ) Αν ο Ιουστινιανός επιθυμούσε μαζικές, αναγκαστικές βαπτίσεις, τότε, μια οργανωμένη, και φυσικά με τη βοήθεια του στρατού, βίαια επιβεβλημένη διαδικασία εμβαπτισμού, θα είχε πραγματοποιηθεί σε ελάχιστο χρόνο, και πάντως δεν θα χρειαζόταν δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια (ίσως και δεκαεννέα, σύμφωνα με τη ΘΗΕ)!

 

Απάντηση 6η

[Επί Ιουστινιανού] Ειδωλολάτρες και μη «ορθόδοξοι» διώκονται ποινικά.

 

Βλέπουμε δυστυχώς, για μία ακόμη φορά μισές αλήθειες από τους πελαγιανιστές. Διότι, επί Ιουστινιανού δεν διώκονται μόνο «ειδωλολάτρες και μή ορθόδοξοι» αλλά διώκονται και οι Ορθόδοξοι! Και η παράμετρος αυτή ανατρέπει όλο το σκηνικό που επιθυμούν να στήσουν. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι νέο-παγανιστές και Προτεστάντες έχουν στηρίξει όλη τους την προπαγάνδα στο να συνδέσουν υποχρεωτικά, κάθε πολιτική απόφαση με την Εκκλησία, το οποίο φυσικά ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.

Μάλιστα, η επιπολαιότητα των επιχειρημάτων είναι τέτοια που μέσα στο ίδιο το κείμενο τους, γράφουν ότι ο Ιουστινιανός άσκησε ισχυρές πιέσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία ώστε να συμβιβαστεί με τον Μονοφυσιτισμό μέσω του Αφθαρτοδοκητισμού. Άρα, γιατί μας λένε ότι διώκονται μόνο «ειδωλολάτρες και μή ορθόδοξοι»;

Ας εκθέσουμε όμως με συντομία την πραγματικά παράδοξη θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού ώστε να καταλάβουμε την προπαγάνδα των πελαγιανιστών:

«Το 533 δεν διστάζει ο Ιουστινιανός … να εκφράση … την διαβεβαίωσιν περί αναγνωρίσεως της Δ΄ οικουμενικής εν Χαλκηδόνι συνόδου, ήτις είχεν αναθεματίσει τους μονοφυσίτας […] Ευθύς πάλιν ο Ιουστινιανός εντός του … έτους 535 ανέχεται επί του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμον Α΄ φίλον των μονοφυσιτών […] Το 527, έχομεν … σαφή του Ιουστινιανου ομολογίαν ορθοδοξίας […] [και] μετά πάροδον δυο ετών, τω 529, ο αυτοκράτωρ εμφανίζεται, από διώκτου των μονοφυσιτών, προστάτης αυτών»[36].

Από τη στιγμή που ο αυτοκράτορας παρουσιάζει πισωγυρίσματα στην πολιτική του ευνοώντας και τους αιρετικούς, δεν τίθεται απλώς θέμα διώξεων των «μή ορθοδόξων». Πρόκειται λοιπόν για μια συνεχή προσπάθεια του Ιουστινιανού να διαχειριστεί τις αντιθέσεις με τις αιρετικές κοινότητες, προσπάθεια που κράτησε έως και τον θάνατό του.

Αν λοιπόν προσπαθήσει κάποιος να εξηγήσει την πολιτική του Ιουστινιανού με καθαρά θρησκευτικά κριτήρια, σίγουρα θα αποτύχει. Διότι, τα κριτήρια του Ιουστινιανού, είναι πρώτ’ απ’ όλα πολιτικά. Θέλει ενότητα στην αυτοκρατορία, καθώς η ενότητα φέρνει ειρήνη και η ειρήνη φέρνει έσοδα στο κράτος, μειώνει τα έξοδα και μεγαλώνει την ασφάλεια, διότι οι αντιθέσεις στο Βυζάντιο πολύ συχνά φέρνουν τους αιρετικούς σε συμμαχίες με τους εξωτερικούς εχθρούς.

Όσο για τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι αιρετικές μειοψηφίες στο Βυζάντιο, μας τα περιγράφει περιεκτικά ο Ιωάννης Βογιατζίδης:

«Το βυζαντινόν κράτος εξετίθετο εις … μέγαν κίνδυνον. Καθ’ όλην την μεθόριον ζώνην προς την Περσίαν, από της Αιγύπτου μέχρι της Αρμενίας, επεκράτουν οι αιρετικοί μονοφυσίται […] Προσθέσατε εις τούτο ότι αι ανατολικαί αύται προς τα σύνορα της Περσίας επαρχίαι κατωκούντο επίσης και υπό Μανιχαίων, Νεστοριανών, αιρετικών, έτι δε Ιουδαίων και Σαμαρειτών. Ποίαν στάσιν άραγε ήθελε τηρήσει ο αιρετικός ούτος λαός των ανατολικών επαρχιών μετά την κήρυξιν του περσικού πολέμου; Θα παρέμενε πιστός εις την ενότητα του βυζαντινού κράτους, ή θα κατεπρόδιδεν εκ των νώτων τον εθνικόν βυζαντινόν στρατόν; Ιδού πρόβλημα το οποίον αναμφιβόλως ετέθη προ του Ιουστινιανού … […] [και είναι δυνατόν] να βοηθήσει εις κατανόησιν της περιόδου ταύτης της βυζαντινής Ιστορίας, από του πέμπτου μέχρι του εβδόμου μ. Χ. αιώνος»[37].

Εδώ λοιπόν βρίσκονται τα αίτια της πολιτικής του Ιουστινιανού. Και από τη στιγμή που διώκει και τους Ορθοδόξους, οι οποίοι αντιστέκονται στις προσπάθειες συμβιβασμού με τους αιρετικούς, κανείς δεν μπορεί να συνδέσει τα διατάγματα του Ιουστινιανού με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Εύστοχα επισημαίνει ο γνωστός βυζαντινολόγος Νικόλαος Τωμαδάκης:

«Οι διοικούντες το Κράτος (το οποίον δεν πρέπει να βλέπωμεν πάντοτε με τα όμματα των μοναχών - συγγραφέων) πρώτιστον σκοπόν είχον την συντήρησιν και αύξησιν της κρατικής δυνάμεως και συνοχής. Ως εκ τούτου η εσωτερική τάξις και ησυχία έπρεπε ν' ασφαλίζωνται απέναντι οιασδήποτε κινήσεως η οποία θα είχεν ως λόγον δογματικήν απόκλισιν ή θα υπεκρύπτετο υπό τας πτυχάς αιρέσεως και θεολογικής διαστάσεως ή διοικητικής ακαταστασίας της Εκκλησίας. Δεν είναι επομένως η Εκκλησία εκείνη η οποία διά του δόγματος περιώρισε την σκέψιν, όσον η Πολιτεία η οποία χάριν της συντηρήσεώς της επέβαλε το ομόδοξον δια να στηρίξη επ' αυτού την ησυχίαν και την τάξιν»[38] (βλ. και ΕΔΩ).

Είναι δεδομένο ότι κάθε μορφή πίεσης προς τους αιρετικούς ξεκινάει όχι από την Εκκλησία, αλλά από την Πολιτεία για λόγους προστασίας των εδαφών και ασφάλειας των κατοίκων. Η Εκκλησία ουδέποτε ανέπτυξε μηχανισμούς διώξεων, αν και θα μπορούσε να το κάνει στις εποχές που διωκόταν από τους αιρετικούς του Βυζαντίου.

Κλείνοντας, ας αναφέρουμε και κάτι ακόμα. Αν και ο Ιουστινιανός ανέβηκε στον θρόνο το 527 μ.Χ., εντούτοις δεν έμεινε αμέτοχος στην εξουσία επί της βασιλείας του θείου του Ιουστίνου Α΄ (518-527). Όπως γράφει ο Ιω. Καραγιαννόπουλος:

«Η μεγάλη επίδρασις την οποίαν ο Ιουστινιανός κατώρθωσε ν’ ασκή επί του θείου του εξηγείται ευκόλως εκ της προσωπικότητας των δύο ανδρών. Πράγματι προ του καλλιεργημένου και πεπαιδευμένου Ιουστινιανού ο Ιουστίνος ήτο σκιά απλώς αυτοκράτορος»[39].

Στην περίοδο αυτή λοιπόν βλέπουμε έντονη την προσπάθεια να προστατευθούν οι Ορθόδοξοι και από τον Ιουστίνο και τον Ιουστινιανό, όμως οι νέο-παγανιστές και οι Προτεστάντες αποσιωπούν τις αιτίες.

Καταρχάς, η Ορθοδοξία αποτελεί την πλειοψηφία στην αυτοκρατορία. Κι όμως, η πλειοψηφία διώχτηκε κατ’ επανάληψη από τους αιρετικούς, όταν αυτοί είχαν τη στήριξη αιρετικών αυτοκρατόρων. Όταν λοιπόν ήρθε στην εξουσία ο Ιουστίνος με υποστηρικτή τον Ιουστινιανό, οι πολιτικές κατευθύνσεις που έπρεπε να ακολουθήσουν ήταν ξεκάθαρες, αφού η διακυβέρνηση του απελθόντος Αναστασίου Α΄ (491-518) είχε συνοδευτεί από εκτεταμένες διώξεις και μάλιστα ιδιαίτερα σκληρές προς τους Ορθοδόξους. Όπως ακριβώς και οι Εικονομάχοι του 8ου - 9ου αιώνα, αυτός ο πρώιμος Εικονομάχος, αιματοκύλισε την Ορθοδοξία για μία ακόμη φορά μετά τους Αρειανιστές.

Κατά συνέπεια, όσες προσπάθειες του Ιουστινιανού στήριξαν την Ορθόδοξη Εκκλησία, αυτές εντάσσονται σε ένα πλαίσιο παρόμοιο με τη διακυβέρνηση του Μ. Θεοδοσίου. Διότι, και ο Ιουστινιανός όπως και ο Μ. Θεοδόσιος, όπως και ο Μ. Κων/νος παλαιότερα, οι τρεις αυτοκράτορες που συχνότερα όλων υβρίζονται στην βυζαντινή ιστορία, επί της ουσίας δεν ξεκίνησαν εκείνοι την πίεση στους αλλόδοξους. Αντιθέτως, και οι τρεις ανήλθαν στην εξουσία αμέσως μετά από αιρετικούς ή ειδωλολάτρες αυτοκράτορες, και στην πραγματικότητα ήταν εκείνοι που επιδίωξαν να δώσουν ανάσα στους Ορθοδόξους, σταματώντας τα μαρτύρια που είχε υποστεί η Ορθόδοξη Εκκλησία από αρειανιστές, μανιχαίους, μονοφυσίτες ή παγανιστές.

Όπως πολύ σωστά έχει αναφερθεί, η αιρετική διαφορετικότητα δεν ήταν θεωρητικού τύπου, αλλά εκδηλωνόταν σχεδόν πάντα με αιματηρή βία και διεκδικούσε τα δικά της πρωτεία εις βάρος της ζωής και της περιουσίας των άλλων. Όταν λοιπόν το κράτος προσπαθούσε να ελέγξει τις αιρέσεις, δεν το έκανε επειδή είχε πρόβλημα με τις ιδέες που εξέφραζαν οι αιρέσεις αυτές, αλλά επειδή αυτές οι ιδέες οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια σε πράξεις που στοίχιζαν σε απώλεια εδαφών και αίμα αθώων πολιτών. Η αιρετική διαφορετικότητα είχε ξεκάθαρες πολιτικές προεκτάσεις εις βάρος της ειρήνης και της ασφάλειας του κράτους και των πολιτών, αγαθά που έπρεπε οπωσδήποτε να προστατευτούν.

           

Απάντηση 7η

Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν περιέπεσε στην ανόητη αίρεση του αφθαρτοδοκισμού -δήθεν ότι οι δίκαιοι δεν γνωρίζουν θάνατο!-, ο Ιουστινιανός εξέδωσε διάταγμα (Νεαρά, 137:6), και από τον πατριάρχη μέχρι τον τελευταίο επίσκοπο όλοι ασπάσθηκαν το πιστεύω του …

 

Τα παραπάνω, προκύπτουν μάλλον από τη φαντασία των αιρετικών διότι τα γεγονότα έχουν ως εξής:

 «Ο Ιουστινιανός μάλιστα, είχεν επιχειρήσει κατά τα τέλη του βίου του (564-565), όλως παραδόξως, να κερδίση αυτούς ετοιμάσας διάταγμα προς επιβολήν της ακραίας μερίδος του Μονοφυσιτισμού, ήτοι του Αφθαρτοδοκητισμού […] Το διάταγμα τούτο (edictum, ‘ήδικτον’, εις την ελληνικήν μεταγραφήν του όρου), περί του οποίου πληροφορεί ο ιστορικός Ευάγριος (Εκκλησ. Ιστορ. 4, 39-40, Migne PG 86, 2, 2781) και του οποίου το κείμενον δεν σώζεται, δεν επρόλαβεν ο Ιουστινιανός, ένεκα του θανάτου του, να θέση εις ισχύν, κατά μερικούς δε ούτε και το εδημοσίευσεν»[40].

Όπως γράφει ο Ευάγριος:

«[Ο Ιουστινιανός] το καλούμενον προς Ρωμαίων ίδικτον γράφει, εν ώ άφθαρτον το σώμα του Κυρίου κέκληκε και των φυσικών και αδιαβλήτων παθών ανεπίδεκτον»[41].

Αυτό που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι συνδέουν οι Προτεστάντες τον Αφθαρτοδοκητισμό με την Νεαρά 137 του Ιουστινιανού. Είδαμε παραπάνω το πρώτο χτύπημα της βιβλιογραφίας στην αυθαίρετη αυτή σύνδεση: Το διάταγμα που επέβαλε τον Αφθαρτοδοκητισμό «δεν σώζεται». Αφού «δεν σώζεται» πώς το βρίσκουν οι Προτεστάντες στην Νεαρά 137;

Υπάρχει όμως και συνέχεια…

Προφανώς, όταν κάποιος διαβάζει μια αναφορά στην Νεαρά 137 το πρώτο που θα σκεφτεί είναι να δει τι αναφέρει ο νόμος αυτός. Κι όμως, διαβάζουμε ότι το θέμα της Νεαράς 137 αναφέρεται στα «Περί χειροτονίας επισκόπων και κληρικών»[42]!

Επιπλέον, οι πελαγιανιστές εμφανίζονται πολύ συγκεκριμένοι και μας παραπέμπουν στο 6ο κεφάλαιο της Νεαράς 137 (Νεαρά, 137:6). Εδώ λοιπόν υπάρχει το τρίτο και οριστικό χτύπημα της αυθαιρεσίας από την επιστημονική βιβλιογραφία, διότι η «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» του Καίμπριτζ, μας λέει:

«Σύμφωνα με μια νεαρά του 564 (137,6) όλες οι προσευχές έπρεπε να λέγονται δυνατά. Έπρεπε δηλαδή να διαβάζονται σε έναν αργό ρυθμό με τονικές διακυμάνσεις, στον οποίο διαβάζονταν πολλές φορές και τα αναγνώσματα» [43].

Άρα:

οι αιρετικοί λένε ότι ο αφθαρτοδοκητισμός επιβλήθηκε με τη Νεαρά 137,6, ενώ η επιστημονική βιβλιογραφία μας λέει ότι το διάταγμα περί αφθαρτοδοκητισμού δεν ζώζεται, η Νεαρά 137 ασχολείται με τις χειροτονίες κληρικών, και το κεφάλαιο 6 ειδικότερα, έχει ως θέμα του τις τεχνικές της… ψαλμωδίας!

Τα συμπεράσματα δικά σας…

Όσο για τα φανταστικά σενάρια των Προτεσταντών περί αποδοχής του Αφθαρτοδοκητισμού, η εκκλησιαστική ιστορία τα διαψεύδει:

«Ο Ιουστινιανός πίστεψε ότι η διδασκαλία του αφθαρτοδοκητισμού του Ιουλιανού της Αλικαρνασσού μπορούσε να ερμηνευθεί με ορθόδοξο τρόπο σε συνδυασμό με τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο και έτσι να προσελκυσθούν οι μονοφυσίτες. Εξέδωσε ένα διάταγμα που επέβαλε τον αφθαρτοδοκητισμό και το οποίο ζήτησε να υπογράψουν όλοι οι επίσκοποι. Όμως συνάντησε αντίσταση από τον πατριάρχη Ευτύχιο, τον οποίο εξόρισε στο μοναστήρι του στον Πόντο […] Ο Αναστάσιος Αντιοχείας κάλεσε σύνοδο, όπου πήγαν 182 επίσκοποι, οι οποίοι αποδοκίμασαν το διάταγμα, έστειλαν γράμμα στον αυτοκράτορα και πήγαν στα μοναστήρια της Συρίας για να τα προφυλάξουν από τη νέα αίρεση […] Ο Ιουστινιανός απέθανε στις 14 Νοεμβρίου 565 σε ηλικία 82 χρονών, και δεν πρόφτασε να λάβει μέτρα εναντίον του [Αναστασίου]»[44].

Κατά συνέπεια, όσα μας είπαν ότι «από τον πατριάρχη μέχρι τον τελευταίο επίσκοπο όλοι ασπάσθηκαν το πιστεύω του [Ιουστινιανού]», δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψέματα. Άλλωστε, πως θα μπορούσε να υποχωρήσει η Εκκλησία που άντεξε τόσα; Έμεινε ανυποχώρητη σε σκληρές διώξεις ανά τους αιώνες και θα υποχωρούσε σε ένα απλό διάταγμα, το οποίο μάλιστα δεν πρόλαβε καν να εφαρμοστεί;

Όπως λοιπόν γράφει και η Δέσποινα Κοντοστεργίου:

«Ο Ιουστινιανός το έτος 564 προσεπάθησε να κάνη εις αυτούς [τους Μονοφυσίτες] ακόμη άλλη μία παραχώρησι και αυτό ήτο η έκδοσις νέου ιδικού του διατάγματος σχετικώς με τον ‘Αφθαρτοδοκητισμόν’, αλλά αυτό το διάταγμα δεν έγινεν αποδεκτόν από την πλευράν της Εκκλησίας»[45].

Οι πελαγιανιστές λοιπόν, και πάλι διαψεύδονται.

           

Απάντηση 8η

Τα ίδια έγιναν με τον νηπιοβαπτισμό. «…όλα τα παιδιά, στην τρυφερή ηλικία τους, να βαπτισθούν το σωτήριο βάπτισμα αμέσως και χωρίς καθυστέρηση» (Κώδικας Ι:5).

 

Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι οι νομικές διατάξεις του αυτοκράτορα, δεν προϋποθέτουν και τη συμφωνία της Εκκλησίας. Είδαμε στην Εισαγωγή της σειράς των άρθρων μας, πως η Εκκλησία έδωσε Οικουμενικό κύρος στον 113ο Κανόνα της Καρθαγένης (419 μ.Χ.) ο οποίος εγκρίνει τα εξής:

«Νόμος εδόθη, ίνα ελευθέρα προαιρέσει έκαστος της χριστιανότητος την άσκησιν αναδέξηται».

Όπως ερμηνεύει ο άγ. Νικόδημος:

«Επειδή, κατά τον ΡΙ΄ της παρούσης, νόμος εδόθη Βασιλικός, προστάζων, και τρόπον τινά αναγκάζων να ενωθούν οι Δονατισταί με την καθολικήν Εκκλησίαν, διά τούτο ο παρών Κανών λέγει, ότι εδόθη νόμος (Βασιλικός δηλ. και όρα τα προλεγόμενα των Αποστολικών Κανόνων), ότι ο καθείς να αναδέχεται τον χριστιανισμόν με θεληματικήν και ελευθέραν προαίρεσιν, επειδή η αρετή κατά το όνομά της πρέπει να ήναι αιρετή και εκούσιος, όχι βεβιασμένη και αναγκαστική»[46].

Μάλιστα, κατηγορούν την Πενθέκτη Οικ. Σύνοδο για τον 84ο Κανόνα της, λέγοντας ότι δήθεν, αναφέρεται σε «επιβολή» του νηπιοβαπτισμού. Μα δεν βλέπουν πως η ίδια ακριβώς Σύνοδος έδωσε κύρος Οικουμενικό στον 113ο Κανόνα της Καρθαγένης που ορίζει «ο καθείς να αναδέχεται τον χριστιανισμόν με θεληματικήν και ελευθέραν προαίρεσιν»;! Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να μας μιλάνε για «επιβολή» του νηπιοβαπτισμού, το οποίο θα σήμαινε ότι οι αλλόδοξοι γονείς θα έπρεπε να δεχτούν με τη βία την Ορθοδοξία για τα παιδιά τους;

Επιπλέον, η σαφέστατη αναφορά σε ενήλικες κατηχούμενους, στον 78ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου, αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο το επιχείρημα ότι δήθεν, οι πάντες βαπτίζονταν υποχρεωτικά ως νήπια μετά τις νομοθεσίες του Ιουστινιανού.

Και μας λένε αφελώς ότι η Πολιτική νομοθεσία επέβαλε σε όλους τον νηπιοβαπτισμό και αυτό τάχα το υιοθέτησε η Εκκλησία! Μα έχουν διαβάσει ποτέ τον 8ο Κανόνα της Ζ΄ Οικ. Συνόδου που απορρίπτει την προπαγάνδα τους;

«Κάποιοι ακολουθώντας ψευδή πίστη […] κοροϊδεύουν το Χριστό το Θεό μας προσποιούμενοι ότι είναι Χριστιανοί […] ορίζουμε αυτοί να μη γίνονται δεκτοί ούτε σε «κοινωνία» ούτε σε προσευχή ούτε στην εκκλησία […] ούτε να βαφτίζουν τα παιδιά τους […] Αν όμως κάποιος απ' αυτούς επιστρέψει με ειλικρινή πίστη και ομολογήσει με όλη του την καρδιά […] αυτόν να τον δεχόμαστε και να τον βαφτίζουμε τον ίδιο και τα παιδιά του»[47].

Είναι φανερό λοιπόν ότι κάποιοι έχουν στηρίξει τις ελπίδες τους στο ψέμα. Διότι, πώς είναι δυνατόν να μας λένε ότι η Εκκλησία υπάκουσε στην νομοθεσία του Ιουστινιανού ώστε «όλα τα παιδιά, στην τρυφερή ηλικία τους, να βαπτισθούν το σωτήριο βάπτισμα αμέσως», και την ίδια στιγμή να βλέπουμε δύο Ιερούς Κανόνες Οικουμενικού κύρους να απορρίπτουν τις μεθοδεύσεις της Πολιτείας και να ορίζουν:

α) «Ο καθείς να αναδέχεται τον χριστιανισμόν με θεληματικήν και ελευθέραν προαίρεσιν», και

β) «Να … δεχόμαστε και να … βαφτίζουμε τον ίδιο και τα παιδιά του», μόνο «αν … κάποιος … επιστρέψει με ειλικρινή πίστη και ομολογήσει με όλη του την καρδιά», διαφορετικά «να μη τους δεχόμαστε με κανέναν τρόπο».

Είναι λοιπόν προφανής η κατάρρευση των αιρετικών συκοφαντιών.

 

Επίλογος

Στο παρόν Δ΄ Μέρος των απαντήσεών μας προς το προτεσταντικό κείμενο περί νηπιοβαπτισμού, συνεχίσαμε την μεθοδική, λεπτομερή και τεκμηριωμένη εξέταση όλων επιχειρημάτων που επικαλέστηκαν. Πιστεύουμε ότι δεν αφήσαμε τίποτε αναπάντητο από τα «ιστορικά» τους ερωτήματα, αλλά κι αν δηλώσουν το αντίθετο, είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε κάθε αντίρρησή τους, όπως κάναμε και έως τώρα. Η συνολική μας απάντηση θα κλείσει με τη δημοσίευση, στο επόμενο διάστημα, των μερών Ε΄ και ΣΤ΄.


Σημειώσεις

[1] Βλ. Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, «Βυζαντινή ιστορία (610-867)», τόμ. Β1΄, 2η έκδ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 108 και εξής.

[2] Βλ. Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, «Βυζαντινή ιστορία (867-1081)», τόμ. Β2΄, 2η έκδ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 114-115.

[3] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Χριστιανισμός και πολιτισμός», 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 98.

[4] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 297-298.

[5] Βλ. Το πρωτότυπο στο Deno J. Geanakoplos, «Church and State in the Byzantine Empire. A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism», Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381: «Αs we have shown, the emperor was never able successfully to penetrate into the church's inner core, the more spiritual form relating to dogma and the sacraments».

[6] Rodney Stark, «Η Εξάπλωση του Χριστιανισμού», Άρτος Ζωής, Αθήνα 2005, σελ. 20.

[7] Φειδάς Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 335.

[8] Rodney Stark, «Η Εξάπλωση …», ό.π., σελ. 298.

[9] Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄, έκδ. 6η, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1932, σελ. 154.

[10] Dodds R. Ε., «Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια Εποχή Αγωνίας», Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995, σελ. 203.

[11] Ostrogorsky Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Α΄, 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 143.

[12] Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία» 5,16. Η μετάφραση στο: Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία» Ε΄-Θ΄ (σειρά Ε.Π.Ε. #140), εκδ. Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 73.

[13] Ιουλιανός, Επιστολαί, αρ.84: «Προς τον Αρσάκιο, αρχιερέα της Γαλατίας», μτφρ. στο: Ιουλιανός, Άπαντα #4 (σειρά «Οι Έλληνες» #277), Κάκτος, Αθήνα 1993, σελ. 275.277.

[14] Ιουλιανός, Επιστολαί, αρ.84: «Προς τον Αρσάκιο, αρχιερέα της Γαλατίας», μτφρ. στο: Ιουλιανός, Άπαντα #4, ό.π., σελ. 273.275.

[15] «Εκκλησιαστική Ιστορία», PG 67,572C.

[16] Βλ. και: Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, «Ιστορία Δογμάτων», τόμ. Β΄, Αθήνα 2004, σελ. 510.

[17] Η μετάφραση από το: Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Ε΄-Θ΄ (σειρά Ε.Π.Ε. #140), εκδ. Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 277.

[18] Mαρία Kαζανάκη - Λάππα, «Οι πρώτες Εκκλησίες», εφ. «Η Kαθημερινή», ένθετο «Επτά Ημέρες» (24/12/1995), αφιέρωμα: «Βυζαντινή Αθήνα», σελ. 6.

[19] Αθανασιάδη Πολύμνια, «To λυκόφως τών θεών στην Ανατολική Μεσόγειο. Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επιμέρους περιοχές», περιοδ. «Ελληνικά», τόμ. 44, τεύχ. 1, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 33.

[20] Μάρκος Διάκονος, «Βίος Αγίου Πορφυρίου επισκόπου Γάζης», Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 169.171.

[21] Αθανασιάδη Πολύμνια, «To λυκόφως των θεών…, ό.π., σελ. 37.

[22] Αθανασιάδη Πολύμνια, «To λυκόφως των θεών…, ό.π.

[23] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Β΄, 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 338.

[24] «Λόγος εις τον μακάριον Βαβύλαν», PG 50,534-535.

[25] Βλ. Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Δ΄, 2η έκδ., Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 258: «Η πραγματεία Εις Βαβύλαν κατά Ιουλιανού και Ελλήνων, γραφείσα … το 382».

[26] Το πρωτότυπο στην PG 50,536. Η μετάφραση από την ομιλία «Εις τον μακάριον Βαβύλαν», στο: Ιωάννης Χρυσόστομος, έργα #34 (σειρά Ε.Π.Ε.), «Λόγοι Δογματικοί-Πολεμικοί» (βιβλία Ζ΄-Ι΄), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 425.

[27] Το πρωτότυπο στην PG 50,537. Μετάφραση από το: Ιωάννης Χρυσόστομος, έργα #34 (σειρά Ε.Π.Ε.), ό.π., σελ. 427.

[28] Μετάφραση από το: Ιωάννης Χρυσόστομος, έργα #34 (σειρά Ε.Π.Ε.), ό.π., σελ. 428.

[29] Το πρωτότυπο στην PG 50,544. Μετάφραση από το: Ιωάννης Χρυσόστομος, έργα #34 (σειρά Ε.Π.Ε.), ό.π., σελ. 453.

[30] Runciman Steven, «Η Βυζαντινή Θεοκρατία», Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 38.

[31] Vasiliev Α.Α., «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμ. Α΄, Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 234.

[32] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ΄, «Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ.», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 336β.

[33] Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, «Βυζαντινή ιστορία (324-610)», τόμ. Α΄, 2η έκδ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 292.

[34] ΘΗΕ, τόμ. 4 (1964), στ. 24.

[35] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του Έκτου, Έβδομου και Όγδοου αιώνα», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 191.

[36] Βογιατζίδης Ιωάννης, «Ιστορικαί Μελέται», ΕΕΦΣΠΘ, περίοδος Α΄, τόμ. Β΄, 1932, σελ. 221-222.

[37] Βογιατζίδης Ιωάννης, «Ιστορικαί Μελέται», ό.π., σελ. 222-223.

[38] Τωμαδάκης Νικόλαος, «Κλεις της Βυζαντινής Φιλολογίας», 4η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 7.

[39] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Ιστορία Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Α΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 371.

[40] Ιωάννης Καλογήρου, «Η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Η Τελική Δογματική ανατύπωσις της χριστολογικής αλήθειας κατά του Μονοθελητισμού και του Μονοεργητισμού», ΕΕΘΣΘ, τμήμα Θεολογίας, τόμ. 26, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 207-208.

[41] Ευάγριος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», 4, 39.

[42] Βαβούσκος Αναστάσιος, «Ερμηνευτική προσέγγιση ιερών κανόνων», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 139.

[43] Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, «Η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμ. Β΄, Μέλισσα, Αθήνα 1979, σελ. 723.

[44] Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 374-375.

[45] Κοντοστεργίου Δέσποινα, «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 116.

[46] Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 520.

[47] Μετάφραση στο: Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας Ιερών Κανόνων», έκδ. Γ΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 177.

Δημιουργία αρχείου: 9-1-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 25-1-2012.