Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά και Γένεση

Η 7η Σφραγίδα και οι Δημιουργικές Ημέρες * Έννοια και τρόπος σωτηρίας της κτίσεως * Περί λόγων τών όντων * Η ενέργεια του Θεού στην κτίση και η έννοια τών λόγων τών όντων * Ο Χριστός, ως Σωτηρία τής Δημιουργίας δια τού Ανθρώπου κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή * Η κτίση εκ του μηδενός, κατά τη φιλοσοφία και τη Χριστιανική πίστη

Η εκ τού μηδενός δημιουργία και η θεία ελευθερία

Σχέση Θεού και κόσμου

Π. Ι. Ρωμανίδης

 

Πηγή: Μετάφραση στη Δημοτική αποσπάσματος τού βιβλίου: "Το προπατορικό αμάρτημα". Β΄ Έκδοση.

 

Η βασική προϋπόθεση της όλης ζωής και σκέψης της αρχαίας Εκκλησίας είναι η βιβλική διδασκαλία περί της από του μηδενός δημιουργίας του κόσμου κατά τελείως θετική και εντελώς ελεύθερη ενέργεια του Θεού.96 «Πρώτα απ' όλα πίστεψε ότι ένας είναι ο Θεός, Αυτός που έκτισε τα πάντα και κατάρτισε και έφτιαξε τα πάντα σε ύπαρξη από την ανυπαρξία, και που χωράει τα πάντα, και που μόνος Αυτός είναι αχώρητος.»97

 

Η ορθή κατανόηση του χαρακτήρα του προπατορικού αμαρτήματος εξαρτάται κατά ουσιαστικό τρόπο από την ορθή αντίληψη της σχέσης του Θεού προς τον κόσμο. Η περί της πτώσεως διδασκαλία των αρχαίων Χριστιανών είναι αχώριστα συνδεδεμένη με τη βιβλική κοσμολογία. Το κλειδί της κατανόησης της κοσμολογίας αυτής, καθώς και της σχέσης μεταξύ Θεού και κόσμου είναι το δόγμα περί της από του μηδενός δημιουργίας. Το δόγμα αυτό αποτελεί την όλη προϋπόθεση της διδασκαλίας της Εκκλησίας για την ελευθερία.

Το θεμέλιο της βιβλικής και Πατερικής πίστεως, ζωής και θεολογίας είναι, ότι ο Θεός μέσω της άκτιστης ενεργείας Του, δημιούργησε τον κόσμο 1ον) ο ίδιος απ’ ευθείας και χωρίς κάτι ενδιάμεσο, 2ον) από το μηδέν, δηλαδή όχι κατ’ ανάγκην, άλλα κατά βούλησιν, και επομένως 3ον) με τρόπο εντελώς θετικό.

 

1ον) Ότι ο ίδιος ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο απ’ ευθείας χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου κτιστού μέσου αποτελεί τη βασική προϋπόθεση του ιουδαιοχριστιανικού μονοθεϊσμού: «Εγώ Κύριος ο συντελών πάντα εξέτεινα τον ουρανόν μόνος και εστερέωσα την γην»98. Μετάφραση: «Εγώ είμαι ο Κύριος, που δημιούργησα τα πάντα, άπλωσα μόνος μου τους ουρανούς, και στερέωσα τη γη με τη δική μου δύναμη». Το γεγονός αυτό τονίζεται τόσο στον Ιουδαϊσμό99 όσο και στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας, μάλιστα, αποτέλεσε βασικό επιχείρημα κατά των αιρετικών, οι οποίοι προσπαθούσαν να υποβιβάσουν τον Υιό και το Πνεύμα του Θεού σε είδη κατώτερων θεών και κτιστών μέσων δημιουργίας.

Ο Άγιος Ειρηναίος αγωνιζόταν γενικά εναντίον των Γνωστικών εκείνων, οι οποίοι δεχόντουσαν μία ελληνιστική μορφή ύψιστου όντος που εμπεριέχει μέσα στην ανενέργητη ουσία του τις προελθούσες ιδέες ή αρχέτυπα που απέρρευσαν απ’ αυτό100, από τα οποία ο κατώτερος δημιουργός Θεός101 που προέκυψε από μακρά σειρά ροών και πτώσεων, αντέγραψε και έκτισε με ατέλειες τον κόσμο αυτό102 κατ' άγνοιαν103 ή παρά τη θέληση104 του Υψίστου Ενός, το οποίο δεν κινείται προς τα έξω από τον εαυτό του, δηλαδή προς τον κόσμο, με τον οποίο δεν μπορεί να έχει άμεση επαφή105.

Ο Ειρηναίος καταπολεμούσε τους αιρετικούς αυτούς με τη βιβλική διδασκαλία, ότι ο ένας και μόνος Θεός, αυτός που αποκαλύφθηκε στους Προφήτες106 και εκ Πνεύματος Αγίου και Παρθένου σαρκώθηκε107, ο ίδιος, χωρίς κάποιο κτιστό ενδιάμεσο, δημιούργησε τον κόσμο108: «Διότι είναι χαρακτηριστικό της παντοδυναμίας του Θεού να μην έχει ανάγκη άλλα όργανα για τη δημιουργία των πραγμάτων εκείνων, τα οποία καλεί στην ύπαρξη»109. «Ούτος μου Θεός» γράφει ο Αντιοχείας Θεόφιλος, «ο των όλων Κύριος, ο τανύσας τον ουρανόν μόνος»110.

Μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι, εξαιτίας του χαρακτήρα της διδασκαλίας των αντιπάλων του, ο Ειρηναίος, ενώ με έμφαση τόνισε το γεγονός ότι ο κόσμος αυτός κτίσθηκε μόνο από τον ένα και μόνο Θεό, δεν επέμεινε (παρεκτός σε ορισμένα ασαφή σημεία)111 και στην άλλη όψη της ίδιας διδασκαλίας, δηλαδή ότι κτίσματα και γενικώς κατώτερα του Θεού όντα όχι μόνο δεν δημιουργούν, αλλά και δεν μπορούν να δημιουργήσουν, αφού η ενέργεια του δημιουργείν, όπως επίσης του προνοείν και σώζειν, είναι μόνο του Θεού112. Αν και η διδασκαλία αυτή προϋποτίθεται στο αποκαλυφθέν γεγονός, ότι μόνο ο Θεός δημιουργεί, προνοεί, ζωοποιεί, κτλ., εν τούτοις δεν τονίζεται τόσο εμφατικά, όπως συνέβη μεταγενέστερα κατά τους αγώνες εναντίον των αιρετικών της εποχής των Οικουμενικών Συνόδων113.

 

2ον) Το δόγμα περί της δημιουργία από το μηδέν, είναι το προπύργιο κατά της εσφαλμένης διδασκαλίας, ότι ο κόσμος είναι απόρροια ή αντιγραφή της ουσίας του Ενός, ή αποτέλεσμα άλλης αρχής, και είναι η πλέον ασφαλής εγγύηση ότι ο Θεός είναι δημιουργός όχι κατ’ ανάγκη και κατ' ουσία, αλλά κατ' ενέργεια και κατά βούληση114. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η αποκάλυψη ότι ο κόσμος έχει από το μηδέν την αρχή του115 εξαιτίας ενέργειας του Θεού, είναι απόδειξη ότι η δημιουργική ενέργεια του Θεού δεν είναι αυτή η ίδια η ουσία Του116, όπως λανθασμένα δίδαξε ο Ωριγένης117. Ο Θεός δεν είναι κατ' ουσίαν δημιουργός, καθώς επίσης προνοητής, κριτής, σωτήρας κτλ., άλλα είναι τέτοιος μόνο κατά θέλησιν και κατ' ενέργειαν118. Έτσι ο κόσμος δεν απορρέει κατά φυσικό τρόπο από την ουσία του Θεού119, ούτε πρόκειται για κτιστή ενέργεια του Θεού120, άλλα τουναντίον είναι το αποτέλεσμα της άκτιστης ενέργειάς Του121. Ο Θεός ενεργεί ποικιλοτρόπως και απειροτρόπως, χωρίς όμως ουδεμία αλλαγή στη θεία ουσία, και χωρίς να ουσιοποιούνται ή να ενυποστατοποιούνται οι θείες ενέργειες122, Οι ενέργειες και δυνάμεις του Θεού στον κόσμο δεν είναι ενυπόστατες ουσίες, όπως νόμιζαν οι Έλληνες φιλόσοφοι και Γνωστικοί, οι οποίοι προσωποποιούσαν και θεοποιούσαν τις κρυμμένες ενέργειες του Θεού στην φύση123.

Η σύγχυση ενέργειας και ουσίας του Θεού σημαίνει ουσιαστική σχέση μεταξύ δημιουργού και δημιουργημάτων124. Έτσι ο κόσμος είτε στην μορφή των αρχετύπων υπάρχοντας στην ουσία του Θεού, είτε σε υλική μορφή, κατ' ουσίαν είναι συνάναρχος και συναΐδιος με τον Θεό — ο Οποίος κατ' ακολουθίαν ουσιαστικά εξαρτάται από τα δημιουργήματά Του125. Το φιλοσοφικό δόγμα περί Θεού ως actus purus αυτόματα οδηγεί ή στον πανθεϊσμό126 ή στην απόλυτη διαρχία.

Αντίθετα προς την καθαρά φιλοσοφική μέθοδο οι Πατέρες είχαν πάντοτε ως αφετηρία τους τις αποκαλυπτικές και σωστικές σχέσεις και ενέργειες του Θεού προς τον κόσμο: «Μας δίδαξε ο Κύριος, ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, χωρίς φωτισμό Θεού, που σημαίνει ότι χωρίς τον Θεό, δεν γνωρίζεται ο Θεός. Και αυτό το να "γνωρίζεις" τον Θεό, είναι θέλημα τού Πατρός. Θα γνωρίσουν και αυτόν, εκείνοι που θα τους το αποκαλύψει ο Υιός»127.

Σε αυτού του είδους την αποκάλυψη η κινητήρια δύναμη είναι ο ίδιος ο Θεός εντελώς θετικά, δηλαδή κατά βούληση και κατ' ενέργεια. Έτσι οι σχέσεις και ενέργειες του Θεού δεν είναι έμμεσες, αλλά άμεσες και πραγματικές, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ενσαρκώσης του Λόγου. Εδώ δεν πρόκειται πλέον για απλή σχέση του Θεού προς τον κόσμο, αλλά περί υποστατικής ένωσης. Εν τούτοις όμως οι σχέσεις και ενέργειες του Θεού προς τον κόσμο έχουν αρχή. Επομένως δεν μπορούν να είναι της ουσίας του Θεού.

Άλλο, λοιπόν, είναι η δημιουργική, προνοητική, αποκαλυπτική και σωστική ενέργεια του Θεού και άλλο η ουσία Του: «Ο μέγας Βασίλειος λέει, ότι η ενέργεια, δεν είναι ούτε αυτός που ενεργεί, ούτε το αποτέλεσμα της ενέργειας. Και ο θείος Κύριλλος, κάνοντας λόγο και αυτός περί Θεού, θεολογεί ότι το να δημιουργείς κάτι, είναι αποτέλεσμα ενέργειας. Το αποτέλεσμα της φύσης είναι το να γεννάς. Η φύση και η ενέργεια δεν είναι το ίδιο»128. Εφόσον η δημιουργική, προνοητική, σωστική και θεωτική ενέργεια του Θεού" δεν είναι εκδήλωση μιας εσωτερικής ανάγκης της θείας φύσης και αφού κατά συνέπεια δεν ταυτίζεται με τη θεία ουσία129, έπεται ότι δεν είναι δυνατόν από τις ενέργειες του Θεού να γνωρίσει κάποιος τη θεία ουσία.

Για παρομοίους λόγους ο Ειρηναίος εξέφρασε την αρχή, ότι, μέσω τών αποκαλυπτικών θείων ενεργειών στον κόσμο, μπορούμε να γνωρίσουμε τον μόνο αληθινό Θεό, αλλά όχι την ουσία Αυτού130.

Ο Μεγάλος Βασίλειος κατά σαφή τρόπο γράφει ότι «η δε θεία φύσις εν πάσι τοις επινοουμένοις ονόμασι, καθ' ό εστι, μένει ασήμαντος, ως ο ημέτερος λόγος· ευεργέτην γαρ και κριτήν, αγαθόν τε και δίκαιον, και όσα άλλα τοιαύτα μαθόντες, ενεργειών διαφοράς εδιδάχθημεν· του δε ενεργούντος την φύσιν ουδέν μάλλον δια της των ενεργειών κατανοήσεως επιγνώναι δυνάμεθα. Όταν γαρ αποδιδώ τις λόγον εκάστου τούτων των ονομάτων, και αυτής της φύσεως περί ην τα ονόματα, ου τον αυτόν αμφοτέρων αποδώσει λόγο. Ων δε ο λόγος έτερος, τούτων και η φύσις διάφορος. Ουκούν άλλο μεν εστιν η ουσία, ης ούπω λόγος μηνυτής εξευρέθη, ετέρα δε των περί αυτήν ονομάτων η σημασία, εξ ενεργείας τινός ή αξίας ονομαζόμενων»131. «Και το ότι ο Θεός ουδέποτε απεκάλυψε την ουσία Του, ούτε δια τού Υιού στην Κ.Δ. ούτε δια τών Προφητών και τών λοιπών Ιερών ανδρών στην Π.Δ., το αποδεικνύει ο Μέγας Βασίλειος μέσω παραδειγμάτων αγίων ανδρών από την Αγία Γραφή, οι οποίοι αφού γνώρισαν την ύπαρξή Του από τις ενέργειες τού Θεού, έπειτα αφού πίστεψαν Τον προσκύνησαν»132.

Ο Ειρηναίος αντιμετώπιζε Γνωστικούς, οι οποίοι δεν παραδέχονταν την από τού μηδενός δημιουργία και κατ' ακολουθίαν τη χωρίς διάσταση διάκριση των ενεργειών του Θεού από την ακατάληπτη ουσία Του, και έτσι νόμιζαν ότι οι ιδέες, ή τα αρχέτυπα των φαινομένων που αντιγράφηκαν με ατέλειες από τον κατώτερο δημιουργό, είναι φυσικές και ενυπόστατες133 απόρροιες της ουσίας του Ενός. Για την καταπολέμηση αυτών ο Ειρηναίος επέμενε στο αποκαλυφθέν γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος συνέλαβε τον κόσμο, τον δημιούργησε χωρίς κτιστά μέσα. Αυτή όμως η σύλληψη της δημιουργίας δεν είναι μία ανάγκη της θείας φύσης, αλλά αποτέλεσμα της ελεύθερης ενέργειας του Θεού134. Η δημιουργία, δηλαδή, δεν είναι εικόνα ή αντιγραφή μιας ιδέας περί κόσμου, που προϋπάρχει μέσα στην ουσία του Θεού135. Ακόμη και τις ιδέες περί κόσμου ο Θεός συλλαμβάνει όχι κατ’ ανάγκην και κατ' ουσία άλλα κατά την ελεύθερη ενέργειά Του136. Η προγνωστική αυτή ενέργεια όχι μόνο δεν είναι της ουσίας του Θεού, αλλ’ ούτε μπορεί να θεωρηθεί το ίδιο με τη θέληση του Θεού137, ούτε είναι ενυπόστατη138.

 

3ον) Από το δόγμα περί της εκ του μηδενός δημιουργίας κατά βούληση και ενέργεια του Θεού, συνεπάγεται ότι ο κόσμος, ορατός και αόρατος, κτίσθηκε με τρόπο εντελώς θετικό. Αυτός ο ίδιος ο παρών κόσμος και όχι άλλος, δημιουργήθηκε κατά βούλησιν του Θεού. Δεν είναι, λοιπόν, ο κόσμος μία φύσει ατελής αντιγραφή ενός άλλου δήθεν πραγματικού κόσμου. ούτε είναι αποτέλεσμα κάποιου είδους πτώσης εξαιτίας της αποξένωσης από την πραγματικότητα και εξαιτίας κάποιας απόρροιας των ιδεών από τη θεία ουσία και της επαφής αυτών των ιδεών με την ύλη139. Η βιβλική Παράδοση αγνοεί τη συνήθη φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ύλης και είδους ή μεταξύ ύλης και πραγματικότητας140.

Η εκδοχή της πραγματικότητας ως άκτιστου συγκροτήματος ενυπόστατων αληθειών, ιδεών και ουσιών είναι τελείως ξένη προς την Αγία Γραφή και την Πατερική Παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας. Ο Θεός δεν έχει σύντροφο κάποιον αγέννητο ιδεολογικό κόσμο ενυπόστατων αρχετύπων141, αλλά τουναντίον έφτιαξε από το μηδέν τον κόσμο αυτό υλικό και άϋλο, ορατό και αόρατο, τρεπτό και με πολλές μεταβολές καιρών, αέρων κτλ.142 Η φιλοσοφική ιδέα ότι τα μεταβαλλόμενα και εν κινήσει πράγματα στερούνται την πραγματικότητα είναι από βιβλικής απόψεως απαράδεκτη. «Κατανόησε, ω άνθρωπε, τα έργα Του, την αλλαγή καιρών κατά χρόνους, και μεταβολές ανέμων, τον εύτακτο δρόμο τών στοιχείων, την εύτακτη πορεία ημερών και νυκτών και μηνών και ετών, την κατά καιρούς προμήθεια που γίνεται δροσιάς και βροχών και υετών, την πολύπλοκη κίνηση τών ουρανών...»143.

Η πραγματικότητα δεν είναι τέτοια, επειδή οι εν λόγω ουσίες ή υποστάσεις είναι άϋλες και ασώματες, χωρίς αρχή και τέλος, αμετάβλητες ως αγέννητες, αλλά είναι τέτοια (δηλ. η πραγματικότητα), επειδή έτσι θέλει ο Θεός. Άv και ο χρόνος και γενικά τα υλικά φαινόμενα έχουν αρχή, εν τούτοις με τη χάρη του Θεού μπορούν να γίνουν ατελεύτητα στο χρόνο144. Μόνο ο Θεός είναι από τη φύση του αθάνατος145. Τα κτίσματα γίνονται αθάνατα146 όχι μέσω της άρσης τους πάνω από την ύλη και τον χρόνο, αλλά μέσω της αφθαρτοποίησής τους εξαιτίας της χάρης του Θεού. Το ότι η αθανασία των κτισμάτων συνίσταται στην ανάσταση του κόσμου και στην αφθαρτοποίηση του χρόνου, μαρτυρείται από την πλήρη ανθρώπινη φύση του Χριστού μετά την ανάσταση147. Ο δε Θεός «θα μεταμορφώσει το φθαρτό μας σώμα ώστε να γίνει αυτό όμοιο με το δικό του ένδοξο σώμα»148.

Το κακό κατά την Αγία Γραφή δεν είναι κάτι έμφυτο στην κτίση, έστω και υπό την μορφή έλλειψης του αγαθού149, διότι «είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποίησε και ιδού καλά λίαν»150. Ούτε είναι το κακό έλλειψη οντότητος151, αφού τα πάντα εποίησεν ο Θεός από του μη όντος εις το είναι. Εάν το κακό είναι απλώς μία έλλειψη οντότητος, συνεπάγεται ότι από το κακό έφτιαξε ο Θεός τον κόσμο. Η Αγία Γραφή δεν βρίσκει από την φύση του το κακό στα κτίσματα, επειδή κάνει σαφή διάκριση μεταξύ της δημιουργίας του κόσμου και της πτώσης του152. Ο Θεός είναι αίτιος της ύπαρξης των κτισμάτων, τα οποία κατ’ αρχήν είναι «καλά λίαν» (δηλαδή «πολύ καλά»)153, αλλά δεν είναι αίτιος των μετα-δημιουργικών ατελειών του κόσμου. «Επειδή δεν έγινε κάτι κακό από  τον Θεό εξ αρχής, αλλά τα πάντα καλά και καλά λίαν»154. Ο Θεός «δημιούργησε κάθε καλό όπως είναι, αλλά η ασωτία τών δαιμόνων τού κόσμου το χρησιμοποίησε για κακό έργο, και σ' αυτούς οφείλεται η ύπαρξη τής κακίας και όχι στον τέλειο Θεό... και η κατασκευή τού κόσμου ήταν καλή, αλλά το πολίτευμά του φαύλο»155. Η αποκαλυφθείσα σαφής διάκριση μεταξύ δημιουργίας και πτώσης του κόσμου καθιστά απαράδεκτη την ιδέαν, ότι ο κόσμος αυτός είναι από τη φύση του ατελής, διότι, όπως ισχυρίζονται πολλοί, μόνο ο Θεός μπορεί να είναι τέλειος. Εάν ο κόσμος είναι απλώς μία φύσει ατελής ή κακή αντιγραφή του τελείου, τότε ο Θεός θα ήταν αίτιος της ατέλειάς του και η ευαγγελική διδασκαλία ότι ο άνθρωπος που σώζεται θα γίνει τέλειος156, όπως ο Θεός157 και ο Χριστός158 είναι τέλειοι, δεν θα είχε καμία σημασία.

Εξαιτίας, λοιπόν, της εντελώς θετικής δημιουργίας του κόσμου αυτού και της αναιτιότητας του Θεού για το κακό στον κόσμο159, η σωτηρία του ανθρώπου δεν επιτελείται μέσω μιας πλατωνικής φυγής της ψυχής από τον κόσμο και την ύλη160, αλλ’ αντίθετα συντελείται μέσω της καταστροφής του κακού μέσα στον κόσμο και τον χρόνο, με την ανάσταση και ανακαίνιση των πάντων. Η σωτηρία δεν είναι από τον κόσμο, αλλά από το κακό. «Σε παρακαλώ, όχι να τους πάρεις από τον κόσμο, αλλά να τους προστατεύσεις από τον πονηρό»161 «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος»162 «κι αυτή η κτίση θα απελευθερωθεί από την υποδούλωση της στη φθορά και θα μετάσχει στην ελευθερία τού φωτός τών τέκνων του Θεού»163 «Αυτός που ανέστησε το Χριστό από τους νεκρούς θα ζωοποιήσει και θνητά σώματά σας»164 Η κυρία βάση του δόγματος περί αναστάσεως είναι η ιουδαιοχριστιανική εκδοχή για την δημιουργία και την πτώση «Επειδή (η ύλη) είναι δημιουργημένη και δεν έχει γίνει από άλλον, αλλά προβλήθηκε μόνο από τον Δημιουργό τών πάντων. Και γι' αυτό πιστέψαμε ότι μετά τη συντέλεια τών πάντων, θα υπάρξει ανάσταση σωμάτων»165. Ο Αθηναγόρας γράφει ότι, «Κατά πρώτο λογο, η ανάσταση δεν γίνεται για την κρίση, αλλά για τη γνώμη τού δημιουργήσαντος και τη φύση τών δημιουργηθέντων»166.

 

Σημειώσεις


96. Παρατηρεί π.χ. ο L. Dunker ότι η διδασκαλία για την εκ του μηδενός δημιουργία από τον ένα και μοναδικό Θεό αποτελεί την όλη βάση της Θεολογίας και της πολεμικής τού Αγίου Ειρηναίου εναντίων των Γνωστικών. Des Heiligen Irenaus Ghristologie, Gottingen 1843, σελ. 8 και μετα και σελ. 75· Δες επίσης F. C. Baur, όπως παραπάνω, τόμ. Ι, σελ. 519 και μετά.

97. Ποιμένας, Εντολή A, 1· Ειρηναίου, Έλεγχος, Δ, ΧΧ, 2.

98. Ησαΐας 44, 24.

99. G. F. Μοοre, Judaism, Cambridge 1946, τόμος 1, σελ. 381.

100. Έλεγχος, Α, XVII, 1-2· Β, III, 1-2· VII, 1-VIII, 1 και μετά· XVI, 1 και μετά.

101. Στο ίδιο Α, V, 1 και μετά.

102. Στο ίδιο Α, XVII, 1-2· Β, III, 1-2· XVI, 1 και μετά.

103. Στο ίδιο Α, V, 1· Β, ΙΙΙ, 1.

104. Στο ίδιο Β, ΙΙ, 1· III, 1-2.

105. F. G. Baur, όπως παραπάνω· F. Cοpleston, όπως παραπάνω, τόμ. 2, σελ. 21.

106. Όπως παραπάνω, Γ, VI, 1 και μετά.

107. Στο ίδιο Γ, XVIII, 3· XXI, 1 και μετά.

108. Στο ίδιο Α, XXII, 1· Β, IX, 1-2· Δ, VII, 4 · XX, 1.

109. Στο ίδιο Β, 11, 5.

110. Όπως παραπάνω, Α, 7.

111. Όπως παραπάνω, Β, II, 1· Δ, ΧΧ, 1.

112. Σε κάποια περίσταση, που μπορούσε να τονίσει την ιδέα αυτή δεν το κάνει (στο ίδιο Β, II, 3-4). Αρκείται στο βασικό του επιχείρημα, κατά το οποίο ο Θεός δεν μεταχειρίσθηκε μέσα, διότι α) δεν είχε ανάγκη από μέσα, και β) επειδή, απλούστατα δεν τα μεταχειρίσθηκε, όπως μαρτυρεί ο Θεός ο ίδιος δια των Προφητών.

113. Έτσι π.χ. ο Μεγάλος Βασίλειος τονίζει ότι η μία φύση της Αγίας Τριάδος αποδεικνύεται από την ταυτότητα ενεργειών των τριών, υποστάσεων: «Και αν καταλάβουμε την ενέργεια τού Πατρός και τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος ως μία, που δεν διαφέρει ή δεν παραλλάσσεται σε τίποτε, είναι ανάγκη να συλλογισθούμε την ταύτιση τής ενεργείας και την ενότητα τής φύσης... λοιπόν αυτή η ταυτότητα τής ενεργείας στον Πατέρα και στον  Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, δείχνει σαφώς το απαράλλακτο τής φύσης». Επιστολή 149, έκδοση R. J. D e f e r r a r i, The Letters of St. Basil, London 1930, σελ. 6466. Ορμώμενος ο Μεγάλος Αθανάσιος από τις ίδιες αντιλήψεις περί θείας ενεργείας, ρωτά: «εάν δε ο Πατήρ δια του Λόγου εν Πνεύματι Αγίω κτίζει τα πάντα και ανακαινίζει, ποία ομοιότης ή συγγένεια υπάρχει στον Κτίστη με τα κτίσματα; Ή τελικά, πώς θα μπορούσε να είναι κτίσμα Αυτός στον Οποίο κτίζονται τα πάντα;» επίστολή Α' προς Σεραπίωνα Θμούεως Επίσκοπο, 24, Migne, P. G., 26, 588. Ο Αλεξανδρείας Κύριλλος επίσης ρωτάει: «αλλ' είπερ ην όντως ποίημα και κτίσμα κατά την των ετεροδόξων μανίαν το Πνεύμα το Άγιον, πώς όλη έχει του Θεού την ενέργειαν; Ου γαρ δη τις τοσούτον οίμαι, τού φρονείν ορθώς εκβήσεται, ως τολμήσαι και μόνο ειπείν την θείαν ουσίαν δι' οργάνων τινών έξωθεν εις΄το είναι παρενεχθέντων διακονείσθαι προς ενέργειαν την εξ αυτής φυσικώς διαβαίνουσαν προς τινα τών επιτηδείων προς το λαβείν. Επειδή δε ζωή μεν έστι κατά φύσιν ο Υιός, ζωοποιεί δε το Πνεύμα το παρ' αυτού χορηγούμενον, ανάγκη λοιπόν εκ τής ουσίας υπάρχειν ομολογείν αυτό της τού Υιού και Θεού, και πάσαν αυτού την τε δύναμιν και την ενέργεια έχον… ». Η Βίβλος των Θησαυρών περί της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος, Λόγος ΛΓ', Migne, P. G., 75, 573.

114. G. Flοrονsky, The Idea of Creation, σελ. 58 και μετά · F. G. Βaur, όπως παραπάνω, τόμ. 1, σελ. 526 και μετά· G. Tresmontant, όπως παραπάνω, σελ. 20 και μετά· Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 94 και μετά.

115. Περί της φράσης του Ιουστίνου, ότι ο Θεός δημιουργεί «από άμορφη ύλη», δες Χ. Ανδρούτσου, όπως παραπάνω, σελ. 96 · J. G. L. Gieseler, όπως παραπάνω, σελ. 138.

116. «Ο Θεός, ει όσα μεν βούλεται ποιείν, δύναται ποιείν, ουχ όσα δε δύναται ποιείν, βούλεται ποιείν· ου ταυτόν άρα παρ’ αυτώ το είναι τώ βούλεσθαι…. Ο Θεός ει τώ είναι ποιεί, αναγκαστικώς ποιεί ο ποιεί· ει δε τώ βούλεσθαι ποιεί, αυθεντικώς ποιεί· αυθεντικώς δε ποιών, όσα βούλεται και οία βούλεται και ότε βούλεται ποιεί. Ο Θεός ει τώ είναι ποιεί, εις ουδέν αυτώ χρησιμεύει το βούλεσθαι, ώ ουδαμώς δύναται κεχρήσθαι». Ιουστίνου Αμφιβαλλόμενον, Ερωτήσεις Χριστιανικαί, Γ΄, 2. Παράβαλλε G. Florovsky, όπως παραπάνω, σελ. 58 και μετά, 67 και μετά.

117. G. Florovsky, όπως παραπάνω, σελ. 60 και μετά· Σ. Μπαλάνου, Πατρολογία, Αθήναι 1930, σελ. 156-157· F. C. Βaur, όπως παραπάνω, τόμ. Ι, σελ. 533.

118. Ο Θωμάς ο Ακινάτος και όσοι θεολόγοι και φιλόσοφοι ακολουθούν αυτόν και τον Αυγουστίνο, συγχέοντας και ταυτίζοντας τις ενέργειες και ιδιότητες του Θεού με την ουσία Του (Summa Theologica, μερ. Α΄, κεφ. 3, αρθ. 1-8· Κεφ. 25, αρθ. 1, αποκ. 2· Κεφ. 30, αρθ. 2, αποκ. 3· Κεφ. 54, αρθ. 1· Κεφ. 77, αρθ. 1), ισχυρίζονται ότι ο Θεός είναι κατ’ ουσίαν και υπέρ χρόνον δημιουργός. F. Copleston, όπως παραπάνω, τόμ. 2, σ. 367· του ιδίου Aquinas, London 1955, σελ. 138 και μετά. Δηλαδή ο Θεός δημιουργεί από το μηδέν μόνο μέσα στον χρόνο, συλλαμβάνει όμως την ιδέαν περί κόσμου κατ’ ανάγκη και κατ' ουσία. (στο ίδιο). Έτσι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ της προγνωστικής και δημιουργικής ενέργειας του Θεού. Υπάρχει μόνο διάκριση μεταξύ ουσιαστικής δημιουργικής ενέργειας και εν χρόνω δημιουργικής ενέργειας. Εν προκειμένω ο πολέμιος εναντίων των Σχολαστικών Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει: «Εαν δεν διαφέρει καθόλου η θεία πρόγνωση από την δημιουργική ενέργεια του Θεού, μέσω της πρόγνωσης του Θεού, τα δημιουργήματα θα είναι συνυπάρχοντα με τον Θεό, δημιουργούμενα ανάρχως, επειδή και Αυτός τα δημιουργεί ανάρχως, και επειδή ανάρχως Αυτός τα προγνωρίζει, και αυτά προγνωριζόμενα ανάρχως προγνωρίζονται. Και πώς είναι Θεός, αφού τα δημιουργήματά Του δεν υπάρχουν μετά απ’ Αυτόν; Εάν δεν διαφέρει καθόλου η δημιουργική ενέργεια από την προγνώση του Θεού, ουτέ η πράξη της δημιουργίας υπόκειται στη θέληση· επειδή υπάρχει η πρόγνωση, ούτε με τη θέληση δημιουργεί ο Θεός, αλλά μόνο με την ύπαρξη· Και πώς είναι Θεός, Αυτός που δημιουργεί χωρίς να θέλει; » Κεφάλαια Φυσικά ρβ΄, Migne, P. G., 150, 1192.

119. Επειδή στο σύστημα του Ακινάτου η Θεία ενέργεια, βούληση, ύπαρξη, κτλ. ταυτίζονται με τη θεία φύση, είναι επόμενο να ταυτίζονται και με τη θεία ουσία τα αρχέτυπα των κτισμάτων. (Summa Theologica, μέρος Α΄, κεφ. 44, αρθ. 3). Έτσι η δημιουργία είναι αντιγραφή της θείας ουσίας μέσω της ενυποστατοποίησης των αρχετύπων. Μάλιστα τα κεφάλαια του Θωμά για τη δημιουργία χαρακτηριστικώτατα ονομάζονται «Εκπόρευσις των κτισμάτων» (μέρος Α΄, κεφ. 44) και «Απόρροια των κτισμάτων» (μέρος Α΄, κεφ. 45). Σχετικά με τα αρχέτυπα ο Θωμάς ακολουθεί τη γραμμή του Αυγουστίνου. F. Cοpleston, όπως παραπάνω, τόμ. 2, σελ. 60, 323· Του ίδιου Aquinas, σελ. 142. Ο Χ. Ανδρούτσος συμφωνεί σε γενικές γραμμές με την άποψη αυτή, όπως παραπάνω, σελ. 101 και μετά.

120. Ταυτίζοντας οι Σχολαστικοί και γενικά οι Δυτικοί τη θεία ουσία και την άκτιστη ενέργεια αποφεύγουν τον πανθεϊσμό μέσω της εκδοχής της εν κόσμω ενέργειας του Θεού ως κτιστής. Έτσι η προνοητική ενέργεια του Θεού διακρίνεται σε δύο: 1) στην πρόνοια, η οποία είναι της ουσίας Του, και 2) στην εκτελεστική πρόνοια, η οποία είναι κτιστή (Summa Theol. μέρος Α΄, κεφ. 22, αρθ. 3), όπως π. χ. ο φυσικός (κτιστός) νόμος, ο οποίος είναι αντιγραφή του αιωνίου (ακτίστου) νόμου που υπάρχει στη θεία ουσία. (Summa Theol. μέρος Α΄ του Β΄ μέρους, κεφ. 91, αρθρ. 1, 2). Με φυσικό τρόπο η ταύτιση θείας ουσίας και άκτιστης ενέργειας, και η εκδοχή της εν κόσμω ενέργειας του Θεού ως κτιστής οδήγησε στις περαιτέρω διακρίσεις μεταξύ φυσικής, υπερφυσικής, και γενικά κτιστής χάρης. Δες π. χ. J. Phole, Grace, St. Louis-London 1946, σελ. 1, 5, 7, 271 και μετά.

121. «Μία και η ίδια είναι η ενέργεια των τριών (υποστάσεων). Όπου όμως η ενέργεια είναι κτιστή, άκτιστος αυτός δεν είναι. Γι’ αυτό δεν είναι η ενέργεια του Θεού κτίσμα, άπαγε! αλλά το ενεργηθέν και δημιουργηθέν είναι το κτίσμα». Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια Φυσικά ργ', Migne, P. G., 150, 1172.

122. Ειρηναίου, όπως παραπάνω, Α΄, IV, 5. «…καμία από αυτές τις ενέργειες δεν είναι ενυπόστατη, δηλαδή αυθυπόστατη, κατά τον Μέγα Βασίλειο». Γρηγορίου Παλαμά, Θεοφάνης, η περί Θεότητας και του κατ’ αυτήν αμεθέκτου τε και μεθεκτού, Migne, P. G., 150, 929.

123. Παράβαλλε Ειρηναίου, όπως παραπάνω· Εduard Schweizer, The Spirit of Power, στο περιοδικό «Interpretation», New York, July 1952, σελ. 269.

124. Ο Ευνόμιος αντιλαμβάνεται τη διάκριση ενέργειας και ουσίας του Θεού, μόνο που κατανοεί την ενέργεια αυτή ως κτιστή· «Ού τοι μερισμον ή κίνησίν τινα της ουσίας την ενέργειαν ηγουμένους, άπερ επινοείν αναγκαίον τους υπαγομένους τοις Ελλήνων σοφίσμασιν, ενούντων τη ουσία την ενέργειαν... Υμείς δε κατά τα μικρώ πρόσθεν ρηθέντα την ενέργειαν εκ των έργων κρίνοντες, ουκ ασφαλές οιόμεθα δειν ενούν τη ουσία, την μεν άναρχον απλήν τε και ατελεύτητον ειδότες, την δε ενέργειαν ουκ άναρχον. Ή γαρ αν ήν και το έργον άναρχον, ούτ’ ατελεύτητον, επεί μηδέ οίόν τε παυσαμένων των έργων άπαυστον είναι την ενέργεια. Λείαν γαρ μειρακιώδες, και φρενός νηπίας, αγέννητον και ατελεύτητον λέγειν την ενέργειαν ταυτόν τη ουσία τιθεμένους μηδενός των έργων αγεννήτως γίγνεσθαι δυναμένου, μητ’ ατελευτήτως. Εκ γαρ τούτων συμβαίνει δυοίν θάτερον, ή την ενέργειαν άπρακτον είναι του Θεού, ή το έργον αγέννητον. Ει δε εκάτερον τουτων ομολογουμένως άτοπον, αληθές το λειπόμενον, αρχομένων τε των έργων, μη άναρχον είναι την ενέργειαν, παυομένων τε, μη άπαυστον. Ου χρη τοίνυν πειθομένους γνώμαις ετέρων ανεξετάστοις ενούν τη ουσία την ενέργειαν, αληθεστάτην δε και Θεώ πρεπωδεστάτην ενέργειαν ηγείσθαι την βούλησιν, αρκούσαν προς τε το είναι και σώζεσθαι τα πάντα, μαρτυρούσης και προφητικής φωνής: «Πάντα γαρ όσα ηθέλησεν, εποίησεν». Ου γαρ επιδέεταί τίνος προς την ών βούλεται σύστασιν, αλλ’ άμα τε βούλεται, και γέγονε, όπερ ηθέλησεν». Ευνομίου Απολογητικός, Migne, P. G., 30, 857-860.

125. Δες σελ. 46, σημ. 1. Παράβαλλε Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια Φυσικά, 96, Migne, P. G., 150, 1189· G. Florovsky, όπως παραπάνω, σελ. 70 και μετά· Ι. Ν. Καρμίρη, Σύνοψις Δογματικής Διδασκαλίας Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ. 23, σημ. 2. Εν προκειμένω είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του F. G. Βaur σχετικά με τη διδασκαλία του Ωριγένη: «Aus denselben Grunden, aus welchen Origenes eine ewige Zeugung des Sohns behauptete, musste er auch eine ewigeWeltschopfung behaupten». Όπως παραπάνω, σελ. 533. Πρέπει να σημειωθεί ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού είναι αΐδια παρά το γεγονός ότι δεν είναι αγέννητη και άναρχη και πάντοτε ατελεύτητη. (Και ο Λόγος είναι αΐδιος παρά το γεγονός ότι δεν είναι αγέννητος και άναρχος, αφού είναι γεννητός και συνάναρχος με τον Πατέρα). «…Η πρόγνωση του Θεού, ενώ δεν έχει αρχή, μετά την πραγματοποίηση αυτών περί των οποίων προέγνωσε έχει τέλος. Επομένως δεν είναι αναγκαστικό ότι έχει τέλος να έχει και αρχή». Μ. Βασιλείου, Migne, P. G., 29, 680.

126. Β. Krivosheine, όπως παραπάνω, σελ. 24. Προς αποφυγή των πανθεϊστικών συνεπειών του παπικού δόγματος περί Θεού ως actus purus, ο Θωμάς ο Ακίνατος αναγκάστηκε να αρνηθεί την πραγματική σχέση του Θεού με τον κόσμο. (F. Copleston, όπως παραπάνω, τόμ. 2, σελ. 364· J. Romanides, The Ecclesiology of St. Ignatius, Atlanta 1956, σελ. 8, σημ. 6.). Ακολουθώντας γενικά αρχαιότερους αιρετικούς νόμιζε ο Θωμάς, ότι από τις (κτιστές) ενέργειες του Θεού μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι, έστω και ελάχιστο, από την ουσία του Θεού στην παρούσα ζωή, διότι δήθεν η κτιστή θεία ενέργεια είναι αντιγραφή της άκτιστης θείας ενέργειας, δηλαδή της θείας ουσίας. Μάλιστα ο Ακινάτος ισχυρίζεται ότι η θεία ουσία είναι το πρώτο αρχέτυπο όλων των κτισμάτων. Summa Theologica, μερ. Α΄, κεφ. 44, αρθ. 3. Παράβαλλε Μ. Schmaus, όπως παραπάνω, τόμ. 2, μερ. 1, σελ. 36 και μετά. Σύμφωνα με αυτά το παράδοξο είναι, ότι ενώ ο κόσμος κατ’ ουσίαν εξαρτάται από τη θεία ουσία και ενώ ο προορισμός του ανθρώπου είναι η ενόραση της ουσίας του ύψιστου αγαθού από τον νού (Summa Contra Gentiles, βιβλίο Γ΄, κεφ. 51-63), δεν υπάρχει σε αυτά το αντίστοιχο πραγματικό «προς τι» του Θεού σε σχέση προς τον κόσμο, επειδή ο Θεός είναι μόνο ουσία, «c'est ainsi que le rapport des creatures a Dieu est reel, et non point le rapport de Dieu aux creaturs». A. Michel, Relation Divines, «Dict. De Theol. Cath» τόμ. ΧΙΙΙ2, κολ. 2150. Δες Summa Theologica, μερ. Α΄, κεφ. 45, αρθ. 3. αποκ. 1· Παράβαλλε Μ. Schmaus, όπως παραπάνω, τομ. 1, σελ. 402 και μετά.

127. Ειρηναίου, Έλεγχος, Δ, VI. 2.

128. Γρηγ. Παλαμά, Κεφάλαια Φυσικά ρμγ΄, Migne, P. G., 150, 1220. Παράβαλλε Κ. Μπόνη, όπως παραπάνω, σελ. 19. Σε αμφιβαλλόμενο έργο του Ιουστίνου διαβάζουμε τα εξής: «Του Θεού έχοντος ουσίαν μεν προς ύπαρξιν, βούλησιν δε προς ποίησιν, ο απορρίπτων ουσίας τε και βουλής την διαφοράν και την ύπαρξιν απορρίπτει του Θεού και την ποίησιν· ύπαρξιν μεν την αυτού, ποίησιν δε των ουκ όντων. Ότι δε άλλη εστίν η ουσία του Θεού και άλλη η βουλή, δείκνυται και εκ του λόγου του αποκριναμένου του ειπόντος: «ό γαρ εστι και βούλεται· και ό βούλεται, εστίν». Αντέστριψε τη ουσία την βουλήν, και τη βουλή την ουσίαν. Αντιστροφή δε ουδαμώς ενδέχεται γενέσθαι, των αντιστρεφομένων ουκ όντων άλλο και άλλο ή λόγω ή αριθμώ. Το τώ αριθμώ έν όν ουδέν κωλύει τω λόγω άλλο και άλλο είναι· οίον η ευθεία γραμμή τη μεν υποστάσει αριθμώ μία εστί, τω δε λόγω της ευθείας και της γραμμής άλλο και άλλο. Κατά τον τρόπον τούτον ου διαιρείται του Θεού η φύσις τώ λόγω της ουσίας και της βουλής. Ει άλλο το υπάρχειν, και άλλο το ενυπάρχειν· και υπάρχει μεν του Θεού η ουσία, ενυπάρχει δε τη ουσία η βουλή· άλλη άρα η ουσία του Θεού και άλλη η βουλή… Η ουσία του Θεού το μη είναι ουσία ού δέχεται· η δε βουλή του Θεού δέχεται το μη βούλεσθαι… Αδύνατον δε το βούλεσθαι προς μεν την βουλήν έχειν την διαφοράν, προς δε τον βουλόμενον μη έχειν. Ει δε ουδενί λόγω δυνατόν ταυτό είναι το βούλεσθαι και την βουλήν και τον βουλόμενον, δήλον, ότι ο απορρίπτων του Θεού και του βούλεσθαι το άλλο και άλλο, του ενεργούντος και της ενεργείας απορρίπτει την διαφοράν· όπερ άτοπον. Ει άλλο το ενυπόστατον και άλλο το ανυπόστατον· και Θεός μεν εκείνο, το βούλεσθαι δε τούτο· δηλονότι ο του Θεού και του βούλεσθαι απορρίπτων το άλλο και άλλο, ή το ενυπόστατον απορρίπτει ή το ανυπόστατον. Ει κατά τον λόγον του αντικειμένου, όπερ εστί Θεός, και βούλεται, και ό βούλεταί εστι, δηλονότι ει μη βουληθείη Θεός το μη φθείρεσθαι την ενέργειαν αυτού, παυσαμένης αυτής ου φθείρεται βουληθέντος αυτού. Ουκ άρα εστίν ο Θεός ό βούλεται. Ει ποιείν εστι της του Θεού βουλής, δήλον ότι ώσπερ διαφέρει το ποιείν απλώς του ποία, και πόσα, και πότε ποιείν ούτω διαφέρει το είναι του βούλεσθαι… ». Ερωτήσεις Χριστιανικαί, Γ΄, 1. Δες και στον Ιωσήφ τον Βρυέννιο, Περί θείας ενεργείας, Τα Ευρεθέντα, έκδοση Ευγενίου Βουλγάρεως, εν Λειψία 1768, τομ. Β΄, σελ. 115

129. Παρά το γεγονός ότι ο Κ. Βarth ταυτίζει τη θεία ουσία με τη θείες ενέργειες αναγνωρίζει ότι η ελευθερία του Θεού απαιτεί κάποια διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας στο Θεό. (όπως παραπάνω, τόμ. 1, μερ. 1, σελ. 426). Αναγνωρίζει επίσης ότι στη θεία ελευθερία βασίζεται και το ακατάληπτο του Θεού (στο ίδιο). Εν τούτοις κατηγορεί την Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι δεν παραδέχεται το Filioque. (στο ίδιο σελ. 546 και μετά.). Ακολουθώντας σε γενικές γραμμές τον Αυγουστίνο δέχεται μία σχετική και κατ’ αναλογία αποκάλυψη της θείας ουσίας ισχυριζόμενος ότι η Αγία Τριάδα όσον αφορά τις προς τον κόσμο ενέργειές Της δεν μπορεί να διαφέρει από την Αγία Τριάδα όσον αφορά τον Εαυτό της, δηλαδή τη θεία ουσία. Όπως οι υπόλοιποι θεολόγοι της Δύσης, συγχέει τη σωστική και αγιαστική ενέργεια της Αγίας Τριάδος με τη θεία ουσία και έτσι εκλαμβάνει την παροχή του Πνεύματος στα κτίσματα από τον Υιό ως εκδήλωση της εκπορεύσης Τού ex Patre Filioque που συμβαίνει στη θεία ουσία. Λησμονεί ότι αυτού του είδος η δικαιολογία του Filioque προϋποθέτει τη δημιουργική, προνοητική σωστική, αγιαστική και θεωτική ενέργεια του Πατρός δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι ως μία ανάγκη της θείας φύσης. Ο Barth δεν είναι συνεπής στην αναγνώριση της ανάγκης διάκρισης μεταξύ της ελεύθερης ενέργειας του Θεού και της ουσίας Του.

130. Όπως παραπάνω, Γ΄, XXIV, 2. Παράβαλλε Κ. Μπόνη, όπως παραπάνω, σελ. 17 και μετά· Ιωάννου Χρυσοστόμου, Οι περί Ακαταλήπτου Λόγοι, Λόγος Β΄, 5· Λόγος Γ΄, 1, 3· Λόγος Ε΄, 5. Έκδοση Π. Χρήστου, εν Αθήναις 1953, σελ. 15-17· Βασιλείου του Μεγάλου, Ανατρεπτικός του Απολογητικού του Δυσσεβούς Ευνομίου, Λόγος A΄, Migne, P. G., 29, 545.

131. Ι. Ν. Καρμίρη, όπως παραπάνω, τόμ. 1, σελ. 329-330. Αντίθετα ακολουθώντας τους Δυτικούς ο Χ. Ανδρούτσος συγχέει την ουσία και ενέργεια του Θεού, όπως παραπάνω, σελ. 52.

132. Κ. Μπόνη, όπως παραπάνω, σελ. 21. Αντίθετα ακολουθώντας τους Δυτικούς ο Χ. Ανδρούτσος γράφει «Αλλ’ ό, τι μάλιστα αποκαλύπτει την θείαν ουσίαν είναι η υπερφυσική Αποκάλυψις η εν Ιησού Χριστώ τελειωθείσα, τώ μόνω ερμηνεί και εκτελεστή των θείων σχεδίων». Δογματική σελ. 36.

133. Γι’ αυτούς κάθε θεία ενέργεια ήταν ενυπόστατη. Eduard Schweizer, όπως παραπάνω, σελ. 269.

134. Όπως παραπάνω, Β΄, III, 2· VII, 5.

135. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος καταδικάζει ως βλάσφημο τον Ακινάτο, διότι «τις Πλατωνικές ιδέες αποδίδει στη θεία φύση…». Όπως παραπάνω, τόμ. Α΄, σελ. 414. Δες Ι. Ν. Καρμίρη, Εισαγωγή, Σούμα Θεολογική, σελίδα 48. Η είσοδος της περί ιδεών διδασκαλίας στη δυτική Θεολογία έγινε μέσω του Αυγουστίνου. Δες Μ. Schmaus, όπως παραπάνω τόμος 2, μέρ. 1, σελ. 37.

136. Ειρηναίου, στο ίδιο, «πώς λοιπόν δεν είναι γελοίο, η δημιουργική ενέργεια να λένε ότι είναι ουσία; ή η προνοητική ενέργεια πάλι ότι είναι ουσία; ή η προγνωστική πάλι ενέργεια το ίδιο; και με απλά λόγια κάθε ενέργεια, να θεωρείται ότι είναι ουσία;» Μ. Βασιλείου, Ανατρεπτικός του Απολογητικού του Δυσσεβούς Ευνομίου, Λόγος A΄, Migne, P. G., 29, 528. Ο Μ. V. Lossky παρατηρεί ότι σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο και τους μετέπειτα Σχολαστικούς της Δύσης τα σχετικά με τη δημιουργία για τους Έλληνες Πατέρες δεν είναι της ουσίας του Θεού. Ακόμη και η σύλληψη της δημιουργίας είναι της θείας ενέργειας. Όπως παραπάνω, σελ. 90 και μετά.

137. «Διαφέρει τοιγαρούν της θείας θελήσεως η πρόγνωσις, ουκούν και της θείας ουσίας εκατέρα τούτων». Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια Φυσικά ρ΄, Migne, P. G., 150, 1192. Αντίθετα ο Χ. Ανδρούτσος δέχεται την ταύτιση θείας ουσίας, γνώσης, βουλήσης, ύπαρξης, ενεργείας κ. τ. λ. όπως παραπάνω, σελ. 52, 100 και μετά.

138. Γρηγορίου Παλαμά, όπως παραπάνω, 929, 945· Ειρηναίου, Έλεγχος, Α΄, ΙV, 5.

139. G. Tresmontant, όπως παραπάνω, σελ. 18.

140. Στο ίδιο. J. Α. Τ. Rοbinson, όπως παραπάνω σελ. 13.

141. «Σε αυτούς που μαζί με τα άλλα μυθικά δημιουργήματα, από μόνοι τους αλλάζουν και την σχετική με εμάς δημιουργία, και δέχονται τις πλατωνικές ιδέες ως αληθείς, ανάθεμα». Κυριακή της Ορθοδοξίας, Τριώδιον, έκδοση Σαλιβέρου, σελ. 149. Ο αόρατος, άυλος και νοητός κόσμος των αγγέλων είναι υλικός σε σύγκριση με τον Θεό. Δες Ι. Ν. Καρμίρη, Δογματική Διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, σελ. 32-33.

142. Γεν. 1-2.

143. Θεοφίλου, όπως παραπάνω, Α΄, 6.

144. Ειρηναίου, όπως παραπάνω, Β΄, XXXIV, 2, 3.

145. Α΄ Τιμ. 6, 16· Ιουστίνου, Διάλογος. VI, 1-2· Θεοφίλου, όπως παραπάνω, Α΄, 4· Τατιανού, όπως παραπάνω, 13.

146. Ρωμ. 8, 21.

147. Λουκ. 24, 39· Ιωάν. 20, 24-29· Ειρηναίου, όπως παραπάνω, Ε΄, VI, 1 και μετά· VII, 1 και μετά.

148. Φιλ. 3, 21.

149. Όπως παραδέχεται π. χ. ο Θωμάς ο Ακίνατος, Summa Theologica, μέρος Α΄, κεφ. 48.

150. Γεν. 1, 31.

151. Χ. Ανδρούτσου, όπως παραπάνω, σελ. 119. «Δεν υπάρχει κάτι μεταξύ τών όντων που να μη μετέχει καλού και αγαθού. Και θα τολμήσει να πει και τούτο ο λόγος, ότι και το μη ον μετέχει τού καλού και αγαθού, επειδή τότε είναι κι αυτό καλό και αγαθό, όταν υμνείται υπερουσίως εν Θεώ, κατά την αφαίρεση τών όλων». (Εννοεί ότι όταν αναφερόμαστε στον Θεό ως μη έχοντα οτιδήποτε εγκόσμιο ον). Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Θείων Ονομάτων, Migne, P. G., 3, 704.

152. C. Tresmontant, όπως παραπάνω, σελ. 20-24.

153. «Pour l’ hebreau, le sensible n’ est pas mauvais, ni fautif. Le mal ne vient pas de la matiere. Le monde est tres bon». Στο ίδιο σελ. 56 και μετά. Δες επίσης Β. Μ. Βέλλα, Ο Άνθρωπος κατά την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήναι 1939, σελ. 9..

154. Θεοφίλου, όπως παραπάνω, Β΄, 17.

155. Τατιανού, όπως παραπάνω, 17, 19.

156. Φιλ. 2, 15· Κολ. 1, 28· 4, 12· Α΄ Θεσ. 4, 3· Εβρ. 12, 14· Ιάκ. 1, 4.

157. Ματθαίος 5, 48· Εφ. 5, 1· Κολ. 3, 10· Α΄ Πέτ. 1, 14· Α΄ Ιωάν. 3, 2.

158. Ρωμ. 8, 29 ·Α΄ Κορ. 2, 16· 15, 49· Β΄ Κορ. 3, 13· Γαλ. 2, 20· 4, 19· Εφεσ. 4, 13.

159. Σοφ. Σολ. 1, 13· 2, 23 και μετά.

160. Χ. Ανδρούτσου, όπως παραπάνω, σελ. 130.

161. Ιωάν. 17, 15.

162. Α΄ Κορ. 15, 26.

163. Ρωμ. 8, 21.

164. Ρωμ. 8, 11.

165. Τατιανού, όπως παραπάνω, 5-6. Παράβαλλε Ειρηναίου, όπως παραπάνω, Ε΄, III, 2· ΙV, 1-2· ΧΙΙ, 6· XV, 2-4· Αθηναγόρου, Περί Αναστάσεως, 12-13.

166. Περί Αναστάσεως, 14.

Δημιουργία αρχείου: 21-5-2021.

Τελευταία μορφοποίηση: 22-5-2021.

ΕΠΑΝΩ