Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά

Ψυχικός, Σαρκικός και Πνευματικός * Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής * Τα ζεύγη: Ψυχή-Σώμα και Σάρκα-Πνεύμα * Αιωνιότητα και Χρόνος στην Ορθόδοξη παράδοση * Η ταυτότητα των όρων "ψυχή" και "πνεύμα" στην Αγία Γραφή * Διδάσκει ο Εκκλησιαστής τον θνητοψυχισμό; * Η εξέλιξη της έννοιας της λέξεως "Ψυχή" στους αιώνες * Σε ποια Δημιουργική ημέρα πλάσθηκε ο άνθρωπος και σε ποια ημέρα βρισκόμαστε σήμερα;

Η Σαββατική κατάσταση των ανθρώπων

Η ύπαρξη της ψυχής μετά τον θάνατο του σώματος

Εσχατολογική θεώρηση

Ευθυμίου (Κ. Στύλιου) † Αχελώου

 

Πηγή: Ευθυμίου (Κ. Στύλιου) † Αχελώου, Το μυστήριο της 8ης ημέρας, Ορθόδοξη χριστιανική εσχατολογία, Αθήνα 2015, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 91-96.

 

 

Όπως υπήρξε Σαββατισμός του Χριστού, μετά τον χωρισμό της θεωμένης ψυχής του από το θεωμένο σώμα του και την εις Άδου κάθοδό του, το ίδιο συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων.

 

Η ψυχή του ανθρώπου, μετά τον δια του θανάτου διαχωρισμό της από το νεκρό σώμα, εισέρχεται σε μια διαφορετική υπαρκτική κατάσταση, την οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως σαββατική κατάσταση των ψυχών των έλλογων ανθρώπων.

 

1. Ο θάνατος δεν καταργεί την ουσία του σώματος

Με τον θάνατο, το σώμα του ανθρώπου διαλύεται «εις τα εξ ων συνετέθη» φυσικά στοιχεία του. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση και ουσιαστική εξαφάνισή του. Πρόκειται απλώς για μια «δαπάνη» και για ένα «ανάλωμα» της θνητότητος και της φθοράς του ανθρώπου, καθώς παρατηρεί ο ι. Χρυσόστομος: «Η διαφθορά αύτη (του) σώματος ουκ έστι της ουσίας αναίρεσις, αλλά της θνητότητος δαπάνη και της φθοράς ανάλωμα (=κατάργηση). Ο γαρ θάνατος ούτος ου το σώμα απόλλυσιν, αλλά την φθοράν δαπανά. Ως γε η ουσία (=του σώματος) μένει ανισταμένη». Με άλλα λόγια, ο θάνατος δεν καταργεί την ουσία του σώματος, αλλά τα παρείσακτα στοιχεία της φθαρτότητος και θνητότητος. Αυτό αποτελεί μια ακόμη μαρτυρία ότι ο θάνατος τελικά δεν είναι εις βλάβην του ανθρώπου, αλλά ευεργεσία και ωφέλεια, καθ' όσον η ουσία του σώματος παραμένει άθικτη, εν αναμονή της αναστάσεως(1).

Εξ άλλου, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αναφερόμενος στο ίδιο θέμα, χρησιμοποιεί την εικόνα της σφραγίδος, λέγοντας, ότι, μετά τον θάνατο, ο Θεός διατηρεί την ουσία του σώματος υπό τύπον σφραγίδας, ώστε με αυτή να σφραγίσει το ίδιο αποτύπωμα, στο σώμα που θα εγερθεί εκ του τάφου, κατά την Κοινή Ανάσταση των νεκρών.

 

2. Η κατά τον θάνατον έξοδος της ψυχής από το σώμα

Η ώρα του θανάτου, κατ' αρχήν, και η έξοδος της ψυχής από το σώμα του ανθρώπου καθορίζεται αποκλειστικά από τον Θεό (πρβλ. «και της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός θείω βουλήματι αποτέμνεται», (Νεκρώσιμος Ακολουθία). Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα τόσο των δικαίων όσο και των αμετανοήτων αμαρτωλών εκτελείται από άγγελον Θεού. Ο άγιος Συμεών, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, γράφει: «Μήτε αι ψυχαί των αμαρτωλών χωρίς Αγγέλου χωρίζονται, δια να μη εύρη χώραν και καιρόν ο επίβουλος εχθρός, δηλαδή ο διάβολος να θανατώση τον άνθρωπον και παρά καιρόν και δια να μη νομισθή ότι (ο διάβολος) κύριος είναι της ζωής και του θανάτου»(2).

Η ψυχή, όταν εξέλθει από το σώμα, διατηρεί το σχήμα του σώματος. Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέγει, όπως ο έξω άνθρωπος, δηλαδή το σώμα, έχει μορφή (σχήμα), έτσι και ο έσω άνθρωπος έχει μορφή όμοια με τον έξω άνθρωπον(3). Στην ορθόδοξη εικονογραφία, η ψυχή παριστάνεται με σώμα ανθρώπινου βρέφους (πρβλ. στην εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου) που συμβολίζει την έναρξη νέου σταδίου ζωής μετά θάνατον. Ως εκ τούτου, η ψυχή καθώς, μετά τον θάνατο του σώματος, ανέρχεται προς τον ουρανό, γίνεται αισθητή (ορατή) από τους Αγίους(4).

 

3. Απουσία των διαστάσεων του χωροχρόνου

Οι διαστάσεις του χωροχρόνου επηρεάζουν μόνο το υλικό συστατικό του ανθρώπου, το σώμα του. Εφ' όσον με τον θάνατο, το υλικό σώμα του ανθρώπου καταργείται, το πνευματικό συστατικό του ανθρώπου, η ψυχή παραμένει ανεπηρέαστη (αδιάστατη) από τον χωροχρόνο. Η ψυχή, επομένως, μετά τον θάνατο του σώματος παραμένει έξω από τις διαστάσεις του παρόντος χωροχρόνου. Μετά τον σωματικό ή βιολογικό θάνατο, ο άνθρωπος δεν επανέρχεται στην ανυπαρξία του «μη όντος»(5), αλλά εξακολουθεί να υπάρχει, κατά διαφορετικό τρόπο.

 

4. Η αθανασία της ψυχής

Η ψυχή, το πνευματικό συστατικό της ανθρώπινης φύσης, είναι κτιστή, δημιούργημα δηλαδή του Θεού. Η ψυχή, ως κτιστό δημιούργημα του Θεού δεν προϋπήρχε, αλλά δημιουργήθηκε και αυτή εν χρόνω μαζί με το υλικό δημιούργημα του Θεού, εν τούτοις δεν πεθαίνει και αυτή μαζί με το υλικό σώμα του ανθρώπου. Η ψυχή διατηρείται στην ύπαρξη και μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα, και τούτο το οφείλει στο ότι έχει δημιουργηθεί από την ζωοποιό ενέργεια του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή δεν πεθαίνει και παραμένει αθάνατη, όχι εκ φύσεως (από μόνη της), αλλά διότι την έχει προικίσει ο Θεός με το χάρισμα της αθανασίας. Η ορθόδοξη χριστιανική ανθρωπολογία, επομένως, δεν αποδέχεται τις απόψεις του Πλάτωνος περί προϋπάρξεως και της εκ φύσεως αθανασίας της ψυχής(6).

 

5. Διατήρηση της αυτοσυνειδησίας

Η ψυχή στην αδιάστατη κατάστασή της διατηρεί, κατ' αρχήν, την αυτοσυνειδησία της(7). Αν και υπάρχει χωρισμένη από το σώμα, εν τούτοις η ψυχή διατηρεί τη συνείδηση της ενιαίας ψυχοσωματικής προσωπικής ύπαρξης (το εγώ). Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει τη «συμφυία», τον «φυσικότατο δεσμό», των δύο συστατικών στοιχείων του ανθρώπου, της ψυχής και του σώματος.

 

6. Η αδυναμία περαιτέρω ενέργειας των ψυχών

Οι άνθρωποι, εξ αιτίας της αλλοτρίωσης της μεταπτωτικής ανθρώπινης φύσης, οσαδήποτε χρόνια και αν ζήσουν στην παρούσα ζωή, παραμένουν ακόμη ατελείς. Ακόμη και μεγάλοι άγιοι, οι οποίοι πέτυχαν υψηλές επιδόσεις στον χώρο της χριστιανικής πίστεως και ζωής, εν τούτοις, στο τέλος της επίγειας ζωής τους και πριν τον θάνατό τους ομολογούν ότι είναι αμαρτωλοί και ότι θα ήθελαν περισσότερο χρόνο ζωής για να ολοκληρώσουν την μετάνοιά τους. Πέραν τούτου, η τελείωση του ανθρώπου δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινο επίτευγμα, αλλά καρπός της συνεργασίας του ανθρώπου με τη χάρη του Θεού. Και κάτι ακόμη περισσότερο, η τελείωση του ανθρώπου είναι κυρίως και πρωτίστως αποτέλεσμα της θεϊκής Χάρης και ενέργειας. Εξ άλλου, σύμφωνα με τον ορισμό της τελειότητος που διετύπωσε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «τελειότης εστί του μη υπάρχειν τέλος» (βλ. υποσημ. 123).

Με τον θάνατο, λοιπόν, περατούται η προσωπική συμβολή του ανθρώπου στο έργο της περαιτέρω τελείωσης της ύπαρξής του. Αυτή την έννοια έχει το λεγόμενον «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια». Στη μετά θάνατον αδιάσταση κατάσταση, η ψυχή, χωρίς την παρουσία του σώματος, δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να ενεργήσει, δηλαδή, να συνεργήσει, για την περαιτέρω τελείωση της ύπαρξής της. Εάν λοιπόν, μετά τον θάνατο του ανθρώπου τελείωνε οριστικά και η 7η Ημέρα του χωροχρόνου, τότε το έργο της τελείωσης του ανθρώπου θα παρέμενε ανέφικτο. Ουδείς άνθρωπος θα μπορούσε να συμμετάσχει στην άχρονη και αδιάσταση 8η Ημέρα, διότι απλούστατα ουδείς θα είχε το κατάλληλον «ένδυμα του γάμου», την οριστική δηλαδή τελείωση της ύπαρξής του, για την κατά χάριν ένωσή του με τον Χριστό, κατά την Ημέρα των «Γάμων του Αρνίου» (Αποκ. ιθ' 7).

 

7. Υπάρχει πρόοδος των ψυχών

Επί του θέματος αυτού ο αείμνηστος Καθηγητής Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε: «Υπάρχει κάποια πρόοδος και προκοπή στη Μέση Κατάσταση των ψυχών, γι' αυτούς που έχουν εισέλθει τουλάχιστον στο στάδιο της Μετανοίας. Μετά τον θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια, αλλά μετά τον θάνατο υπάρχει τελειοποίηση της μετάνοιας. Εδώ αρχίζει η Μετάνοια και τελειώνει εκεί. Η πρόοδος του ανθρώπου δεν σταματά. Μετάνοια είναι η συνεχιζομένη πρόοδος. Υπάρχει προκοπή. Η τελειότητα είναι ατελείωτη».

Ωστόσο, «ο αμετανόητος αμαρτωλός δεν είναι επιδεκτικός προόδου. Ο ίδιος δεν επιδέχεται πρόοδο και τελειοποίηση διότι έχει πάθει πώρωση στη συνείδηση. Η καρδιά του, ο νους του ήταν πωρωμένος και δεν έτυχε θεραπείας. Η θεραπεία αρχίζει από τον κόσμο αυτό»(8).

 

Σημειώσεις:


1. Νικολαΐδη 1990, 211, «Αποθανών ου τεθνήξομαι». Χρυσόστομος (ΕΠΕ 21, 426) ΙΣ 50.

2. Άπαντα 346. «Διότι η ψυχή δεν αναχωρεί μόνη της προς εκείνη τη ζωή, επειδή δεν είναι δυνατόν. Διότι εάν για να μεταβούμε από μία πόλη σε άλλη, έχομε ανάγκη οδηγού, πολύ περισσότερον η ψυχή, όταν αποχωριστεί από το σώμα, για να μεταβεί στην άλλη ζωή, έχει ανάγκη οδηγών». Χρυσόστομος (PG 48, 984). NB 390.

3. Kόντογλου 56. Βλ. και ΚΚ 43, 50.

4. ΚΚ 22-23. Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή, ως κτισή έχει ένα είδος υλικότητος. Όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «παν συγκεκριμένον προς τον Θεό, τον μόνον ασύγκριτον, παχύ τε και υλικόν ευρίσκεται. Μόνον γαρ όντως άϋλον το θείον εστί και ασώματον». «Έκδοσις...» Β΄ ιζ΄, ιη΄.

5. Ρωμανίδου 461.

6. Περισσότερο για το θέμα αυτό, βλ. μελέτη μας αριθμ. 2,75 εξ.

7. «Υπάρχει ένα μέρος του ανθρωπίνου όντος που κοιμάται και ένα μέρος που μένει ενσυνείδητο. Το ον χάνει μερικές ψυχικές ικανότητες σύμφυτες με το σώμα, όλο δηλαδή, το καθαρά αισθησιοκρατικό σύστημα, καθώς και τις ενέργειες του χρόνου και του χώρου. Το πνεύμα χωρίζεται από το σώμα. Η ψυχή δεν ασκεί πλέον την λειτουργία της να εμψυχώνει το σώμα, αλλά μένει μέσα στο πνεύμα ως όργανο συνείδησης. Μεγάλη σημασία εδώ έχει η κατηγορηματικότερη άρνηση οποιασδήποτε απενσαρκώσεως: ο χωρισμός του σώματος δεν σημαίνει διόλου την απώλειά του, διότι η ανάσταση ενεργεί μία ανακεφαλαίωση, μία επανολοκλήρωση μέσα στο πλήρωμα», Ευδοκίμωφ 437. Στην ορθόδοξη παράδοση υπάρχουν περιπτώσεις που ψυχές των νεκρών μίλησαν σε ζώντες ανθρώπους, έχοντας πλήρη αυτοσυνειδησία και ενιαία της ψυχοσωματικής τους ύπαρξης. Βλ και ομολογίες νεκρών που επανήλθαν στη ζωή (νεκροφάνεια) στο Παράρτημα.

8. Ρωμανίδου 467, 469, 475. Βλ. και ΚΚ 31-32.

Δημιουργία αρχείου: 30-5-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 30-5-2020.

ΕΠΑΝΩ