Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Εισαγωγή στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο. Μαρτυρίες, χρόνος, έρευνες * Ερμηνεία Αγίας Γραφής * Αποδείξεις αξιοπιστίας * Μπορεί να αμφισβητηθεί πλέον η ιστορικότητα του Ιησού; * Η αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής * Αξιοπιστία Αποστολικών μαρτυριών * Ιησούς Χριστός και μυθικά αρχέτυπα * Περιεχόμενα και Εισαγωγή στο ψευδοντοκιμαντέρ Ζeitgeist * Οι απόστολοι που θυσιάστηκαν για την πίστη τους * Ο Ιστορικός Ιησούς και τα κριτήρια αξιοπιστίας * Βιβλική κριτική από την αρχαιότητα ως σήμερα * Τα Συνοπτικά Ευαγγέλια, η «Πηγή των Λογίων» (ή αλλιώς, πηγή «Q») * Η χρονολόγηση και η επιβεβαίωση τών κειμένων τής Καινής Διαθήκης

Εναλλακτικές εκδοχές

της ζωής και του θανάτου του Ιησού Χριστού

Θ. Ι. Ρηγινιώτης

 

Το παρόν άρθρο γράφεται ως μικρή συμβολή στο διάλογο για την ιστορική ύπαρξη του Ιησού Χριστού. Το θέμα αυτό, αν και λυμένο οριστικά, με θετική απάντηση (ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, «ο λεγόμενος Χριστός», υπήρξε), επανήλθε πρόσφατα, με την ανάπτυξη ποικιλίας ευφάνταστων θεωριών, αλληλοσυγκρουόμενων, που υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς αποτελεί μυθοποιημένη αντανάκλαση διαφόρων ιστορικών προσωπικοτήτων, ακόμη και… Ρωμαίων αυτοκρατόρων, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Βεσπασιανός!

Νομίζω λοιπόν πως δεν είναι άστοχο να επισημάνουμε ότι από τον αρχαίο κόσμο μας έρχονται τρεις εναλλακτικές εκδοχές της ζωής και του θανάτου του Ιησού Χριστού.

Η πρώτη είναι η χριστιανική εκδοχή, εκείνη που αναφέρεται στα Ευαγγέλια: ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο «Μονογενής Υιός του Θεού», ο οποίος «σαρξ εγένετο», σταυρώθηκε, αναστήθηκε και ανελήφθη στους ουρανούς, δίδοντας έτσι στους ανθρώπους «εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιωάνν. 1, 12), «κλητοί άγιοι», συμβασιλείς και συγκληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών (Ρωμαίους 1, 7 και 8, 17). Προανήγγειλε μάλιστα ότι θα επιστρέψει και με το κάλεσμά του θα αναστηθούν οι νεκροί όλων των εποχών, «οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιωάνν. 5, 29).

Οι άλλες δύο εκδοχές της ζωής και του θανάτου του Ιησού Χριστού, που λαμβάνουμε από την αρχαιότητα, είναι η ιουδαϊκή εκδοχή και η εκδοχή του γνωστικισμού.

 

Ο Ιησούς κατά τους Ιουδαίους

Αν και πολλοί Ιουδαίοι πίστεψαν στο Χριστό και αποτέλεσαν τον πυρήνα της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων, και όχι μόνο, η πλειοψηφία του ιουδαϊκού λαού δεν Τον αποδέχτηκε, αλλά παρέμεινε και παραμένει στην κατάσταση της αναμονής του Μεσσία, που έχει κι αυτή τη δική της εξελικτική πορεία μέσα στους αιώνες.

Η κυρίαρχη άποψη των Ιουδαίων για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ είναι ότι πρόκειται για έναν από τους άφθονους ψευδομεσσίες που εμφανίστηκαν στην ιστορία κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κατάκτησης. Ένας σφετεριστής του τίτλου του Μεσσία, που, μετά την καταδίκη του και τη σταύρωσή του από τους Ρωμαίους, η ιστορία του τελείωσε. Όμως οι μαθητές του, κλέβοντας και εξαφανίζοντας το σώμα του, μπόρεσαν να υποστηρίξουν ότι αναστήθηκε και να δημιουργήσουν το κίνημα που αποτέλεσε τη χριστιανική Εκκλησία.

Η άποψη αυτή εμφανίζεται και αντιμετωπίζεται ήδη μέσα στην Καινή Διαθήκη, στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, 28, 11-15: «Πορευομένων δε αυτών ιδού τινές της κουστωδίας ελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν τοις αρχιερεύσιν άπαντα τα γενόμενα. και συναχθέντες μετά των πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες αργύρια ικανά έδωκαν τοις στρατιώταις λέγοντες· είπατε ότι οι μαθηταί αυτού νυκτός ελθόντες έκλεψαν αυτόν ημών κοιμωμένων. και εάν ακουσθή τούτο επί του ηγεμόνος, ημείς πείσομεν αυτόν και υμάς αμερίμνους ποιήσομεν. οι δε λαβόντες τα αργύρια εποίησαν ως εδιδάχθησαν. και διεφημίσθη ο λόγος ούτος παρά Ιουδαίοις μέχρι της σήμερον».

Αυτή η άποψη των Ιουδαίων για τον Ιησού ως ψευδομεσσία κυριαρχεί σε όλα τα έργα που εκφράζουν τον διάλογο ιουδαϊσμού και χριστιανισμού κατά τις επόμενες γενιές, όπως στον Διάλογο προς Τρύφωνα Ιουδαίον του αγίου Ιουστίνου (2ος αιώνας) και στα επόμενα, όλων των χριστιανών συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το ζήτημα, ενώ την εγκολπώθηκαν και εθνικοί συγγραφείς, όπως ο περιώνυμος Κέλσος.

Συστηματοποιήθηκε δε και περιελήφθη στο Ταλμούδ, την κλασική συλλογή ραβινικών κειμένων, που αποτελεί κεντρικό τμήμα της ιουδαϊκής θρησκευτικής γραμματείας, στο οποίο βλέπουμε πολλές αναφορές στον Ιησού Χριστό – απορριπτικές βεβαίως – μια περίληψη των οποίων μπορείτε να δείτε εδώ: Ραβινική φιλολογία.

 

Η άποψη των γνωστικών

Η θρησκεία του γνωστικισμού (ένα μωσαϊκό θρησκευτικών επιρροών από όλες τις θρησκείες της Ανατολικής Μεσογείου, μέχρι την Περσία, αλλά και την Ινδία) υποστήριξε ότι ο Ιησούς ήταν ένας από τους «Αιώνες», αρχαία πνεύματα προερχόμενα από τον, κατά τους γνωστικούς, Μέγα Θεό. Μετά την πτώση ενός από τους Αιώνες, εξαιτίας της οποίας δημιουργήθηκε ο υλικός κόσμος και τα πνεύματα των ανθρώπων παγιδεύτηκαν στα υλικά σώματα, ο Ιησούς στάλθηκε στη γη για να σώσει τα πνεύματα αυτά, βοηθώντας τα να επιστρέψουν στην προσωματική τους κατάσταση.

Σύμφωνα με τους γνωστικούς, ο Ιησούς παρέμεινε πάντα «καθαρό πνεύμα», χωρίς να προσλάβει ποτέ αληθινή ανθρώπινη φύση, ούτε βέβαια υλικό σώμα. Το σώμα του ήταν φαινομενικό, όπως φαινομενικός ήταν ο θάνατος και η ανάστασή του. Και τούτο, επειδή, κατά τους γνωστικούς, ο υλικός κόσμος ήταν συνέπεια του κακού, συνεπώς ένα αγαθό πνεύμα δεν θα μπορούσε να λάβει υλικό σώμα. Αυτή η άποψη εκφράζεται στα απόκρυφα ευαγγέλια των γνωστικών, για τα οποία μπορείτε να διαβάσετε στην ενότητά μας Απόκρυφα.

Η άποψη αυτή αντιμετωπίζεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και συγκεκριμένα στην Α΄ επιστολή Ιωάννου 4, 2-3, όπου η δοκιμασία των προφητικών πνευμάτων, για το αν προέρχονται από το Θεό ή όχι, είναι το αν δέχονται ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο «με σάρκα» ή όχι: «εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού· παν πνεύμα ό ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστί· και παν πνεύμα ό μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ εστί».

Την ιδέα αυτή, που ονομάζεται δοκητισμός («κατά δόκησιν» = φαινομενικά), αντιμετωπίζει λίγο αργότερα ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, στην Προς Τραλλιανούς επιστολή του, κεφ. 9-10, όπου τονίζει για τον Ιησού Χριστό ότι «αληθώς εγεννήθη, έφαγέν τε και έπιεν, αληθώς εδιώχθη επί Ποντίου Πιλάτου, αληθώς εσταυρώθη και απέθανεν, βλεπόντων των επουρανίων και επιγείων και υποχθονίων. ος και αληθώς ηγέρθη από νεκρών, εγείραντος αυτόν του πατρός αυτού, κατά το ομοίωμα ος και ημάς τους πιστεύοντας αυτώ ούτως εγερεί ο πατήρ αυτού εν Χριστώ Ιησού, ού χωρίς το αληθινόν ζην ουκ έχομεν. Ει δε, ώσπερ τινές άθεοι όντες, τουτέστιν άπιστοι, λέγουσιν, το δοκείν πεπονθέναι αυτόν, αυτοί όντες το δοκείν, εγώ τι δέδεμαι, τι δε και εύχομαι θηριομαχήσαι; δωρεάν ουν αποθνήσκω. άρα ουν καταψεύδομαι του κυρίου».

Στη συνέχεια ο αγώνας της Εκκλησίας ενάντια στις διδασκαλίες του γνωστικισμού είναι εντονότατος, γιατί οι διδασκαλίες αυτές ανατρέπουν ολόκληρη τη σωτηρία του ανθρώπου, παρασύροντας τους πιστούς τους, όχι μόνο σε κυκεώνα πλανών, αλλά ενίοτε και σε φρικτές ακρότητες, όπως εκτρώσεις, κανιβαλισμό κ.λ.π. Έτσι, όχι μόνο εντός της Καινής Διαθήκης αντιμετωπίζονται διάφορες γνωστικές δοξασίες και πρακτικές (π.χ. προς Κολοσσαείς 2, 8. 16-19, Α΄ Τιμόθεον 4, 1-5.7. 6, 20, Β΄ Πέτρου 2, 10 εξ., Αποκάλυψις 2, 6. 14-15), αλλά και στις επόμενες γενιές χριστιανών συγγραφέων τα έργα που ασχολούνται με το γνωστικισμό είναι πολλά και σημαντικά, με κυριότερο το Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως του αγίου Ειρηναίου της Λυών (2ος αιώνας).

 

Τι δεν έχουμε από τον αρχαίο κόσμο

Συνεπώς, διαθέτουμε πολλά έργα της χριστιανικής γραμματείας, που επιχειρούν απάντηση και αναίρεση των δύο αυτών απόψεων για τον Ιησού Χριστό, της ιουδαϊκής και της γνωστικής. Γι’ αυτό το λόγο, αν υπήρχαν κι άλλες εναλλακτικές αφηγήσεις για τη ζωή και το θάνατο του Ιησού, θα το γνωρίζαμε, αν μη τι άλλο από τις προσπάθειες των χριστιανών συγγραφέων να τις αναιρέσουν.

Αυτό που δεν έχουμε παραλάβει από τον αρχαίο κόσμο είναι η άποψη ότι ο Ιησούς Χριστός (α) δεν υπήρξε καν ως ιστορικό πρόσωπο ή (β) ότι ήταν επαναστάτης, που πολέμησε στο πεδίο της μάχης κατά των Ρωμαίων ή οποιουδήποτε άλλου. Οι δύο αυτές απόψεις δεν υπάρχουν στον αρχαίο κόσμο ούτε μεταξύ των εχθρών του χριστιανισμού, αλλιώς, όπως είπαμε, αν μη τι άλλο, θα είχαμε στη διάθεσή μας κείμενα χριστιανών συγγραφέων που θα προσπαθούσαν να τις αναιρέσουν. Πρόκειται για θεωρίες που επινοήθηκαν στα νεώτερα χρόνια και λόγω μιας γενικότερης σύγχυσης (σε συνδυασμό με μια έντονη τάση για πρωτοτυπία και εντυπωσιασμό) κερδίζουν έδαφος στην εποχή μας.

Αν ο Ιησούς Χριστός ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, αυτό θα ήταν το κατ’ εξοχήν επιχείρημα των Ιουδαίων και κατ’ επέκτασιν όλων των εχθρών του χριστιανισμού και θα είχαμε έντονη προσπάθεια των χριστιανών συγγραφέων να το ανατρέψουν. Δεδομένου ότι οι απόστολοι διακήρυξαν την ανάσταση του Χριστού λιγότερο από δύο μήνες μετά τη σταύρωσή του, στην ίδια πόλη όπου συνέβησαν τα γεγονότα, είναι αδύνατον να επρόκειτο για διηγήσεις εντελώς φανταστικές. Η ύπαρξη του Ιησού Χριστού, η δημόσια δράση του και ο σταυρικός θάνατός του πρέπει να θεωρηθούν αδιαμφισβήτητα, ελλείψει οποιασδήποτε προσπάθειας από πλευράς των αντιπάλων του πρώτου χριστιανισμού να υποστηρίξουν το αντίθετο.

 

Ο Ιησούς ως υποτιθέμενος ηγέτης ένοπλου κινήματος

Εκτός αυτού, αν ο Ιησούς Χριστός ήταν πολεμιστής και είχε επιχειρήσει επαναστατικό κίνημα (όπως διάφοροι ψευδομεσσίες), θα έπρεπε να είχαμε πλήθος τεκμηρίων από την αρχαιότητα που να το αποδεικνύουν.

Κατ’ αρχάς, είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι ένα ένοπλο επαναστατικό κίνημα μετασχηματίστηκε ταχύτατα και αιφνίδια σε κίνημα ειρήνης και συμπόνιας, με μάρτυρες που σφαγιάζονταν σαν αρνιά, χωρίς να σηκώσουν ποτέ όπλα ενάντια στους διώκτες τους, αλλά αντιθέτως προσευχόμενοι υπέρ αυτών: στην πρωτοχριστιανική λειτουργία του αγίου Κλήμεντος, που τελούσαν οι αρχαίοι χριστιανοί της Ρώμης, υπήρχε ευχή «Υπέρ των διωκώντων ημάς διά το όνομα του Κυρίου δεηθώμεν, όπως ο Κύριος, πραΰνας τον θυμόν αυτών, διασκεδάση την καθ' ημών οργήν» (βλ. π. Κων. Καλλινίκου Ο χριστιανικός ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, Γρηγόρης 1969, σελ. 299).

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι στην Καινή Διαθήκη διακρίνουμε συγκαλυμμένες πληροφορίες για δήθεν ένοπλη απαρχή του «κινήματος του Ιησού Χριστού». Για παράδειγμα, στο Λουκ. 22, 36-38, στη διήγηση του μυστικού δείπνου, ο Ιησούς λέει: «ο μη έχων πωλήσει το ιμάτιον αυτού και αγοράσει μάχαιραν. λέγω γαρ υμίν ότι έτι τούτο το γεγραμμένον δεί τελεσθήναι εν εμοί, το και μετά ανόμων ελογίσθη· και γαρ τα περί εμού τέλος έχει. οι δε είπον· Κύριε, ιδού μάχαιραι ώδε δύο. ο δε είπεν αυτοίς· ικανόν εστί».

Όμως αναφέρεται επίσης στα ευαγγέλια ότι ο Ιησούς εμπόδισε τους μαθητές του να αμυνθούν κατά τη διάρκεια της σύλληψής του και μάλιστα ότι θεράπευσε και το αφτί του δούλου που έκοψε ο Πέτρος: «και αψάμενος του ωτίου αυτού ιάσατο αυτόν» (Λουκ. 22, 51, βλ. Ιω. 18, 10-11). Συγχρόνως, διακήρυξε την αντίθεσή του στη βία με τα γνωστά λόγια: «τότε λέγει αυτώ ο Ιησούς· απόστρεψόν σου την μάχαιραν εις τον τόπον αυτής· πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται. ή δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων; πώς ουν πληρωθώσιν αι γραφαί ότι ούτω δεί γενέσθαι;» (Ματθ. 26, 52-54).

Τα λόγια του Ιησού «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη! … δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη; ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ ή διαμερισμόν. έσονται γαρ από του νυν πέντε εν οίκω ενί διαμεμερισμένοι, τρεις επί δυσί και δύο επί τρισί· διαμερισθήσονται πατήρ επί υιώ και υιός επί πατρί, μήτηρ επί θυγατρί και θυγάτηρ επί μητρί, πενθερά επί την νύμφην αυτής και νύμφη επί την πενθεράν αυτής» (Λουκ. 12, 49. 51-53) και «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής· και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. 10, 34-36) ερμηνεύτηκαν από τους χριστιανούς το μεν ως πυρπόληση των συνειδήσεων, το δε ως προφητική προαναγγελία των διωγμών, στους οποίους οι χριστιανοί θα ήταν θύματα, όχι θύτες, συχνά με θύτες όντως τα μέλη της οικογένειάς τους.

Απλώς, ο Ιησούς, όπως σύνθεσε τις παραβολές του λαμβάνοντας εικόνες από την αγροτική και ποιμενική ζωή, από την κοινωνική ζωή, ακόμη και από την πολιτική (τα περί βασιλείας των ουρανών) κ.λ.π., έλαβε εικόνες και από τη στρατιωτική ζωή και τον πόλεμο. Αυτές όμως οι εικόνες από τους χριστιανούς ήδη της αρχαίας εποχής ερμηνεύτηκαν συμβολικά.

Αντίθετα, κατά την Καινή Διαθήκη, ο Ιησούς διαχώρισε τον εαυτό του από επαναστατικές πρακτικές, με το περίφημο «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22, 21). Ο απόστολος Παύλος καλεί τους χριστιανούς να υπακούουν στην πολιτική εξουσία και να μην παρανομούν «ου μόνον διά την οργήν, αλλά και διά την συνείδησιν» (προς Ρωμαίους 13, 1-7). Λίγο πιο πάνω, έχει γράψει: «ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε. ... μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες. προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων· ει δυνατόν, το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες» (Ρωμ. 12, 14. 17-18). Και βεβαίως είναι γνωστή η ρήση του Κυρίου προς τον Πιλάτο: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου· ει εκ του κόσμου τούτου ην η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται αν οι εμοί ηγωνίζοντο, ίνα μη παραδοθώ τοις Ιουδαίοις· νυν δε η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εντεύθεν» (Ιωάνν. 18, 36).

Όλα αυτά δεν ταιριάζουν σε κάποιους ένοπλους επαναστάτες. Δεν έχει νόημα επίσης η θεωρία ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης απέκρυψαν την αλήθεια, γιατί σε αυτή την περίπτωση δεν θα κατέγραφαν ούτε τους υποτιθέμενους «υπαινιγμούς», όπως εκείνον που αναφέραμε παραπάνω (Λουκ. 22, 36-38). Και τι νόημα είχαν αυτοί οι «υπαινιγμοί», εφόσον οι χριστιανοί στη συνέχεια δεν ενέργησαν ποτέ ως ένοπλο επαναστατικό κίνημα; Θα είχαν νόημα, αν οι ηγέτες της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας προετοίμαζαν μια εξέγερση. Όμως τέτοια εξέγερση, όπως είπαμε, ποτέ δεν συνέβη, ούτε μαρτυρείται κάτι τέτοιο ακόμη και από τις διωκτικές κατά των χριστιανών ρωμαϊκές αρχές.

Το ρωμαϊκό κράτος δίωξε τους χριστιανούς με διάφορες κατηγορίες, όχι όμως ως μέλη ένοπλης οργάνωσης. Αν ο Ιησούς είχε πολεμήσει, αυτή θα ήταν η πρώτη και μόνιμη κατηγορία εναντίον των χριστιανών. Αντιθέτως, βλέπουμε τον ειδωλολατρικό όχλο να πιστεύει ότι οι χριστιανοί συνάπτουν αιμομικτικές σχέσεις (παρανόηση, επειδή προσφωνούνταν μεταξύ τους «αδελφοί» και «αδελφές», ακόμη και οι σύζυγοι) και θυέστεια (κανιβαλικά) δείπνα, επειδή έλεγαν ότι κοινωνούν το σώμα και το αίμα του Χριστού. Δε βλέπουμε όμως να τους καταλογίζουν ένοπλη βία.

Η μόνη προσπάθεια να καταλογιστεί στους χριστιανούς βία είναι η συκοφαντία για την πυρπόληση της Ρώμης από πλευράς του Νέρωνα. Η κατηγορία αυτή κατέρρευσε, γιατί δεν βλέπουμε ανάμνησή της στους διωγμούς των επόμενων αυτοκρατόρων, όπως ο Δομετιανός, ο Αδριανός, ο Μάρκος Αυρήλιος κ.λ.π. Αν ευσταθούσε αυτή η κατηγορία (ότι πρόκειται για ένοπλους εξτρεμιστές), θα παρέμενε σε ισχύ και θα είχαμε τουλάχιστον σχετικές αναφορές στις υπέρ των χριστιανών απολογίες των Απολογητών. Το ρωμαϊκό κράτος δεν θα ξεχνούσε μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση και δεν θα τη δίωκε με άλλες, ουσιαστικά ασήμαντες, κατηγορίες. «Έτσι την εποχή των δυο αυτοκρατόρων Βεσπασιανού και Τίτου καθώς και σ' όλη σχεδόν τη διάρκεια της βασιλείας του άλλου Φλαβίου, του Δομετιανού (81-96), οι Χριστιανοί δεν ήταν εκτός νόμου, δεν είχε εκδοθεί κανένας νόμος εναντίον τους, δεν είχαν θεωρηθεί διαφορετική από τον Ιουδαϊσμό θρησκεία και απαγορευμένη. Επομένως, αφού δεν ενοχλούνταν από τις αρχές του Κράτους [η Εκκλησία] μπορούσε να αναπτύσσεται ομαλά και ήσυχα σε τέτοιο βαθμό που να περιλαμβάνει στους κόλπους της, ανάμεσα στα μέλη της Εκκλησίας της Ρώμης, και μέλη από την περιφανή οικογένεια των Φλαβίων. Άλλωστε ας μη ξεχνούμε ότι στην εποχή αυτή ανάγονται και υπόγεια κοιμητήρια των Χριστιανών, οι ρωμαϊκές κατακόμβες» (Απόστολος Γλαβίνας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή, Βεσπασιανός. Όρα και: Ο διωγμός του Νέρωνα, Πράκτορας των Ρωμαίων και εμπρηστής ο απόστολος Παύλος;).

Ο Πλίνιος ο Νεώτερος έγραψε προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό: «Άλλοι εκ των καταγγελθέντων υπό του κατηγόρου ωμολόγησαν κατ’ αρχάς ότι είναι Χριστιανοί, αλλ’ αμέσως μετά ταύτα το ηρνήθησαν. (…) Εβεβαίουν ότι όλη η ενοχή των ή η πλάνη των συνίστατο εις το ότι συνήρχοντο καθ’ ωρισμένην ημέραν προ της ανατολής τον ηλίου και απηυθύνοντο διά τινός μορφής προσευχής προς τον Χριστόν ως προς Θεόν τινα, δεσμεύοντες εαυτούς δι’ επισήμου όρκου όχι με σκοπόν την εκτέλεσιν εγκληματικού τινός σχεδίου, αλλά διά να μη διαπράξουν ποτέ απάτην, κλοπήν ή μοιχείαν, διά να μη παραβούν ποτέ τον λόγον των, ούτε να αρνηθούν οιανδήποτε εμπιστευτικήν εργασίαν, αν ποτε εκαλούντο να επωμισθούν τοιαύτην· μετά ταύτα εσυνήθιζαν ν' απέρχωνται και να συγκεντρώνωνται εκ νέου διά να φάγουν μαζί αβλαβές δείπνον. (…). Όταν έλαβα τας πληροφορίας αυτάς, έκρινα έτι μάλλον αναγκαίον να προσπαθήσω ν' αποσπάσω την αλήθειαν υποβάλλων εις βασανιστήρια δύο δούλας, περί των οποίων ελέγετο ότι διηκόνουν κατά τας ιεράς τελετάς των. Δεν ηδυνήθην όμως να ανακαλύψω τίποτε περισσότερον ή μωράν και υπέρογκον δεισιδαιμονίαν» (Η αλληλογραφία του Πλίνιου και ο διωγμός του Τραϊανού).

Χριστιανοί υπηρετούσαν στο ρωμαϊκό στρατό εξ αρχής (Οι πρώτοι Χριστιανοί στρατεύονταν), ενίοτε και υψηλόβαθμοι. Αν ήταν επαναστάτες ή είχαν ξεκινήσει ως επαναστάτες, η αυτοκρατορία δεν θα ανεχόταν την παρουσία τους στο στρατό, αλλά θα τους ξετρύπωνε και θα τους έκαιγε σαν ποντίκια. Αντίθετα, μόνο στους τελευταίους διωγμούς (Δέκιου, Διοκλητιανού και Γαλέριου) βλέπουμε εκτεταμένα μαρτύρια χριστιανών στρατιωτών, και μόνον όταν αρνούνταν να αποδώσουν λατρεία στους αρχαίους θεούς ή στον αυτοκράτορα, χωρίς άλλη κατηγορία.

Πώς ερμηνεύθηκε στο θέμα της βίας το μήνυμα του Ιησού Χριστού από τους Πατέρες της Εκκλησίας: Καταδίκη της βίας από τους Πατέρες της Εκκλησίας, και εδώ.

***

Αυτές είναι λοιπόν οι εναλλακτικές εκδοχές της ζωής και του θανάτου του Ιησού Χριστού, που μας έρχονται από τον αρχαίο κόσμο. Την εκδοχή του Ισλάμ, ότι ο Ιησούς ήταν ένας μέγας θαυματουργός προφήτης (ο μέγιστος μετά τον Μωάμεθ), που επιβεβαίωσε τον Νόμο του Θεού, αρνήθηκε την ιδιότητα του υιού του Θεού, προανήγγειλε τον ερχομό του Μωάμεθ και, αντί να σταυρωθεί, αποσύρθηκε από το Θεό σε άγνωστο μέρος, για να επανέλθει στη γη ως πολεμιστής κατά του κακού στο τέλος των ημερών, δεν την αναπτύσσουμε εδώ, γιατί είναι πολύ μεταγενέστερη, του 7ου αιώνα μ.Χ. και αποτελεί σύνθεση επιρροών τόσο από την Καινή Διαθήκη όσο και από διάφορα απόκρυφα κείμενα. Αναλυτικότερα στο άρθρο Η θέση του Ισλάμ για τον Ιησού Χριστό.

Νεόκοπες θεωρίες, εξαιρετικά ευφάνταστες, για την δήθεν «πραγματική ταυτότητα» του Ιησού Χριστού ή την προέλευση του «μύθου της ύπαρξής του», οι οποίες όμως δεν μαρτυρούνται καθόλου στις αρχαίες πηγές, θεωρώ πως δεν αξίζει καν να τις σχολιάσουμε, όπως η υπόθεση ότι ο απόστολος Παύλος ήταν στην πραγματικότητα… ο ίδιος ο Ιησούς μεταμφιεσμένος, ο οποίος δήθεν δολοφόνησε τον αληθινό Σαούλ και πήρε τη θέση του! Δηλαδή ότι ο Ιησούς διακινδύνευε τη ζωή του επί δεκαετίες (και αποκεφαλίστηκε κιόλας στο τέλος) κηρύσσοντας τον… προηγούμενο εαυτό του ως αναστάντα εκ των νεκρών, χωρίς όμως να τον παρουσιάζει ποτέ μπροστά στους ανθρώπους ως απόδειξη της ανάστασης, και μάλιστα αγωνιζόταν να πείσει πλήθος φανατικών οπαδών του (που αγνοούσαν ότι είναι αυτός), καθώς και τους ίδιους τους αυθεντικούς μαθητές του, για την ορθότητα των ιεραποστολικών πρακτικών του, αντί να αποκαλυφθεί ζωντανός ενώπιον πάντων, να ηγηθεί των οπαδών του ξεκάθαρα και να κάνει τη δουλειά του όπως ήθελε!

Ακόμη και η επιθυμία για εντυπωσιασμό και δημοσιότητα καλό είναι να έχει όρια. Το κακό είναι ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι, που μπορούμε να το διαμορφώσουμε όπως θέλουμε, αλλά με το διακύβευμα της βασιλείας των ουρανών. Μιας βασιλείας, στην οποία όλοι είμαστε προσκεκλημένοι ως κληρονόμοι, αλλά πολλοί εμποδίζονται από τις ίδιες τις προκαταλήψεις τους στην αποδοχή της.

Δημιουργία αρχείου: 7-10-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 10-10-2020.

ΕΠΑΝΩ