Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ιεραποστολή και Πεντηκοστιανοί

1ο μέρος: Μεταστροφή όπως λέμε Τεσσουβά;

2ο Μέρος

Όταν το καλώς ήλθες σπίτι… σημαίνει σήκωσε άγκυρα!

Ο πρώην Πεντηκοστιανός αρθρογράφος, συνεχίζει την αφήγηση για τη μεταστροφή του στην αληθινή πίστη. Είναι εμπειρίες που πρέπει να βάλουν σε σκέψεις όσους είχαν την τύχη να γεννηθούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου.

Τα λόγια του πατρός Δημητρίου:

«Καλωσορίσατε Σπίτι σας»,

μετά από το Χρίσμα που λάβαμε την 6η Φεβρουαρίου,

μας έφεραν στα μάτια δάκρυα χαράς και ανακούφισης.[1]

(Από το ταξίδι ενός Λουθηρανού πάστορα στην Ορθοδοξία)

 

Μπορεί να περάσει αρκετός καιρός σιωπής για να καταγράψει ένας άνθρωπος κάποιες εμπειρίες και περιπέτειες της ζωής του. Κάτι δηλαδή που μπορεί να μην συμβεί και ποτέ. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Εκκλησιαστής γράφει: «Για όλα πάνω στη γη υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος και ο συγκεκριμένος καιρός: Καιρός που σιωπά – κανείς – και καιρός που μιλάει»[2] Έγκειται στον καθέναν όμως να συνειδητοποιήσει πότε είναι αυτός ο καιρός του να μιλήσει και να καταγράψει. Η καρδιά χωλαίνει, όταν ο μεταστραφείς (μετανοημένος) βρίσκεται βουτηγμένος στην αβεβαιότητα των κινήτρων του` δηλαδή αν πρόκειται για καρπό μετανοίας ή για «…ρίζα πικρίας, που θα φυτρώσει και θα προξενήσει ενοχλήσεις, κι έτσι θα μολυνθούν πολλοί απ’ αυτήν.» [3]

Συγκεκριμένα, όταν πρόκειται για κάτι που έχει σχέση με την Εκκλησιαστική εμπειρία ως προσωπικό εναρκτήριο γεγονός και άθλημα, δεν χωράνε οι εμπαθείς λογισμοί. Ενδέχεται μάλιστα ο άνθρωπος που γράφει ή μιλάει για την προσωπική του μεταστροφή και μετάνοια να παρουσιασθεί τελικά γυμνός και να κριθεί ακατάλληλος. [4] 

Πόσο σίγουρος μπορεί να είναι κανείς ότι την μεταστροφή του πράγματι την βιώνει ως μετάνοια και ότι δεν πρόκειται για κατορθώματα που θα ειπωθούν με έμφαση σχεδόν καυχήσεως πριν, μέσα ή και μετά από την μεταστροφή; Επίσης πόσο σίγουρο μπορεί να είναι ότι η ρίζα πικρίας που ελλοχεύει δεν παρουσιάζεται ως έχει - ως πίκρα δηλαδή - αλλά ως υποτιθέμενη μετάνοια και μεταστροφή; «Πολλοί πιστοί θα ορκίζονταν ότι έχουν συγχωρήσει πλήρως τα πρόσωπα που τους πλήγωσαν ή τους έβλαψαν, αλλά η συγχώρηση τους αποδεικνύεται μάλλον εύθραυστη κάτω από προβληματικές συνθήκες, ή απλά με την πάροδο του χρόνου.» [5]

Πολλές φορές η συγχώρεση του ενός, δεν βιώνεται ως έλεος για τους άλλους και μπορεί η συγχώρεση όχι μόνο να μην βιώνεται ως μετάνοια αλλά να πλησιάζει την καρδιά εκείνου του κακού δούλου που ο βασιλιάς του συγχώρησε και του χάρισε το χρέος που χρωστούσε, ενώ αργότερα ο ίδιος «μετανοημένος» δούλος δεν λυπήθηκε έναν άλλον οφειλέτη που του χρωστούσε και τον έπιασε για να τον πνίξει επειδή δεν του ξεχρέωνε την οφειλή. [6]

Ποιος μπορεί όμως τελικά να εξακριβώσει αν η μεταστροφή ενός ανθρώπου στην Εκκλησία (και όχι κάπου αλλού) είναι όντως πρόθεση μετάνοιας και επιστροφής και όχι το αποτέλεσμα της αφορμής του πόνου και της θλίψης που του προξένησαν άλλοι άνθρωποι και θεσμοί; Ή μήπως ακόμα και αυτός ο σκοπός της μεταστροφής προσανατολίζεται στην εκδίκηση και τον ρεβανσισμό; Μόνο η ομόφωνη μαρτυρία του Εκκλησιαστικού σώματος με την συνεργία της Αγίας Τριάδας μπορεί να επιβεβαιώσει κάτι το νοσηρό.

Η περίπτωση λοιπόν του κακού δούλου έχει και συνέχεια…: «Όταν το είδαν αυτό οι σύνδουλοί του, λυπήθηκαν πάρα πολύ, και πήγαν και διηγήθηκαν στον κύριό τους όλα όσα έγιναν. Τότε ο κύριος τον κάλεσε και του λέει: ¨κακέ δούλε, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος, επειδή με παρακάλεσες` δεν έπρεπε και εσύ να σπλαχνιστείς το σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σπλαχνίστηκα εσένα; ¨Και οργισμένος τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όσα του χρωστούσε. Έτσι θα κάνει και σ’ εσάς ο ουράνιος Πατέρας μου, αν ο καθένας σας δε συγχωρεί τα παραπτώματά του αδερφού του μ' όλη του την καρδιά». [7]

Στην Εκκλησία του Χριστού η μεταστροφή και η μετάνοια δεν λειτουργούν με «αναγεννητικούς» αυτοματισμούς. Αντίθετα οι πιστοί στους ποικίλους χαρισματικούς χώρους ζούνε με την ερωτική φαντασίωση ότι ένα και μόνο φιλί από τον Νυμφίο Χριστό ισοδυναμεί με μια ολοκληρωμένη -εντός του νυμφώνα- πνευματική σχέση μαζί Του. Η μεταστροφή για την εμπειρία της Εκκλησίας είναι μια ολόκληρη διαδικασία με προϋποθέσεις, όπου γίνεται δεκτή ως έλεος και συγχώρηση προς τον άλλον. Αυτό αναγνωρίζεται από το Άγιο Πνεύμα και λειτουργεί χαρισματικά δια των μυστηρίων μέσα -και σύσσωμα- από το Εκκλησιαστικό Σώμα του ζώντος Χριστού. Σε ανάλογη μεταστροφή δεν χωράνε ατομικές εσωτερικές βεβαιότητες και συναισθηματισμοί του στυλ «νοιώθω μέσα μου ότι μου τα συγχώρησε όλα ο Ιησούς». «Πολλοί άνθρωποι, θρησκευόμενοι και μη, πείθουν τους εαυτούς τους ότι έχουν συγχωρήσει, ενώ στην πραγματικότητα έχουν απλώς λησμονήσει ή δεν μισούν.» [8]

Ο Χριστός της Εκκλησίας και τα συγχωράει όλα και επιδιώκει μέσα από την ασκητική της Εκκλησίας να μεταμορφωθεί ο άνθρωπος. Ζητάει όμως επίσης και έργα που να ταιριάζουν σε όποιον πραγματικά μετανοεί». [9]

Για να υπάρξει μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στο Εκκλησιαστικό Σώμα και τον μεταστραφέντα χρειάζεται ο απαραίτητος χρόνος. Δεν μπορεί να εμπιστευτεί κάποιον η Εκκλησία που συνεχώς ταλαντεύεται σε κάθε άνεμο διδασκαλίας ή περιφέρεται σε συντροφιές κατηγορώντας διαρκώς τους προηγούμενους χριστιανικούς ομολογιακούς χώρους που πέρασε, ενώ ο ίδιος ακόμα δεν έχει αποφασίσει να επαν-ενταχθεί κανονικά και ουσιαστικά πλέον στο Σώμα του Ζώντος Χριστού, στην ιστορική Εκκλησία του.

Ούτε αυτό το σκεύος εκλογής του Χριστού ο Απόστολος των Εθνών Παύλος δεν γλύτωσε από αυτήν την διαδικασία δοκιμασίας της πίστης. Ο ρεαλισμός του Ευαγγελίου βρίσκεται μάλιστα σε αυτό ακριβώς το σημείο αναγνώρισης της μεταστροφής από το Εκκλησιαστικό Σώμα.

Από την μια ο Παύλος (ο τότε ακόμα Σαύλος) «πήγε στον αρχιερέα και του ζήτησε συστατικές επιστολές για τις συναγωγές στη Δαμασκό» [10] ένα γεγονός που δήλωνε το σημείο αναγνώρισης και εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του από τους εν τω Ιουδαϊσμό αδελφούς του` και από την άλλη μεριά, στην πρώιμη μεταστροφή του στον Χριστό και την Εκκλησία, οι νέοι χριστιανοί αδελφοί του στην Ιερουσαλήμ έδειχναν ότι ακόμα «τον φοβούνταν και δεν πίστευαν ότι είναι μαθητής», [11] ακόμα και αφού είχε προηγηθεί το βάπτισμά του στον Χριστό. [12] Μόνο με δυο σημαντικά γεγονότα έγινε αποδεκτός ο Παύλος στην Εκκλησία. Ο Λουκάς μας διηγείται: «ο Βαρνάβας τον πήρε και τον πήγε στους αποστόλους και τους διηγήθηκε πως είδε στο δρόμο τον Κύριο, πώς ο Κύριος του μίλησε, και πως κήρυττε στη Δαμασκό με τόλμη τον Ιησού. Έτσι ο Σαύλος συναναστρεφόταν μαζί τους στα Ιεροσόλυμα και κήρυττε με θάρρος τον Κύριο Ιησού. Ιδίως μιλούσε και συζητούσε με τους ελληνόφωνους Εβραίους. Αυτοί όμως ήθελαν να τον σκοτώσουν. ¨όταν το έμαθαν οι αδελφοί, τον οδήγησαν στην Καισάρεια κι από εκεί τον έστειλαν στην Ταρσό.» [13] Ο Παύλος λοιπόν έγινε αποδεκτός στην τοπική Εκκλησία των Ιεροσολύμων όταν α) μετά το χριστιανικό του βάπτισμα χρειάστηκε να τον παρουσιάσει στην υπόλοιπη Εκκλησιαστική Ιεραρχία (των Αποστόλων) ο Βαρνάβας και β) όταν η Εκκλησιαστική κοινότητα αντιλήφθηκε ότι είχε αποφασίσει να πεθάνει πλέον για τον Χριστό.

 Αν δεν πορευθώ σε αυτό το ευθύ μονοπάτι της Εκκλησίας που άλλοι πριν από εμένα περπάτησαν (με όλα τους τα πάθη, καμία αντίρρηση), αλλά δημιουργήσω νέες δικές μου λεωφόρους (μιας εφάπαξ εξασφαλισμένης σωτηρίας) μπορεί όχι απλά να τρακάρω, αλλά να προξενήσω τέτοια καραμπόλα που ενδέχεται να χάσουν και άλλοι άνθρωποι την ζωή τους εξαιτίας της αφεντιάς μου.

Η διαστρέβλωση της Οδού του Χριστού της Εκκλησίας (της Οδού της Εκκλησίας του Χριστού) βρίσκεται μέσα σε οτιδήποτε το μη ορθό. Στην αίρεσή «μου» μπορώ να βιώνω τα πάντα ως αληθινά! Καμιά αλλογενής κριτική δεν τολμάει να εισβάλει ή να αμφισβήτηση την εμπειρία μου. Ακόμα και η Αγία Τριάδα υπόκειται στην αλήθεια της δικής «μου» εμπειρίας και όχι αντίστροφα. Η Εκκλησία μπορεί να έχει έναρξη μόνο από τότε που εγώ ένοιωσα τα πρώτα σκιρτήματα στην καρδιά μου από τον Χριστό «μου», όχι νωρίτερα, και μπορεί να έχει τέλος μόνο με την δική μου εσχατολογική ερμηνεία… αλλιώς ουδέποτε θα έχει τέλος!

 Η Εκκλησία μπορεί να υπάρχει μόνο επειδή εγώ κρατάω παραμάσχαλα το Ευαγγέλιο «μου» και είμαι βεβαιωμένος για την σωτηρία «μου». Το αν πάλεψε μέσα στην ιστορία η Εκκλησία για αυτό που κρατάω ληστρικά στα χέρια μου και για το αν βίωσε την σωτηρία ως μετοχή μαρτυρίου όλων των μελών της στο σταυρό και στην Ανάσταση του Χριστού, είναι ασφαλώς δευτερεύοντα μπροστά «στον τρέχοντα ευαγγελικό σεχταρισμό ο οποίος κρατά μια επιλεκτική λίστα ηθικών αρχών από το Ευαγγέλιο, προσθέτει και το δικό του διαστρεβλωμένο δόγμα για τη σωτηρία που αφορά την αναγέννηση, χρωματίζοντας το με μίσος για την Εκκλησία και τώρα ανακηρύσσοντας αυτό το περίεργο μίγμα την αυθεντική ιδέα του ευαγγελικού κηρύγματος του Χριστού». [14]

Να καταγράψει λοιπόν κάποιος την μαρτυρία του ή να σιωπήσει; Το να γράφει κάποιος αδιάκοπα (δήθεν για το Χριστό) μπορεί να κρύβει κενοδοξία… και το να σιωπά όμως κάποιος (δήθεν για το Χριστό ) μπορεί να κρύβει εγωισμό! Ο Εκκλησιαστής γράφει μια προτροπή στον γιό του: «Μάθε γιέ μου, πως έχουν γραφτεί πολλά βιβλία` τέλος δεν έχουν. Μα η πολλή σκέψη εξουθενώνει… το συμπέρασμα όλων αυτών των λόγων –είναι – να σέβεσαι το Θεό και να τηρείς τις εντολές του` αυτό είναι το παν για τον άνθρωπο. Γιατί ο Θεός θα κρίνει όλες τις πράξεις μας, είτε αγαθές είναι είτε κακές, ακόμα και τις πιο απόκρυφες. [15]

Κάποιοι καλοπροαίρετα ίσως να αναρωτηθούν: και που βρίσκεται η διαφορά του να κάνεις δημόσια την ομολογία σου (εξομολόγηση) για το πώς σε έσωσε ο Χριστός σε σχέση με το να γράφεις για την μεταστροφή σου στην ιστορική Εκκλησία; Η προϋπόθεση μιας αληθινής μαρτυρίας είναι ότι τους ανθρώπους και τον εαυτό μου μπορώ να τους κοροϊδέψω…από χέρια Θεού Ζώντος όμως δεν μπορώ να ξεφύγω! Αν δεν λειτουργούν ορθά για τον μεταστραφέντα ορισμένες προϋποθέσεις για την επαναφορά, επανένταξή του στην μια Εκκλησία και σε ολόκληρο τον Χριστό, ίσως να μην υπάρχει καμιά διαφορά αλλά απλά να πρόκειται για αλλαγή στρατοπέδου. Για την Εκκλησία όμως τα πράγματα δεν ήταν δεν είναι και δεν θα πρέπει να είναι έτσι, «η Ορθοδοξία πρέπει να δώσει το παράδειγμα σ ’αυτό το σημείο, γιατί αυτή είναι η πραγματική Παράδοση. Δεν είναι δικτατορική πολιτεία η ορθόδοξη Εκκλησία, ούτε στρατιωτική πειθαρχία. Είναι πνευματική οντότητα όπου τα χαρίσματα των ανθρώπων αναπτύσσονται ελεύθερα και καθαγιάζονται.» [16]

Η Εκκλησία άλλοτε μπορεί να μοιάζει με καράβι που ταξιδεύει σε ανοιχτά πελάγη αλιεύοντας, ή με νοσοκομείο ασθενών που οι γιατροί του τρέχουν αδιάκοπα να θεραπεύσουν τις διάφορες νόσους και ασθένειες που εμφανίζονται και που σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να τους κρατάνε ετσιθελικά αρρώστους εντός του θεραπευτηρίου, και άλλοτε πάλι μπορεί να μοιάζει με στάδιο αθλήσεως ή με ανάβαση στο όρος του Κυρίου ή με ταξίδι στην έρημο και πορεία για την γη της επαγγελίας κλπ Με αυτό που δεν μοιάζει ή δεν θα πρέπει να μοιάζει η Εκκλησία του Χριστού είναι με στρατόπεδο συγκέντρωσης, με αγώνες αμερικάνικου ράκμπυ ή με βοσκές όπου τα ερίφια κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους εις βάρος των αμνών.

Επίσης μπορεί να γράφω για την μεταστροφή δαιμονοποιώντας το παρελθόν μου σαν να μην ήμουν εγώ μέσα σε αυτό αλλά κάποιος άλλος και μάλιστα με τέτοια δόση υπερβολής για τον πρότερο αμαρτωλό βίο μου που να αγγίζει τα όρια της καύχησης αντί μετανοίας σαν να επρόκειτο για κατορθώματα και όχι για την τσακισμένη εικόνα του Θεού. Ανάλογα με το πόσο τρομαχτική, φριχτή, περιπετειώδη και αμαρτωλή μπορεί να είναι μια δημόσια εξομολόγηση έχει και τους ανάλογους οπαδούς ακροατές της` κυρίως εκστασιάζονται οι "χριστιανές αδελφές" (είτε πρόκειται για «ομολογίες» ανδρών είτε γυναικών) από όσα ακούνε εξ άμβωνος περιφερόμενες από την μια πεντηκοστιανή συνάθροιση στην άλλη, ακριβώς επειδή «…για τίποτα άλλο δεν έχουν καιρό, παρά για να λένε ή ν’ ακούνε κάτι καινούργιο.» [17]

Αυτές οι "χριστιανές" γυναίκες ενώ ασκούν αυστηρή κριτική για τις «κοσμικές» γυναίκες που παρακολουθούν θέατρο, κινηματογράφο ή που διαβάζουν αστυνομικά και αισθηματικά μυθιστορήματα, δεν δείχνουν όμως με τίποτα να μέμφονται εαυτούς, γιατί στα δικά τους σενάρια υπάρχει ένα αδιαπραγμάτευτο άλλοθι ` το άλλοθι της εξασφαλισμένης σωτηρίας τους. Το φάντασμα ενός νέου εσχατολογικού ημι-απόλυτου προορισμού κάνει δυναμικά την εμφάνισή του τελευταία, αναγκάζοντας τον Καλβινιστικό απόλυτο προορισμό να ερυθριάσει. Έλα ντε όμως που το κρέας (η ουσία) εξαφανίζεται κάτω από τους τόνους κέτσαπ (μύθους) που το έχουνε φορτώσει για να το νοστιμίσουν. Ο Χριστός τελικά χάνεται κάπου πίσω από τα συγκινητικά λόγια του ομιλητή τα όμορφα μάτια του ή το καινούργιο κουστούμι του καθωσπρεπισμού μιας επιφανειακά «μεταμορφωμένης εν Χριστώ» ζωής που του φορέθηκε… Κατόπιν τέτοιων συναρπαστικών δημόσιων εξομολογήσεων ζεις και με έναν διαρκή φόβο: ότι όσα θα «ομολογήσεις» δημόσια, μπορεί πολύ εύκολα σε κάποια στιγμή συγκρουσιακής διαφωνίας με τους εκάστοτε πάστορες της τάδε χριστιανικής ομολογιακής κοινότητας να χρησιμοποιηθούν εναντίον σου` αν υπάρχει και οικογένεια τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν αν την στρέψουν εναντίον του διαφωνούντα.

Αν η εξομολογιτική μου μεταστροφή στον Χριστό της Εκκλησίας και στην Εκκλησία του Χριστού, περιέχει μερικά από τα παραπάνω τότε μάλλον κουβαλάω ακόμα μαζί μου τον εκάστοτε πεντηκοστιανισμό μου, και όχι απλά δεν έχω απαλλαχτεί από το φρόνημά του αλλά θέλω να το πολλαπλασιάσω και μέσα στους κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας. Τότε δεν πρόκειται για μεταστροφή στην μια Εκκλησία αλλά για ένα ακόμα χριστιανικό ομολογιακό ιδεολόγημα. Ας κόπτονται οι διάφορες ενθουσιαστικές χριστιανικές ομολογίες ότι η δημόσια «εξομολόγηση» στο Χριστό ήταν μια Αποστολική πρακτική. Η Αποστολική πρακτική μιας δημόσιας εξομολόγησης ήταν το έκτακτο αποτέλεσμα της μετανοίας (ή ακόμα και φόβου) ανθρώπων, και όχι μια διαφημιστική ομολογιακή ρουτίνα ή αυτοσκοπός της χριστιανικής κοινότητας. [18]

Στις «συνομιλίες του με τον Wittgenstein» ο M.OC. DRURY αφηγείται: «Καθώς επιστρέφαμε από τον περίπατο προσπεράσαμε έναν υπαίθριο ιεροκήρυκα που διαλαλούσε με μια δυνατή τραχιά φωνή όλα όσα είχε κάνει για αυτόν ο Ιησούς Χριστός. Ο Βιττγκενσταϊν κούνησε θλιμμένα το κεφάλι (και είπε): αν πράγματι πίστευε σ' αυτά που κραύγαζε δεν θα μιλούσε μ' αυτόν τον τόνο φωνής.» [19]

Η Εκκλησία πολύ σοφά δεν εγκλωβίστηκε σε δημόσιου τύπου εξομολογήσεις γιατί ψηλιάστηκε από νωρίς (με την χάρη του Αγίου Πνεύματος) ότι αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο (κάτι που έγινε στην ιστορία άλλωστε) από τις εκάστοτε γκετοποιημένες χριστιανικές ομάδες με φασιστική νοοτροπία.

Μετά τις προτροπές καλών φίλων δεν θα μπορούσα να μην καταγράψω και την δική μου μαρτυρία επιστροφής, την καρδιακή μου ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία μου στην Εκκλησία, σε αυτόν τον Οίκο του Πατρός το μυστηριακό και ιστορικό εσχατολογικό Σώμα του Ζώντος Χριστού, που αποτελείται και οικοδομείται από τα μέλη που είναι οι ζωντανοί λίθοι…δηλαδή η Σάρκα από τη Σάρκα του!

Σε αυτήν την συγκεκριμένη ιστορική σάρκα εκφράζω αυτό το μνημόσυνο ευχαριστίας, ακριβώς για να μοιραστώ μαζί του μνήμες αληθινές ενάντια σε κάθε λησμονιά, με προοπτική να είναι ζωντανές και παρούσες μέχρι τα έσχατα, εκεί που το Εκκλησιαστικό πανηγύρι για τους άλλους και για μένα (αν μας αξιώσει) θα συνεχιστεί και δεν θα έχει τέλος.

Δεν είμαστε ορθόδοξοι επειδή γεννηθήκαμε σε μια χώρα που δέχτηκε το Ευαγγέλιο του Χριστού[20] και σεβάστηκε την ορθή πίστη δια μέσου των αιώνων. Γινόμαστε και γεννιόμαστε ορθόδοξοι με κόπους μέσα στην Εκκλησιαστική μήτρα. Διαφορετικά θα μιλάγαμε για μια ακόμα Εθνική Θρησκεία και όχι για κάλεσμα μετανοίας στο Ευαγγέλιο της σωτηρίας και στην ορθή πίστη. Το αν «γεννηθήκαμε» ορθόδοξοι που θεωρείται σχεδόν αυτονόητο, ίσως να μην πρόκειται απαραίτητα για προνόμιο αλλά μάλλον για βάρος. Για πολλούς το προνόμιο ή το βάρος ότι «γεννηθήκαμε» ορθόδοξοι κάποια στιγμή της ζωής θέλησε να δοκιμαστεί εντονότατα. Μέσα από έναν νεανικό επαναστατικό ρομαντισμό ταξίδεψε σε «άλλους» διαφορετικούς δρόμους αναζήτησης του Χριστιανισμού. Το παράδοξο σε μια τέτοια περιπέτεια δεν είναι οι «άλλοι δρόμοι» του Χριστιανισμού, αλλά ότι μέσα από αυτούς τους «άλλους δρόμους» δημιουργήθηκαν οι αρχικές προϋποθέσεις μα και τόσες πολλές συγκυρίες που σχεδόν έσπρωχναν προς την ορθή πίστη και θα έπρεπε να είναι κανένας ανόητος για να μην τις λάβει υπόψη του.

Αρχικά βέβαια η νεανική ανωριμότητα δεν μου επέτρεπε να αντιληφθώ αυτό που τόσο εξόφθαλμα παρουσιαζόταν μπροστά μου … σχεδόν ολόκληρη η κτίση «μου φώναζε» για την ιστορική σάρκα του Χριστού, ακόμα και άθεοι ή αντί-εξουσιαστές είχανε μπει ακούσια σε ένα αόρατο παιχνίδι επιστροφής μου στην ορθή πίστη.

Είναι ο έντονος ζηλωτικός ενθουσιασμός «των άλλων δρόμων» του Χριστιανισμού που δεν μπορεί να δει τα πράγματα ρεαλιστικά για αρκετό διάστημα, οπότε οποιοδήποτε ψάξιμο για την Εκκλησία μπορεί να καθυστερήσει` για κάποιους η καθυστέρηση αυτή ίσως να αποβεί μοιραία θανάσιμη, αν υπάρχει και η ενίσχυση του φόβου της κολάσεως (π.χ. απειλές για χάσιμο της σωτηρίας κλπ όταν κάποιος αποφασίσει να εγκαταλείψει συγκεκριμένες ομάδες).

Στις αρχές του 90΄ υπήρξε η ένταξη μου σε μια πεντηκοστιανή χριστιανική ομολογία μετά από εισηγήσεις αγαπητών συγγενικών προσώπων (όπου υπήρχε εμπιστοσύνη) να γίνουν γνώριμοι αυτοί οι «άλλοι δρόμοι του Χριστιανισμού». Γύρω στο δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας μου έγινε η είσοδός μου με αναβαπτισμό` ακολούθησε ο «χαρισματικός» ενθουσιασμός και η νεανική αντί-θρησκευτικότητα, που ενεργούσαν παράλληλα` καρπός και των δυο; Ένα πιετιστικό σπρώξιμο για επαναευαγγελισμό των μη σεσωσμένων ορθοδόξων και άθεων, για να επιβεβαιώσουμε του λόγου το αληθές «Πρώτα θα κηρυχθεί σ’ όλη την οικουμένη αυτό το ευαγγέλιο για τη βασιλεία του Θεού, για να το ακούσουν όλα τα έθνη, και ύστερα θα έρθει το τέλος». [21] Από ποιους όμως έπρεπε να κηρυχθεί το Ευαγγέλιο της βασιλείας; Σε ποιών τα χέρια παραδόθηκε και εμπιστεύτηκε το κήρυγμα του Ευαγγελίου ο Κύριος; Υπάρχει ένα ερώτημα που απευθύνει ο Ευγένιος (κατόπιν π. Σεραφείμ Ρόουζ) στον Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς: «Το Ευαγγέλιο του Χριστού έχει κηρυχθεί σχεδόν σε όλους τους λαούς στον κόσμο αυτό. Μήπως αυτό σημαίνει ότι έχει φτάσει το τέλος του κόσμου, όπως λένε οι Γραφές;»

«Όχι», απάντησε ο αρχιεπίσκοπος. «Το Ευαγγέλιο του Χριστού πρέπει να κηρυχθεί σε όλες τις γλώσσες ανά τον κόσμο με Ορθόδοξο πνεύμα. Τότε μόνο θα έρθει το τέλος του κόσμου…Τούτο σημαίνει, να κηρυχθεί όχι ένα οποιοδήποτε Ευαγγέλιο, όχι ένα οποιοδήποτε είδος χριστιανισμού αλλά η ορθοδοξία» [22]

Μέσα από τους απανωτούς διαλόγους που επιθυμούσα να έχω με τους «μη σεσωσμένους» ήταν και ένας από αυτούς που είχα αρχικά με έναν τριαντάχρονο «άθεο» αντιεξουσιαστή, πτυχιούχο της φιλοσοφικής σχολής, τον Α. Μέσα από την πορεία της κουβέντας μας, με έναν ευαγγελιστικό καταιγισμό και με αντιθρησκευτικό μένος δεν άργησα να εισπράξω το εξής ερώτημα: είσαι σίγουρος ότι αυτό που αποκαλείς θρησκεία έχει κάνει τόση ζημιά όση ισχυρίζεσαι ότι έκανε σε σένα και σε άλλους; Έκατσες να διαβάσεις ποτέ σου Πατέρες της Εκκλησίας; Υπάρχει ένας τεράστιος πλούτος για μελέτη και εξερεύνηση… Με έπιασε αδιάβαστο. Ούτε για την θρησκεία που εναντιωνόμουνα ήξερα την ιστορία της, ούτε ήμουν σίγουρος αν είχε κάνει σε μένα ή σε άλλους ζημιά και ούτε είχα διαβάσει φυσικά Πατέρες της Εκκλησίας. Ο «άθεος» αντιεξουσιαστής φίλος Α με έβαλε σε σοβαρές σκέψεις. Στις συναντήσεις που ακολούθησαν με προέτρεψε να την ψάξω ξανά (λες και το είχα κάνει ποτέ) με την «θρησκεία» των παιδικών μου χρόνων. Τότε ήταν που υπήρξε μια πρώιμη δίψα καθώς άρχισα να τον ρωτώ για τους Πατέρες της Εκκλησίας και με ποιους να ξεκίναγα τα διαβάσματά μου. Μου πρότεινε να διαβάσω τα έργα δυο Πατέρων, του Αγ. Μάξιμου του Ομολογητή και του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης. Καθώς διάβαζα τον Αγ. Μάξιμο εντυπωσιάστηκα από την τριαδολογία που παρουσίαζε, δεν είχα ξαναδιαβάσει ή ακούσει ποτέ κάτι τόσο πλήρες. Συνήθως τα κηρύγματα στις πεντηκοστιανές συναθροίσεις κινούνται ανάμεσα στον Χριστομονισμό και τον Πνευματομονισμό, ενώ δεν ακούγεται σχεδόν ποτέ μια πλήρης τριαδολογία. Ο άθεος αντιεξουσιαστής φίλος Α, μου είχε δώσει το έναυσμα αναζήτησης. Φαίνεται ότι αυτός σε σχέση με τον δικό μου φονταμενταλισμό κωπηλατούσε σε πιο ελεύθερα ποτάμια για αυτό ήτανε και σε θέση να μου προτάξει το ορθό χωρίς να φοβάται ότι θα προδώσει κάποια ομάδα… θυμήθηκα τα λόγια ενός γνωστού στον χώρο του Α. θεωρητικού αναρχικού, του Μιχαήλ Μπακούνιν όταν στα νεανικά του χρόνια σ' ένα βιβλίο του ανάμεσα στα άλλα έγραφε: «Ακόμα και στις ποιο λυσσαλέες μάχες μας, πρέπει να θυμόμαστε την αγάπη του Ιησού Χριστού» [23] Για σκεφτείτε ακόμα και ένας Μιχαήλ Μπακούνιν ζήταγε το έλεος για τους «εχθρούς» του και όχι την ισοπέδωσή τους.

Η συνέχεια της Πατερικής ανάγνωσης δεν είχε την πορεία που της άξιζε. Μοιράστηκα τον ενθουσιασμό μου για τους Πατέρες μαζί με άλλους χριστιανούς της πεντηκοστιανής ομολογίας και τα αναγνώσματά μου γύρω από τον Αγ. Μάξιμο τον Ομολογητή. Τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια. Κάποιοι αδελφοί μαζί με την σύζυγο ενός πάστορα μου επιτέθηκαν για να με αποτρέψουν να διαβάζω αιρετικά βιβλία(!), αλλά να υπακούω στα κηρύγματα των «γνήσιων εργατών» του Ευαγγελίου της συγκεκριμένης χριστιανικής ομολογιακής κοινότητας, που ο λόγος τους είναι «καθαρός και κρυστάλλινος». Για φανταστείτε ο Αγ. Μάξιμος Ομολογητής αιρετικός για τους αιρετικούς, για δεύτερη φορά στην ιστορία! Το θέμα είχε πάρει διαστάσεις όμως και δεν άργησαν να με πλαγιάσουν για να συνέλθω. Δεν ήταν ώριμη η ηλικία μου και τελικά συνήλθα για τον φόβο των Ιουδαίων, «άχρι καιρού». Η πρώτη πρόσκληση στην ορθή πίστη όμως ήδη εργαζότανε μέσα μου.

Πότε-πότε φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας την ηλικιωμένη γιαγιά μου, μια ταλαιπωρημένη γυναίκα που είχε κάνει 9 παιδιά. Στην φιλοξενία δεν έλειπε φυσικά από το μενού και ο «επανευαγγελιμός» των χαμένων προβάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ώστε να γνωρίσουν Αυτόν που δεν ξέρουν… τον Χριστό ως προσωπικό τους Σωτήρα. Η ηλικιωμένη γιαγιά είχε αρχίσει να δείχνει τα πρώτα σημάδια από την νόσο altsheimer… έτσι οι ουτοπικές φαντασιώσεις περί ευαγγελισμού πήγανε περίπατο.

Κάποιο βράδυ ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου μου (εκεί της είχαμε παραχωρήσει κρεβάτι) την βρήκα σε στάση προσευχής, να κάνει μετάνοιες να σταυροκοπείται και να ψελλίζει λόγια. Δεν ήθελα να την διακόψω, έκλεισα αμέσως την πόρτα. Μετά από μισή ώρα ξαναπήγα στο δωμάτιο και την βρήκα στην ίδια ακριβώς στάση προσευχής με τις μετάνοιες, το σταυροκόπημα και να ψελλίζει…δεν την διέκοψα. Αυτό επαναλήφθηκε ακόμη μια φορά όταν την ξαναβρήκα σε προσευχή. Τότε έβαλα λαθραία το αφτί μου για να ακούσω τι λόγια ήταν αυτά που ψέλλιζε τόση ώρα. Έμεινα έκπληκτος, η άρρωστη γιαγιά δόξαζε διαρκώς τον Χριστό μνημονεύοντας αδιάκοπα ονόματα και δεν με είχε πάρει χαμπάρι. Μέχρι εκείνη την στιγμή ζούσα με την πλανεμένη διδαχή ότι μόνο εμείς «κατέχουμε» τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος με τις αυτόνομες μακροσκελείς προσευχές μας, νομίζοντας ότι με τις κραυγές μας (σαν τους τετρακόσιους προφήτες του Βάαλ) θα εισακουγόμασταν ποιο καθαρά μπροστά στον θρόνο του Θεού. Χειρότεροι όμως και από τον βασιλιά Αχαάβ δεν αφήναμε καν τον αληθινό προφήτη του Κυρίου Ηλία να μας εμπαίξει λέγοντας μας: «Φωνάξτε πιο δυνατά», «Θεός είν’ αυτός! Μπορεί να είναι βυθισμένος σε σκέψεις` μπορεί να είναι κάπου απασχολημένος ή να ταξιδεύει. Ίσως κοιμάται και πρέπει να ξυπνήσει!» αλλά πεισματικά φωνάζαμε πιο δυνατά…[24]

 Ο Στάρετς Σαμψών λέει «…οι μακρές προσευχές δεν είναι ορθόδοξες. Οι ετερόδοξες ομολογίες προσεύχονται με προσευχές μακροσκελείς και διανοητικές` χωρίς την συμμετοχή της καρδιάς. Επί τρία χρόνια ήμουν υποχρεωμένος να πηγαίνω σε λατρευτικές εκδηλώσεις προτεσταντικές και λουθηρανικές, που γίνονταν σε γαλλική και γερμανική γλώσσα. Προσεύχονται λέγοντας κάθε φορά ό,τι τους έρθει! Βιβλία δεν παρακολουθούν! Ό,τι του καπνίζει του καθενός, το κάνει προσευχή! Κάτι μακρόσυρτα πράγματα, που ανεβαίνουν σε κάτι τέτοια ύψη. Που μετά διερωτάσαι: και τώρα, πώς θα ξανακατεβεί; Μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχονται οι άνθρωποι με σύντομες προσευχές: με την προσευχή του Ιησού ολόκληρη, ή μόνο με δύο λέξεις της! Αυτό είναι να κάνεις τις φλέβες και τα κόκαλά σου να προσεύχονται!» [25]

Στους χαρισματικούς ομολογιακούς χώρους θα υποστήριζαν στανικώς μέχρι θανάτου ότι οι προσευχές τους είναι τουλάχιστον καρδιακές… και ο Χριστός ίσως να απαντούσε: «Πολύ σωστά προφήτεψε για σας τους υποκριτές ο Ησαϊας, που γράφει: Αυτός ο λαός με τα χείλη με τιμάει, η καρδιά τους όμως βρίσκεται πολύ μακριά μου.» [26]

 Η ηλικιωμένη γιαγιά γνώριζε το μυστικό της προσευχής, γιατί πώς αλλιώς να ερμηνεύσω την μνημόνευση τόσων ονομάτων στην προσευχή της (βάρος παρόμοιο με αυτό των αγίων της Εκκλησίας) που ανοίγει μια θύρα ελέους στους αποδέκτες των προσευχών της καλώντας τους ως μια άγνωστη μεταξύ αγνώστων σε αυτό το ορατό τραπέζι του Χριστού και της βασιλείας του;

Που έβρισκε η γιαγιά τέτοια όρεξη για την προσευχή στα τέλη της ζωής της χωρίς να έχει ή να περιμένει να «πληρωθεί» με ανάλογες «χαρισματικές» εμπειρίες ως «ανταπόδοση» στους «πνευματικούς» κόπους της; Θυμάμαι κάποτε μια νέα κοπέλα από την πεντηκοστιανή ομολογία, μου διηγήθηκε την περίπτωση μιας φίλης της ορθόδοξης από το σχολείο, όπου συζητούσαν μεταξύ τους για την προσευχή. Ρώτησε σε κάποια φάση η κοπέλα από την πεντηκοστιανή ομολογία την ορθόδοξη φίλης της: Σου μιλάει ο Χριστός ή το Άγιο Πνεύμα στην προσευχή σου, σου απαντάει στα ερωτήματα σου; Νοιώθεις την παρουσία του; Η ορθόδοξη κοπέλα απάντησε: Δεν με νοιάζει αν θα μου μιλήσει αν θα νοιώσω κάτι ή αν θα μου απαντήσει στην προσευχή μου… το μόνο που ξέρω και είμαι σίγουρη είναι ότι με ακούει και έχω χαρά γι΄ αυτό! Ήμασταν συγκλονισμένοι από την απάντηση γιατί μέχρι τότε ζούσαμε με την διδαχή ότι ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα είναι υποχρεωμένοι να μιλήσουν με αποκλειστικότητα στα ιδιωτικά ραντεβού των προσευχών μας, επειδή εμείς γονατίσαμε για μισή, μια ώρα ή δεν ξέρω εγώ πόση ώρα θα θέλαμε για να «κατεβάσουμε» τον ουρανό στην τσέπη μας.

Δυστυχώς υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που στην αναζήτησή τους ή κατά την μεταστροφή τους ή ακόμα και μετά από αυτήν συνεχίζουν να ψάχνουν για την χαρισματικότητα όχι πλέον μέσα από τις διάφορες πεντηκοστιανές ομολογίες που πέρασαν ή δεν πρόλαβαν να περάσουν, αλλά μέσα στην ορθοδοξία.

Θυμάμαι όταν ένας καλός φίλος προερχόμενος από πεντηκοστιανή ομολογία είχε αποφασίσει να προχωρήσει στην ορθή πίστη. Όταν επικοινώνησε μαζί μου το πρώτο πράγμα που με ρώτησε είναι αν γνωρίζω κάποιον χαρισματικό, προορατικό κλπ γέροντα…σκέφτηκα λίγο και του απάντησα, ναι γνωρίζω έναν! Με ενθουσιασμό με ρώτησε ποιος είναι για να πάει να τον βρει… του απάντησα ότι είναι ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης…κατάλαβε ότι μάλλον αστειευόμουνα. Τελικά του πρότειναν έναν έγγαμο ιερέα με γνώση και αγάπη για την θεολογία της Εκκλησίας και με εμπειρία της θεολογίας του πόνου. Μετά από λίγο καιρό επικοινώνησε και πάλι για να μου πει ότι αυτός ήταν ο κατάλληλος πνευματικός που χρειαζόταν για να τον στηρίξει στην δρόμο της ορθής πίστης, και όχι κάποιος άλλος γέροντας με πολλά χαρίσματα που αναζητούσε.

Για πολλούς άλλους όμως το κυνήγι της χαρισματικότητας δεν τελειώνει ποτέ, με αποτέλεσμα να ξανά διολισθαίνουν από την μια αίρεση στην άλλη μήπως και τελικά καταφέρουν να ξαναβρούν την χαμένη «χαρισματικότητα» κάπου στα βάθη της πολλά υποσχόμενης Αφρικανικής Ηπείρου ή στην πατρίδα που ευδοκίμησε το πεντηκοστιανό κίνημα την βόρεια Αμερική. «Να γιατί δεν νοιαζόμαστε στη Εκκλησία για έκτακτες και έντονες εμπειρίες. Να γιατί οι Πατέρες συνιστούν να δυσπιστούμε προς οποιαδήποτε εμπειρία κατά την προσευχή. Προτιμούμε τη σταθερή και αθόρυβη πνευματική εργασία βάθους η οποία είναι περισσότερο αξιόπιστη, έστω και αν δεν συνοδεύεται ποτέ από εμπειρίες. Προτιμούμε να έχουμε τις εμπειρίες στα έσχατα.» [27] Ένας ρομαντικός ζήλος για τον επανα-ευαγγελισμό των ορθοδόξων ή και άθεων (πρώην βαπτισμένων μελών της Εκκλησίας) συνεχιζόταν…και το ερώτημα που εξακολουθούσε να έχει προτεραιότητα ήταν: ποιος θα ευαγγέλιζε τον ευαγγελιστή;

Για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα είχα την ευθύνη για την έκδοση ενός αυτοδιαχειριζόμενου εντύπου. Στην αρχή τα κείμενα και οι ιδέες που παρουσίαζε ήταν ανάμεσα στην μουσική, την κοινωνία, την πολιτική, την αυτονομία κλπ. Αργότερα άλλαξε στάση και έγινε περισσότερο αυτόνομο-χριστιανικό.

Κατά περίεργο τρόπο μετά από αυτήν την αλλαγή ιδεολογικής τοποθέτησης του περιοδικού ήρθαν σε επικοινωνία άνθρωποι του αυτόνομου χώρου αλλά και πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί…κάτι που με παραξένεψε και με εντυπωσίασε. Με παραξένεψε γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που τους κίνησε το ενδιαφέρον για το περιοδικό και την θεματολογία του. Στις διάφορες συζητήσεις και συναντήσεις που είχα αργότερα οι απαντήσεις δόθηκαν.

Από την μια κάποιοι ανοικτότατα αντιεξουσιαστές, κουρασμένοι από τον επιθετικό ιδεολογικό λόγο τους αναζητούσαν ένα «αγνό» χριστιανικό-αντιεξουσιαστικό μήνυμα και το περιοδικό φαινόταν να προτάσσει κάτι ανάλογο…(παρόμοιες εκδοτικές πρωτοβουλίες παντρέματος χριστιανισμού και αναρχίας είχανε υπάρξει και στο παρελθόν, χωρίς μακροβιότητα όπως και η προαναφερόμενη).

Και από την άλλη κάμποσοι ειλικρινέστατοι ορθόδοξοι χριστιανοί με πλησίαζαν γιατί τα μηνύματα του περιοδικού έμοιαζαν με αυτά των Πατέρων της Εκκλησίας…κάτι που η αφεντιά μου ακόμα μέχρι τότε δεν είχε μια πλήρη εικόνα για την θεολογία τους.

Μέσα από αυτές τις συναντήσεις όμως κατάλαβα ότι υπάρχουν εξαιρετικοί άνθρωποι και στους δύο παραπάνω χώρους… και αυτή ήταν μια καλή αρχή για τον προσωπικό μου θεολογικό προσανατολισμό.

Δυο πρόσωπα που άφησαν ένα άρωμα ευωδίας ήταν: Ο πρώτος ένας ορθόδοξος άγαμος με ασκητική βιωτή που παραιτήθηκε από αξιωματικός του πολεμικού Ναυτικού για λόγους συνειδήσεως κατόπιν αφιέρωσε την ζωή του στον πονεμένο άνθρωπο καταλήγοντας σε αυτό που αγαπούσε περισσότερο: την προσευχή για όλο τον κόσμο.

Ο 2ος έγγαμος ορθόδοξος, γεμάτος αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο, με κριτήρια χαρακτήρα τέτοιας ακεραιότητας σαν αυτής που συναντά κανείς μόνο σε ανθρώπους που μπορούν να επηρεάσουν μέχρι και την ίδια την ροή της ιστορίας.

Συγκλονίστηκα! Ο χαρισματικός εγωκεντρισμός μου δεν μπορούσε να χωνέψει αυτό το άνοιγμα ανιδιοτελούς αγάπης. Με δέχτηκαν, με αγάπησαν γι’ αυτό που είμαι, ενώ επιφανειακά μπορεί να έδειχνα ότι εγώ προσευχόμουν γι’ αυτούς να γνωρίσουν την «αλήθεια»… η ζωή αυτών ήταν ολόκληρη μια προσευχή! Παρόμοια λιθάρια έχτιζαν και την δική μου μεταστροφή στην ορθή πίστη.

Ο πατέρας μιας πεντηκοστιανής φίλης ήταν παπάς. Θέλησα λοιπόν να τον γνωρίσω από κοντά και να τον «ευαγγελίσω»… (η κοπέλα ήταν από την Θεσπρωτία), στο ταξίδι μου αυτό δεν ήξερα αν πήγα για να δώσω ή να για να πάρω. Σίγουρα το δεύτερο έγινε.

Συναντήθηκα με τον παπά Β. έναν άνθρωπο του πόνου, καλόκαρδο, χαρούμενο έξυπνο φιλόξενο και φιλάνθρωπο. Λάτρευε την ορθόδοξη λειτουργία και ήταν ένας από τους λόγους που θέλησε να γίνει παπάς. Εκτός από παπάς ήταν και βοσκός (τι ευλογημένο πράγμα), μου σύστησε τα πρόβατά του που τα φώναζε με το όνομά τους και αυτά τον άκουγαν… με έβαλε να κάτσω στο κρεβάτι του (ένα εθιμοτυπικό καρδιακής φιλοξενίας) και μου σέρβιρε ό,τι πολυτιμότερο είχε για φαγητό…μιλούσαμε για διάφορα θέματα, δεν γνώριζε τις γραφές δεν ήξερε από θεολογία αλλά έκατσε να φάει στο ίδιο τραπέζι μαζί μου και με έβαλε να κοιμηθώ στο συζυγικό τους κρεβάτι γνωρίζοντας ότι είμαι πεντηκοστιανός όπως και η κόρη του.

Σε κάποια στιγμή και ενώ με άκουγε με σοβαρότητα να του μιλάω για τον «Χριστό μου», έσκασε και ένα αναπάντεχο ερώτημα: «Βρε, Γιώργο, πολύ ωραία μου τα λες για τον Χριστό, γιατί όμως δεν έρχεσαι και εσύ σε αυτήν την έρημη την ορθοδοξία για να τα πεις από εκεί; Όλοι θέλουν να πάρουν κάτι από αυτήν, κανείς όμως να δώσει!». Μου έσκισε την καρδιά στα δυο ο παπούλης, δεν ήξερα τι να απαντήσω και το μόνο που δεν ήθελα ήταν να τον στεναχωρήσω με μια επιπόλαια απάντησή μου.

Ένα ήταν βέβαιο ότι με καλούσε στην Εκκλησία ένας εκ των λειτουργών της και μέσα από το δικό του στόμα με φώναζε η Εκκλησία ολόκληρη.

Κουβέντιαζα και με την παπαδιά, όταν σε κάποια στιγμή μου εκμυστηρεύτηκε κάποιες στενοχώριες και περιπέτειες που πρόσφατα είχε περάσει άδικα ο παπάς Β. Μόλις την άκουσε ο παπάς να μου τα διηγείται της έβαλε τις φωνές: «Τι είναι αυτά που λες παπαδιά, θες να αμαρτήσουμε;». Χριστέ μου μονολόγησα από μέσα μου… αυτός ο άνθρωπος έχει συναίσθηση της αόρατης παρουσίας σου και σεβασμό της εικόνας σου που είναι ο άνθρωπος, ενώ εμείς καθόμαστε και ζητάμε χαρίσματα ως επίδειξη ομολογιακής δυνάμεως.

Τι είναι τέλος πάντων αυτή η ορθοδοξία που δεν γνωρίζω, ποια μυστική συνταγή έχει να βγάζει αγίους; Ήμουνα σε απορία. Δεν έδωσα τίποτα και πήρα τόσα πολλά!

Το πόσο ενοχλητικά καταπιεστικοί μπορούσαμε να γίνουμε ένεκεν του Ευαγγελίου «μας» το διηγείται με εξαιρετική απλότητα ένας Mohawk Ινδιάνος φύλαρχος που μεταστράφηκε στην ορθοδοξία: «Τι να σας πω. Ο λαός μου βαρέθηκε τους ιεραποστόλους. Έρχονταν χρόνια τώρα μάλλον για να πάρουν παρά να δώσουν... Δεν σκύβανε να δουν τι είχαμε εμείς. Φέρναν τον οδοστρωτήρα, γκρέμιζαν και μετά άρχιζαν την... ευαγγελική σπορά.

Εκείνος όμως ο Σέρβος ήταν αλλιώτικος. Έδωσε με την παρουσία του... δεν πήρε τίποτα από μας, εκτός από ένα κομμάτι απ’ την καρδιά μας. Αυτό είναι που αγάπησα όταν διάβασα αργότερα για τον άγιο Γερμανό της Αλάσκας και την ιστορία των Ορθόδοξων ιεραποστολών μεταξύ των Εσκιμώων... είναι αναπόφευκτο να κάνει το μυαλό μου συγκρίσεις... όσο κι αν προσπαθεί...

Θυμάμαι τον Ιησουίτη που μου ‘πε κατάμουτρα πως είχε εντολή να μου διδάξει πνευματικότητα. Όταν έφυγε από το σπίτι μας η μάνα μου έφτυσε τον κόρφο της, λέγοντας πως: ‘’εμείς, παιδί μου, είμαστε λαός πνευματικός, ενώ αυτός, και ο Χριστός του να ‘ρχόταν θα τον κάθιζε στο σκαμνί να τον διδάξει...» [28]

 Μέσα από τον «ευαγγελικό» κορεσμό μου η τρελή αναζήτηση της ιστορικής Εκκλησίας, συνεχιζόταν… ώσπου συγκυριακά βρέθηκε στον δρόμο μου ένας ορθόδοξος επίσκοπος… Δεν είχα γνωρίσει ορθόδοξο επίσκοπο άλλοτε από κοντά, μέχρι εκείνη την στιγμή γνώριζα μόνο τους «δικούς μας» πάστορες με τα ακριβοπληρωμένα κοστούμια τους, που κατηγορούσαν ανελέητα τους ορθόδοξους «δεσποτάδες» για τα πανάκριβα άμφιά τους… για σκεφτείτε ειρωνεία…ποιος είπε ότι αν βγάλουμε τα «ακριβοπληρωμένα» άμφια από τους ορθοδόξους επισκόπους, δεν θα τους αναγκάσουμε αργότερα να φορέσουν ακριβοπληρωμένα κοστούμια;

Υπήρξε πολύωρη κουβέντα και κόντρα με τον ορθόδοξο επίσκοπο για πολλά θέματα της πίστης και ειδικά της «πνευματικότητας» εφόσον ο καημός της αποκλειστικότητας δεν ξεπερνιόταν εύκολα. Κάποια στιγμή ο επίσκοπος καταλήγοντας μου είπε: «Αν έχεις κάποιο χάρισμα ή κάτι παραπάνω από την Εκκλησία, πολύ ωραία, χάρισε της το, η Εκκλησία είναι ανοικτή…», Η καρδιά μου για πολλοστή φορά χτυπούσε δυνατά καθόσον ένοιωθα ότι ολόκληρη η Εκκλησία ήταν παρόν με μια Παράδοση αιώνων επάνω της.

Σκεφτόμουνα τι παραπάνω είχα από την Εκκλησία για να είμαι σε θέση να δώσω κιόλας; Συνειδητοποίησα για μια ακόμη φορά ότι για την Εκκλησία ήμουνα γυμνός, δεν είχα τίποτα. Να λοιπόν που και πάλι υπήρχε πρόσκληση από την Εκκλησία μέσω ενός επισκόπου της, ενός ανθρώπου που ο λόγος του έμαθε να υπακούει στην φωνή του Αγίου Πνεύματος και όχι το αντίστροφο.

Περνούσε ο καιρός και μέσα από τις επαφές και τα αναγνώσματά μου, έφτασα στο σημείο να μην αντέχω πλέον την διδαχή μέσα από τα ενθουσιώδη και γεμάτα ελπίδα κηρύγματα των πεντηκοστιανών «ποιμένων»… τόση ελπίδα και ενθουσιασμός υπήρχαν που με «απόλυτη» βεβαιότητα μιλούσαν για το πώς θα βασιλεύσουν μαζί με τον Χριστό επάνω σε όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους που δεν θα έχουν μετέχει στην αρπαγή της «εκκλησίας» τους. Τελικά για κάποιους χριστιανούς όλα γίνονται ένεκεν μιας αμοιβαιότητας μιας «μισθαποδοσίας» και ενός ρεβανσισμού.

Αμοιβαιότητα γιατί εφόσον είμαστε υπάκουα αναγεννημένα και βαπτισμένα με Πνεύμα Άγιο τέκνα του Χριστού και ζούμε μια ηθική ζωή μακριά από την αμαρτία (δεν πίνουμε, δεν καπνίζουμε, δεν κλέβουμε, δεν πορνεύουμε κλπ) τότε ο Χριστός αφού μας πάρει με την αρπαγή (μόνο εμάς όμως, όχι άλλους!), θα μας ανταμείψει στα έσχατα και θα βασιλέψουμε (θα πάρουμε την ρεβάνς μας δηλαδή) επάνω σε αυτούς που μας καταδίωκαν, μας λοιδορούσαν μας ταλαιπωρούσαν δεν μας λογάριαζαν δεν μας το είχαν δηλαδή…

Υπάρχει μια συγκλονιστική μαρτυρία στην Αγία Γραφή που ανατρέπει όλες αυτές τις ωφελιμιστικές σκέψεις που θα λάβουν τέλος στα έσχατα: Είναι μια σκηνή από την εσχατολογική ουράνια λειτουργία εκεί που ο Χριστός κάθεται επάνω στον θρόνο ενώ «είκοσι τέσσερις άλλοι θρόνοι σχημάτιζαν έναν κύκλο γύρω από το θρόνο: σ’ αυτούς τους θρόνους κάθονταν οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι ντυμένοι με λευκά ρούχα, και με χρυσά στεφάνια στο κεφάλι τους.» Και ενώ το κείμενο συνεχίζεται με σκηνές γύρω από τον θρόνο του Χριστού…καταλήγει πάλι με τους με τους χρυσόστεφανωμένους είκοσι τέσσερις πρεσβυτέρους και γράφει: «Οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι πέφτουν μπροστά σ’ αυτόν που κάθεται στο θρόνο, προσκυνούν αυτόν που ζει παντοτινά, αποθέτουν τα στεφάνια τους μπροστά στο θρόνο και λένε: ¨Σ’ εσένα ανήκει, Κύριε και Θεέ μας, η δοξολογία, ο αίνος και η δύναμη, γιατί εσύ δημιούργησες τα πάντα` το θέλημά σου τους έδωσε τη δύναμη και τη ζωή» [29] Για τους είκοσι τέσσερις πρεσβυτέρους λοιπόν τα χρυσά στεφάνια τους, ο μισθός τους, τα λευκά τους ρούχα, η ζωή τους ολόκληρη ήταν είναι και θα είναι ο Χριστός. Σε Αυτόν ανήκουν τα πάντα ακόμα και αυτοί που πράττουν όλο Ευαγγέλιο και αναγνωρίζουν ότι είναι ανάξιοι δούλοι γιατί κάνανε μόνο αυτό που οφείλανε να κάνουνε. [30]

Καθώς περνούσε ο καιρός τα όρια στένευαν ειδικά όταν έπεσε στην αντίληψή τους (και με την βοήθεια πρόθυμων "αδελφών") ότι δεν σήκωνα πλέον την «χαρισματική» τους διδαχή αλλά στρεφόμουνα προς την πίστη των «ειδωλολατρών» ορθοδόξων. Δεν είναι εύκολη η έξοδος, για όσους έχουν περάσει από ανάλογους χώρους, μέσα από το καύμα αυτής της ερήμου ίσως να μπορούν να καταλάβουν…

Με το που κάνεις το «άλμα εις μήκος» της μεγάλης φυγής σε ακολουθούν (σε πλαγιάζουν) με γλυκομίλητα τηλεφωνήματα και κατ’ ιδίαν ραντεβού καφεΐνης για να αποτραπεί η «αποστασία» σου από τον Χριστό μέχρι και εκφοβισμοί του τύπου θα χάσεις την αρπαγή, θα πέσεις ξανά στην αμαρτία, θα καταστραφείς (ή θα χωρίσεις αν είσαι παντρεμένος) εσύ και η οικογένειά σου, μέχρι και «καρδιακές ευχές» τύπου θα πας στην Κόλαση, πρόσεχε μην σπάσεις κανένα πόδι μην πάθεις καρκίνο, έμφραγμα ή εγκεφαλικό επειδή τα έβαλες με την «εκκλησία» κ λ π

Το θέμα είναι ότι γνωρίζουν καλά ότι λένε μια «αλήθεια» που οι ίδιοι δημιούργησαν …την δική τους αλήθεια. Πράγματι αυτό που προετοιμάζουν τόσα χρόνια με τόση επιμέλεια είναι ανθρώπους ανώριμους να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, φοβισμένα νήπια που τους υποσχέθηκαν τα πάντα και που τους έδωσαν τα πάντα. Η φυγή τους από την ομάδα θα σήμαινε την καταστροφή τους και κατά Θεϊκή παραγγελία στα βραδινά όνειρά τους θα έκαναν την εμφάνισή τους σκηνές τρόμου από μια εξώπορτα όπου τους περιμένει σαν βιαστής η αμαρτία και ο θάνατος.

Είναι δύσκολο να πάψεις να ζεις διαρκώς με την σκέψη ότι ο Χριστός μιλάει στην συγκεκριμένη πεντηκοστιανή ομολογία κάθε δυο λεπτά, δηλαδή πολύ περισσότερο από όσο έχει μιλήσει σε ολόκληρη την Εκκλησία τους δυο τελευταίους αιώνες του Χριστιανισμού μέχρι και σήμερα. Οπότε οτιδήποτε έξω από αυτή την αδιάκοπη πολυλογία του Θεού, βρίσκεται η σιωπή ή η άρνηση της παρουσίας Του. ΄Ετσι και πολλοί, απογοητευμένοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα πέρα από την αδιάκοπη «δυναμική» παρουσία του Χριστού… γι’ αυτό και φοβούνται ή νομίζουν ότι θα ξανακυλήσουν στα ίδια πάθη ή ακόμα και πέφτουν στα ίδια πάθη όπως και πριν αν φύγουν από κοντά τους. Αν ζεις με την εντύπωση ότι τα έζησες όλα σε σχέση με τον Χριστό μέσα από την απλόχερη «χαρισματικότητα» τότε δεν αφήνεις να υπάρχουν άλλα περιθώρια να ζήσεις κάτι άλλο διαφορετικό, γι’ αυτό και τα έσχατα γίνονται χειρότερα από τα πρώτα. [31]

Ο δρόμος προς την εξώπορτα λοιπόν δεν είναι διόλου εύκολος, έχει τόσες θλίψεις ο δρόμος προς την ορθή πίστη που πολλοί δεν τολμάνε καν να κάνουν το βήμα προς τα έξω, αγκυροβολώντας ξανά στα θεμέλια της πεντηκοστιανής διδασκαλίας και αυτή την φορά με ακόμη περισσότερο ζηλωτισμό για την συγκεκριμένη ομολογιακή ομάδα, εναποθέτοντας έτσι και το τελευταίο παραθυράκι οξυγόνου και ελευθερίας που τους άνοιξε, ανάμεσα στα ελεγκτικά κηρύγματα και την ευνουχισμένη σκέψη, μέχρι και το man to man κλειστό παιχνίδι ενός χολιγουντιανού θρησκευτικού θρίλερ.

Για όσους τολμήσουν να κάνουν το «άλμα» αυτό της εξόδου σίγουρα τους περιμένουν ποικίλες στενοχώριες ανάλογα και με την περίπτωση κάθε ανθρώπου, αλλά επίσης και τόση αληθινή χαρά που δεν θα έχουν ξαναζήσει…θα τολμούσα να πω (αν μου επιτρέπεται κάτι τέτοιο) ότι για όποιον τολμήσει να κάνει έστω το πρώτο βήμα θα επιστρατευτεί ολόκληρος ο ουρανός προς βοήθειά του. Καθώς έγινε η έξοδός μου, υπήρχε αρκετή όρεξη για αναζήτηση στην ορθή πίστη των κατάλληλων προσώπων. Πέρναγα συχνά από συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο αγόραζα βιβλία της πατερικής και σύγχρονης θεολογίας, ασκητικά και ορθόδοξες ερμηνείες της γραφής.

Ζήτησα να έρθω σε επικοινωνία με έναν ορθόδοξο θεολόγο που με ενδιαφέρανε τα κείμενά του, ο φίλος βιβλιοπώλης μου έδωσε το τηλέφωνό του και τον πήρα. Θυμάμαι ότι το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα ήταν αν ζούσε αυτά τα όμορφα που έγραφε. Η ερώτηση ήταν ενοχλητική αλλά συγκεκριμένη γιατί ακριβώς πριν μια δεκαετία είχα ακούσει σαν πρώτο κήρυγμα από ένα πεντηκοστιανό πάστορα να κόπτεται ότι «εμείς το Ευαγγέλιο που κηρύττουμε, το ζούμε ακέραιο…»

 Ήμουν περίεργος να ακούσω την απάντηση στην ερώτησή μου. Ο ορθόδοξος θεολόγος Θ. μου απάντησε με απλότητα καρδιάς «πού ξέρετε μπορεί και να σας κοροϊδέψω…». Από μέσα μου σκέφτηκα ότι δεν θα ήταν και η πρώτη φορά… Ίσως για τους περισσότερους ορθοδόξους αυτή η απάντηση να θεωρείτο δεδομένη λόγω της παράδοσης που είναι εμποτισμένοι και γαλουχημένοι τόσους αιώνες… για ανθρώπους σαν εμένα όμως που τόσα χρόνια ακούγανε τα ακριβώς αντίθετα, η παραπάνω απάντηση ήταν σαν να έβγαινε ολοζώντανη μέσα από την ασκητική γραμματεία της Εκκλησίας.

Στην συνέχεια υπήρξαν και άλλες προσεγγίσεις με διάφορους λαϊκούς με την καυτή ζώσα πίστη τους, που κάποιοι αρέσκονται να την ονομάζουν λαϊκή ευσέβεια (ας είναι και έτσι). Άνθρωποι με τέτοια πίστη που νόμιζες ότι ήταν ικανοί να μετακινήσουν βουνά. Μπορεί να μην ήξεραν να ερμηνεύσουν τις γραφές (ευτυχώς γι’ αυτούς) όμως εντυπωσιαζόμουν όταν τους έβλεπα στην καθημερινή τους λειτουργική ζωή. Άνθρωποι που αγαπάνε την Εκκλησία και είναι υπάκουοι στους «δεσποτάδες» και τους πνευματικούς τους και που κανένας εωσφορικός ψιθυρισμός δεν θα τους προέτρεπε να δημιουργήσουν μια άλλη «εκκλησία» με πιο καθαρούς επισκόπους αυτή την φορά, που δεν θα πέφτουν ποτέ και θα βρίσκονται διαρκώς σε κατάσταση σπιριτουαλιστικού απογειωτισμού, τέτοιου, που ακόμα και οι ίκαροι της πολεμικής αεροπορίας θα ζήλευαν…

Εν τω μεταξύ δεν είχα δει σχεδόν ποτέ από κοντά την ζωή ενός μοναστηριού, έτσι ένας καλός φίλος ανάλαβε να με συνοδεύσει σε ένα ανδρικό μοναστήρι, όχι στο Άγιο Όρος αλλά κάπου στην Ήπειρο, από όπου μπορώ να πω ότι μαθήτευσα αρκετά πράγματα με την βοήθεια των πατέρων και με την καρδιακή φιλοξενία της αδελφότητας της μονής.

Πέρασε ένας ορισμένος καιρός που νομίζω ήταν απαραίτητος για να επανενταχθώ δια του χρίσματος κανονικά και ουσιαστικά πλέον μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κάτι το οποίο για ορισμένους μπορεί να φαίνεται ως μη απαραίτητο… και όμως είναι κάτι που μυστηριακά λειτουργεί ως δύναμη ενίσχυσης στο δρόμο της ορθή πίστης, ώστε να αποφευχθούν πισωγυρίσματα και παλινδρομήσεις.

Δεν καταλαβαίνω γιατί αρκετοί έχουν τόση αλλεργία και φοβούνται το χρίσμα. Σφίγγεται η καρδιά τους όταν γίνεται λόγος γι’ αυτό και το βλέπουν τόσο καχύποπτα, ενώ αντίθετα στον προηγούμενο αναβαπτισμό τους ουδέποτε πρόβαλαν κάποια αντίσταση. Γνωρίζω όμως εμπειρικά ότι μπορεί να τους έχουνε φοβίσει εξ άμβωνος οι προηγούμενοι αδελφοί τους αποτρέποντάς τους να το κάνουν γιατί έτσι υποτίθεται θα δήλωναν την άρνησή τους στον Χριστό και στο προηγούμενο εγκυρότατο αναβαπτισμό τους στην τάδε πεντηκοστιανή ομάδα. Τι ειρωνεία! Ακόμα και αυτός ο Λούθηρος ή ο Ιωάννης Γουέσλευ δεν ζήτησαν τον αναβαπτισμό κανενός για να τους ακολουθήσει, γιατί πίστευαν ότι όσοι προσέρχονται με το μέρος τους προέρχονται από μια ιστορική Εκκλησία που δεν έχουν το δικαίωμα να ακυρώσουν τα μυστήριά της!

Για σκεφτείτε, μια σύγχρονη αίρεση μπορεί να έχει το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να αναβαπτίζει με ελαφρά την καρδιά τους ήδη βαπτισμένους ορθοδόξους που εισέρχονται στους κόλπους της, και η Εκκλησία να μην έχει το δικαίωμα να ζητάει από τους μεταστραφέντες ή επιστραφέντες να κάνουν το χρίσμα κανονικής και ουσιαστικής επανένταξης στο Εκκλησιαστικό σώμα του ζώντος Χριστού…

Πόσο έξυπνα τοποθετείται ο συγγραφέας Τζέημς Τζοϋς σε ένα μυθιστόρημά του, όταν στο σημείο ενός διαλόγου ο Κράνλυ ρωτάει τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου Στήβεν Δαίδαλο που εκείνη την περίοδο της ζωής του βρισκόταν επάνω σε μια προσωπική θρησκευτική αμφισβήτηση: «Δεν σκοπεύεις να γίνεις προτεστάντης; Είπα ότι έχασα την πίστη μου, όχι ότι έχασα την αυτοεκτίμησή μου, απάντησε ο Στήβεν. Τι είδους απελευθέρωση θα ήταν αυτή, να απαρνηθώ ένα δόγμα που έχει λογική συνοχή για ένα άλλο που είναι παράλογο και ασυνάρτητο;» [32]

Μετά από όσα γράφτηκαν εδώ ίσως κάποιος να αναρωτηθεί: Δεν ενεργεί πουθενά αλλού το Πνεύμα του Θεού παρά μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία; Η απάντηση είναι διττή: Καταρχήν όταν γράφω για Ορθόδοξη Εκκλησία εννοώ την ίδια εκείνη Αποστολική Εκκλησία με τα ίδια προβλήματα και πειρασμούς που είχε από το 35 μ.Χ. και θα έχει μέχρι και τα έσχατα. Για πολλούς σήμερα μπορεί να μην υπάρχουν τόσο φωναχτά χαρίσματα, (εδώ επιτρέψτε μου να πω ευτυχώς…), υπάρχουν όμως άλλα ακόμα πιο δυνατά που δεν ακούγονται καν, και νοστιμίζουν με το αλάτι τους όλη την κτίση.

Και δεύτερον η ίδια η Εκκλησία κηρύττει ότι το Πνεύμα το Θεού πνέει όπου θέλει, και αγγίζει με την χάρη Του, τους πάντες και τα πάντα, όπου θέλει, όποτε θέλει και αν θέλει! Αυτό που δεν έχουν το δικαίωμα να πράξουν οι αποδέκτες της χάριτος είναι να δημιουργήσουν νέα θυσιαστήρια, νέες εκκλησίες… τότε το Άγιο Πνεύμα όχι μόνο λυπάται και υπάρχει άρση της χάριτος, αλλά και βλασφημείται` και αν γίνεται το τελευταίο, με τα τόσα σχίσματα που υπάρχουν και παίρνουν διαστάσεις σχεδόν καθημερινού φαινόμενου… τότε ας βάλει ο νους πόσες χιλιάδες φορές καθημερινά λυπάται το Άγιο Πνεύμα ή πληγώνεται με νέα καρφιά ο Χριστός επάνω στον νέο σταυρό που Τον ανεβάζουμε!

Κάποτε με ρώτησε ένας φίλος μεταστραφής (επιστραφέντας) και αυτός σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία: Τι είναι αυτό που σε έκανε να επιστρέψεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία; Τόσα πολλά! Η θεολογία της, η μαρτυρία των ανθρώπων που γνώρισα, η αγιότητα και η αμαρτωλότητα των μελών της, η 2000 χρόνων εμπειρία της και αυτό που αναζητούσα τελικά ήταν η Εκκλησία…«Ο πατήρ Ραφαήλ Noica, ένας εξέχων Ρουμάνος ντουχόβνικ και μεταστραφείς ο ίδιος στην Ορθοδοξία, λέει πως η Ορθοδοξία είναι η αληθινή φύση του ανθρώπου - «ερυθρού, κίτρινου, μαύρου ή λευκού». Όταν επιστρέφουμε στο σπίτι μας, στην Ορθοδοξία, «ξαναβρίσκουμε» τον εαυτό μας, γινόμαστε ο πραγματικός μας εαυτός. Κύριε, πού αλλού θα μπορούσαμε να πάμε;» [33]

Πλησίαζαν Χριστούγεννα και είχαμε κανονίσει να γίνει η επανένταξή μου στο Εκκλησιαστικό σώμα δια του χρίσματος με τον π. Δ. Όρθιος μπροστά στην ωραία πύλη ατενίζοντας την Αγία τράπεζα, την Κυρία Θεοτόκο (που τόσο την πικράναμε με τα ασύνετα κηρύγματά μας) να με καλωσορίζει σαν πλατυτέρα με ένα γλυκό χαμόγελο και μια πλατιά αγκαλιά γεμάτη αρετές, στην μέση ο Χριστός επάνω στον σταυρό μου έδειχνε με σταθερότητα ποιος είναι ο ορθόδοξος δρόμος, και πλάι αριστερά και δεξιά η χωρεία των Αποστόλων, προφητών, αγίων, σαλών, ασκητών οικουμενικών διδασκάλων μου έδιναν την εντύπωση ότι με αποκαλούσαν αδελφό δείχνοντάς μου το αιώνιο βάρος δόξας της μιας αδιαίρετης ιστορικής Εκκλησίας. Τα λειτουργικά πνεύματα οι άγγελοι, οι δυνάμεις του ουρανού, τα σεραφείμ και τα χερουβείμ έψελναν στην δική τους γλώσσα τα μεγαλεία του Θεού…

Λίγο μετά το μυστήριο ο καλός φίλος Θ. μου είπε: «Καλώς ήρθες σπίτι…» δίνοντάς μου σαν δώρο για το καλωσόρισμα ένα βιβλίο` μέσα στο βιβλίο υπήρχε και μια αφιέρωση που έγραφε: «Στο Γιώργο, ενθύμηση της Παρασκευής που λίγο πριν τα Χριστούγεννα σήκωσε άγκυρα.»

Αργότερα σκεφτόμουνα πώς με το πρώτο καλωσόρισμα στο σπίτι έφτανα αμέσως στο τελικό σήκωμα της άγκυρας;

Αντιλήφθηκα ότι στην Εκκλησία δεν ήρθαμε για να αγκυροβολήσουμε την κούρασή μας ή να αναπαύσουμε την ψυχούλα μας, λες και το Εκκλησιαστικό γεγονός δεν είναι άθλημα αλλά καναπές.

Είχε δίκιο λοιπόν ο αγαπητός φίλος Θ. Για την Εκκλησία το «καλώς ήλθες δεν σημαίνει τέλος αλλά ξεκίνημα, με ταξίδια σε νέες περιπέτειες, σε νέα ανοίγματα, σε πραγματική συνάντηση με τον άλλον, κοντολογίς σε ένα Εκκλησιαστικό άθλημα των εντός και εκτός έδρας γηπέδων της ιεραποστολής.

Σίγουρα πάντως όχι σε καινούργια γκετοποιημένα μεσσιανικά αγκυροβολήματα (και αγκυροβολέματα) ούτε σε βεβιασμένα εσχατολογικά αυτοεγκαθυδρίματα αλλά σε μια «αποστολικότητα -που- υποχρεώνει την Εκκλησία – το τονίζω, ως σύνολο- να μην επαναπαύεται στη διαποίμανση των εντός, στο κάλλος, στην άνεση και στην κατάνυξη του «εντός»- και που - καλείται συνεχώς να τολμά μια έξοδο, μια πορεία.» [34]

Γι’ αυτό οι χαρούμενες ευχές των καλωσορισμάτων στην Εκκλησία πρέπει πάντοτε να συνοδεύονται και να ανακατεύονται με τις ευχές για ένα καλό ταξίδι… γιατί το καλώς ήλθες σπίτι σημαίνει να σηκώνεις άγκυρα!

 

Σημειώσεις


1. Το κείμενο «το ταξίδι ενός Λουθηρανού πάστορα στην Ορθοδοξία» υπάρχει μεταφρασμένο ΕΔΩ.

2. Εκκλησιαστής 3: 1-7

3. Εβραίους 12: 15

4. Α΄ Κορινθίους 9:26-27

5. π. Βασίλειος Θερμός, Περάσματα στην απέναντι όχθη, περιπέτειες της εσωτερικής ζωής, σελ.16, εκδ. Εν πλώ 2007

6. Ματθαίος 18: 23-30

7. Ματθαίος 18: 31-35

8. π. Βασίλειος θερμός, Περάσματα στην απέναντι όχθη, περιπέτειες της εσωτερικής ζωής, σελ. 17, εκδ. Εν πλώ, 2007

9. Ματθαίος 3: 8

10. Πράξεις 9: 2

11. Πράξεις 9: 26

12. Πράξεις 9: 18

13. Πράξεις 9: 27 - 30

14. Αγ. Μαρία Σκόμπτσοβα, τα είδη της θρησκευτικής ζωής, περ. Πανδοχείον τ. 17, σελ. 33

15. Εκκλησιαστής 12: 12-14

16. Νίκος Νησιώτης Ορθοδοξία Παράδοση και Ανακαίνιση, σελ.100, εκδ. Ευθύνη-Αναλόγιο ια΄

17. Πράξεις 17: 21

18. Πράξεις 19:18-19

19. Συνομιλίες με τον Wittgenstein, του M.O΄C.DRURY, περιοδικό Εποπτεία, τ. 97, σελ. 26, 1985

20. βλέπε κείμενο του Γ. Κ. ¨Μεταστροφή όπως λέμε Τεσσουβά

21. Ματθαίος 24:14

22. π. Σεραφείμ Ρόουζ, η ζωή και τα έργα του τ. Α΄, σελ.516, εκδ. Μυριόβιβλος

23. Μιχαήλ Μπακούνιν, Η αντίδραση στην Γερμανία, εκδ. Ελ.Tύπος

24. Α΄ Βασιλέων 18: 27-28

25. Στάρετς Σαμψών σ. 52, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως

26. Μάρκος 7: 6

27. π. Βασίλειος Θερμός, περάσματα στην απέναντι όχθη, σελ. 233-234

28. Γιάννης Χατζηνικολάου "Το πέρασμα ενός Ινδιάνου", περ. Σύναξη τ. 86

29. Αποκ. 4: 2, 4, 9-11

30. Λουκάς 17:10

31. Β΄ Πέτρου 2:20-22

32. Τζέημς Τζοϋς, Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, σελ. 412, εκδ. Πατάκη, 2001

33. π. David Hudson, Αποστολή εξετελέσθη, η ελληνική μετάφραση του κειμένου υπάρχει ΕΔΩ.

34. Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου, ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού, σελ. 315-316, εκδ. Αποστολικής διακονίας 2007.

 

Από συνεργάτη

Δημιουργία αρχείου: 12-2-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 24-11-2009.

ΕΠΑΝΩ