Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιεραποστολή - Χριστιανική Επέκταση, Ορθοδοξία και Ιστορικά θέματα

Οι Θεσσαλονικείς άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος διδάσκαλοι τών Σλάβων // Η Χριστιανική επέκταση εν μέσω διωγμών // Ο Ευαγγελισμός τών Γότθων // Διάδοση τού Χριστιανισμού στη Μοραβία από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο // Η 2η περίοδος μεγάλων Ιεραποστολικών επιτευγμάτων τού Βυζαντίου

Ιεραποστολή στα πέριξ της Αυτοκρατορίας βάρβαρα έθνη

Εκχριστιανισμός των Ρώσων

Η δημιουργία ενός μεγάλου έθνους

 

Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 135 - 145.

 

Τα σημαντικότερα και μονιμότερα αποτελέσματα είχαν οι βυζαντινές Ιεραποστολές στη Ρωσία. Από το τέλος του 6ου έως τις αρχές του 9ου αιώνα διάφορα σλαβικά φύλα είχαν κατακλύσει την περιοχή από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη λίμνη Λαντόγα προς Bορράν, και από τον Δούναβη προς Δυσμάς έως τον Δον ανατολικά, χωρίς όμως καμιά πολιτική συνοχήa.

Η ουσιαστική συγκρότησή τους πραγματοποιήθηκε όταν, αρχές του 9ου αιώνα, εισέβαλε από την ανατολική ακτή της Σουηδίας η νορμανδική φυλή των Ρως (οι Φιλλανδοί ονόμασαν τους Σουηδούς Ρουότσι και εξ αυτού, πιθανόν κατά σλαβική προσαρμογή, προήλθε το όνομα Ρως) και ίδρυσαν τα κράτη του Νοβγορόδ προς Βορράν και του Κιέβου προς Nότον. Οι Σλάβοι συσπειρώθηκαν γύρω στους Σκανδιναβούς, τους δέχθηκαν ως κυβερνήτες της χώρας, πήραν το όνομά τους, τους αφομοίωσαν όμως γλωσσικά, δεδομένου ότι οι εισβολείς δεν υπερέβαιναν τις 100.000 περίπουb.

Μερικοί από τους Σκανδιναβούς εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ως μισθοφόροι του βυζαντινού στρατού, ορισμένοι μάλιστα έγιναν μέλη της αυτοκρατορικής φρουράς, γνωστοί στις Ελληνικές πηγές ως Βάραγγοι, οι οποίοι προκάλεσαν κατά καιρούς διάφορες εξεγέρσειςc. Η επαφή που είχαν οι πολεμιστές αυτοί με το Χριστιανικό Βυζάντιο, καθώς και η εμπορική επικοινωνία των Ρώσων με τις Ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου, συνετέλεσαν στη μεταφορά της Χριστιανικής αλήθειας στη Ρωσία.

Η εξάπλωση του Χριστιανισμού ενισχύθηκε μετά τα μέσα του 9ου αιώνα. Το 860 οι Ρώσοι, βοηθούμενοι από τους Σλάβους, επιτέθηκαν από τη θάλασσα εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Και η μεν εκστρατεία τους απέτυχε, έγινε όμως αφορμή να γνωρίσουν καλύτερα το Χριστιανικό Βυζάντιο και να αρχίσουν εντονότερα να ελκύονται από το μεγαλείο του.

Από την επιστολή του Φωτίου προς τους πατριάρχες της ανατολής (866) έχουμε την πληροφορία ότι πολλοί κάτοικοι του Κιέβου δέχθηκαν τον Χριστιανισμό μεταξύ των ετών 860-866. Ο πατριάρχης μάλιστα έστειλε και Επίσκοπο στην πόλη αυτή [1]. Αργότερα όμως ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας του Νοβγορόδ Ολέγ κυρίευσε γύρω στο 878-887 το Κίεβο και κατέλαβε το κράτος των εκχριστιανισθέντων Σκανδιναβών πριγκίπων Ασκολδ και Ντιρ [2]. Από τους παλαιότερους Χριστιανούς έμεινε ένας μικρός πυρήνας με κέντρο τον Ναό του Προφήτη Ηλία. Οι Βυζαντινοί εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άρχοντες ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την αύξηση του πυρήνα αυτού και την επιτάχυνση της διαδόσεως του Χριστιανισμού στη Ρωσία. Ο Ολέγ (880-912) εντούτοις δεχόταν μεν τους απεσταλμένους από τον πατριάρχη Ιερείς και τα δώρα του αυτοκράτορα, συνέχιζε όμως να μένει πιστός στους θεούς του ρωσικού λαού Περούν και Βόλος (ή Βελές).

Οι εκστρατείες των Ρώσων επί Ιγόρ (912-945) εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως -το 941, κατά την οποία ηττήθηκαν οι Ρώσοι, και το 944, η οποία τελικά σταμάτησε μετά τις ευνοϊκές προτάσεις του Βυζαντινού αυτοκράτορα- αποτέλεσαν νέες αφορμές για την προσέγγιση Βυζαντινών και Ρώσων. Η συνθήκη που υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη το 945, μεταξύ του Ιγόρ και του Ρωμανού του Λεκαπηνού, μας βοηθεί να αντιληφθούμε την κατάσταση της εποχής από πλευράς Χριστιανικής.

«Οι Ρώσοι» σημειώνει, «υποχρεούνται να μη διαρρήξουν ποτέ την προς τους Έλληνας συμμαχίαν, οι μεν βαπτισμένοι (Χριστιανοί) επί ποινή και προσωρινή και αιωνία παρά του Παντοδυνάμου, οι δε άλλοι (οι ειδωλολάτρες) επί ποινή να στερηθούν της προστασίας του Θεού Περούν, να μη δύνανται του λοιπού να μεταχειρίζονται προς άμυναν την ασπίδα, να διατρυπούν με τα ξίφη των, βέλη και άλλα όπλα, εν γένει δε να είναι αιχμάλωτοι και του νυν και του μέλλοντος αιώνος». Και καταλήγει η συνθήκη, «των όρων τούτων να γίνουν δύο αντίγραφα, εκ των οποίων το εν να δοθεί εις τον αυτοκράτορα και το άλλο, υπογραφέν υπ’ αυτού, να σταλεί εις τον μέγαν ηγεμόνα της Ρωσίας Ιγόρ και τους υπ’ αυτόν, οι οποίοι, αφού το αναγνώσουν, θα ορκισθούν ότι θα τηρήσουν αυτό απαρεγκλίτως, οι μεν βαπτισμένοι θέτοντες τας χείρας επί του Τιμίου Σταυρού και επί του έγγραφου εν τω ναώ του Προφήτου Ηλιού, οι δε αβάπτιστοι ορκιζόμενοι εις τας ασπίδας των, τους δακτυλίους των και τα γυμνά των ξίφη» [3]

Ο Ιγόρ και οι ομόθρησκοί του πράγματι ορκίσθηκαν στον θεό Περούν επί του ιερού λόφου του και πολλοί Βάραγγοι Χριστιανοί ορκίσθηκαν στον προαναφερθέντα ναό του Προφήτη Ηλία στο Κίεβο. Υπήρχε συνεπώς σημαντικός αριθμός Χριστιανών στη χώρα αλλά το επικρατέστερο στοιχείο ήταν ακόμη οι ειδωλολάτρες. Επί Ιγόρ η σύζυγος του Ρώσου ηγεμόνα, Όλγα, προσκάλεσε το 923 τον Βυζαντινό μοναχό Γρηγόριο στη Ρωσία, ο οποίος ανέπτυξε σημαντική φιλολογική και ιεραποστολική δράση, μετέφρασε στα ρωσικά τους Βυζαντινούς χρονογράφους Γεώργιο αμαρτωλό και Ιωάννη Μαλάλα και άλλα Ελληνικά έργα, έκτισε δε με τη βοήθεια της Όλγας και ξύλινο ναό στο όνομα της Αγίας Σοφίας.

Όταν το 945 δολοφονήθηκε ο Ιγόρ και ανέλαβε τα ηνία της χώρας η δραστήρια και ικανή Όλγα (945-964), ενέτεινε τις προσπάθειές της για τη διάδοση της Χριστιανικής πίστεως. Το 957 επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη και συνέσφιξε ακόμη περισσότερο τους δεσμούς με το Χριστιανικό Βυζάντιο.

Παλιές ρωσικές διηγήσεις του 11ου αιώνα δίνουν την πληροφορία ότι η Όλγα βαπτίσθηκε το 954, όταν επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη. Την άποψη αυτή υιοθετούν αρκετοί, μεταξύ των οποίων και ο Dvornik, ο οποίος διορθώνει τη χρονολογία σε 957. Στην αφήγηση όμως της μοναδικής, όπως φαίνεται, επισκέψεως της Όλγας στην Κωνσταντινούπολη, την οποία δίνει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, [4]  ενώ περιγράφονται τόσες λεπτομέρειες, δεν αναφέρεται τίποτε περί του βαπτίσματος το οποίο, αν γινόταν, θα ήταν ασφαλώς το σημαντικότερο γεγονός. Πιθανότερο είναι ότι η Όλγα ήταν ήδη Χριστιανή, ο χρόνος όμως και ο τόπος του βαπτίσματός της παραμένει άγνωστος [5].

Η Όλγα προσπάθησε να ελκύσει και τον γιό της Σβιατοσλάβο στην πίστη, χωρίς όμως τελικά να το πετύχει. Ο ορμητικός νέος ηγεμόνας εξακολούθησε να λατρεύει τους εθνικούς θεούς και να αντιπαθεί τον Χριστιανισμό, χωρίς όμως να εμποδίζει κανένα να δεχθεί το βάπτισμα. Υπήρξε μάλιστα εποχή όταν κυρίευσε την παρά τον Βόλγα ανατολική Βουλγαρία και σχετίσθηκε με τους εκεί μουσουλμάνους- κατά την οποία έδειξε ενδιαφέρον για το Ισλάμ. Η πρόταση όμως των Βυζαντινών να τους βοηθήσει στον κατά των Βουλγάρων του Δουνάβεως αγώνα, απέσπασε τον Σβιατοσλάβο από τις μουσουλμανικές επιδράσεις.

Το 968 πέθανε η Όλγα, σύμφωνα δε με σχετική επιθυμία της ετάφη από Χριστιανό ιερέα χωρίς κανένα ειδωλολατρικό έθιμο. Τα ίχνη αυτής της ηγεμονίδος στην ιστορία της πατρίδας της παρέμειναν ανεξίτηλα. Ο «πατέρας της ρωσικής ιστοριογραφίας» Νέστωρ γράφει, ότι «υπήρξε η αυγή και το άστρο της σωτηρίας στη Ρωσία». Πολλοί δε ιστορικοί τη θεωρούν θεμελιωτή του ρωσικού πολιτισμού. Η Εκκλησία την ανακήρυξε αγία και ισαπόστολο.

Ο νεότερος εγγονός της Όλγας Βλαδίμηρος, όταν το 980 κατόρθωσε να καταλάβει την εξουσία με τη βοήθεια των Βαράγγων, ακολούθησε καταρχάς την ειδωλολατρική πορεία του πατέρα του, με περισσότερες μάλιστα ακρότητες. Κατασκεύασε νέο ξύλινο άγαλμα του Περούν με αργυρή κεφαλή και «χρυσούς μύστακες», όπου πλήθη ειδωλολατρών προσέφεραν αιματηρές θυσίες, και κατεδίωξε τον Χριστιανισμό. Το ίδιο και ο θείος του Δοβρίνια, ο οποίος με εντολή του Βλαδίμηρου ήταν διοικητής του Νοβγορόδ. Η μορφή όμως και το έργο της Όλγας δεν τον άφησαν τελικά ανεπηρέαστο. Αργότερα στράφηκε οριστικά προς τον Χριστιανισμό.

Για τα αίτια που ώθησαν τον Βλαδίμηρο να γίνει τόσο ένθερμος υποστηρικτής του Χριστιανισμού και να τον επιβάλει στη χώρα του, διατυπώθηκαν ως συνήθως διάφορες απόψεις. Πολλοί μίλησαν για την πολιτική διορατικότητα του ανδρός, τη διαπίστωσή του ότι η παλαιά θρησκεία δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες της εξελισσόμενης Ρωσίας, την ακαταμάχητη έλξη που ασκούσε στους γύρω λαούς το Χριστιανικό Βυζάντιο. Ασφαλώς πολλοί από τους παράγοντες αυτούς συνέβαλαν στην απόφασή του και είναι παρακινδυνευμένο να καθορίσουμε το ποσοστό επιρροής εκάστου. Εάν όμως λάβουμε υπόψη τη ριζική αλλαγή ζωής του άλλοτε βίαιου και φιλήδονου ηγεμόνα -με τους τόσους φόνους και τις εκατοντάδες παλλακίδες- μετά τη βάπτισή του (988-1015), είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε ότι στον Βλαδίμηρο συντελέσθηκε μια ουσιαστική εσωτερική στροφή προς τη Χριστιανική πίστη. Ότι και πολιτικοί λόγοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διάδοση του Χριστιανισμού είναι προφανές. Αυτό όμως καθόλου δεν αποκλείει τη συνύπαρξη και πνευματικών κριτηρίων και ελατηρίων. Πολιτικοκοινωνικές ζυμώσεις, υπό την αναπλαστική δύναμη της θείας Πρόνοιας, κάλλιστα μπορούν να μεταβάλλονται σε παράγοντες της εξαπλώσεως της Βασιλείας του Θεού επί της γης.

Ο τρόπος και ο τόπος της προσελεύσεως του Βλαδίμηρου στον Χριστιανισμό δημιούργησε αρκετές συζητήσεις. Κατά την παράδοση αντιπρόσωποι διαφόρων θρησκειών επισκέφθηκαν τον Ρώσο ηγεμόνα για να τον προσελκύσουν, απεσταλμένοι του πάπα, των Ιουδαίων της Χαζαρίας, των Βουλγάρων του Βόλγα και ένας Έλληνας Χριστιανός φιλόσοφος. Από όλα περισσότερη εντύπωση έκαναν στον Βλαδίμηρο όσα ο Ορθόδοξος φιλόσοφος του ανέπτυξε. Προτού όμως επιλέξει οριστικά, αποφάσισε να στείλει πρεσβεία από δέκα Βογιάρους σε διάφορα θρησκευτικά κέντρα για να εξακριβώσει ασφαλέστερα τα πράγματα.

Τα φτωχικά τεμένη, οι σκυθρωπές μορφές που είδαν στους Μουσουλμάνους του Βόλγα απογοήτευσαν τους Ρώσους απεσταλμένους. Η Ιουδαϊκή θρησκεία, την οποία εξέτασαν στους Χαζάρους, δεν τους έκανε καλύτερη εντύπωση. Οι θρησκευτικές τελετές που είδαν στη Γερμανία τους φάνηκαν πολύ πενιχρές. Όταν όμως έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη και παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία στην αγία Σοφία, όπου χοροστατούσε ο πατριάρχης, θαμπώθηκαν. «Δεν γνωρίζαμε εάν είμαστε στον ουρανό ή στη γη. Μάταια προσπαθούμε να την περιγράψουμε… Ποτέ δεν θα λησμονήσουμε ένα τέτοιο θαύμα», είπαν όταν επέστρεψαν στον Βλαδίμηρο και τους αυλικούς του. Η διήγηση αυτή, που αναφέρεται στο Χρονικό του Νέστορος, το οποίο με τη σημερινή του μορφή συντάχθηκε το 1112, αμφισβητήθηκε από μερικούς (επιμόνως από τον Ρώσο ιστορικό Γκολουμπίνσκυ). Πολλοί όμως στηριζόμενοι σε Ελληνικά χειρόγραφα, όπως εκείνο που βρήκε ο Σακκελίων στην Πάτμο και το οποίο δημοσιεύθηκε το 1891, αποδέχονται τον ιστορικό πυρήνα της αφηγήσεως αυτής και προσπαθούν να αποκαθάρουν το νόημά της.

Σε αυτά που έγραψε ο Νέστωρ βρίσκουμε σαφώς την ηχώ των διαφόρων προσπαθειών που έγιναν κατά καιρούς από τους γείτονες των Ρώσων για να τους ελκύσουν στη θρησκεία τους. Ο Σβιατοσλάβος και ο Βλαδίμηρος είχαν επαφή με τους Βουλγάρους Μουσουλμάνους και τους Ιουδαΐζοντες Χαζάρους, οι οποίοι έγιναν υπήκοοί τους. Επί Όθωνος Α' επίσης, Λατίνοι Ιεραπόστολοι προσπάθησαν να επηρεάσουν τον ρωσικό λαό. Η περιγραφή τέλος της βυζαντινής Λειτουργίας και το θάμβος που προκάλεσε απηχεί τον θαυμασμό των Ρώσων για τις θρησκευτικές τελετές και την όλη ζωή του Χριστιανικού Βυζαντίου. Γεγονός πάντως αναμφισβήτητο παραμένει ότι ο Βλαδίμηρος στράφηκε προς το Βυζάντιο και, για να συνάψει στενότερους δεσμούς, ζήτησε να νυμφευθεί Χριστιανή πριγκίπισσα.

Στα τέλη του 10ου αιώνα ο Ρώσος ηγεμόνας έκλεισε συνθήκη με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, βάσει της οποίας ο Βλαδίμηρος θα έστελνε στον Βασίλειο Β΄ 6.000 στρατιώτες για να τον υποστηρίξουν στους αγώνες που είχε στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, ενώ ως αντάλλαγμα θα έπαιρνε σύζυγο την αδελφή του αυτοκράτορα Άννα, υποσχόμενος συγχρόνως να δεχθεί τον Χριστιανισμό και να κάνει Χριστιανικό τον λαό του[6]. Ο Βασίλειος όμως καθυστέρησε την εκπλήρωση της υποσχέσεώς του, οπότε ο Βλαδίμηρος, για να τον εξαναγκάσει να την τηρήσει, επιτέθηκε κατά της βυζαντινής επαρχίας της Κριμαίας και κυρίευσε τη Χερσώνα.

Τελικά η Άννα ήρθε προς συνάντηση του Βλαδίμηρου στη Χερσώνα, ο δε Ρώσος ηγεμόνας βαπτίσθηκε προ του γάμου του το 988 (ορισμένοι τοποθετούν τα γεγονότα αυτά το 987, και άλλοι το 989 ή 990). Όταν επέστρεψε στο Κίεβο με πολλούς Ιερείς, που τον ακολούθησαν από τη Χερσώνα, τον Ιούλιο του (πιθανώς) 988, οργάνωσε το βάπτισμα των ειδωλολατρών του Κιέβου στα ύδατα του Ποτσάινα, παραπόταμου του Δνείπερου. Πριν από το βάπτισμα, 12 από τους πιο ρωμαλέους στρατιώτες του Βλαδίμηρου κατέστρεψαν με διαταγή του το περίφημο άγαλμα του Περούν, το οποίο δέσποζε πάνω στον λόφο, το μαστίγωσαν και το έριξαν στον ποταμό. Στη συνέχεια, κατά διαταγή του, Ορθόδοξοι Ιερείς βοηθούμενοι από Ρώσους αξιωματούχους επισκέφθηκαν διάφορες πόλεις και χωριά για να βαπτίσουν τους Ρώσους. Αντίσταση παρουσιάσθηκε μόνον στο Νοβγορόδ. Την οποία όμως εξουδετέρωσε ο Δοβρίνια, εκτελώντας τον ειδωλολάτρη αρχιερέα.

Με την εξάπλωση του Χριστιανισμού άρχισε ο περιορισμός των αγρίων εθίμων, η επέκταση της φιλανθρωπίας και η κατάργηση της δουλείας. Η εκκλησιαστική ιεραρχία που εισήχθη επέδρασε στη διοίκηση και τη νομοθεσία[7]. Ο Βλαδίμηρος έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις κοινωνικές εντολές του Χριστιανισμού. Όποτε είχε εορτή στην Αυλή του μοίραζε μεγάλες ποσότητες τροφίμων στους φτωχούς και ασθενείς. Το παράδειγμά του ακολούθησαν πολλοί Ρώσοι ηγεμόνες. «Πουθενά άλλου στη Μέση Ευρώπη δεν υπήρχαν τόσο εξαιρετικά οργανωμένες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, όσο τον 10ο αιώνα στο Κίεβο»[8].

Το πόσο και πώς είχε επηρεάσει το ευαγγέλιο την Αυλή του Βλαδίμηρου τονίζει η εκπληκτική συμπεριφορά των δύο γιών του, Βόριδος και Γκλεμπ. Όταν πέθανε ο Βλαδίμηρος (1015), ο μεγαλύτερος αδελφός τους Σβιατοπόλκ επιχείρησε να τους αρπάξει τις ηγεμονίες τους. Εφαρμόζοντας κατά γράμμα την ευαγγελική προσταγή, τις προσέφεραν χωρίς να προβάλουν αντίσταση, αν και μπορούσαν να το κάνουν με επιτυχία. Αργότερα δολοφονήθηκαν από πράκτορες του Σβιατοπόλκ, προτιμώντας, αφού επρόκειτο να χυθεί αίμα, να είναι το δικό τους.

Τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα συνόδευσαν στη Ρωσία πολλοί Έλληνες κληρικοί και τεχνίτες και σε μικρό διάστημα οικοδομήθηκαν πολλοί ναοί και μοναστήρια, τα οποία έγιναν κέντρα γραμμάτων και τεχνών, πολιτισμού και φιλανθρωπίας, Οι μοναχοί βοήθησαν στη γενικότερη άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της χώρας. Ανέπτυξαν τη γεωργία, τη μεταξουργία, την κτηνοτροφία, έκαναν έργα εγγειοβελτιωτικά. Αργότερα, με τη βοήθεια των Ρώσων ηγεμόνων, οι μονές πολλαπλασιάσθηκαν. «Υπολογίζεται συνολικά ότι κατά την εποχή της Ρωσίας του Κιέβου υπήρχαν 58 ανδρικές μονές και 12 γυναικείες, σύμφωνα με το πρότυπο των βυζαντινών»[9].

Σημαντικότερη από αυτές υπήρξε η Πετσέρσκαϊα Λαύρα (Μονή των Σπηλαίων) στο Κίεβο. Την ίδρυσε το 1051 ο Ρώσος μοναχός Αντώνιος, ο οποίος είχε ζήσει στο άγιον Όρος, και τη διοργάνωσε ο διάδοχός του άγιος Θεοδόσιος (+1074), εισάγοντας τον κανόνα της Μονής Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως. Ο άγιος Θεοδόσιος εφάρμοσε με ριζοσπαστική αποφασιστικότητα τις κοινωνικές συνέπειες του Χριστιανισμού, ταυτίζοντας τον εαυτό του με τους φτωχούς όπως ο Φραγκίσκος της Ασίζης αργότερα στη Δύση και ακολουθώντας τον Χριστό στη ζωή της πτωχείας και της «κενώσεως». Ενώ ήταν ευγενής από καταγωγή, από την παιδική του ηλικία προτιμούσε να φοράει χονδροειδή ενδύματα και να εργάζεται στους αγρούς με τους δούλους. «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, έλεγε, επτώχευσε και ταπείνωσε τον εαυτό Του, δίνοντάς μας υπόδειγμα για να ταπεινώνουμε τους εαυτούς μας εν τω ονόματι Αυτού» .

Στα έντονα αυτά βιώματα αυταπαρνήσεως και απόλυτης ευαγγελικής συνέπειας, μπορούμε να διακρίνουμε τη στενή πνευματική επαφή των θεμελιωτών της Λαύρας του Κιέβου με το άγιον Όρος και τη μοναχική παράδοση της Κωνσταντινουπόλεως και να διαβλέψουμε τη βαθύτερη επίδραση «κεκρυμμένων», αλλ' εμπνευσμένων ασκητών του Χριστιανικού Βυζαντίου.

Περί το 1035 (ή πιθανώς το 1039) το Κίεβο ανακηρύχθηκε μητροπολιτική έδρα όλων των ρωσικών επισκοπών. Πρώτος «Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας» αναφέρεται ο Έλληνας Θεόπεμπτος (1035-1049). Υπάρχει και η άποψη ότι επί Βλαδίμηρου το Κίεβο έγινε μητρόπολη, πιθανότερο όμως είναι ότι επί του προηγούμενου ηγεμόνα η Ρωσική Εκκλησία υπαγόταν στην αρχιεπισκοπή της Χερσώνος.

Μετά την κατάληψη του βουλγαρικού κράτους από τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο (1014), πολλοί επίσης Βούλγαροι [10] κληρικοί κατέφυγαν στη Ρωσία, φέρνοντας μαζί τους τις διάφορες σλαβικές μεταφράσεις. Ήδη από τις αρχές της διαδόσεως του Χριστιανισμού στη Ρωσία, είχαν χρησιμοποιηθεί στη λατρεία οι σλαβικές μεταφράσεις των μαθητών του Μεθοδίου, και ορισμένες μεταφράσεις εισήχθησαν από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε απομείνει, με κέντρο τη Μονή του Αγίου Μάμαντος, σλαβικός πνευματικός κύκλος. Αλλά η παρουσία των Βουλγάρων προσφύγων έδωσε μεγάλη ώθηση για την ανάπτυξη φιλολογικής κινήσεως. Οι Ρώσοι του Κιέβου άρχισαν να μεταφράζουν διάφορα Ελληνικά έργα και να συνθέτουν και οι ίδιοι, υπό την επίδραση των Βυζαντινών, πρωτότυπα στη σλαβική γλώσσα. Παράλληλα πραγματοποιήθηκε αλματωδώς η ανοικοδόμηση ναών σε όλη τη χώρα. Κατά τον Γερμανό χρονογράφο Thietmar, το 1017 υπήρχαν περίπου 400 ναοί στο Κίεβο. Το 1037 ο Ιαροσλάβος ο Σοφός θεμελίωσε τον περίφημο Ναό της Αγίας Σοφίας του Κιέβου, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1100. Ο ναός αυτός διακοσμήθηκε από Έλληνες καλλιτέχνες και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υπενθυμίζει τον ρόλο του Βυζαντίου στην ιστορία της Ρωσίας.

«Είναι πολύ δύσκολο να εξαρθεί επαρκώς η ύψιστη σημασία του εκχριστιανισμού της Ρωσίας… Διότι δεν επρόκειτο περί ενός λαού, αλλ' ενός χάους από πλευράς εθνικής, εκτεθειμένου στον κίνδυνο της ασιατικής διεισδύσεως και στον οποίο έπρεπε να δοθεί ο τρόπος της συνθέσεως»[11].

Η ζωτικότητα της πίστεως, την οποία οι Βυζαντινοί μετέδωσαν στην ψυχή του ρωσικού λαού, αποδείχθηκε εντός ολίγου με την καταπληκτική αντοχή και δυναμικότητα που παρουσίασε όταν ενέσκηψε η μογγολική καταιγίδα στην περιοχή της Ρωσίας του Κιέβου (1237-1448). Όχι μόνο δεν κλονίσθηκε αλλά εξακολούθησε να εισδύει ολοένα και περισσότερο στη ρωσική γη και στη ρωσική ψυχή· η Χριστιανική πνοή της πρώτης αυτής ρωσικής περιόδου (998-1237), στην οποία βλέπουμε βαθύτατη την επίδραση του Χριστιανικού Βυζαντίου, δεν έπαυσε να ζωογονεί την Εκκλησία της Ρωσίας. «Ο Χριστιανισμός του Κίεβου εξακολουθεί να αποτελεί για το ρωσικό θρησκευτικό πνεύμα πρότυπο, χρυσούν μέτρο, βασιλική οδό»[12].

 

Σημειώσεις:


a. G. Vernadsky, A History of Russia, Newhaven 1930, σ. 15.

b. K. S. Latourette, μν. έργ., σ. 251.

c. G. Vernadsky, ένθ. αν., σ. 17-18.

1. PG 102, 737.

2. F. Dvornik, «L’evangelisation des Slaves, des Magyars et des Russes». Μν. ;eργ., σ. 165.

3. Ε. Φωτιάδου, «Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων», Πορευθέντες, 1961, σ. 59.

4. Έκθεσις Βασιλείου Τάξεως, PG 112,1108.

5. Περί της καταγωγής της Όλγας, βλέπε Φωτιάδου, ένθ. αν. σ. 60.

6. Vassiliev, μν. εργ., Β΄ σ. 402.

7. Κ. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Β΄, Αθήναι 1947, σ. 185.

8. Τ. Ware, The Orthodox Church, London 1963, σ. 88.

9. F. Dvornik, «L’evangelisation des Slaves, des Magyars et des Russes», μν. έργ., σ. 170.

10. G. P. Fedotov, Treasury of Russian Spirituality, London 1950, σ. 21.

11. Ο. Ζακυθηνού, «Activite apostolique et politique etrangere a Byzance», La Rewe du Caire. 1946, No 92.

12. G. P. Fedotov, The Russian Religious Mind, New York 1960, σ. 412.

Δημιουργία αρχείου: 9-6-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 11-7-2016.

ΕΠΑΝΩ