Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ιστορικά θέματα

Μεσοποταμία αρχική σελίδα

Πρώιμη Δυναστική περίοδος

2.650 - 2.350 π.Χ.

Προηγούμενη περίοδος // Επόμενη περίοδος // Πίνακες τών περιόδων

Η Μεσοποταμία αποτελεί τη χώρα στην οποία έζησαν και έδρασαν τα κεντρικά πρόσωπα τού βιβλίου τής Γενέσεως. Για την κατανόησή του λοιπόν, είναι συχνά απαραίτητο να έχει ο αναγνώστης μια εικόνα τών λαών που έζησαν εκεί και τής ιστορίας του. Οι παρακάτω αναλύσεις, στηρίζονται σε δύο διαφορετικούς πίνακες, και συνδυάζουν δύο διαφορετικές υποδιαιρέσεις τών εποχών. Γι' αυτό, ίσως συναντήσετε τις ίδιες χρονολογίες τών άκρων κάθε περιόδου, σε δύο διαδοχικά αρχεία τής σειράς.

2.650 - 2.350 π.Χ.

ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΙΙΙ

 

2η Δυναστεία της Κις. (Κις ΙΙ) (περίπου 2570 – περίπου 2550 π.Χ.)

Ουχούμπ (Περίπου 2570 π.Χ.) Υποτελής τής Ουρούκ.

Μεσλίμ (περίπου 2550 π.Χ.) Κέρδισε την ανεξαρτησία τής Κις από την Ουρούκ, και σύντομα πήρα τον τίτλο τού βασιλιά τής Κις, και κυβέρνησε πέρα από τη Σουμερία. Είναι γνωστός από διάφορα μνημεία τα οποία φέρουν το όνομά του. Στη Λαγκάς βρέθηκε ένας κεφαλοθραύστης με ανάγλυφες παραστάσεις και με εγχάρακτη επιγραφή στην οποία αναφέρεται το όνομα τον Μεσιλίμ. Πρέπει να έχαιρε σημαντικής εκτίμησης από τους άλλους Σουμέριους ηγεμόνες, όπως προκύπτει τόσο από τις μαρτυρίες του επιγραφικού υλικού (όπου αναφέρεται ως “κύριος της χώρας Σουμέρ”) όσο και από το γεγονός ότι μεσολάβησε στις συνοριακές διαμάχες μεταξύ των πόλεων Ούμα (Umma) και Λαγκάς. Νικήθηκε από τον Μεσανιπαδά τής Ουρ. (Σ. Μαρινάτου “Σουμερικός και Βαβυλωνιακός πολιτισμός” σελ. 12. Κόρπους Νο 5: σ. 49).

 

1η Δυναστεία της Ουρ. (Ουρ Ι) (2.560 - 2.423 π.Χ. περίπου)

Πήρε την εξουσία τής περιοχής, νικώντας τη 2η Δυναστεία τής Κις. Στη διάρκεια τής διακυβέρνησης τών βασιλέων τής 1ης Δυναστείας τής Ουρ, η πόλη ήταν σε διαρκείς πολέμους με την Ουρούκ και την Κις, για τον έλεγχο τής Νιππούρ. Έτσι εξασθένισαν, και τελικά μια ξένη δυναστεία, τής Ελαμικής πόλης - κράτους Αβάν έθεσε τέλος στην 1η Δυναστεία τής Ουρ. (Κόρπους Νο 5: σ. 49).

Βασιλείς της Ουρ Ι:

Μες-Ανι-Παδά (περίπου 2.560-2.525 π.Χ.) Ήταν ο 1ος βασιλιάς της δυναστείας, (σύγχρονος τού Γκιλγκαμές τής Ουρούκ). Σύμφωνα με μια επιγραφή που βρέθηκε στη Μάρι, ήταν γιος τού Μεσκαλαμπτούγκ. Ο Μες-Ανι-Παδά, πολέμησε για τον έλεγχο τής Νιππούρ, (θρησκευτικού κέντρου τών Σουμερίων), ώσπου την κέρδισε. (Κόρπους Νο 5: σ. 46). Κατέλαβε την Ουρούκ, και νικησε τον Μεσλίμ τής Κις, βάζοντας τέλος στην κυριαρχία του, και κερδίζοντας τον τίτλο: "Βασιλιάς τής Κις". Ήταν πιθανόν ηλικιωμένος τον καιρό που κατέκτησε την Κις και τη Νιπούρ.

Α-Ανί-Παδά (περίπου 2.525 - 2485 π.Χ.) Γιος τού Μες-Ανί-Παδά.

Μεσκιαγκνούνα (περίπου 2485 - 2450 π.Χ.) Γιος και διάδοχος τού Μες-Ανι-Παδά, έχασε πάλι τη Νιππούρ από τον Γκιλγκαμές. Μια ταμπλέτα αφιέρωσης της συζύγου του είναι η παλαιότερη (Σημιτική) βασιλική επιγραφή Ακκαδίων τής Σουμερίας.

Ελουλού (Ελιλί) (περίπου 2445 π.Χ.) Μερικές μεταφράσεις συλλαβίζουν το όνομα Ελιλί.

Βαλουλού (Βαλιλί) (Περίπου 2440 π.Χ.) Μερικές μεταφράσεις συλλαβίζουν το όνομα Balili. Η ισχύς του βασίλειου του που θρυμματίστηκε με την κατάκτηση τών εδαφών τής Ουρούκ και τής Λαγκάς, και έπειτα νικήθηκε από το Ελαμιτικό κράτος-πόλη Αβάν.

 

Κις

Από το 2500 π.Χ. περίπου ως το 2430 περίπου, βασίλεψαν 4 άγνωστοι βασιλείς.

Ενμπί Ιστάρ (περίπου 2430 π.Χ.) Νικήθηκε από τον Εν-Σακουσού-Ανά τής Ουρούκ ή από τον Εανατούμ τής Λαγκάς.

 

Ο Έλεγχος της Βόρειας Σουμερίας από τη Μάρι

Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου, και ειδικότερα μεταξύ τού 2500 - 2334 π.Χ. περίπου, η Μάρι κέρδισε τον έλεγχο τών περιοχών τού Βορείου Σουμέρ, σύμφωνα με τον κατάλογο τών βασιλέων.

Ιλσού (περίπου 2500 - 2480 π.Χ.)

Λαμγκί-Μάρι (περίπου 2480 - 2450 π.Χ.)

Ικούν Σαμάς (περίπου 2460 - 2445 π.Χ.)

Ικούν Σαμαγκάν (περίπου 2445 - 2425 π.Χ.) Ο πρώτος που κατέκτησε το Σουμεριανό έδαφος.

Ιμπλούλ Ιλ (περίπου 2425 π.Χ.) Κατέκτησε την Έμπλα. Κατακτήθηκε από τον Σαργών τού Ακκάδ (γύρω στο 2334 π.Χ.)

 

Παλαιο – Ασσυριακή Περίοδος περίπου 2500 - 1392 π.Χ.

 

Ακσάκ

Ουνζί (περίπου 2450 - 2360 π.Χ.) Πιθανόν υποτελής τής Ουρ.

Ουνταλουλού (περίπου 2440 - 2435 π.Χ.)

Ουρούρ (Ζουζού) (περίπου 2435 - 2420 π.Χ.) Νικήθηκε από τον Εννατούμ τής Λαγκάς.

Πουζούρ-Νιράχ (περίπου 2420 - 2400 π.Χ.)

Ισχού-Ιλ (περίπου 2400 - 2360 π.Χ.)

Σου-Σιν (περίπου 2360 π.Χ.) Γιος τού Ισχού-Ιλ. Νικήθηκε από την Κις.

 

2η Δυναστεία της Ουρούκ (2432 - 2340 π.Χ.)

Ιδρύθηκε μεταξύ τής 2ης Δυναστείας τής Κις (μετά το 2.423 π.Χ.), και τής 2ης Δυναστείας τής Ουρ. Ήταν μικρής ισχύος δυναστεία, καθώς οι Ελαμίτες εξακολουθούσαν να ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τη Σουμερία (Κόρπους Νο 5: σ. 49).

Εν-Σακουσού-Ανά (2432 - 2403 π.Χ.) Έδιωξε τους Ελαμίτες από Αβάν και Χαμάζι, αλλά στη συνέχεια σύντομα, έγινε υποτελής στη Λαγκάς. Έπειτα κέρδισε την κυριαρχία τής Σουμερίας, και ονομάστηκε "Εν Σουμέρ" και βασιλιάς τής γης.

Λουγάλ-Κινισί-Ντουλού (περίπου 2380 π.Χ.) Πιθανόν ο Λουγκαλούρ μερικών καταλόγων. Κυβέρνησε πέρα από την Ουρ. Επίσης βοήθησε τη Λαγκάς να νικήσει την Ούμα.

Λουγκάλγισαλσί (Αργαντέα;) (περίπου 2340 π.Χ.) Πιθανόν ο Αργαντέα μερικών καταλόγων. Νικήθηκε από τον Λουγκάλζαγγεζί.

 


ΠΡΩΙΜΗ ΔΥΝΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΙΙ. (Περίπου 2440 - 2334 π.Χ.)

Η Σουμερία υπό την κυριαρχία τού Ελάμ.

Εισβολή τής Αβάν στη Μεσοποταμία (περίπου 2460 - 2420)

Η έριδα γύρω από τη Νιππούρ συνεχίστηκε και ο Γκιλγκαμές της Ουρούκ, μετά από σφοδρό πόλεμο, νίκησε τον διάδοχο και γιο του Μεσαννεπάντα, Μεσκιαγκνούνα, και απέσπασε τη Νιππούρ από την Ουρ, ελέγχοντας έτσι δικαιωματικά ως επικυρίαρχος βασιλιάς (lugal) όλες τις πόλεις κράτη της Σουμερίας. Ωστόσο, οι συνεχείς πόλεμοι και ο σκληρός αγώνας ανάμεσα στις τρεις ισχυρότερες πόλεις, Κις, Ουρούκ και Ουρ, για τον έλεγχο της Νιππούρ, εξασθένισαν το ηθικό τον λαού των Σουμερίων και τελικά μια ξένη δυναστεία, της Eλαμικής πόλης-κράτους Αβάν έθεσε τέλος στην Πρώτη Δυναστεία της Ουρ. Είναι οι πρώτοι γνωστοί ξένοι εισβολείς στην περιοχή.

Η "παξ Σουμέρικα" τής Ουρ ήρθε στο τέλος της. Η εισβολή τής Αβάν στη Μεσοποταμία σηματοδοτεί την αρχή τής Πρώιμης Δυναστικής περιόδου ΙΙΙ, που τελειώνει με τον Λουγκάλ Ζαγγιζί τής Ουρούκ. Οι μόνες πηγές που έχουμε για την περίοδο αυτή, είναι οι βασιλικοί κατάλογοι.

Βασιλείς της Αβάν:

Ιγκρίς Χαλάμ (περ. 2460 π.Χ.) Άρχισε τις εισβολές στη Σουμερία.

Ιρκάμπ Χαμού (περ. 2450 π.Χ.) Νίκησε τη δυναστεία τής Ουρ.

Αρ Ενούμ (περίπου 2420 π.Χ.) Διώχτηκε από τη Σουμερία από τον Εν Σακουσού-Ανά τής Ουρούκ.

Η εναλλαγή τών δυναστειών ανάμεσα σε Σουμεριακές και Ελαμικές πόλεις-κράτη αποτελεί τεκμήριο της ταραγμένης περιόδού. Η Κις κατάφερε να νικήσει την Αβάν και να ιδρύσει Δυναστεία. Οι Ελαμίτες όμως βασιλείς εξακολούθησαν να είναι ισχυροί και έτσι ο Χαντανίς (ή Χατανίς) (περ. 2450-2430 π.Χ.), ένας βασιλιάς της Ελαμιτικής πoλης Χαμάζι (Hamazi) άπλωσε την κυριαρχία του σε όλη τη Σουμερία. Αυτή ήταν η δεύτερη ξένη δύναμη στην περιοχή. Ο Χαντανίς νικήθηκε από τον Εν Σακουσού Ανά τής Ουρούκ.

 

Η Απελευθέρωση Από τους Ελαμίτες

Η σωτηρία ήλθε, σύμφωνα με μια επιγραφή πού βρέθηκε στην πόλη Αντάμπ (Adab), από τον Λουγκάλ-Ανέ-Μούντου ηγέτη τής Αντάμπ, (γύρω στο 2.400 π.Χ.). Απελευθέρωσε τη Σουμερία από την Ελαμική επικυριαρχία και μετέτρεψε την πόλη του Αντάμπ σε κέντρο ενός ευρύτερου βασιλείου. Ήταν μεγάλος κατακτητής, ο οποίος φέρεται να έχει κυβερνήσει την Αντάμπ για 90 έτη. Τα πιο πρόσφατα έγγραφα τής βασιλείας του, λένε ότι έλεγξε όλη την εύφορη ημισέληνο, από τον Περσικό Κόλπο ως τη Μεσόγειο, και μέχρι το Ζάγκρος, συμπεριλαμβανομένου και τού Ελάμ. Ονομάστηκε "βασιλιάς τών τεσσάρων τετάρτων τού κόσμου" και "Αυτός που έκανε όλα τα ξένα εδάφη να πληρώσουν σταθερό φόρο σε αυτόν, ο οποίος έφερε την ειρήνη στους λαούς όλων τών εδαφών, που έχτισε τους ναούς όλων τών μεγάλων θεών, που αποκατέστησε τη Σουμερία στη δόξα της, που άσκησε Κυριαρχία στα πέρατα τού κόσμου". Δεκατρείς Ενσί (= τοπικοί ηγεμόνες) μαζί τής περιοχής, επαναστάτησαν εναντίον του, αλλά όλοι τους νικήθηκαν. Οι περισσότεροι από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων τών πόλεων τού Ελάμ, είχαν σημιτικά ονόματα. Αργότερα έκανε εκστρατεία στο Ζάκγρος, επεκτείνοντας τον έλεγχό του στους Γκούτιους. Η αυτοκρατορία του, η μεγαλύτερη ως αυτή την περίοδο, διαλύθηκε με το θάνατό του. (Κόρπους Νο 5: σ. 49).

Μετά την εκδίωξη των Ελαμιτών οι Σουμεριακές πόλεις-κράτη ενδυναμώθηκαν ξανά. Γύρω στο 2.500 π.Χ., η αρχηγία τής Σουμερίας πέρασε στον Μεσλίμ βασιλιά τής Κις, γνωστού από διάφορα μνημεία τα οποία φέρουν το όνομά του. Στη Λαγκάς βρέθηκε ένας κεφαλοθραύστης με ανάγλύφες παραστάσεις και με εγχάρακτη επιγραφή στην οποία αναφέρεται το όνομα τού Μεσιλίμ. Πρέπει να έχαιρε σημαντικής εκτίμησης από τους άλλους Σουμέριους ηγεμόνες, όπως προκύπτει τόσο από τις μαρτυρίες του επιγραφικού υλικού (όπου αναφέρεται ως “κύριος της χώρας Σουμέρ”) όσο και από το γεγονός ότι μεσολάβησε στις συνοριακές διαμάχες μεταξύ των πόλεων Ούμμα (Umma) και Λαγκάς.

Στο τέλος όμως τής Βασιλείας του, η Σουμερία άρχισε να παρακμάζει. Οι Σουμεριακές πόλεις εμπλέχθηκαν σε ένα διαρκή αλληλοφθόρο αγώνα, εξαντλώντας τους στρατιωτικούς τους πόρους.

 

1η Δυναστεία της Λαγκάς (Λαγκάς Ι).

Στο διάστημα από το 2500 μέχρι το 2350 π.Χ. περίπου η πόλη Λαγκάς (Lagash) εξελίχθηκε σε μια πολύ σημαντική και υπολογίσιμη δύναμη. Ομως η Λαγκάς δεν έζησε μεγάλα διαστήματα ηρεμίας και αυτό λόγω των σκληρών πολέμων που διεξήγαγε με τη γειτονική πόλη Ούμα για την κατοχή της Γκουεντίννα (Guedinna), περιοχής ευρισκόμενης βόρεια της Λαγκάς. Τότε μεσολάβησε ο Μεσλίμ τής Κις για τις συνοριακές διαφορές τών δύο πόλεων Ούμμα και Λαγκάς. (Κόρπους Νο 5: σ. 49,50).

Ουρ-Νανσή (Ur-Nanse) (περίπου 2494 - 2465 π.Χ.) Ίδρυσε τη δυναστεία και έριξε την κυριαρχία τής Ουρ. Δεν ξέρουμε από πού προήλθε, ούτε πώς μπήκε στην εξουσία. Πιθανόν να ήταν Σημίτης από τη Δυτική περοχή Τιντουνούμ Οι επιγραφές που βρέθηκαν, γράφουν: "Τα σκάφη τού Ντιλμούν τού έφερναν ξύλο ως φόρο από τα ξένα εδάφη". Αν αυτό είναι αλήθεια, ίσως να είχε επεκτείνει την ισχύ του στο Ιράν και στο εξωτερικό.

Εικονίζεται δύο φορές, μαζί με τα τέσσερα παιδιά του, πάνω σε μια αναθηματική πλάκα που βρέθηκε στη Λαγκάς και η οποία απαθανατίζει τη μεγάλη οικοδομική δραστηριότητά του. Σύμφωνα με διάφορες αφιερωματικές επιγραφές o Ουρ-Νανσή έκτισε ναούς και άλλα αρχιτεκτονήματα, ίδρυσε αγάλματα και μερίμνησε για την κατασκευή διωρύγων, ενώ ήταν πολύ δραστήριος στις σχέσεις του με άλλες χώρες.

Ο Ουρ-Νιννά ήταν πιθανόν ο παππούς τού Ενναδού (2.475 π.Χ. περίπου), τού οποίου διασώζεται οικογενειακό κειμήλιο. Αυτός, ο υπουργός του και η οικογένειά του, συνεργάστηκαν στενά για την οικοδομή τού ναού. Πράγματι, στα γραπτά μνηνεία μιλάει περί ανεγέρσεως και κατασκευής ναών, διωρύχων, κήπων, περί προμηθείας οικοδομικής ξυλείας και εμπορικών επιχειρήσεων.

Ακουργκάλ (2465 - 2455 π.Χ.) Γιος τού Ουρ Νανσί. Μπορεί να σκοτώθηκε σε πόλεμο με τον Ενσί Ους τής Ούμμα.

Εννατούμ (2455 - 2425 π.Χ.) Γιος τού Ακουργκάλ. Ονομάστηκε: "αυτός που υποβάλλει τα εδάφη". Νίκησε τον Ενκάλ τής Ούμμα, και έκανε το έθνος του υποτελείς του και ξαναπήρε την Γκονεντίννα. Επίσης έκτισε ένα κανάλι-σύνορο ανάμεσα στις δύο πόλεις, που έμεινε γνωστό ως “Λιοντάρι της Πεδιάδας”. Εκεί ο Εαννατούμ ίδρυσε τη “Στήλη των Γυπών”, μια ασβεστολιθική πλάκα, πάνω στην οποία καταγράφηκε η νίκη τού προστάτη Θεού της Λαγκάς Νινγκίρσου (Ningirsu), ο οποίος βοήθησε τον Εαννατούμ να επανακτήσει την Γκουεντίννα. (Κόρπους Νο 5: σ. 51). Είναι το παλαιότερο ιστορικό έγγραφο που έχει βρεθεί.

Ο Εαννατούμ όμως συνέχισε τους νικηφόρους πολέμους τον εναντίον και άλλων γειτονικών πόλεων κρατών. Ετσι απέκρουσε τις επιθέσεις των Ελαμιτών, πήρε μέρος τού Ελάμ, και νίκησε τις πόλεις Ουρούκ, Ουρ, Ακσάκ και Κις.

Όταν ξεκίνησε για το Βορρά για να κατακτήσει την Κίς, τη Νιππούρ και την Ακσάκ, η Κις ήταν ακόμα αδύναμη από την ήττα της στα χέρια τού Εν-Σακουσί-Ανά τής Ουρούκ. Ο Ζουζού βασιλιάς τής Ακσάκ, οδήγησε το Βόρειο συνασπισμό εναντίον τής Λαγκάς. Μπήκαν στο έδαφός της, όμως νικήθηκαν, και κυνηγήθηκαν ως τις πύλες τής Ακσάκ. Έτσι ο Εννατούμ αναγνωρίστηκε πια ως ανώτατος βασιλιάς, παίρνοντας τον τίτλο: “βασιλιάς της Κις”, που ισοδυναμούσε με κυριαρχία πάνω σε όλη τη Σουμερία.

Οι το δίκτυο τών υποτελών περιοχών του, επεκτεινόταν στους Μάρι. Υπήρξε μια σύντομη περίοδος ειρήνης, μετά όμως δέχτηκε επίθεση από το Ελάμ, που είχε μόλις απωθηθεί. Μετά επαναστάτησε η Κις και η Ακσάκ. Πολύ σύντομα αργότερα, το Eλάμ εισέβαλε πάλι, ενώ συγχρόνως, ένας βόρειος επαναστατικός συνασπισμός με την Κις την Ακσάκ και τους Μάρι τού άνω Ευφράτη επιτέθηκε. Ο Εννατούμ νίκησε και τους δύο στρατούς ξηράς. Ακόμα κι αν ήταν σχεδόν συνεχώς στον πόλεμο, πήρε τον τίτλο "Εξαπλωτής των εδαφών για τον Νιγκιρσού". Ίσως να πέθανε σε κάποια απ' αυτές τις μάχες, επειδή τον διαδέχτηκε ο αδελφός του, και η Λαγκάς δεν έγινε ποτέ ξανά μια τόσο μεγάλη δύναμη.

Ενανατούμ Ι (2425 - 2405 π.Χ.) Αδελφός τού Εννατούμ. Ο Απ-Λουμά, Ενσί τής Ούμα, επιτέθηκε με την ενίσχυση «των αλλοδαπών» από τη Βόρεια Σουμερία. Μπόρεσε να συντρίψει τον στρατό ξηράς τών Ουμαϊτών, αλλά αυτό εξάντλησε τις δυνάμεις του. Αυτό το κενό ισχύος, το εκμεταλλεύτηκε ο Ιλ, ο Εν τής Χαλάμπ. Επιτέθηκε και κατέκτησε την υπόλοιπη Ούμα, αυτοδιοριζόμενος Ενσί.. Ο Ιλ εισέβαλε έπειτα στη Λαγκάς, αλλά αποκρούστηκε, και γύρισε πίσω. Η Λαγκάς εντούτοις έχασε ο Βόρειο μέρος της από τον Ιλ.

Εντεμενά (2405 - 2375 π.Χ.) Γιος τού Ενανατούμ Ι. Τελικά αυτός νίκησε τον Ιλ τής Ούμα, αλλά μόνο με τη βοήθεια τού Λουγκάλ-Κινίς-Ντουρού, βασιλιά τής Ουρ και τής Ουρούκ. Πάλεψε εναντίον τής επιρροής τών ιερέων. Ο Εντεμενά ήταν ο τελευταίος μεγάλος Ενσί τής Λαγκάς, και η βασιλεία του τέλειωσε με ειρήνη και ευημερία. Διασώζεται αργυρό αγγείο τού Εντεμενά.

Ενανατούμ ΙΙ (2375 - 2365 π.Χ.) Γιος τού Εντεμενά.

Ενεταρζί (2365 - 2359 π.Χ.) Σφετεριστής. Είτε εγκαταστάθηκε από τους ιερείς είτε ήταν ιερέας ο ίδιος. Πολέμησε τους Ελαμίτες.

Λουγκαλάνδα (2359 - 2352 π.Χ.) Αυτός ενισχύθηκε στο θρόνο από την ιεροσύνη. Διασώζεται ο κύλινδρός του.

Ουρουκαγκίντ (ή Ουρουκάγκ-ίνα), (2.352 - 2342 π.Χ.) Μερικές μεταφράσεις τον αποκαλούν Ουρουνιμγκίνα. Ήταν ο τελευταίος βασιλιάς τής 1ης δυναστείας τής Λαγκάς. Ήταν σφετεριστής τού θρόνου, και υπήρξε αξιοσημείωτος κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Οι προηγούμενοι κυβερνήτες τής Λαγκάς, ειδικά οι δύο σφετεριστές που εγκαταστάθηκαν από την ιεροσύνη, είχαν καταπιέσει τρομερά τους ανθρώπους, και οικονομικά και στρατιωτικά. Υπήρξαν υπερβολικοί φόροι σε περιπτώσεις γάμων και οι κηδειών, και το έδαφος "αγοράστηκε" από τους ανώτερους υπαλλήλους πολύ κάτω από την πραγματική αξία αγοράς του.

Ο Ουρουκαγκίντ αξίωσε ότι έχει επιλεχτεί από το Θεό Νιγκιρσού για να σταματήσει την εκμετάλλευση των φτωχών. Κατέστρεψε μεγάλο μέρος τής παλαιάς γραφειοκρατίας. Έκοψε το εισόδημα τών ιερέων και έβαλε τέλος στην επιρροή τους. Σύμφωνα με κτητορικές και αφιερωματικές επιγραφές, ο Ουρουκαγκίντ κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες ώστε να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη, δείχνοντας έντονο ενδιαφέρον για τάξεις όπως αυτή των αλιέων, των εμπόρων, των αγροτών και των κτηνοτρόφων, και πήρε μέτρα προστασίας τους από την αυθαιρεσία των αξιωματούχων του ιερατείου.

Υπήρξε πολύ αγαπητός από τον λαό και έτσι ειρηνόφιλος καθώς ήταν, φαίνεται πως δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει μια νέα επίθεση του προαιώνιου εχθρού, της πόλης Ούμμα. Δημιούργησε ένα αρκετά ειδυλλιακό κράτος, αλλά με αυτές τις ενέργειες, αποδυνάμωσε τη Λαγκάς στο σημείο που δεν θα μπορούσε πλέον να υπερασπιστεί τα εδάφη της από τους θανάσιμους εχθρούς της, τους Ουμαϊτες. Ο Λουγκάλ-Ζαγκιζί (περ. 2345 - 2316 π.Χ.) τής Ούμα, επιτέθηκε στη Λαγκάς και έκαψε όλους τους ιερούς ναούς της. Ίσως να τον βοήθησαν οι ιερείς τής Λαγκάς. Ο Ουρουκαγκίντ κατέφυγε στην πόλη Γκιρσού, μια κατοχή τής Λαγκάς που δεν φαίνεται να κυριεύθηκε από την Ούμα. Εδώ εξαφανίζεται από την ιστορία. Τα έγγραφά του που πιστοποιούν τις μεταρρυθμίσεις του, είναι τα παλαιότερα στην ιστορία που μιλούν για την ελευθερία.

Νικήθηκε από τον Λουγγάλ-Ζαγγιζί (2.370 - 2.347 π.Χ.), τον κυβερνήτη τής γειτονικής πόλης κράτους, τής Ούμμα, μετά τα 106 έτη της δυναστείας της Λαγκάς. Ο Λουγγάλ Ζαγγιζί καταστρέφει εκ θεμελίων η Λαγγάς, και ενώνει υπό το σκήπτρο του όλη τη Σουμέρ και Ακκάδ ως τη θάλασσα. Έπειτα, για 20 χρόνια, ο Λουγγάλ-ζαγγιζί ήταν ο ισχυρότερος κυβερνήτης.

Τελικά όμως η τύχη του Λουγκαλζαγκεζί δεν κράτησε πολύ. Ο Ακκάδιος βασιλιάς Σαργών ο Μέγας τον νίκησε και τον μετέφερε σιδηροδέσμιο στη Νιππούρ. Ο Σαργών ανακηρύχθηκε “βασιλιάς της Σουμερίας και της Ακκάδ”, θέτοντας τέλος στην ανεξαρτησία των Σουμεριακών πόλεων της Πρώιμης Δυναστικής Περιόδου.

Βιβλιογραφία:

Εβραϊκή Αρχαιολογία Β. Μ. Βέλλα, σελ. 70.

Άτλας της Βίβλου της Καθημερινής σελ. 15,18.

"Σουμερικός και Βαβυλωνιακός πολιτισμός" του Σ. Μαρινάτου σελ. 14.

Περιοδικό "Κόρπους" Νο 5: σ. 50.

 

2η Δυναστεία της Ουρ (2430 - 2340 π.Χ. περίπου):

Δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή δύναμη. Kατά τη διάρκειά της βασίλευσαν 4 Σουμέριοι ηγεμόνες. (Κόρπους Νο 5: σ. 49). Όμως τα ονόματά τους είναι κατεστραμένα στην ταμπλέτα. Νικήθηκαν από τον Λουγκάλ-Ζαγγεζί τής Ουρούκ.

 

3η Δυναστεία της Κις (περίπου 2.400 π.Χ.)

Κου-Βάου (Κου-Μπάμπα) (περίπου 2400 π.Χ.) Είχε κακή φήμη. Μερικές μεταφράσεις αναφέρουν το όνομά της Κου-Μπάμπα. Πιθανόν η μόνη γυναίκα που βασίλεψε στο Σουμέρ και Ακκάδ. Ονομάστηκε "η ξενοδόχος" και " αυτή που στερέωσε τα θεμέλια τής Κις".

 

4η Δυναστεία της Κις (περίπου 2.360 -2340 π.Χ.)

Πουζούρ-Σιν (περίπου 2360 - 2340 π.Χ.) Γιος τής Κου-Βάου.

Ουρ-Ζαμπάμπα (περίπου 2340 π.Χ.) Γιος τού Πουζούρ-Σιν. Ο Σαργών ήταν ο οινοχόος του. Νικήθηκε και πιθανόν σκοτώθηκε από τον Λουγκάλζαγκεζί.

Σιμουντάρα. Υποτελής τού Λουγκάλζαγκεζί.

Ουσιουατάρ. Υποτελής είτε τού Λουγκάλζαγκεζί είτε τού Σαργών.

Ιστάρ-Μουτί. Υποτελής τού Σαργών.

Ισμέ-Σαμάς. Υποτελής τού Σαργών.

Νανία. Ονομάστηκε "εργάτης τής πέτρας". Υποτελής τού Σαργών. Ο τελευταίος βασιλιάς τής Δυναστείας.

Προηγούμενη περίοδος // Επόμενη περίοδος // Πίνακες τών περιόδων

Δημιουργία αρχείου: 20-6-2000.

Τελευταία ενημέρωση: 14-10-2004.

ΕΠΑΝΩ