Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ορθοδοξία

Ιησούς Χριστός - Η Ζωή τού κόσμου * Άκτιστη και κτιστή Εκκλησία * Εκκλησιολογία - Η σχέση Χριστού και Εκκλησίας * Ταύτιση Εκκλησίας και Ευχαριστίας * Πνευματικοί λόγοι για τους οποίους η Ορθοδοξία είναι η Αληθινή Πίστη * Η άντληση της Εξουσίας της τάξης των Προφητών στην πρώτη Εκκλησία * Οι διάδοχοι τών αποστόλων * Η ενότητα της Εκκλησίας "εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω" κατά τους τρεις πρώτους αιώνες

Η ενότητα τής Εκκλησίας

Η Ιεραρχία και η Ενότητα τής Εκκλησίας κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη

Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" τεύχος 291. Οκτώβριος 2020.

Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr

 

 

Ένα από τα βασικότερα θέματα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η ενότητά της, η ενότητα μεταξύ Χριστιανών και Κληρικών, και αυτό έχει σχέση με το πολίτευμα τής Εκκλησίας που δεν είναι απλώς δημοκρατικό, ούτε θεοκρατικό, αλλά συνοδικό και ιεραρχικό.

 

Πολλοί σήμερα κάνουν λόγο για την ενότητα που πρέπει να επικρατή μεταξύ Χριστιανών, μοναχών και Κληρικών, μεταξύ Κληρικών και Ιεραρχών. Η Εκκλησία δεν είναι ένας ανθρωποκεντρικός οργανισμός, αλλά Θεανθρώπινος Οργανισμός, είναι το Σώμα τού Χριστού και ο Χριστός είναι η κεφαλή τής Εκκλησίας. Όπως στο σώμα τού ανθρώπου υπάρχει ενότητα και ιεράρχηση μεταξύ τών μελών, έτσι πρέπει να γίνεται και στην Εκκλησία. Έτσι, υπάρχει συνοδικότητα και ιεραρχικότητα σε όλα τα επίπεδα τής εκκλησιαστικής ζωής, από τις Μητροπόλεις με τις Ενορίες και τα Μοναστήρια, μέχρι την Σύνοδο τών Προκαθημένων τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ούτε εν ονόματι τής συνοδικότητας πρέπει να καταργήται η ιεράρχηση, ούτε εν ονόματι τής ιεραρχήσεως πρέπει να καταργήται η συνοδικότητα.

Μερικές βασικές σκέψεις για το πώς πρέπει να λειτουργή η ενότητα τής Εκκλησίας στην εποχή μας, που διακρίνεται για πολλά προβλήματα, δημοσίευσα σε ένα άρθρο στο Περιοδικό τής Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου που τιτλοφορείται «Αχιλλίου Πόλις» (τεύχος 3), στο οποίο ερμηνεύω το εκκλησιαστικό πολίτευμα μέσα από την χαρισματική ενότητα τής Εκκλησίας και όχι μέσα από πολιτειοκρατικές απόψεις. Και αυτό είναι το ζητούμενο.

*   *   *

«Εκκλησία συστήματος και συνόδου εστιν όνομα»

Το χωρίο «Εκκλησία συστήματος και συνόδου εστιν όνομα», που έθεσα ως επικεφαλίδα στο κείμενό μου αυτό, το οποίο έγραψα κατά παράκληση τού Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερωνύμου, ανήκει στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, έναν μεγάλο Πατέρα τής Εκκλησίας, ο οποίος δίδασκε, παρά τις εκκλησιαστικές περιπέτειες που περνούσε, ότι η Εκκλησία είναι όνομα που δηλώνει σύστημα και σύνοδο.

Η Εκκλησία είναι το Σώμα τού Χριστού και τα μέλη τής Εκκλησίας είναι μέλη τού Σώματος τού Χριστού. Όπως σε ένα σώμα όλα τα μέλη, παρά την ποικιλία τών λειτουργιών τους, έχουν ενότητα με τα άλλα μέλη, οπότε ισχύει η ποικιλία εν τη ενότητι και ενότητα εν τη ποικιλία, το ίδιο ισχύει και με την Εκκλησία. Πολλά είναι τα μέλη της, μία είναι η κεφαλή της, ο Χριστός, τα οποία μέλη ζουν σε ενότητα μεταξύ τους, γι’ αυτό και το όνομα τής Εκκλησίας είναι «σύστημα» και «σύνοδος».

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η θεία Λειτουργία, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, είναι «σύνοδος ουρανού και γης», αφού όλοι συνερχόμαστε σε μια ενότητα μεταξύ μας για να συμμετάσχουμε σε αυτήν, ήτοι κληρικοί, μοναχοί, ιεροψάλτες, επίτροποι, νεωκόροι, ιερόπαιδες, λαός. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιούμε τους όρους Ιερά Σύνοδος, Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος και Διαρκής Ιερά Σύνοδος, Συνοδικές Επιτροπές κλπ. Ανήκουμε σε ένα Σώμα, το Σώμα τού Χριστού, με ιδιαίτερα καθήκοντα και αρμοδιότητες.

Αυτός ο τρόπος λειτουργίας τής Εκκλησίας συγκροτεί την ενότητά της, η οποία μπορεί να είναι και εξωτερική, αλλά κυρίως συγκροτείται από την χαρισματική εσωτερική ενότητα, δηλαδή την ενότητα στην πίστη και στην μυστηριακή ζωή.

Αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, γιατί σήμερα μερικοί ομιλούν για ενότητα στην Εκκλησία, ώστε να μην υπάρχη δήθεν διάσπαση, και με αυτό στην πραγματικότητα εννοούν μια «διπλωματική» και εξωτερική ενότητα που λειτουργεί σε βάρος τής εσωτερικής-χαρισματικής ενότητος τής Εκκλησίας.

Ποια, λοιπόν, είναι τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν την ενότητα τών μελών στην Εκκλησία; Στην συνέχεια θα τονισθούν κάποια στοιχεία που αποτελούν την βάση τής εκκλησιαστικής ενότητας.

 

1. Συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας

Το πολίτευμα τής Εκκλησίας είναι αυτό που εκφράζει την ενότητά της, και, βεβαίως, για να είναι πραγματικό πολίτευμα, πρέπει να είναι συνοδικό και ιεραρχικό. Το συνοδικό είναι από όλους κατανοητό, ότι, δηλαδή, συνερχόμαστε όλοι μαζί για να επιλύσουμε ένα θέμα, αλλά το ιεραρχικό δεν θέλουν πολλοί να το κατανοήσουν.

Ας λάβουμε ως παράδειγμα την συγκρότηση τής Πολιτείας. Η ενότητα σε μια Πολιτεία και σε έναν διοικητικό οργανισμό διαπνέεται και από την συνοδικότητα, αφού συνέρχονται όλα τα μέλη από κοινού για να αποφασίσουν, όπως στην Βουλή τών Ελλήνων, αλλά συγχρόνως διαπνέεται και από την ιεραρχικότητα, αφού διαφορετικοί είναι οι ρόλοι κάθε μέλους τού Κοινοβουλίου, ήτοι τού Προέδρου, τού Αντιπροέδρου κλπ. ή ενός διοικητικού οργανισμού. Έτσι, η συνοδικότητα δεν καταργεί την ιεραρχικότητα, γιατί τότε θα ήταν ένας λαϊκισμός, ούτε η ιεραρχικότητα καταργεί την συνοδικότητα, γιατί αυτό θα ήταν μια απολυταρχία.

Αυτός ο συντονισμός και η συνύπαρξη μεταξύ συνοδικότητας και ιεραρχικότητας συγκροτεί την ενότητα τής Εκκλησίας. Σε τοπικό επίπεδο υπάρχει η συνοδικότητα, αφού όλοι οι Κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί που έχουν βαπτισθή στο όνομα τού Τριαδικού Θεού, ανήκουν σε μια τοπική Εκκλησία, συμμετέχουν όλοι στην θεία Λειτουργία, προσεύχονται, κοινωνούν τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού, αλλά διατηρείται και η ιεραρχικότητα, ήτοι είναι ο Μητροπολίτης, ο Πρωτοσύγκελλος, οι Ιεροκήρυκες, οι Ιερείς, οι Διάκονοι, οι Μοναχοί, οι επίτροποι, οι ιεροψάλτες, οι νεωκόροι, οι κατηχητές, οι κατηχούμενοι, το πλήρωμα τής Εκκλησίας. Κανείς δεν αντικαθιστά κάποιο άλλο μέλος, και έτσι υπάρχει αρμονία μέσα στην θεία Λειτουργία.

Αυτό επεκτείνεται και στην Διοίκηση κάθε Ιεράς Μητροπόλεως. Κεφαλή της είναι ο Μητροπολίτης, έπονται ιεραρχικά, ο Πρωτοσύγκελλος, οι Ιεροκήρυκες, οι Εφημέριοι, τα Ηγουμενοσυμβούλια κλπ. Όλοι συμμετέχουν στο ενιαίο Σώμα τού Χριστού (συνοδικότητα) και ο κάθε ένας βρίσκεται σε μια ιεραρχική διαβάθμιση. Αυτό τονίζεται από όλους τους Πατέρας τής Εκκλησίας.

Έτσι, η ενότητα τής Εκκλησίας στηρίζεται σε αυτήν την καλή σχέση μεταξύ συνοδικότητας και ιεραρχικότητας. Με τον τρόπο αυτόν αποφεύγεται τόσο η Ρωμαιοκαθολική απολυταρχία, όσο και η Προτεσταντική αναρχία.

 

2. Η Ιεραρχία κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη

Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης έχει γράψει, μεταξύ τών άλλων, δύο σημαντικά έργα, με τίτλο «περί ουρανίας Ιεραρχίας» και «περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας». Τα έργα αυτά είναι πολύ σημαντικά για την λειτουργία τής Εκκλησίας και την ενότητά της, γι’ αυτό έχουν επηρεάσει πολύ τόσο τους μεταγενεστέρους Πατέρας τής Εκκλησίας όσο και όλη την ζωή τής Εκκλησίας. Ο μεγάλος αυτός Πατέρας τής Εκκλησίας για να περιγράψη την σχέση μεταξύ τού Θεού και τών δημιουργημάτων, στα οποία δημιουργήματα συγκαταλέγεται και ο άνθρωπος, που είναι ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο όλης τής δημιουργίας, νοητής και αισθητής, χρησιμοποιεί την εικόνα τού ηλίου.

Ο Θεός είναι ο ήλιος τής δικαιοσύνης που στέλλει τις ακτίνες Του σε όλη την δημιουργία, είναι η Θεαρχία, δηλαδή «η αρχή τής θεώσεως». Ο Θεός έχει πολλά ονόματα, μεταξύ αυτών είναι το «αγαθός» και το «καλός». Με το ότι είναι «αγαθός» κινείται προς την κτίση, σκορπώντας τις ενέργειές του, και με το ότι είναι «καλός» ελκύει όλη η κτίση στον Εαυτό Του δια τού κάλλους, τής ομορφιάς Του. Αυτό έχει σχέση με το ότι ο Θεός είναι «έρως» και «εραστόν», και ως έρως κινείται προς τον άνθρωπο και ως εραστό ελκύει στον Εαυτό Του τα δεκτικά τού έρωτος.

Μετά τον Θεό που είναι η «Θεαρχία», ήτοι «η αρχή τής θεώσεως», υπάρχουν οι «Θεωνυμίες», ήτοι τα ονόματα τού Θεού, οι ενέργειές Του, και υπάρχουν οι «Ιεραρχίες», δηλαδή η μετοχή στις «θεωνυμίες», τόσο η ουράνια Ιεραρχία, οι τάξεις τών αγγέλων, όσο και η εκκλησιαστική Ιεραρχία, οι τάξεις τών μελών τής Εκκλησίας, οι οποίες μετέχουν κατά διαφόρους βαθμούς τής θεώσεως.

Ο Θεός ως «αγαθός» στέλλει τις ακτίνες τής δόξης Του στην ουράνια και εκκλησιαστική Ιεραρχία και σε όλη την κτίση, και ως «καλός», ελκύει όλους, δια τού κάλλους Του, σε Αυτόν. Έτσι γίνεται η κίνηση τού Θεού προς τον κόσμο και η επιστροφή όσων ανταποκρίνονται δια τού κάλλους Του στον Θεό, και έτσι επέρχεται η ενότητα τού Θεού σε όλη την κτίση.

Στην «ουράνια και εκκλησιαστική Ιεραρχία» υπάρχει «ιερά τάξη», και η κάθε τάξη δέχεται αναλόγως την άκτιστη ενέργεια τού Θεού. Ακόμη υπάρχει και «η ιερά επιστήμη», δηλαδή η θεία γνώση που αποκτά κανείς κατά μέθεξη και κατά αναλογία με την «τάξη» στην οποία βρίσκεται. Επί πλέον η «ιερά ενέργεια», δηλαδή η θεία Χάρη που ενεργεί ανάλογα σε κάθε τάξη, άλλους καθαρίζει, άλλους φωτίζει και άλλους τελειώνει, και αυτή η ενέργεια λέγεται καθαρτική, φωτιστική και τελειοποιός.

Έτσι, κάθε «ιερά τάξη» στην «ουράνια και εκκλησιαστική Ιεραρχία» κατά αναλογία συνδέεται με την «ιερά επιστήμη», ήτοι την «ιερά γνώση» και «την μέθεξη τής ενεργείας» κατά αναλογία, οπότε υπάρχει η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελείωση-θέωση τών μελών τής ουράνιας και εκκλησιαστικής Ιεραρχίας. Όσοι δεν θέλουν να μετάσχουν σε αυτήν την διαδικασία, βρίσκονται έξω από την εκκλησιαστική Ιεραρχία, όπως και τα πονηρά πνεύματα είναι έξω από την ουράνια Ιεραρχία.

Το σημαντικό είναι ότι ο Θεός κινείται προς τον άνθρωπο και την κτίση και προκαλεί θαυμασμό, οπότε ελκύει προς τον Εαυτό Του αναλογικά και ιεραρχικά κάθε τάξη και έτσι διατηρείται η ενότητα τών κτιστών, και προς τα άνω και προς τα πλάγια.

Πολλοί μιλάνε για ενότητα στην Εκκλησία, αλλά αυτή η ενότητα δεν είναι εξωτερική, κατά κάποιον τρόπο σωματειακού τύπου, αλλά είναι χαρισματική, όταν λειτουργή η «ιερά τάξη», «η ιερά επιστήμη» - «η ιερά γνώση» και «η ιερά μέθεξη», και όταν τα μέλη τής Εκκλησίας δέχονται την Χάρη τού Θεού καθαρτικώς, φωτιστικώς και τελειωτικώς, και ανέρχονται προς τον μόνον «καλόν καγαθόν», τον Τριαδικό Θεό, ο Οποίος είναι η «Θεαρχία», ήτοι η «αρχή τής θεώσεως».

 

3. Αποκάλυψη και μέθεξη τής Χάριτος τού Θεού

Μέχρι τώρα σημειώθηκε ότι η ενότητα τής Εκκλησίας προέρχεται από την εσωτερική ζωή της και επεκτείνεται και εξωτερικά. Για να γίνη αυτό κατανοητό πρέπει να δούμε το μυστήριο τής Ιερωσύνης από άνω προς τα κάτω, όπως δόθηκε από τον Θεό.

Την ημέρα τής Πεντηκοστής οι Απόστολοι έλαβαν το Άγιον Πνεύμα, έγιναν μέλη τού Σώματος τού Χριστού, έφθασαν στην θέωση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι συνδέεται στενά η όραση τού θείου Φωτός, με την ένωση και κοινωνία με τον Θεό και την πνευματική γνώση τού Θεού. Στην συνέχεια οι Απόστολοι χειροτόνησαν τους Διακόνους και τους Πρεσβυτέρους, και καθόρισαν τις αρμοδιότητές τους στην Εκκλησία, πράγμα που καθορίσθηκε από την Εκκλησία καλύτερα στους επόμενους αιώνες με τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους.

Σήμερα η Ιερωσύνη κατανοείται περισσότερο από τα κάτω προς τα άνω, δηλαδή πρώτα γίνεται κανείς Διάκονος, έπειτα Πρεσβύτερος και στην συνέχεια Επίσκοπος γιατί έτσι φανερώνεται ευκρινέστατα η μύηση στο μυστήριο τής Ιερωσύνης, αφού, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη οι τρεις βαθμοί τής Ιερωσύνης, ήτοι τού Διακόνου, τού Πρεσβυτέρου και τού Επισκόπου, συνδέονται στενά με τα μυστήρια τής καθάρσεως, τού φωτισμού και τής θεώσεως. Έτσι, η αποκάλυψη τού Θεού δίδεται στους θεουμένους και αυτοί την διατυπώνουν με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα στα πνευματικά τους παιδιά για να ανέλθουν και αυτοί με διαφόρους βαθμούς στην θεοπτία.

Μελετώντας κανείς προσεκτικά τα κείμενα τών αγίων Πατέρων, καταλαβαίνει ότι υπάρχει μια λεπτή και ουσιαστική διάκριση μεταξύ δογμάτων και όρων. Το δόγμα είναι η αποκάλυψη του Θεού στους Προφήτας στην Παλαιά Διαθήκη ασάρκως και στους Αποστόλους τής Καινής Διαθήκης εν σαρκί, και στους Πατέρας δια μέσου τών αιώνων εν τη Εκκλησία. Αυτό το δόγμα, το οποίο είναι η Αποκάλυψη τού Θεού στους φίλους Του, διατυπώνεται με όρους, με «κτιστά ρήματα» για να τεθούν τα όρια μεταξύ δόγματος-αποκαλύψεως και στοχασμού, ο οποίος είναι απόρροια τής φιλοσοφίας.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην αρχή τού «Αγιορειτικού Τόμου» κάνει την διάκριση μεταξύ τών κηρυττομένων δογμάτων, που ήταν γενικώς παραδεκτά και από όλους αναγνωρισμένα και ήταν μυστήρια τού Μωσαϊκού νόμου, και βλέπονταν μόνον από τους προφήτας εν πνεύματι, και τού μυστηρίου τής ευαγγελικής πολιτείας, που είναι τα επηγγελμένα αγαθά στους αγίους στον μέλλοντα αιώνα, τα οποία δίδονται και προορώνται δια τους αξίους να βλέπουν, και αυτά τα βλέπουν μετρίως ωσάν σε αρραβώνα. Δόγματα, λοιπόν, είναι οι αποκαλύψεις τού Θεού στους φίλους Του, τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους.

Η εμπειρία τής Πεντηκοστής είναι εμπειρία τής θεώσεως και αυτοί που μετέχουν τής θεοποιού ενεργείας τού Θεού χαρακτηρίζονται θεούμενοι. Αυτοί που μετέχουν τής Αποκαλύψεως απέκτησαν εμπειρική γνώση τού δόγματος, που είναι η φανέρωση τής ακτίστου δόξης τού Θεού, τής ακτίστου Βασιλείας Του, και στην συνέχεια καθορίζουν εν Συνόδω τα όρια μεταξύ αληθείας και ψεύδους, που γίνεται με τους όρους.

Κατά συνέπεια η Αποκάλυψη τού Θεού που δίνεται στους θεουμένους δείχνει ότι υπάρχει ταυτότητα εμπειριών στους Προφήτας, Αποστόλους και Πατέρας, αλλά αυτή η ταυτότητα εμπειριών διατυπώνεται διαφορετικά από τον καθένα, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρίσματά του. Όμως, όταν οι θεούμενοι συνέλθουν σε μια Τοπική ή Οικουμενική Σύνοδο, τότε θέτουν τα όρια μεταξύ αληθείας και πλάνης και αποκτούν και ταυτότητα ορολογίας. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε την διάκριση μεταξύ τού δόγματος, που είναι η αποκάλυψη τής ακτίστου δόξης τού Θεού στους θεόπτας, και τών όρων, που είναι η διατύπωση τού δόγματος με κτιστούς όρους.

 

4. Ορθοδοξία και αιρέσεις

Η ενότητα τής Εκκλησίας διασφαλίζεται από την Χάρη τού Θεού δια τών θεουμένων αγίων με συγκεκριμένες πράξεις. Στο βιβλίο τών «Πράξεων τών Αποστόλων» υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Σε ένα χωρίο γράφεται: «Ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή τών αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει τού άρτου και ταις προσευχαίς. Εγένετο δε πάση ψυχή φόβος, πολλά τε τέρατα και σημεία δια τών αποστόλων εγίνετο. πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά» (Πρ. β΄, 42-44).

Στο χωρίο αυτό, που παρουσιάζει την ζωή τής Εκκλησίας μετά την Πεντηκοστή, φαίνεται ότι τα στοιχεία τής ενότητας τών Χριστιανών ήταν η διδαχή τών Αποστόλων, η κοινωνία μεταξύ τους, η κλάση τού άρτου-θεία Ευχαριστία και οι προσευχές. Δεν ήταν μόνον η θεία Ευχαριστία το κέντρο τής ενότητας, όπως ισχυρίζονται μερικοί στις ημέρες μας, αλλά και η διδαχή τών Αποστόλων, η κοινωνία μεταξύ τους και οι προσευχές. Συγχρόνως, οι πρώτοι Χριστιανοί έβλεπαν «πολλά τε τέρατα και σημεία» που γίνονταν από τους Αποστόλους, και οι πιστεύοντες ζούσαν μαζί σε έναν τόπο και είχαν τα πάντα κοινά.

Με άλλα λόγια η πρώτη Εκκλησία λειτουργούσε, όπως σήμερα λειτουργούν τα οργανωμένα Μοναστήρια, στα οποία γίνεται το μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας, οι μοναχοί προσεύχονται διαρκώς στον Θεό, έχουν κοινωνία μεταξύ τους, ακούν θεόπνευστη διδαχή και έχουν όλα τα υλικά κοινά.

Η ενότητα, λοιπόν, τής Εκκλησίας δεν είναι απλώς εξωτερική, αλλά εσωτερική-χαρισματική. Αυτό καταγράφηκε έντονα στις ευχές τής θείας Ευχαριστίας, τών Μυστηρίων και τών ιερών ακολουθιών. Είναι το lex credendi (κανόνας πίστεως), που στηρίζεται στην Αποκάλυψη τού Θεού στους Αγίους, και το lex orandi (κανόνας προσευχής), που εκφράζεται στην προσευχή τής Εκκλησίας. Αποκάλυψη και προσευχή, πίστη και μυστήρια, σφυρηλατούν την ενότητα τών μελών τής Εκκλησίας. Η διχοτόμηση μεταξύ  τού lex credendi και  τού lex orandi διασπά και την ίδια την ενότητα τών μελών τής Εκκλησίας.

Επίσης, η ενότητα τών Χριστιανών συγκροτείται με τον συνδυασμό μεταξύ theologia gloriae (θεολογία τής δόξης) και theologia crucis (θεολογία τού σταυρού). Η θεολογία τής δόξης είναι εμπειρία τού Θεού, και η θεολογία τού σταυρού δείχνει και τις προϋποθέσεις για την ανάβαση στην Πεντηκοστή, αλλά και την διαφύλαξη αυτής τής εμπειρίας. Όταν κανείς θέλη να μετέχη τού μυστηρίου τής δόξης τού Θεού, χωρίς το μυστήριο τού σταυρού, δεν έχει αληθινή ορθόδοξη ζωή και επιφέρει την διάσπαση τής ενότητος. Βίωση τών Μυστηρίων, χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις, δηλαδή χωρίς την βίωση τού σταυρού, ως καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, είναι διάσπαση τής ενότητος τών Χριστιανών.

Από αυτήν την διάσπαση μεταξύ τού lex credendi και τού lex orandi και μεταξύ τής theologia gloriae και τής theologia crucis δημιουργούνται οι αιρέσεις και τα σχίσματα που διασπούν την ενότητα τών Χριστιανών και όχι τής Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι το Σώμα τού Χριστού και δεν διασπάται ποτέ, αλλά οι αιρετικοί απομακρύνονται από αυτήν.

 

5. Οι Ιεροί Κανόνες

Τα όσα εγράφησαν έως τώρα δείχνουν την χαρισματική ενότητα που υπάρχει, και πρέπει να υπάρχη στην Εκκλησία και με αυτήν επιτυγχάνεται η ενότητα τών μελών της.

Όμως, η αμαρτία τών μελών τής Εκκλησίας τους απομακρύνει από τον Ήλιο τής δικαιοσύνης, τον Χριστό, που είναι η κεφαλή τής Εκκλησίας, οπότε οι τελούντες εν αμαρτία και μη μετέχοντες τής καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας  τού Θεού διασπώνται από αυτήν την ενότητα, ούτε δέχονται την ενέργεια τού αγαθού Θεού, ούτε ελκύονται από το κάλλος Του. Πρόκειται για την απομάκρυνση από την εκκλησιαστική Ιεραρχία, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Ο κόσμος που βρίσκεται έξω από την Ιεραρχία δεν μετέχει στην Θεοείδεια, στον Θεό, οπότε βρίσκεται στο σκοτάδι.

Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι που έχουν σκοτασμό τού νου, πρέπει να επιστρέψουν, δια τής μετανοίας, στην «Ιεραρχία» και την «Θεαρχία». Αυτό το έργο κάνει η Εκκλησία με το μυστήριο τής μετανοίας. Και επειδή η μετάνοια δεν είναι κάτι ιδεατό και ιδεολογικό, γι’ αυτό η Εκκλησία έχει θεσπίσει τους Ιερούς Κανόνας για την καλή συγκρότηση τής εκκλησιαστικής ενότητας.

Οι Ιεροί Κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται μέσα από αυτήν την εκκλησιαστική προοπτική, ότι, δηλαδή, συγκροτούν το συνοδικό και το ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας, θέτουν τις αρμοδιότητες στα μέλη της, αναφέρονται στην καλή διοργάνωση τών Εκκλησιών, θεραπεύουν τα σχίσματα, επαναφέρουν στην Εκκλησία τους αιρετικούς που έχουν απομακρυνθή από αυτήν, και τελικά θεραπεύουν τα μέλη τής Εκκλησίας, με την μέθεξη τής καθαρτικής, φωτιστικής και τελειοποιού ενεργείας τού Θεού.

Είναι σημαντικό να σημειωθή ότι οι θεοφόροι Πατέρες τών Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων που θέσπισαν τους ιερούς Κανόνες εκινούντο από την φωτιστική ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό οι Κανόνες δεν είναι νομικά κείμενα, παρά την νομοτεχνική διατύπωσή τους, αλλά είναι καρπός τού φωτισμού τού Αγίου Πνεύματος, αφ’ ενός μεν για να διακρατούν τους Κληρικούς, Μοναχούς και Χριστιανούς στην χαρισματική ενότητα, αφ’ ετέρου δε για να επαναφέρουν τους εκτροχιασθέντας στο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας. Αυτό φαίνεται καθαρά στον 102ο Κανόνα τής Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, και όταν τον διαβάση κανείς, βλέπει ποιο είναι το έργο τής Εκκλησίας και τών Ποιμένων της.

Η μέθοδος τής Ιατρικής Επιστήμης και η όλη οργάνωση ενός Νοσοκομείου, όπως και τα φάρμακα και οι άλλες ενέργειες που χρησιμοποιούν οι Ιατροί αποβλέπουν στην ίαση και την θεραπεία τού ανθρώπου και την ίαση τού σώματός του. Κατά παρόμοιο τρόπο και η μέθοδος τής ορθοδόξου θεολογίας και η όλη οργάνωση τής Εκκλησίας αποβλέπει στην ίαση τών μελών της, ώστε να διασφαλίζεται η καλή οργάνωσή της με σκοπό την κατά διαφόρους βαθμούς μέθεξη τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού.

Από όλα αυτά συμπεραίνεται ότι το πολίτευμα τής Εκκλησίας είναι συνοδικό και ιεραρχικό· η ιεραρχία είναι χαρισματική κατάσταση, όπως αναλύεται από τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη· τα δόγματα είναι οι Αποκαλύψεις τού Θεού στους αγίους και οι όροι είναι η καταγραφή τής Αποκαλύψεως· υπάρχει στενή σχέση μεταξύ τού lex credendi και τού lex orandi και μεταξύ τού theologia gloriae και theologia crusis· και τέλος οι ιεροί Κανόνες, οι οποίοι ερμηνεύονται θεολογικά και εκκλησιολογικά συγκροτούν την ενότητα τής Εκκλησίας.

Νομίζω ότι όλη η θεωρία τού αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτη περί «Θεαρχίας» και «Ιεραρχίας», «περί ουρανίας και εκκλησιαστικής Ιεραρχίας», περί καθάρσεως, φωτισμού και τελειώσεως-θεώσεως, είναι η μόνη αποτελεσματική διδασκαλία για την ενότητα τής Εκκλησίας. Κάθε άλλη θεωρία ενότητας που στηρίζεται σε εξωτερικές διεργασίες είναι στην ουσία διασπάσεις και αλλοιώσεις, γιατί ενότητα μπορούν να έχουν και οι αιρετικοί και οι σχισματικοί μεταξύ τους και όλοι οι παράνομοι. Η σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, μεταξύ Κληρικών, Μοναχών και Λαϊκών πρέπει να στηρίζεται στο χαρισματικό στοιχείο, δηλαδή στην διδασκαλία «Περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας» τού Αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου.–

Δημιουργία αρχείου: 19-11-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 19-11-2020.

ΕΠΑΝΩ