Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ορθοδοξία

Περί της ορθότητας της χρήσης των ιερών εικόνων * Θεολογία της Εικόνας και ενανθρώπιση του Θεού Λόγου * Είναι οι άγιες εικόνες είδωλα; * Εικονοκλάστες: Οι συντηρητικοί τής Ορθοδοξίας * «Εικονομαχία, η αναστήλωση των εικόνων και μια… υποκριτική ιστορία» * Νοθείες αρχαίων και νέων Εικονομάχων, σε κείμενα αγίων Πατέρων περί εικόνων * Το περιγραπτό τής ανθρώπινης φύσεως τού Θεού Λόγου και οι άγιες εικόνες * Οι άγιες εικόνες, ως προϊόν Χαρισματικής εμπειρίας της Εκκλησίας

Το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας

Δημόσια εξαγγελία Χριστιανικού φρονήματος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου

 

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «Εκκλησία και εκκλησιαστικό φρόνημα».

Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr

 

Το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας είναι ένα κείμενο το οποίο περιλαμβάνεται στο Τριώδιο και διαβάζεται την Κυριακή τής Ορθοδοξίας, δηλαδή τήν Α΄ Κυριακή τών Νηστειών.

 

Είναι γνωστόν ότι δια μέσου τών αιώνων παρουσιάσθηκαν διάφορες αιρέσεις, οι οποίες αρνούνταν την αποκαλυπτική εμπειρία και, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας την φιλοσοφία και τον στοχασμό, αμφισβητούσαν την αλήθεια τής Εκκλησίας επάνω σε διάφορα δογματικά θέματα. Οι Πατέρες πού συγκρότησαν τις Συνόδους αντιμετώπισαν αυτές τις πλάνες. Οι αποφάσεις τών Συνόδων πάνω σε δογματικά θέματα καλούνται όροι. Γενικότερα, κάθε απόφαση τών Συνόδων καλείται Συνοδικόν. Έτσι, έχουμε τον συνοδικό τόμο και τον συνοδικό όρο και, οπωσδήποτε, κάθε Σύνοδος έχει το δικό της Συνοδικό.

Το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας είναι οι αποφάσεις τής Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, πού αναφέρονται στην προσκύνηση τών ιερών Εικόνων. Η ανάγνωσή τους την Κυριακή τής Ορθοδοξίας έδωσε τον τίτλο Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας. Βέβαια, πρέπει να λεχθή ότι αργότερα στο Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας προστέθηκε και ο όρος πίστεως τών ησυχαστικών Συνόδων τού 14ου αιώνος. Έτσι, το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας περιλαμβάνει τις αποφάσεις τόσο τής Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όσο και τών Συνόδων τού 14ου αιώνος, οι οποίες, όπως θα λεχθή πιο κάτω, έχουν όλα τα στοιχεία για να χαρακτηρίζωνται και να θεωρούνται ως Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

 

Μερικά χαρακτηριστικά σημεία

Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να αναλυθή και να ερμηνευθή όλο το περίφημο και μεγάλης σημασίας Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας. Ο αναγνώστης πρέπει να το διαβάση προσεκτικά και θα διαπιστώση την σπουδαιότητά του. Θα δούμε όμως μερικά χαρακτηριστικά σημεία, τα οποία, νομίζω, είναι η βάση όλων όσων λέγονται στο Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας, αλλά και η βάση τής χριστιανικής ζωής, και είναι αυτά πού δείχνουν κατά πόσον διακατεχόμαστε από το γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα.

 

α) Η καταδίκη τής φιλοσοφίας

Σε όλο το κείμενο τού Συνοδικού τής Ορθοδοξίας φαίνεται καθαρά ότι καταδικάζεται η φιλοσοφία. Καταδικάζεται τόσο ο τρόπος πού χρησιμοποιεί η φιλοσοφία για να μιλήση και να παρουσιάση τον Θεό, όσο και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει. Και, φυσικά, ομιλώντας για φιλοσοφία, εννοούμε την μεταφυσική, όπως αναπτύχθηκε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και από άλλους μεταγενεστέρους φιλοσόφους. Θα δούμε ποιές αιρετικές διδασκαλίες αφορίζονται και αποβάλλονται.

Αφορίζονται όσοι δέχονται τα δυσσεβή δόγματα τών Ελλήνων, δηλαδή τών ειδωλολατρών, πού αναφέρονται στην δημιουργία τού κόσμου και στις ανθρώπινες ψυχές, και τα αναμειγνύουν με την διδασκαλία τής Εκκλησίας. Λέγεται χαρακτηριστικά: «Τοις ευσεβείν μεν επαγγελομένοις, τα τών Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη Ορθοδόξω και Καθολική Εκκλησία, περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού, και γης, και τών άλλων κτισμάτων, αναιδώς, ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν, ανάθεμα».

Το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας είναι ένα υπέροχο και πολύ συνοπτικό κείμενο, πού είναι περίληψη όλης τής ορθόδοξης διδασκαλίας τής Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία το ενέταξε μέσα στην λατρεία της, την Κυριακή τής Ορθοδοξίας, και διαβάζεται σε στάση προσοχής και προσευχής. Είναι κείμενο ιερό.

Πρέπει να σημειωθή ότι αναθεματίζονται όσοι δέχονται μεν τα δόγματα τών Ελλήνων, αλλά παρουσιάζονται ως ευσεβείς. Φαίνεται ότι και την εποχή εκείνη υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι κατά τα άλλα προσποιούνταν τον ευσεβή, είχαν καλούς τρόπους συμπεριφοράς, όμως δεν παραδέχονταν την δογματική διδασκαλία τής Εκκλησίας.

Βέβαια, δεν αφορίζονται αυτά καθ’ εαυτά τα έργα τών φιλοσόφων, αλλά η προτίμηση τών φιλοσοφικών διδασκαλιών σε βάρος τής πίστεως, και η χρησιμοποίηση τής φιλοσοφίας για την αλλοίωση τής αλήθειας τής Εκκλησίας. Δεν απαγορεύεται η μελέτη τών έργων τών αρχαίων Ελλήνων, δηλαδή τών ειδωλολατρών, αλλά κατηγορούνται οι Χριστιανοί πού ακολουθούν και παραδέχονται τις μάταιες θεωρίες τους. Λέγεται: ανάθεμα «τοις τα Ελληνικά δεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις». Κατηγορούνται και αναθεματίζονται όσοι προτιμούν «την μωράν τών έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν» από την ορθόδοξη διδασκαλία.

Το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας δεν παραμένει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά προχωρεί και σε συγκεκριμένα θέματα τα οποία καταδικάζει. Και, όπως θα διαπιστωθή, αναφέρεται σε βασικές διδασκαλίες τής φιλοσοφίας, τής λεγομένης μεταφυσικής. Μεταξύ αυτών είναι και η διδασκαλία τού Πλάτωνος περί ιδεών. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, υπάρχουν οι ιδέες και όλος ο κόσμος είναι ή αντιγραφή αυτών τών ιδεών ή πτώση από τις ιδέες αυτές. Κατά τον Πλάτωνα, η σωτηρία τού ανθρώπου έγκειται στο να επιστρέψη η ψυχή στον κόσμο τών ιδεών. Οι άγιοι Πατέρες στο Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας καταδικάζουν αυτήν την άποψη και τους δεχομένους «τας Πλατωνικάς ιδέας, ως αληθείς».

Οι αρχαίοι φιλόσοφοι πίστευαν ότι η ύλη είναι άναρχη και όλα τα κτίσματα είναι αΐδια και άναρχα και, βεβαίως, η ύλη είναι συνάναρχος με τον Δημιουργό τού κόσμου. Οι δεχόμενοι αυτά καταδικάζονται: «Τοις την ύλην άναρχον, και τας ιδέας, ή συνάναρχον τω Δημιουργώ πάντων και Θεώ δογματίζουσι, και ότι περ ουρανός και γη, και τα λοιπά τών κτισμάτων αΐδιά τε εισι και άναρχα, και διαμένουσι αναλλοίωτα… ανάθεμα». Η ύλη και ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό και δεν παραμένουν αναλλοίωτα.

Με όσα λέγονται στο Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας δεν προτρεπόμαστε να σταματήσουμε να μελετάμε τα συγγράμματα τών φιλοσόφων και τών αρχαίων Ελλήνων, αλλά να μη χρησιμοποιούμε την μέθοδό τους, πού συνίσταται στον στοχασμό και την λογικοκρατία και να μην δεχόμαστε τις δοξασίες τους, γιατί αλλοιώνουν την ορθόδοξη πίστη.

Αλλά και στο θέμα τής δημιουργίας υπάρχει διαφοροποίηση τής φιλοσοφίας από την θεολογία. Βασική διδασκαλία τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας είναι ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε «εκ τού μη όντος», εκ «μη υπαρχούσης ύλης». Αυτή η διδασκαλία κλονίζει όλα τα θεμέλια τής φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία πίστευε, όπως αναφέραμε, ότι η ύλη είναι αΐδια. Έτσι, καταδικάζονται από το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας όσοι δέχονται ότι «ουκ εκ τού μη όντος τα πάντα εγένετο».

Και στο θέμα τής ψυχής υπάρχει διαφοροποίηση τής φιλοσοφίας και, επομένως, καταδικάζονται όσοι δέχονται τις απόψεις της. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι πίστευαν στην προΰπαρξη τής ψυχής, στις μετεμψυχώσεις και στο ότι υπάρχει τέλος τής ψυχής, ότι, δηλαδή, κάποτε θα πεθάνη η ψυχή. Τέτοιες διδασκαλίες εισχώρησαν και σε μερικούς θεολόγους τής Εκκλησίας, γι’ αυτό και καταδικάζονται. Αναθεματίζονται όσοι δέχονται «ότι προΰπαρξίς εστι τών ψυχών» και όσοι δέχονται ακόμη «τας μετεμψυχώσεις τών ανθρωπίνων ψυχών, ή και ομοίως τοις αλόγοις ζώοις ταύτας απόλλυσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις», και γι’ αυτόν τον λόγο αθετούν «ανάστασιν, κρίσιν, και την τελευταίαν τών βεβιωμένων ανταπόδοσιν». Επίσης, καταδικάζονται και όσοι υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι με άλλα σώματα θα αναστηθούν και θα κριθούν «και ουχί μεθ ων κατά τον παρόντα βίον επολιτεύσαντο».

Παράλληλα με αυτά καταδικάζονται και όσοι δέχονται την δοξασία τών φιλοσόφων ότι θα υπάρξη αποκατάσταση τών πάντων, δηλαδή, «ότι τέλος εστί τής κολάσεως ή αποκατάστασις αύθις τής κτίσεως, και τών ανθρωπίνων πραγμάτων». Όπως υπάρχουν και σήμερα έτσι υπήρχαν και την εποχή εκείνη άνθρωποι πού υπερτιμούσαν τους φιλοσόφους έναντι τών Πατέρων τής Εκκλησίας, τους θεωρούσαν ανώτερους και γι’ αυτό δέχονταν τις διδασκαλίες τους. Όσοι, λοιπόν, διδάσκουν ότι οι φιλόσοφοι οι οποίοι καταδικάστηκαν από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους «κρείττονες εισί κατά πολύ, και ενταύθα, και εν τη μελλούση κρίσει» τών αγίων Πατέρων, και όσοι αποβάλλουν τις διδασκαλίες τών αγίων Πατέρων και τα Πρακτικά τών Οικουμενικών Συνόδων, καθώς επίσης και όσοι δεν εκλαμβάνουν ορθά τις διδασκαλίες τών αγίων Πατέρων και προσπαθούν «παρερμηνεύειν τε και περιστρέφειν» αυτές, αναθεματίζονται. Γιατί οι άγιοι Πατέρες είναι φορείς τής Παραδόσεως, εμπνέονται από το Άγιο Πνεύμα.

Αναφέραμε προηγουμένως ότι όλοι οι φιλόσοφοι είχαν μια ιδιαίτερη μέθοδο πού διακρινόταν από την μεθοδολογία τών αγίων Πατέρων. Οι φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν την λογική και την φαντασία για να ερμηνεύσουν αυτά τα θέματα, ενώ οι άγιοι Πατέρες έφθασαν στον φωτισμό τού νου και την θέωση και με αυτόν τον τρόπο παρέλαβαν την αποκάλυψη. Η εσφαλμένη μέθοδος τών φιλοσόφων, καθώς επίσης και εκείνοι πού την χρησιμοποιούν, καταδικάζονται από το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας. Αντίθετα, επαινείται η καθαρή πίστη και η απλή και ολόψυχος καρδία. Γράφεται: «Τοις μη πίστει καθαρά, και απλή και ολοψύχω καρδία τα τού Σωτήρος ημών και Θεού, και τής αχράντως αυτόν τεκούσης Δεσποίνης, ημών Θεοτόκου, και τών λοιπών Αγίων εξαίσια θαύματα δεχομένοις, αλλά πειρωμένοις, αποδείξεσι και λόγοις σοφιστικοίς, ως αδύνατα διαβάλλειν, ή κατά το δοκούν αυτοίς παρερμηνεύειν, και κατά την ιδίαν γνώμην συνιστάν, ανάθεμα». Όταν στηρίζεται κανείς μόνον στην λογική και στην φαντασία, τότε βρίσκεται σε λανθασμένη πορεία. Και, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι όλοι οι αιρετικοί ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο. Προσπάθησαν με την λογική και την φαντασία και με την χρησιμοποίηση τής φιλοσοφίας να αναλύσουν και να κατανοήσουν όλα τα δόγματα τής Εκκλησίας. Αντίθετα, οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν άλλη μέθοδο, πού είναι ο λεγόμενος ησυχασμός, ο οποίος συνίσταται στην κάθαρση τής καρδιάς, στον φωτισμό τού νου και την θέωση.

Με την επίδραση τής σχολαστικής θεολογίας, η πράξη, πού στην πατερική θεολογία είναι η κάθαρση τής καρδιάς, ερμηνεύεται ως ιεραποστολή, και η θεωρία, η οποία στην θεολογία τών αγίων Πατέρων είναι η νοερά προσευχή και η θέα τού ακτίστου Φωτός, ερμηνεύεται ως στοχασμός διανοητικός περί τού Θεού.

Λέγοντας όλα αυτά πάλι πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι φιλόσοφοι στην εποχή τους έκαναν μεγάλη προσπάθεια για να ερμηνεύσουν μερικά θέματα πού ζητούσαν λύση. Όμως παρατηρούμε ότι χρησιμοποίησαν άλλη μέθοδο και γι’ αυτό αστόχησαν. Με όσα λέγονται στο Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας δεν προτρεπόμαστε να σταματήσουμε να μελετάμε τα συγγράμματα τών φιλοσόφων και τών αρχαίων Ελλήνων, αλλά να μη χρησιμοποιούμε την μέθοδό τους, πού συνίσταται στον στοχασμό και την λογικοκρατία και να μην δεχόμαστε τις δοξασίες τους, γιατί αλλοιώνουν την ορθόδοξη πίστη. Οι θεωρίες περί ιδεών, περί ανάρχου και αϊδίου ύλης, περί αιωνιότητος τού κόσμου, περί προϋπάρξεως τών ψυχών, περί μετεμψυχώσεως ή μετενσαρκώσεως, περί δημιουργίας τού κόσμου εξ υπαρχούσης ύλης, περί αποκαταστάσεως τών πάντων κλπ. υπονομεύουν τις διδασκαλίες τής Εκκλησίας και αναιρούν την αποκάλυψη.

 

β) Η θεολογία τού ακτίστου Φωτός

Προηγουμένως αναφέραμε ότι οι Πατέρες πού συνέγραψαν το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας καταδίκασαν την φιλοσοφία και την μέθοδό της, καθώς και εκείνους πού ακολουθούν τους αρχαίους φιλοσόφους και δέχονται τα δόγματά τους. Όμως, παράλληλα επευφημούν τους αγίους Πατέρες, πού δέχθηκαν την αλήθεια τής Εκκλησίας και την εξέφρασαν στην εποχή τους με την διδασκαλία και την ομολογία τους μέσα στην Σύνοδο. Δεν θα αναφερθώ σε όλα αυτά τα θέματα, αλλά κυρίως, θα υπογραμμίσω τα σχετικά με την θεολογία τού ακτίστου Φωτός και την διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας τού Θεού, γιατί ήταν ένα από τα πιο κεντρικά και βασικά σημεία τών Συνόδων τού 14ου αιώνος (1341, 1347, 1351) μ.Χ.

Ο Βαρλαάμ, ένας στην πραγματικότητα σχολαστικός θεολόγος τής εποχής εκείνης, πού χρησιμοποιούσε την φιλοσοφία σε βάρος τής θεοπτίας, και ως κέντρο είχε την λογική του και τον στοχασμό, όπως φαίνεται από τον τόμο τού έτους 1341, υποστήριζε ότι η φιλοσοφία είναι ανώτερη τής θεολογίας και τής θεοπτίας. Έλεγε ότι το Φως στο όρος Θαβώρ δεν ήταν απρόσιτο, ούτε το αληθινό φως τής θεότητος, ούτε τών αγγέλων ιερώτερον και θειότερον, «αλλά και χείρον και κατώτερον και αυτής τής ημετέρας νοήσεως». Έλεγε ότι, επειδή το Φως εκείνο προσπίπτει δια τού αέρος και υποπίπτει στην αισθητική δύναμη κλπ., όλα τα νοήματα και τα νοούμενα «σεμνότερα εστί τού φωτός εκείνου». Το φως αυτό γίνεται και απογίνεται, επειδή είναι φανταστό, μεριστό και πεπερασμένο. Κατά τον Βαρλαάμ, «αναγόμεθα δε από τού τοιούτου φωτός (την λογική) επί νοήματα και θεωρήματα, α κρείττω εστίν ασυγκρίτως τού φωτός εκείνου». Γι’ αυτό έλεγε ότι όσοι υποστηρίζουν ότι το Φως τής Μεταμορφώσεως είναι υπέρ νουν και αληθινό και απρόσιτο «πεπλανημένοι εισί καθάπαξ. .. ασεβείς τε δια τούτο και ολεθριώτατα δόγματα εις την Εκκλησίαν» εισάγουν. Τα έλεγε αυτά ο Βαρλαάμ γιατί είχε διαποτισθή από την σχολαστική θεολογία τής Δύσεως, αφού μάλιστα αγνοούσε και την θεολογία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Συγχρόνως ο Βαρλαάμ πολεμούσε την διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Θεό και, κυρίως, πολεμούσε την διδασκαλία τών αγίων Πατέρων ότι η ενέργεια τού Θεού είναι άκτιστη.

Στο Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας εκτίθεται η ορθόδοξη διδασκαλία πάνω στο θέμα αυτό. Γράφεται ότι στον Θεό υπάρχει ουσία και ενέργεια και αυτή η διάκριση δεν λυμαίνεται την θεία απλότητα. Ομολογούμε και πιστεύουμε «άκτιστον και φυσικήν χάριν και έλλαμψιν και ενέργειαν, εξ αυτής τής θείας ουσίας αχωρίστως αεί προϊούσαν». Και επειδή, κατά τους αγίους, κτιστή ενέργεια «κτιστήν δηλώσει και φύσιν· άκτιστος δε, άκτιστον χαρακτηρίσει ουσίαν», γι’ αυτό και η ενέργεια τού Θεού είναι άκτιστη. Μάλιστα, το τής θεότητος όνομα όχι μόνον στην θεία ουσία, αλλά «και επί τής θείας ενεργείας ουχ ήττον αυτό» τίθεται. Αυτό σημαίνει ότι, κατά την διδασκαλία τών αγίων Πατέρων, «άληπτον μεν είναι παντελώς αυτήν (την ουσίαν) και αμέθεκτον, μεθεκτήν δε την θείαν χάριν τε και ενέργειαν».

Ο αφορισμός έχει την έννοια τής επισημοποιήσεως τού αποχωρισμού τού αιρετικού από την Εκκλησία. Οι άγιοι Πατέρες με την πράξη τους αυτή επιβεβαιώνουν την ήδη υπάρχουσα κατάσταση, και εκτός αυτού, βοηθούν τους Χριστιανούς να προφυλάσσωνται από την αίρεση - ασθένεια.

Επίσης, στο Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας παρουσιάζεται η αλήθεια ότι το Φως τής Μεταμορφώσεως δεν είναι φάσμα και κτίσμα, δεν είναι κάτι πού εμφανίζεται και στην συνέχεια εξαφανίζεται, αλλά είναι άκτιστο και φυσική χάρη και έλλαμψη και ενέργεια. Είναι, δηλαδή, η φυσική δόξα τής θεότητος. Και αυτό το Φως, πού είναι η άκτιστη ενέργεια τού Θεού, η οποία προίεται αδιαιρέτως από την θεία ουσία, επιφαίνεται «δια φιλανθρωπίαν Θεού τοις κεκαθαρμένοις τον νουν». Αυτό, λοιπόν, το άκτιστο Φως είναι «φως απρόσιτον…και φως άπλετον, και φύσιν απερινόητον θείας αίγλης, και δόξαν απόρρητον, και Θεότητος, δόξαν υπερτελή, και προτέλειον, και άχρονον τού Υιού δόξαν, και βασιλείαν Θεού, και κάλλος αληθινόν, και εράσμιον περί την θείαν και μακαρίαν φύσιν, και φυσικήν δόξαν Θεού, Πατρός και Πνεύματος εν Υιώ Μονογενεί απαστράπτουσαν, και Θεότητα. ..».

Επευφημούνται οι άγιοι Πατέρες πού ομολογούν το «προϊέναι μεν την θείαν ενέργειαν εκ τής θείας ουσίας, προϊέναι δε αδιαιρέτως, δια μεν τού προΐέναι, την απόρρητον διάκρισιν παριστώντων, δια δε τού αδιαιρέτως, υπερφυά δεικνύντων την ένωσιν».

Τελικά, οι αιρετικοί που δέχονται τέτοιες πεπλανημένες απόψεις, αντίθετες από την διδασκαλία τών αγίων και θεοφόρων Πατέρων, αναθεματίζονται. Αντίθετα, οι άγιοι Πατέρες που εκφράζουν αλάνθαστα την διδασκαλία τής Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επευφημούνται και μακαρίζονται. Ειδικά επαινείται ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Επαινείται για δύο λόγους. Ο ένας γιατί αντιμετώπισε επιτυχώς και κατατρόπωσε τους αιρετικούς, οι οποίοι δίδασκαν πεπλανημένες ιδέες γύρω από τα κρίσιμα αυτά θεολογικά θέματα και οι οποίοι προσπάθησαν να εισαγάγουν στην Εκκλησία τού Χριστού «τας Πλατωνικάς ιδέας και τους Ελληνικούς μύθους εκείνους». Ο άλλος λόγος, γιατί εξέθεσε την ορθόδοξη διδασκαλία πάνω στα θέματα αυτά, έχοντας εξηγητές όλους τους αγίους Πατέρες από τον Μέγα Αθανάσιο μέχρι την εποχή του. Έτσι, εδώ παρουσιάζεται ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως διάδοχος τών αγίων Πατέρων και υπέρμαχος τής διδασκαλίας τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, για αυτό και γίνεται ειδική και ιδιαίτερη μνεία τού ονόματός του στο Συνοδικόν.

Το βασικό είναι να μπορέση κανείς με την Χάρη τού Θεού και τον δικό του αγώνα να συγκεντρώση τον νου στην καρδιά. Αυτός είναι ο λεγόμενος ησυχασμός και η λεγομένη ησυχαστική κίνηση. Είναι η λεγομένη νοερά ησυχία, για την οποία έγραψαν τόσα πολλά οι άγιοι Πατέρες.

Ο τόμος δε τής Συνόδου τού έτους 1347 μ.Χ. γράφει κάτι πολύ σημαντικό για την αξία και το κύρος τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά και όλων εκείνων τών μοναχών πού ακολουθούν την διδασκαλία του. Τον χαρακτηρίζει "τιμιώτατον". Και αφού αναθεματίζει όσους δεν δέχονται την διδασκαλία του και τον πολεμούν, συγχρόνως λέγει ότι, αν κάποιος άλλος «τα αυτά ποτε φωραθείη ή φρονών ή λέγων ή συγγραφόμενος κατά τού ειρημένου τιμιωτάτου ιερομονάχου κυρού Γρηγορίου τού Παλαμά και τών συν αυτώ μοναχών, μάλλον δε κατά τών ιερών θεολόγων και τής Εκκλησίας αυτής, τα αυτά και κατ’ αυτού ψηφιζόμεθα και τη αυτή καταδίκη καθυποβάλλομεν, είτε τών ιερωμένων είη τις, είτε τών λαϊκών». Όποιος, δηλαδή, λέγει εναντίον τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά και τής διδασκαλίας του, δέχεται τον αφορισμό τής Συνόδου. Και, μάλιστα, γράφει για τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τους αυτώ συνάδοντες μοναχούς: «ουκ ανωτέρους μόνον παντάπασι τών κατ’ αυτών, μάλλον δε τών κατά τής τού Θεού Εκκλησίας ερεσχελιών... έχομεν, αλλά και ασφαλεστάτους τής Εκκλησίας και τής ευσεβείας προμάχους και προαγωνιστάς και βοηθούς ταύτης αποφαινόμεθα».

Επειδή υπάρχουν και σήμερα μερικοί «θεολόγοι» πού αμφισβητούν την διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά και την θεωρούν ως νεοπλατωνική, ας ακούσουν τον αφορισμό και τον αναθεματισμό τής Συνόδου πού μνημονεύσαμε, και γενικά τού Συνοδικού τής Ορθοδοξίας.

 

γ) Ο ησυχασμός

Η θεολογία τής Εκκλησίας πού εκφράσθηκε τον 14ο αιώνα δια τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, και διατυπώθηκε από Μεγάλες Συνόδους, περί τής ακτίστου ενεργείας τού Θεού και τού ακτίστου Φωτός συνδέεται στενώτατα με την λεγόμενη ησυχαστική κίνηση. Άλλωστε, το να φθάση ο άνθρωπος στην εμπειρία αυτή, στην θέα τού ακτίστου Φωτός, η οποία ταυτίζεται με την θέωση, δεν είναι υπόθεση αναπτύξεως τής λογικής και φορτίσεως τού μυαλού από γνώσεις, αλλά καρπός τής καθάρσεως τού ανθρώπου, τής επιστροφής τού νου μέσα στην καρδιά, και τού φωτισμού τού νου.

Από τα Πρακτικά τού Συνοδικού τόμου τού έτους 1341 μ.Χ. φαίνεται πώς ο Βαρλαάμ αμφισβητούσε τον τρόπο βιώσεως τού ορθοδόξου μοναχισμού, τον λεγόμενο ησυχαστικό τρόπο ζωής. Βέβαια, αυτό φαίνεται και από όλη την διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, κυρίως από την αντίκρουση τών απόψεων τού Βαρλαάμ, την οποία έκανε ο άγιος Γρηγόριος στο γνωστό έργο του Υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων. Όμως, θα μνημονεύσω ένα απόσπασμα από τα Πρακτικά τής Συνόδου τού έτους 1341. Έλεγε μεταξύ τών άλλων ο Βαρλαάμ: «Εγώ πολλών όντων, α τις αν έχοι δικαίως εγκαλείν τω τής τοιαύτης διδασκαλίας υφηγητή, ουδενός έλαττον ηγούμαι και τούτο, ότι τα χριστιανών επιχειρών δια τών εισπνοών ανατρέπειν μυστήρια, συκοφαντεί και τους Πατέρας ως άπερ νυν αυτός εκδιδάσκει, ταύτα κακείνους φρονήσαντας πρότερον».

Οι θεωρίες περί ιδεών, περί ανάρχου και αϊδίου ύλης, περί αιωνιότητος τού κόσμου, περί προϋπάρξεως τών ψυχών, περί μετεμψυχώσεως ή μετενσαρκώσεως, περί δημιουργίας τού κόσμου εξ υπαρχούσης ύλης, περί αποκαταστάσεως τών πάντων κλπ. υπονομεύουν τις διδασκαλίες τής Εκκλησίας και αναιρούν την αποκάλυψη.

Στα συγγράμματα τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά βλέπουμε μια συνεχή αναίρεση τής κακοδόξου αυτής διδασκαλίας τού Βαρλαάμ, πού προσπαθούσε να κλονίση τα θεμέλια τού παραδοσιακού μοναχισμού. Ο Βαρλαάμ είχε υπ’ όψη του τον μοναχισμό τής Δύσεως, πού είχε εγκαταλείψει την ησυχαστική παράδοση και καταγινόταν με μια κοινωνική εργασία. Στον Μεσαίωνα, με την επίδραση τής σχολαστικής θεολογίας, η πράξη, πού στην πατερική θεολογία είναι η κάθαρση τής καρδιάς, ερμηνεύεται ως ιεραποστολή, και η θεωρία, η οποία στην θεολογία τών αγίων Πατέρων είναι η νοερά προσευχή και η θέα τού ακτίστου Φωτός, ερμηνεύεται ως στοχασμός διανοητικός περί τού Θεού.

Βέβαια, η εισπνοή και εκπνοή, όπως και άλλοι τρόποι, είναι ψυχοτεχνικές μέθοδοι δια τών οποίων επιχειρείται να αποδεσμευθή ο νους από την υποδούλωσή του στο περιβάλλον και στην λογική και να εισέλθη στην καρδιά, όπου είναι ο πραγματικός τόπος, η φυσική του κατάσταση, και από εκεί να ανέλθη στην θεωρία τού Θεού. Το βασικό είναι να μπορέση κανείς με την Χάρη τού Θεού και τον δικό του αγώνα να συγκεντρώση τον νου στην καρδιά. Αυτός είναι ο λεγόμενος ησυχασμός και η λεγομένη ησυχαστική κίνηση. Είναι η λεγομένη νοερά ησυχία, για την οποία έγραψαν τόσα πολλά οι άγιοι Πατέρες. Δι’ αυτού τού τρόπου ο νους αποδεσμεύεται από την λογική και αποκτά την κατά φύση και υπέρ φύση πορεία του. Τότε βρίσκεται στην φυσική του κατάσταση.

Όλοι οι άγιοι Πατέρες ακολούθησαν την ίδια μέθοδο, γι’ αυτό και κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα. Ο ησυχασμός είναι η μόνη μέθοδος θεραπείας τού ανθρώπου. Οπότε, από την μια πλευρά υπάρχουν οι δια μέσου τών αιώνων ησυχαστές, πού είναι οι ακραιφνείς θεολόγοι, και από την άλλη οι αντιησυχαστές, πού θεολογούν με την φαντασία, γι’ αυτό και καταλήγουν σε αιρέσεις.

Στον Συνοδικό τόμο τού 1341 μ.Χ. υπάρχει μια πολύ σημαντική και χαρακτηριστική παράγραφος. Ο Βαρλαάμ καταδικάζεται, γιατί κατηγορούσε τους μοναχούς «περί τής μελετωμένης αυτοίς και προφερομένης συχνώς ιεράς ευχής». Οι μοναχοί ασκούνταν στην ευχή και την νοερά ησυχία γιατί, όπως και όλη η παράδοση βεβαιώνει, είναι η κατάλληλη μέθοδος για την συγκέντρωση τού νου στην καρδιά. Η Σύνοδος δέχεται αυτήν την μέθοδο πού φαίνεται ότι είναι αποδεκτή από τους Πατέρες τής Εκκλησίας.

Στο Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας παρουσιάζεται η αλήθεια ότι το Φως τής Μεταμορφώσεως δεν είναι φάσμα και κτίσμα, δεν είναι κάτι πού εμφανίζεται και στην συνέχεια εξαφανίζεται, αλλά είναι άκτιστο και φυσική χάρη και έλλαμψη και ενέργεια. Είναι, δηλαδή, η φυσική δόξα τής θεότητος.

Συγχρόνως όμως, η Σύνοδος καταδικάζει και όλους εκείνους πού δέχονται τις ίδιες με τον Βαρλαάμ απόψεις και κατηγορούν τους μοναχούς οι οποίοι προσπαθούν να διάγουν ησυχαστικά, γιατί οι μοναχοί δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να εφαρμόζουν την μέθοδο την οποία έχει η Εκκλησία. Γράφεται:

«Αλλά και ει τις έτερός τι τών υπ’ εκείνου βλασφήμως και κακοδόξως κατά τών μοναχών, μάλλον δε τής Εκκλησίας αυτής, λαληθέντων ή συγγραφέντων φανείη πάλιν τών μοναχών κατηγορών ή όλως τούτων εν τοις τοιούτοις καθαπτόμενος, τη αυτή καταδίκη παρά τής ημών μετριότητος καθυποβαλλόμενος, αποκήρυκτος έσται και αυτός και αποτετμημένος τής αγίας τού Χριστού καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και τού ορθοδόξου τών χριστιανών συστήματος».

Θεωρώ πολύ σημαντικό αυτό το κείμενο και απάντηση σε εκείνους πού όχι μόνον κατηγορούν τον σύγχρονο ησυχαστικό μοναχισμό, αλλά τον θεωρούν αιρετικό και επιδιώκουν με κάθε τρόπο να τον αποδεσμεύσουν από όλη την ησυχαστική παράδοση και να τον εντάξουν μέσα στις ανθρωποκεντρικές κοινωνίες ή και γενικές θρησκευτικές συνθήκες ζωής. Ο λόγος ότι είναι αποτετμημένοι από την Εκκλησία τού Χριστού είναι φοβερός.

 

δ) Οι θεόπνευστες θεολογίες τών αγίων και το ευσεβές φρόνημα τής Εκκλησίας

Όποιος μελετήσει το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας, όταν φθάση στα κεφάλαια πού αναφέρονται στην αίρεση τού Βαρλαάμ και τού Ακινδύνου θα παρατηρήση ασφαλώς ότι έξι φορές υπάρχει η φράση: «κατά τας τών Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα». Και μάλιστα θα παρατηρήση ότι, αντικρούοντας η Σύνοδος όλες τις αιρετικές θέσεις τού Βαρλαάμ και τού Ακινδύνου και αναφέροντας την διδασκαλία τής Εκκλησίας πάνω στο συγκεκριμένο αυτό θέμα, χρησιμοποιεί την ίδια φράση. Καταδικάζονται οι αιρετικοί, επειδή δεν πιστεύουν και δεν ομολογούν «κατά τας τών Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα».

Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι ομολογίες τών αγίων χαρακτηρίζονται θεόπνευστες. Και, βέβαια, η θεοπνευστία συνδέεται με την αποκάλυψη. Οι άγιοι βίωσαν τον Θεό, απέκτησαν εμπειρία τής θείας Χάριτος, γνώρισαν προσωπικά τον Θεό, έφθασαν στην Πεντηκοστή, παρέλαβαν την αποκάλυψη και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται θεόπνευστοι και απλανείς διδάσκαλοι τής Εκκλησίας.

Ιδιαιτέρως, πρέπει να υπογραμμίσουμε την μέθοδο την οποία χρησιμοποίησαν και τον τρόπο τον οποίο βίωσαν για να γίνουν κατά Χάρη θεόπνευστοι. Αυτός ο τρόπος είναι ο ησυχασμός, ο οποίος συγκεκριμενοποιείται στα τρία στάδια τής πνευματικής τελειώσεως, πού είναι η κάθαρση τής καρδιάς, ο φωτισμός τού νου και η θέωση. Αυτοί οι θεούμενοι και θεόπνευστοι άγιοι είναι οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, οι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες. Γι αυτό το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας γράφει: «Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλλαμψεν». Υπάρχει, επομένως, ταυτότητα εμπειριών με όλους τους αγίους, ακριβώς γιατί ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο, βίωσαν το μυστήριο τού Σταυρού και τής Αναστάσεως τού Χριστού, πού είναι η φυγή μας από την αμαρτία, η φυγή τής αμαρτίας από μέσα μας και η άνοδος στην θεωρία τού Θεού.

Ακόμη, η θεόπνευστη διδασκαλία τών αγίων συνδέεται στενά με το ευσεβές φρόνημα τής Εκκλησίας. Η Εκκλησία γεννά τους αγίους και οι άγιοι εκφράζουν το ευσεβές φρόνημα τής Εκκλησίας. Δεν νοούνται άγιοι έξω από την Εκκλησία και δεν νοούνται άγιοι οι οποίοι έχουν αιρετικές και λανθασμένες απόψεις πάνω σε σοβαρά θεολογικά ζητήματα.

Μέσα στην Εκκλησία, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, υπάρχουν «οι πείρα μεμυημένοι» και αυτοί πού ακολουθούν και σέβονται αυτούς τους πεπειραμένους. Έτσι, αν δεν έχουμε δική μας πείρα στα θέματα αυτά, πρέπει, οπωσδήποτε, να ακολουθούμε την διδασκαλία τών θεοπτών, θεουμένων και πεπειραμένων αγίων. Μόνον έτσι έχουμε εκκλησιαστικό φρόνημα και εκκλησιαστική συνείδηση. Διαφορετικά ανοίγουμε τον δρόμο για την αυτοκαταστροφή. Πρέπει συνεχώς να πιστεύουμε και να ομολογούμε «κατά τας τών Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα».

Υπάρχει, επομένως, ταυτότητα εμπειριών με όλους τους αγίους, ακριβώς γιατί ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο, βίωσαν το μυστήριο τού Σταυρού και τής Αναστάσεως τού Χριστού, πού είναι η φυγή μας από την αμαρτία, η φυγή τής αμαρτίας από μέσα μας και η άνοδος στην θεωρία τού Θεού.

Το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας είναι ένα υπέροχο και πολύ συνοπτικό κείμενο, πού είναι περίληψη όλης τής ορθόδοξης διδασκαλίας τής Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία το ενέταξε μέσα στην λατρεία της, την Κυριακή τής Ορθοδοξίας και διαβάζεται σε στάση προσοχής και προσευχής. Είναι κείμενο ιερό. Και πρέπει να προσαρμόζουμε όλη μας την σκέψη και προ παντός την ζωή μας σε αυτό.

Χρειάζεται να το μελετάμε επισταμένως για να γνωρίζουμε σε τι συνίσταται η ορθόδοξη πίστη και η ορθόδοξη ζωή. Και πραγματικά η ορθόδοξη βιοτή είναι απαλλαγμένη από σχολαστικισμούς και ηθικισμούς. Είναι ησυχαστική και θεολογική.

Η θετική ή αρνητική στάση στο κείμενο αυτό δείχνει κατά πόσο διαπνεόμαστε από το ορθόδοξο-εκκλησιαστικό φρόνημα ή κατά πόσο διακατεχόμαστε από τον σχολαστικισμό. Είμαστε εκκλησιαστικοί όσο είμαστε αγιοπατερικοί.

Θεωρώ ευλογία από τον Θεό που το βιβλίο αυτό τελείωσε με το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας και με την εξαιρετική φράση "κατά τας τών Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα". Σε αυτό φαίνεται καθαρά τι είναι η Εκκλησία και ποια είναι τα μέλη της, τι είναι Σύνοδοι και πώς διακρίνονται από τις ψευδοσυνόδους, τι είναι οι άγιοι και πώς γίνονται άγιοι, τι είναι εκκλησιαστικό φρόνημα και πώς σώζεται κανείς. Η γνώση αυτών τών θεμάτων είναι ζητήματα ζωής ή θανάτου.

 

Αναθεματισμοί - Επευφημίες

Όποιος διαβάσει το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας, θα διαπιστώση αμέσως ότι αφ’ ενός μεν αναθεματίζονται οι αιρετικοί, αφ’ ετέρου δε επευφημούνται οι άγιοι Πατέρες και οι Ομολογητές. Για τους πρώτους από τον παριστάμενο λαό αναφωνείται το «ανάθεμα» τρεις φορές, για τους δεύτερους αναφωνείται το «αιωνία η μνήμη» τρεις φορές σε κάθε πρόταση.

Μερικοί σκανδαλίζονται όταν βλέπουν και ακούν μια τέτοια ενέργεια, κυρίως, όταν ακούν το «ανάθεμα». Το θεωρούν πολύ σκληρό και λέγουν ότι εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο το μισαλλόδοξο πνεύμα πού έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Όμως, τα πράγματα δεν ερμηνεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οι αναθεματισμοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως φιλοσοφικές έννοιες και ως μισαλλόδοξες καταστάσεις, αλλά ως ιατρικές ενέργειες. Πρώτα- πρώτα οι αιρετικοί με την επιλογή πού έκαναν κατέληξαν στην αίρεση και στην διαφοροποίηση από την διδασκαλία τής Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας την φιλοσοφία αντιτάχθηκαν στην θεολογία και την αποκάλυψη. Με αυτόν τον τρόπο δείχνουν ότι αρρώστησαν και στην πραγματικότητα αποκόπηκαν από την Εκκλησία. Έπειτα, ο αφορισμός έχει την έννοια τής επισημοποιήσεως τού αποχωρισμού τού αιρετικού από την Εκκλησία. Οι άγιοι Πατέρες με την πράξη τους αυτή επιβεβαιώνουν την ήδη υπάρχουσα κατάσταση, και εκτός αυτού, βοηθούν τους Χριστιανούς να προφυλάσσωνται από την αίρεση - ασθένεια.

Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από τα Πρακτικά τής δ΄ Συνεδρίας τής Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Εκεί λέγεται ότι οι άγιοι Πατέρες εκπληρώνουν τον λόγο τού Χριστού, να θέτουν, δηλαδή, τον λύχνο τής θείας γνώσεως «επί την λυχνίαν» για να λάμπη σε όλους πού βρίσκονται στην οικία και να μην τον κρύπτουν «υπό τον μόδιον». Με αυτόν τον τρόπο βοηθούνται όσοι ομολογούν ευσεβώς τον Κύριο, να βαδίζουν απροσκόπτως τον δρόμο τής σωτηρίας. Οι άγιοι Πατέρες «πάσαν πλάνην αιρετικών εξωθούσι, και το σεσηπός μέλος, είπως ανίατα νοσεί, εκκόπτουσι· και το πτύον κατέχοντες, την άλωνα καθαίρουσι· και τον σίτον, ήτοι τον τρόφιμον λόγον, τον στηρίζοντα καρδίαν ανθρώπου, αποκλείουσιν εν τη αποθήκη τής Καθολικής Εκκλησίας, το δε άχυρον τής αιρετικής κακοδοξίας έξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρί ασβέστω».

Στον Θεό υπάρχει ουσία και ενέργεια και αυτή η διάκριση δεν λυμαίνεται την θεία απλότητα. Ομολογούμε και πιστεύουμε «άκτιστον και φυσικήν χάριν και έλλαμψιν και ενέργειαν, εξ αυτής τής θείας ουσίας αχωρίστως αεί προϊούσαν».

Έτσι, οι αιρετικοί είναι σεσηπότα μέλη τής Εκκλησίας, τα οποία είναι ανίατα και γι’ αυτό εκκόπτονται από το Σώμα τής Εκκλησίας. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να εξετάζωνται οι αιρετικοί. Οπότε, μπορεί κανείς να δη την φιλανθρωπία τής Εκκλησίας. Γιατί, όπως έχουμε τονίσει και αλλού, όταν κανείς διαθέτη λανθασμένη ιατρική διδασκαλία, τότε δεν υπάρχουν θεραπευτικά αποτελέσματα, οπότε δεν θεραπεύεται, δεν μπορεί ποτέ να φθάση στην θεραπεία. Το ίδιο γίνεται με τα δόγματα ή την πλανεμένη διδασκαλία. Μια λανθασμένη διδασκαλία, η οποία στηρίζεται σε σφαλερή μεθοδολογία, δεν μπορεί ποτέ να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να εξετάζεται το γεγονός ότι τόσο οι αναθεματισμοί όσο και οι επευφημίες αναφέρονται σε συγκεκριμένους ανθρώπους, γιατί αυτοί πλάθουν αυτές τις διδασκαλίες και στην συνέχεια αποκτούν οπαδούς. Και, μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι για τους αιρετικούς χρησιμοποιούνται φοβερά επίθετα. Πρέπει να υπογραμμισθή ότι τα φρικτά επίθετα πού χρησιμοποιούνται δεν πρέπει να εξετάζωνται από ηθική έννοια, άλλωστε πολλοί αιρεσιάρχες ήταν «ηθικοί» άνθρωποι, αλλά από θεολογική. Θα καταγράψω μερικά τέτοια επίθετα και μερικούς χαρακτηρισμούς πολύ ενδεικτικούς.

Τους εικονομάχους πού καταφέρονταν εναντίον τών ιερών εικόνων το Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας τους ονομάζει «φαυλιστάς» τής δόξης τού Θεού, «τολμητάς κατά τής εικόνος και θρασείς, δειλούς και πεφευγότας». Αυτούς πού άρχισαν την αίρεση τής εικονομαχίας, στην εποχή τών Ισαύρων τους ονομάζει «ανιέρους και οδηγούς απωλείας». Ο Γερόντιος αναθεματίζεται για «τον ιόν τής μυσαράς αυτού αιρέσεως. .. συν τοις διεστραμμένοις αυτού δόγμασι». Η αίρεση είναι ασθένεια και η αιρετική δογματική δοξασία είναι διεστραμμένη, γιατί διαστρέφει την αποκαλυπτική αλήθεια τής Εκκλησίας. Δίδεται αναθεματισμός «τω φρυαξαμένω συνεδρίω κατά τών σεπτών Εικόνων».

Όπως ελέχθη, στο Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας μνημονεύονται όλοι οι αιρετικοί. Με αυτό φαίνεται αφ’ ενός μεν ότι όλοι οι αιρετικοί χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο και στην ουσία συμπίπτουν μεταξύ τους, αφ’ ετέρου δε ότι τόσο η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος όσο και η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος θεωρούν τον εαυτό τους ως εκφραστές τής Εκκλησίας και ως συνέχεια τών προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων. Ο Άρειος αποκαλείται «θεομάχος» και αρχηγός τών αιρέσεων, ο Πέτρος ο Κναφεύς «παράφρων». Ο ίδιος χαρακτηρισμός «παράφρων» χρησιμοποιείται για πολλούς αιρετικούς. Φυσικά, λέγονται παράφρονες όχι με βιολογική έννοια, αλλά κυρίως και προ παντός με θεολογική. Τον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο, αρχηγούς τών αντιησυχαστικών διδασκαλιών και όλους τους οπαδούς τους τους ονομάζει «πονηρά συμμορία». Αντίθετα, δια τους υπερμάχους τών ορθοδόξων διδασκαλιών χρησιμοποιούνται επίθετα, όπως «ευσεβής», «αγιώτατος», και «αοίδιμος».

Και πάλι πρέπει να σημειωθή ότι η αίρεση ανατρέπει τον αληθινό τρόπο θεραπείας τού ανθρώπου για να φθάση στην θέωση. Αν σκεφθούμε ότι θεραπεία είναι η κάθαρση τής καρδιάς, ο φωτισμός τού νου, ώστε ο άνθρωπος να πορευθή στην θέωση, τότε καταλαβαίνουμε ότι η αίρεση ανατρέπει αυτόν τον τρόπο και αφήνει τον άνθρωπο αιωνίως αθεράπευτο, χωρίς ελπίδα θεραπείας και σωτηρίας.

Δημιουργία αρχείου: 14-11-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 14-11-2018.

ΕΠΑΝΩ