Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Προτεσταντισμός

Αγάπη: Η Μητέρα των Αρετών // Πώς στράφηκε ο Λούθηρος κατά του Μοναχισμού // Είναι οι αρχές του Μοναχισμού διδασκαλίες του Κυρίου ή της ύστερης Εκκλησίας;

Προτεσταντικές παρανοήσεις για την αγάπη

Η ανεπάρκεια της κριτικής του Anders Nygren

του Γεωργίου Φλωρόφσκυ

Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard

 

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 21-29).

(Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6).

Παρά  τις φιλότιμες προσπάθειες του Προτεσταντισμού, να κατανοήσει τη Χριστιανική πίστη από την Αγία Γραφή, η 1500 ετών απόστασή του από την παράδοση της Εκκλησίας, δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί σωστά πολλά πράγματα. Οι ψυχολογικές προκαταλήψεις κατά του μοναχισμού, από μέρος του Λούθηρου, και η δικανική αντίληψη των πραγμάτων που κληρονόμησε από τον Παπισμό, τον οδήγησε σε παρερμηνείες της σχέσεως Θεού και ανθρώπου, ως προς τον τρόπο της σωτηρίας. Με αποτέλεσμα, νεότεροι αναλυτές σαν τον Anders Nygren, προκειμένου να διασώσουν τις προκαταλήψεις του Λουθήρου περί σωτηρίας και μοναχισμού, να παρανοούν σε πολλά σημεία, ακόμα και την έννοια της αγάπης στη Χριστιανική πίστη. Η ανάλυση αυτών των θέσεων από τον Γεώργιο Φλωρόφσκυ είναι χαρακτηριστική του Προτεσταντικού σφάλματος.

Η χριστιανική ιδέα της αγάπης είναι πραγματικά καινούρια. Αλλά δεν είναι τόσο ριζικά παράδοξη ώστε η ανθρώπινη ψυχή να μην μπορεί να την καταλάβει. Δεν αποτελεί μια μεταξίωση όλων των αρχαίων άξιων, όπως ισχυρίστηκε ο Anders Nygren στο εκτενές έργο του «Αγάπη και Έρως» (αρχικά δημοσιεύτηκε στα Σουηδικά το 1947 ως Den kristna karlekstanken genom tiderna. Eros och Agape• δημοσιεύτηκε σε δυο τόμους το 1938 και 1939 οι δυο τόμοι δημοσιεύτηκαν σε μια έκδοση paperback από τον εκδ. οίκο Harper and Row το 1969). Αν και υπάρχουν ορισμένες σωστές απόψεις σε μερικές δηλώσεις του Nygren, η όλη του θέση είναι εσφαλμένη.

Ο Nygren διαβάζει μέσα στην Καινή Διαθήκη και την πρώτη Εκκλησία τη βασική θέση του Λουθήρου μάλλον παρά ασχολείται να βρει την πρώτη χριστιανική σκέψη μέσα από το δικό της περιβάλλον. Μια τέτοια προσέγγιση φέρνει τελικά λίγο καρπό και συχνά, όπως στην περίπτωση της θέσης του στο έργο του «Αγάπη και Έρως», διαστρέφει τις γνήσιες πηγές με προκαταλήψεις που μπήκαν στην ιστορία της χριστιανικής σκέψεως 1500 περίπου χρόνια από τότε που ο Κύριός μας άλλαξε τη φύση του ανθρώπου μπαίνοντας στην ανθρώπινη ύπαρξη ως Θεός και Άνθρωπος. Υπάρχουν πολλά στο Λούθηρο που είναι ενδιαφέροντα, οξυδερκή και αληθινά. Υπάρχουν, όμως, και πολλά που δεν συμφωνούν με τον πρώτο Χριστιανισμό. Και σ' αυτό οφείλεται ο μεγάλος διχασμός στον οικουμενικό διάλογο, γιατί για να αποδώσει καρπούς ο οικουμενικός διάλογος, οι διαφορές που χωρίζουν τις Εκκλησίες δεν πρέπει να αποσιωπηθούν. Πρέπει μάλλον να αποκαλυφθούν και να συζητηθούν με ειλικρίνεια, σεβασμό, και πληρότητα.

Υπάρχουν πολλά στο Λούθηρο με τα οποία οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι θεολόγοι Ιδιαίτερα μπορούν να συμφωνήσουν. Εν τούτοις, ο Μοναχισμός είναι μια περιοχή στην οποία υπάρχει βαθειά ασυμφωνία. Ακόμα και ο Λούθηρος δεν απέρριπτε στην αρχή το μοναχισμό. Η Μεταρρύθμιση του Λουθήρου ήταν το αποτέλεσμα της κατανόησης που αυτός είχε για την Καινή Διαθήκη, μια κατανόηση που ο ίδιος την ονομάζει «νέα». Η θεολογική του θέση είχε ήδη διαμορφωθεί πριν αναφανεί το θέμα των συγχωροχαρτιών και της τοιχοκόλλησης των «Ενενήντα Πέντε Θέσεών» του. Ο Nygren, πιστός στη θεολογική όραση του Λουθήρου, έχει ένα θεολογικό λόγο για τη θέση που παίρνει στο βιβλίο του Αγάπη και Έρως.

Ο Nygren ταυτίζει την ερμηνεία του για την Αγάπη με την μονοενεργιστική αντίληψη του Θεού1, μια αντίληψη του Θεού που θα ήταν ορθή καθ' εαυτήν και αφ’ εαυτής, γιατί ο Θεός είναι η πηγή των πάντων. Αλλά από τη στιγμή που ερχόμαστε αντιμέτωποι με το μυστήριο της δημιουργίας, το μυστήριο εκείνης της «άλλης» υπάρξεως, εκείνης της κτιστής υπάρξεως που περιλαμβάνει και το ανθρώπινο γένος, αντιμετωπίζουμε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Η υπαρξιακή και οντολογική σημασία της κτιστής υπάρξεως του ανθρώπου είναι ακριβώς ότι ο Θεός δεν ήταν αναγκασμένος να δημιουργήσει, ότι η δημιουργία ήταν μια ελεύθερη ενέργεια της θείας ελευθερίας. Αλλά -και εδώ υπάρχει η μεγάλη δυσκολία που δημιουργείται από έναν μη ισορροπημένο δυτικό Χριστιανισμό πάνω στο δόγμα της χάριτος και της ελευθερίας- δημιουργώντας ελεύθερα τον άνθρωπο ο Θεός, θέλησε να δώσει στον άνθρωπο εσωτερική πνευματική ελευθερία. Αυτή δεν είναι με καμιά έννοια μια Πελαγιανική2 ή ημιπελαγιανική3 θέση. Το ισορροπημένο συνεργιστικό δόγμα4 της Πρώτης και της Ανατολικής Εκκλησίας, ένα δόγμα που παρανοήθηκε και υπονομεύτηκε από τον Λατινικό Χριστιανισμό γενικά από τον Αυγουστίνο και ύστερα -αν και υπήρχε πάντα αντίδραση σ' αυτό μέσα στη Λατινική Εκκλησία- δέχονταν πάντα ότι ο Θεός αρχίζει, παρακολουθεί και ολοκληρώνει τα πάντα στο έργο της σωτηρίας. Εκείνο που πάντα απέρριπτε -και αυθόρμητα και μετά από σκέψη- είναι η ιδέα της αναγκαστικής χάριτος, η ιδέα ότι ο άνθρωπος δεν συμμετέχει στη σωτηρία του. Ο Nygren θεωρεί κάθε συμμετοχή του ανθρώπου στη σωτηρία του, κάθε κίνηση της ανθρώπινης θέλησης και ψυχής προς τον Θεό, ως ειδωλολατρική διαστροφή της Αγάπης, ως «Έρωτα». Και αυτή η στάση, αυτή η θεολογική προοπτική θα αποβεί κατ’ ουσίαν το αποφασιστικό σημείο για την απόρριψη του μοναχισμού και άλλων μορφών ασκητισμού και πνευματικότητας τόσο οικείων στη Χριστιανική Εκκλησία από τα πρώτα της ήδη βήματα.

Αν η θέση του Nygren για την Αγάπη είναι σωστή, τότε οι λόγοι του Κυρίου μας, που παρατέθηκαν πιο πάνω, δεν θα είχαν καμιά βάση στις καρδιές των ακροατών του για να γίνουν κατανοητοί. Επιπλέον, ο Κύριος μας, όταν χρησιμοποιεί το ρηματικό τύπο της Αγάπης -το «αγαπάτε»- χρησιμοποιεί την παλιά εντολή ως βάση για να δώσει τη νέα, εσωτερική διάσταση της πνευματικής προέκτασης εκείνης της εντολής της «αγάπης». Αν ο Nygren είχε δίκιο, η «παλιά» έννοια της «αγάπης» δεν θα σήμαινε τίποτα, ιδίως δεν θα ήταν το θεμέλιο πάνω στο οποίο ο Κύριός μας οικοδομεί το νέο πνευματικό και οντολογικό χαρακτήρα της «αγάπης». Η άποψη του Nygren είναι ότι «η Εντολή της Αγάπης» απαντάται στην Παλιά Διαθήκη και ότι «εισάγεται στα Ευαγγέλια, όχι σαν κάτι το νέο, αλλά ως περικοπή από την Παλιά Διαθήκη». Έχει και δίκιο και άδικο. Έχει δίκιο στο ότι είναι μια περικοπή παρμένη από την Παλιά Διαθήκη. Πού αλλού μπορούσε ο Κύριός μας να στραφεί απευθυνόμενος «στο λαό του»; Έχει άδικο όταν ισχυρίζεται ότι αυτή η εντολή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο μια περικοπή από την Παλιά Διαθήκη, ακριβώς γιατί ο Κύριος μας χρησιμοποιεί την περικοπή της Παλιάς Διαθήκης ως θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομεί. Γι’ αυτό, το θεμέλιο έπρεπε να ήταν ασφαλές, αλλιώς το οικοδόμημα θα είχε ραγίσει και η διδασκαλία θα ήταν εσφαλμένη.

Πράγματι, ο ίδιος ο Nygren ισχυρίζεται ότι «η Αγάπη δεν μπορεί ποτέ να είναι αφ’ εαυτής προφανής, αυταπόδεικτη». Προβάλλοντας έναν τέτοιον ισχυρισμό, ο Nygren έχει αποκλείσει κάθε δυνατότητα από τους ακροατές του Κυρίου μας να καταλάβουν οποιαδήποτε ομιλία στην οποία ο Κύριός μας χρησιμοποιεί τον όρο «Αγάπη». Και όμως ο Nygren γράφει ότι «μπορεί να καταδειχθεί ότι το θέμα της Αγάπης είναι το κύριο θέμα μιας ολόκληρης σειράς Παραβολών». Αυτό που εννοείται από αυτήν τη δήλωση του Nygren είναι ότι η ιδιαίτερη ερμηνεία της Αγάπης από το Nygren αποτελεί το κύριο θέμα μιας ολόκληρης σειράς παραβολών. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε εκείνοι που άκουσαν τις παραβολές δεν θα μπορούσαν να τις είχαν καταλάβει, γιατί ασφαλώς δεν θα εννοούσαν την Αγάπη με την ειδική σημασία που όρισε ο Nygren, και άρα οι παραβολές - σύμφωνα με την εσωτερική λογική της θέσης του Nygren - δεν είχαν νόημα για τους συγχρόνους του Κυρίου μας, τους ακροατές του.

Το να γεμίσεις από την αγάπη του Θεού και από αγάπη για τον Θεό είναι το ιδεώδες του μοναχισμού. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (22:34-40) ο Κύριός μας ρωτήθηκε ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή. Και η απάντηση του ήταν: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διάνοια σου. Αυτή εστίν η μεγάλη και πρώτη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αύτη, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Εν ταύταις ταις δυσίν εντωλαίς όλος ο νόμος κρέμαται και οι Προφήται».

Το μοναστικό και ασκητικό Ιδεώδες είναι να καλλιεργήσει την αγάπη της καρδιάς, της ψυχής και του νου για τον Θεό. Ο σχολιασμός του χωρίου από τον Nygren στο έργο του «Αγάπη και Έρως», είναι χαρακτηριστικός της γενικής του θέσεως. «Από καιρό έχει αναγνωριστεί ότι η ιδέα της Αγάπης αντιπροσωπεύει ένα χαρακτηριστικό και πρωτότυπο στοιχείο του Χριστιανισμού. Αλλά σε τι ακριβώς συνίσταται η χαρακτηριστικότητα και η πρωτοτυπία του; Αυτό το ερώτημα έχει συχνά απαντηθεί με αναφορά στην Εντολή της Αγάπης. Η διπλή εντολή, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου» και «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», έχει εκληφθεί ως η φυσική αφετηρία για την κατάδειξη της εννοίας της Χριστιανικής αγάπης. Εν τούτοις το γεγονός είναι ότι αν αρχίσουμε με την εντολή, με την Αγάπη ως κάτι το ζητούμενο, κλείνουμε το δρόμο που θα μας έφερνε στην κατανόηση της ιδέας της Αγάπης…

Αν μπορεί να λεχθεί ότι η Εντολή της Αγάπης είναι χαρακτηριστικά Χριστιανική, όπως αναμφίβολα μπορεί, η αιτία είναι ότι αυτή βρίσκεται, όχι στην εντολή ως εντολή, αλλά στην εντελώς καινούρια σημασία που ο Χριστιανισμός έχει δώσει σ' αυτήν… Το να φθάσει κανείς στην κατανόηση της Χριστιανικής ιδέας της αγάπης μόνο με αναφορά στην Εντολή της Αγάπης είναι επομένως αδύνατο. Η προσπάθεια αυτή είναι μια κίνηση στον κύκλο. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ανακαλύψουμε τη φύση της Αγάπης, της αγάπης με τη Χριστιανική έννοια, αν δεν είχαμε τίποτε άλλο να μας καθοδηγήσει παρά μόνο τη διπλή εντολή … δεν είναι η εντολή που εξηγεί την ιδέα της Αγάπης, αλλά η επίγνωση της Χριστιανικής έννοιας της Αγάπης που μας βοηθά να συλλάβουμε τη Χριστιανική σημασία της εντολής. Πρέπει, επομένως, να αναζητήσουμε μια άλλη αφετηρία» (σελ. 61-63). Αυτή, πράγματι, είναι μια παράξενη θέση για έναν που προέρχεται από την παράδοση της Sola Scriptura 5, γιατί η ουσία αυτής της θέσης δεν είναι «μόνο η Αγία Γραφή» αλλά ακριβώς ότι η Αγία Γραφή πρέπει να ερμηνευθεί - κι’ εδώ η ερμηνεία προέρχεται όχι από τη μήτρα του πρώτου Χριστιανισμού αλλά από μακριά, από μια ερμηνεία η οποία σ' ένα μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε μια ερμηνεία του Χριστιανισμού που μπήκε μέσα στην ιστορία της Χριστιανικής σκέψεως 1.500 περίπου χρόνια από τότε που άρχισε το Χριστιανικό κήρυγμα, αφού ο Nygren ακολουθεί τη γενική θέση του Λουθήρου. Ο Nygren, όταν αναλύει ορισμένες απόψεις για το τι συνιστά τη μοναδικότητα της Χριστιανικής αγάπης, και τις απορρίπτει, έχει εν μέρει δίκιο. «Αυτό, πράγματι, είναι το βασικό σφάλμα όλων των απόψεων που μέχρις εδώ είδαμε αποτυγχάνουν να δουν ότι η Χριστιανική αγάπη στηρίζεται σε μια ορισμένη, θετική βάση δική της. Ποια, λοιπόν, είναι αυτή η βάση;» Ο Nygren πλησιάζει την ουσία του προβλήματος αλλά δεν βλέπει την σπουδαία άποψη της ανθρώπινης οντολογίας, μιας ανθρώπινης οντολογίας δημιουργημένης από τον Θεό. «Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα μπορεί να βρεθεί στο κείμενο “… Αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Είναι αλήθεια ότι η αγάπη για τους εχθρούς μας δεν συμφωνεί με τα άμεσα φυσικά μας αισθήματα, και μπορεί επομένως να φανεί ότι δείχνει τον αρνητικό χαρακτήρα που προτείνεται πιο πάνω• αλλά αν σκεφτούμε το κίνητρο που κρύβεται κάτω από αυτήν, θα δούμε ότι αυτή είναι τελείως θετική. Ο Χριστιανός παίρνει την εντολή να αγαπά τους εχθρούς του, όχι γιατί η άλλη πλευρά διδάσκει να τους μισεί, αλλά γιατί υπάρχει μια βάση κι' ένα κίνητρο για μια τέτοια συγκεκριμένη αγάπη, το θετικό γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεός αγαπά τους κακούς ανθρώπους. “Ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς”. Γι’ αυτό μας ελέχθη: “Αγαπάτε τους εχθρούς υμών … όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς”».

Αυτό που ο Nygren λέγει εδώ είναι ακριβές. Αλλά παραβλέπει τη σπουδαιότητα της ανθρώπινης οντολογίας δηλαδή, ότι μας δίνεται η εντολή να αγαπούμε τους εχθρούς μας γιατί υπάρχει μια πνευματική αξία μέσα σ' αυτήν τη δομή της ανθρώπινης φύσης που δημιουργήθηκε από τον Θεό, μέσα ακόμα και σ' αυτήν την «πεπτωκυΐα» φύση μας, και ότι αυτή η πνευματική αξία μπορεί να βρεθεί σε κάθε άνθρωπο, και σ' όλους, άσχετα με το πόσο αμυδρά μπορούμε να την αντιληφθούμε. Αν αρχίσουμε και αγαπάμε τους εχθρούς μας, θα αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε μέσα σ' εκείνα τα χαρακτηριστικά του εχθρού, πλευρές που ήταν κρυμμένες, που είχαν αμαυρωθεί από την τύφλωση του μίσους μας. Λάβαμε την εντολή να αγαπάμε τον εχθρό μας όχι μόνο γιατί ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, όχι μόνο γιατί «ο Θεός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς», αλλά και γιατί υπάρχει μια αξία στους ανθρώπους.

Ο Nygren γράφει (σελ. 79) ότι η άποψη ότι ο άνθρωπος έχει εκ φύσης μια τέτοια αναφαίρετη αξία γεννά εύκολα τη σκέψη ότι είναι αυτή η απαράμιλλη αξία πάνω στην οποία στηρίζεται η αγάπη του Θεού. Είναι ίσως ανακριβές να ισχυρισθούμε ότι ο Nygren παραγνωρίζει το κεντρικό ζήτημα, δηλαδή, ότι αυτό που αξίζει στον άνθρωπο δόθηκε, δημιουργήθηκε από τον Θεό. Είναι πιο ακριβές να πούμε ότι ο Nygren απορρίπτει εντελώς το ζήτημα, και το κάνει αυτό εξαιτίας του θεολογικού του δόγματος για τον Θεό και τον άνθρωπο. Αυτό και πάλι είναι μέρος της μεγάλης διαφοράς που χωρίζει ορισμένες Εκκλησίες στον οικουμενικό διάλογο. Υπάρχει μια βασική και θεμελιώδης διαφορά θεώρησης πάνω στη φύση του Θεού και του ανθρώπου. Μια άποψη ισχυρίζεται ότι η θέση της είναι συνεπής με τον αποστολικό Χριστιανισμό, συνεπής με την αποστολική παρακαταθήκη, και συνεπής με τη διδασκαλία και τη ζωή της πρώτης Εκκλησίας και της Εκκλησίας όλων των αιώνων. Μια άλλη άποψη αρχίζει με τη Μεταρρύθμιση. Και οι δυο απόψεις ισχυρίζονται ότι υποστηρίζονται από την Καινή Διαθήκη. Τα κείμενα του Λουθήρου για τη Θεϊκή φύση της αγάπης δεν είναι μόνο ενδιαφέροντα αλλά και πολύτιμα, όχι μόνο διεισδυτικά αλλά σε ορισμένα τους σημεία και ακριβή. Πράγματι, αν κανείς σκεφθεί τη διδασκαλία του Λουθήρου για τη Θεϊκή αγάπη καθεαυτήν, χωριστά από τις άλλες του διδασκαλίες, ιδίως εκείνες που αναφέρονται στη φύση του ανθρώπου, τη φύση της σωτηρίας, τη φύση της δικαίωσης, το δόγμα του απολύτου προορισμού και της χάριτος, βλέπει μια άποψη όμοια με την άποψη του αρχαίου Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Μερικές φορές ο Λούθηρος μπορεί ακόμα να φαίνεται ότι έχει μυστικιστικές τάσεις. Η πολύ γνωστή περιγραφή του Λουθήρου για την Χριστιανική αγάπη ως «eine quellende Liebe» (μιας αναβλύζουσας, ή διαρκώς ρέουσας, αγάπης) είναι καθεαυτήν μια Ορθόδοξη άποψη. Για τον Λούθηρο, όπως και για τους Πατέρες της Εκκλησίας, αυτή η αγάπη δεν χρειάζεται τίποτα, δεν προκαλείται, δεν έρχεται στην ύπαρξη εξαιτίας ενός επιθυμητού αντικειμένου, δεν διεγείρεται από αξιαγάπητες ιδιότητες ενός αντικειμένου. Είναι η φύση του Θεού. Αλλά, συγχρόνως, είναι ο Θεός που δημιούργησε τους ανθρώπους, και γι' αυτό η αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους, αν και δεν χρειάζεται τίποτε και δεν ελκύεται από τίποτε, αγαπά τους ανθρώπους όχι γιατί ο άνθρωπος αξίζει (αφ’ εαυτού) αλλά γιατί υπάρχει αξία στον άνθρωπο επειδή ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό. Σ' αυτό βρίσκεται η διαφορά, και αυτή είναι πράγματι μια μεγάλη διαφορά, όταν κανείς σκεφθεί τις διαφορετικές απόψεις πάνω στα άλλα θέματα που σχετίζονται στενά με τη φύση της Θεϊκής αγάπης.

 

Σημειώσεις


1. Μονοενεργιστική αντίληψη του Θεού: Είναι η αντίληψη ότι η σωτηρία του ανθρώπου οφείλεται μόνο στην ενέργεια του Θεού. (Σ. τ. Μ. ).

2. Πελαγιανισμός (η Πελαγιανική θέση): Είναι η διδασκαλία του αιρετικού Πελαγίου, ο οποίος (σε αντίθεση προς τον Αυγουστίνο που δίδαξε ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνο από τον Θεό), δίδαξε ότι ο άνθρωπος σώζεται με τις δικές του δυνάμεις. (Σ. τ. Μ. )

3. Ημιπελαγιανισμός: Είναι η διδασκαλία του Ιωάννου Κασσιανού, κατά την οποία η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της θείας χάριτος και της ανθρώπινης θέλησης, την δε πρωτοβουλία στο έργο της σωτηρίας την έχει η ανθρώπινη θέληση. (Σ. τ. Μ. )

4. Συνεργία (ή συνεργιστικό δόγμα): Είναι η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατά την οποία η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της θείας χάριτος και της ανθρώπινης θέλησης, την δε πρωτοβουλία στο Έργο της σωτηρίας έχει ο Θεός, ο Οποίος αρχίζει, παρακολουθεί και ολοκληρώνει τη σωτηρία του ανθρώπου, του οποίου η συνεργασία συνίσταται στην ανταπόκρισή του στη θεία χάρη και την αποδοχή της προσφερόμενης από τον Θεό σωτηρίας. (Σ. τ. Μ. ).

5. Sola Scriptura: Σημαίνει Μόνο η Αγία Γραφή, και δηλώνει την Προτεσταντική θέση ότι η Αγία Γραφή είναι η μόνη πηγή της πίστεως (Ο Προτεσταντισμός απορρίπτει την Ιερά Παράδοση ως πηγή της Πίστεως). (Σ. τ. Μ. ).

Δημιουργία αρχείου: 8-4-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 7-5-2008.

ΕΠΑΝΩ