Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Θεολογικά θέματα

Η αναζήτηση τής πρόταξης "ουσίας" ή "προσώπου" στην ύπαρξη // Οι ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν την Εκκλησία σε Τριαδικές διατυπώσεις // Το "ότι", το "τι" και το "πώς" τού Θεού // Ο άσαρκος Λόγος

Ομοούσιο και Ομοιούσιο

Διαφορές και ταυτίσεις τών δύο όρων

π. Ι. Ρωμανίδης

 

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

 

Οι θεόπτες, όπως φαίνεται και στην Αγία Γραφή, δεν έκαναν λόγο για το ότι ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι ομοούσιοι με τον Πατέρα, αλλά έλεγαν αυτό που έβλεπαν από την εμπειρία, ότι ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα έχουν την ίδια δόξα του Πατρός. Αυτό φαίνεται με την κλήση των πρώτων μαθητών, όπως περιγράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης.

«Πήγαν οι δύο μαθηταί στον Χριστό και Του λέγουν να τους δείξει πού μένει. Βέβαια, όταν ο Χριστός, μια ολόκληρη μέρα τους έδειχνε που μένει, αυτό δεν σημαίνει ότι τους έδειχνε το διαμέρισμά Του, αν έχει κουζίνα, καλοριφέρ κλπ. Ο τόπος που μένει ο Χριστός, είναι ο τόπος που μένει ο Θεός.

Τι απεκάλυπτε σε αυτούς ο Χριστός μια ολόκληρη μέρα; την διαμονή Του. Και ποια είναι η διαμονή Του; Η άκτιστη δόξα τού Πατρός. Αυτή είναι η διαμονή του Λόγου. Ο Λόγος και ο Πατήρ κατοικούν μέσα στην βασιλεία ή την άκτιστη δόξα».

«Μετά, έχουμε φανέρωση της δόξης στο όρος Θαβώρ, που οι τρεις πρόκριτοι Μαθηταί του Χριστού είδαν την βασιλεία ή την δόξα του Χριστού. Αυτή η αποκάλυψη, είναι αποκάλυψη της θεότητος του Χριστού, διότι κατά τους Πατέρες, η δόξα του Θεού στην Μεταμόρφωση είναι η θεότητα που αποκαλύπτεται.

Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν αποκαλύπτει την θεότητά Του με λέξεις, ώστε να έχουμε στην Αγία Γραφή το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος. Ο Χριστός δεν είπε στους Μαθητές Του: "Παιδιά, τώρα θα σας μάθω την αλήθεια και θα λέτε: Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν… ", αλλά, έδειξε στους Αποστόλους την άκτιστη δόξα Του. Και όχι μόνο ότι είναι φορέας ακτίστου δόξης, αλλά ότι είναι και πηγή της ακτίστου δόξης. Οπότε, έτσι αποκαλύπτεται ο Θεός στον άνθρωπο, με την εμπειρία αυτή της αποκαλύψεως, που εμείς την λέμε θέωση στην Ορθόδοξη παράδοση».

Η ορολογία «ομοούσιος», «υπόσταση», «ουσία» είναι μεταγενέστερη, όταν οι Πατέρες εξέφρασαν την εμπειρία τους με τους όρους της εποχής τους και έτσι τα άρρητα ρήματα μεταφέρθηκαν με κτιστά ρήματα και νοήματα.

«Στην Αγία Γραφή δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα βέβαια ούτε "ομοούσιος" υπάρχει ούτε τρεις "υποστάσεις" υπάρχουν ούτε "μία ουσία" υπάρχει ούτε υπάρχει πουθενά που λέει ότι ο Χριστός είναι Θεός άκτιστος, και το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, δηλαδή. Σ' αυτή την καθαρή διατύπωση-μορφή, δεν υπάρχει πουθενά στην Καινή Διαθήκη τέτοια διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος».

Βασική διδασκαλία των Αγίων Πατέρων είναι ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Όταν οι Άγιοι έφθαναν στην εμπειρία της θεοπτίας, έβλεπαν ότι η δόξα-φως του Λόγου ήταν όμοια με την δόξα του Πατρός. Γι' αυτό, στην αρχή, ο Μέγας Αθανάσιος έκανε λόγο για το ότι ο Υιός-Λόγος είναι ομοιούσιος (με όμικρον γιώτα) με τον Πατέρα, έχει, δηλαδή, την ίδια-όμοια ουσία και δόξα με τον Πατέρα. Εφ' όσον η ουσία του Πατρός είναι άκτιστη, συνεπάγεται ότι άκτιστη είναι και η ουσία του Λόγου. Όταν, όμως, ο όρος «ομοιούσιος» αποδιδόταν λανθασμένα ως «παρόμοιος», τότε οι Πατέρες δημιούργησαν τον όρο ομοούσιος (χωρίς τα γιώτα) με την έννοια του «ταυτούσιος», όχι όμως με την έγνοια του «ταυθυπόστατος».

«Γιατί τόση δυσκολία γύρω από το "ομοούσιος"; Διότι το "ομοούσιος" δεν το απέρριψαν μόνον οι Αρειανοί, το απέρριψαν στην αρχή και οι Ορθόδοξοι. Οι ομοιουσιανοί, δηλαδή αυτοί που λέγανε όμοιος κατά πάντα, ήταν Ορθόδοξοι. Γι' αυτό και ο Μέγας Αθανάσιος το λέει καθαρά, ότι αυτοί που φωνάζαν και λέγαν το ομοιούσιος, ότι ο Λόγος είναι όμοιος τω Πατρί κατά πάντα, λέει, αυτοί είναι Ορθόδοξοι και αυτό εννοούμε εμείς με το ομοούσιος.

Είναι ομοούσιος όχι με την έννοια του ταυτούσιος (δηλαδή ότι ο Λόγος και ο Πατέρας είναι ένα). Δεν σημαίνει "ταυτούσιος" το "ομοούσιος" για τον Αθανάσιο. Έχει την ίδια σημασία με το ομοιούσιος για τον Αθανάσιο. Γιατί; Διότι, βασικό δόγμα των Πατέρων της Εκκλησίας είναι ότι μεταξύ του άκτιστου και του κτιστού δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Οπότε, όταν λες όμοιος κατά πάντα, αυτό σημαίνει, Θεός άκτιστος. Αυτό σημαίνει η ορολογία "ομοούσιος".

Οι σημερινοί Ορθόδοξοι θεολόγοι τους ομοιουσιανούς τους βγάλανε ημιαρειανούς, ενώ δεν ήταν καθόλου. Ήταν η φανατική παράταξη των Ορθοδόξων, οι οποίοι έλεγαν ότι για την ουσία του Θεού δεν μπορούμε να μιλάμε, διότι η ουσία του Θεού είναι ανώνυμος, αμέτοχος κ.ο.κ. Μπορεί να μιλάμε μόνο για τα πρόσωπα, τις υποστάσεις. Και ουσία και υπόσταση κατ’ αυτούς σημαίνει το ίδιο πράγμα.

Επομένως, το "ομοούσιος" ποιος το εχρησιμοποίησε; Ήταν (κατ’ αρχήν) μια αιρετική ορολογία. Την χρησιμοποιούσαν και οι Γνωστικοί, οι γνωστικές αιρέσεις, αλλά κυρίως ο Παύλος Σαμοσατεύς. Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς λέει ότι ο Λόγος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, με την έννοια ότι είναι ομοϋπόστατος. Μαζί με τον Πατέρα έχει μία υπόσταση, μία ουσία δηλαδή, ότι στον Θεό υπάρχει μία υπόσταση, μία ουσία. Λοιπόν αυτή την σημασία είχε το "ταυτούσιος".

Οπότε, οι ομοιουσιανοί δεν δέχτηκαν την ορολογία του Αθανασίου, την πολέμησαν και πείστηκαν, τελικά, αφού ο Μέγας Βασίλειος εξήγησε ότι δεν σημαίνει ταυτούσιος. Και, εφ' όσον δεν σημαίνει ταυτούσιος, το "ομοούσιος" δηλαδή, αλλά σημαίνει ομοιούσιος με την έννοια ότι έχουν μαζί μία ουσία που δεν είναι η υπόσταση, αλλά υπάρχουν τρεις υποστάσεις και έχουν μαζί την ίδια ουσία. Με αυτή την έννοια έγινε αυτή η εξήγηση της Ορθοδόξου διδασκαλίας που είχε διατυπωθεί από την Α' Οικουμενική Σύνοδο και από τον Αθανάσιο και έγινε αποδεκτή.

Και ο Μέγας Αθανάσιος, ο ίδιος, δήλωσε ότι είναι επιτρεπτός ο τρόπος αυτός, να μιλάμε για την υπόσταση και ουσία και αυτό διατυπώθηκε στην απόφαση της Συνόδου που προήδρευσε στην Αλεξάνδρεια ο Μέγας Αθανάσιος το 362».

Είναι σημαντικό ότι κατά την θεοπτία το «ομοιούσιος» με το «ομοούσιος» έχουν το ίδιο πνευματικό νόημα, απλώς επικράτησε το «ομοούσιος» γιατί εξέφραζε καλύτερα την δογματική αποκαλυπτική αλήθεια ότι ο Λόγος είναι Θεός. Πάντως, αυτό το πνευματικό νόημα που εκφράζει το «ομοούσιος» είναι εμπειρία και των Αποστόλων και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης.

«Ο Μέγας Αθανάσιος περιγράφει τι εννοούν οι "ομοουσιανοί" με το "ομοούσιος". Αυτοί λένε ότι ο Λόγος είναι κατά πάντα όμοιος τω Πατρί και εκ του Πατρός. Μετά προσθέτει ότι αυτό εννοούμε και εμείς με το "ομοιούσιος". Ο Μέγας Αθανάσιος ταυτίζει το "ομοούσιος", με το ομοιούσιος, όταν είναι "όμοιος κατά πάντα τω Πατρί και εκ της ουσίας του Πατρός".

Εάν αυτό είναι το "ομοιούσιο", τότε το "ομοιούσιο" δεν είναι αυτό που νομίζουν οι σημερινοί θεολόγοι. Τι σημαίνει όμως "όμοιος κατά πάντα τω Πατρί"; Σημαίνει ότι μεταξύ των κτισμάτων και του άκτιστου Θεού, ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Εφ' όσον είναι όμοιος κατά πάντα, δεν μπορεί να είναι κτίσμα ο Λόγος. "Έπειτα, λένε, ότι είναι εκ της ουσίας του Πατρός και δεν λένε ότι είναι εκ του μηδενός. Αυτό είναι Ορθοδοξία. Τότε, εφ' όσον το "ομοούσιος" σημαίνει αυτό, διερωτώμαι, έχει καμιά φιλοσοφική έννοια; Καμιά σχέση με την φιλοσοφία ούτε με την ψυχολογία του βάθους.

Η διαμάχη μεταξύ Αθανασίου και Αρείου ήταν, αν οι Προφήτες είδαν Λόγο Άκτιστον ή κτιστόν. Οι Ορθόδοξοι λέγανε ότι είδαν Άκτιστον. Και οι Αρειανοί, ότι είδαν κτιστόν Λόγο.

Επομένως, το "ομοούσιος" κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν είναι διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά είναι διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης».

Δημιουργία αρχείου: 11-8-2015.

Τελευταία μορφοποίηση: 11-8-2015.

ΕΠΑΝΩ