Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Αγία Γραφή και Αγία Γραφή ΟΟΔΕ

Η αξιοπιστία τών θυσιασθέντων αποστόλων // Εξωχριστινικές μαρτυρίες για τον Χριστό // Ιησούς Χριστός: Άνθρωπος ή Θεάνθρωπος; // Λόγος για την Ανάσταση και τη Θεότητα τού Χριστού // Η αδιανόητη πίστη για τη θεμελίωση του Χριστιανισμού // «Quiz για τις μέρες του Πάσχα» Οι πρώτες 8 ερωτήσεις. Μέρος 2ο // «Quiz για τις μέρες του Πάσχα» - Απαντήσεις σε ένα αφελές ερωτηματολόγιο. Οι υπόλοιπες 7 ερωτήσεις. Μέρος 3ο

Μέρος Α΄:

«Quiz για τις μέρες του Πάσχα» - Απαντήσεις σε ένα αφελές ερωτηματολόγιο

Ποια η φιλολογική μορφή των ευαγγελίων - Στοιχεία για τη γνησιότητά τους - Αντίλογος σε απλοϊκές εικασίες περί του Ιστορικού Ιησού

Tού Papyrus 52

Το άρθρο αυτό που θα ολοκληρωθεί σε τρεις συνέχειες, θα ασχοληθεί με ένα παράγωγο του λαϊκισμού που χαρακτηρίζει τις διαδικτυακές κυρίως εκφάνσεις του αθεο-νεοπαγανισμού[1]. Πρόκειται για ένα προχειροφτιαγμένο ερωτηματολόγιο, που σκοπό έχει να ειρωνευτεί τις μετά την Ανάσταση ευαγγελικές διηγήσεις. Για να δημιουργηθεί, παρακάμφτηκαν τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν τα ευαγγέλια και τη φιλολογική τους μορφή, ενώ στις ερωτήσεις υπάρχουν ανακρίβειες και ανακαλύπτονται προβλήματα «αντιφάσεων» ακόμα και εκεί που είναι αδύνατον να υπάρξουν.

(Στο παρόν, Α΄ Μέρος του άρθρου, θα κάνουμε μια εκτενή εισαγωγή επάνω σε ζητήματα που αφορούν άμεσα το «κουίζ» ώστε να αναδείξουμε τα σαθρά του θεμέλια. Στο Β΄ και Γ΄ Μέρος, θα απαντήσουμε μία προς μία στις 17 υποτιθέμενες «αντιφάσεις»)

 Περιεχόμενα

 

1. Το σπουδαιότερο ερώτημα που το «Quiz» δεν έλαβε υπόψη του: Τι είναι τα ευαγγέλια;

Η πρώτη μας αποκάλυψη για τις μεθόδους των παραχαρακτών, έχει να κάνει με τον φιλολογικό χαρακτήρα των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Έχουμε συνειδητοποιήσει άραγε με ποια μέθοδο ανακαλύπτουν «αντιφάσεις» στα ευαγγέλια; Η απάντηση είναι απλή: εντελώς αυθαίρετα δηλώνουν ότι σκοπός των ευαγγελιστών ήταν να κάνουν λεπτομερή ιστοριογραφία, και επάνω σε αυτό το ανύπαρκτο δεδομένο, χτίζουν όσες «αντιφάσεις» θέλουν.

Όμως, σε ποια επιστημονικά πορίσματα κοινώς αποδεκτά, το είδαν αυτό; Για να το πληροφορηθούμε κι εμείς δηλαδή…

Δυστυχώς, χωρίς να δίνουν σημασία στην αναγνωρισμένες φιλολογικές τεχνικές των ευαγγελίων, τους ασκούν κριτική με μεθοδολογία που εφαρμόζεται σε άλλα λογοτεχνικά είδη. Θα ήταν όμως ποτέ δυνατόν, η μέθοδος της ιστοριογραφίας του Θουκυδίδη, να βρει εφαρμογή στις φόρμες που ακολουθούν τα Ομηρικά Έπη; Θα ήταν ποτέ δυνατόν τα κριτήρια που εφαρμόζονται στη Ρητορική, να εφαρμοσθούν και σε μια κριτική για τη Λυρική ποίηση; Αυτά είναι παράλογα πράγματα. Εξίσου παράλογο είναι να κρίνεις τα ευαγγέλια με κριτήρια που δεν έχουν ισχύ.

Και βεβαίως, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη: εφόσον αρνείσαι ν’ αποδεχτείς τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν ένα κείμενο, και είσαι ιδεολογικά αντίθετος προς αυτό, άρα, σε τι άλλο αποτέλεσμα θα μπορούσες να καταλήξεις εκτός από αρνητικό;!

Αξίζει στο σημείο αυτό να διαβάσουμε τις παρακάτω γραμμές από τον καθηγητή Ιω. Καραβιδόπουλο που αφορούν την φιλολογική μορφή των ευαγγελίων (αποδίδουμε στη δημοτική για ευκολότερη ανάγνωση):

            «Έχοντας ως προϋπόθεση τις αρχές της Σχολής που προαναφέραμε [ενν. της Μορφοϊστορικής Σχολής] αλλά συγχρόνως και υπερβαίνοντας αυτές, επιβλήθηκε στη διεθνή επιστημονική έρευνα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ονομαζόμενη μέθοδος της ‘’ιστορίας της αναθεωρήσεως’’ των ευαγγελίων (Redaktionsgeschichte) … Με τη μέθοδο αυτή, το κέντρο βάρους πέφτει όχι στην πιθανή ύπαρξη επί μέρους ενοτήτων πριν από την τελική καταγραφή των διηγήσεων, αλλά στο συντακτικό και συγγραφικό έργο των ιερών ευαγγελιστών, οι οποίοι αναδεικνύονται με τον τρόπο αυτό, ως συγγραφείς που έχουν ο καθένας ιδιαίτερη θεολογική τάση, με ιδιαίτερο σκοπό, με διαφορετικά για τον καθένα επικρατούντα στοιχεία. Έτσι καταδείχθηκε ότι το ίδιο ακριβώς επεισόδιο είναι δυνατόν να παρατίθεται απ’ όλους τους ευαγγελιστές, αλλά με διαφορετική έξαρση των κοινών στοιχείων ή με έξαρση διαφορετικών στοιχείων του ίδιου όμως επεισοδίου. Χωρίς λοιπόν να το ομολογούν ή ίσως και να το υποψιάζονται οι οπαδοί της Redaktionsgeschichte επιστρέφουν στην ίδια θεώρηση των ευαγγελιστών ως συγγραφέων, με αυτή που έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας, με τη διαφορά ότι, ενώ οι ερμηνευτές Πατέρες ενδιαφέρονται για τα κοινά στοιχεία που συναντάμε σε όλους τους ευαγγελιστές ως συγγραφείς, τα οποία αποδίδουν στην έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, ενώ οι οπαδοί της νεώτερης αυτής ερευνητικής κατεύθυνσης, αναζητούν το ιδιαίτερο σε κάθε ευαγγελιστή στοιχείο ως συγγραφέα, κινούμενοι όχι στο επίπεδο του θείου παράγοντα, αλλά στον καθαρά ανθρώπινο, κατά τη σύνταξη των ευαγγελίων»[2].

Κρατώντας τα παραπάνω, ας διαβάσουμε και έναν περιεκτικό ορισμό του R.V.G. Tasker για τις φιλολογικές ιδιαιτερότητες των ευαγγελίων, τον οποίο παραθέτει ο  Σάββας Αγουρίδης:

«Είναι (τα ευαγγέλια) λεπτομερείς κι αναλυτικές βιογραφίες του I. Χριστού; Είναι έργα ιστορικά, όπως αυτά του Θουκυδίδη ή του Ιώσηπου ή άλλων ιστορικών; Τα Ευαγγέλια δεν είναι ακριβώς ιστορία, αν και περιέχουν ιστορία, εφόσον αφηγούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία όχι μόνον συνέβησαν στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και την επηρέασαν δυναμικά. Δεν είναι βιογραφίες, αν και εμπεριέχουν βιογραφικές λεπτομέρειες […] Είναι προ παντός και κυρίως διηγήσεις ωρισμένων έργων και λόγων […] εκείνου, τον οποίον μία ομάς ανθρώπων εδέχθη ως Κύριο και Σωτήρα»[3].

Όπως γράφει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης:

«Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς, για να συμμετάσχετε κι εσείς μ’ εμάς στην ίδια κοινωνία, που είναι η κοινωνία με τον Πατέρα και με τον Υιό του τον Ιησού Χριστό» (Α΄ Ιωάν. 1,3)

Τα ευαγγέλια λοιπόν δεν είναι ιστοριογραφία. Οι ευαγγελιστές δεν είχαν καν την πρόθεση να κάνουν ιστοριογραφία. Δεν μας λένε ότι «αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς» απλά για να μάθετε τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του Ιησού. Αυτό που έκαναν οι συγγραφείς της Κ.Δ. ήταν να συνθέσουν μια σειρά από επιλεγμένα ιστορικά γεγονότα, είτε από προσωπικά τους βιώματα, είτε από βιώματα της πρώτης Εκκλησίας, τοποθετημένα όχι πάντα κατά απόλυτη χρονολογική σειρά[4], με σκοπό να τα ερμηνεύσουν θεολογικά ως προς τη σημασία τους για τη Σωτηρία του ανθρώπου.

Οι διηγήσεις λοιπόν, «αναδεικνύουν τους ευαγγελιστάς ουχί απλώς συλλέκτας της παραδόσεως της Εκκλησίας και μεταδότας αυτήςαλλά θεολόγουςμε κοινά εις άπαντας χαρακτηριστικά αλλά και με ιδιαιτέρας εις έκαστον εξ αυτών τάσειςΑιδιηγήσεις αποτελούνμάλλον θεολογικήν αποτίμησιν και ερμηνείαν Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι αδιαφορούν οι ι. ευαγγελισταί διά την ιστορικήν ακρίβειαν αλλ’ ότι υποτάσσουν αύτην εις την θεολογίαν. Ούτως εξηγείται το ότι διάφορος είναι ενίοτε η διαδοχή των επί μέρους γεγονότων από του ενός ευαγγελιστού εις τον άλλον, διάφορος η διατύπωσις των αυτών λόγων του Ιησού ή των λόγων ετέρων προσώπων προς τον Ιησούν»[5].

Υπάρχει λοιπόν ένα επιστημονικό πλαίσιο το οποίο καλύπτει τα εκάστοτε ζητήματα της φιλολογικής παραγωγής. Οι αθεο-νεοπαγανιστές αυτό το καταπατούν με το «έτσι θέλω», και μετά εντελώς αυθαίρετα βρίσκουν τα ευαγγέλια να έχουν «αντιφάσεις».

Μα για να μιλάμε περί «αντιφάσεων», θα πρέπει να έχουμε εγγυήσεις εσωτερικές (μέσα από τα κείμενα δηλαδή) και εξωτερικές (από τα επιστημονικά πορίσματα) οι οποίες πέρα από κάθε αμφιβολία να αποδεικνύουν ότι υπήρξε πρόθεση από την πλευρά των ιερών συγγραφέων να δημιουργήσουν αναλυτική και λεπτομερή ιστοριογραφία. Όμως από πουθενά δεν προκύπτει μια τέτοια πρόθεση.

Κατά συνέπεια, οι διαφορές στις διηγήσεις από την Ανάσταση και μετά, δεν ερμηνεύονται έτσι. Δεν πρόκειται για σφάλματα, δεν είναι λάθη, δεν είναι άγνοια που τάχα οφείλεται σε μια «πλαστή» ιστορία: υπάρχουν μια σειρά από κοινές περιγραφές γεγονότων που αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία σαφέστατα και είχε ενιαία Παράδοση, στην οποία ιεραρχούσε διαφορετικά τα κύρια γεγονότα και διαφορετικά τις ήσσονος αξίας λεπτομέρειες που δεν είχαν καμία επίπτωση στον Σωτηριολογικό σκοπό της.

Άρα, η διάψευσή των ψευδολόγων βρίσκεται στα κοινά σημεία των τεσσάρων ευαγγελίων, τα οποία οι ιεροί συγγραφείς τα διατήρησαν ως τον βασικό κορμό της εκκλησιαστικής πίστης:

1. Ο Ιησούς πέθανε πραγματικά (Μαρκ. 15,37· Ματθ. 27,50· Λουκ. 23,46· Ιωαν. 19,33).

2. Όλοι γνωρίζουν την θέση του τάφου και τον τόπο ταφής Του (Μαρκ. 15,46-47·  Ματθ. 27,60-61·  Λουκ. 23,53·  Ιωαν. 19,41-42).

3. Όλοι γνωρίζουν για τον Κενό Τάφο (Μαρκ. 16,7· Ματθ. 28,6· Λουκ. 24,3· Ιωαν. 20,2.6). Μάλιστα, ο Ματθαίος δεν διστάζει να φέρει ως μάρτυρες για τον Κενό Τάφο ακόμη και τους εχθρούς του Ιησού (Ματθ. 28,11-15).

4. Όλοι γνωρίζουν ότι ο Ιησούς Αναστήθηκε (Μαρκ. 16,6· Ματθ. 28,7· Λουκ. 24,6· Ιωαν. 20,9).

Επίσης, όλοι γνωρίζουν ότι:

5. Η Ανάσταση έγινε την τρίτη από το Πάθος ημέρα,

6. Η Ανάσταση έγινε σε πολύ πρωινή ώρα της μίας των Σαββάτων,

7. Υπήρξε παρουσία των μυροφόρων και σίγουρα της Μαγδαληνής,

8. Υπήρξε αγγελοφάνεια,

9. Γνωρίζουν όλοι μέχρι και πώς ήταν ενδεδυμένοι οι άγγελοι,

10. Γνωρίζουν όλοι ότι άγγελοι στάθηκαν στο εσωτερικό του τάφου,

11. Οι γυναίκες ανακοίνωσαν την Ανάσταση στους μαθητές οι οποίοι δυσπιστούσαν,

12. Οι Ιησούς εμφανίζεται μπροστά τους,

13. Το φρόνημα των μαθητών μεταβάλλεται,

κ.λπ., κ.λπ.

Αν λοιπόν οι διαφορές, δήθεν δηλώνουν ότι ήταν μια «πλαστή ιστορία», δέχονται εξίσου οι ψευδολόγοι ότι τα κοινά σημεία δηλώνουν μια πραγματική ιστορία; Ή μήπως παίζουν το απατηλό παιχνίδι, «δύο μέτρα και δύο σταθμά»;

           

2. Ήταν δυνατόν να εδραιωθούν 4 ευαγγέλια γεμάτα «σκανδαλώδεις αντιφάσεις», τη στιγμή που απορρίφθηκαν χωρίς δισταγμό εκατοντάδες απόκρυφα κείμενα;

            Θα πρέπει να θυμίσουμε και κάτι ακόμα που έχει σημασία: την ανυποχώρητη στάση που έδειξαν οι χριστιανικές κοινότητες απέναντι στα λεγόμενα απόκρυφα κείμενα.

            Μιλάμε για τους πρώτους αιώνες που ο χριστιανισμός βρισκόταν υπό διωγμό. Αυτό που ονομάζουμε Εκκλησία, δεν είχε ενιαία γεωγραφική παρουσία, ούτε δυνατότητα κοινών αποφάσεων, ούτε υπαγόταν σε κάποια «κεντρική Αρχή» όπως ήταν π.χ. τον 4ο αιώνα η Κων/πολη[6]. Η ανάγκη για οικουμενικά αποδεκτές αποφάσεις, ικανοποιήθηκε μόνο μετά το τέρμα των διωγμών, ξεκινώντας με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ.

            Μέχρι τότε λοιπόν, η Εκκλησία απέρριψε τις εκατοντάδες αιρετικές, μυθολογικές, ψευδείς και ευφάνταστες διηγήσεις που εμφανίστηκαν, χωρίς καμία κοινή απόφαση, ενώ στη συνείδηση του γεωγραφικά διασκορπισμένου Σώματος της Εκκλησίας, αναγνωρίστηκαν από πολύ νωρίς, ως αυθεντικοί φορείς της Παράδοσης μόνο αυτά τα 4 ευαγγέλια, μέσα από μια «θάλασσα» απόκρυφων κειμένων.

            Από το σύνολο των αποκρύφων, τον τελικό Κανόνα της Κ.Δ. (4ος αιώνας) κατάφεραν να πλησιάσουν μόνο πέντε κείμενα (Βλ. σχετικό πίνακα στο Ορθόδοξο Wiki) και τα πέντε αυτά μάλιστα, περιείχαν σοβαρή εκκλησιαστική μαρτυρία: ο «Ποιμένας του Ερμά», η «επιστολή Βαρνάβα», η «Διδαχή των 12 Αποστόλων», η «Αποκάλυψη Πέτρου», και η «επιστολή Κλήμεντος Α΄». Και βεβαίως, τελικά απορρίφθηκαν και αυτά, και το έργο της πρώτης Εκκλησίας να διατηρήσει ανόθευτη την Παράδοσή της, επιτεύχθηκε χωρίς ουδέποτε να έχει οριστεί από κάποια «διοίκηση» ένα συγκεκριμένο σώμα κειμένων!

Οριστικό κλείσιμο του Κανόνα της Κ.Δ. έχουμε μόλις στο 367 μ.Χ., «διά της 39ης Επιστολής του Μεγάλου Αθανασίου»[7]! Κι όμως, χωρίς να υπάρχει αποκρυσταλλωμένος Κανόνας ιερών κειμένων, «το κριτήριον της Εκκλησίας εις την έγκρισιν ή απόρριψιν υπήρξε πράγματι αλάνθαστον», και ουδέποτε αναγνωρίστηκαν κείμενα που «περιείχαν είτε αιρέσεις είτε ανακρίβειας»[8].

            Κατά συνέπεια, η Εκκλησία ήταν ένα ζωντανό σώμα που ασκούσε αυστηρό έλεγχο στην αυθεντικότητα της Παραδόσεως και μάλιστα, χωρίς να έχει ουδεμία πυραμιδοειδή ιεραρχία.

Έτσι γίνεται φανερό ότι τα ευαγγέλια ήταν απολύτως δεκτά με τη μορφή που τα ξέρουμε. Τα μέλη της Εκκλησίας γνώριζαν την αυθεντική Παράδοση, την βρήκαν μέσα στα κείμενα αυτά ανόθευτη, και από εκεί και πέρα, αυτά που κάποιοι ονομάζουν «αντιφάσεις», κατανοούνταν ως δευτερευούσης σημασίας λεπτομέρειες που δεν έθιγαν σε τίποτα την Παράδοση και οφείλονταν είτε στο προσωπικό ύφος του κάθε συγγραφέα, είτε στα πλαίσια της θεολογικής ερμηνείας τους.

Αυτός είναι και ο λόγος που τέτοια «κουίζ» είναι εντελώς αντιεπιστημονικά και προορίζονται αποκλειστικά για ιδεολογική κατανάλωση από τους οπαδούς της σχετικής υποκουλτούρας.

 

3. Λίγα για τον ιστορικό Ιησού

Είναι λοιπόν φανερό ότι θα ήταν αδύνατο να ξεφύγουν από τον έλεγχο της Εκκλησίας τέσσερα κείμενα που θα είχαν άγνοια της γνήσιας Παράδοσης και θα περιείχαν τόσο «εξόφθαλμες ανακρίβειες». Έτσι, οι παραχαράκτες στηρίζονται αποκλειστικά σε μια επιτηδευμένη αδιαφορία που δείχνουν προς τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν την πρωτότυπη φιλολογική μορφή των ευαγγελίων.

Ένας από τους σκοπούς που υπηρετούν τέτοια «κουίζ» είναι και η δημιουργία εντυπώσεων, με επαναφορά στα ξεπερασμένα πλέον από την επιστήμη επιχειρήματα, για την ιστορικότητα των διηγήσεων ή την ιστορικότητα του Ιησού!

Πόσο αστείο όμως είναι να μιλούν κάποιοι μετά από τόσους αιώνες για την ιστορικότητα του Ιησού, όταν είναι δεδομένη η…

«…απουσία κάθε ιστορικής αρνήσεως της υπάρξεως του Ιησού κατά την αρχαιότητα, ακόμα κι από τους εχθρούς του χριστιανισμού κι από τους αιρετικούς που ήθελαν ν’ απαλλαγούν από την ανθρώπινη φύση του Χριστού»[9]!

Βλέπουμε ενδεικτικά, τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στον ιστορικό Ιησού, οι αρχαιότεροι και μεγαλύτεροι εχθροί του χριστιανισμού:

- Οι χριστιανοί, ως «νομοθέτη και αρχηγό … ακόμη … λατρεύουν τον άνθρωπο που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη» (Λουκιανός, Περί της Περεγρίνου Τελευτής, 11).

- «Ο δάσκαλος τους καρφώθηκε στον σταυρό και ήταν μαραγκός στο επάγγελμα» (Κέλσος, Αληθής Λόγος 6,34).

- Ο Χριστός, «ανεχόταν να τον χτυπούν μ' ένα καλάμι, να τον φτύνουν και να του φορέσουν ακάνθινο στεφάνι» (Πορφύριος, Κατά Χριστιανών, διασωθέν απόσπασμα στο: Μακαρίου Μάγνητος, «Αποκριτικός» 3,1).

Έρχονται λοιπόν μετά από 18, 19, 20 αιώνες να μιλήσουν για την ιστορικότητα του Ιησού, όταν δεν τόλμησαν να την αμφισβητήσουν ούτε οι μεγαλύτεροι εχθροί Του; Τρανταχτό παράδειγμα ο Λουκιανός και ο Κέλσος, που έγραψαν και οι δύο μόλις στα 170-180 μ.Χ.!

Δυστυχώς, τέτοια ασόβαρα εφευρήματα ταιριάζουν απόλυτα σε ανθρώπους που λαϊκίζουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μιλάνε και για… ανύπαρκτη Ναζαρέτ, βασισμένοι είτε σε ξεχασμένες θεωρίες του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, είτε σε ανυπόληπτα δημιουργήματα της παραφιλολογίας. Και μάλιστα, τη στιγμή που για τους αρχαιολόγους είναι ένα ζήτημα οριστικά λυμένο:

Η Ναζαρέτ, ήταν «ένα μάλλον άσημο χωριουδάκι στους λόφους της Κάτω Γαλιλαίας … φαίνεται να ήταν ένα αγροτικό χωριό που περιβαλλόταν από σειρά οπωρώνων και αμπελώνων, ενώ ασκούνταν επίσης και κτηνοτροφία. Λιγοστές ταφικές σπηλιές της περιόδου, πατητήρια κρασιού και βιοτεχνία παραγωγής λίθινων αγγείων είναι γνωστά στα πέριξ του χωριού. Σε καμία περίπτωση, όμως, η Ναζαρέτ δεν ήταν απομονωμένη και απομακρυσμένη. Βρισκόταν κοντά σε μία μεγάλη και ευημερούσα πόλη, τη Σεπφώριδα … Κρίνοντας από τις σχετικές διαστάσεις των αγροτικών χωριών της Παλαιστίνης εκείνης της περιόδου, η Ναζαρέτ μάλλον ήταν αρκετά μικρή, ίσως με μόλις διακόσιους κατοίκους»[10].

Η διαπίστωση αυτή είναι αρκετή, για να συμπεράνουμε ότι η ασημαντότητά της είναι η αιτία που δεν αναφέρεται η Ναζαρέτ στην Παλαιά Διαθήκη ή στον Ιώσηπο, πράγμα που συχνά επικαλούνται οι αθεο-νεοπαγανιστές. Όμως, «το επιχείρημα δεν ευσταθεί και διά τον λόγον ότι ούτε η Π. Διαθήκη, ούτε ο Ιώσηπος αναφέρουν όλας τας μέχρις ημών γνωστάς πόλεις της Παλαιστίνης»[11].

Πέρα από αυτά, «σε μια πλάκα του 3ου ή 4ου αι. π.Χ., η οποία ανακαλύφθηκε κατά την ανασκαφή της Καισαρείας τον Αύγουστο του 1962, ήταν καταγεγραμμένο το δεδομένο ότι η 18η ιερατική πατριά είχε εγκατασταθεί στη Ναζαρέτ. Μεταξύ 1955 και 1960 έγιναν επίσης ανασκαφές στην περιοχή και ανακαλύφθηκαν τάφοι από το 2000-1500 π.Χ., κεραμικά από την περίοδο 900-539 π.Χ. και κατασκευές από την ελληνιστική περίοδο. Η Ναζαρέτ βρίσκεται στο νότιο άκρο της πυκνοκατοικημένης Κάτω Γαλιλαίας, 3-4 μίλια μακριά από την πρωτεύουσα της Γαλιλαίας Σεπφώριδα, η οποία αναδείχθηκε μετά το θάνατο του Ηρώδη το 4 π.Χ. σε επαναστατικό κέντρο του Ιούδα του Τιού Εζεκία. Μάλλον το 2ο αι. π.Χ. ανακατασκευάστηκε η πολίχνη και οι κάτοικοι της ζούσαν από τη γεωργία»[12].

Φτάνουν ακόμα και στο σημείο να πουν ότι ο Χριστός δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο, αλλά αντίγραφο των μυθικών, παγανιστικών θεοτήτων! Όμως, πόσο αφελής μπορεί να είσαι για να πεις κάτι τέτοιο;

Οι Ιουδαίοι μισούσαν τον παγανισμό. Πώς θα καταδέχονταν να δημιουργήσουν ένα λαμπρό πρόσωπο, έστω και μυθικό, με πνευματικά «υλικά» που απεχθάνονταν; Αυτά τα σενάρια, «προσκρούουν στα ιουδαϊκά στοιχεία και ειδικότερα στα παλαιστινιακά, που αφθονούν στα Συνοπτικά Εύαγγέλια και αποκλείουν έτσι την κατοπινή δημιουργία μιας Εκκλησίας πλατύτατα εξελληνισμένης»[13].

Κι αν πάλι ήταν οι μυθοπλαστικές δυνάμεις του ελληνισμού που έφτιαξαν αυτόν τον «μύθο» με πρότυπο τους παγανιστικούς «θεούς», πώς θα ήταν δυνατόν να φτιάξουν έναν Ιησού που να απεχθάνεται τους «θεούς» αυτούς;! Πως είναι δυνατόν δηλ. να βάλω τα δυνατά μου για να φτιάξω έναν «μύθο», που όμως θα… απεχθάνεται τις αξίες μου και τους θεούς μου;! Πόσο παράλογο επιχείρημα θα ήταν αυτό;

Οι παγανιστές άλλωστε, προσπάθησαν όντως να φτιάξουν έναν παγανιστικό «θαυματοποιό». Τον Απολλώνιο τον Τυαννέα. Αυτός, πράγματι, ήταν ένα τέτοιο δημιούργημα, αφού προσεύχεται στον Δία και τιμά το Δωδεκάθεο. Τουλάχιστον ως προς τους «θεούς» λοιπόν, αυτό θα έπρεπε να κάνει και ο Ιησούς Χριστός αν τον είχαν «φτιάξει» ελληνιστικές μυθοπλαστικές δυνάμεις με πρότυπο τις παγανιστικές θεότητες, και όχι να διδάσκει ότι οι «θεοί» αυτοί είναι ψεύτικοι και δαιμονικοί!

Κι αν πάλι τον είχαν «φτιάξει» οι μυθοπλαστικές δυνάμεις του ιουδαϊσμού (οι ποιες;), θα τον τοποθετούσαν ασφαλώς εξαρχής στην Ιερουσαλήμ ως έναν ένδοξο εθνικιστή ηγέτη, και όχι ως έναν φτωχό, ξυπόλητο και μάλιστα σταυρωμένο ανθρωπιστή, που ενδιαφερόταν για τη Σωτηρία όλων των ανθρώπων, όλων των εθνών[14].

Αλλά κι αν τον είχαν «φτιάξει» οι μυθοπλαστικές δυνάμεις του ελληνισμού, αντί να τοποθετήσουν τον Ιησού σε ένα μεγάλο κέντρο των ελληνικών γραμμάτων, θα τον έβαζαν να μεγαλώσει σε μια άγνωστη άκρη της ιουδαϊκής Κάτω Γαλιλαίας; Θα ήταν άραγε δυνατόν, κατ’ αντιστοιχία σημερινή, να φτιάξουν οι Έλληνες ένα υπέροχο «μυθικό πρόσωπο» με στοιχεία ελληνικά και να το έβαζαν π.χ. να κατάγεται από τα Σκόπια;

Και ενώ ο σκοπός των συγγραφέων της Κ.Δ. ήταν υποτίθεται να φτιάξουν έναν μύθο στα πρότυπα τα ελληνιστικά, δηλαδή γεμάτο εγκώμια για την καταγωγή και την ένδοξη ιστορία του, αυτοί θα τον τοποθετούσαν σ’ ένα ασήμαντο και κακόφημο (Ιω. 1,47) ιουδαϊκό χωριό, και θα έγραφαν μάλιστα ότι ο «μυθικός θεός» τους σταυρώθηκε ως… εγκληματίας;

Όλα αυτά τα στοιχεία, στην εποχή που γράφτηκαν τα ευαγγέλια, αποτελούσαν τη μέθοδο της απόλυτης αποτυχίας και όχι της δημιουργίας ενός ένδοξου «μύθου»!

Όπως λοιπόν σημειώνει ο καθ. Πέτρος Βασιλειάδης:

«Για μεγάλο χρονικό διάστημα η αρνητική κριτική κατά της χριστιανικής θρησκείας στηριζόταν στη μυθική ερμηνεία του χριστιανισμού. Παρά το γεγονός, ότι η άποψη για ιστορική ανυπαρξία του Ιησού του από Ναζαρέτ, μόνο για ελάχιστο χρόνο υποστηρίχτηκε στα σοβαρά στην επιστημονική έρευνα […] Σήμερα υπάρχει μεγάλη ποικιλία εντύπων, που έχουν κυριολεκτικά κατακλύσει το εμπόριο, πολλά από τα οποία στηρίζονται στην ξεχασμένη πια και αποτυχημένη αυτή απόπειρα ερμηνείας των καινοδιαθηκικών δεδομένων»[15].

Ευτυχώς όμως, ο Θεός στο σχέδιό Του δεν έπραξε όπως θα κάναμε εμείς. Ο Ιησούς Χριστός αποφάσισε να γεννηθεί στο μοναδικό μέρος που κανείς δεν θα αποδεχόταν να θεοποιήσει έναν άνθρωπο. Κατά συνέπεια, αυτό μας βεβαιώνει ότι οι ακραία μονοθεϊστές ιουδαίοι (ευαγγελιστές, απόστολοι, η πρώτη Εκκλησία), που ποτέ δεν θα έφταναν στο σημείο να ομολογήσουν ισοθεΐα για άνθρωπο, ούτε καν για τον μεγαλύτερο προφήτη, θα πρέπει να ήρθαν αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή και συγκλονιστική δύναμη την οποία εξέπεμπε ο Χριστός.

Πόσο μάλλον, όταν δέχονταν πως ο Ιησούς ζούσε ως ευλαβής πιστός, κι όμως μιλούσε με ένα κύρος που άγγιζε την ισοθεΐα! Υπάρχει έτσι ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα για τους ψευδολόγους: αν δεν το βίωναν ως αλήθεια, πώς θα δέχονταν από έναν άνθρωπο που τον θεωρούσαν ευσεβή, να μιλά σαν αναμάρτητος και να λέει «τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας» (Ιω. 8,46), όταν ξέρουμε ότι, «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α' Ιωάν. 1,8); Αντίθετα, το λογικό για έναν ευσεβή άνθρωπο θα ήταν να πει, όπως ο Παύλος, ότι από τους «αμαρτωλούςπρώτος ειμί εγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15). Πώς θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ως ευσεβής ο Χριστός και να λέει τόσο «επιπόλαια» και απερίσκεπτα «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Μαρκ. 2,5), φράση που σύμφωνα με τους νομομαθείς της εποχής αποτελούσε ξεκάθαρη βλασφημία («τι ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας; Τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη εις, ο Θεός», Μαρκ. 2,7); Πώς θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές για έναν πεπερασμένο άνθρωπο, εκφράσεις όπως, κανείς δεν γνωρίζει τον Παντοδύναμο, Παντογνώστη, τον Αιώνιο και Άπειρο Θεό, «εκτός από ΕΜΕΝΑ» (όπως στο Ματθ. 11,27);! Πώς θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές για έναν απλό ευσεβή άνθρωπο, εκφράσεις όπως «ΕΓΩ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6) ή «ο εωρακώς ΕΜΕ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14,9), αν δεν βιώνονταν ως αληθινές;

Σήμερα λοιπόν ξέρουμε με σιγουριά ότι κανείς που θα σκόπευε να «φτιάξει μια θρησκεία» δεν θα  χρησιμοποιούσε ούτε ένα από τα στοιχεία αυτά για να πείσει για το μεγαλείο του «θεού» του. Όμως, ο Χριστός πέτυχε στο έργο Του, χρησιμοποιώντας όλα τα συστατικά της αποτυχίας! Έπραξε όλα τα αντίθετα από αυτά που η κοινή λογική θα επέβαλλε για να αποκτήσει πιστούς, κι όμως σαν να ήταν ένα πνευματικό big bang, η διδασκαλία του εξαπλώθηκε στα πέρατα του κόσμου. Και έχουμε μια σειρά μαρτυριών που δηλώνουν το ασύλληπτο ότι, όχι απλά κάποιος προφήτης μίλησε για τον Θεό, αλλά ότι ο ίδιος ο Θεός ήρθε στη γη μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, δίδαξε ως ιστορικό πρόσωπο, έκανε θαύματα ως ιστορικό πρόσωπο, πέθανε πραγματικά ως ιστορικό πρόσωπο, και Αναστήθηκε ως ιστορικό πρόσωπο!

Και για ένα σύνολο πραγμάτων που αγγίζουν και ξεπερνούν το αδιανόητο, οι πρώτοι χριστιανοί όχι μόνο προκαλούν την ιστορία, αλλά μπροστά στα μάτια εχθρών και φίλων του Ιησού, επικαλούνται ως μάρτυρες τους αντιπάλους Του:

«Ακούστε αυτά που θα σας πω: Ποιος ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος σάς το απέδειξε ο Θεός με τα θαύματα και τα καταπληκτικά έργα που έκανε μέσω αυτού ανάμεσά σας. Αυτά τα ξέρετε εσείς οι ίδιοι πολύ καλά. 23 Κι όμως εσείς τον Ιησού τον θανατώσατε, βάζοντας ανθρώπους που δεν έχουν το νόμο του Θεού να τον καρφώσουν στο σταυρό» (Πράξ. 2,22-23)!

Μετά από αυτή την απίστευτη δήλωση (και άλλες αντίστοιχες), οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η Κ.Δ. εννοεί έναν Ιησού τόσο πραγματικό, τόσο ιστορικό και τόσο χειροπιαστό, όσο θεωρούμε π.χ. τον Πλάτωνα ή τον Μ. Αλέξανδρο!

Και δυστυχώς, συχνά αναλωνόμαστε σε μια διαρκή πολεμική και δεν διαβάζουμε κάποια σημεία των διηγήσεων πραγματικά συγκλονιστικά. Τα ίδια τα ευαγγέλια, που μιλούν για την Ανάσταση, δεν θεωρούν καθόλου δεδομένα και αυτονόητα αυτά που συνέβησαν!

Οι μαθητές, έχουν δει μεν την Ανάσταση του Λαζάρου, όμως εδώ τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: για τον Λάζαρο τους είπαν άλλοι ότι ήταν νεκρός. Δεν βίωσαν τον θάνατό του. Βλέπουν τον Λάζαρο να βγαίνει από τον Τάφο, όμως είχαν δίπλα τους έναν μεγάλο διδάσκαλο. Είχαν καταλάβει ότι ο Θεός τον είχε υπό την προστασία του. Αυτός ο Θεός στον οποίο πάντα πίστευαν έκανε το θαύμα Του, απλά το έκανε μέσω του προσευχόμενου διδασκάλου τους. Τέλος πάντων, ένας άνθρωπος του Θεού μπορούσε να κάνει ακόμα κι αυτό, με τη δύναμη του Θεού φυσικά.

Για τον Ιησού όμως ξέρουν καλά ότι βασανίστηκε σκληρά και πέθανε στον Σταυρό. Πήραν το νεκρό σώμα του, το έβαλαν στον Τάφο. Ήξεραν καλά ότι ήταν νεκρός, βίωσαν πικρά το θάνατό του. Δεν πίστευαν ούτε στο ελάχιστο οτιδήποτε άλλο, εκτός από το ότι είχε πεθάνει και θα παρέμενε νεκρός. Απόδειξη είναι όχι μόνο η δυσπιστία τους προς την Ανάστασή Του, αλλά και το γεγονός ότι οι γυναίκες ξεκίνησαν να τον μυρώσουν επειδή ήξεραν καλά ότι θα βρουν εκεί το νεκρό σώμα του. Θα ήταν ίσως πιο εύκολο να τα δεχτούν όλ’ αυτά, αν τον είχε αναστήσει κάποιος προσευχόμενος προφήτης με τη δύναμη του Θεού. Και ο Ιησούς ήταν νεκρός, θαμμένος, και χωρίς την δυνατότητα ο ίδιος να προσευχηθεί για ένα θαύμα.

Κι όμως, συμβαίνει κάτι που δεν χωράει στο μυαλό τους: το πρόσωπο αυτό, ο δάσκαλός τους, ενώ κείται νεκρός, ξαφνικά και εξ ιδίας δυνάμεως, ξυπνά, ζει ξανά, αποκτά τον πλήρη έλεγχο της αυτοσυνειδησίας του και σηκώνεται μόνος του από τον Τάφο! Αν θέλαμε να δώσουμε ένα μέτρο για το δέος που ένιωσε η πρώτη Εκκλησία από τα γεγονότα αυτά, αρκεί να πούμε ότι σε κανέναν από τους ευαγγελιστές δεν θα βρούμε περιγραφές, ούτε καν εικασίες, για την ώρα της Ανάστασης του Χριστού! Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η σχέση που είχε με τον ζωοδότη Θεό ο Δάσκαλός τους ήταν πρωτόγνωρη.

Και φυσικά, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται οι εμφανίσεις του Ιησού, ουδεμία άλλη ανάσταση μοιάζει με τη δική του: το σώμα του είναι άφθαρτο και με ιδιότητες πρωτόγνωρες.

Ξέρουν λοιπόν καλά οι απόστολοι πως όταν διηγηθούν αυτό που είδαν και έζησαν, όσοι το ακούσουν θα τους κοιτάξουν περίεργα. Μήπως και αυτοί οι ίδιοι, έτσι δεν ένιωσαν; Δεν έχουν κανένα πρόβλημα να το ομολογήσουν:

«Επέστρεψαν λοιπόν απ’ το μνήμα και τα ανάγγειλαν όλα αυτά» (Λουκ. 24,9). «Όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς ζει ... δεν ... πίστεψαν» (Μαρκ. 16,11). «Τα λόγια αυτά τους φάνηκαν φλυαρίες» (Λουκ. 24,11)!

Αν δεν είχαν ζήσει αυτό που διηγούνται, θα έπρεπε με τον θάνατό του Ιησού να σημάνει η οριστική διάλυση της ομάδας τους. Κι όμως, εκείνοι αφήνουν τα πάντα για να «κερδίσουν» μόνο κακουχίες και έναν μαρτυρικό θάνατο! Κανείς δεν μπορεί να θυσιαστεί, αν δεν γνωρίζει ότι θυσιάζεται γι’ αυτό που ξέρει και βιώνει ως αλήθεια. Πως λοιπόν θα ήταν δυνατόν, αντί να ξεκινήσουν εκστρατεία δυσφήμισης εναντίον Του, αντιθέτως, να θυσιάσουν τη ζωή τους για χάρη ενός «απατεώνα» τον οποίο θα έπρεπε να μισούν για τις «υποσχέσεις» και τα «ψέματά» Του;

Αυτά όλα, συντελούν στο να κατανοήσουμε ότι κάθε προσπάθεια ερμηνείας του Χριστιανισμού και του ιστορικού Ιησού με τις γνωστές μεθόδους, τελικά αφήνει κενά που κανείς δεν μπόρεσε να τα συμπληρώσει πειστικά:

«Κάθε ιστορικός, που μελετά απροκατάληπτα τα κείμενα της Κ.Δ., μπορεί να διαπιστώσει δυο ιστορικές πραγματικότητες. Η πρώτη είναι ότι στον κύκλο των μαθητών του Ιησού συντελέσθηκε μια απροσδόκητη μεταβολή μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Η σύλληψη και ο σταυρικός θάνατος του Ιησού Χριστού βύθισαν τους μαθητές του στη θλίψη, στην απογοήτευση και στην απελπισία. ‘’Και αφέντες αυτόν έφυγον πάντες’’ (Μαρκ. 14, 50). Έπειτα από λίγο οι ίδιοι μαθητές εμφανίσθηκαν δημόσια στην Ιερουσαλήμ και κήρυτταν, ότι ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς και ήσαν έτοιμοι να πεθάνουν για την πίστη τους. Πώς πρέπει να εξηγηθεί η ριζική αυτή μεταβολή των μαθητών; Ο ιστορικός πρέπει να αναγνωρίσει πως πρέπει στο μεταξύ να συνέβη ‘’κάτι’’, το οποίο κάνει κατανοητή τη μεταβολή αυτή. Χωρίς το ‘’κάτι’’ αυτό η γένεση της πρώτης Εκκλησίας μένει ιστορικά ανεξήγητη. Τι είναι αυτό το ‘’κάτι’’ που προκάλεσε τη ριζική μεταβολή των μαθητών; Ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές υποστήριζαν σύμφωνα με τη σαφή και ενιαία μαρτυρία της Κ.Δ. ότι ο σταυρωμένος Ιησούς «ηγέρθη εκ νεκρών» τα συμβάντα εκείνα, που οδήγησαν τους μαθητές στην πεποίθηση ότι ο Ιησούς αναστήθηκε … είναι ο κενός τάφος του Ιησού και οι εμφανίσεις του στους μαθητές»[16].

Κατά συνέπεια:

«Ένας αντικειμενικός ερμηνευτής μπορεί να δεχτεί ακόμη και την εγελιανή και μετεγελιανή αρχή της φιλοσοφίας της ιστορίας και να αποδώσει την επικράτηση των μεγάλων κινημάτων της ιστορίας όχι στην ακτινοβολία των σημαντικών προσωπικοτήτων, αλλά στη δράση των μαζών. Μπορεί ακόμη να δεχτεί πως η επιβολή τους μπορεί να οφείλεται σε ένα είδος υποκειμενικού ιδεαλισμού των μαζών. Για την ερμηνεία όμως της διάδοσης και επικράτησης του χριστιανισμού μια τέτοια αρχή και τέτοιου είδους διαδικασία πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Κι ο λόγος απλούστατα είναι πως δύσκολα θα μπορούσε κανείς να παρακάμψει το γεγονός του σταυρικού θανάτου του Ιησού […] Και μόνο η ιδέα ενός μεσσία, που θανατώθηκε με τον πιο ατιμωτικό τρόπο, ήταν δυνατό στα πρώτα βήματα της χριστιανικής κοινότητας να διαθέσει αρνητικά τόσο τους Ιουδαίους, όσο και τους εθνικούς»[17].

Ελπίζουμε λοιπόν ότι τα παραπάνω, θα βοηθήσουν ακόμα περισσότερο να κατανοήσουμε πόσο άτοπο και αφελές είναι αυτό το «Quiz», από το οποίο, το μόνο που μένει, είναι ένας χαρακτήρας φτηνού λαϊκισμού.

 

[Τέλος Α΄ Μέρους. Η συνέχεια στο Β΄ Μέρος]

 


Σημειώσεις

[1] Όπως έχουμε ξαναπεί, τους εντάσσουμε σε μία ομάδα ως «αθεο-νέο-παγανιστές», λόγω της αντιχριστιανικής συμμαχίας τους, καθώς αρκεί ένα κείμενο να είναι αντιχριστιανικό και το προσυπογράφουν όλοι παρά τις χαώδεις ιδεολογικές διαφορές που υποτίθεται πως έχουν.

[2] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Προβλήματα των περί του Πάθους του Χριστού διηγήσεων των Συνοπτικών Ευαγγελίων», ΕΕΘΣΘ, τόμ. 19, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 176.

[3] Αγουρίδης Σάββας, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991, σελ. 84.

[4] Όπως σημειώνει αλλού ο καθ. Καραβιδόπουλος: «Δεν πρέπει να αναζητεί κανείς αυστηρή ακρίβεια στους χρονικούς προσδιορισμούς της Κ.Δ. αλλά την κατά προσέγγιση τοποθέτηση των γεγονότων. Άλλωστε και οι ευαγγελιστές συνοδεύουν τη μνεία της ώρας με προσδιορισμούς που δηλώνουν το περίπου (π.χ. ωσεί, περί, ως κλπ.) …  Οι ευαγγελιστές είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο θεολόγοι [...] και κατά δεύτερο λόγο ενδιαφέρονται για την αυστηρή και λεπτομερή χρονική τοποθέτηση των γεγονότων που αφηγούνται» (Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 493).

[5] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Προβλήματα των περί του Πάθους…», ό.π., σελ. 190.

[6] «Διά των αποφάσεων της Β΄ Οικουμενικής συνόδου [381] ανεγνωρίσθησαν τα πρεσβεία τιμής του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και η πρωτοκαθεδρία αυτού εν τη Ανατολή (γ΄κανών)» (Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών», τόμ. Α΄. Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού (απ’ αρχής μέχρι το 451), Αθήναι 1977, σελ. 190).

[7] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη», 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 113.

[8] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Προβλήματα των περί του Πάθους…», ό.π., σελ. 190.

[9] Trocme Etienne, «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ όπως τον είδαν όσοι τον γνώρισαν», Άρτος Ζωής, Αθήνα 1983, σελ. 23.

[10] Gibson Shimon, «Οι τελευταίες ημέρες του Ιησού, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα», εκδ. Ουρανός, Αθήνα 2010, σελ. 39.

[11] Γ. Γρατσέας, «Ναζαρέτ», ΘΗΕ, τόμ 9 (1966), στ. 291.

[12] Δεσπότης Σ. Σωτήριος, «Ο Ιησούς ως Χριστός και η πολιτική εξουσία στους Συνοπτικούς Ευαγγελιστές», Άθως, Αθήνα 2005, σελ. 161, σημ. #299.

[13] Trocme Etienne, «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ…», ό.π., σελ. 23.

[14] Το γεγονός ότι ο Χριστός και η διδασκαλία Του αφορούν όλο τον κόσμο, όλα τα έθνη, είναι αναμφισβήτητο: «Και κηρυχθήσεται τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τή οικουμένη εις μαρτύριον πάσιν τοίς έθνεσι» (Ματθ. 24,14). «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28,18-19). «Και εις πάντα τα έθνη δεί πρώτον κηρυχθήναι το ευαγγέλιον» (Μάρκ. 13,10). «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον» (Μάρκ. 14,9). «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τή κτίσει» (Μάρκ. 16,15). «Και κηρυχθήναι επί τώ ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη» (Λουκ. 24,47). «Τό φώς τό αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τόν κόσμον» (Ιωάν. 1,9). «Απέστειλεν ο θεός τόν υιόν εις τόν κόσμον ... ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιωάν. 3,17). «Καγώ απέστειλα αυτούς εις τόν κόσμον» (Ιωάν. 17,18). «Ιδού στρεφόμεθα εις τα έθνη. ούτω γάρ εντέταλται ημίν ο Κύριος» (Πράξ. 13,46-47). «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, ου ψεύδομαι, διδάσκαλος εθνών εν πίστει και αληθεία» (Α' Τιμ. 2,7). «Πρώτον μέν ευχαριστώ τώ Θεώ μου διά Ιησού Χριστού υπέρ πάντων υμών, ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τώ κόσμω» (Ρωμ. 1,8). «Μη ουκ ήκουσαν; μενούνγε εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ρωμ. 10,18). «Εν δυνάμει σημείων και τεράτων, εν δυνάμει Πνεύματος Θεού, ώστε με από Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρι τού Ιλλυρικού πεπληρωκέναι το ευαγγέλιον τού Χριστού» (Ρωμ. 15,19). «Της αληθείας τού ευαγγελίου 6 τού παρόντος εις υμάς, καθώς και εν παντί τώ κόσμω» (Κολ. 1,5-6). «Τού ευαγγελίου ού ηκούσατε, τού κηρυχθέντος εν πάση τή κτίσει» (Κολ. 1,23). «Έχοντα ευαγγέλιον αιώνιον ευαγγελίσαι επί τους καθημένους επί της γής και επί πάν έθνος και φυλήν και γλώσσαν και λαόν» (Αποκ. 14,6).

[15] Βασιλειάδης Πέτρος, «Παύλος. Τομές στη Θεολογία του», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 65.

[16] Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Η Ερμηνεία…», ό.π., σελ. 161.

[17] Βασιλειάδης Πέτρος, «Παύλος…», ό.π., σελ. 65-66.68

Τελευταία ενημέρωση: 20-4-2011.

Τελευταία ενημέρωση: 2-5-2011.