Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Είδωλα και Ειδωλολατρία στους Πατέρες τής Εκκλησίας // Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Λόγος κατά ειδώλων // Η αθωότητα του Θεοδόσιου για τους υποτιθέμενους διωγμούς // Αρχαιολογικά στοιχεία κατά των δήθεν διωγμών // Πρόδρομοι στην Αλληλοπεριχώρηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού
Ειδωλολατρικά Ιερά και
Αγάλματα Και η Χριστιανική Λατρεία Αθανασίου Παλιούρα Καθηγητού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Γιατί κτίσθηκαν Εκκλησίες πάνω σε παλαιότερους ναούς; Πηγή: Πρακτικά ΣΤ΄ Πανελληνίου λειτουργικού συμποσίου στελεχών Ιερών Μητροπόλεων. 20-23 Σεπτεμβρίου 2004. Αίθουσα συνεδριακού κέντρου Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου στην Τήνο. |
Με πρώτη ματιά φαίνεται πως το ζήτημα της συνάντησης του αρχαίου με τον Χριστιανικό κόσμο στο χώρο της λατρείας είναι απλό, ξεπερασμένο και μια επανατοποθέτησή του ανάγεται στις ανάγκες μιας πληρέστερης ενημέρωσης, παρόλα όσα έχουν γραφτεί, χιλιάδες τόμοι βιβλίων, μέχρι σήμερα. Μια συστηματικότερη προβληματική του θέματος όμως, που αποτελεί καρπό βαθύτερης και. Ουσιαστικότερης προσέγγισης, αποκαλύπτει πολλές πτυχές και παραμέτρους, σημειώνει διάφορες οπτικές γωνίες, τονίζει κάποια κοινά σημεία, δηλώνει τις διαφορές, παρακολουθεί την αγωνία των αρχαίων ναών που σιγά-σιγά ερημώνονται και ερειπώνονται και ρίχνει τους προβολείς στα νέα κτίρια που υψώνονται μέσα από τα ερείπια, δίνοντας νέο φως, νέο περιεχόμενο και νέα δυναμική στο νέο άνθρωπο, που εγκαταλείπει τον παγανιστικό κόσμο και περνά, μαρτυρικά ή θριαμβευτικά, στη Χριστιανική πίστη. Δεν είναι δυνατό να αναζητήσουμε όλες αυτές τις πτυχές και να εισχωρήσουμε στην ουσία του θέματος, πέρα από το περιγραφικό μέρος της ιστορίας του, αν δεν απαντήσουμε πρώτα σε τρία καίρια ερωτήματα. 1. Ποια η αντίληψη του Χριστιανικού απέναντι στον αρχαίο κόσμο; 2. Πόσο και μέχρι ποιο βαθμό «χρησιμοποιήθηκε» το υλικό του αρχαίου κόσμου, από την ιδεολογία μέχρι την τέχνη, στην οργάνωση της Χριστιανικής λατρείας; 3. Για ποιο λόγο η Χριστιανική λατρεία τελείται και στους αρχαίους ναούς, οι οποίοι μεταμορφώνονται σε Χριστιανικό ιερά; Είμαστε υποχρεωμένοι, ξεκινώντας αυτή την αναζήτηση, να σημειώσουμε πως ιδιαίτερα στους τρεις πρώτους αιώνες δεν υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση του ζητήματος από την Εκκλησία. Οι λόγοι είναι γνωστοί: η Εκκλησία αγωνιζόταν για την επιβίωσή της, αντιμετώπιζε σκληρούς διωγμούς, είχε όλο τον κρατικό μηχανισμό εναντίον της, ο καθαγιασμός της στα αίματα των μαρτύρων της ήταν συχνό καθημερινή υπόθεση. Γι' αυτό δεν είχε ακόμη τις δυνατότητες, τα μέσα και την οργάνωση να προχωρήσει σε μια ενιαία στάση με οδηγό τη λατρευτική πράξη. Ιδιαίτερα οι χώροι της λατρείας ήταν διαφορετικοί ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες: οι ευκτήριοι οίκοι, τα μαρτύρια, οι τάφοι των μαρτύρων, οι κατακόμβες, όπου υπήρχαν, ακόμη και πρόχειροι χώροι, δέχονταν την απλή λειτουργική πράξη. Το φαινόμενο αποκτά ενδιαφέρον και έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από μεγάλο αριθμό ερευνητών ανά τον κόσμο από την ώρα που η Χριστιανική Εκκλησία επιλέγει άφοβα, θα λέγαμε το επιδιώκει κιόλας, να τελέσει το μυστήριο της θείας ευχαριστίας μέσα σε αρχαίους ειδωλολατρικούς ναούς ή και σε αρχαία ιερό και ασκληπιεία, επιφέροντας τις απαραίτητες τροποποιήσεις και αναπλάσεις κάθε φορά. Θα δώσουμε μία πρώτη εξήγηση, αφού προηγουμένως θυμίσουμε μία βασική ειδοποιό διαφορά. Ξέρουμε όλοι πως στο κεντρικό συγκρότημα του ναού του Σολομώντα ή τών μεταγενέστερων που τον διαδέχτηκαν (ναός Ζοροβάβελ, ναός Ηρώδη του Μέγα) μέχρι την καταστροφή του (το 70 μ.Χ. Από τον ρωμαίο στρατηγό Τίτο), δεν γινόταν καμιά τελετή στο εσωτερικό του ναού εκεί φυλάσσονταν τα ιερά σύμβολα της Ιουδαϊκής θρησκείας. Οι πιστοί έμειναν πάντα στις αυλές του (83ος Ψαλμός). Έξω στο βωμό λάβαιναν χώρα οι θυσίες και οι τελετές. Κατά παρόμοιο τρόπο και στον αρχαιοελληνικό ναό το εσωτερικό του ήταν αφιερωμένο στον Θεό ή στη θεά που φιλοξενούσε το άγαλμα. Κανένας άνθρωπος δεν είχε δικαίωμα να εισέρχεται, όλες οι θυσίες και οι τελετές γίνονταν στο βωμό έξω από το ναό επειδή ο ναός αποτελούσε αποκλειστικά κατοικητήριο του Θεού. Ο λαός έμεινε έξω. Η μεγάλη επανάσταση της αγάπης και της συμφιλίωσης ουρανού και γης έγινε με την εμφάνιση του Χριστού. Στον Χριστιανικό ναό ο λαός του Θεού βρίσκεται μέσα στο ναό και λατρεύει τον Θεό, που είναι πνεύμα και βρίσκεται κοντά στον άνθρωπο. Η απόσταση έχει γεφυρωθεί και αυτό θυμίζουν συνέχεια η εσωτερική αρχιτεκτονική διάταξη του ναού, οι τοιχογραφίες, τα ψηφιδωτά και οι εικόνες. Κεντρικό σημείο αναφοράς πάντα η λατρευτική πράξη με κορυφαίο γεγονός το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Σε Ανατολή και Δύση λοιπόν, με την κατά καιρούς κεντρική εξουσία, προσαρμοζόταν και η στάση, άλλα και η χρήση των αρχαίων μνημείων. Πότε τα κατέστρεφαν και τα ισοπέδωναν, πότε τα γκρέμιζαν για να χρησιμοποιήσουν το υλικά για τα χτίσιμο Χριστιανικών ναών, βαπτιστηρίων ή επισκοπείων, πότε τα διαμόρφωναν εσωτερικά ώστε να γίνουν κατάλληλα για λειτουργική χρήση. Επιτρέψτε μου, πριν απ' όλα, να δώσω ένα συνοππκό χρονολόγιο των κυριοτέρων φάσεων και περιπετειών, από τις οποίες πέρασε το ζήτημα των εθνικών ιερών και της Χριστιανικής λατρείας. Ως την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, όπου η εθνική λατρεία των ειδώλων είχε αντικατασταθεί από τη λατρεία του αυτοκράτορα, τα μνημεία, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, βρίσκονται στην απόλυτη κυριότητα των ειδωλολατρών. Ο Κωνστάντιος Β΄ (337-361) θεωρεί με νόμο τους αρχαίους ναούς μνημεία του παρελθόντος, ενώ το 356 ο ίδιος αυτοκράτορας διατάσσει το κλείσιμο των αρχαίων ναών και απαγορεύει τη λατρεία των ειδώλων. Στον 4ο αιώνα συμβαίνει συχνά αρχαίοι ναοί να καταστρέφονται από το πλήθος, επειδή κατά την λαϊκή αντίληψη της εποχής έπρεπε μ’ αυτό τον τρόπο να καταστραφούν οι δαίμονες που κατοικούσαν σ’ αυτούς. Στο μικρό διάλειμμα του Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363) παρουσιάζεται με νόμους το φαινόμενο των αντιποίνων, σύμφωνα με τα οποία διατάσσονταν η καταστροφή Χριστιανικών ναών, πολλοί από τους οποίους ήταν καινούργιοι, δύο ή τριών δεκαετιών. Μεγάλος αριθμός Εκκλησιών κατεδαφίζεται. Συχνά εκδίδονται αυτοκρατορικά διατάγματα, με τα οποία λαμβάνονταν νομοθετικά μέτρα για την περιστολή των καταστροφών αρχαίων μνημείων, ναών και αγαλμάτων. Αλλά με τον Μ. Θεοδόσιο διακόπτεται οριστικά και ο τελευταίος δεσμός ανάμεσα στο κράτος και στην ειδωλολατρία. Το κρίσιμο έτος είναι το 391, κατά το οποίο απαγορεύεται οποιαδήποτε μορφή ειδωλολατρικής θυσίας και η είσοδος στους ναούς. Στη Δύση ταυτόχρονα εκδίδονται διατάγματα που απαγορεύουν την καταστροφή των αρχαίων μνημείων, τα οποία θεωρούνται ιστορικά μνημεία του παρελθόντος. Έτσι εξηγείται τα γεγονός ότι η Δύση διατήρησε μέχρι σήμερα περισσότερους αρχαίους ναούς σε σύγκριση με την ανατολή. Στην ανατολή με νόμο του 400 επιτρέπεται η χρήση αρχαίων ναών ακόμη και για λειτουργική χρήση εκ μέρους της Εκκλησίας. Από τότε παρατηρείται συστηματικά και ευρύτερη χρήση αρχαίων ιερών και ναών, τα οποία αφού εγκαινιαστούν μετατρέπονται σε λειτουργικά Χριστιανικά ιερά. Τα κτίρια, που χρησιμοποιούνται για τα λατρεία εξαγιάζονται με τα χάραξη, σε διάφορα μέρη των τοίχων και των κιόνων, του σημείου του σταυρού. Υπάρχει μία συνεπής στάση της Εκκλησίας απέναντι στην ειδωλολατρία με κάποιες εξαιρέσεις ακραίων πράξεων, που κι αυτές εντάσσονται στο ψυχολογικό κλίμα, στις εντάσεις, στις αντιπαλότητες και τους ανταγωνισμούς, ακόμη και στο φανατισμό. Η αρχαία Εκκλησία για να εκφραστεί χρησιμοποίησε κατ’ αρχάς τη γλώσσα των συμβόλων. Παρέλαβε τα αρχαία, ειδωλολατρικά σύμβολα και τους έδωσε νέο περιεχόμενο και σκοπό. Συναντούμε όλα αυτά τα σύμβολα στα ζωγραφικά των κατακομβών, στα επιδαπέδια περίτεχνα ψηφιδωτά των παλαιο-Χριστιανικών βασιλικών, στις ανάγλυφες παραστάσεις των θωρακίων του φράγματος Πρεσβυτερίου ή τών σαρκοφάγων. Άλλωστε ο Χριστιανισμός, ως νέα θρησκεία, δανείστηκε όλα τα γνωστά εκφραστικά μέσα και δεν αρνήθηκε καμιά τέχνη. Η γλυπτική μόνο περιορίστηκε στον διακοσμητικό της ρόλο εξαιτίας της επιφυλακτικής στάσης των Χριστιανών καλλιτεχνών απέναντι στα ειδωλολατρικά αγάλματα. Παρόλα αυτά κάποιες συνήθειες των αρχαίων πέρασαν στον Χριστιανικό κόσμο, όπως για παράδειγμα η φυλακτοχρησία. Είναι γνωστή από τις πηγές η περίπτωση των Χριστιανών της Αντιόχειας, οι οποίοι, μετά το θάνατό του παρήγγειλαν στους ζωγράφους το πορτραίτο-εικόνα του Επισκόπου τους Θεοφίλου, που υπεραγαπούσαν, και το οποίο έφεραν μέσα από τον οδοιπορικό χιτώνα, στην περιοχή του στήθους. Καθώς ταξίδευαν από περιοχή σε περιοχή πίστευαν πως το μικρό εικονίδιο τους προστάτευε από κάθε κίνδυνο αφού είχαν έντονη την αίσθηση της διαρκούς παρουσίας του Αγίου πάνω τους. Οι Χριστιανοί δεν φοβούνται πλέον, ιδιαίτερα όταν πέρασε ο κίνδυνος των διωγμών. Προσεγγίζουν τους αρχαίους χώρους. Τους χρησιμοποιούν, αφού τους μεταπλάσσουν και τους εξαγνίσουν. Το πρώτο μεγάλο παράδειγμα αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας στον «Βίο του Κωνσταντίνου» (ΙΙΙ, 26-29). Πάνω στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης, κατά την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου και με την εποπτεία της Αγίας Ελένης οικοδομήθηκε και υψώθηκε ο Πανάγιος Τάφος στα Ιεροσόλυμα. Πρόκειται για την πρώτη κατασκευή Χριστιανικού ναού πάνω σε ειδωλολατρικά ιερό και μάλιστα το αγιότερο και ιερότερο μνημείο όλου του Χριστιανισμού. Στις περιοχές της Αίγυπτου, Συρίας και Παλαιστίνης, αλλά και της ανατολικής ενδοχώρας της Μ. Ασίας σπάνια μετατρεπόταν ένας ειδωλολατρικός ναός σε Χριστιανικό, κυρίως ένεκα της μεγάλης επίδρασης του μοναχισμού, που βρισκόταν σε μεγάλη δραστηριότητα σε αυτά τα μέρη. Αντίθετα, στα παράλια της Μ. Ασίας, καθώς και στον νησιωτικό και χερσαίο ελλαδικό και ιταλικό χώρο, λόγω της μεγάλης κλασσικής παράδοσης, ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο της μετατροπής και χρήσης των αρχαίων μνημείων για την τέλεση της λατρείας. Στην Αθήνα ιδιαίτερα, λόγω του σεβασμού που επικρατούσε για τα αρχαία μνημεία, η μετατροπή τους για λειτουργική χρήση είναι όψιμη, αρχίζει από τον 5ο αιώνα. Το ασκληπιείο κατεδαφίστηκε και με τα οικοδομικό υλικά του πάνω στον ίδιο χώρο χτίστηκε η Παλαιο-Χριστιανική βασιλική του ασκληπιείου Αθηνών. Γενικά μέσα από τις πηγές φαίνεται πως υπάρχει ιδιαίτερος προβληματισμός της Εκκλησίας για τη χρήση, την ανάπλαση ή την καταστροφή των ασκληπιείων. Εκείνο που προβληματίζει στη λαϊκή συνείδηση είναι ο συσχετισμός του Χριστού ως θεραπευτή σωμάτων και ψυχών με τον ιαματικό θεό Ασκληπιό. Είναι ενδεικτικό ότι την αρχαία κρήνη του ασκληπιείου την μετέτρεψαν σε Βαπτιστήριο και ότι ενώ αρχικά ο ναός αφιερώθηκε στον Σωτήρα Χριστό, αργότερα τον αφιέρωσαν στους Αγίους Ανάργυρους. Το μνημείο των μνημείων, ο Παρθενώνας, τον 5ο αιώνα διαμορφώνεται εσωτερικό σε τρίκλιτη βασιλική που διαθέτει ευρύχωρο νάρθηκα, καθώς και υπερώα. Η παρθένος Αθηνά αντικαταστάθηκε από την Παρθένο Μαρία, η οποία από τους αθηναίους πιστούς ονομάστηκε «Παναγία Αθηνιώτισσα». Τόση επίδραση άσκησε στα Βυζαντινά χρόνια ώστε προκαλεί εντύπωση το μεγάλο ταξίδι του αυτοκράτορα Βασιλείου του Β΄, του επικληθέντος Βουλγαροκτόνου, ως την Αθήνα για να ανεβεί στην Ακρόπολη και να προσκυνήσει στο ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Με την ευκαιρία θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ τη μεγάλη αντίθεση που παρατηρήθηκε τον 19ο αιώνα. Λόγω της μεγάλης στροφής των δυτικοευρωπαίων προς ό,τι υπενθύμιζε τον αρχαίο κλασσικό πολιτισμό, από τις περιγραφές και εκδόσεις των διαφόρων περιηγητών, αλλά και από τη ρομαντική διάθεση με την οποία ζωγράφιζαν τα αρχαία ερείπια οι ζωγράφοι και οι χαράκτες, παρατηρήθηκε το συγκλονιστικό φαινόμενο να γκρεμίζονται Βυζαντινά περίτεχνα και καλαίσθητα μνημεία για να αποκαλυφθούν τα κλασσικά ερείπια από κάτω, κάποιες σπασμένες κολόνες, δηλαδή θραύσματα μαρμάρων, σπόνδυλοι και βάσεις, με αποτέλεσμα να χαθούν αριστουργήματα από την ενσκήψασα αρχαιολατρεία. Τον 6ο αιώνα ακόμη θα πρέπει να επισημάνουμε τη μετάπλαση του Ερεχθείου πάνω στην Ακρόπολη σε τρίκλιτη δρομική βασιλική με αψίδα ανατολικά και νάρθηκα, αίθριο και φιάλη δυτικά. Παράλληλα, την ίδια εποχή, μετατράπηκε σε μονόχωρο ναό και με πεντάπλευρη αψίδα ανατολικά το Θησείο. Από ναός αφιερωμένος στον Ήφαιστο μετονομάστηκε σε Άγιο Γεώργιο. Είναι ενδεικτικό, αλλά και άξιο σχολιασμού, το γεγονός της μετατροπής των κορυφαίων ιερών κτιρίων της Ακρόπολης των Αθηνών σε Χριστιανικά. Και μη φανταστεί κανείς ότι όλη αυτή η εντυπωσιακή κίνηση των μεταπλάσεων και μετατροπών έγινε για να διατυμπανιστεί μόνο ο θρίαμβος της Εκκλησίας και η επικράτηση και επιβολή της νέας πίστης. Όχι μόνο γι' αυτό. Υπήρχαν και πρακτικοί λόγοι και ιδιαίτερα λειτουργικές ανάγκες. Φανταστείτε τους κατοίκους της Αθήνας, που κατοικούσαν γύρω και κοντά στην Ακρόπολη να ανεβαίνουν κάθε Κυριακή και γιορτή για να εκκλησιαστούν εκεί που πρώτα κατοικούσαν οι θεοί και εκεί που είχαν διακοσμήσει τα κλασσικά αυτά μνημεία κορυφαίοι καλλιτέχνες, που το όνομά τους απέκτησε στους μεταγενέστερους αιώνες παγκόσμια φήμη. Και κάτι ακόμη. Στη βυζαντινή εποχή, και συγκεκριμένα στα χρόνια 1182-1204 αξίζει να ρίξουμε μια ματιά κάτω από τη βορινή μεριά της Ακρόπολης. Εκεί, σε ένα μικρό, αλλά ασυνήθιστο και περίκομψο μνημείο, λειτουργούσε ο μεγάλος λόγιος και συγγραφέας Μιχαήλ Χωνιάτης, μητροπολίτης Αθηνών. Από επιφανή οικογένεια και με εξαίρετες σπουδές στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε μεγάλους πανεπιστημιακούς δασκάλους και στη Θεσσαλονίκη κοντά στον φιλόλογο και σχολιαστή του Ομήρου μητροπολίτη Ευστάθιο, δέχτηκε με ενθουσιασμό τη θέση που του πρόσφεραν από αγάπη προς τα αρχαίο κλέος και την αρχαία πνευματική ακτινοβολία της πόλης. Λειτουργούσε στο μικρά ναΐσκο της Παναγίας Γοργοεπηκόου ή του Αγίου Ελευθερίου, ένα αρχιτεκτόνημα που χτίστηκε με θραύσματα, μάρμαρα, ανάγλυφες παραστάσεις, που προέρχονται από αρχαία ιερά και ναούς. Οι Χριστιανοί μαστόροι πάνω στις χτισμένες μαρμαρόπετρες, που απεικονίζουν σατύρους, γυναικείες μορφές, επιτύμβια ανάγλυφα με ανδρικές ή γυναικείες παραστάσεις, ακόμη και αναθηματικά ανάγλυφο με ολόσωμη τη θεά Κυβέλη, σκάλισαν ανάγλυφους μεγάλους σταυρούς, για να εξαγιάσουν με αυτό τον τρόπο το κτήριο και το χώρο. Εφαρμόζονται δυο επιλογές, ανάλογα κάθε φορά με τις ανάγκες ή τις δυνατότητες. Η πρώτη επιλογή: Πάνω στα ερείπια του αρχαίου ιερού χτίζεται ο Χριστιανικός ναός με οικοδομικά υλικά που του προσφέρουν τα ερείπια, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την παλαιο-Χριστιανική βασιλική της Δωδώνης, με την αγία Τριάδα Κάτω Βασιλικός Αιτωλίας, ή τον Άγιο Νικόλαο και Ταξιάρχες Μόκιστας κοντά στο Θερμό, με τους ναούς που υψώθηκαν στους Δελφούς, στην Επίδαυρο, στο Νεκρομαντείο, στη Βραυρώνα, στον Ακροκόρινθο και στα άλλα αρχαιοελληνικά ιερά και μαντεία Η δεύτερη επιλογή: Μεταπλάθονται εσωτερικά οι σωζόμενοι ειδωλολατρικοί χώροι και χρησιμοποιούνται ως ναοί για τη λατρεία. Αναφέραμε ήδη μερικά παραδείγματα. Εδώ θα σημειώσουμε ενδεικτικά αυτά που τα θεωρούμε εντυπωσιακό στοιχείο. Στην αρχαία Ολυμπία υπήρχε ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα το εργαστήριο του μεγαλύτερου γλύπτη όλων των εποχών, του Φειδία. Οι Χριστιανοί της περιοχής τα μετέτρεψαν από εργαστήριο τέχνης σε οίκο Θεού. Εκεί που πρώτα σμιλευόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός τώρα τελείται τα μυστήριο της υπέρτατης θυσίας. Εκεί που χρησιμοποιούνταν φθαρτά υλικά για τη δημιουργία περίτεχνων αγαλμάτων τώρα χρησιμοποιούνται φθαρτά υλικά, ο άρτος και ο οίνος, με τα οποία, αφού μετουσιώνονται σε σώμα και αίμα Χριστού, οι πιστοί γεύονται τον κόσμο της αφθαρσίας και λαβαίνουν αίσθηση του αιωνίου. Δεν θα είχαμε ολοκληρώσει την ερμηνευτική διείσδυση του ενδιαφέροντος θέματος, αν δεν ρίχναμε τους προβολείς και σε ένα άλλο σχετικά θέμα. Συμβαίνει στις μεγάλες και πολυάνθρωπες πόλεις. Π.χ. Στους Φιλίππους και στη Νικόπολη. Ποιο είναι το αξιοπερίεργο; Παρόλο ότι στους πρώτους αιώνες ο αριθμός των Χριστιανών είναι ακόμη μικρός παρατηρείται το θαυμαστό φαινόμενο να χτίζονται ναοί τεράστιοι, ένας, δυο, τρεις, ακόμη και τέσσερις και πέντε και μάλιστα συχνά μερικοί από αυτούς να βρίσκονται σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Πώς εξηγείται το φαινόμενο; Σίγουρα η αντίληψη του μεγέθους, του ογκώδους, του εξαίσιου αρχιτεκτονήματος και του στολισμένου με θαυμάσιες ψηφιδωτές παραστάσεις συνδυάζεται με την αντίληψη της επιβολής και του θριάμβου. Η νεοφώτιστη Εκκλησία δείχνει τη δύναμή της και σημειολογικά υπογραμμίζει το θρίαμβό της. Μη λησμονούμε ότι ένα τμήμα του πληθυσμού παραμένει πεισματικό στην ειδωλολατρία και ότι το στοιχείο του ανταγωνισμού βρίσκεται ακόμη σε μεγάλη ένταση. Ύστερα από αυτές τις επισημάνσεις νομίζω πως θα πρέπει να ολοκληρώσουμε τη μελέτη των ερωτήσεων και να μην αφήσουμε ερωτηματικό ή κενό που οδηγούν στη σύγχυση και την αμφιβολία. 1. Η αντίληψη των Χριστιανών απέναντι στον αρχαίο κόσμο του παγανισμού και της ειδωλολατρίας, πλην ορισμένων ακραίων φαινομένων σε εποχές έντασης και αναβρασμού, είναι αντίληψη φιλικό και μεγάλης κατανόησης. Μη λησμονούμε ότι στους πρώτους τρεις αιώνες ιδιαίτερα οι ίδιοι άνθρωποι έχουν να παρουσιάσουν μία φάση της ζωής τους ως ειδωλολάτρες και μία δεύτερη ως βαπτισμένοι στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Οι αρχαίοι χώροι, το ιερό και οι ναοί, τα μαντεία και τα ασκληπιεία, τα θέατρα και τα στάδια, οι βωμοί και τα αγάλματα, ό,τι σχετίζεται με την αρχαία θρησκεία, κοινωνία και τέχνη, τους ήταν οικεία και συχνά προσφιλή. 2. Με αυτή την αντίληψη, τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν είχαν πρόβλημα και αναστολές για να χρησιμοποιήσουν πρώην αρχαία ιερά, τα οποία γνώριζαν κιόλας και στα οποία πολλοί από αυτούς προηγουμένως τελούσαν θυσίες στα είδωλα. Η μετατροπή σε ναούς Χριστιανικής λατρείας γινόταν μέσα από κοινές και συναινετικές διαδικασίες και αποφάσεις και για έναν άλλο διαφορετικό λόγο. Πέρα από την άποψη ότι συνεχιζόταν με νέο περιεχόμενο η λατρεία, πέρα από την αντίληψη ότι οι αρχαίοι θεοί πέθαναν μ’ ένα θάνατο οριστικό, πέρα από την πίστη του θριάμβου της Εκκλησίας, δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε το γεγονός ότι η επιλογή, μετάπλαση και χρήση για λειτουργικούς σκοπούς των ειδωλολατρικών ιερών και ναών έγινε πολλές φορές και για λόγους οικονομικούς. Η μικρή Χριστιανική κοινότητα δεν ήταν πάντοτε σε θέση να σηκώσει τα κόστος μιας νέας μεγάλης και απαιτητικής κατασκευής και προτιμούσε κατ’ ανάγκη τον έτοιμο σχεδόν χώρο, που τον χρησιμοποιούσε, αφού πρώτα τον καθαγίαζε. Άλλωστε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως και πέρα από τη λατρευτική πράξη και την μυστηριακή κοινωνία η Εκκλησία επίσημα και ανεπίσημα, σε όλους τούς τόνους και με όλες της τις δυνάμεις δανείστηκε από τους αρχαίους τη γλώσσα, τη μέθοδο, τα φιλοσοφικά συστήματα, τον τρόπο έκφρασης και δεν άφησε κανένα εκφραστικό μέσο τέχνης να μην το χρησιμοποιήσει για να πλαισιώσει, υπηρετήσει και αναδείξει τη λατρεία. Τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας κατακοσμούνται από τους λόγους και τα απανθίσματα των αρχαίων συγγραφέων. Ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος στο μοναδικά σύγγραμμά του «Προς τους νέους όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων» δίνει το μέτρο και δείχνει τον τρόπο της σωστής επιλογής του αρχαίου πλούτου. Οι ιδέες είναι Χριστιανικές. Ο τρόπος έκφρασης είναι ελληνικός. Ο τέλειος Θεός και λόγος σε τέλειο σχήμα. 3. Έτσι φτάνουμε στο τέλος για να δεχτούμε και να παραδεχτούμε πως η λατρευτική πράξη της Χριστιανικής θρησκείας πέρασε και μέσα από ειδωλολατρικά σχήματα. Όχι για να κινδυνέψει ή να επηρεαστεί, αλλά για να υπηρετήσει τις λατρευτικές και αγιαστικές ανάγκες των πιστών εξαγιάζοντας ταυτόχρονα τον πρώην ειδωλολατρικό χώρο. Σήμερα, ζώντας κανείς σ’ ένα κόσμο Χριστιανικό δεν είναι εύκολο να κατανοήσει αμέσως την ευρύτατη αντίληψη, το μεγαλείο του ενθουσιασμού, την άδολη πίστη που δεν είχε αναστολές και αμφιβολίες, την τόλμη και τη γενναιότητα, τον παραμερισμό των φόβων και διακρίσεων, όλα εκείνα τα άγια και ηρωικά στοιχεία που διέκριναν τους πιστούς και την Εκκλησία εκείνες τις εποχές. Επειδή μέσα στη λατρευτική πράξη και στον εξαγιασμό από τη μυστηριακή ζωή χωνεύονταν όλα τα πάθη και οι επιθυμίες, οι τάσεις και οι αναζητήσεις. Ο χώρος, ακόμη και ο ειδωλολατρικός, ήταν το πλαίσιο και δεν ήταν το μείζον ζήτημα. Γιατί είχαν μέσα τους σταθερά σημεία πλεύσης. Και όλοι, πλην των αιρετικών, βρίσκονταν με ασφάλεια στο ίδιο καράβι. Και πάνω απ' όλα ήξεραν και ζούσαν τον ορισμό της Εκκλησίας που διατυπωνόταν με τον ποιητικό εκφραστικό λόγο ότι «Ο Χριστός είναι ένα καράβι που ταξιδεύει στους αιώνες» ή για να ξαναθυμηθούμε τον ορισμό του ιερού Αυγουστίνου: «Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες».
Βιβλιογραφία Από τη μεγάλη Βιβλιογραφία σημειώνουμε ενδεικτικά: Fr. W. Deichman, Fruhchristliche Kirchen in antiken Heiligtumern, Jdl, 54(1939) 105-136. J. M. Spieser, La christianisation des sanctuaires paϊens en Grece, «Neue Forschungen in griechischen Heiligtümern», Tübingen 1976, 309-320. Γ. Σωτηρίου, Αι παλαιο-Χριστιανικοί βασιλικοί της Ελλάδος, ΑΕ (1929)164-173,198-201,203-204. Al. Frantz, From paganism το Christianity in the temples of Athens, Dop, 19 (1965), 187-205. Δημ. Πάλλας, Η Παναγία της Σκριπούς ως μετάπλαση της παλαιο-Χριστιανικής αρχιτεκτονικής σε μεσαιωνική βυζαντινή, ΕΕΣΜ 6(1976-1977)1-80, Γ. Λάββας, Οι πόλεις των «Χριστιανικών βασιλικών». Μία συμβολή στην πολεοδομία του ανατολικού Ιλλυρικού. Εισηγήσεις του Δέκατου Διεθνούς Συνεδρίου Χριστιανικής αρχαιολογίας, «Ελληνικά», παράρτ. Αρ. 26(1980), 403-445, Αθαν. Δ. Παλιούρας, Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία, εκδ. Ίφιτος, Άγρίνιο 2004, 67-70. Αθαν. Δ. Παλιούρας, Εισαγωγή στη Βυζαντινή αρχαιολογία, Γ έκδοση, εκδόσεις Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2004. Eric R. Dodds, Pagan and Christian in an Age Anxiet (μεταφρ. Ι. Αντύπας) Αθήνα 1995. Κυρ. Σιμόπουλος, Η λεηλασία και καταστροφή των Ελληνικών αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997. Κωνσταντίνος Δ. Καλοκύρης, Τέχνη και Ορθοδοξία, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004 (Ιδιαίτερα τα κεφάλαια ΙΙ. «Τα αρχαία μνημεία και η απέναντί τους Χριστιανική συμπεριφορά» σελ. 39-80 και IV. «Είδωλολατρικές παραστάσεις σε Ορθόδοξο μεταβυζαντινό ναό», σελ. 107-126). |
Δημιουργία αρχείου: 18-7-2015.
Τελευταία ενημέρωση: 18-7-2015.