Κεντρική σελίδα | Αθεϊσμός Επιλογές |
---|
Εισαγωγή στην "ψυχολογία του Αθεϊσμού"
Ψυχολογία του Αθεϊσμού Samuel Butler (1835-1902)1 Αποσπάσμα από το βιβλίο του Paul Vitz: “Faith of the Fatherless” (Καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης) Πριν διαβάσετε αυτό δείτε την “Εισαγωγή στην "ψυχολογία του Αθεϊσμού” |
Ο Samuel Butler, Άγγλος, είχε πατέρα και παππού κληρικούς. Ήταν αναμενόμενο από την οικογένεια πως και εκείνος και εισερχόταν στον κλήρο με την σειρά του, όμως όταν αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Cambridge το 1858, αρνήθηκε να ενταχθεί στην εκκλησία, επί τη βάσει θρησκευτικών αμφιβολιών. Στη συνέχεια πέρασε μερικά χρόνια στην Νέα Ζηλανδία. Επιστρέφοντας στην Αγγλία το 1864, αφοσιώθηκε στην ζωγραφική, στην μουσική και στην συγγραφή. Μεταξύ 1877 και 1890, παρήγαγε μια σειρά έργων επιστημονικής αμφισβήτησης. Ο Butler αποτελεί ένα είδος ενδιάμεσης περίπτωσης στην παρούσα μελέτη, διότι εκτός από τα επιστημονικά του έργα, είχε δημοσιεύσει και διάφορα μυθιστορήματα, ακόμα και μια σάτιρα (“Erewhon”, 1872). Επιδόθηκε στο πιο διάσημο έργο του “The Way of All Flesh” (Ο Δρόμος της Κάθε Σάρκας) από το 1873 μέχρι το 1885, όμως το έργο του αυτό δεν δημοσιεύθηκε παρά μόνο ένα χρόνο μετά τον θάνατό του το 1903. Ο Butler βασανιζόταν στα νιάτα του από ένα θρησκόληπτο και αναίσθητο πατέρα, ο οποίος τον έδερνε. Σαν τον χαρακτήρα της μεταθανάτιας νουβέλας του, επαναστάτησε εναντίον του ξυλοδαρμού και της θρησκοληψίας του πατέρα του, καθώς και εναντίον της οικογένειάς του και της Βικτωριανής ηθικής γενικότερα. Θεωρούσε πως ο πατέρας του ποτέ δεν τον συμπαθούσε. Εκείνος, με την σειρά του, δεν μπορούσε να θυμηθεί καμμία χρονική στιγμή όπου δεν φοβόταν αλλά μόνο απεχθανόταν τον πατέρα του. Υπήρξαν αντίζηλοι, και μέσα στην αντιζηλία αυτή, επιδίωκαν κάθε ευκαιρία να ταπεινώσουν ή να κριτικάρουν αλλήλους. Η βάρβαρη συμπεριφορά του πατέρα του ήρθε να χρωματίσει την δική του εικόνα για τους ανθρώπους γενικά. Στην βιογραφία του Butler, ο Malcom Muggeridge σημειώνει πως «υπάρχει μίσος, σε κάθε αναφορά που κάνει ο Butler για τα παιδικά του χρόνια. Η οικογένειά του, του φαινόταν του ιδίου, είχε συσπειρωθεί ολόκληρη σε μια συνομωσία για να τον κάνουν δυστυχισμένο, να τον πληγώσουν και να τον παραμορφώσουν, να του στερήσουν εκείνα τα πράγματα τα οποία λαχταρούσε η ψυχή του. Το μίσος συσσωρευόταν συνεχώς, σε όλη τη ζωή του, και για το υπόλοιπο της ζωής του, έπρεπε να το κουβαλάει αυτό παντού μαζί του – ένα μέγα βάρος μίσους, το οποίο τον βάραινε αφόρητα.» Εν ολίγοις, ο Butler είχε «χτίσει ένα κόσμο γύρω από τον πατέρα του, είχε μισήσει τον κόσμο αυτό που έχτισε, και μετά, έντρομος, διαπίστωσε πως ο ίδιος ζούσε μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, και πως θα έπρεπε να συνεχίσει να ζει μέσα σ’ αυτόν, μέχρι το τέλος της ζωής του.»2 Η δημοτικότητα που απέκτησε ο Butler μετά τον θάνατό του (παρατίθεντο γεύματα στο Λονδίνο, με ολοένα αυξανόμενους αριθμούς γνωστών συγγραφέων που μνημόνευαν τα γραπτά του), λέγεται από ένα σχολιαστή πως… «…οφείλεται στην επανάσταση του Ερνέστου (= ο χαρακτήρας της συχνά αυτοβιογραφικής νουβέλας του Samuel Butler) εναντίον του καθωσπρεπισμού της Βικτωριανής Εποχής. Ο Ερνέστος γρήγορα έγινε το σύμβολο του ήρωα εκείνης της ήμερης κουλτούρας – ο ανυπόμονος με τις παραδόσεις της εποχής του. Στην εποχή την δική μας, παραμένει ένα παράδειγμα της νεότητας που επαναστατεί εναντίον των ενηλίκων, του υιού που αποβάλλει τον ζουρλομανδύα που επέβαλλε ο πατέρας. Ειδικώτερα, ο Butler χλευάζει την επικρατούσα αντίληψη περί οικογένειας και ανατροφής παιδιών, την θεωρία περί εκπαίδευσης σε δημόσια σχολεία, την κυριαρχούσα θρησκευτική και ηθικίστικη συνθηματολογία, και τις ιερές αξίες με τις οποίες ζούσαν οι Αγγλικές μεσαίες τάξεις. …Αν και ο μηδενισμός του Butler είναι παντού ορατός, εγείροντας μια διαβρωτική κριτική του Βικτωριανισμού, δεν προσφέρει τίποτε πιο ελκυστικό αντ’ αυτού. Στους παραδοσιακούς συζυγικούς και γονικούς κώδικες, αντιπροτείνει πατρότητα και μητρότητα χωρίς γάμο ή υϊκή ευθύνη. Για τις ηθικές που εγκαταλείπει, προτείνει τον αυτάρεσκο ηδονισμό – την Επικούρεια στοχαστική ζωή των χλιαρών απολαύσεων και ελαχιστοποιημένων οδυνών.»3 Η παρεξήγηση και η πικρία ανάμεσα σε πατέρα και γιό μεγάλωνε, με τον γιό να βλέπει τον εαυτό του σαν ένα ανυπεράσπιστο νεαρό που προσπαθεί θαρραλέα να αντισταθεί στην πατρική βαρβαρότητα, και τον πατέρα να βλέπει τον εαυτό του σαν πικρά απογοητευμένο με τον αγαπητό του γιό. Ο Butler έπαψε να λέει τις προσευχές του και, με τα λόγια του Muggeridge, έφτασε «να βλέπει τις λέξεις σαν βέλη με δηλητηριασμένες αιχμές, που θα μπορούσε να βυθίζει στα στήθη των εχθρών του…. και να γκρεμίσει την εκκλησία του πατέρα του, τον Θεό του πατέρα του, τις ελπίδες και τα πιστεύω και τα μέτρα συμπεριφοράς του πατέρα του, το ένα μετά το άλλο…Με τα λόγια ήταν δεινός…»4 Το δια βίου μίσος για τον πατέρα του, εμποδισμένο από την επιθυμία του να μην προσβάλλει τόσο πολύ τον πατέρα του ώστε να διακυβευθεί η κληρονομιά του (θυμίζει την περίπτωση Meslier;), τον οδήγησε σε τέτοια θέση, όπου παρέμεινε μεν μέσα στην εκκλησία – χωρίς όμως να συμμετέχει σ’ αυτήν – και ζούσε και έγραφε εναντίον της. Ήταν ένας «Ευρύς Εκκλησάνθρωπος, μα χωρίς εκκλησία, έτσι ώστε αυτό που δήλωνε ήταν στην ουσία πως παρέμεινε ευρύς. Το να είναι Ευρύς Εκκλησάνθρωπος ήταν αρκετά κακό, αλλά, το να είναι ευρύς, χωρίς να είναι εκκλησάνθρωπος, είναι τρομερό: και αυτό ακριβώς ήταν ο Butler – ένας ειλικρινής αθεϊστής.»5 Η φήμη που είχε κατά το πρώτο μέρος του εικοστού αιώνα βασιζόταν στην απόρριψή του της Βικτωριανής ηθικολογίας. Ο Butler ήταν ομοφυλόφιλος, και ζούσε μια ενήλικη ζωή ηδονιστική. Και πάλι με τα λόγια του Muggeridge, μεγάλοι αριθμοί ανθρώπων: «…λαχταρούσαν να απαλλαγούν από το βάρος των οικογενειακών σχέσεων, οι οποίες, μετά την αποπομπή των θρησκευτικών τους δεσμεύσεων, είχαν γίνει πλέον ενοχλητικές. Επιζητούσαν κάποιον, που να τους λέει ότι, όχι μόνο δεν ήταν κακό να απεχθάνονται μητέρες και πατέρες και αδελφές και αδελφούς (προσωρινά όχι οι σύζυγοι – αυτό ήταν κατοπινός θερισμός), αλλά σωστό και πρέπον, προοδευτικό, σύμφωνα με την μόδα. Ήθελαν να νοιώθουν πως – ίσα-ίσα – αντί να θεωρηθεί πως παραμελούν το καθήκον, ήσαν θύματα ενός καταπιεστικού και σκληρού συστήματος, όπου μόνο η ιδιαίτερη αρετή τους τους είχε επιτρέψει να επιβιώσουν. Το έργο «The Way of All Flesh» (Ο Δρόμος της Κάθε Σάρκας) τους έδινε αυτή την αίσθηση… η αυτολύπηση του Butler γενικεύθηκε, και μια ολόκληρη γενιά τρεφόταν από αυτήν.»6 2 Malcolm Muggeridge, “Earnest Atheist: A study of Samuel Butler” (Ειλικρινής Αθεϊστής: Μια μελέτη για τον Samuel Butler), (London: Eyre and Spottiswoods, 1936), 9-10, 16. 3 J.Sherwood Weber, “Afterword” στο “Samuel Butler, The way of All Flesh” (New York: Signet Classics, 1960), 380. 4 “ Samuel Butler, The Way of All Flesh” (New York: Signet Classics, 1969), 39. 5 Του ιδίου, 202. 6 Του ιδίου, 242. |
Δημιουργία αρχείου: 20-5-2008.
Τελευταία ενημέρωση: 20-5-2008.