Υπάρχει αντικειμενική ηθική; * Σύγχρονη άποψη για την ψυχολογία τού αθέου * Εισαγωγή στην "ψυχολογία του Αθεϊσμού" * Αθεϊστές βαλσάμωσαν για να προσκυνούν, τους μεγαλύτερους άθεους εγκληματίες του 20ου αιώνα…
Έννοιες όπως: "ύπαρξη, αλήθεια, αγαθότητα και κάλλος", μπορούν να υπάρχουν χωρίς Θεό; Ας τακτοποιήσουμε σωστά τις σκέψεις μας Τού π. Στεφάνου Φρίμαν Μετάφραση: Α. Ν. Πηγή: https://blogs.ancientfaith.com/ |
Θυμάμαι πώς με πίεζε η μητέρα μου σαν παιδί να τρώγω όλα τα λαχανικά στο πιάτο μου. Είχα βέβαια τις προτιμήσεις μου – αν και όχι πολλές – και κάπως κατάφερα να επιβιώσω ως το σημερινό σημείο της ζωής μου.
Παρά το γεγονός πως αυτή η προτροπή μπορεί να εμπεριέχει και μεγάλη απόλαυση, έχει όμως παρά ταύτα μια άμεση σχέση με την υγεία μας. Δεν είναι πάντα εύκολο να το θυμόμαστε αυτό και σαν ενήλικες. Παραδόξως, η θρησκευτική πίστη μοιάζει να είναι εξ ίσου σημαντική στο ζήτημα της υγείας και της ευεξίας μας, όσο μια καλή διατροφή. Όμως χρήζει κάποιας μελέτης. Ένα πρόσφατο άρθρο μέσα σε βρετανικό περιοδικό σχολιάζει το βιβλίο «Why We Need Religion» (Γιατί χρειαζόμαστε την θρησκεία), του συγγραφέα Stephen Asma (Καθηγητής Φιλοσοφίας του Κολλεγίου της Columbia στο Σικάγο). Το βιβλίο εισηγείται μια σοβαρή, επιστημονική θέση για τα οφέλη της θρησκευτικής πίστης στην σωματική και την διανοητική υγεία. Όχι πως ο συγγραφέας πιστεύει στον Θεό: μάλλον πιστεύει στο θρησκεύειν. Βέβαια, όσο και αν αυτό πιθανώς να ενοχλεί τους πιστούς, δεν θέτει επιχειρήματα εναντίον του περιεχομένου της πίστης - απλώς παραμένει αγνωστικιστής. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η επισήμανση πως βρίσκει θέση ακόμα και για την θρησκευτικά εμπνευσμένη οργή. Λέει το άρθρο: «Δεν χρειάζεται μόνο θάρρος να ξεκινήσεις να γράψεις ένα βιβλίο ομολογώντας μια αλλαγή καρδιάς (αν όχι του νου) όπως κάνει ο Asma· χρειάζεται κάτι περισσότερο, όπως για παράδειγμα να λέει για τους «θρησκευτικά επιθετικούς»: ‘Οι άνθρωποι που αποκλείουν την θρησκευτικά τροφοδοτούμενη οργή ως κάτι εγγενώς κακό ή πρωτόγονο, συνήθως δεν έχουν έρθει αντιμέτωποι με αληθινούς εχθρούς.’ Φυσικά, η παρατήρηση (με την προσεκτική επιστημονική ανάλυση) πως το ανθρώπινο είδος μοιάζει να είναι κατά κάποιον τρόπο φυσικά ταιριασμένο με την θρησκεία με τις ποικίλες όψεις της, δεν ασχολείται με την αλήθεια που εμπεριέχει το θέμα. Μάλιστα ο συγγραφέας του βιβλίου εστιάζει την προσοχή του κυρίως στον Χριστιανισμό ΚΑΙ στον Βουδισμό.» Ο συγγραφέας C.S. Lewis σε μια από τις πραγματείες του προβάλλει έναν ισχυρισμό για την ύπαρξη του Θεού, κρίνοντας από την ανθρώπινη τάση να θρησκεύεται. Σημειώνει πως αν προσγειωνόμασταν σε ένα πλανήτη του οποίου οι κάτοικοι είχαν μια δυνατή έλξη για κάτι (π.χ. το νερό ή κάτι παρεμφερές), θα ήταν μάλλον απίθανο να ανακαλύπταμε πως αυτό το «κάτι» δεν υπήρχε στον πλανήτη τους. Βέβαια αυτό δεν είναι ένας πειστικός ισχυρισμός υπέρ της ύπαρξης του Θεού - μπορούμε μόνο να πούμε πως είναι λογικά συνεπής με την ύπαρξή Του. Η προσέγγιση όμως αυτή είναι ενδεικτική ενός θεμελιώδους ρήγματος στα σύγχρονα προϊόντα σκέψης – ήτοι, το κενό μεταξύ των σκέψεών μας και των σωμάτων μας. Έχουν υπάρξει πολυάριθμοι φιλόσοφοι, από τον Καρτέσιο μέχρι τον Καντ, οι οποίο στην ουσία συρρίκνωσαν την πραγματικότητά μας σε «κάτι που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μας». Το «καλό» έπαψε να είναι ο,τιδήποτε «εκεί έξω», και απλώς έγινε «αυτό που με ευχαριστεί εμένα προσωπικά». Πολλοί άνθρωποι, γοητευμένοι από την θελκτικότητα διαφόρων γραφικών σχημάτων επιστημονικής φαντασίας, αδυνατούν να φανταστούν γιατί θα έπρεπε να προτιμούν την σκληρή πραγματικότητα από την εικονική πραγματικότητα. Η ψηφιακή ζωή άρχισε να γίνεται η φυσιολογική ζωή. Μια τέτοια αποξένωση συχνά κάνει πολλούς ανθρώπους να ξεχνούν πού και πώς ζουν. Ξεχνούμε πως οι τροφές μας καλλιεργούνται σε χωράφια και πως τα ορυκτά μας είναι προϊόντα της γης. Ξεχνούμε πως λερώνονται και κοπιάζουν ανθρώπινα χέρια για αυτά τα αναγκαία. Η πρωτευουσιάνικη ζωή (που συχνά είναι η ζωή μέσα στο μυαλό μας) μοιάζει ανώτερη, πιο ραφινάτη – ακόμα μάλιστα η προτιμώμενη. Μέσα σε ένα τέτοιο «κόσμο», ο Θεός ζει ως μια ιδέα εν μέσω πολλών ιδεών, και ίσως είναι και ανεπιθύμητος. Ο συγγραφέας του βιβλίου «Γιατί χρειαζόμαστε την θρησκεία» έγραψε: «Είμαι αγνωστικιστής, και πολίτης ενός εύπορου έθνους, όμως όταν ο γιός μου βρέθηκε μέσα στα Επείγοντα του νοσοκομείου με μια ασθένεια, προσευχόμουν αυθόρμητα. Δεν είμαι αφελής. Δεν νομίζω πως η προσευχή έκανε το παραμικρό για να τον θεραπεύσει. Όμως είναι μια αντίδραση που δεν θα φύγει, και που δεν θα πρέπει να φύγει, αν προσφέρει γνήσια ανακούφιση στην αγωνία και την ανησυχία.» Προσωπικά, αυτό το θεωρώ εξ ίσου παράλογο, με το να πω «Ο γιός μου χρειαζόταν το φως του ήλιου, έτσι τον πήγα έξω», και να συμπεράνω πως αυτό ΔΕΝ ήταν μια παρηγορητική δεισιδαιμονία. Η αλήθεια είναι πως μέσα σε ένα κόσμο χωρίς Θεό, η ζωή ή ο θάνατος του γιού του δεν θα σήμαινε τίποτε περισσότερο από την ζωή ή τον θάνατο των βακτηρίων μέσα στο σώμα του γιού του. Και – βεβαίως – για πολλούς μοντέρνους, η ζωή ενός παιδιού μέσα στην μήτρα είναι κατά τι περισσότερο από ένα ενοχλητικό βακτήριο… Ο συγγραφέας δεν μπορεί να δει πως η ύπαρξη του γιού του ήταν απλώς ένα βάλσαμο που ανακούφιζε την προσωπική του αγωνία και ησυχία – χωρίς να έχει καμμία αξία για τον ίδιο. Η σπουδαία Χριστιανική παράδοση – όπως τεκμηριώνεται στα έργα των πρώιμων Πατέρων της Εκκλησίας – αναγνώριζε πως η ύπαρξή μας ήταν ένα δώρο, δώρο του Ενός, του όντως Όντα («τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν» – Εβρ.12:2). Εξ ίσου είναι και το Καλόν, είναι το Κάλλος. Αυτά δεν ορίζονται αφ’ εαυτού τους και κατόπιν αποδίδονται στον Θεό. Είναι μάλλον προφανές πως, χωριστά από τον Θεό, η Αλήθεια, η Αγαθότητα και το Κάλλος δεν θα είχαν κανένα νόημα (ούτε ύπαρξη). Νοσταλγούμε και επιθυμούμε αυτά τα πράγματα, επειδή είναι κάτι έμφυτο το να νοσταλγούμε και να επιθυμούμε τον Ίδιο τον Θεό. Και εδώ είναι το κρίσιμο σημείο: ξεκινούμε με τον Θεό ως ό Ών, η Αλήθεια, η Αγαθότητα, το Κάλλος. Οι λέξεις όμως και οι έννοιες έχουν νόημα όταν τους δίνουμε ένα υπόβαθρο. Δεν πρέπει να θεωρούμε πως τα μυαλά μας είναι το κέντρο των πάντων – αφού εμείς είμαστε σχετικοί και τυχαίοι. Αυτός είναι και ο λόγος που οι αρχαίοι τον θεωρούσαν τόσο διεστραμμένο τον αθεϊσμό. Το να αρνείται κανείς τον Θεό ήταν και άρνηση αυτών των πραγμάτων. Η ταυτότητα του Θεού μπορούσε να συζητηθεί («με ποιο όνομα θα Τον καλούμε»), όμως η ιδέα ενός αυθύπαρκτου σύμπαντος ήταν πέρα από κάθε σκέψη. Υπήρχε αρκετή συνέπεια λογικής ώστε να κρατηθεί σε απόσταση μια τέτοια ιδέα. Η διαστροφή της εποχής μας είναι πως επιμένουμε να χρησιμοποιούμε την γλώσσα της θεολογίας (Ων, Αλήθεια, Αγαθότητα, Κάλλος), φανταζόμενοι πως τέτοιες ορολογίες δεν χρειάζεται να αναφέρονται σε κάτι θεϊκό. Ως εκ τούτου, υπερυψώσαμε αυτό που θα έπρεπε να είναι σχετικό, ενώ ελαττώσαμε αυτό που θα έπρεπε να μείνει απόλυτο. Το να μην γνωρίζει κανείς τον Θεό (αγνωστικισμός) είναι ένας κόσμος που δεν άπτεται του παρόντος θέματος. Χωρίς τον Θεό όμως, δεν μπορούμε να γλιτώσουμε από τις παγίδες που στήνουν τα μυαλά μας και η υπερβατικότητα να χάνεται, μέσα στις ομίχλες της φαντασίας. Τα ανθρώπινα όντα έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται την αλήθεια, την αγαθότητα και το κάλλος, και, ενδεχομένως, να έλκονται προς αυτά – ορισμένες φορές ακόμα και εις βάρος όλων των άλλων. Η σκέψη πως τέτοια πράγματα δύνανται να υπάρχουν σαν αφηρημένες έννοιες είναι από μόνη της μια αφηρημένη έννοια και εφεύρημα σύγχρονων φιλοσοφιών. Είναι μέρος της αποξένωσης του ανθρώπινου όντος από όλα όσα είναι προφανή – συμπεριλαμβανομένου του τι σημαίνει να είσαι ανθρώπινος. Η απαράμιλλη δήλωση του Χριστιανισμού είναι πως η Αγαθότητα, η Αλήθεια και το Κάλλος έγιναν σάρκα και εσκήνωσαν ανάμεσά μας, στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Εμείς λέμε πως αν κάποτε αναγνωρίσετε αυτά τα πράγματα μέσα στον κόσμο γύρω σας αλλά και αντικατοπτρισμένα μέσα σας, τότε θα τα αναγνωρίσετε και μέσα σε Εκείνον. |
Δημιουργία αρχείου: 21-12-2019.
Τελευταία μορφοποίηση: 21-12-2019.