Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Πνευματικές Εμπειρίες |
Περί εμπειριών όρασης του Ακτίστου Φωτός // Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος. Η ανάβαση προς τη Θέωση // Γνήσιες πνευματικές εμπειρίες και καταστάσεις νόθες // Το Φως που δεν είναι φως και γνωρίζει κατ' όνομα
Εμπειρία και είδη εμπειριών π. Ι. Ρωμανίδης
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α' |
Οι Πατέρες της Εκκλησίας γνωρίζουν εκ πείρας ότι η σχέση με τον Θεό είναι εμπειρική, δεν είναι καρπός της λογικής και του στοχασμού. Διδάσκουν ότι όλοι θα δουν την δόξα του Θεού ή ως φως θέλγον ή ως πυρ καταφλέγον. «Σε διάφορα επίπεδα, τώρα, σε αυτά τα δύο στάδια (φως-πυρ) η γνώμη της Εκκλησίας είναι καθαρά εμπειρική· είναι εμπειρική, δεν είναι ούτε μεταφυσική». Μπορεί να υπάρχη στοχασμός περί της εμπειρίας, αλλά όταν κανείς φθάση στην εμπειρία των θεουμένων, καταργείται ο στοχασμός και γνωρίζει ο άνθρωπος ακριβώς τι γνωρίζει και τι δεν γνωρίζει. «Δεν υπάρχει στοχασμός στην εμπειρία. Μπορεί να υπάρχει στοχασμός περί της εμπειρίας, διότι ο καθένας που δεν έχει την εμπειρία μπορεί να στοχάζεται, αλλά, όταν όμως κανείς έχη την εμπειρία, δεν στοχάζεται πλέον περί της εμπειρίας, διότι γνωρίζει πλέον ακριβώς το τι είναι και τι δεν είναι η εμπειρία. Γνωρίζοντας τι είναι και τι δεν είναι, γνωρίζει τι γνωρίζει και τι δεν γνωρίζει κατά τρόπο σαφέστατο. Και γι’ αυτόν τον λόγο η θεολογία δεν είναι μόνον το να γνωρίζη κανείς τι γνωρίζει, αλλά το να γνωρίζη κανείς και το τι δεν γνωρίζει. Δηλαδή, εξ ίσου να γνωρίζη τι δεν γνωρίζει με το να γνωρίζη τι γνωρίζει». Αν ο Χριστιανισμός είναι καρπός του στοχασμού, τότε δεν μπορεί να μας βοηθήση να φθάσουμε στην θέωση. «Εάν δεν υπάρχη εμπειρία για κάτι, άστο, είναι στοχασμός. Και αν είναι στοχασμός, δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τους στοχασμούς του ενός και του άλλου. Γι’ αυτόν τον λόγο ο καθηγητής που διδάσκει θεολογία στοχάζεται, ας πούμε. Είμαι υποχρεωμένος τώρα εγώ να δώσω εξετάσεις για τον στοχασμό του καθηγητού, να τον καταλάβω σαν δόγμα; Γιατί; Είναι κουταμάρες. Δεν είναι έτσι; Όπως στις θετικές επιστήμες, φαντασθείτε τώρα να έχουμε καθηγητάς θετικών επιστημών που να στοχάζωνται και να είναι υποχρεωμένοι οι φοιτηταί να δέχωνται τον στοχασμό του καθηγητού σαν γεγονότα. Γίνεται αυτό το πράγμα; Δεν γίνεται. Σε καμιά επιστήμη δεν γίνεται αυτό. Να λέη ωραία πράγματα. Να ασχολήται με ωραίες ιδέες. Ο άνθρωπος θα γίνη Χριστιανός από τις ωραίες ιδέες; Ε, μερικοί γίνονται. Ωραίες ιδέες, ας πούμε. Αλλά αυτός είναι ο Χριστιανισμός; Το όλο θέμα είναι η εμπειρία. Ο Χριστός διδάσκει για την αγάπη η οποία ου ζητεί τα εαυτής και δεν υπάρχει τρόπος αποκτήσεως αυτής της αγάπης; Τότε ο πρώτος στοχαστής θα ήταν ο Χριστός. Εστοχάζετο, έτσι, ωραίες ιδέες περί αγάπης. Ωραία ναι, αλλά εάν είναι ακατόρθωτα, τότε ήταν ένας οραματιστής και τίποτε άλλο. Και, αν ήταν οραματιστής ο Χριστός, τότε δεν ήταν ο Θεάνθρωπος των δογμάτων των Οικουμενικών Συνόδων». Αυτά όμως δεν είναι έτσι. Η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι φιλοσοφία, αλλά «είναι μια εμπειρική πραγματικότης, που δεν προέρχεται από καμιά φιλοσοφία». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Πατέρες μας απέρριπταν την φιλοσοφία ως μέθοδο γνώσεως του Θεού. «Νομίζω είναι καιρός ο Ορθόδοξος θεολόγος να καταλάβη ότι συμμαχία δεν μπορούσαμε εμείς ποτέ να έχουμε με την φιλοσοφία, γι’ αυτό και οι προπάτορές μας πάντοτε απορρίπτανε την φιλοσοφική μέθοδο. Δεν δεχόταν ποτέ τον φιλοσοφικό τρόπο, στοχασμό κλπ, τα απορρίπτανε. Ήσαν άνθρωποι της εμπειρικής γνώσεως. Και αν κανείς εξετάση καλά την πατερική γνωσιολογία, θα δη ότι είναι από την αρχή μέχρι το τέλος εμπειρική. Διότι οι Πατέρες τίποτε δεν δέχονται το οποίο δεν είναι εμπειρικό. Και όλη η θεολογία προέρχεται από εμπειρία και όχι από στοχασμό». «Εφόσον εκείνοι που πιστεύουν έχουν φθάσει σε αυτήν την κατάσταση, έχουν μέσα τους αυτήν την εμπειρία, οπότε, εφ’ όσον υπάρχει η εμπειρία, τι χρειάζεται η μεταφυσική; Τι χρειάζεται η φιλοσοφία; Σε τι βοηθάει η φιλοσοφία; Βοηθήθηκε ποτέ κανένας από καμιά φιλοσοφία να απόκτηση αυτήν την κατάσταση που είναι κανείς ναός του Αγίου Πνεύματος;». Ενώ η Ορθόδοξη θεολογία είναι εμπειρική, η σύγχρονη θεολογία, δυστυχώς, έγινε στοχαστική, στηρίζεται περισσότερο στην λογικοκρατία. «Ο Κοραής είναι εκείνος ο οποίος θεμελίωσε την εκθεμελίωση της εμπειρικής θεολογίας και την αντικατάσταση της εμπειρικής θεολογίας με την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, που είναι μεταφυσική». Έτσι, η νεοελληνική θεολογία στηρίζεται στον στοχασμό και στην φιλοσοφική ανάλυση όρων, σκέψεων και νοημάτων. «Η Ορθόδοξη θεολογία έχει κάποια σχέση πολύ βαθειά με την ανθρωπολογία και με την εμπειρική αντίληψη περί θεολογίας και όχι με την στοχαστική αντίληψη περί θεολογίας, που είναι ο τρόπος της νεοελληνικής θεολογίας. Η νεοελληνική θεολογία βασίζεται στον φιλοσοφικό στοχασμό και σε φιλοσοφική ανάλυση όρων, σκέψεων, νοημάτων κλπ. Και προσπαθούν οι νεοέλληνες θεολόγοι, μέσω της σκέψεως ή συστημάτων σκέψεων να ασχολούνται με την θεολογία. Ενώ στους Πατέρας ο στοχασμός αυτός απαγορεύεται. Δεν επιτρέπεται ο στοχασμός στον θεολόγο. Μόνο δια της εμπειρίας του φωτισμού μπορεί κανείς να φθάση στο να θεολογή και να διδάσκη τους άλλους ανθρώπους και να ακούη εξομολογήσεις κ.ο.κ.» Ο άνθρωπος που εμπνέεται από το άγιον Πνεύμα έχει πολλές και γνήσιες εμπειρίες. Όλη η Χριστιανική ζωή μέσα στην Εκκλησία με τα Μυστήρια και την άσκηση είναι εμπειρική. Θα εντοπισθούν μερικά είδη εμπειριών. Γενικά, η εμπειρία των Πατέρων διακρίνεται σε εμπειρία φωτισμού και εμπειρία Θεώσεως. «Όταν λέμε θεόπνευστος εξ απόψεως πατερικής, είναι εκείνος ο οποίος κατευθύνεται από την εμπειρία του, έχει μια ορισμένη εμπειρία και κατευθύνεται από αυτή την εμπειρία. Η περί Θεού εμπειρία έχει δύο μορφές ή κατηγορήματα με διάφορες παραλλαγές. Εντός κάθε κατηγορήματος υπάρχουν και παραλλαγές. Γενικά χωρίζονται οι εμπειρίες αυτές περί Θεού στο στάδιο του φωτισμού και στο στάδιο της Θεώσεως. Το στάδιο της Θεώσεως δεν είναι μόνιμη κατάσταση στην ζωή αυτή, αλλά διαρκεί καθ' όσον κανείς φθάνει στην θέωση και παραμένει στην θέωση και μετά επανέρχεται στον φωτισμό. Η σταθερή κατάσταση, η πνευματική, είναι κατάσταση του φωτισμού, διότι εκείνος που πάει στην θέωση, πάει· ένας πάει για πέντε λεπτά, άλλος δέκα λεπτά, ένας για μια μέρα, σαράντα μέρες, μπορεί και έναν χρόνο, μπορεί και μερικά χρόνια, αλλά πάντοτε επανέρχεται στην κατάσταση του φωτισμού. Οπότε, η κυρίως κατάσταση της Ορθοδόξου συνεννοήσεως μεταξύ των Ορθοδόξων είναι η κατάσταση του φωτισμού». Η εμπειρία της Θεώσεως έχει διαφόρους βαθμούς. «Οι Πατέρες της Εκκλησίας χωρίζουν την εμπειρία της Θεώσεως σε τρεις κατηγορίες. Είναι η έλλαμψις, η θέα, η διαρκής θέα, και ο φωτισμός· περιγράφεται και ως θεωρία, η οποία θεωρία είναι και ο φωτισμός, είναι και η θέωση δηλαδή». Ένα είδος εμπειρίας είναι και η έκσταση. «Έκσταση στον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο είναι μικρότερη εμπειρία της αρπαγής. Όταν ο άνθρωπος χάνη τον προσανατολισμό του, αυτή είναι η έκσταση, αλλά είναι μία προσωρινή κατάσταση η έκσταση και μετά, όταν συνεχίζεται η αρπαγή, δεν είναι πλέον έκσταση και συμμετέχει όλος ο άνθρωπος». Κατά την διάρκεια της νοεράς προσευχής, δείγμα ότι ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού του νου είναι ότι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, όπως το βλέπουμε σε πολλά χωρία των επιστολών του Απόστολο Παύλου. Όταν ο προσευχόμενος αξιώνεται της θέας του Ακτίστου Φωτός, τότε βιώνει την θέωση. Η εμπειρία της Θεώσεως λέγεται δοξασμός, γιατί ο θεούμενος (ψυχή και σώμα) δοξάζεται, δηλαδή μετέχει στην δόξα-φως του Θεού. Δόξα του Θεού είναι η άκτιστη ενέργεια της θεότητος που οράται ως Φως. Η εμπειρία της θεώσεως-δοξασμού λέγεται και εμπειρία της Πεντηκοστής, της οποίας μετέσχον οι Άγιοι Απόστολοι και είναι ο μεγαλύτερος βαθμός αποκαλύψεως. Οι Άγιοι της Εκκλησίας, που μετέχουν της Ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού, γνωρίζουν εκ πείρας αν κάποια εμπειρία είναι αληθινή ή ψευδής. Αυτό λέγεται στην πατερική γλώσσα διάκριση. Υπάρχει διαφορά μεταξύ ακροάσεως του λόγου του Θεού από τους Αγίους και προσωπικής θεοπτικής πείρας, καθώς επίσης υπάρχει διάκριση μεταξύ καθάρσεως, φωτισμού και Θεώσεως. «Η διάκριση μαθαίνεται με εμπειρία. Άλλο, λοιπόν, είναι να ακούη κανείς με λέξεις, όπως ακούμε εμείς από τους Προφήτες, από τους Αποστόλους, από τους Αγίους της Εκκλησίας, οι οποίοι μας διδάσκουν με λέξεις, οι οποίες είναι φορείς νοημάτων, αυτά τα ρήματα δηλαδή, και άλλο να έχη την εμπειρία. Ο έχων την εμπειρία, δηλαδή, δεν διδάσκεται με τα ρήματα αυτά. Εδιδάσκετο με τα ρήματα αυτά στην κατάσταση της καθάρσεως και του φωτισμού. Αλλά, όταν φθάνη στην θέωση, δεν διδάσκεται πλέον με τα ρήματα, αλλά έχει την εμπειρία. Και από την εμπειρία του ξέρει ότι δεν μετέχει της ουσίας του Θεού, αλλά μετέχει των ενεργειών Του». Έπειτα, οι Άγιοι διακρίνουν την αγιοπνευματική εμπειρία από τις άλλες ανθρωποκεντρικές εμπειρίες. «Δεν παθαίνει ο νους δηλαδή (κατά την Ορθόδοξη εμπειρία) μια φυγή από τον κόσμο, τον χώρο των διαστάσεων, του χρώματος κ.ο.κ. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο σημείο και θέλει πολύ μεγάλη προσοχή, για να μην ταυτίζεται ποτέ η Ορθόδοξη εμπειρία της Θεώσεως με τους μυστικισμούς των Βουδιστών, των Αφρικανών και των διαφόρων ειδωλολατρικών θρησκευμάτων, φιλοσοφικών κ.ο.κ. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι η μόνη παράδοση που ως αποτέλεσμα της εμπειρίας έχει τα ιερά λείψανα. Δεν υπάρχουν ιερά λείψανα σε καμιά άλλη παράδοση με τα γνωρίσματα και τα χαρακτηριστικά των λειψάνων που υπάρχουν στην Ορθόδοξη θεολογία». Επίσης, οι Άγιοι διακρίνουν την πνευματική εμπειρία από την παραίσθηση και τον υπνωτισμό. «Ο υπνωτισμός είναι εμπειρία ή δεν είναι εμπειρία; Έ, δεν είναι εμπειρία; Μπορεί να είναι παραίσθηση. Ο υπνωτισμός μπορεί να οδηγή σε παραίσθηση, που σημαίνει μια απειθαρχία στην σωστή σύνθεση των εμπειρικών εντυπώσεων κλπ. Αλλά όλα τα στοιχεία που συνθέτουν μια παραίσθηση είναι από τις αισθήσεις, δεν είναι από άλλου, διότι ο άνθρωπος που κάνει την παραίσθηση, το κάνει όχι γιατί έχει χάσει την επαφή του με τα αισθητά, αλλά επειδή η μνήμη του έχει εκτροχιασθή και η σύνθεση που γίνεται μέσα στο μυαλό του είναι λάθος. Τα αισθητηριακά βιώματα είναι υπαρκτά, μπορεί να είναι κάτι που βλέπει αυτήν την στιγμή, αλλά είναι υπαρκτά. Για την νοερά προσευχή δεν είναι κάτι υπαρκτό του παρελθόντος, κάτι που ονειρεύεται κανείς, όπως σε μια παραίσθηση, που κανείς βλέπει κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν το βλέπει. Στην περίπτωση της νοεράς προσευχής, όμως, είναι κάτι που συμβαίνει εκείνη την στιγμή, δηλαδή τώρα, αυτή την στιγμή, και κάθε στιγμή. Με παρακολουθείτε; Δεν είναι μια υπενθύμιση του παρελθόντος». Επί πλέον, οι Πατέρες διακρίνουν τις αγιοπνευματικές εμπειρίες από τις δαιμονικές, γιατί υπάρχει Ορθόδοξη θεολογία και υπάρχει δαιμονική θεολογία. «Εφ’ όσον δεν υπάρχει περίπτωση που κατεβαίνει η θεολογία από τον ουρανό, δηλαδή και τα ονόματα και τα νοήματα, από τα οποία αποτελείται η θεολογία είναι από το περιβάλλον, αυτό σημαίνει ότι, θέλοντας και μη, η θεολογία μας έχει άμεση σχέση με το περιβάλλον. Δεν έχουμε ουρανοκατέβατη θεολογία, αλλά η θεολογία είναι αντίδραση του ανθρώπου σε ορισμένες εμπειρίες. Εάν ένας άνθρωπος έχη δαιμονικές εμπειρίες, θα έχη και ανάλογη θεολογία. Εάν είναι εμπνευσμένος από τον Θεό και έχη εμπειρίες σωστές, θα έχη και μια σωστή θεολογία». |
Δημιουργία αρχείου: 28-11-2014.
Τελευταία ενημέρωση: 28-11-2014.