Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Πνευματικές Εμπειρίες και Πεντηκοστιανισμός |
Περί εμπειριών όρασης του Ακτίστου Φωτός // Εμπειρία Θεού // Η εμπειρία της "αστρικής προβολής" κατά την Ορθόδοξη πίστη
Γνήσιες πνευματικές εμπειρίες και καταστάσεις νόθες Του Πρωτοπρ. Κυριακού Τσουρού Γραμματέως της Σ. Ε. επί των αιρέσεων
Πηγή: Περιοδικό "Διάλογος" τεύχη 47 και 48 (Ιανουάριος ως Ιούνιος 2007). Αναδημοσίευση από:
Μετατροπή σε html από αρχείο pdf: Ν. Μ. |
Α΄ Μέρος 1. Οι πνευματικές εμπειρίες είναι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι εκδήλωση των θείων Ενεργειών, οι οποίες κάνουν τον πιστόν «σύμμορφον της εικόνος του Υιού του Θεού» (Ρωμ. η΄ 9). Είναι λοιπόν τα χαρίσματα, οι εμπειρίες, «εκ Θεού» (Α΄ Κορ. ζ΄ 7) και δεν εξαρτώνται ούτε προκαλούνται ή καθορίζονται από τον άνθρωπον. Έτσι αποκλείεται από την έννοια και τον χαρακτήρα της γνήσιας πνευματικής εμπειρίας κάθε εξωτερική τεχνική ή εκβιαστική πράξη ή μηχανική συμπεριφορά που εξαναγκάζει τον Θεόν. Κατά τον Απόστολο Παύλο τα χαρίσματα «ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαιρούν εκάστω καθώς βούλεται» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 11). Το Άγιο Πνεύμα διανέμει τα χαρίσματα όπως, όποτε και για όποιους σκοπούς θέλει. Αυτό ακριβώς δηλώνουν οι λόγοι του Αποστόλου στην προς Εβραίους Επιστολή: «συνεπιμαρτυρούντος του Θεού σημείοις τε και τέρασι και ποικίλαις δυνάμεσι και Πνεύματος Αγίου μερισμοίς κατά την αυτού θέλησιν» (β΄ 4). Αυτός ο «μερισμός», το μοίρασμα των χαρισμάτων, γίνεται στον κάθε πιστό από το Άγιον Πνεύμα και σύμφωνα με τη θέληση τού Θεού, επειδή «αυτός οίδε τι εκάστω συμφέρει και ούτω καταμερίζει την χάριν» ως σημειώνει ο Θεοφύλακτος 1. Οι γνήσιες εμπειρίες λοιπόν, τα γνήσια χαρίσματα, σαν ορατά φαινόμενα στη ζωή των αγίων ανθρώπων είναι αποτέλεσμα της ενοικήσεως μέσα τους του Αγίου Πνεύματος. Η μόνη ανθρώπινη προϋπόθεση για την «ενοίκησιν» αυτή του Αγίου Πνεύματος είναι η εσωτερική κάθαρση, «που δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της θείας ενέργειας, αλλά και αποτέλεσμα της ανθρώπινης προσπαθείας. Ο άνθρωπος πρέπει με τον ιδρώτα του να αποδείξει πως επιθυμεί τη χάρη και πως είναι έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα γι’ αυτήν». Γι’ αυτό και είναι αδιανόητη η «συνύπαρξη της χάριτος και της αμαρτίας» 2 . Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, σημειώνει: «Όταν ο αθλητής του Χριστού αποκτήσει την ελευθερία από τα πάθη ελευθερώνεται και ο νους και η καρδιά του από το σκοτισμό και μπορεί να δει καθαρότερα τα πνευματικά πράγματα και φθάνει στη συναίσθηση της αγάπης και της παρουσίας του Θεού, ακόμη και με αισθητές εικόνες».3 Οι προκαλούμενες εκστασιακές καταστάσεις και οι ψυχολογικοί εκβιασμοί των πεντηκοστιανικών κινήσεων, ή οι τεχνικές του διαλογισμού και της γιόγκα των παραθρησκευτικών ομάδων, δεν είναι γνήσιες εμπειρίες. Όχι μόνον διότι δεν έχουν την πηγή τους στο Πνεύμα το Άγιον, αλλά και διότι είναι το «αυτόματο» αποτέλεσμα της ανθρωπίνης προσπαθείας. Και για μεν τους Πεντηκοστιανούς θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι λεγόμενες εμπειρίες τους είναι εκβιασμός του Αγίου Πνεύματος αφού πιστεύουν σ’ Αυτό. Για δε τους «νεοεποχίτες» πρέπει να πούμε με βεβαιότητα, ότι οι εκλαμβανόμενες ως «εμπειρίες» τους (όπως το άνοιγμα του τρίτου ματιού, οι ποικίλες αναδρομές και οι λεγόμενες υπερβατικές εξωσωματικές καταστάσεις) είναι υποκειμενικές καταστάσεις. Πάντως δεν είναι μια «εμπειρία», ένα «χάρισμα», αφού γι’ αυτούς δεν υπάρχει καν η πίστη στο Άγιο Πνεύμα, ο προσωπικός υπερτέλειος Θεός, ο παρέχων «παν δώρημα τέλειον» στους ανθρώπους.
2. Στην Αγία Γραφή γίνεται λόγος για σειρά ολόκληρη πνευματικών χαρισμάτων. Ιδιαιτέρως ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται σ’ αυτά σε πολλές επιστολές του: «είτε προφητείαν, κατά την αναλογίαν της πίστως, είτε διακονίαν, εν τη διακονία, είτε ο διδάσκων εν τη διδασκαλία· είτε ο παρακαλών εν τη παρακλήσει· ο μεταδιδούς εν απλότητι, ο προϊστάμενος εν σπουδή, ο ελεών, εν ιλαρότητι» (Ρωμ. ιβ΄ 7-8). «Ώι μεν γαρ δια του Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, ετέρω δε πίστις εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε χαρίσματα ιαμάτων εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δε προφητεία, άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών, άλλω δε ερμηνεία γλωσσών» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 8-10). «Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 28). «Ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια» (Γαλ. ε΄ 22). Ακόμη, στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη περιγράφονται πολλές περιπτώσεις γνησίων πνευματικών εμπειριών. Εδώ αναφέρομε μερικές πολύ χαρακτηριστικές. Ο Προφήτης Ησαϊας περιγράφει με τα πιο ζωντανά χρώματα και τις πιο δυνατές λέξεις την εμπειρία του: «είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, και πλήρης ο οίκος της δόξης αυτού» (βλ. κεφ. στ’). Κι έπειτα, πόσες φορές ο «θεόπτης» Μωϋσής μίλησε με τον Γιαχβέ στο «καπνίζον» όρος Σινά, και στην «φλεγόμενη και μη καιομένη βάτο»! Ο Απόστολος Παύλος είδεν «ημέρας μέσης. . . ουρανόθεν υπέρ την λαμπρότητα του ηλίου περιλάμψαν (αυτόν) φως» (Πράξ. κστ΄ 13) και ηρπάγη μέχρι «τρίτου ουρανού. . . εις τον παράδεισον» όπου «ήκουσεν άρρητα ρήματα» (Β΄ Κορ. ιβ΄ 2-4). Ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος είδε «την δόξαν του Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού» (Πράξ. ζ΄ 55). Και στο όρος Θαβώρ οι τρεις μαθητές Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης έζησαν μέσα στο άκτιστο φως της θείας φύσεως του Κυρίου (Ματθ. ιζ΄ 1-8). Κι ακόμη, πλήθος άλλων γνησίων εμπειριών καταγράφονται στα ιερά κείμενα, όπου οι μαθητές του Χριστού καθημερινά δέχονται τα ευεργετικά αποτελέσματα της επί γης παρουσίας του Υιού του Θεού. Και εν συνεχεία, η ζωή των Αγίων, είναι μια ατέλειωτη σειρά πνευματικών εμπειριών. Υπενθυμίζομε, επιλεκτικά, τις εμπειρίες του Αγίου Σπυρίδωνος, ο οποίος «αγγέλους έσχεν συλλειτουργούντας», του Αγίου Νεκταρίου, του Αγίου Νικολάου του Πλανά κ. λπ. Κι έπειτα, στα συναξάρια των αγίων διαβάζομε για «εσωτερική πληροφορία» του πιστού, για «φωνή του Θεού που ακούει μέσα του», για «δάκρυα μετανοίας, που γίνονται δάκρυα χαράς», για την «ειρήνη της ψυχής και την χαρά» μετά την Θεία Κοινωνία για «θέα του ακτίστου Φωτός», που θεωρείται η ανώτερη εμπειρία κ. ο. κ. 4 . Όλα αυτά έρχονται, βεβαίως, ως καρποί τής αληθινής πίστεως, της μετανοίας, της ασκήσεως, της ταπεινώσεως, του πνευματικού αγώνος, της νηστείας, δηλαδή της εσωτερικής καθάρσεως. Πώς όμως όλα αυτά τα παράδοξα φαινόμενα έχουν την εγγύηση της γνήσιας πνευματικής εμπειρίας; Ασφαλώς υπάρχουν τα κριτήρια εκείνα, τα οποία μας βοηθούν να διακρίνουμε αν μια εμπειρία είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή γνήσια ή αν είναι μια νόθος κατάσταση.
3. Ήδη, πιο πάνω υπογραμμίσαμε ότι η γνήσια εμπειρία είναι δωρεά, χάρισμα του Αγίου Πνεύματος. Κι ακόμη ότι δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα τεχνικών ή εκβιαστικών καταστάσεων ούτε αυτόματο αποτέλεσμα κάποιας διαδικασίας. Κανένα από τα παραπάνω θαυμαστά γεγονότα δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινου παράγοντα. Όλα αυτά είναι «θεοφάνειες», παρεμβάσεις του ίδιου του Θεού στην ιστορία του ανθρώπου, με συγκεκριμένο σκοπό και στόχο και οπωσδήποτε για το καλό και την σωτηρία ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Εκείνο όμως που πρέπει περαιτέρω να υπογραμμίσωμε σαν γνήσιο χαρακτηριστικό της γνήσιας εμπειρίας είναι ότι για τον Χριστιανό απαραίτητη προϋπόθεση αυτής είναι η ορθή πίστις στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και η χριστιανική ζωή μέσα στην αληθινή Εκκλησία. Ζώντας κανείς μέσα στην Αληθινή Εκκλησία «μένει εν τω Χριστώ» μένει «εν τη διδαχή του Χριστού» (Β΄ Ιωάν. 9-10) και άρα μένει «εν τη Αληθεία». Δεν είναι η εμπειρία που προσδιορίζει το περιεχόμενο της ορθής πίστεως, αλλά η ορθή πίστις που «μετράει» την γνησιότητα της αληθινής εμπειρίας 5. «Εμπειρίες» συναντά κανείς, όχι μόνον στις σύγχρονες νεοπεντηκοστιανές ή «νεοεποχίτικες» ομάδες, αλλά και στην αρχαία Ελλάδα (Πυθίες) και σε εξωχριστιανικές θρησκείες (όπως στους Δερβίσηδες, στον Μοντανισμό και στους νεώτερους αιρετικούς, τους ουγενόττους, κουάκερους, μορμόνους κ.λπ.). Ο εσωτεριστής Πέτρος Γράβιγγερ, μιλώντας για την «δαιμονοληψία», υποστηρίζει ότι «Η δαιμονοληψία ή άλλως κατοχή είναι σύνηθες φαινόμενον των πνευματιστικών συνεδριάσεων όπου το μεσάζον (μέντιουμ) δια του στόματος και του σώματος αυτού εξωτερικεύει τα κελεύσματα του εκδηλουμένου πνεύματος». Αυτές οι καταστάσεις, συνεχίζει, είναι πολύ επικίνδυνες, τόσον για το ίδιο το μέντιουμ, όσον και για τους παρισταμένους. Όταν μάλιστα, κατά τον Γράβιγγερ, το μέντιουμ ανήκει «εις τον τύπον του Ερμού, αρχίζει να ομιλή ξένας γλώσσας, τελείως αγνώστους, εις αυτόν, (Γλωσσολαλία) και εις τους παρισταμένους. Άλλοι πάλιν καταλαμβάνονται υπό προφητικής μανίας, αποκαλύπτουν πράξεις και μυστικά, άτινα τυγχάνουν να είναι τελείως άγνωστα εις τους παρισταμένους» 6 . Ασφαλώς, λοιπόν, υπάρχουν περιπτώσεις που δεν μπορούν με κανένα τρόπο να είναι δώρα του Αγίου Πνεύματος και χρήζουν άλλης θεολογικής ή επιστημονικής αντιμετωπίσεως. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της γνήσιας εμπειρίας είναι η έλλειψη αυτονόμησης και η συναίσθηση της παρουσίας του Θεού σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Όταν κάποιος αφεθή να οδηγείται μόνον από προσωπικές εμπειρίες μπορεί να καταλήξει σε πλάνη7 . Τότε μπορεί «το φως» που είναι μέσα στον άνθρωπο να γίνει «σκότος» (Λουκ. ια΄ 35). Αυτό μπορεί να συμβή ακόμη και με τους «θεολόγους-φιλοσόφους» που κινούνται στον χώρο του ορθολογισμού. Στο βιβλίο του «Το Νόημα της ζωής στο φως της Ορθοδοξίας» ο π. Αντώνιος μεταφέρει το λόγια του γέροντα Σωφρονίου (του Essex), ο οποίος αναφέρει, πως πολλοί ορθολογιστές «θεολόγοι-φιλόσοφοι», «στην προσπάθειά τους να βρουν την αλήθεια, ανεβαίνουν σε μια σφαίρα υπέρ λογική που όμως κινούνται στο χώρο της διανόησης. Η σφαίρα αυτή δεν είναι βέβαια ο θείος κόσμος· περικλείεται στα όρια της ανθρωπίνης κτιστής φύσεως και αυτή της η ιδιότητα την κάνει εφικτή στο λογικό, σύμφωνα με τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Υπάρχει ένα φυσικό φως του νου του ανθρώπου, ο οποίος κτίστηκε “κατ’ εικόνα” του Θεού. Ο άνθρωπος που συγκεντρώνει όλη του τήν προσοχή στο “νου”, απομακρύνοντας τις σκέψεις του τελείως από τον εξωτερικό κόσμο με οποιεσδήποτε τεχνικές, αποκτά επίγνωση ότι είναι αδύνατο να αντιληφθεί ολόκληρο το είναι στα περιορισμένα πλαίσια των λογικών συλλογισμών, ανεβάζει τη “θεωρία” πάνω από την τυπική λογική και βλέπει την ωραιότητα του νου, που κτίστηκε “κατ’ εικόνα Θεού”». Αισθάνεται τότε ένα «μυστικιστικό δέος» και νομίζει πως αποκτά εμπειρία μυστικής κοινωνίας με τον Θεό, ενώ στην πραγματικότητα μένει στα όρια της κτιστής ανθρωπίνης φύσεως... Αυτή η εμπειρία, ανεξάρτητα από το πώς θα ερμηνευθή και ποια δογματική διατύπωση θα λάβη, είναι ουσιαστικά εμπειρία πανθεϊστικής τάξεως 8 . Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης προτρέπει: «δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 1). Κι αυτό μπορεί να κατορθωθή μόνον μέσα στην Εκκλησία. Η ζωή μέσα στην αληθινή Εκκλησία είναι η εγγύηση ότι ζούμε μέσα στον χώρο όπου δρα και κινείται το Πνεύμα το Άγιον, το οποίο «πάντα χορηγεί» τα χαρίσματα. Εξ άλλου, το μέτρο γνησιότητος του γνησίου «πνεύματος» είναι η ομολογία της θεότητος και της μοναδικότητος του Ιησού Χριστού: «εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού· παν πνεύμα ό ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστι» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 2-3). Όποιος ομολογεί «Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα» κινείται από το Πνεύμα το Άγιον και δεν αναγνωρίζει άλλον «χριστόν». Ακόμη ο πιστός πρέπει να στολίζεται με την εσωτερική κάθαρση και την ταπείνωση. Τότε μπορεί να γίνη δοχείον της χάριτος του Θεού. Τότε ο κτιστός άνθρωπος μπορεί να γίνη κοινωνός των θείων ενεργειών, να θεωθή, να αγιασθή. Αν σταματήσει ο άνθρωπος αυτόν τον αγώνα «η θεωρήσει πως η εμπειρία της παρουσίας του Θεού είναι αποτέλεσμα δικών του και μόνον προσπαθειών, οδηγείται στην πλάνη. Τότε θα θεωρήσει καταστάσεις που κινούνται στην διανοητική σφαίρα ή στο χώρο της κτιστής πραγματικότητας ως υπερβατικές εμπειρίες. Αυτό περικλείει μεγάλους κινδύνους για την ψυχική ισορροπία τού ανθρώπου και “ανοίγουν” την πόρτα για δαιμονικές επιδράσεις» 9 . Γράφει ο π. Σωφρόνιος: «Ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Θεού Δημιουργού. Η κτιστή αυτή εικόνα του Θεού δεν μπορεί να γίνη κοινωνός της Θείας ουσίας που είναι απολύτως αμέθεκτη· είναι όμως επιδεκτική να μετάσχη στην άκτιστη θεότητα με την κοινωνία της χάρης. Και παρ’ όλο που ο άνθρωπος δεν μετέχει στη Θεία ουσία, όμως με τη χάρη γίνεται κοινωνός Θείας ζωής. Η χάρη Θεότητα αγιάζει τον άνθρωπο, τον θεώνει, δηλαδή τον κάνει Θεό» 10. Για να υπάρξη λοιπόν γνήσια εμπειρία πρέπει να συνυπάρξουν η ορθή πίστη, η αληθινή εκκλησία, η εσωτερική κάθαρση, η ταπείνωση και τέλος ο γνήσιος χορηγός της εμπειρίας, το Πνεύμα το Άγιον. Παρατηρεί ο π. Αντώνιος: «Οι θείες εμπειρίες δίδονται στον άνθρωπο όχι όταν τις επιδιώκει ή όταν έχει αυτές κυρίως σαν στόχο του, αλλά όταν η ψυχή του κατεβαίνει “στον Άδη της μετανοίας” και αισθάνεται αληθινά πως είναι “έκτρωμα”, χειρότερη από όλη την κτίση. Εμπειρίες που κατακτώνται με τη βία της διανοίας ή με τη χρησιμοποίηση οποιωνδήποτε τεχνικών διαλογισμού, δεν είναι αληθινές πνευματικές εμπειρίες, δεν είναι θείας προελεύσεως, αλλά “κατά το δοκούν”. Και όταν αυτό το “δοκούν” εκλαμβάνεται σαν αλήθεια, δημιουργείται στην ψυχή του ανθρώπου μια κατάσταση που παρεμποδίζει ακόμα και τη δυνατότητα να ενεργήσει η χάρη, αποκλείει δηλαδή τη δυνατότητα της αληθινής πνευματικής εμπειρίας» 11. Εξ άλλου, ούτε ο άνθρωπος μπορεί να εκβιάση με τεχνικές τον Θεό και να φθάση σε εμπειρίες μέσω ανθρωπίνων διαδικασιών, αλλά ούτε και ο Θεός παραβιάζει το αυτεξούσιο του «κατά την εικόνα Του» πλασθέντος ανθρώπου. Άρα για να είναι γνήσιες οι εμπειρίες πρέπει να μην είναι αποτέλεσμα της «αυτοερωτικής» στροφής του ανθρώπου προς τον ίδιο τον ειδωλοποιημένο εαυτό του, ούτε να έχουν την πηγή τους στην αυτοδυναμία δήθεν του ανθρώπου, ή στην «θεϊκή» του ιδιότητα. Επαναλαμβάνουμε: οι γνήσιες πνευματικές εμπειρίες είναι δωρεά του Θεού και όχι αποτέλεσμα ανθρωπίνης προσπαθείας τεχνικών η εξαναγκασμού. Οι γνήσιες πνευματικές εμπειρίες είναι εκδηλώσεις της άκτιστης ενέργειας του Θεού και όχι της κτιστής φύσεως του τρεπτού ανθρώπου. «Δεν είναι το αποτέλεσμα της αναζητήσεως του Θεού από μέρους του ανθρώπου, αλλά αντίθετα το αποτέλεσμα της αναζητήσεως του ανθρώπου από μέρους του Θεού» 12 . Είναι δηλαδή μια πραγματική «θεοπιστία». Κι ακόμη δεν είναι ατομικά βιώματα, κατακτώμενα με την «απελευθέρωση», την «ανακάλυψη» η την «αυτοπραγμάτωση» των δικών μας εσωτερικών δυνάμεων. Αλλά είναι βιώματα ταυτισμένα με την ζωή της Εκκλησίας, το «σώμα του Χριστού» και είναι πρωτίστως εμπειρία της Εκκλησίας. «Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν θεολογούσαν, δεν παρουσίαζαν ατομικά τους βιώματα, ξεχωριστά από τη ζωή του σώματος της Εκκλησίας· τα βιώματά τους εταυτίζοντο με την εμπειρία της Καθολικής Εκκλησίας και θεολογούσαν εκφράζοντας την εμπειρία τής Εκκλησίας. Γι’ αυτό και οι εμπειρίες των ανθρώπων που δεν φρονούν “τα του Θεού” (Ματθ. ιστ΄ 23), δηλαδή δεν έχουν το ίδιο φρόνημα “μετά πάντων των αγίων”, το οποίο υπήρχε και “εν Χριστώ Ιησού” (Φιλιπ. β΄ 5), δεν είναι γνήσιες χριστιανικές εμπειρίες» 13 .
Β΄ Μέρος Στο πρώτο μέρος της μελέτης μας για τις εμπειρίες, είπαμε ότι οι γνήσιες πνευματικές εμπειρίες είναι δωρεά του Θεού και όχι αποτέλεσμα ανθρωπίνης προσπαθείας τεχνικών ή εξαναγκασμού, και ότι προϋπόθεση αυτών είναι η ορθή πίστη στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και η χριστιανική ζωή μέσα στην αληθινή Εκκλησία. 4. Ας φωτίσουμε λίγο περισσότερο με παραδείγματα τις λεγόμενες «εμπειρίες» εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Βεβαίως, πρέπει να επαναλάβουμε ό,τι και παραπάνω είπαμε, δηλαδή ότι δεν υπάρχουν αληθινές “εμπειρίες”, τόσο στον χώρο των χριστιανικών αιρέσεων και των παραχριστιανικών ομάδων, όσον και στον εξωχριστιανικό ή στον αρχαιοειδωλολατρικό χώρο. «Όλα τα συστήματα και οι ομάδες, ινδουϊστικής κυρίως προελεύσεως, που προπαγανδίζουν διάφορες τεχνικές αυτογνωσίας και αυτοεξελίξεως, και υπόσχονται υπερβατικές και “εξωσωματικές” εμπειρίες, κινούνται στο ίδιο επίπεδο της πλάνης. Μ’ αυτές τις τεχνικές ο άνθρωπος εισέρχεται στο “γνόφο” της απεκδύσεως από καθετί ορατό και νοητό. Τότε ο νους δοκιμάζει μια ιδιόμορφη ευχαρίστηση και αν στρέψει το βλέμμα του στον εαυτό του, μπορεί να αισθανθεί κάτι που μοιάζει με φως”. Αυτό όμως δεν είναι το άκτιστο φως της Θεότητας, αλλά ένα φυσικό ιδίωμα του νου, που κτίστηκε κατ’ εικόνα τού Πρώτου νου, δηλαδή του Θεού», γράφει ο π. Σωφρόνιος. Και ο π. Αντώνιος συμπληρώνει: «Γίνεται φανερό πως ο άνθρωπος οδηγείται μ’ αυτό τον τρόπο σε ακραίες νοητικές καταστάσεις, οι οποίες περικλείουν κινδύνους για την ψυχική υγεία και πνευματική ισορροπία του ανθρώπου. Ψυχίατροι που μελέτησαν το θέμα με βάση κλινικές καταστάσεις, στις οποίες κατέληξαν νεαρά κυρίως μέλη τέτοιων ομάδων, βεβαιώνουν πως ο κίνδυνος είναι όχι απλώς υπαρκτός αλλά και μεγάλος. Όμως αφήνουμε αυτή την πλευρά του ζητήματος να εξετασθεί από άλλους, ειδικούς, και υπενθυμίζουμε πως η Γραφή δεν αποκλείει και την περίπτωση δαιμονικών καταστάσεων (Β΄ Κορ. ια΄ 14)»14. Ασφαλώς, εκτός απ’ αυτές τις «εμπειρίες» που βρίσκονται καθαρά μέσα στα πλαίσια τής κτιστής φύσεως, υπάρχουν και «εμπειρίες» δαιμονικής φύσεως, που μπορεί να τις συναντήσει κανείς ακόμη και σε συναξάρια αγίων. Ακόμη υπάρχουν και εκείνες οι καταστάσεις υποκειμενικής μορφής, που είναι αποτέλεσμα είτε εντόνων φαντασιώσεων, είτε απόρροια της καλλιεργημένης αυθυποβολής, που προέρχεται από την σφοδρή επιθυμία να αποκτήσει κανείς έκτακτες ιδιότητες, χαρίσματα, εμπειρίες. Έτσι, μέσα στην όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα των διαφόρων παραθρησκευτικών ομάδων που δημιουργείται με την άσκηση της έντονης ψυχολογικής πιέσεως, την πλήρη αποσχόληση, την ανεπαρκή σίτιση, τις ατέλειωτες σειρές σεμιναρίων, αναπτύσσεται η “πεποίθηση” ότι “οι εμπειρίες” αυτές αποτελούν απαραίτητο εξωτερικό σημείο της “σωτηρίας” και επομένως η έλλειψή τους αποτελεί απόδειξη ανωριμότητος και “πνευματικής πτωχείας” 15 . Μεταξύ των άλλων, συνέπεια αυτής της καταστάσεως είναι και η υπέρμετρη ανάπτυξη του εγώ, η υπεροψία και η υποδούλωση του θύματος σε δαιμονικές επιρροές. Έτσι, μπορεί το θύμα να λέει ότι «βλέπει φως» ή ότι ζει σε «εξωκοσμικές» καταστάσεις ή ότι «άνοιξε το τρίτο μάτι στο μέτωπό του». Όλα αυτά όμως, εάν δεν εντάσσονται στον νοσηρό χώρο της φαντασίας, μπορεί να είναι «μεθοδείες του ανθρωποκτόνου», ο οποίος μπορεί να «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» (Β΄ Κορ. ια΄ 14). Ας δούμε όμως ένα μόνο παράδειγμα νόθης εμπειρίας από τον χώρο των Πεντηκοστιανών, ένα χώρο δηλαδή που υποστηρίζει ότι είναι η γνήσια Εκκλησία του Χριστού. Ο π. Αντώνιος περιγράφει μια τέτοια κατάσταση από απομαγνητοφωνημένη κασσέτα του ποιμένα της Ελληνικής Αποστολικής Εκκλησίας της Πεντηκοστής. Σ’ αυτήν φαίνεται καθαρά πως εφαρμόζεται η τεχνική που δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για την άσκηση ψυχολογικής πιέσεως και αυθυποβολής, ώστε να προχωρήσει στην μηχανική και «αυτοστιγμεί» κατάκτηση της «εμπειρίας» (στην συγκεκριμένη περίπτωση της γλωσσολαλιάς). Αρχίζει, λοιπόν, το κήρυγμα με το προσφιλές στους Πεντηκοστιανούς θέμα των «εσχάτων καιρών», ακολουθούν ύμνοι, προχωρεί στην διαπίστωση της αφόρητης κοινωνικής καταστάσεως, προβάλλει την «αρπαγή» σαν την μόνη διέξοδο εν όψει της «μεγάλης θλίψεως» και τότε προχωράει στην εφαρμογή του σχεδίου: «“Αν καμμιά ψυχή θέλει να δώσει την καρδιά της στον Χριστό, μπορεί νάρθει εδώ μπροστά να γονατίσει και να πει: Χριστέ μου, σώσε με και ελέησέ με, σφράγισέ με και μένα με το Πνεύμα σου το Άγιο. . .“. Κατόπιν συνεχίζεται ο ύμνος και στο τέλος ο ποιμένας προτρέπει: “. . . εάν συ θέλεις να παραδοθείς στον Χριστό, να πεις: “Κύριε θέλω κι εγώ. . .” Πάρε μαξιλαράκι, γονάτισε και θα σε σώσει. . . ! Κατόπιν ξαναρχίζει ο ύμνος. . . (κασ. 1. 6. 1982). “Να πεις: “ Κύριε αναγέννησέ με”· μπορείς να το πεις, πες το σήμερα το πρωί· “Κύριε, σήμερα να με αναγεννήσεις”. . . . ” (κασ. 2. 3. 80). “Σήμερα το πρωί έχω να πω σ’ αυτούς που δεν αναγεννήθηκαν ότι ο άνεμος είναι έτοιμος να πνεύσει στην καρδιά τους. . . ” (κασ. 2. 3. 80). “Θα ψάλλουμε τον ύμνο “Πρέπει να γεννηθείς”. . . και θέλω σήμερα το πρωί εάν κανένας δεν αναγεννήθηκε, να αναγεννηθεί. Είναι καμιά ψυχή που δεν έχει αναγεννηθεί; Να σηκώσει το χέρι του! -Μάλιστα! Εάν δεν έχεις αναγεννηθεί, σήμερα το πρωί πρέπει ν’ αναγεννηθείς”. Αφού τελειώσει ο ύμνος, ο ποιμένας συνεχίζει: “Εάν κανένας θέλει να αναγεννηθεί, ας έλθει εδώ μπροστά. Να γονατίσεις να πεις: Κύριε αναγέννησέ με· όχι γι’ αυτούς που αναγεννήθηκαν, γι’ αυτούς που δεν αναγεννήθηκαν ακόμη. Έλα μπροστά, πάρε ένα μαξιλάρι, γονάτισε και πες: “Κύριε, αναγέννησέ με. . . ”“. Στη συνέχεια και πάλι ο ύμνος (κασ. 2. 3. 80). Αυτό το “τυπικό” ακολουθείται σε όλες τις συναθροίσεις, ώστε σιγά - σιγά να καλλιεργείται συναίσθημα κατωτερότητας σ’ όποιον δεν έχει ακόμη “αναγεννηθεί”. Τότε αποφασίζει να βγει κι αυτός μπροστά, να πάρει το μαξιλαράκι, να γονατίσει, να πει: “Κύριε αναγέννησέ με”. Ύστερα θα θελήσει να λάβει και το “βάπτισμα με Άγιο Πνεύμα”. Και αφού η γλωσσολαλιά είναι σ’ αυτή την ομάδα απαραίτητο “σημείο”, θ’ αρχίσει κι αυτός σε λίγο να “λαλεί γλώσσες”!” 16 . Και ο π. Αντώνιος συμπεραίνει: «“Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται εσωτερικός πόθος για επίτευξη τέτοιων καταστάσεων”. . . (δημιουργείται) “ειδική εκστατική ατμόσφαιρα”. . . “ψυχολογικής πιέσεως. . . Όμως μ’ αυτό τον τρόπο εξαφανίζονται τα σύνορα μεταξύ τής δράσης του Αγίου Πνεύματος που δημιουργεί γνήσιες πνευματικές εμπειρίες σαν εκείνη του αποστόλου Παύλου (Α΄ Κορ. ιβ΄ 1-3) και υποκειμενικών η και δαιμονικών καταστάσεων, που οδηγούν σε “εμπειρίες”. Ο άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να ξεχωρίσει το γνήσιο από το νόθο και θεωρεί καταστάσεις που ερμηνεύονται είτε με βάση τις φυσικές δυνατότητες του ανθρώπου είτε και σαν δαιμονικές επιδράσεις, ως “ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος”» 17 . Τα θύματα φθάνουν έτσι στην απογοήτευση, στην απόγνωση, αν η γλωσσολαλιά δεν γίνει και γι’ αυτά «εμπειρία», δηλαδή απόδειξη ότι έλαβαν το «βάπτισμα του Πνεύματος» και συγκαταλέχθηκαν ανάμεσα στους εκλεκτούς. Παρόμοιο περιστατικό περιγράφει και ο γέροντας π. Γεώργιος Καψάνης σε ομιλία του με τίτλο «Εμπειρίες της Χάριτος του Θεού» 18 . Δεν θα επεκταθούμε στο θέμα αυτό της λεγομένης «γλωσσολαλιάς». Απλώς σημειώνουμε την παρουσία του φαινομένου αυτού και σε εξωχριστιανικούς χώρους. Περιοριζόμεθα ακόμη να πούμε ότι σε τίποτε δεν μοιάζει αυτό το φαινόμενο με το φαινόμενο της Πεντηκοστής ή την γλωσσολαλιά της πρώτης Εκκλησίας. Εκεί ήταν ξένες γλώσσες κατανοητές που ένωναν και οικοδομούσαν την Εκκλησία. Εδώ είναι άναρθρες ακατανόητες κραυγές που διαιρούν και γιγαντώνουν τον εγωϊσμό και παράγουν μαζικά «χαρισματούχους» εκβιαστές του Αγίου Πνεύματος. Ο Επίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ, στο βιβλίο του «Ο Ορθόδοξος δρόμος», μιλώντας για τη διάκριση που πρέπει να γίνεται στο φαινόμενο αυτό, σημειώνει: «Η διάκριση είναι ακόμη πιο αναγκαία στην περίπτωση τών “γλωσσών”. Συχνά δεν είναι το πνεύμα τού Θεού που μιλάει μεσ’ από τις γλώσσες, αλλά το τελείως ανθρώπινο πνεύμα της αυθυποβολής και της ομαδικής υστερίας. Υπάρχουν ακόμη και περιπτώσεις όπου το “λαλείν γλώσσαις” είναι μια μορφή δαιμονικής κατοχής. “Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν” (Α΄ Ιωάν. 4,1)» 19. Εμπειρίες και οράματα συναντάμε και στον χώρο των «φωτισμένων» ή τών «χαρισματικών», που δυστυχώς ζουν και δρουν μέσα στην Εκκλησία, και αποτελούν γενικά μια νόθη κατάσταση. Η νοσηρή κατάσταση που επικρατεί στον χώρο των «φωτισμένων» είναι αποτυπωμένη στα ανιαρά και παιδαριώδη κείμενά τους. Ας επαναλάβουμε για άλλη μια φορά μαζί με τον π. Γεώργιο Καψάνη: «Οι αληθινές εμπειρίες δίνονται σ’ εκείνους που από ταπείνωση δεν ζητούν πνευματικές εμπειρίες, αλλά ζητούν από τον Θεό μετάνοια και σωτηρία» .20
Συμπερασματικά Ο π. Αντώνιος στο βιβλίο του «Εμπειρίες στην αναζήτηση νοήματος ζωής», λέει: «Στην Αγία Γραφή υπάρχουν γνήσιες εμπειρίες και εμπειρίες που προέρχονται από το πνεύμα της πλάνης. Με εντολή του Θεού ο Ααρών ρίπτει τη ράβδο του έμπροσθεν του Φαραώ και γίνεται όφις. Όμως το ίδιο κάνουν και οι μάγοι της Αιγύπτου (Έξοδ. ζ΄ 10-11). Αυτό επαναλαμβάνεται και με άλλες “πληγές” (Έξοδ. ζ΄ 20-22, η΄ 8-12)... Ο ίδιος ο Κύριος μας πληροφορεί ότι οι ψευδόχριστοι, ψευδοδιδάσκαλοι και ψευδοπροφήτες θα προβάλουν “σημεία”, με σκοπό να φέρουν σύγχυση και να πλανήσουν (Ματθ. κδ΄ 24-25. Β΄ Κορ . ια΄ 13-15. Αποκ. ιγ΄ 12-18, ιστ΄ 14, ιθ΄ 20)”21. Βεβαίως, πρέπει να επαναλάβουμε ότι όλες οι εμπειρίες δεν είναι γνήσιες. Ούτε όμως και όλες οι μη γνήσιες εμπειρίες οφείλονται στο «πνεύμα της πλάνης». Όπως υπάρχουν γνήσιες εμπειρίες που έχουν την προέλευσή τους από τον Θεό και πραγματικές «εμπειρίες», που μπορεί να είναι σατανικής προελεύσεως, έτσι μπορεί να υπάρχουν και «εμπειρίες» που είναι αποτέλεσμα υποκειμενικών η φυσικών καταστάσεων. Εάν όμως αυτές παρερμηνευθούν, τονίζει ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, τότε «ο άνθρωπος αρχίζει να πιστεύει πως του αποκαλύπτεται ο Θεός, πέφτει σε έπαρση και αυτό το εκμεταλλεύεται ο διάβολος, οδηγώντας τον οριστικά στην πλάνη» 22. Στον βίο του Οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη διαβάζουμε την εξής συνομιλία του οσίου Γρηγορίου του Σιναϊτη με τον όσιο Μάξιμο: «Ο άγιος Γρηγόριος, θέλοντας να επιβεβαιώσει τις δικές του διδασκαλίες, ρώτησε: -Παρόμοιες αποκαλύψεις και οράματα προκαλούνται και από τους δαίμονες; -Άλλα είναι τα σημάδια της δαιμονικής πλάνης και άλλα της θείας χάριτος, αποκρίθηκε ο όσιος Μάξιμος. Το πονηρό πνεύμα τής πλάνης, όταν πλησιάσει τον άνθρωπο, του συγχύζει το νου και τον εξαγριώνει. Σκληραίνει την καρδιά του και τη σκοτίζει. Προξενεί δειλία και υπερηφάνεια. Του αγριεύει την όψη, του ταράζει το μυαλό, του ανατριχιάζει ολόκληρο το σώμα. Του δείχνει και φανταστικό φως. Φως όμως όχι λαμπρό και καθαρό, αλλά ερυθρωπό. Προκαλεί έκσταση στο νου και τον παρακινεί να λέει άπρεπα και βλάσφημα λόγια. Αυτός που κυριεύεται από το πνεύμα της πλάνης, θυμώνει πολλές φορές και οργίζεται. Ποτέ δεν ταπεινώνεται ούτε μετανοεί ούτε θλίβεται για τις αμαρτίες του, αλλά πάντοτε καυχιέται και κενοδοξεί για τα κατορθώματά του, χωρίς ντροπή και φόβο Θεού. Στο τέλος καταλήγει στην τρέλλα και στην οριστική καταστροφή. Είθε από την πλάνη αυτή να μας λυτρώσει ο Κύριος με τις ευχές σου. Τα σημάδια της θείας χάριτος είναι τα εξής: Όταν επισκιάσει τον άνθρωπο η χάρη τού Αγίου Πνεύματος, του συμμαζεύει το νου και τον κάνει προσεκτικό και ταπεινό. Του φέρνει τη σωτήρια μνήμη του θανάτου, των αμαρτιών, της κρίσεως και της αιωνίου κολάσεως. Έτσι δημιουργεί στην ψυχή κατάνυξη, πένθος και θρήνο. Τα μάτια ημερεύουν και δακρύζουν” 23 . Στο βιβλίο «Γνόφος Αγνωσίας», ανώνυμου συγγραφέα, διαβάζομε για το θαύμα και την εμπειρία γενικώς: «Ασφαλώς, όταν ο Θεός θέλη και είναι ανάγκη να γίνη ένα θαύμα, μια αποκάλυψη, ένα όραμα, τότε τα παραχωρεί και τα επιτρέπει και πραγματοποιούνται. Αλλά δεν πρέπει να παρασυρόμαστε και να ζητούμε και να απαιτούμε το θαύμα ή το όραμα. Και να μη συμπεριφερόμαστε με ανησυχία αν δεν αξιωνόμαστε να δούμε ένα θαύμα, μια αποκάλυψη, ένα όραμα. Το υπερφυσικό είναι στην προκειμένη περίπτωση το τσόφλι του καρυδιού, ενώ η πνευματικότητα της πράξης είναι η ψίχα, είναι η τροφή. Την αξία την θρεπτική, την πνευματική, την έχει η ψίχα του καρπού, ενώ η επιμονήμας για μια θεία παρέμβαση είναι σαν να περιφρονούμε την ψίχα και σαν να δίνουμε μεγαλύτερη αξία απ’ ό,τι έχει το κέλυφος του καρπού» 24 . Ο Άγιος Νείλος συμβουλεύει βαθυστόχαστα: «Επιθυμών ιδείν το πρόσωπον του Πατρός του εν ουρανοίς μη ζήτει παντελώς μορφήν, ή σχήμα δέχεσθαι εν τω της προσευχής καιρώ”. “Μη πόθει αγγέλους ιδείν, ή δυνάμεις ή Χριστόν αισθητώς, ίνα μη τέλειον φρενιτικός γένη, λύκον αντί ποιμένος δεχόμενος και προσκυνών τοις εχθροίς δαίμοσιν”. “Αρχή πλάνης, νου κενοδοξία, εφ’ ης κινούμενος ο νους, εν σχήματι και μορφαίς περιγράφειν πειράται το Θείον» 25 . Και ο Επίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ συμπεραίνει: «Η Ορθοδοξία, επομένως, ενώ τονίζει την ανάγκη μιας άμεσης εμπειρίας του Αγίου Πνεύματος, τονίζει επίσης την ανάγκη για διάκριση και νηφαλιότητα. Το κλάμα μας, όπως και η συμμετοχή μας στ’ άλλα δώρα του Πνεύματος, είναι ανάγκη να καθαρθεί από κάθε φαντασία και συναισθηματική έξαρση. Τα δώρα που είναι αυθεντικά πνευματικά δεν πρέπει να απωθούνται, αλλά ποτέ δεν θα πρέπει να επιδιώκουμε τέτοια δώρα σαν αυτοσκοπό. Σκοπός μας μέσα στη ζωή της προσευχής δεν είναι να κερδίσουμε αισθήματα η “αισθητές” εμπειρίες κάποιου ορισμένου είδους, αλλά απλώς και μόνο να συσχηματίσουμε το θέλημά μας με το θέλημα του Θεού. “Ου ζητώ τα υμών αλλά υμάς”, λέει ο απόστολος Παύλος προς τους Κορινθίους (Β΄ Κορ. 12-14)· κι εμείς λέμε το ίδιο στο Θεό. Δεν ζητάμε τα δώρα, αλλά τον Δοτήρα» 26 . Εξ άλλου είναι διαπιστωμένο ότι «Πολλές “εμπειρίες”, που είναι αποτέλεσμα διαφόρων τεχνικών που προβάλλουν γκουρουϊστικές οργανώσεις είναι φυσικές καταστάσεις και μπορούν να επιτευχθούν με παρόμοιες ασκήσεις, ανεξάρτητα από το ινδουϊστικό υπόβαθρο της γιόγκα και του διαλογισμού» 27. Για τον Ορθόδοξο Χριστιανό η πορεία προς την θεογνωσία και την θέωση διέρχεται μέσα από την κάθαρση και τον φωτισμό, που είναι γνήσιες εμπειρίες. Γι‘ αυτό και ο Χριστιανός δεν θέτει στο κέντρο του ενδιαφέροντός του την αναζήτηση των εμπειριών. «Η γνήσια εμπειρία μέσα στην Εκκλησία δεν τίθεται ποτέ στο κέντρο του ενδιαφέροντος· ο πιστός έχει σαν στόχο την αγάπη στον Θεό, όχι την εμπειρία, είτε “προφητεία”, είτε “δυνάμεις”, “χαρίσματα ιαμάτων” ή οτιδήποτε άλλο (Α΄ Κορ. ιβ΄ 29)· ή “καθ’ υπερβολήν οδός” είναι η αγάπη, όχι η εμπειρία, ακόμη και εάν πρόκειται για την “πάσαν γνώσιν”· η αγάπη “ου ζητεί τα εαυτής” και λογίζεται μεγαλύτερη και από την πίστη και από την ελπίδα (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31, ιγ΄ 13)» 28 . Και ο π. Αντώνιος καταλήγει: «Η αληθινή Θεογνωσία δεν είναι καρπός απομονώσεως του ανθρώπου και τεχνικών “αυτοβυθίσεως”, που προσφέρονται πλούσια στην εποχή μας από τις ψυχολατρείες, τις γκουρουϊστικές, νεογνωστικές ή όποιες άλλες ομάδες, για να γνωρίση κανείς τον Θεό» 29. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως οι γνήσιες εμπειρίες, τα χαρίσματα, είναι φανερή απόδειξη ενός θεωμένου ανθρώπου. Ενός πιστού, ο οποίος ευρίσκεται σε «μυστική» ένωση με τον Θεόν (όχι συγχώνευση ή ταύτιση, όπως στις νεοεποχίτικες ομάδες). Ενός πιστού που τον έχουν «πληρώσει» οι θείες ενέργειες, που έχει γίνει «θεός» κατά χάριν, αφού στις θείες ενέργειες είναι «ο ίδιος ο Θεός μέσα στη δραστηριότητά του και την αυτό-αποκάλυψή του» 30. Αυτό λέγεται και «μέθεξις» του Θεού και είναι το ανώτατο στάδιο της τελειώσεως του ανθρώπου. Υπάρχουν όμως και οι νόθες καταστάσεις, τις οποίες ο Χριστιανός πρέπει να μάθει να εντοπίζει και να αποφεύγει, σύμφωνα με την προειδοποίηση του Ευαγγελιστού της Αγάπης: «Μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα η εκ του θεού εστί» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 1). Κλείνομε τις επισημάνσεις μας επί του θεμελιώδους θέματος των εμπειριών με την παρότρυνση του Αποστόλου Παύλου: «Ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31), «Είτε γλώσσαι, παύσονται· είτε γνώσις καταργηθήσεται. . . βλέπομε γαρ άρτι δ’ εσόπτρου εν αινίγματι. . . νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα· μείζον δε τούτων η αγάπη» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 13).
Σημειώσεις 1. Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Επιστολάς, τόμ. Γ΄ σ. 40. 2. π. Α. Αλεβιζοπούλου, Εγχειρίδιον αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων, σ. 69. 3. Του ιδίου, Το Νόημα της ζωής στο φως της Ορθοδοξίας, σ. 7. 4. Αρχιμ. Γ. Καψάνη, Εμπειρίες της χάριτος του Θεού, σ. 23. 5. π. Αντ. Αλεβιζοπούλου, Εμπειρίες στην αναζήτηση νοήματος ζωής, σ. 31. 6. Π. Γράβιγγερ, Εγκυκλοπαίδεια Εσωτερισμού και αποκρύφου γνώσεως, τόμ. Β΄, σσ. 260-261. 7. π. Α. Αλεβιζοπούλου, Το νόημα της ζωής, ένθ. , σ. 365. 8. Αυτόθι, Το Νόημα της ζωής, σ. 365. 9. Αυτόθι, σ. 371. 10. Αυτόθι, σ. 368. 11. Αυτόθι, σ. 369. 12. Αυτόθι, σ. 371. 13. Αυτόθι, σ. 368. 14. π. Α. Αλεβιζοπούλου, Το Νόημα της ζωής... , σ. 366. 15. Αυτόθι, σ. 367. 16. π. Αντ. Αλεβιζοπούλου, αυτόθι, σσ. 173-174. 17. Αυτόθι, σ. 173-174. 18. π. Γ. Καψάνη, Ψευδείς εμπειρίες, σ. 22-23. 19. Επισκόπου Κάλλιστου Γουέαρ, Ο Ορθόδοξος δρόμος, σ. 118. 20. Μν. έργ. σ. 20. 21. π. Α. Αλεβιζοπούλου, Εμπειρίες στην αναζήτηση ζωής, σσ. 24-25. 22. Αυτόθι, σ. 25. 23. Ι. Μονής Παρακλήτου, Οδ. Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης, σσ. 47-48. 24. Ανώνυμου συγγραφέα, Γνόφος Αγνωσίας, μετάφραση Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος, σ. 128. 25. Αββά Νείλου, Προς Ευλόγιον Μοναχόν Λόγοις παραινετικός, 114-116, PG. 79, 1192D-1193A. 26. Μν. έργ. σσ. 118-119. 27. π. Α. Αλεβιζοπούλου, Εμπειρίες. . . ενθ. ανωτ. σσ. 25-26 28. π. Αντ. Αλεβιζοπούλου, αυτόθι, σ. 28. 29. Αυτόθι, σσ. 28-29. 30. Βλ. Επισκόπου Καλλίστου Γουέαρ, ένθ. ανωτ. σ. 28. |
Δημιουργία αρχείου: 13-9-2011.
Τελευταία ενημέρωση: 13-9-2011.